Ο Μέγας Αλέξανδρος
Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο μεγάλος αυτός Μακεδόνας
αναγνωρίζεται καθολικά και θεωρείται από όλους τους ιστορικούς
ως εκπολιτιστής των αρχαίων λαών της Ανατολής, που έφερε τα φώτα της επιστήμης και της προόδου
ως τα πέρατα της Ασίας, ιδρύοντας στο πέρασμα του πόλεις και οικισμούς
που αναδείχτηκαν στη διαδρομή των αιώνων πολιτιστικά κέντρα απεριορίστου ακτινοβολίας.
Με οδηγό το ανίκητο πάθος του, που ο Αρριανός το ονομάζει "πόθο",
και την στρατιωτική του ευφυία, κατόρθωσε, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, να κατακτήσει κυριολεκτικά τον κόσμο.
Για πρώτη φορά στην Ιστορία, Έλληνες έφθασαν μέχρι το δέλτα του Ινδού ποταμού,
στην άκρη του κόσμου, όπως πίστευαν την εποχή εκείνη.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς και οι στρατιώτες του διένυσαν μαχόμενοι χιλιάδες χιλιόμετρα
και ξεπέρασαν δυσκολίες που τους μετέτρεψαν σε μυθικά όντα.
Το 323 π.Χ., ο Αλέξανδρος είχε δημιουργήσει μια ελληνική αυτοκρατορία που εκτεινόταν σε τρεις ηπείρους.
Καλώς ήρθατε στο κανάλι Alpha Ωmega.
Σε αυτό το βίντεο θα παρουσιάσουμε μία σύντομη βιογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Εάν επισκέπτεσθε για πρώτη φορά το κανάλι μας μην ξεχάσετε να κάνετε εγγραφή
και να πατήσετε το εικονίδιο με το κουδούνι για να ειδοποιήστε κάθε φορά που ανεβάζουμε νέο βίντεο.
Τι λέτε, πάμε να ξεκινήσουμε;
Το καλοκαίρι του 356 π.Χ, κατά τον μήνα Εκατομβαιώνα,
το διάστημα δηλαδή μεταξύ 15 Ιουνίου και 15 Ιουλίου, η σύζυγος του βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας
Ολυμπιάδα, γέννησε στην Πέλλα τον Αλέξανδρο.
Ο νεαρός Μακεδόνας, αν και δέθηκε με ιδιαίτερους συναισθηματικούς δεσμούς με την μητέρα του,
ανδρώθηκε στην σκιά ενός επιτυχημένου πατέρα, που ήταν πολυμήχανος στρατηγός και εξαίρετος πολιτικός.
Ίσως γι' αυτό τον λόγο, έκαιγε από μικρό παιδί τον Αλέξανδρο η φιλοδοξία να υπερκεράσει τον πατέρα του
σε ό,τι αφορούσε το μέγεθος και την επιτυχία των πράξεων που οδηγούσαν στην δόξα.
Ο Αλέξανδρος πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Πέλλα, την πρωτεύουσα του Μακεδονικού κράτους,
συντροφιά με την μητέρα του, ενώ την ίδια εποχή ο πατέρας του υπέτασσε πολλές πόλεις στην μακεδονική ισχύ.
Από πολύ νωρίς, ο Αλέξανδρος απέδειξε ότι συναγωνιζόταν τον πατέρα του στην ευστροφία.
Όταν ήταν δώδεκα χρόνων δάμασε ένα άγριο μαύρο άλογο, τον Βουκεφάλα,
και κατέπληξε την μακεδονική αυλή και τον ίδιο του τον πατέρα.
Δεν ήταν η σωματική ρώμη που βοήθησε τον Αλέξανδρο να δαμάσει το άλογο αλλά η εξυπνάδα.
Ο νεαρός πρίγκιπας πρόσεξε ότι το άτι αγρίευε όταν έβλεπε την σκιά του και έτσι,
ενώ κανένας δεν μπορούσε να το δαμάσει, εκείνος το έστρεψε κατά τον ήλιο και το καβαλίκεψε.
