×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ηχητικά άρθρα..., Ζαν Πολ Μπελμοντό: Ο πιο «ωραίος άσχημος»

Ζαν Πολ Μπελμοντό: Ο πιο «ωραίος άσχημος»

«Ο ΩΡΑΙΟΣ ΑΣΧΗΜΟΣ». Τι να σημαίνει άραγε αυτή η φράση σήμερα, όταν όλοι οι μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ σε σινεμά και τηλεόραση είναι είτε πρώην μοντέλα είτε… νυν (όταν τα βρίσκουν σκούρα); Γιατί μπορεί ο Ζαν Πολ Μπελμοντό που χάσαμε σήμερα να μην είχε το τέλειο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ, τη σχεδόν πλαστική ομορφιά του Τιμοτέ Σαλαμέ ή την κοψιά ολάκερης της υπερηρωικής στρατιάς της Marvel ή της DC (θα μπορούσαν άνετα να πρωταγωνιστούν σε ένα promo φιλμάκι της ευγονικής – αν κάποιος θα ήθελε να μας την πουλήσει δηλαδή), ο ίδιος όμως δεν έδινε δεκάρα. Και «ρέφαρε» με αυθάδεια, τσαμπουκά αλλά και γνήσια macho γοητεία, την εποχή εκείνη που, αν ήσουν όντως τοξικός, δεν ήσουν δα και τόσο αρρενωπός.

Γεννημένος στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, ο Μπεμπέλ μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια: Ο πατέρας γλύπτης, η μαμά ζωγράφος. Αντιδραστικός από τότε, επιλέγει την πυγμαχία: στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ, μάλιστα, είχε μόνο νίκες (σε τρεις περιπτώσεις έριξε νοκ-άουτ τους αντίπαλους του από τον πρώτο γύρο) μέχρι που, τελικά, τον κέρδισε η υποκριτική, καθώς το 1950 έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού.

Η συνέχεια δεν θα μπορούσε να είναι πιο φαντασμαγορική: Τρεις ταινίες με τον Ζαν Λικ Γκοντάρ και μαζί μ' αυτές, συνεργασίες με τον Φρανσουά Τριφό, τον Αλέν Ρενέ, τον Κλοντ Σοτέ, τον Λουί Μαλ, τον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Ζαν Πιερ Μελβίλ (ο Τριφό τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πιο ολοκληρωμένο ηθοποιό της γενιάς του»). Ως «Εφημέριος» (Léon Morin, Prêtre) απέδειξε πως μπορούσε να φέρει εις πέρας και δύσκολους ρόλους λεπτών αποχρώσεων.

Αλλά ο Μπεμπέλ δεν ήταν εκλεκτικός. Του άρεσε το σινεμά, του άρεσε η περιπέτεια, του άρεσε και η δουλειά: Από τις 80 ταινίες της φιλμογραφίας του, οι μισές γυρίστηκαν στη δεκαετία του ‘60.

Η δε περσόνα που καθιέρωσε ο Μπελμοντό, μετά τα μεγάλα σουξέ του στη Νουβέλ Βαγκ, χρωστούσε αρκετά στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Έναν αντι-ήρωα δηλαδή, με κώδικα αυστηρό, σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, αλλά και με βαθιά, εσωτερική γνώση της φύσης του εχθρού που ήξερε και τις δύο πλευρές του νόμου και ήταν αρκετά σκληρός να κάνει το σωστό. Με μοναδική διαφορά πως το επέλεγε, ανεξαρτήτως του ποια πλευρά υπηρετούσε, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή έτσι γούσταρε (διόλου τυχαίος ο τίτλος μιας μεταγενέστερης περιπέτειας του: «Μπάτσος ή αλήτης;»).

