×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Coelho - Ο αλχημιστής (AudioBookWorms), 13. Επίλογος

13. Επίλογος

ΤΟ ΑΓΟΡΙ το λέγανε Σαντιάγο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε στη μικρή εγκαταλειμμένη εκκλησία. Η συκομουριά ήταν ακόμη εκεί, στο παρεκκλήσι, και ακόμη διακρίνονταν τα αστέρια μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή. Θυμήθηκε ότι κάποτε είχε μείνει εκεί με τα πρόβατα του και είχε περάσει τη νύχτα ήσυχα, με εξαίρεση το όνειρο.

Τώρα στεκόταν χωρίς το κοπάδι του. Στο χέρι κρατούσε ένα φτυάρι.

Αφέθηκε πολλή ώρα να κοιτάζει τον ουρανό. Κατόπιν έβγαλε από το δισάκι του ένα μπουκάλι κρασί και ήπιε. Θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα στην έρημο που είχε επίσης κοιτάξει τ' αστέρια και πιει κρασί με τον αλχημιστή. Σκέφτηκε τους πολλούς δρόμους που είχε περπατήσει και τον παράξενο τρόπο με τον οποίο ο Θεός του είχε δείξει το θησαυρό. Αν δεν είχε πιστέψει τα επαναλαμβανόμενα όνειρα, δε θα είχε συναντήσει ούτε την τσιγγάνα ούτε το βασιλιά ούτε το ληστή ούτε... «Ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος. Αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σημάδια και δεν επρόκειτο να κάνω λάθος», είπε στον εαυτό του.

Χωρίς να το καταλάβει, τον πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησε, ο ήλιος ήταν ψηλά. Τότε βάλθηκε να σκάβει τη ρίζα της συκομουριάς.

«Γερο-μάγε», σκεφτόταν το αγόρι. «Τα ήξερες όλα. Άφησες μάλιστα και λίγο χρυσάφι για να μπορέσω να επιστρέψω σ' αυτή την εκκλησία. Ο μοναχός γέλασε όταν με είδε να επιστρέφω καταξεσκισμένος. Ήταν ανάγκη να το υποφέρω κι αυτό;»

- Όχι, άκουσε τον άνεμο να λέει. Αν σου τα είχα πει, δε θα είχες δει τις πυραμίδες. Δεν είναι πολύ ωραίες;

Ήταν η φωνή του αλχημιστή. Το αγόρι χαμογέλασε και συνέχισε το σκάψιμο. Μισή ώρα αργότερα, το φτυάρι χτύπησε σε κάτι στέρεο. Μια ώρα αργότερα είχε μπροστά του μια κασέλα γεμάτη παλιά χρυσά ισπανικά νομίσματα. Υπήρχαν και πολύτιμοι λίθοι, χρυσές προσωπίδες με άσπρα και κόκκινα φτερά, πέτρινα ειδώλια διακοσμημένα με διαμάντια. Λάφυρα από μια κατάκτηση που η χώρα του είχε ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια και που ο κατακτητής είχε ξεχάσει ν' αναφέρει στα παιδιά του.

Το αγόρι έβγαλε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ από το δισάκι. Μόνο μια φορά είχε χρησιμοποιήσει αυτούς τους λίθους, κάποιο πρωινό στην αγορά. Η ζωή και ο δρόμος του ήταν πάντα γεμάτοι σημάδια.

Έβαλε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ μέσα στην κασέλα με το χρυσάφι. Ήταν μέρος του θησαυρού του, γιατί του θύμιζαν ένα γέρο βασιλιά, που δε θα συναντούσε ποτέ πια.

«Πραγματικά, η ζωή είναι γενναιόδωρη με όποιον ζει τον Προσωπικό Μύθο του», σκέφτηκε το αγόρι. Τότε θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάει ως την Ταρίφα για να δώσει στην τσιγγάνα το ένα δέκατο απ' όλα αυτά. «Τι έξυπνοι που είναι οι τσιγγάνοι», σκέφτηκε. Ίσως επειδή ταξίδευαν τόσο πολύ.