Την εποχή αυτή, ο Αλέξανδρος είχε ήδη αρχίσει να γυμνάζεται σωματικά και πνευματικά.
Η εκπαίδευσή του είχε ως κύρια συστατικά την σκληραγωγία, που επέβαλε ο πρώτος του δάσκαλος
και συγγενής της μητέρα του, Λεωνίδας, αλλά και την αγάπη για την καλλιέργεια του πνεύματος,
που προσπαθούσε να του εμφυσήσει ο δάσκαλος Λυσίμαχος ο Ακαρνάνας.
Επίσης, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η μακεδονική αυλή κατακλυζόταν από σπουδαίους διανοούμενους,
όπως ο Ευριπίδης που έζησε και έγραψε στην Μακεδονία στα τελευταία χρόνια της ζωής του,
και οι οποίοι υπήρξαν άμεσοι ή έμμεσοι δάσκαλοι για τον μικρό πρίγκιπα.
Όταν όμως ο Αλέξανδρος έγινε δεκατριών ετών, ο πατέρας του αποφάσισε ότι ο γιος του χρειαζόταν ανώτερη
πνευματική εκπαίδευση από έναν άξιο δάσκαλο, που θα του έδινε την κατάλληλη μόρφωση και παιδεία για να γίνει ο διάδοχος του.
Ο Φίλιππος είχε κατανοήσει, ίσως από την παραμονή του στην Θήβα κατά τα εφηβικά του χρόνια,
ότι ο ηγέτης έπρεπε να είναι σωματικά γυμνασμένος και πνευματικά οξυδερκής.
Το 343 π.Χ, λοιπόν, ο Φίλιππος κάλεσε τον φιλόσοφο Αριστοτέλη να αναλάβει την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου.
Ο Αριστοτέλης έκανε ό,τι μπορούσε για να ενθαρρύνει την αγάπη του νέου Αλέξανδρου για τον Όμηρο,
γιατί η Ιλιάδα ήταν ένα είδος Βίβλου για τους Έλληνες.
Ο Αλέξανδρος τη χαρακτήριζε ως απαραίτητο εγχειρίδιο του στρατιώτη
κι έπαιρνε παντού όπου πήγαινε ένα αντίτυπο διορθωμένο και σχολιασμένο από τον Αριστοτέλη,
βάζοντας το κάτω από το προσκέφαλο του τη νύχτα μαζί με το σπαθί του.
Υποστηρίζεται πως ήξερε απ'έξω το μεγαλύτερο μέρος της και το αναγκαίο συμπέρασμα είναι
πως θα ταύτιζε ασφαλώς τον εαυτό του με το κεντρικό πρόσωπο της Ιλιάδας,
τον Αχιλλέα, που η ζωή του είχε έντονη ομοιότητα με τη δική του,
πράγμα που ο παιδαγωγός του Λυσίμαχος τον είχε κάνει να παρατηρήσει.
Ο Αλέξανδρος, έγινε βασιλιάς των Μακεδόνων, σε ηλικία 20 ετών,
μετά τη δολοφονία του πατέρα του Φιλίππου το 336 π.Χ..
Ο νέος βασιλιάς, βρέθηκε αντιμέτωπος από την αρχή , με τους εχθρούς του Φιλίππου.
Τα μέλη της Συμμαχίας της Κορίνθου, οι Θράκες και οι Ιλλυριοί ,
θεώρησαν το θάνατο του ισχυρού Μακεδόνα βασιλιά, ως ιδανική ευκαιρία για να αποστατήσουν από την κυριαρχία των Μακεδόνων.
Όμως ο Αλέξανδρος, άξιος απόγονος του Φιλίππου, αφού προηγουμένως ανακηρύχτηκε άρχων της Θεσσαλίας,
κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο έχοντας υπόψη του συγκεκριμένο σχέδιο δράσης.