Και φυσικά, αντιπροσώπευσε μια μορφή ακραίας αντίδρασης ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια: Στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, ο «Μπεμπέλ» (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι οπαδοί του) περιφέρεται ως άλλος «επαναστάτης χωρίς αιτία», παριστάνοντας μεν τον Μπόγκαρτ, αλλά με κοστούμια που του είναι εμφανώς πολύ φαρδιά και με μια χαρακτηριστική όσο και αξιοζήλευτη απάθεια. Σκοτώνει έναν αστυνομικό και παίρνει όλες τις λάθος αποφάσεις – αλλά εσύ τον θαυμάζεις, ακόμα και σήμερα, κόντρα (και πάλι) στις εκνευριστικές διδαχές «αυτοβελτίωσης» που πρωταγωνιστούν σήμερα.

Στα '70s πάντως γνωρίσαμε έναν άλλο Μπελμοντό – αν και η ουσία αυτού του χαρακτήρα που αγαπήσαμε στα παλαιότερα φιλμ του, παρέμεινε: Ήταν και πάλι αυθάδης, και πάλι προκλητικός, απλά σε ταινίες πιο εμπορεύσιμες, όπου όμως εκτελούσε ο ίδιος όλα τα stunts, όλες δηλαδή τις επικίνδυνες σκηνές, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κασκάντερ. Μάλιστα ενσάρκωσε έναν στην πολύ αστεία κωμωδία «L'animal», παρέα με τη Ράκελ Γουέλς το 1977. Λίγα χρόνια πριν είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, γυρίζοντας στην Ελλάδα –σε Πειραιά, Αθήνα και Κέρκυρα– το συγκλονιστικό «Le casse», που προβλήθηκε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες στη «Ριβιέρα», σε μια μεταμεσονύχτια συνεργασία του «Midnight Express» με το «Ξαφνικά Φέτος το καλοκαίρι» του Ηλία Φραγκούλη, που επέλεξε και το φιλμ.

Πάλι δεν χορταίναμε να βλέπουμε αυτό το αυθάδικο, τραχύ όσο και μεταδοτικό χαμόγελο του ήρωα που πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Ανρί Βερνέιγ, του Κλοντ Ζιντί, του Λοτνέρ και του Ντε Μπροκά. Ταινίες που δεν αγάπησαν οι κριτικοί, αλλά λατρεύτηκαν ανά την υφήλιο, καθώς η Ευρώπη ακόμα μπορούσε να προσφέρει δυνατό «προϊόν» και να κοντράρει στα ίσα τα αστυνομικά θρίλερ του Χόλιγουντ.

Εξάλλου κανείς Αμερικανός τότε δεν είχε αυτόν τον «αέρα». Αυτός, άλλωστε, ήταν που τον έκανε ακαταμάχητο, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες της εποχής του. Οι τελευταίοι ήθελαν να του μοιάζουν και οι πρώτες να τον έχουν (κανείς δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε ο παράνομος δεσμός του με την Ούρσουλα Άντρες που οδήγησε στο διαζύγιό του με την Ελοντί Κονσταντάν).

Από μια άποψη, μπορούμε να βρούμε όλο αυτό το χαρακτηριστικό θράσος στους ήρωες που λάνσαρε η Αμερική από τα τέλη του '80 και μετά, με ηθοποιούς σαν τον Μπρους Γουίλις που, στις πρώτες ταινίες της σειράς «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», εξολοθρεύει μια ολάκερη ομάδα τρομοκρατών εκτοξεύοντας κυνικά καλαμπούρια και πηδά από ένα φλεγόμενο αεροπλάνο – η διαφορά όμως είναι πως ο τελευταίος το έκανε με τη βοήθεια των ειδικών εφέ καθώς ήταν καλός μόνο στα καλαμπούρια. Ενώ ο Μπεμπέλ μπορούσε άνετα να κρεμαστεί από ένα αληθινό αεροπλάνο εν πτήση στο αντιναζιστικό έπος «Ο άσσος των άσσων», με τον τηλεφακό να δουλεύει υπερωρίες ούτως ώστε να σιγουρευτούμε πως, ναι, είναι αυτός που ρισκάρει τη ζωή του μπροστά στα μάτια μας και όχι κάποιος ανώνυμος κασκαντέρ. Στο συγκλονιστικό «Τρόμος πάνω από την πόλη» κρέμεται από ελικόπτερα, τρέχει πάνω σε κινούμενα τρένα και χοροπηδάει από οροφές πανύψηλών κτηρίων, ενώ εξίσου θεαματικές κασκάντες εκτελεί στον αθάνατο «Επαγγελματία» (με την αξέχαστη μουσική του Ένιο Μορικόνε) – με εμάς να συνεχίζουμε να τον θαυμάζουμε.