Αλλά ο άνεμος ξαναφύσηξε. Ήταν ο λεβάντες, ο άνεμος από την Αφρική. Δεν έφερνε την οσμή της ερήμου ούτε την απειλή της εισβολής των Μαυριτανών. Ίσα ίσα, έφερνε ένα πολύ γνωστό του άρωμα και τον ήχο ενός φιλιού, που έφτασε σιγά σιγά, για ν' ακουμπήσει πάνω στα χείλη του.

Το αγόρι χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνη έκανε κάτι τέτοιο.

- Έρχομαι, Φατιμά, της απάντησε.


13. Επίλογος 13\. Epilogue

ΤΟ ΑΓΟΡΙ το λέγανε Σαντιάγο. THE BOY was called Santiago. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει όταν έφτασε στη μικρή εγκαταλειμμένη εκκλησία. It was getting dark when he reached the small abandoned church. Η συκομουριά ήταν ακόμη εκεί, στο παρεκκλήσι, και ακόμη διακρίνονταν τα αστέρια μέσα από τη μισογκρεμισμένη σκεπή. The sycamore tree was still there in the chapel, and the stars were still visible through the half-collapsed roof. Θυμήθηκε ότι κάποτε είχε μείνει εκεί με τα πρόβατα του και είχε περάσει τη νύχτα ήσυχα, με εξαίρεση το όνειρο. He remembered that he had once stayed there with his sheep and had passed the night quietly, except for the dream.

Τώρα στεκόταν χωρίς το κοπάδι του. Now he stood without his flock. Στο χέρι κρατούσε ένα φτυάρι. He was holding a shovel in his hand.

Αφέθηκε πολλή ώρα να κοιτάζει τον ουρανό. He was left looking at the sky for a long time. Κατόπιν έβγαλε από το δισάκι του ένα μπουκάλι κρασί και ήπιε. Then he took a bottle of wine from his pocket and drank. Θυμήθηκε εκείνη τη νύχτα στην έρημο που είχε επίσης κοιτάξει τ' αστέρια και πιει κρασί με τον αλχημιστή. He remembered that night in the desert that he had also looked at the stars and drank wine with the alchemist. Σκέφτηκε τους πολλούς δρόμους που είχε περπατήσει και τον παράξενο τρόπο με τον οποίο ο Θεός του είχε δείξει το θησαυρό. He thought of the many roads he had walked and the strange way in which God had shown him the treasure. Αν δεν είχε πιστέψει τα επαναλαμβανόμενα όνειρα, δε θα είχε συναντήσει ούτε την τσιγγάνα ούτε το βασιλιά ούτε το ληστή ούτε... «Ο If he had not believed the recurring dreams, he would not have met either the gypsy or the king or the robber or... "The κατάλογος είναι πολύ μεγάλος. list is very long. Αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σημάδια και δεν επρόκειτο να κάνω λάθος», είπε στον εαυτό του. But the road was full of signs and I wasn't going to make a mistake,” he told himself.

Χωρίς να το καταλάβει, τον πήρε ο ύπνος. Without realizing it, he fell asleep. Όταν ξύπνησε, ο ήλιος ήταν ψηλά. When he awoke, the sun was high. Τότε βάλθηκε να σκάβει τη ρίζα της συκομουριάς. Then he set out to dig up the root of the fig tree.

«Γερο-μάγε», σκεφτόταν το αγόρι. Gero-mage, the boy thought. «Τα ήξερες όλα. “You knew everything. Άφησες μάλιστα και λίγο χρυσάφι για να μπορέσω να επιστρέψω σ' αυτή την εκκλησία. You even left some gold so that I could return to this church. Ο μοναχός γέλασε όταν με είδε να επιστρέφω καταξεσκισμένος. The monk laughed when he saw me coming back torn. Ήταν ανάγκη να το υποφέρω κι αυτό;» "Did I have to suffer that too?"