Εκεί, στο Συνέδριο της Κορίνθου, στο οποίο συμμετείχε καθώς και οι άλλες ελληνικές πόλεις,
με εξαίρεση τη Σπάρτη, πέτυχε την ανακήρυξη του ως ηγεμόνα της Συμμαχίας
και συγχρόνως ως "στρατηγού αυτοκράτορα " στον πόλεμο κατά των Περσών.
Έχοντας εξασφαλίσει την προστασία της Μακεδονίας από όλα τα σημεία του ορίζοντα
και την ειρήνη μεταξύ των ελληνικών Πόλεων, ο Αλέξανδρος μπορούσε απερίσπαστος πλέον
να αφιερώσει όλο του τον χρόνο στην προετοιμασία της εκστρατείας στην Περσία.
Το ενδιαφέρον του για την αχανή αυτοκρατορία είχε εκδηλωθεί ήδη από το 342 π.Χ όταν, στα πρώτα χρόνια της εφηβείας του,
ρωτούσε τους Πέρσες απεσταλμένους στην Μακεδονική αυλή για να μάθει πληροφορίες για την χώρα τους.
Τώρα, ο Αλέξανδρος δεν έβλεπε την ώρα να οδηγήσει τον στρατό του στην Ασία.
Η απόφαση του Αλεξάνδρου να αρχίσει επιχειρήσεις εναντίον των Περσών αμέσως
πρέπει να ελήφθη μετά από προσεκτική μελέτη της κακής πολιτικής και στρατιωτικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η Περσική Αυτοκρατορία.
Με άλλα λόγια, ο Μακεδόνας βασιλιάς δεν θα επιχειρούσε οποιαδήποτε εκστρατεία εάν δεν υπήρχε έστω και μια ελάχιστη πιθανότητα επιτυχίας.
Όντως, στο τέλος του 4ου π.Χ αιώνα, η Περσική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε οικτρή πολιτική κατάσταση
αν και δεν σπαρασσόταν πλέον από τις συνεχείς έριδες των σατραπών για τη εξουσία.
Η κρίση κορυφώθηκε το 338 π.Χ. όταν ο Βαγώας, ένας αξιωματούχος της αυλής, δηλητηρίασε τον Αρταξέρξη Γ'
και υποστήριξε την άνοδο στον θρόνο του Αρσή, γιου του δολοφονημένου βασιλιά, για να τον έχει υποχείριό του.
Ο Αρσής, όμως, δεν φάνηκε διατεθειμένος να ακολουθήσει τις εντολές του αξιωματούχου και γι' αυτό δηλητηριάσθηκε μαζί με τα παιδιά του.
Κατόπιν, ο Βαγώας εγκατέστησε στον θρόνο έναν συγγενή του τελευταίου βασιλιά, που του εδόθη το όνομα Δαρείος Γ'.
Ο Δαρείος Γ' ο Κοδομανός, γνωρίζοντας την τύχη των προκατόχων του,
κατάφερε να απαλλαγεί από τον Βαγώα και να αναλάβει την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας χωρίς κηδεμόνες.
Αυτόν ακριβώς τον ηγέτη, τα γεγονότα της βασιλείας του οποίου απέδειξαν ότι δεν διέθετε τα προσόντα εκείνα
που θα τον αναδείκνυαν σε ρυθμιστή της τύχης του Περσικού κράτους,
επρόκειτο να αντιμετωπίσει ο Αλέξανδρος δύο χρόνια αργότερα.
Παρά το γεγονός ότι ο Δαρείος ήταν πολύ κατώτερος ως ηγετική μορφή από τον Αλέξανδρο,
ο Πέρσης βασιλιάς είχε στην διάθεσή του ανεξάντλητους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για να αντιμετωπίσει τους εισβολείς.