Όσο για μένα προσωπικά, που τον αγάπησα από μικρός, νοικιάζοντας μανιωδώς τις ταινίες του τα πρώτα χρόνια της εθνικής μας βιντεομανίας, δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα από κοντά, δέκα χρόνια πριν: Σε μια τελετή βράβευσης για το σύνολο της καριέρας του, στο Φεστιβάλ Καννών. Εκείνο το βράδυ, στο Palais Du Cinema, βρέθηκαν όλοι οι παλιοί του φίλοι – και μαζί η αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά: Η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ζαν Ροσφόρ, ο Ζιλ Ζακόμπ, ο Κλοντ Λελούς, ο Ζορζ Λοτνέρ, η Φέι Ντάναγουεϊ, ο Ζαν-Πολ Ραπενό, ο Ξαβιέ Μπουβουά, άλλοι τόσοι ακόμα, και στη μέση ο ίδιος. Είχαμε μόλις δει μια συρραφή όλων των θεαματικών stunts του και είμασταν ήδη αποσβολωμένοι από το θέαμα. Και ο ίδιος, συνοδευόμενος από τη 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι, με μια χαρακτηριστικά «αλήτικη» χειρονομία, πέταξε την πατερίτσα του και περπάτησε προς το μέρος μας, αγνοώντας επιδεικτικά όλα τα κουσούρια από εκείνο το εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε ημιπαράλυτο το 2001.

Το χαμόγελο είχε μείνει ίδιο. Ήταν το μόνο stunt που μπορούσε πλέον να εκτελέσει. Και το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει.

Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου


Ζαν Πολ Μπελμοντό: Ο πιο «ωραίος άσχημος» Jean Paul Belmondo: Der „schönste Hässliche“ Jean Paul Belmondo: The most "handsome ugly"

«Ο ΩΡΑΙΟΣ ΑΣΧΗΜΟΣ». Τι να σημαίνει άραγε αυτή η φράση σήμερα, όταν όλοι οι μεγάλοι σταρ του Χόλιγουντ σε σινεμά και τηλεόραση είναι είτε πρώην μοντέλα είτε… νυν (όταν τα βρίσκουν σκούρα); Γιατί μπορεί ο Ζαν Πολ Μπελμοντό που χάσαμε σήμερα να μην είχε το τέλειο πρόσωπο του Μπραντ Πιτ, τη σχεδόν πλαστική ομορφιά του Τιμοτέ Σαλαμέ ή την κοψιά ολάκερης της υπερηρωικής στρατιάς της Marvel ή της DC (θα μπορούσαν άνετα να πρωταγωνιστούν σε ένα promo φιλμάκι της ευγονικής – αν κάποιος θα ήθελε να μας την πουλήσει δηλαδή), ο ίδιος όμως δεν έδινε δεκάρα. Was bedeutet dieser Satz heute, wo alle großen Hollywood-Stars in Kino und Fernsehen entweder ehemalige Models sind oder jetzt (wenn sie sie dunkel finden)? Warum könnte der Jean-Paul Belmondo, den wir heute verloren haben, nicht das perfekte Gesicht von Brad Pitt haben, die fast plastische Schönheit von Timothy Salame oder die ganze Figur der Marvel- oder DC-Superheldenarmee (sie könnten leicht in einem Werbefilm der Eugenik mitspielen - wenn es uns jemand verkaufen möchte), aber er selbst hat keinen Pfennig gegeben. What does this phrase mean today, when all the big Hollywood stars in cinema and television are either former models or now (when they find them dark)? Why could the Jean-Paul Belmondo we lost today not have the perfect face of Brad Pitt, the almost plastic beauty of Timothy Salame or the whole cut of the Marvel or DC superhero army (they could easily star in a promo film of the eugenics - if someone would like to sell it to us), but he himself did not give a penny. Και «ρέφαρε» με αυθάδεια, τσαμπουκά αλλά και γνήσια macho γοητεία, την εποχή εκείνη που, αν ήσουν όντως τοξικός, δεν ήσουν δα και τόσο αρρενωπός. Und er "tadelte" mit Dreistigkeit, Tsabouka, aber auch echtem Macho-Charme, damals, als man, wenn man wirklich giftig wäre, nicht so männlich gewesen wäre.

