×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ηχητικά άρθρα..., Οριάνα Φαλάτσι και Αλέκος Παναγούλης (2)

Οριάνα Φαλάτσι και Αλέκος Παναγούλης (2)

«Τη νύχτα που είχες ρημάξει το σπίτι στο δάσος είχες καταλάβει καλά πως κάθε σταθμός του μύθου σου είχε καταλήξει σε μια ήττα. Έφτανε να στραφείς πίσω για να συμπεράνεις πως η κατάρα της αποτυχίας αιωρούνταν πάνω από τη ζωή σου με το αμετάκλητο ενός καρκινώματος, έφτανε να ξαναδιανύσεις προς τα πίσω την πορεία των οχτώ χρόνων για να αντιληφθείς πως η μόνη σου νίκη ήταν που δεν υποχώρησες σε τίποτε και σε κανέναν, που δεν ενέδωσες ούτε στις στιγμές της αποθάρρυνσης ή της αμφιβολίας», γράφει η Φαλάτσι σε ένα κομμάτι που αποτυπώνει και την ψυχική του κατάσταση. Είναι δυστυχής πολιτικά και ανήσυχος. «Σαν να του λείπουν οι σκληρές καταστάσεις που έζησε στη χούντα, τυραννιέται μεθώντας ακραία και τρέχοντας επικίνδυνα με το αυτοκίνητο», γράφει η Άννα Δαμιανίδη.

Την Πρωτομαγιά του 1976 Παναγούλης σκοτώνεται και η Φαλάτσι αναφέρει ονομαστικά τους δολοφόνους του. Η περιγραφή του τέλους είναι συγκλονιστική.

«Η Πριμαβέρα σου είχε συσταλεί και μαζευτεί και συρρικνωθεί ώσπου να γίνει μια μικρή μάζα από στραβωμένα σίδερα, ξεκολλημένες λαμαρίνες, σπασμένα τζάμια. Ανάμεσά τους κειτόσουν, ακόμη ζωντανός και φαινομενικά απείραχτος. Σήκωσες τα βλέφαρα, κούνησες τα χείλη: "Είμαι… Μου έχουν…". "Μη μιλάς, μη μιλάς", ικέτευσε ο ταξιτζής χωρίς να σε αναγνωρίσει. "Ήταν…" "Μη μιλάς, μη μιλάς, θα σε τραβήξουμε έξω". Και με τη βοήθεια του επιβάτη σ' έβγαλε από το κουβάριασμα, σε έσυρε πάνω στην ανηφόρα, σε απόθεσε στο πεζοδρόμιο. Εδώ σε αναγνώρισε και κατάλαβε πως δεν ήσουν απείραχτος. Από τις πληγές το αίμα έρρεε ασταμάτητα, υγραίνοντας την άσφαλτο. "Στο νοσοκομείο, γρήγορα, στο νοσοκομείο!" ψέλλισε. "Στο νοσοκομείο ή στο νεκροτομείο;" απάντησε ο επιβάτης. Και επιφυλακτικά σε σήκωσαν από τα χέρια που ήταν εξαρθρωμένα, από τα πόδια που ήταν σπασμένα, σε ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα στο ταξί. Δυο σφαλιστά πλέον μάτια. Δυο χείλη που μάταια προσπαθούσαν να κουνηθούν για να πουν κάτι. Το νοσοκομείο ήταν πολύ μακριά, επομένως δεν χρησίμευε πια. Στα μισά της διαδρομής κούνησες για τελευταία φορά τα χείλη και δεήθηκες ολοκάθαρα: "Ω, Θεέ! Θεέ μου!". Πήρες μια μακρόσυρτη, βαθιά αναπνοή και η καρδιά σου έγινε κομμάτια».

Δεκαεπτά ώρες αργότερα φτάνει στο νεκροτομείο, για να μείνει για τελευταία φορά μόνη με τον σύντροφό της. Τέσσερις μέρες αργότερα θα τον αποχαιρετήσει, θυμωμένη, με πλήθος κόσμου. Δεν επισκέφθηκε ποτέ τον τάφο του. Η Φαλάτσι θα ζήσει άλλα τριάντα χρόνια. Πέθανε το 2006, σε ηλικία 77 ετών. Το βιβλίο της για τον Αλέκο Παναγούλη επανεκδίδεται το 1997 σε Superpocket και το 2000 στη σειρά Bur Oro, κάνοντας 13 εκδόσεις, πάνω από 230.000 αντίτυπα. Γίνεται παγκόσμια επιτυχία, μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι γλώσσες.