Ο Δαρείος όμως δεν εκμεταλλεύθηκε σωστά ούτε τον μεγάλο αριθμό των στρατιωτών που μπορούσε να συγκεντρώσει
ούτε στάθηκε ικανός να εμποδίσει την αρπαγή των βασιλικών θησαυρών από τους Μακεδόνες.
Ο περσικός στρατός επί Δαρείου και εναντίον των Μακεδόνων αποδείχθηκε απολύτως ανομοιογενής,
χωρίς καμία συνοχή στην μάχη.
Γενικώς, καθ' όλη την στρατιωτική τους Ιστορία, οι Πέρσες βασίζονταν πολύ
στο ισχυρό και πολυάριθμο ιππικό τους και στον μεγάλο αριθμό των πεζών τους.
Οι τελευταίοι βέβαια δεν είχαν πάντοτε το κίνητρο αλλά ούτε και την εμπειρία εκατονταετηρίδων στις συγκρούσεις σε σχηματισμούς μάχης που διέθεταν οι Έλληνες.
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, τον 4ο αιώνα π.Χ., οι Πέρσες προσελάμβαναν Έλληνες πεζούς ως μισθοφόρους.
Μάλιστα, φαίνεται ότι οι Έλληνες μισθοφόροι που πολέμησαν αυτήν την περίοδο με τους Πέρσες
ήταν πολλοί περισσότεροι από τους συμμάχους και τους Έλληνες μισθοφόρους που πολέμησαν στο πλευρό του Αλεξάνδρου.
Στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, οι Πέρσες δεν έδιναν πια την ίδια σημασία που έδιναν σε παλαιότερες εποχές στους τοξότες,
οι οποίοι θα φόβιζαν τον αντίπαλο στρατό με το πλήθος των βελών τους και θα του προξενούσαν τις πρώτες απώλειες.
Οι τοξότες ήταν πλέον ένα βοηθητικό σώμα.
Αρχικά, στις πρώτες επιχειρήσεις εναντίον του Αλεξάνδρου, τον στρατό συμπλήρωνε και υποστήριζε ο περσικός στόλος.
Οι Πέρσες χρησιμοποίησαν στην σύγκρουσή τους με τους Μακεδόνες, κυπριακά, φοινικικά και ελληνικά (ιωνικά)
μισθοφορικά πληρώματα, που ήταν εμπειροπόλεμα.
Παρ' όλα αυτά, η στρατηγική του Αλεξάνδρου και η συνοχή του μακεδονικού στρατού στις μάχες αποδείχθηκε νικηφόρα για τους Έλληνες.
Την άνοιξη του 334 π.Χ., λοιπόν, ο Αλέξανδρος και οι στρατιώτες του,
χωρίς ίσως να γνωρίζουν όλες τις λεπτομέρειες για το αξιόμαχο του περσικού στρατού και στόλου,
αναχώρησαν από την Πέλλα με κατεύθυνση τον Ελλήσποντο.
Η εκστρατεία του Μ.Αλεξάνδρου διήρκησε σχεδόν 10 χρόνια στη διάρκεια των οποίων πραγματοποιήθηκαν
πολλές σημαντικές μάχες και γεγονότα τα οποία θα αναλύσουμε σε ξεχωριστά αφιερώματα.
Συνοπτικά λοιπόν, παραθέτουμε την πορεία του Μ.Αλεξάνδρου και του στρατεύματος του.
Την άνοιξη του 324 π.Χ. γιορτάστηκε στα Σούσα η ολοκλήρωση της κατάκτησης του περσικού κράτους
με τη σύναψη μικτών γάμων ομαδικά, Μακεδόνων με Περσίδες.
Ο Αλέξανδρος μολονότι ήταν νυμφευμένος με τη Ρωξάνη έλαβε και δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα, κόρη του Δαρείου.
Επίσης, στην επιθυμία του να ικανοποιήσει τους Μακεδόνες στρατιώτες ανέλαβε την ικανοποίηση των χρεών τους,
μοίρασε δώρα και απένειμε τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει.
