×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (1)

XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (1)

Επιτέλους, ενώ η σκοτεινή νύχτα ήταν απλωμένη ακόμη πάνω στη γη, ο Τουράμπαρ και οι σύντροφοί του έφτασαν στο Κάμπεντ-εν-Άρας και χάρηκαν από τον μεγάλο αχό του νερού, γιατί, αν και προμήνυε τον κίνδυνο που διέτρεχαν από κάτω, σκέπαζε κάθε άλλο θόρυβο. Τότε ο Ντόρλας τους πήγε λίγο πιο κάτω προς τα νότια και κατέβηκαν από μια ρωγμή στις ρίζες του γκρεμού. Όμως εκεί η καρδιά του δείλιασε, γιατί υπήρχαν πολλές πέτρες και μεγάλα βράχια στο ποτάμι και το νερό έτρεχε άγριο γύρω τους, τρίζοντας τα δόντια του.

“Αυτός είναι σίγουρος δρόμος προς το θάνατο”, είπε ο Ντόρλας.

“Είναι ο μοναδικός δρόμος, είτε προς το θάνατο είτε προς τη ζωή”, είπε ο Τουράμπαρ. “Και η καθυστέρηση δεν θα τον κάνει να φανεί πιο ελπιδοφόρος. Γι' αυτό ακολουθήστε με!” Και ξεκίνησε πρώτος και, χάρη στην ικανότητα και την ανδρεία του ή εξαιτίας της μοίρας, πέρασε απέναντι και μέσα στο βαθύ σκοτάδι γύρισε για να δει αυτούς που τον ακολουθούσαν. Μια σκοτεινή μορφή στεκόταν δίπλα του.

“Ντόρλας;” είπε.

“Όχι. Εγώ είμαι”, είπε ο Χούνθορ. “ο Ντόρλας σταμάτησε στο πέρασμα νομίζω. Γιατί ένας άντρας μπορεί ν' αγαπά τον πόλεμο, αλλά μπορεί να τρέμει πολλά άλλα. Φαντάζομαι πως κάθεται τρέμοντας στην όχθη. Ας τον βρει ντροπή για τα λόγια που είπε στο συγγενή μου”.

Ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ αναπαύτηκαν λίγο, αλλά γρήγορα η νύχτα τους πάγωσε, καθώς και οι δύο ήταν μουσκεμένοι απ' το νερό, και άρχισαν ν' αναζητούν κάποιο δρόμο κατά μήκος της κοίτης προς βορρά, όπου ήταν ο Γκλάουρουνγκ. Εκεί το χάσμα γινόταν πιο σκοτεινό και στενό και, καθώς προχωρούσαν ψηλαφητά, έβλεπαν ένα φως να τρεμοπαίζει από πάνω σαν φωτιά που σιγοκαίει και άκουγαν το γρύλισμα του Μεγάλου Σκουληκιού στον άγρυπνο ύπνο του. Μετά άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να ανεβούν στο απότομο τοίχωμα και να φτάσουν κάτω από το χείλος. Γιατί αυτή ήταν όλη τους η ελπίδα: να πλησιάσουν τον εχθρό τους κάτω από την κεράτινη πανοπλία του. Όμως τόσο αφόρητη ήταν τώρα η δυσωδία, που είχαν ζαλιστεί και γλιστρούσαν καθώς σκαρφάλωναν και αρπάζονταν από κλαδιά δέντρων και αναγούλιαζαν ξεχνώντας μέσα στο μαρτύριό τους κάθε φόβο μπροστά στον τρόμο μην πέσουν στα δόντια του Τέιγκλιν.

Τότε ο Τουράμπαρ είπε στον Χούνθορ:

“Αναλώνουμε τις λιγοστές μας δυνάμεις χωρίς όφελος. Γιατί αν δεν είμαστε σίγουροι από πού θα περάσει ο Δράκοντας, είναι μάταιο να αναρριχηθούμε”.

“Όμως αν θα το γνωρίζουμε”, είπε ο Χούνθορ. “τότε δεν θα υπάρχει χρόνος για να αναζητήσουμε δρόμο να ανεβούμε από το χάσμα”.

“Αυτό είναι αλήθεια”, είπε ο Τουράμπαρ. “Αλλά όταν όλα στηρίζονται στην τύχη, τότε την τύχη πρέπει να εμπιστευόμαστε. Έτσι σταμάτησαν και περίμεναν, και μέσα από το σκοτεινό φαράγγι παρακολουθούσαν ένα λευκό αστέρι μακριά πάνω τους να προχωρεί αργά-αργά στην αμυδρή λωρίδα του ουρανού. Και σιγά-σιγά ο Τουράμπαρ βυθίστηκε σ' ένα όνειρο στο οποίο όλη του η θέληση ήταν στραμμένη στην προσπάθεια να μείνει γραπωμένος από κει, παρόλο που μια μαύρη παλίρροια ρουφούσε και ροκάνιζε τα μέλη του.

Ξαφνικά ακούστηκε μεγάλος θόρυβος και τα τοιχώματα του χάσματος τραντάχτηκαν και αντήχησαν. Ο Τουράμπαρ ξύπνησε και είπε στον Χούνθορ:

“Σηκώνεται. Ήρθε η ώρα. Χτύπα βαθιά, γιατί τώρα πρέπει να χτυπήσουν δύο αντί για τρεις!”

