1.4 Τι είχε να αναφέρει ο Τζων Ρανς (2)
Το Ώλντλευ δεν ήταν μια ελκυστική τοποθεσία. Το στενό πέρασμα μας οδήγησε σε έναν περίβολο στρωμένο με πλάκες και πλαισιωμένο από θλιβερά κτίσματα. Κινηθήκαμε προσεκτικά ανάμεσα σε ομάδες από βρώμικα παιδιά, και μέσα από σειρές ξεθωριασμένων λινών, μέχρι που φτάσαμε στο νούμερο 46, η πόρτα του οποίου ήταν διακοσμημένη με μια μικρή επιγραφή σε μπρούτζο επί της οποίας το όνομα Ρανς ήταν σκαλισμένο. Κατόπιν ερώτησης μας ανακαλύψαμε πως ο αστυνομικός βρισκόταν στο κρεβάτι, και οδηγηθήκαμε σε μια μικρή αίθουσα υποδοχής για να αναμείνουμε τον ερχομό του.
Εμφανίστηκε, έπειτα από λίγο, δείχνοντας κάπως εκνευρισμένος που ενοχλήθηκε, φορώντας τις πυτζάμες του. «Έδωσα την αναφορά μου στο γραφείο», είπε.
Ο Χολμς πήρε ένα νόμισμα του μισού χρυσόλιρου από την τσέπη του και έπαιξε μαζί του συλλογισμένα. «Θεωρήσαμε πως έπρεπε να τα ακούσουμε όλα από τα δικά σας χείλη», είπε.
«Θα χαρώ να σας πω όσα μπορώ», απάντησε ο αστυνομικός με τα μάτια του πάνω στον χρυσό δίσκο.
«Απλά πείτε τα μας με τον δικό σας τρόπο όπως συνέβησαν.»
Ο Ρανς κάθισε σε έναν καναπέ από αλογότριχα, και έπλεξε τα φρύδια του σαν να ήταν αποφασισμένος να μην παραλείψει τίποτα από την αφήγηση του.
«Θα σας τα πω απ' την αρχή», είπε. «Η βάρδια κρατά απ' τις δέκα το βράδυ μέχρι τις έξι το πρωί. Στις έντεκα έγινε ένας καυγάς στο ‘Λευκό Ελάφι', μα ‘κτος απ' αυτό τα πάντα ήταν αρκετά ήσυχα στην περιπολία. Στις μία η ώρα άρχισε να βρέχει, και συνάντησα τον Χάρυ Μάρτσερ—εκείνον που έχει την περιπολία του Χόλαντ Γκρόουβ—και κάτσαμε παρέα στην γωνία της Οδού Ενριέτα λέγοντας τα. Μετά από λίγο— περίπου κατά τις δυο ή λίγο μετά—σκέφτηκα να ρίξω μια ματιά τριγύρω και να δω αν όλα πήγαιναν καλά στην Οδό Μπρίξτον. Ήταν εξαιρετικά χάλια και ερημικά. Μήτε ψυχή δεν συνάντησα ως κάτω, αν και ένα δυο αμάξια με προσπέρασαν. Κατηφόριζα, σκεφτόμενος, μεταξύ μας, πόσο πολύ καλό ένα ποτηράκι καυτό τζιν θα ήταν, όταν ξάφνου η λάμψη από ένα φως τράβηξε το μάτι μου στο παράθυρο εκείνου του ίδιου του σπιτιού. Λοιπόν, ήξερα πως εκείνα τα δυο σπίτια στο Άλσος του Λώρινστον ήταν αδειανά χάρη σε εκείνον που ανήκουν και που δεν βάζει να κοιτάξουν τις σωλήνες του υπονόμου, μολονότι ο τελευταίος νοικάρης που έζησε σε ένα από αυτά πέθανε από τυφοειδή πυρετό. Έμεινα κάγκελο συνεπώς βλέποντας ένα φως στο παράθυρο, και υποπτεύθηκα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Όταν έφτασα στην πόρτα—»
«Σταματήσατε, και κατόπιν περπατήσατε στην πόρτα του κήπου», διέκοψε ο σύντροφος μου. «Γιατί το κάνατε;»
Ο Ρανς αναπήδησε απότομα, και κοίταξε τον Σέρλοκ Χολμς με τη μέγιστη δυνατή κατάπληξη στα χαρακτηριστικά του.
«Μα, αλήθεια, κύριε», είπε· «αν και πως το μάθατε, μονάχα ένας Θεός ξέρει. Βλέπετε, όταν έφτασα στην πόρτα υπήρχε τέτοια ακινησία και ήταν τόσο μοναχικά που σκέφτηκα πως δεν θα ‘ταν άσχημα να είχαν άλλον έναν μαζί μου. Δε με σκιάζει τίποτα απ' ετούτη τη μεριά του τάφου· μα σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν εκείνος που πέθανε απ' τον τυφοειδή επιθεωρώντας τις σωλήνες για αυτό που τον σκότωσε. Η σκέψη με έκανε να πισωγυρίσω κομμάτι, και πήγα ως την πόρτα να δω αν μπορούσα να δω την λάμπα του Μάρτσερ, όμως κανείς δεν φαινόταν πουθενά.»
«Δεν υπήρχε κανείς στον δρόμο;»
«Μηδέ ψυχή ζώσα, κύριε, ούτε καν ένα σκυλί. Κατόπιν μάζεψα το κουράγιο μου, πήγα πίσω και έσπρωξα την πόρτα να ανοίξει. Τα πάντα ήταν ήσυχα μέσα, έτσι πήγα στο δωμάτιο που άναβ' ένα φως. Υπήρχε ένα κερί που τρεμόκαιγε πάνω στο γείσο του τζακιού—ένα κόκκινο κερί—και στο φως του είδα—»
«Ναι, γνωρίζω όλα όσα είδατε. Προχωρήσατε γύρω από το δωμάτιο αρκετές φορές, και γονατίσατε πλάι στο σώμα, και εν συνεχεία διασχίσατε το δωμάτιο και δοκιμάσατε την πόρτα της κουζίνας, και έπειτα—»
Ο Τζων Ρανς τινάχτηκε όρθιος με ένα τρομαγμένο πρόσωπο και υποψία στα μάτια του. «Που ήσασταν κρυμμένος και τα ‘δατε όλα αυτά;» φώναξε. «Μου φαίνεται πως ξέρετε πολύ περισσότερα από όσα θα ‘πρεπε.»
Ο Χολμς γέλασε και έριξε την κάρτα του πάνω από το τραπέζι στον αστυνομικό. «Μην με συλλάβετε για τον φόνο», είπε. «Είμαι ένα από τα λαγωνικά και όχι ο λύκος· ο Κος Γκρέγκσον ή ο Κος Λεστρέιντ θα απαντήσουν σχετικά. Συνεχίστε, λοιπόν. Τι κάνατε κατόπιν;»
Ο Ρανς ξανακάθισε στην θέση του, δίχως ωστόσο να χάσει την απορημένη του έκφραση. «Πήγα πίσω στην πόρτα του κήπου και σφύριξα την σφυρίχτρα του. Αυτό έφερε τον Μάρτσερ και άλλους δυο στο σημείο.»
«Ήταν ο δρόμος άδειος την στιγμή εκείνη;»
«Να σας πω, ήταν, όσον αφορά κάποιον που θα μπορούσε να κάνει κάτι χρήσιμο.»
«Τι εννοείτε;»
Τα χαρακτηριστικά του αστυνομικού πλάτυναν από ένα χαμόγελο. «Έχω δει πολλούς μεθυσμένους στην ζωή μου», είπε, «μα ποτέ κάποιον τόσο τύφλα στο μεθύσι όσο εκείνος ο τύπος. Ήταν στην πόρτα όταν βγήκα έξω, ‘κουμπώντας απά στα καγκελάκια, και τραγουδώντας όσο παίρναν' τα πνεμόνια του κάτι σαν το «Columbine 's New-fangled Banner», ή κάτι παρόμοιο. Δεν μπορούσε να σταθεί, πόσο μάλλον να βοηθήσει.»
«Τι είδος ανθρώπου ήταν;» ρώτησε ο Σέρλοκ Χολμς.
Ο Τζων Ρανς φάνηκε να εκνευρίζεται κάπως στην παρέμβαση. «Ήταν ένας ασυνήθης μεθυσμένος τύπος ανθρώπου», είπε. «Θα ‘χε βρεθεί στο τμήμα αν δεν ήμασταν τόσο απασχολημένοι.»
«Το πρόσωπο του —το ντύσιμο του— μήπως τα προσέξατε;» Παρενέβη ο Χολμς ανυπόμονα.
«Θα έλεγα πως πράγματι τα πρόσεξα, αφού χρειάστηκε να τον στήσω στα πόδια—εγώ και ο Μάρτσερ μεταξύ μας. Ήταν ένας ψηλός τύπος, με κόκκινο πρόσωπο, το χαμηλότερο μέρος κρυμμένο από την άλλη—»
«Αυτό αρκεί», φώναξε ο Χολμς. «Τι απέγινε;»
«Είχαμ' αρκετά να κάνουμε δίχως να προσέχουμε και εκείνον», είπε ο αστυνομικός, με θιγμένη φωνή. «Θα στοιχημάτιζα πως βρήκε το δρόμο για το σπίτι του στα σίγουρα.»
«Πως ήταν ντυμένος;»
«Ένα καφετί πανωφόρι.»
«Είχε ένα καμτσίκι στο χέρι του;»
«Ένα καμτσίκι—όχι.»
«Θα πρέπει να το άφησε πίσω», μουρμούρισε ο
σύντροφος μου. «Δεν έτυχε να ακούσεις ή να δεις ένα αμάξι κατόπιν αυτού;»
«Όχι.»
«Ορίστε μισό χρυσόλιρο δικό σας», είπε ο σύντροφος μου, καθώς σηκώθηκε και πήρε το καπέλο του. «Φοβάμαι, Ρανς, πως ποτέ δεν θα αναδειχθείτε στην ιεραρχία του σώματος. Το κεφάλι σας θα έπρεπε να χρησιμοποιείται αντί να αποτελεί διακοσμητικό. Θα μπορούσατε να είχατε κερδίσει τα γαλόνια του αρχιφύλακα την περασμένη νύχτα. Ο άνδρας τον οποίο κρατήσατε στα χέρια σας είναι ο άνδρας ο οποίος κρατά τις αποδείξεις του μυστηρίου μας, και τον οποίο αναζητάμε. Δεν υπάρχει λόγος να λογοφέρουμε σχετικά με αυτό τώρα· σας δηλώνω πως έτσι έχει. Πάμε, γιατρέ.»
Ξεκινήσαμε παρέα για το αμάξι, αφήνοντας τον πληροφοριοδότη μας δίχως να έχει πειστεί, όμως εμφανέστατα νιώθοντας άβολα.
«Ο ανόητος γκαφαδόρος», είπε ο Χολμς, με πικρία, καθώς επιστρέφαμε στο διαμέρισμα μας. «Και να σκεφθείς πως είχε μια τόσο ασύγκριτη τύχη, και να μην την εκμεταλλευθεί.»
«Εγώ έχω σχεδόν μεσάνυχτα ακόμη. Είναι αλήθεια πως η περιγραφή εκείνου του ανθρώπου συμπίπτει με την ιδέα για το δεύτερο πρόσωπο του μυστηρίου αυτού. Όμως γιατί θα επέστρεφε πίσω στο σπίτι έχοντας ήδη φύγει από εκεί; Δεν δουλεύουν έτσι οι εγκληματίες.»
«Το δαχτυλίδι, άνθρωπε, το δαχτυλίδι: για αυτό ήταν που επέστρεψε πίσω. Αν δεν υπάρξει άλλος τρόπος να τον πιάσουμε, μπορούμε πάντοτε να δολώσουμε την πετονιά μας με το δαχτυλίδι. Θα τον πιάσω, γιατρέ—σε στοιχηματίζω δυο προς ένα ότι θα τον πιάσω. Οφείλω να σε ευχαριστήσω για όλα. Ίσως να μην είχα πάει αν δεν ήσουν εσύ, και έτσι θα είχα χάσει την πλέον έξοχη σπουδή που συνάντησα ποτέ: μια σπουδή στο άλικο, ε; Γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε λίγο καλλιτεχνική αργκό. Υπάρχει ένα άλικο νήμα φόνου το οποίο κυλάει μέσα στο άχρωμο κουβάρι της ζωής, και καθήκον μας αποτελεί να το ξεδιαλύνουμε, να το απομονώσουμε, και να φέρουμε στο φως κάθε σπιθαμή του. Και τώρα φαγητό, και ύστερα Νόρμαν Νερούντα. Οι εξάρσεις της κορύφωσης και τα χαμηλά της είναι έξοχα. Ποιο είναι εκείνο το κομμάτι του Σοπέν το οποίο εκτελεί τόσο υπέροχα: Τρα-λα-λα-λιρά-λιρά- λέι.»
Γέρνοντας πίσω στο αμάξι, ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ τραγούδησε εύθυμα σαν κορυδαλλός ενώ εγώ συλλογιζόμουν σχετικά με τις πολυάριθμες πτυχές του ανθρώπινου μυαλού.