Στις 2 Ιουνίου 323 π.Χ. στην Βαβυλώνα και λίγο πριν την εκστρατεία στην Αραβία,
ο Αλέξανδρος έκαμε τις απαραίτητες θυσίες και μετά διασκέδασε σε συμπόσιο,
κατά τη διάρκεια του οποίου απάγγειλε και μια σκηνή από την "Ανδρομέδα" του Ευριπίδη.
Προς τα ξημερώματα ο φίλος του Μήδιος πρότεινε να συνεχίσουν την διασκέδαση.
Πράγματι, το βράδυ της 2ας προς την 3η Ιουνίου το συμπόσιο συνεχίστηκε.
Εκείνη τη νύκτα εκδηλώθηκε για πρώτη φορά πυρετός στον βασιλέα.
Ο Αλέξανδρος έκαμε το λουτρό του και ξάπλωσε.
Ύστερα , δέχθηκε τους στρατηγούς του και παρόλο που ο πυρετός συνεχιζόταν,
όρισε ως ημέρα αναχωρήσεως για την Αραβία, την 22α και την 23η του μηνός Δαισίου,
παραβλέποντας ότι οι Μακεδόνες δεν θεωρούσαν το μήνα αυτό ευνοϊκό για ανάληψη επιχειρήσεων.
Τη νύκτα, ο Αλέξανδρος φλεγόμενος από πυρετό ζήτησε να τον μεταφέρουν με την κλίνη του
έως τις όχθες του ποταμού και να διεκπεραιωθεί απέναντι.
Εκεί, λούστηκε και αναπαύτηκε.
Την επομένη μετά το λουτρό έκαμε την καθιερωμένη θυσία, πέρασε την υπόλοιπη ημέρα συζητώντας με τον Μήδιο.
Αφού κάλεσε τους στρατηγούς σε σύσκεψη την επομένη το πρωί, ακολούθως δείπνησε.
Την νύκτα είχε υψηλό πυρετό.
Την επομένη αφού λούστηκε έκαμε θυσία και έδωσε εντολή στον Νέαρχο να φύγει σε τρεις ημέρες.
Την επομένη παρά τον πυρετό, θυσίασε και έδωσε εντολή τους αξιωματικούς
να είναι όλα έτοιμα για τον απόπλου του στόλου.
Το βράδυ η κατάσταση του ήταν πλέον κρίσιμη.
Την επομένη λόγω του πυρετού, ζήτησε τη μεταφορά του στην κολυμβητική δεξαμενή.
Ένιωσε καλύτερα και επακολούθησε συζήτηση με τους αξιωματικούς.
Αργότερα παρουσίασε εκ νέου υψηλό πυρετό, έκαμε πάλι τη θυσία της ημέρας, αλλά πήγε στο βωμό, υποβασταζόμενος.
Ενώ παράγγειλε στους στρατηγούς να περιμένουν στην αυλή,
διέταξε τους χιλίαρχους και τους πεντακοσίαρχους να περιμένουν μπροστά από τις θύρες.
Στα ανάκτορα που μεταφέρθηκε, δέχθηκε τους στρατηγούς, προς τους οποίους
δεν κατόρθωσε να απευθύνει λόγο, μολονότι τους αναγνώρισε.
Ο πυρετός συνέχισε για άλλα δύο εικοσιτετράωρα.
Στο μεταξύ, είχαν αρχίσει να διαδίδονται φήμες ότι είχε ήδη πεθάνει.
Οι περισσότεροι όμως, έσπευσαν να τον δουν για τελευταία φορά.
Έτσι, όλοι οι στρατιώτες πέρασαν από μπροστά του με δάκρυα στα μάτια.
Ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να τους μιλήσει,
όμως τους χαιρετούσε κουνώντας το κεφάλι του και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.
Πέθανε στις 28 Δαισίου (13 Ιουνίου) του 323 π.Χ., το σούρουπο.
Λίγο πριν τον θάνατο του, ρωτήθηκε από τους εταίρους σε ποιόν αφήνει την βασιλεία
και αυτός απάντησε " τω κρατίστω" και προσθέτοντας : "μέγαν επιτάφιον αγώνα ορά εφ'αυτώ εσόμενον".
Πολλές φήμες κυκλοφόρησαν για τα αίτια του θανάτου του και ο Αρριανός γράφει για δηλητήριο
που στάλθηκε από τον Αντίπατρο, τον στρατηγό που είχε μείνει στην Μακεδονία.
Λέγεται ότι του το είχε προμηθεύσει ο Αριστοτέλης, φοβούμενος για την ζωή του μετά τον θάνατο του ανιψιού του Καλλισθένη.
Υποτίθεται ότι αυτό το δηλητήριο ήπιε ο Αλέξανδρος μαζί με το κρασί στο μεγάλο ποτήρι πριν ξεφωνίσει από τον πόνο.
Η θεωρία της συνωμοσίας και δηλητηριάσεως, όμως, δεν φαίνεται καθόλου πιθανή
μια που δεν υπάρχει κανένα ιστορικό στοιχείο που να την επιβεβαιώνει.
Επιπλέον, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η ιατρική γνώση που θα καθόριζε μικρές δόσεις δηλητηρίου,
οι οποίες να είναι βέβαιο ότι θα σκοτώσουν τον Αλέξανδρο σιγά-σιγά.
Από την άλλη πλευρά, είναι σαφές πως δεν του δόθηκε μία και μεγάλη δόση, η οποία φυσικά θα τον σκότωνε αμέσως.
Το πιο πιθανό είναι ότι ο Αλέξανδρος πέθανε από ελώδη πυρετό,
τύφο ή κακοήθη ελονοσία (οξεία εμπύρετη εγκεφαλίτιδα) καταπονημένος μετά από τους τόσους τραυματισμούς
και τις τόσες κακουχίες που είχε περάσει και την πλήρη εξασθένιση του οργανισμού του
με τις συνεχιζόμενες για μέρες διασκεδάσεις.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ανήκει στις συνέχειες και στις ασυνέχειες της Αρχαίας Ιστορίας
και δεν μπορεί να εξετασθεί ξεχωριστά από το μακεδονικό του παρελθόν
και την ιστορική του σχέση με τον πατέρα του Φίλιππο.
Η κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας που επέτυχε πρέπει να θεωρηθεί
ως συνέχεια του μακεδονικού σχεδίου για την προστασία της Μακεδονίας
και κατ' επέκταση της Ελλάδας από τους Πέρσες.
Αναμφισβήτητα, η επέλασή του στην Αίγυπτο, στην Εγγύς Ανατολή και στην Ασία
καθιέρωσε στην Ανατολή την ελληνική γλώσσα και δι' αυτής μετέφερε τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι τον Ινδό ποταμό.
Ταυτοχρόνως, όμως, ο Αλέξανδρος αποτελεί και μια ασυνέχεια,
έναν καινούργιο ιστορικό κύκλο, διότι υπήρξε ο δημιουργός μιας ελληνικής αυτοκρατορίας,
ο κατακτητής και ο ηγεμόνας του κόσμου, αυτός που άνοιξε τον δρόμο για την ελληνική κυριαρχία
στην Ανατολική Μεσόγειο, μέχρι την έλευση των Ρωμαίων.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηγέτης που διακατεχόταν από το πάθος του να θέτει στόχους,
να τους κατακτά και μετά να θέτει νέους, δυσκολότερους, μακρύτερους,
υψηλότερους στόχους και πάλι να τους κατακτά.
Ο Αλέξανδρος ενδιαφερόταν και για την προσωπική του δόξα ποτισμένος από τα ομηρικά έπη,
τους θρύλους για την θεϊκή του καταγωγή και τις μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες του Φιλίππου Β'.
Είχε την ευτυχία να νικηθεί μόνο από τον θάνατο.