Και τότε ο Γκλάουρουνγκ άρχισε την επίθεσή του κατά του Μπρέθιλ. Και όλα έγιναν όπως είχε ελπίσει ο Τουράμπαρ. Γιατί τώρα ο Δράκοντας σύρθηκε αργός και βαρύς στην άκρη του γκρεμού και δεν γύρισε να στρίψει, αλλά ετοιμάστηκε να απλώσει πάνω από το χάσμα τα μεγάλα μπροστινά του πόδια και μετά να τραβήξει τον όγκο του πίσω του. Τρόμο έφερε μαζί του. Γιατί δεν πήγε να περάσει ακριβώς από πάνω, αλλά λίγο προς τα βόρεια, και αυτοί που παρακολουθούσαν από κάτω έβλεπαν τώρα την πελώρια σκιά του κεφαλιού του να κρύβει τα άστρα. Και τα σαγόνια του έχασκαν και είχε εφτά γλώσσες από φωτιά. Τότε εξαπέλυσε μια πύρινη πνοή και όλο το φαράγγι γέμισε με κόκκινο φως και μαύρες σκιές πετάχτηκαν ανάμεσα στους βράχους. Τα δέντρα μπροστά του μαράθηκαν και χάθηκαν τυλιγμένα στον καπνό και βράχια έπεσαν μέσα στο ποτάμι. Και μετά όρμησε μπροστά και άρπαξε τον απέναντι γκρεμό με τα πανίσχυρα νύχια του και άρχισε να τραβά το σώμα του πίσω του.

Τώρα ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ έπρεπε να φανούν τολμηροί και γρήγοροι, γιατί, αν και είχαν ξεφύγει από την πύρινη πνοή του Γκλάουρουνγκ αφού δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο του, έπρεπε ωστόσο να φτάσουν κοντά του πριν περάσει απέναντι, αλλιώς έχαναν κάθε ελπίδα. Έτσι, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο ξεκίνησε ο Τουράμπαρ να προχωρά κατά μήκος του γκρεμού για να βρεθεί από κάτω του. Όμως ήταν τόσο αβάσταχτη η ζέστη και η δυσωδία, που κλονίστηκε και θα είχε πέσει αν ο Χούνθορ, που ακολουθούσε γενναία από πίσω, δεν τον άρπαζε από το χέρι για να τον στηρίξει.

“Μεγάλη καρδιά!” είπε ο Τουράμπαρ. “Ευτυχής ήταν η επιλογή που σ' έφερα για βοηθό!” Όμως την ώρα που μιλούσε, ένας μεγάλος βράχος έπεσε από πάνω και χτύπησε τον Χούνθορ στο κεφάλι κι αυτός έπεσε στο νερό και έτσι σκοτώθηκε, και δεν ήταν ο λιγότερο γενναίος από τον Οίκο του Χάλεθ. Τότε ο Τουράμπαρ φώναξε:

“Αλίμονο! Είναι κακό να βαδίζει κανείς στη σκιά μου! Γιατί ζήτησα βοήθεια; Τώρα είσαι μόνος. Ω Κύριε της Μοίρας, όπως έπρεπε να το ξέρεις εξαρχής ότι πρέπει να γίνει. Και τώρα νίκα μόνος σου!”

Τότε συγκέντρωσε όλη του τη θέληση και όλο του το μίσος για τον Δράκοντα και τον Κύριό του, και του φάνηκε ότι ξαφνικά βρήκε δύναμη ψυχής και σώματος που δεν είχε γνωρίσει ως τότε. Και ανέβηκε τον γκρεμό από πέτρα σε πέτρα και από ρίζα σε ρίζα μέχρι που τελικά αρπάχτηκε από ένα λεπτό δέντρο που φύτρωνε λίγο κάτω από το χείλος του χάσματος και, παρόλο που η κορυφή του είχε καεί, αυτό συγκρατιόταν ακόμη γερά στις ρίζες του. Και καθώς στηριζόταν σε μια διχάλα στα κλαδιά του, το μεσαίο μέρος του Δράκοντα ήρθε από πάνω του και χαμήλωσε από το βάρος του σχεδόν μέχρι το κεφάλι του Τουράμπαρ, πριν αρχίσει πάλι να το ανασηκώνει. Χλωμή και ρυτιδωμένη ήταν η κοιλιά του και υγρή από μια γκρίζα γλίτσα, όπου ήταν κολλημένες κάθε είδους βρομιές. Και ανάδινε μια βρόμα θανάτου. Τότε ο Τουράμπαρ τράβηξε το Μαύρο Σπαθί του Μπέλεγκ και το κάρφωσε προς τα πάνω με όλη τη δύναμη του χεριού του και του μίσους του, και η θανάσιμη λεπίδα, μακριά και άπληστη, χώθηκε μέσα στην κοιλιά μέχρι τη λαβή της.