Γεννημένος στις 9 Απριλίου 1933 στο Νεϊγί-συρ-Σεν, βορειοδυτικά του Παρισιού, ο Μπεμπέλ μεγάλωσε μέσα σε μια καλλιτεχνική οικογένεια: Ο πατέρας γλύπτης, η μαμά ζωγράφος. Αντιδραστικός από τότε, επιλέγει την πυγμαχία: στη σύντομη καριέρα του στα ρινγκ, μάλιστα, είχε μόνο νίκες (σε τρεις περιπτώσεις έριξε νοκ-άουτ τους αντίπαλους του από τον πρώτο γύρο) μέχρι που, τελικά, τον κέρδισε η υποκριτική, καθώς το 1950 έγινε δεκτός στην Εθνική Σχολή Δραματικής Τέχνης του Παρισιού. Seitdem ist er reaktiv und wählt das Boxen: In seiner kurzen Karriere im Ring hatte er tatsächlich nur Siege (in drei Fällen schlug er seine Gegner von der ersten Runde an), bis er schließlich von der Schauspielerin gewonnen wurde, wie in 1950 wurde er an der National School of Dramatic Art in Paris aufgenommen.

Η συνέχεια δεν θα μπορούσε να είναι πιο φαντασμαγορική: Τρεις ταινίες με τον Ζαν Λικ Γκοντάρ και μαζί μ' αυτές, συνεργασίες με τον Φρανσουά Τριφό, τον Αλέν Ρενέ, τον Κλοντ Σοτέ, τον Λουί Μαλ, τον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Ζαν Πιερ Μελβίλ (ο Τριφό τον είχε χαρακτηρίσει ως «τον πιο ολοκληρωμένο ηθοποιό της γενιάς του»). Ως «Εφημέριος» (Léon Morin, Prêtre) απέδειξε πως μπορούσε να φέρει εις πέρας και δύσκολους ρόλους λεπτών αποχρώσεων. Als "Pastor" (Léon Morin, Prêtre) bewies er, dass er schwierige Rollen mit subtilen Nuancen spielen kann.

Αλλά ο Μπεμπέλ δεν ήταν εκλεκτικός. Του άρεσε το σινεμά, του άρεσε η περιπέτεια, του άρεσε και η δουλειά: Από τις 80 ταινίες της φιλμογραφίας του, οι μισές γυρίστηκαν στη δεκαετία του ‘60.

Η δε περσόνα που καθιέρωσε ο Μπελμοντό, μετά τα μεγάλα σουξέ του στη Νουβέλ Βαγκ, χρωστούσε αρκετά στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Und die Persönlichkeit, die Belmondo nach seinen großen Hits bei Nouvelle Vague etablierte, verdankte Humphrey Bogart viel. Έναν αντι-ήρωα δηλαδή, με κώδικα αυστηρό, σε μια διεφθαρμένη κοινωνία, αλλά και με βαθιά, εσωτερική γνώση της φύσης του εχθρού που ήξερε και τις δύο πλευρές του νόμου και ήταν αρκετά σκληρός να κάνει το σωστό. Das heißt, ein Antiheld mit einem strengen Kodex in einer korrupten Gesellschaft, aber auch mit einem tiefen, inneren Wissen um die Natur des Feindes, der beide Seiten des Gesetzes kannte und hart genug war, das Richtige zu tun. Με μοναδική διαφορά πως το επέλεγε, ανεξαρτήτως του ποια πλευρά υπηρετούσε, όχι επειδή έπρεπε, αλλά επειδή έτσι γούσταρε (διόλου τυχαίος ο τίτλος μιας μεταγενέστερης περιπέτειας του: «Μπάτσος ή αλήτης;»). Der einzige Unterschied ist, dass er es, egal auf welcher Seite er diente, nicht gewählt hat, weil er es musste, sondern weil es ihm so gefiel (Titel eines seiner späteren Abenteuer: „Cops or bums?“).