- Όχι, άκουσε τον άνεμο να λέει. - No, he heard the wind say. Αν σου τα είχα πει, δε θα είχες δει τις πυραμίδες. If I had told you, you wouldn't have seen the pyramids. Δεν είναι πολύ ωραίες; Aren't they pretty?

Ήταν η φωνή του αλχημιστή. It was the alchemist's voice. Το αγόρι χαμογέλασε και συνέχισε το σκάψιμο. The boy smiled and continued digging. Μισή ώρα αργότερα, το φτυάρι χτύπησε σε κάτι στέρεο. Half an hour later, the shovel hit something solid. Μια ώρα αργότερα είχε μπροστά του μια κασέλα γεμάτη παλιά χρυσά ισπανικά νομίσματα. An hour later he had in front of him a case full of old gold Spanish coins. Υπήρχαν και πολύτιμοι λίθοι, χρυσές προσωπίδες με άσπρα και κόκκινα φτερά, πέτρινα ειδώλια διακοσμημένα με διαμάντια. There were also precious stones, golden masks with white and red feathers, stone figurines decorated with diamonds. Λάφυρα από μια κατάκτηση που η χώρα του είχε ξεχάσει εδώ και πολλά χρόνια και που ο κατακτητής είχε ξεχάσει ν' αναφέρει στα παιδιά του. Loot from a conquest that his country had forgotten for many years and that the conqueror had forgotten to mention to his children.

Το αγόρι έβγαλε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ από το δισάκι. The boy took out the Urim and Thummim from the table. Μόνο μια φορά είχε χρησιμοποιήσει αυτούς τους λίθους, κάποιο πρωινό στην αγορά. Only once had he used these stones, one morning at the market. Η ζωή και ο δρόμος του ήταν πάντα γεμάτοι σημάδια. His life and path were always full of signs.

Έβαλε τον Ουρίμ και τον Τουμίμ μέσα στην κασέλα με το χρυσάφι. He put the Urim and Thummim inside the box of gold. Ήταν μέρος του θησαυρού του, γιατί του θύμιζαν ένα γέρο βασιλιά, που δε θα συναντούσε ποτέ πια. They were part of his treasure, because they reminded him of an old king, whom he would never meet again.

«Πραγματικά, η ζωή είναι γενναιόδωρη με όποιον ζει τον Προσωπικό Μύθο του», σκέφτηκε το αγόρι. "Really, life is generous with whoever lives their Personal Myth," the boy thought. Τότε θυμήθηκε ότι έπρεπε να πάει ως την Ταρίφα για να δώσει στην τσιγγάνα το ένα δέκατο απ' όλα αυτά. Then he remembered that he had to go all the way to Tarifa to give the gypsy a tenth of it all. «Τι έξυπνοι που είναι οι τσιγγάνοι», σκέφτηκε. "How clever the gypsies are," he thought. Ίσως επειδή ταξίδευαν τόσο πολύ. Maybe because they traveled so much.

Αλλά ο άνεμος ξαναφύσηξε. But the wind blew again. Ήταν ο λεβάντες, ο άνεμος από την Αφρική. It was lavender, the wind from Africa. Δεν έφερνε την οσμή της ερήμου ούτε την απειλή της εισβολής των Μαυριτανών. It did not bring the smell of the desert or the threat of Moorish invasion. Ίσα ίσα, έφερνε ένα πολύ γνωστό του άρωμα και τον ήχο ενός φιλιού, που έφτασε σιγά σιγά, για ν' ακουμπήσει πάνω στα χείλη του. Just like that, it brought a very familiar scent and the sound of a kiss, which slowly reached to rest on his lips.

Το αγόρι χαμογέλασε. The boy smiled. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνη έκανε κάτι τέτοιο. It was the first time she had done something like this.

- Έρχομαι, Φατιμά, της απάντησε. - I'm coming, Fatima, he answered her.