Τότε ο Γκλάουρουνγκ, νιώθοντας το θανάσιμο χτύπημα, έβγαλε ένα ουρλιαχτό και σείστηκαν όλα τα δάση, και οι φύλακες στο Νεν Γκίριθ που το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ο Τουράμπαρ ζαλίστηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα και γλίστρησε και το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του κι έμεινε καρφωμένο στην κοιλιά του Δράκοντα. Γιατί ο Γκλάουρουνγκ μ' έναν μεγάλο σπασμό μάζεψε όλο τον τρεμάμενο όγκο του και πετάχτηκε πάνω από το φαράγγι κι εκεί στην απέναντι όχθη άρχισε να σφαδάζει, να ουρλιάζει, να χτυπιέται και να κουλουριάζεται μέσα στην αγωνία του, μέχρι που ισοπέδωσε μια μεγάλη έκταση γύρω του κι απόμεινε επιτέλους να κείτεται εκεί, μέσα σε καπνούς και ερείπια, ακούνητος.

Στο μεταξύ ο Τουράμπαρ ήταν πιασμένος από τις ρίζες του δέντρου, ζαλισμένος και σχεδόν λιπόθυμος. Αλλά πάλεψε να συνέλθει και συνέχισε και, πότε γλιστρώντας και πότε βαδίζοντας, κατέβηκε κάτω στο ποτάμι και αποτόλμησε πάλι το επικίνδυνο πέρασμα, προχωρώντας τώρα στα τέσσερα, με χέρια και με πόδια, σφίγγοντας τους βράχους τυφλωμένος από τα νερά, μέχρι που πέρασε επιτέλους και ανέβηκε εξαντλημένος από τη ρωγμή από την οποία είχαν κατεβεί. Έτσι έφτασε τελικά στο μέρος όπου κειτόταν ο ετοιμοθάνατος Δράκοντας και κοίταξε τον πεσμένο εχθρό του και χάρηκε.

Ο Γκλάουρουνγκ κειτόταν τώρα εκεί με τα σαγόνια ανοιχτά, αλλά όλες οι φωτιές του είχαν σβήσει και τα μοχθηρά μάτια του ήταν κλειστά. Κειτόταν φαρδύς-πλατύς στο ένα πλευρό και η λαβή του Γκούρθανγκ ξεπρόβαλλε ακόμη από την κοιλιά του. Τότε η καρδιά του Τουράμπαρ ανυψώθηκε από περηφάνια και, μολονότι ο Δράκοντας ανέπνεε ακόμη, ήθελε να πάρει το σπαθί του, που αν πρώτα το θεωρούσε πολύτιμο, τώρα άξιζε γι' αυτόν όλους τους θησαυρούς του Νάργκοθροντ. Αληθινά αποδείχτηκαν τα λόγια που είχαν ειπωθεί κατά το σφυρηλάτημά του: ότι τίποτα, μεγάλο ή μικρό, δεν θα ζούσε αν το κάρφωνε.

Έτσι, πηγαίνοντας κοντά στον εχθρό του, έβαλε το πόδι πάνω στην κοιλιά του και, πιάνοντας τη λαβή του Γκούρθανγκ, έβαλε τη δύναμή του για να το τραβήξει. Και φώναξε χλευάζοντας τα λόγια που του είχε πει ο Γκλάουρουνγκ στο Νάργκοθροντ:

“Χαίρε. Σκουλήκι του Μόργκοθ! Καλή συνάντηση ξανά! Πέθανε τώρα και ας σε πάρει το σκοτάδι! Έτσι παίρνει εκδίκηση ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”.

Τότε τράβηξε το σπαθί και μόλις βγήκε η λεπίδα, ένας πίδακας από μαύρο αίμα την ακολούθησε κι έπεσε πάνω στο χέρι του και η σάρκα του κάηκε από το δηλητήριο και ο ίδιος ούρλιαξε από τον πόνο. Τότε ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του και τον κοίταξε με τέτοια κακία, που ο Τουράμπαρ αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε βέλος. Και απ' αυτό το βλέμμα και από τον πόνο του χεριού του έπεσε λιπόθυμος και κειτόταν σαν νεκρός δίπλα στον Δράκοντα και το σπαθί κειτόταν κι αυτό από κάτω του.

Στο μεταξύ τα ουρλιαχτά του Γκλάουρουνγκ έφτασαν σ' εκείνους που είχαν πάει στο Νεν Γκίριθ και τους γέμισαν τρόμο. Και όταν οι φρουροί είδαν από μακριά τη μεγάλη καταστροφή και την πυρκαγιά που προκάλεσε ο Δράκοντας στην επιθανάτια αγωνία του, πίστεψαν ότι ποδοπατούσε και κατέστρεφε εκείνους που του είχαν επιτεθεί. Τότε πραγματικά ευχήθηκαν να ήταν μακρύτερα τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν. Όμως δεν τολμούσαν ν' αφήσουν το ψηλό σημείο που είχαν συγκεντρωθεί, γιατί θυμούνταν τα λόγια του Τουράμπαρ: ότι αν νικούσε ο Γκλάουρουνγκ, θα πήγαινε πρώτα στο Έφελ Μπράντιρ. Έτσι παρακολουθούσαν με φόβο για κάθε σημάδι της κίνησής του, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να κατεβεί και να μάθει νέα στο μέρος της μάχης. Και η Νίνιελ ήταν καθισμένη και δεν κινιόταν, παρά μόνο έτρεμε μην μπορώντας να κρατήσει τα μέλη της ακίνητα. Γιατί, όταν άκουσε τη φωνή του Γκλάουρουνγκ, η καρδιά της πέθανε μέσα της και αισθάνθηκε το σκοτάδι να την πλησιάζει πάλι.