Και φυσικά, αντιπροσώπευσε μια μορφή ακραίας αντίδρασης ενάντια στη μεταπολεμική μανία για ασφάλεια: Στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, ο «Μπεμπέλ» (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά οι οπαδοί του) περιφέρεται ως άλλος «επαναστάτης χωρίς αιτία», παριστάνοντας μεν τον Μπόγκαρτ, αλλά με κοστούμια που του είναι εμφανώς πολύ φαρδιά και με μια χαρακτηριστική όσο και αξιοζήλευτη απάθεια. Und natürlich verkörperte er eine extreme Reaktion gegen den Sicherheitswahn der Nachkriegszeit: In Godards „Außer Atem“ irrt „Bebel“ (wie ihn seine Anhänger liebevoll nennen) als ein weiterer „grundloser Revolutionär“ umher und gibt vor, Bogart zu sein , aber mit offensichtlich zu weiten Kostümen und einer charakteristischen wie beneidenswerten Apathie. Σκοτώνει έναν αστυνομικό και παίρνει όλες τις λάθος αποφάσεις – αλλά εσύ τον θαυμάζεις, ακόμα και σήμερα, κόντρα (και πάλι) στις εκνευριστικές διδαχές «αυτοβελτίωσης» που πρωταγωνιστούν σήμερα. Er tötet einen Polizisten und trifft alle falschen Entscheidungen – aber man bewundert ihn, auch heute noch, gegen (wieder) die irritierende „Selbstverbesserungs“-Lehre, die heute eine führende Rolle spielt.

Στα '70s πάντως γνωρίσαμε έναν άλλο Μπελμοντό – αν και η ουσία αυτού του χαρακτήρα που αγαπήσαμε στα παλαιότερα φιλμ του, παρέμεινε: Ήταν και πάλι αυθάδης, και πάλι προκλητικός, απλά σε ταινίες πιο εμπορεύσιμες, όπου όμως εκτελούσε ο ίδιος όλα τα stunts, όλες δηλαδή τις επικίνδυνες σκηνές, χωρίς τη βοήθεια κάποιου κασκάντερ. In den 70er Jahren trafen wir jedoch einen anderen Belmondo - obwohl die Essenz dieser Figur, die wir in seinen früheren Filmen geliebt haben, geblieben ist: Er war wieder frech, wieder provokativ, nur in kommerzielleren Filmen, wo er alle Stunts selbst vorführte, all das ist, die gefährlichen Szenen ohne die Hilfe eines Stuntmans. Μάλιστα ενσάρκωσε έναν στην πολύ αστεία κωμωδία «L'animal», παρέα με τη Ράκελ Γουέλς το 1977. Λίγα χρόνια πριν είχε κάνει ακριβώς το ίδιο, γυρίζοντας στην Ελλάδα –σε Πειραιά, Αθήνα και Κέρκυρα– το συγκλονιστικό «Le casse», που προβλήθηκε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες στη «Ριβιέρα», σε μια μεταμεσονύχτια συνεργασία του «Midnight Express» με το «Ξαφνικά Φέτος το καλοκαίρι» του Ηλία Φραγκούλη, που επέλεξε και το φιλμ. Vor ein paar Jahren hatte er genau dasselbe getan und nach Griechenland zurückgekehrt – in Piräus, Athen und Korfu – den schockierenden „Le casse“, der vor wenigen Wochen an der „Riviera“ gezeigt wurde, in einer Mitternachtskollaboration von „Midnight Express“ mit „Plötzlich diesen Sommer“ von Elias Frangoulis, der auch den Film ausgewählt hat.