Οριάνα Φαλάτσι και Αλέκος Παναγούλης (2) Oriana Falati and Alekos Panagoulis (2)

__«Τη νύχτα που είχες ρημάξει το σπίτι στο δάσος είχες καταλάβει καλά πως κάθε σταθμός του μύθου σου είχε καταλήξει σε μια ήττα. Έφτανε να στραφείς πίσω για να συμπεράνεις πως η κατάρα της αποτυχίας αιωρούνταν πάνω από τη ζωή σου με το αμετάκλητο ενός καρκινώματος, έφτανε να ξαναδιανύσεις προς τα πίσω την πορεία των οχτώ χρόνων για να αντιληφθείς πως η μόνη σου νίκη ήταν που δεν υποχώρησες σε τίποτε και σε κανέναν, που δεν ενέδωσες ούτε στις στιγμές της αποθάρρυνσης ή της αμφιβολίας», γράφει η Φαλάτσι σε ένα κομμάτι που αποτυπώνει και την ψυχική του κατάσταση. Είναι δυστυχής πολιτικά και ανήσυχος. «Σαν να του λείπουν οι σκληρές καταστάσεις που έζησε στη χούντα, τυραννιέται μεθώντας ακραία και τρέχοντας επικίνδυνα με το αυτοκίνητο»__, γράφει η Άννα Δαμιανίδη.

Την Πρωτομαγιά του 1976 Παναγούλης σκοτώνεται και η Φαλάτσι αναφέρει ονομαστικά τους δολοφόνους του. Η περιγραφή του τέλους είναι συγκλονιστική.

__«Η Πριμαβέρα σου είχε συσταλεί και μαζευτεί και συρρικνωθεί ώσπου να γίνει μια μικρή μάζα από στραβωμένα σίδερα, ξεκολλημένες λαμαρίνες, σπασμένα τζάμια. Ανάμεσά τους κειτόσουν, ακόμη ζωντανός και φαινομενικά απείραχτος. Σήκωσες τα βλέφαρα, κούνησες τα χείλη: "Είμαι… Μου έχουν…". "Μη μιλάς, μη μιλάς", ικέτευσε ο ταξιτζής χωρίς να σε αναγνωρίσει. "Ήταν…" "Μη μιλάς, μη μιλάς, θα σε τραβήξουμε έξω". Και με τη βοήθεια του επιβάτη σ' έβγαλε από το κουβάριασμα, σε έσυρε πάνω στην ανηφόρα, σε απόθεσε στο πεζοδρόμιο. Εδώ σε αναγνώρισε και κατάλαβε πως δεν ήσουν απείραχτος. Από τις πληγές το αίμα έρρεε ασταμάτητα, υγραίνοντας την άσφαλτο. "Στο νοσοκομείο, γρήγορα, στο νοσοκομείο!" ψέλλισε. "Στο νοσοκομείο ή στο νεκροτομείο;" απάντησε ο επιβάτης. Και επιφυλακτικά σε σήκωσαν από τα χέρια που ήταν εξαρθρωμένα, από τα πόδια που ήταν σπασμένα, σε ξάπλωσαν στο πίσω κάθισμα στο ταξί. Δυο σφαλιστά πλέον μάτια. Δυο χείλη που μάταια προσπαθούσαν να κουνηθούν για να πουν κάτι. Το νοσοκομείο ήταν πολύ μακριά, επομένως δεν χρησίμευε πια. Στα μισά της διαδρομής κούνησες για τελευταία φορά τα χείλη και δεήθηκες ολοκάθαρα: "Ω, Θεέ! Θεέ μου!". Πήρες μια μακρόσυρτη, βαθιά αναπνοή και η καρδιά σου έγινε κομμάτια».__

Δεκαεπτά ώρες αργότερα φτάνει στο νεκροτομείο, για να μείνει για τελευταία φορά μόνη με τον σύντροφό της. Τέσσερις μέρες αργότερα θα τον αποχαιρετήσει, θυμωμένη, με πλήθος κόσμου. Δεν επισκέφθηκε ποτέ τον τάφο του. Η Φαλάτσι θα ζήσει άλλα τριάντα χρόνια. Πέθανε το 2006, σε ηλικία 77 ετών. Το βιβλίο της για τον Αλέκο Παναγούλη επανεκδίδεται το 1997 σε Superpocket και το 2000 στη σειρά Bur Oro, κάνοντας 13 εκδόσεις, πάνω από 230.000 αντίτυπα. Γίνεται παγκόσμια επιτυχία, μεταφράζεται σε πάνω από είκοσι γλώσσες.