Έτσι τη βρήκε ο Μπράντιρ. Γιατί έφτασε επιτέλους στη γέφυρα του Κελέμπρος, αργά και κουρασμένα. Είχε περπατήσει όλον το μακρύ δρόμο κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, πέντε λεύγες τουλάχιστον από το σπίτι του. Ο φόβος για τη Νίνιελ τον έκανε να προχωρεί και τώρα οι ειδήσεις που έμαθε δεν ήταν χειρότερες από αυτές που έτρεμε.

"Ο Δράκοντας πέρασε το ποτάμι”, του είπαν οι άντρες. “Και το Μαύρο Σπαθί έχει σίγουρα πεθάνει και όσοι πήγαν μαζί του”. Τότε ο Μπράντιρ στάθηκε δίπλα στη Νίνιελ και κατάλαβε τη δυστυχία της και λαχταρούσε γι' αυτήν. Αλλά σκέφτηκε παρ' όλα αυτά: "Το Μαύρο Σπαθί πέθανε και η Νίνιελ ζει". Και ρίγησε, γιατί ξαφνικά έμοιαζε να κάνει κρύο δίπλα στα νερά του Νεν Γκίριθ, κι έριξε τον μανδύα του πάνω στη Νίνιελ. Αλλά δεν βρήκε λόγια να της πει, ούτε κι αυτή μιλούσε.


XVII. Ο Θάνατος του Γλάουρουνγκ (1) XVII. The Death of Glaurung (1)

Επιτέλους, ενώ η σκοτεινή νύχτα ήταν απλωμένη ακόμη πάνω στη γη, ο Τουράμπαρ και οι σύντροφοί του έφτασαν στο Κάμπεντ-εν-Άρας και χάρηκαν από τον μεγάλο αχό του νερού, γιατί, αν και προμήνυε τον κίνδυνο που διέτρεχαν από κάτω, σκέπαζε κάθε άλλο θόρυβο. At last, while the dark night was still spread over the land, Turabar and his companions arrived at Cambend-en-Arras, and were glad of the great roar of the water, for, though it foreshadowed the danger they were in below, it covered every other noise. Τότε ο Ντόρλας τους πήγε λίγο πιο κάτω προς τα νότια και κατέβηκαν από μια ρωγμή στις ρίζες του γκρεμού. Then Dorlas took them a little further south and they came down from a crack in the roots of the cliff. Όμως εκεί η καρδιά του δείλιασε, γιατί υπήρχαν πολλές πέτρες και μεγάλα βράχια στο ποτάμι και το νερό έτρεχε άγριο γύρω τους, τρίζοντας τα δόντια του. But there his heart fainted, for there were many stones and great rocks in the river, and the water ran wildly around them, gnashing his teeth.

“Αυτός είναι σίγουρος δρόμος προς το θάνατο”, είπε ο Ντόρλας. "This is a sure path to death," Dorlas said.

“Είναι ο μοναδικός δρόμος, είτε προς το θάνατο είτε προς τη ζωή”, είπε ο Τουράμπαρ. "It is the only way, either to death or to life," said Turabar. “Και η καθυστέρηση δεν θα τον κάνει να φανεί πιο ελπιδοφόρος. "And the delay won't make him look any more hopeful. Γι' αυτό ακολουθήστε με!” Και ξεκίνησε πρώτος και, χάρη στην ικανότητα και την ανδρεία του ή εξαιτίας της μοίρας, πέρασε απέναντι και μέσα στο βαθύ σκοτάδι γύρισε για να δει αυτούς που τον ακολουθούσαν. So follow me!” And he started first and, by his skill and valor or by fate, crossed over and in the deep darkness turned to see those who followed him. Μια σκοτεινή μορφή στεκόταν δίπλα του. A dark figure stood beside him.

“Ντόρλας;” είπε. "Dorlas?" he said.

“Όχι. "No. Εγώ είμαι”, είπε ο Χούνθορ. I am," said Hunthor. “ο Ντόρλας σταμάτησε στο πέρασμα νομίζω. "I think Dorlas stopped in the passage, I think. Γιατί ένας άντρας μπορεί ν' αγαπά τον πόλεμο, αλλά μπορεί να τρέμει πολλά άλλα. For a man may love war, but he may dread many other things. Φαντάζομαι πως κάθεται τρέμοντας στην όχθη. I imagine he is sitting trembling on the shore. Ας τον βρει ντροπή για τα λόγια που είπε στο συγγενή μου”. Let him be ashamed of the words he said to my relative ".

Ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ αναπαύτηκαν λίγο, αλλά γρήγορα η νύχτα τους πάγωσε, καθώς και οι δύο ήταν μουσκεμένοι απ' το νερό, και άρχισαν ν' αναζητούν κάποιο δρόμο κατά μήκος της κοίτης προς βορρά, όπου ήταν ο Γκλάουρουνγκ. Turabar and Hunthor rested a little, but soon the night froze upon them, as they were both drenched with water, and they began to seek some way along the bed to the north, where Glaurung was. Εκεί το χάσμα γινόταν πιο σκοτεινό και στενό και, καθώς προχωρούσαν ψηλαφητά, έβλεπαν ένα φως να τρεμοπαίζει από πάνω σαν φωτιά που σιγοκαίει και άκουγαν το γρύλισμα του Μεγάλου Σκουληκιού στον άγρυπνο ύπνο του. There the chasm grew darker and narrower, and as they groped their way, they saw a light flickering above like a smoldering fire, and heard the growl of the Great Worm in his waking sleep. Μετά άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να ανεβούν στο απότομο τοίχωμα και να φτάσουν κάτω από το χείλος. Then they began to look for a way to climb the steep wall and reach below the rim. Γιατί αυτή ήταν όλη τους η ελπίδα: να πλησιάσουν τον εχθρό τους κάτω από την κεράτινη πανοπλία του. For this was their whole hope: to approach their enemy under his horned armor. Όμως τόσο αφόρητη ήταν τώρα η δυσωδία, που είχαν ζαλιστεί και γλιστρούσαν καθώς σκαρφάλωναν και αρπάζονταν από κλαδιά δέντρων και αναγούλιαζαν ξεχνώντας μέσα στο μαρτύριό τους κάθε φόβο μπροστά στον τρόμο μην πέσουν στα δόντια του Τέιγκλιν. But so intolerable was the stench now, that they were dazed and slipped as they clambered and grasped at branches of trees and squirmed, forgetting in their agony all fear before the terror of falling into Teiglin's teeth.

Τότε ο Τουράμπαρ είπε στον Χούνθορ: Then Turabar said to Hunthor:

“Αναλώνουμε τις λιγοστές μας δυνάμεις χωρίς όφελος. "We use up our little strength without benefit. Γιατί αν δεν είμαστε σίγουροι από πού θα περάσει ο Δράκοντας, είναι μάταιο να αναρριχηθούμε”. Because if we are not sure where the Dragon will pass, it is in vain to climb".

“Όμως αν θα το γνωρίζουμε”, είπε ο Χούνθορ. "But if we shall know," said Hunthor. “τότε δεν θα υπάρχει χρόνος για να αναζητήσουμε δρόμο να ανεβούμε από το χάσμα”. "Then there will be no time to look for a way out of the gap."

“Αυτό είναι αλήθεια”, είπε ο Τουράμπαρ. "That is true," said Turabar. “Αλλά όταν όλα στηρίζονται στην τύχη, τότε την τύχη πρέπει να εμπιστευόμαστε. "But when everything depends on chance, then luck is to be trusted. Έτσι σταμάτησαν και περίμεναν, και μέσα από το σκοτεινό φαράγγι παρακολουθούσαν ένα λευκό αστέρι μακριά πάνω τους να προχωρεί αργά-αργά στην αμυδρή λωρίδα του ουρανού. So they stopped and waited, and through the dark gorge they watched a white star far above them creep slowly across the dim streak of heaven. Και σιγά-σιγά ο Τουράμπαρ βυθίστηκε σ' ένα όνειρο στο οποίο όλη του η θέληση ήταν στραμμένη στην προσπάθεια να μείνει γραπωμένος από κει, παρόλο που μια μαύρη παλίρροια ρουφούσε και ροκάνιζε τα μέλη του. And little by little Turabar sank into a dream in which all his will was bent on trying to stay clutched there, even though a black tide was sucking and gnawing at his limbs.

Ξαφνικά ακούστηκε μεγάλος θόρυβος και τα τοιχώματα του χάσματος τραντάχτηκαν και αντήχησαν. Suddenly there was a great noise and the walls of the chasm shook and reverberated. Ο Τουράμπαρ ξύπνησε και είπε στον Χούνθορ: Turabar awoke and said to Hunthor:

“Σηκώνεται. "Gets up. Ήρθε η ώρα. The time has come. Χτύπα βαθιά, γιατί τώρα πρέπει να χτυπήσουν δύο αντί για τρεις!” I hit deeply, because now they have to hit two instead of three! ”

Και τότε ο Γκλάουρουνγκ άρχισε την επίθεσή του κατά του Μπρέθιλ. And then Glaurung began his attack on Brethil. Και όλα έγιναν όπως είχε ελπίσει ο Τουράμπαρ. And everything happened as Turabar had hoped. Γιατί τώρα ο Δράκοντας σύρθηκε αργός και βαρύς στην άκρη του γκρεμού και δεν γύρισε να στρίψει, αλλά ετοιμάστηκε να απλώσει πάνω από το χάσμα τα μεγάλα μπροστινά του πόδια και μετά να τραβήξει τον όγκο του πίσω του. Because now the Dragon crawled slowly and heavily on the edge of the cliff and did not turn to turn, but prepared to spread his large front legs over the gap and then pull the volume behind him. Τρόμο έφερε μαζί του. Terror brought with it. Γιατί δεν πήγε να περάσει ακριβώς από πάνω, αλλά λίγο προς τα βόρεια, και αυτοί που παρακολουθούσαν από κάτω έβλεπαν τώρα την πελώρια σκιά του κεφαλιού του να κρύβει τα άστρα. For he did not pass directly overhead, but a little to the north, and those watching below now saw the great shadow of his head obscuring the stars. Και τα σαγόνια του έχασκαν και είχε εφτά γλώσσες από φωτιά. And his jaws were lost, and he had seven tongues of fire. Τότε εξαπέλυσε μια πύρινη πνοή και όλο το φαράγγι γέμισε με κόκκινο φως και μαύρες σκιές πετάχτηκαν ανάμεσα στους βράχους. Then he released a fiery breath and the entire gorge was filled with red light and black shadows were cast between the rocks. Τα δέντρα μπροστά του μαράθηκαν και χάθηκαν τυλιγμένα στον καπνό και βράχια  έπεσαν μέσα στο ποτάμι. The trees in front of him withered and disappeared in smoke and rocks fell into the river. Και μετά όρμησε μπροστά και άρπαξε τον απέναντι γκρεμό με τα πανίσχυρα νύχια του και άρχισε να τραβά το σώμα του πίσω του. And then he rushed forward and grabbed the opposite cliff with his mighty claws and began to pull his body behind him.

Τώρα ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ έπρεπε να φανούν τολμηροί και γρήγοροι, γιατί, αν και είχαν ξεφύγει από την πύρινη πνοή του Γκλάουρουνγκ αφού δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο του, έπρεπε ωστόσο να φτάσουν κοντά του πριν περάσει απέναντι, αλλιώς έχαναν κάθε ελπίδα. Now Turabar and Hunthor had to be bold and swift, for, though they had escaped Glaurung's fiery breath by not being exactly in his path, yet they must reach him before he crossed, or all hope was lost. Έτσι, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο ξεκίνησε ο Τουράμπαρ να προχωρά κατά μήκος του γκρεμού για να βρεθεί από κάτω του. Thus, heedless of danger, Turabar began to advance along the cliff to find himself below it. Όμως ήταν τόσο αβάσταχτη η ζέστη και η δυσωδία, που κλονίστηκε και θα είχε πέσει αν ο Χούνθορ, που ακολουθούσε γενναία από πίσω, δεν τον άρπαζε από το χέρι για να τον στηρίξει. But the heat and stench were so unbearable that he staggered and would have fallen if Hunthor, who was following bravely behind, had not caught him by the hand to support him.

“Μεγάλη καρδιά!” είπε ο Τουράμπαρ. "Big heart!" said Turabar. “Ευτυχής ήταν η επιλογή που σ' έφερα για βοηθό!” Όμως την ώρα που μιλούσε, ένας μεγάλος βράχος έπεσε από πάνω και χτύπησε τον Χούνθορ στο κεφάλι κι αυτός έπεσε στο νερό και έτσι σκοτώθηκε, και δεν ήταν ο λιγότερο γενναίος από τον Οίκο του Χάλεθ. "It was a lucky choice to bring you as an assistant!" But as he spoke, a great rock fell from above and struck Hunthor on the head, and he fell into the water and was thus killed, and he was not the least brave of the House of Haleth. Τότε ο Τουράμπαρ φώναξε: Then Turabar called out:

“Αλίμονο! "Alas! Είναι κακό να βαδίζει κανείς στη σκιά μου! It is bad to walk in my shadow! Γιατί ζήτησα βοήθεια; Τώρα είσαι μόνος. Why did I ask for help? Now you are alone. Ω Κύριε της Μοίρας, όπως έπρεπε να το ξέρεις εξαρχής ότι πρέπει να γίνει. O Lord of Fate, as you should have known from the beginning that it must be done. Και τώρα νίκα μόνος σου!” And now win by yourself!”

Τότε συγκέντρωσε όλη του τη θέληση και όλο του το μίσος για τον Δράκοντα και τον Κύριό του, και του φάνηκε ότι ξαφνικά βρήκε δύναμη ψυχής και σώματος που δεν είχε γνωρίσει ως τότε. Then he mustered all his will and all his hatred for the Dragon and his Master, and it seemed to him that he suddenly found strength of soul and body which he had not known before. Και ανέβηκε τον γκρεμό από πέτρα σε πέτρα και από ρίζα σε ρίζα μέχρι που τελικά αρπάχτηκε από ένα λεπτό δέντρο που φύτρωνε λίγο κάτω από το χείλος του χάσματος και, παρόλο που η κορυφή του είχε καεί, αυτό συγκρατιόταν ακόμη γερά στις ρίζες του. And he climbed the precipice from stone to stone and from root to root until at last he was caught by a slender tree that grew a little below the brink of the chasm, and though its top was burnt, it still held fast by its roots. Και καθώς στηριζόταν σε μια διχάλα στα κλαδιά του, το μεσαίο μέρος του Δράκοντα ήρθε από πάνω του και χαμήλωσε από το βάρος του σχεδόν μέχρι το κεφάλι του Τουράμπαρ, πριν αρχίσει πάλι να το ανασηκώνει. And as he rested on a fork in its branches, the middle part of the Dragon came upon him, and was lowered by its weight almost to Turabar's head, before he began to lift it up again. Χλωμή και ρυτιδωμένη ήταν η κοιλιά του και υγρή από μια γκρίζα γλίτσα, όπου ήταν κολλημένες κάθε είδους βρομιές. His belly was pale and wrinkled and wet with a gray slime where all kinds of dirt was stuck. Και ανάδινε μια βρόμα θανάτου. And he let out a stench of death. Τότε  ο Τουράμπαρ τράβηξε το Μαύρο Σπαθί του Μπέλεγκ και το κάρφωσε προς τα πάνω με όλη τη δύναμη του χεριού του και του μίσους του, και η θανάσιμη λεπίδα, μακριά και άπληστη, χώθηκε μέσα στην κοιλιά μέχρι τη λαβή της. Then Turabar drew the Black Sword of Beleg and thrust it upward with all the might of his arm and his hatred, and the deadly blade, long and greedy, sank into the belly to its hilt.

Τότε ο Γκλάουρουνγκ, νιώθοντας το θανάσιμο χτύπημα, έβγαλε ένα ουρλιαχτό και σείστηκαν όλα τα δάση, και οι φύλακες στο Νεν Γκίριθ που το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Then Glaurung, feeling the death-blow, uttered a howl, and all the woods shook, and the watchers in Nen Girith who heard it were astonished. Ο Τουράμπαρ ζαλίστηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα και γλίστρησε και το σπαθί ξέφυγε από το χέρι του κι έμεινε καρφωμένο στην κοιλιά του Δράκοντα. Turabar staggered as if struck and slipped and the sword slipped from his hand and lodged in the Dragon's belly. Γιατί ο Γκλάουρουνγκ μ' έναν μεγάλο σπασμό μάζεψε όλο τον τρεμάμενο όγκο του και πετάχτηκε πάνω από το φαράγγι κι εκεί στην απέναντι όχθη άρχισε να σφαδάζει, να ουρλιάζει, να χτυπιέται και να κουλουριάζεται μέσα στην αγωνία του, μέχρι που ισοπέδωσε μια μεγάλη έκταση γύρω του κι απόμεινε επιτέλους να κείτεται εκεί, μέσα σε καπνούς και ερείπια, ακούνητος. Because Glaurung with a big spasm gathered all his trembling volume and was thrown over the gorge and there on the opposite bank he started screaming, screaming, hitting and curling in his agony, until he leveled a large area around him. and he finally remained lying there, in smoke and ruins, deaf.

Στο μεταξύ ο Τουράμπαρ ήταν πιασμένος από τις ρίζες του δέντρου, ζαλισμένος και σχεδόν λιπόθυμος. Meanwhile Turabar was caught by the roots of the tree, dazed and almost passed out. Αλλά πάλεψε να συνέλθει και συνέχισε και, πότε γλιστρώντας και πότε βαδίζοντας, κατέβηκε κάτω στο ποτάμι και αποτόλμησε πάλι το επικίνδυνο πέρασμα, προχωρώντας τώρα στα τέσσερα, με χέρια και με πόδια, σφίγγοντας τους βράχους τυφλωμένος από τα νερά, μέχρι που πέρασε επιτέλους και ανέβηκε εξαντλημένος από τη ρωγμή από την οποία είχαν κατεβεί. But he struggled to his senses and went on, and, now slipping and now wading, he went down to the river and again ventured the perilous passage, advancing now on all fours, hands and feet, clutching at the rocks blinded by the waters, until at last he crossed and ascended exhausted from the crevasse they had descended from. Έτσι έφτασε τελικά στο μέρος όπου κειτόταν ο ετοιμοθάνατος Δράκοντας και κοίταξε τον πεσμένο εχθρό του και χάρηκε. So he finally reached the place where the dying Dragon was lying and looked at his fallen enemy and rejoiced.

Ο Γκλάουρουνγκ κειτόταν τώρα εκεί με τα σαγόνια ανοιχτά, αλλά όλες οι φωτιές του είχαν σβήσει και τα μοχθηρά μάτια του ήταν κλειστά. Glaurung now lay there with his jaws open, but all his fires were extinguished and his vicious eyes were closed. Κειτόταν φαρδύς-πλατύς στο ένα πλευρό και η λαβή του Γκούρθανγκ ξεπρόβαλλε ακόμη από την κοιλιά του. He was lying wide on one side and Gurthang's grip was still protruding from his abdomen. Τότε η καρδιά του Τουράμπαρ ανυψώθηκε από περηφάνια και, μολονότι ο Δράκοντας ανέπνεε ακόμη, ήθελε να πάρει το σπαθί του, που αν πρώτα το θεωρούσε πολύτιμο, τώρα άξιζε γι' αυτόν όλους τους θησαυρούς του Νάργκοθροντ. Then Turabar's heart was lifted up with pride, and, though the Dragon still breathed, he wanted to take his sword, which, if he had first esteemed it precious, was now worth to him all the treasures of Nargothrond. Αληθινά αποδείχτηκαν τα λόγια που είχαν ειπωθεί κατά το σφυρηλάτημά του: ότι τίποτα, μεγάλο ή μικρό, δεν θα ζούσε αν το κάρφωνε. The words that were said during his forging proved to be true: that nothing, big or small, would live if he nailed it.

Έτσι, πηγαίνοντας κοντά στον εχθρό του, έβαλε το πόδι πάνω στην κοιλιά του και, πιάνοντας τη λαβή του Γκούρθανγκ, έβαλε τη δύναμή του για να το τραβήξει. So, going to his enemy, he placed his foot on his belly, and, seizing the handle of the Gurthang, exerted his strength to pull it away. Και φώναξε χλευάζοντας τα λόγια που του είχε πει ο Γκλάουρουνγκ στο Νάργκοθροντ: And he cried out in mockery at the words Glaurung had spoken to him in Nargothrond:

“Χαίρε. “Cheers. Σκουλήκι του Μόργκοθ! Morgoth Worm! Καλή συνάντηση ξανά! Happy meeting again! Πέθανε τώρα και ας σε πάρει το σκοτάδι! He is dead now and let the darkness take you! Έτσι παίρνει εκδίκηση ο Τούριν, ο γιος του Χούριν”. That is how Turin, Hurin's son, takes revenge. "

Τότε τράβηξε το σπαθί και μόλις βγήκε η λεπίδα, ένας πίδακας από μαύρο αίμα την ακολούθησε κι έπεσε πάνω στο χέρι του και η σάρκα του κάηκε από το δηλητήριο και ο ίδιος ούρλιαξε από τον πόνο. Then he drew his sword and as soon as the blade came out, a jet of black blood followed it and fell on his hand and his flesh burned from the poison and he himself screamed in pain. Τότε ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του και τον κοίταξε με τέτοια κακία, που ο Τουράμπαρ αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε βέλος. Then Glaurung stirred and opened his evil eyes and looked at him with such malice that Turabar felt as if he had been shot with an arrow. Και απ' αυτό το βλέμμα και από τον πόνο του χεριού του έπεσε λιπόθυμος και κειτόταν σαν νεκρός δίπλα στον Δράκοντα και το σπαθί κειτόταν κι αυτό από κάτω του. And from this look and from the pain of his hand he fainted and lay like a dead man next to the Dragon and the sword also lay beneath him.

Στο μεταξύ τα ουρλιαχτά του Γκλάουρουνγκ έφτασαν σ' εκείνους που είχαν πάει στο Νεν Γκίριθ και τους γέμισαν τρόμο. Meanwhile Glaurung's screams reached those who had gone to Nen Girith and filled them with terror. Και όταν οι φρουροί είδαν από μακριά τη μεγάλη καταστροφή και την πυρκαγιά που προκάλεσε ο Δράκοντας στην επιθανάτια αγωνία του, πίστεψαν ότι ποδοπατούσε και κατέστρεφε εκείνους που του είχαν επιτεθεί. And when the guards saw from afar the great destruction and fire caused by the Dragon in his mortal agony, they believed that he was trampling and destroying those who had attacked him. Τότε πραγματικά ευχήθηκαν να ήταν μακρύτερα τα χιλιόμετρα που τους χώριζαν. Then they really wished that the kilometers that separated them were longer. Όμως δεν τολμούσαν ν' αφήσουν το ψηλό σημείο που είχαν συγκεντρωθεί, γιατί θυμούνταν τα λόγια του Τουράμπαρ: ότι αν νικούσε ο Γκλάουρουνγκ, θα πήγαινε πρώτα στο Έφελ Μπράντιρ. But they dared not leave the high place where they had gathered, for they remembered the words of Turabar: that if Glaurung should win, he would go first to Efel Brandir. Έτσι παρακολουθούσαν με φόβο για κάθε σημάδι της κίνησής του, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να κατεβεί και να μάθει νέα στο μέρος της μάχης. So they watched in fear for every sign of his movement, but no one was brave enough to go down and learn news on the battlefield. Και η Νίνιελ ήταν καθισμένη και δεν κινιόταν, παρά μόνο έτρεμε μην μπορώντας να κρατήσει τα μέλη της ακίνητα. And Niniel was sitting and not moving, except that she was shaking, unable to hold her limbs. Γιατί, όταν άκουσε τη φωνή του Γκλάουρουνγκ, η καρδιά της πέθανε μέσα της και αισθάνθηκε το σκοτάδι να την πλησιάζει πάλι. For when she heard Glaurung's voice, her heart died within her, and she felt the darkness close upon her again.

Έτσι τη βρήκε ο Μπράντιρ. That's how Brandir found her. Γιατί έφτασε επιτέλους στη γέφυρα του Κελέμπρος, αργά και κουρασμένα. For he finally reached the bridge of Celebros, slowly and wearily. Είχε περπατήσει όλον το μακρύ δρόμο κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του, πέντε λεύγες τουλάχιστον από το σπίτι του. He had walked the whole long way limping with his cane, at least five leagues from his house. Ο φόβος για τη Νίνιελ τον έκανε να προχωρεί και τώρα οι ειδήσεις που έμαθε δεν ήταν χειρότερες από αυτές που έτρεμε. Fear of Ninel made him move on and now the news he learned was no worse than the trembling.

"Ο Δράκοντας πέρασε το ποτάμι”, του είπαν οι άντρες. "The Dragon has crossed the river," the men told him. “Και το Μαύρο Σπαθί έχει σίγουρα πεθάνει και όσοι πήγαν μαζί του”. "And the Black Sword is surely dead and those who went with it." Τότε ο Μπράντιρ στάθηκε δίπλα στη Νίνιελ και κατάλαβε τη δυστυχία της και λαχταρούσε γι' αυτήν. Then Brandir stood by Niniel and understood her misery and longed for her. Αλλά σκέφτηκε παρ' όλα αυτά: "Το Μαύρο Σπαθί πέθανε και η Νίνιελ ζει". But he thought nevertheless, "The Black Sword is dead and Ninel lives." Και ρίγησε, γιατί ξαφνικά έμοιαζε να κάνει κρύο δίπλα στα νερά του Νεν Γκίριθ, κι έριξε τον μανδύα του πάνω στη Νίνιελ. And he shivered, because suddenly it seemed to be cold by the waters of Nen Girith, and he threw his cloak over Niniel. Αλλά δεν βρήκε λόγια να της πει, ούτε κι αυτή μιλούσε. But he found no words to say to her, nor did she speak.