Πάλι δεν χορταίναμε να βλέπουμε αυτό το αυθάδικο, τραχύ όσο και μεταδοτικό χαμόγελο του ήρωα που πρωταγωνίστησε στις ταινίες του Ανρί Βερνέιγ, του Κλοντ Ζιντί, του Λοτνέρ και του Ντε Μπροκά. Auch hier konnten wir uns nicht sattsehen an diesem frechen, rauen und ansteckenden Lächeln des Helden, der in den Filmen von Henri Verneig, Claude Zidy, Lautner und De Broca mitspielte. Ταινίες που δεν αγάπησαν οι κριτικοί, αλλά λατρεύτηκαν ανά την υφήλιο, καθώς η Ευρώπη ακόμα μπορούσε να προσφέρει δυνατό «προϊόν» και να κοντράρει στα ίσα τα αστυνομικά θρίλερ του Χόλιγουντ. Filme, die Kritikern nicht gefielen, aber weltweit verehrt wurden, da Europa immer noch ein starkes "Produkt" anbieten und mit Hollywood-Polizeithrillern konkurrieren konnte.

Εξάλλου κανείς Αμερικανός τότε δεν είχε αυτόν τον «αέρα». Schließlich hatte damals kein Amerikaner diese "Luft". Αυτός, άλλωστε, ήταν που τον έκανε ακαταμάχητο, τόσο στις γυναίκες όσο και στους άντρες της εποχής του. Οι τελευταίοι ήθελαν να του μοιάζουν και οι πρώτες να τον έχουν (κανείς δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν αποκαλύφθηκε ο παράνομος δεσμός του με την Ούρσουλα Άντρες που οδήγησε στο διαζύγιό του με την Ελοντί Κονσταντάν). Letzterer wollte wie er aussehen und ersterer ihn haben (niemand hätte aus allen Wolken fallen dürfen, als seine illegale Beziehung zu Ursula Andres aufgedeckt wurde, die zu seiner Scheidung von Elodi Konstantan führte).

Από μια άποψη, μπορούμε να βρούμε όλο αυτό το χαρακτηριστικό θράσος στους ήρωες που λάνσαρε η Αμερική από τα τέλη του '80 και μετά, με ηθοποιούς σαν τον Μπρους Γουίλις που, στις πρώτες ταινίες της σειράς «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», εξολοθρεύει μια ολάκερη ομάδα τρομοκρατών εκτοξεύοντας κυνικά καλαμπούρια και πηδά από ένα φλεγόμενο αεροπλάνο – η διαφορά όμως είναι πως ο τελευταίος το έκανε με τη βοήθεια των ειδικών εφέ καθώς ήταν καλός μόνο στα καλαμπούρια. In gewisser Weise finden wir all diese charakteristische Kühnheit in den Helden wieder, die Amerika ab Ende der 80er Jahre ins Leben gerufen hat, mit Schauspielern wie Bruce Willis, der in den ersten Filmen der Serie "Too Hard to Die" eine ganze Gruppe von Menschen ausrottet Terroristen, die zynische Kugeln abfeuern und aus einem brennenden Flugzeug springen - aber der Unterschied ist, dass letzterer es mit Hilfe von Spezialeffekten tat, da er nur gut in Kugeln war. Ενώ ο Μπεμπέλ μπορούσε άνετα να κρεμαστεί από ένα αληθινό αεροπλάνο εν πτήση στο αντιναζιστικό έπος «Ο άσσος των άσσων», με τον τηλεφακό να δουλεύει υπερωρίες ούτως ώστε να σιγουρευτούμε πως, ναι, είναι αυτός που ρισκάρει τη ζωή του μπροστά στα μάτια μας και όχι κάποιος ανώνυμος κασκαντέρ. Στο συγκλονιστικό «Τρόμος πάνω από την πόλη» κρέμεται από ελικόπτερα, τρέχει πάνω σε κινούμενα τρένα και χοροπηδάει από οροφές πανύψηλών κτηρίων, ενώ εξίσου θεαματικές κασκάντες εκτελεί στον αθάνατο «Επαγγελματία» (με την αξέχαστη μουσική του Ένιο Μορικόνε) – με εμάς να συνεχίζουμε να τον θαυμάζουμε. Im schockierenden „Terror over the City“ hängt er an Hubschraubern, rennt auf fahrenden Zügen und springt von den Dächern hoher Gebäude, während er im unsterblichen „Professional“ (mit der unvergesslichen Musik von Enio Morricone) ebenso spektakuläre Kaskaden vollführt – mit uns weiterhin bewundern wir ihn.

Όσο για μένα προσωπικά, που τον αγάπησα από μικρός, νοικιάζοντας μανιωδώς τις ταινίες του τα πρώτα χρόνια της εθνικής μας βιντεομανίας, δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη και τελευταία φορά που τον είδα από κοντά, δέκα χρόνια πριν: Σε μια τελετή βράβευσης για το σύνολο της καριέρας του, στο Φεστιβάλ Καννών. Was mich persönlich betrifft, der ihn von klein auf liebte und seine Filme in den ersten Jahren unserer nationalen Videomanie leidenschaftlich vermietete, werde ich nie vergessen, wie ich ihn vor zehn Jahren zum ersten und letzten Mal aus nächster Nähe gesehen habe: Bei einer Preisverleihung für seine gesamte Karriere bei den Filmfestspielen von Cannes. Εκείνο το βράδυ, στο Palais Du Cinema, βρέθηκαν όλοι οι παλιοί του φίλοι – και μαζί η αφρόκρεμα του γαλλικού σινεμά: Η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Ζαν Ροσφόρ, ο Ζιλ Ζακόμπ, ο Κλοντ Λελούς, ο Ζορζ Λοτνέρ, η Φέι Ντάναγουεϊ, ο Ζαν-Πολ Ραπενό, ο Ξαβιέ Μπουβουά, άλλοι τόσοι ακόμα, και στη μέση ο ίδιος. An diesem Abend fanden sich im Palais Du Cinema all seine alten Freunde wieder – und zusammen die Creme des französischen Kinos: Claudia Cardinale, Jean Rochefort, Jill Jacob, Claude Lelouch, Georges Lautner, Faye Dunaway, -Paul Rapeno, Xavier Bouvoua, so viele andere und mittendrin er selbst. Είχαμε μόλις δει μια συρραφή όλων των θεαματικών stunts του και είμασταν ήδη αποσβολωμένοι από το θέαμα. Και ο ίδιος, συνοδευόμενος από τη 45 χρόνια νεότερή του και πρώην Playmate, Μπάρμπαρα Γκαντόλφι, με μια χαρακτηριστικά «αλήτικη» χειρονομία, πέταξε την πατερίτσα του και περπάτησε προς το μέρος μας, αγνοώντας επιδεικτικά όλα τα κουσούρια από εκείνο το εγκεφαλικό επεισόδιο που τον άφησε ημιπαράλυτο το 2001. Und er, begleitet von seiner 45-jährigen und ehemaligen Spielgefährtin Barbara Gadolfi, warf mit einer charakteristischen „Vagabunden“-Geste seine Krücke und ging auf uns zu, wobei er demonstrativ alle Flüstern dieses Schlaganfalls ignorierte, der ihn 2001 halb gelähmt zurückließ . And he, accompanied by his 45-year-old and former Playmate, Barbara Gadolfi, with a characteristic "vagrant" gesture, threw his crutch and walked towards us, ostentatiously ignoring all the whispers from that stroke that left him semi-paralyzed in 2001.

Το χαμόγελο είχε μείνει ίδιο. Das Lächeln war dasselbe geblieben. Ήταν το μόνο stunt που μπορούσε πλέον να εκτελέσει. Και το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μας κάνει.

__Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου__