×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, XIII. Ο Ερχομός του Τούριν στο Μπρέθιλ

XIII. Ο Ερχομός του Τούριν στο Μπρέθιλ

Ο Τούριν κατέβηκε προς τον Σίριον και ήταν διχασμένος στις σκέψεις του. Γιατί έβλεπε ότι ενώ πριν είχε δύο πικρές επιλογές, τώρα υπήρχαν τρεις, και ο καταπιεσμένος λαός του τον καλούσε αφού εκείνος είχε αυξήσει ακόμη περισσότερο τα δεινά του. Μόνο μια παρηγοριά είχε: ότι πέρα από κάθε αμφιβολία η Μόργουεν και η Νίενορ είχαν φτάσει εδώ και πολύν καιρό στο Ντόριαθ και μόνο χάρη στην ικανότητα του Μαύρου Σπαθιού του Νάργκοθροντ είχε γίνει ο δρόμος τους ασφαλής. Και έλεγε με το μυαλό του:

«Σε ποιο άλλο καλύτερο μέρος θα μπορούσα να τις είχα πάει, ακόμη και αν είχα έρθει νωρίτερα; Αν η Ζώνη της Μέλιαν σπάσει, τότε όλα έχουν τελειώσει. Όχι, είναι καλύτερα έτσι όπως είναι τα πράγματα. Γιατί η οργή μου και οι απερίσκεπτες πράξεις μου ρίχνουν μια σκιά όπου κι αν βρίσκομαι. Ας τις φυλάει η Μέλιαν! Κι εγώ θα τις αφήσω για λίγο σε ανέφελη ειρήνη».

Όμως, αν και πολύ αργά τώρα, ο Τούριν άρχισε να αναζητά τη Φιντούιλας, περιπλανώμενος στα δάση κάτω από τους πρόποδες των Έρεντ Γουέθριν, άγριος και επιφυλακτικός σαν ζώο. Και έψαξε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν βόρεια στο Πέρασμα του Σίριον. Πολύ αργά, γιατί όλα τα ίχνη είχαν χαθεί από τις βροχές και τα χιόνια. Έτσι όμως συνέβη και ο Τούριν, καθώς περνούσε τον Τέιγκλιν, συνάντησε μερικούς από το Λαό του Χάλεθ στο Δάσος του Μπρέθιλ. Τώρα είχαν μείνει λιγοστοί εξαιτίας του πολέμου, ένας μικρός λαός, και οι περισσότεροι ζούσαν κρυφά μέσα σ' ένα πασσαλόφρακτο οχυρό στο λόφο Άμον Όμπελ βαθιά μέσα στο δάσος. Έφελ Μπράντιρ λεγόταν εκείνο το μέρος. Γιατί ο Μπράντιρ, ο γιος του Χάντιρ, ήταν τώρα ο κύριός τους μετά το θάνατο του πατέρα του. Και ο Μπράντιρ δεν ήταν άνθρωπος του πολέμου, αφού κούτσαινε στο ένα πόδι από μια κακοτυχία στα παιδικά του χρόνια. Και επί πλέον, ήταν ήπιος στη διάθεση, αγαπούσε το ξύλο κι όχι το μέταλλο και τη γνώση των πλασμάτων που μεγαλώνουν στη γη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γνώση.

Όμως μερικοί από τους κατοίκους του δάσους κυνηγούσαν ακόμη Ορκ στα σύνορά τους. Και έτσι, καθώς έφτασε εκεί ο Τούριν, έτυχε να ακούσει το θόρυβο συμπλοκής. Έσπευσε προς τα κει και πλησιάζοντας με προσοχή μέσα από τα δέντρα είδε μια μικρή ομάδα ανθρώπων περικυκλωμένη από Ορκ. Αμύνονταν απεγνωσμένα, έχοντας πίσω τους μια πυκνή συστάδα δέντρων που φύτρωναν στη μέση ενός ξέφωτου. Όμως οι Ορκ ήταν πολλοί και οι Άνθρωποι είχαν ελάχιστες ελπίδες να σωθούν αν δεν ερχόταν βοήθεια. Έτσι ο Τούριν, κρυμμένος μέσα στους θάμνους, άρχισε να κάνει μεγάλο θόρυβο, ποδοβολητά και χτυπήματα και μετά φώναξε με δυνατή φωνή, σαν να ήταν αρχηγός πολλών αντρών:

«Χα! Τους βρήκαμε! Ακολουθήστε με όλοι! Ορμάτε τώρα και σφάξτε τους!».

Τότε οι Ορκ κοίταξαν πίσω τους τρομαγμένοι και ο Τούριν όρμησε στο ξέφωτο κουνώντας το χέρι σαν να καλούσε τους άντρες του από πίσω και η λεπίδα του Γκούρθανγκ άστραφτε σαν φωτιά στο χέρι του. Πολύ καλά γνωστό ήταν αυτό το σπαθί στους Ορκ και πριν ακόμη ξεχυθεί ανάμεσά τους, πολλοί σκόρπισαν και το έβαλαν στα πόδια. Τότε οι άνθρωποι του δάσους έτρεξαν και ενώθηκαν μαζί του και κυνήγησαν όλοι τους εχθρούς τους μέχρι μέσα στο ποτάμι. Ελάχιστοι πέρασαν απέναντι. Επιτέλους σταμάτησαν στην όχθη και ο Ντόρλας, ο αρχηγός των ανθρώπων του δάσους, είπε:

«Είσαι γρήγορος στο κυνήγι, άρχοντα. Αλλά οι άντρες σου αργούν να σε ακολουθήσουν».

«Δεν αργούν», είπε ο Τούριν. «Γιατί τρέχουμε όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος και δεν χωριζόμαστε ποτέ».

Τότε οι άνθρωποι του Μπρέθιλ γέλασαν και είπαν.

«Λοιπόν, ένας τέτοιος αξίζει πολλούς. Και σου οφείλουμε μεγάλες ευχαριστίες. Όμως ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;».

«Απλώς ακολουθώ την τέχνη μου, που είναι η σφαγή των Ορκ», είπε ο Τούριν. «Και ζω όπου με οδηγεί η τέχνη μου. Είμαι ο Αγριάνθρωπος των Δασών».

«Τότε έλα να ζήσεις μαζί μας», είπαν αυτοί. «Γιατί εμείς ζούμε στα δάση και έχουμε ανάγκη από τέτοιους τεχνίτες. Θα ήσουν ευπρόσδεκτος!».

Τότε ο Τούριν τους κοίταξε παράξενα και είπε:

«Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που θα με αφήσουν να ρίχνω τη σκιά μου στις πόρτες τους; Όμως, φίλοι, έχω ακόμη μια θλιβερή αποστολή: να βρω τη Φιντούιλας, κόρη του Ορόντρεθ του Νάργκοθροντ, ή τουλάχιστον να μάθω νέα της. Αλίμονο! Πολλές βδομάδες έχουν περάσει αφότου την πήραν από το Νάργκοθροντ, αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω να την αναζητώ».

Τότε τον κοίταξαν με οίκτο και ο Ντόρλας είπε:

«Μπορείς να σταματήσεις την αναζήτησή σου. Γιατί μια στρατιά των Ορκ έφτασε από το Νάργκοθροντ πηγαίνοντας προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και είχαμε από καιρό προειδοποιηθεί για τον ερχομό της: προχωρούσαν πολύ αργά, γιατί είχαν πολλούς αιχμαλώτους. Τότε σκεφτήκαμε να συνεισφέρουμε κι εμείς στον πόλεμο με το μικρό μας πλήγμα, στήνοντας ενέδρα στους Ορκ με όλους τους τοξότες που μπορέσαμε να μαζέψουμε, και ελπίζαμε να σώσουμε μερικούς από τους αιχμαλώτους. Αλίμονο όμως! Αμέσως μόλις δέχτηκαν την επίθεση, οι αχρείοι Ορκ έσφαξαν πρώτα τις γυναίκες ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Και την κόρη του Ορόντρεθ την κάρφωσαν σ' ένα δέντρο με λόγχη».

Τούριν στεκόταν σαν άνθρωπος θανάσιμα χτυπημένος.

«Πώς το ξέρεις αυτό;», είπε.

«Γιατί μου μίλησε πριν πεθάνει», απάντησε ο Ντόρλας. «Μας κοίταξε σαν ν' αναζητούσε κάποιον που περίμενε και είπε: «Μόρμεγκιλ. Πείτε στον Μόρμεγκιλ ότι η Φιντούιλας είναι εδώ». Δεν είπε τίποτε άλλο. Όμως επειδή ακούσαμε αυτά τα τελευταία λόγια της, τη θάψαμε εκεί που πέθανε. Είναι σ' έναν τύμβο δίπλα στον Τέιγκλιν. Ναι, αυτό έγινε πριν από ένα μήνα τώρα».

«Πηγαίνετέ με εκεί», είπε ο Τούριν. Και τον πήγαν σ' έναν λοφίσκο δίπλα στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Εκεί σωριάστηκε κάτω και ένα σκοτάδι έπεσε πάνω του, έτσι που νόμισαν ότι είχε πεθάνει. Αλλά ο Ντόρλας τον κοίταξε εκεί που κειτόταν και μετά στράφηκε στους άντρες του και είπε:

«Πολύ αργά! Αυτή είναι θλιβερή συγκυρία. Δείτε όμως: εδώ κείτεται ο ίδιος ο Μόρμεγκιλ, ο μεγάλος αρχηγός του Νάργκοθροντ. Από το σπαθί του έπρεπε να τον γνωρίσω, όπως τον γνώρισαν οι Ορκ». Γιατί η φήμη του Μαύρου Σπαθιού του Νότου είχε απλωθεί παντού και είχε μέχρι τα βάθη του δάσους.

Έτσι τώρα τον σήκωσαν με σεβασμό και τον μετέφεραν στο Έφελ Μπράντιρ, και ο Μπράντιρ που ήρθε να τους προϋπαντήσει απόρησε με το νεκροκρέβατο που κουβαλούσαν. Και τραβώντας το σκέπασμα κοίταξε το πρόσωπο του Τούριν, του γιου του Χούριν. Και μια σκοτεινή σκιά έπεσε στην καρδιά του.

«Ω σκληροί Άνθρωποι του Χάλεθ!», φώναξε. «Γιατί εμποδίσατε το θάνατο να πάρει αυτό τον άνθρωπο; Με μεγάλο κόπο φέρατε εδώ την τελευταία συμφορά του λαού μας».

Αλλά οι άνθρωποι του δάσους είπαν:

«Όχι, αυτός είναι ο Μόρμεγκιλ του Νάργκοθροντ, ο κραταιός εξολοθρευτής των Ορκ, και θα μας προσφέρει μεγάλη βοήθεια αν ζήσει. Και ακόμη και αν δεν είναι έτσι, έπρεπε να αφήσουμε έναν άνθρωπο τσακισμένο από τα δεινά να κείτεται σαν ψοφίμι στο δρόμο;».

«Δεν έπρεπε όντως», είπε ο Μπράντιρ. «Η κατάρα θέλησε έτσι». Και πήρε τον Τούριν στο σπίτι του και τον περιποιήθηκε με φροντίδα.

Αλλά όταν ο Τούριν αποτίναξε επιτέλους το σκοτάδι, η άνοιξη ξαναγύριζε. Και ξύπνησε και είδε τον ήλιο στα πράσινα μπουμπούκια. Τότε το κουράγιο του Οίκου του Χάντορ ξύπνησε πάλι μέσα του και σηκώθηκε και είπε μέσα στα βάθη της καρδιάς του:

«Όλες οι πράξεις και οι περασμένες μέρες μου ήταν σκοτεινές και γεμάτες κακό. Όμως μια νέα μέρα έχει έρθει. Εδώ θα μείνω ειρηνικά και θα απαρνηθώ όνομα και καταγωγή, κι έτσι θ' αφήσω τη σκιά μου πίσω μου ή τουλάχιστον δεν θα την αφήνω ν' απλώνεται πάνω σ' εκείνους που αγαπώ».

Έτσι πήρε νέο όνομα και ονόμασε τον εαυτό του Τουράμπαρ, που στη γλώσσα των Υψηλών Ξωτικών σημαίνει Κύριος της Μοίρας και έζησε με τους ανθρώπους του δάσους και ήταν αγαπητός ανάμεσά τους και τους ζήτησε να ξεχάσουν το παλιό του όνομα και να τον θεωρούν γεννημένο στο Μπρέθιλ. Όμως με το ν' αλλάξει το όνομα δεν μπορούσε να αλλάξει και το χαρακτήρα του, ούτε να ξεχάσει το παλιό του μίσος ενάντια στους υπηρέτες του Μόργκοθ, και πήγαινε να κυνηγήσει Ορκ με τους λίγους της ίδιας νοοτροπίας, αν και αυτό δυσαρεστούσε τον Μπράντιρ. Γιατί ήλπιζε ότι θα προστατέψει το λαό του περισσότερο με τη σιωπή και τη μυστικότητα.

«Ο Μόρμεγκιλ δεν υπάρχει πια», είπε, «αλλά πρόσεχε μήπως η ανδρεία του Τουράμπαρ φέρει παρόμοια εκδίκηση στο Μπρέθιλ!»

Έτσι ο Τουράμπαρ άφησε το μαύρο σπαθί του και δεν το έπαιρνε πια στη μάχη και κρατούσε πιο πολύ τόξο και λόγχη. Αλλά δεν ανεχόταν να περνούν οι Ορκ από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ούτε να πλησιάζουν στον τύμβο όπου ήταν θαμμένη η Φιντούιλας. Χάουδ-εν-Έλλεθ ονομάστηκε, ο Τύμβος της Ξωτικοκόρης, και γρήγορα οι Ορκ έμαθαν να τρέμουν αυτό το μέρος και να το αποφεύγουν. Και ο Ντόρλας είπε στον Τουράμπαρ:

«Απαρνήθηκες το όνομα, αλλά είσαι ακόμη το Μαύρο Σπαθί. Και οι φήμες λένε πως το Μαύρο Σπαθί ήταν ο γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, Κύριος του Οίκου του Χάντορ, έτσι είναι;»

Και ο Τουράμπαρ απάντησε:

«Έτσι έχω ακούσει. Αλλά μην το διαδίδεις, σε παρακαλώ, γιατί είσαι φίλος μου».


XIII. Ο Ερχομός του Τούριν στο Μπρέθιλ XIII. The Coming of Turin to Bretille

Ο Τούριν κατέβηκε προς τον Σίριον και ήταν διχασμένος στις σκέψεις του. Turin went down to Sirion and was divided in his thoughts. Γιατί έβλεπε ότι ενώ πριν είχε δύο πικρές επιλογές, τώρα υπήρχαν τρεις, και ο καταπιεσμένος λαός του τον καλούσε αφού εκείνος είχε αυξήσει ακόμη περισσότερο τα δεινά του. Because he saw that while before he had two bitter choices, now there were three, and his oppressed people were calling him since he had increased his sufferings even more. Μόνο μια παρηγοριά είχε: ότι πέρα από κάθε αμφιβολία η Μόργουεν και η Νίενορ είχαν φτάσει εδώ και πολύν καιρό στο Ντόριαθ και μόνο χάρη στην ικανότητα του Μαύρου Σπαθιού του Νάργκοθροντ είχε γίνει ο δρόμος τους ασφαλής. There was only one consolation: that beyond any doubt Morwen and Nienor had arrived in Doriath long ago, and only thanks to the ability of Nargothrond's Black Sword had their way become safe. Και έλεγε με το μυαλό του: And he said in his mind:

«Σε ποιο άλλο καλύτερο μέρος θα μπορούσα να τις είχα πάει, ακόμη και αν είχα έρθει νωρίτερα; Αν η Ζώνη της Μέλιαν σπάσει, τότε όλα έχουν τελειώσει. "What better place could I have gone, even if I had come earlier? If Melian's Belt is broken, then it's all over. Όχι, είναι καλύτερα έτσι όπως είναι τα πράγματα. No, it's better the way things are. Γιατί η οργή μου και οι απερίσκεπτες πράξεις μου ρίχνουν μια σκιά όπου κι αν βρίσκομαι. Because my anger and reckless actions cast a shadow over me wherever I am. Ας τις φυλάει η Μέλιαν! Let Melian keep them! Κι εγώ θα τις αφήσω για λίγο σε ανέφελη ειρήνη». And I will leave them for a while in a cloudless peace ".

Όμως, αν και πολύ αργά τώρα, ο Τούριν άρχισε να αναζητά τη Φιντούιλας, περιπλανώμενος στα δάση κάτω από τους πρόποδες των Έρεντ Γουέθριν, άγριος και επιφυλακτικός σαν ζώο. But, too late now, Turin began to search for Fiduilas, wandering in the woods beneath the feet of Ered Wethrin, fierce and wary as an animal. Και έψαξε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν βόρεια στο Πέρασμα του Σίριον. And he searched all the roads that led north to the Passage of Sirion. Πολύ αργά, γιατί όλα τα ίχνη είχαν χαθεί από τις βροχές και τα χιόνια. Too late, because all traces had been lost by the rains and snow. Έτσι όμως συνέβη και ο Τούριν, καθώς περνούσε τον Τέιγκλιν, συνάντησε μερικούς από το Λαό του Χάλεθ στο Δάσος του Μπρέθιλ. But so it was that Turin, as he passed Teiglin, met some of the People of Halleth in the Bretille Forest. Τώρα είχαν μείνει λιγοστοί εξαιτίας του πολέμου, ένας μικρός λαός, και οι περισσότεροι ζούσαν κρυφά μέσα σ' ένα πασσαλόφρακτο οχυρό στο λόφο Άμον Όμπελ βαθιά μέσα στο δάσος. There were now few left because of the war, a small people, and most lived in hiding inside a barricaded fort on the hill of Amon Obel deep in the forest. Έφελ Μπράντιρ λεγόταν εκείνο το μέρος. That place was called Eiffel Bradir. Γιατί ο Μπράντιρ, ο γιος του Χάντιρ, ήταν τώρα ο κύριός τους μετά το θάνατο του πατέρα του. Because Bradir, Hadir's son, was now their master after the death of his father. Και ο Μπράντιρ δεν ήταν άνθρωπος του πολέμου, αφού κούτσαινε στο ένα πόδι από μια κακοτυχία στα παιδικά του χρόνια. And Bradir was not a man of war, as he limped on one leg from a misfortune in his childhood. Και επί πλέον, ήταν ήπιος στη διάθεση, αγαπούσε το ξύλο κι όχι το μέταλλο και τη γνώση των πλασμάτων που μεγαλώνουν στη γη περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γνώση. Moreover, he was mild-tempered, he loved wood and not metal and the knowledge of the creatures that grow on earth more than any other knowledge.

Όμως μερικοί από τους κατοίκους του δάσους κυνηγούσαν ακόμη Ορκ στα σύνορά τους. But some of the forest dwellers were still hunting Orcs on their borders. Και έτσι, καθώς έφτασε εκεί ο Τούριν, έτυχε να ακούσει το θόρυβο συμπλοκής. And so, as Turin got there, he happened to hear the noise of a fight. Έσπευσε προς τα κει και πλησιάζοντας με προσοχή μέσα από τα δέντρα είδε μια μικρή ομάδα ανθρώπων περικυκλωμένη από Ορκ. He hurried towards there and approaching carefully through the trees he saw a small group of people surrounded by Orcs. Αμύνονταν απεγνωσμένα, έχοντας πίσω τους μια πυκνή συστάδα δέντρων που φύτρωναν στη μέση ενός ξέφωτου. They defended desperately, having behind them a dense clump of trees growing in the middle of a clearing. Όμως οι Ορκ ήταν πολλοί και οι Άνθρωποι είχαν ελάχιστες ελπίδες να σωθούν αν δεν ερχόταν βοήθεια. But the Orcs were many and the Humans had little hope of being saved if help did not come. Έτσι ο Τούριν, κρυμμένος μέσα στους θάμνους, άρχισε να κάνει μεγάλο θόρυβο, ποδοβολητά και χτυπήματα και μετά φώναξε με δυνατή φωνή, σαν να ήταν αρχηγός πολλών αντρών: So Turin, hiding in the bushes, began to make a lot of noise, kicking and hitting, and then shouted loudly, as if he were the leader of many men:

«Χα! «Ha! Τους βρήκαμε! We found them! Ακολουθήστε με όλοι! Follow me all! Ορμάτε τώρα και σφάξτε τους!». Rush now and slaughter them! "

Τότε οι Ορκ κοίταξαν πίσω τους τρομαγμένοι και ο Τούριν όρμησε στο ξέφωτο κουνώντας το χέρι σαν να καλούσε τους άντρες του από πίσω και η λεπίδα του Γκούρθανγκ άστραφτε σαν φωτιά στο χέρι του. The Orcs then looked back in horror, and Turin rushed to the clearing waving his hand as if calling his men from behind, and Gurthang's blade sparkled like fire in his hand. Πολύ καλά γνωστό ήταν αυτό το σπαθί στους Ορκ και πριν ακόμη ξεχυθεί ανάμεσά τους, πολλοί σκόρπισαν και το έβαλαν στα πόδια. This sword was very well known to the Orcs and before it even spilled out among them, many scattered and put it on their feet. Τότε οι άνθρωποι του δάσους έτρεξαν και ενώθηκαν μαζί του και κυνήγησαν όλοι τους εχθρούς τους μέχρι μέσα στο ποτάμι. Then the people of the forest ran and joined him and chased all their enemies into the river. Ελάχιστοι πέρασαν απέναντι. Few crossed. Επιτέλους σταμάτησαν στην όχθη και ο Ντόρλας, ο αρχηγός των ανθρώπων του δάσους, είπε: Finally they stopped on the shore and Dorlas, the leader of the people of the forest, said:

«Είσαι γρήγορος στο κυνήγι, άρχοντα. "You are fast in hunting, lord. Αλλά οι άντρες σου αργούν να σε ακολουθήσουν». "But your men are slow to follow you."

«Δεν αργούν», είπε ο Τούριν. "It's not too late," Turin said. «Γιατί τρέχουμε όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος και δεν χωριζόμαστε ποτέ». "Because we all run together as one person and we are never separated."

Τότε οι άνθρωποι του Μπρέθιλ γέλασαν και είπαν. Then the people of Bretille laughed and said.

«Λοιπόν, ένας τέτοιος αξίζει πολλούς. "It simply came to our notice then. Και σου οφείλουμε μεγάλες ευχαριστίες. And we owe you many thanks. Όμως ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ;». "But who are you and what are you doing here?"

«Απλώς ακολουθώ την τέχνη μου, που είναι η σφαγή των Ορκ», είπε ο Τούριν. "I're just following my art, which is the massacre of the Orcs," Turin said. «Και ζω όπου με οδηγεί η τέχνη μου. "And I live where my art leads me. Είμαι ο Αγριάνθρωπος των Δασών». I am the Wild Man of the Forests ".

«Τότε έλα να ζήσεις μαζί μας», είπαν αυτοί. "Then come and live with us," they said. «Γιατί εμείς ζούμε στα δάση και έχουμε ανάγκη από τέτοιους τεχνίτες. "Because we live in the forests and we need such craftsmen. Θα ήσουν ευπρόσδεκτος!». You would be welcome! "

Τότε ο Τούριν τους κοίταξε παράξενα και είπε: Then Turin looked at them strangely and said:

«Υπάρχουν λοιπόν ακόμη άνθρωποι που θα με αφήσουν να ρίχνω τη σκιά μου στις πόρτες τους; Όμως, φίλοι, έχω ακόμη μια θλιβερή αποστολή: να βρω τη Φιντούιλας, κόρη του Ορόντρεθ του Νάργκοθροντ, ή τουλάχιστον να μάθω νέα της. "So are there still people who will let me cast my shadow on their doors? But, friends, I still have a sad mission: to find Fidouilas, daughter of Orontreth of Nargothrod, or at least to hear from her. Αλίμονο! Alas! Πολλές βδομάδες έχουν περάσει αφότου την πήραν από το Νάργκοθροντ, αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω να την αναζητώ». "Many weeks have passed since they took her from Nargothrond, but I have to keep looking for her."

Τότε τον κοίταξαν με οίκτο και ο Ντόρλας είπε: Then they looked at him with pity and Dorlas said:

«Μπορείς να σταματήσεις την αναζήτησή σου. "You can stop your search. Γιατί μια στρατιά των Ορκ έφτασε από το Νάργκοθροντ πηγαίνοντας προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και είχαμε από καιρό προειδοποιηθεί για τον ερχομό της: προχωρούσαν πολύ αργά, γιατί είχαν πολλούς αιχμαλώτους. Because an army of Orcs arrived from Nargothrod going to Teiglin Passes and we had long been warned of its arrival: they were advancing too late, because they had many prisoners. Τότε σκεφτήκαμε να συνεισφέρουμε κι εμείς στον πόλεμο με το μικρό μας πλήγμα, στήνοντας ενέδρα στους Ορκ με όλους τους τοξότες που μπορέσαμε να μαζέψουμε, και ελπίζαμε να σώσουμε μερικούς από τους αιχμαλώτους. Then we thought of contributing to the war with our little blow, setting an ambush on the Orcs with all the archers we could muster, and hoping to save some of the captives. Αλίμονο όμως! Alas though! Αμέσως μόλις δέχτηκαν την επίθεση, οι αχρείοι Ορκ έσφαξαν πρώτα τις γυναίκες ανάμεσα στους αιχμαλώτους. As soon as they were attacked, the vicious Orcs first slaughtered the women among the captives. Και την κόρη του Ορόντρεθ την κάρφωσαν σ' ένα δέντρο με λόγχη». "And Orontreth's daughter was nailed to a tree with a spear."

Τούριν στεκόταν σαν άνθρωπος θανάσιμα χτυπημένος. Turin stood like a man mortally beaten.

«Πώς το ξέρεις αυτό;», είπε. "How do you know that?" He said.

«Γιατί μου μίλησε πριν πεθάνει», απάντησε ο Ντόρλας. "Why did he talk to me before he died," Dorlas replied. «Μας κοίταξε σαν ν' αναζητούσε κάποιον που περίμενε και είπε: «Μόρμεγκιλ. "He looked at us as if he were looking for someone waiting and said, 'Mormegill. Πείτε στον Μόρμεγκιλ ότι η Φιντούιλας είναι εδώ». "Tell Mormegill that Fiduilas is here." Δεν είπε τίποτε άλλο. He said nothing else. Όμως επειδή ακούσαμε αυτά τα τελευταία λόγια της, τη θάψαμε εκεί που πέθανε. But because we heard her last words, we buried her where she died. Είναι σ' έναν τύμβο δίπλα στον Τέιγκλιν. He is in a mound next to Teiglin. Ναι, αυτό έγινε πριν από ένα μήνα τώρα». "Yes, that happened a month ago."

«Πηγαίνετέ με εκεί», είπε ο Τούριν. "Go there with me," Turin said. Και τον πήγαν σ' έναν λοφίσκο δίπλα στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. And they took him to a hill next to Teiglin Pass. Εκεί σωριάστηκε κάτω και ένα σκοτάδι έπεσε πάνω του, έτσι που νόμισαν ότι είχε πεθάνει. There he collapsed and a darkness fell on him, so that they thought he was dead. Αλλά ο Ντόρλας τον κοίταξε εκεί που κειτόταν και μετά στράφηκε στους άντρες του και είπε: But Dorlas looked at him where he was lying and then turned to his men and said:

«Πολύ αργά! "Too late! Αυτή είναι θλιβερή συγκυρία. This is a sad time. Δείτε όμως: εδώ κείτεται ο ίδιος ο Μόρμεγκιλ, ο μεγάλος αρχηγός του Νάργκοθροντ. But look: here lies Mormegill himself, the great leader of Nargothrod. Από το σπαθί του έπρεπε να τον γνωρίσω, όπως τον γνώρισαν οι Ορκ». I had to know him from his sword, as the Orcs knew him. " Γιατί η φήμη του Μαύρου Σπαθιού του Νότου είχε απλωθεί παντού και είχε μέχρι τα βάθη του δάσους. Because the fame of the Black Sword of the South had spread everywhere and had to the depths of the forest.

Έτσι τώρα τον σήκωσαν με σεβασμό και τον μετέφεραν στο Έφελ Μπράντιρ, και ο Μπράντιρ που ήρθε να τους προϋπαντήσει απόρησε με το νεκροκρέβατο που κουβαλούσαν. So now they picked him up respectfully and carried him to the Eiffel Bradir, and Bradir, who came to meet them, was amazed at the coffin they were carrying. Και τραβώντας το σκέπασμα κοίταξε το πρόσωπο του Τούριν, του γιου του Χούριν. And pulling the lid he looked at the face of Turin, Hurin's son. Και μια σκοτεινή σκιά έπεσε στην καρδιά του. And a dark shadow fell on his heart.

«Ω σκληροί Άνθρωποι του Χάλεθ!», φώναξε. "O cruel people of Halleth!" He shouted. «Γιατί εμποδίσατε το θάνατο να πάρει αυτό τον άνθρωπο; Με μεγάλο κόπο φέρατε εδώ την τελευταία συμφορά του λαού μας». "Why did you prevent death from taking this man?" With great difficulty you brought here the last calamity of our people ".

Αλλά οι άνθρωποι του δάσους είπαν: But the people of the forest said:

«Όχι, αυτός είναι ο Μόρμεγκιλ του Νάργκοθροντ, ο κραταιός εξολοθρευτής των Ορκ, και θα μας προσφέρει μεγάλη βοήθεια αν ζήσει. "No, this is Nargothrond's Mormegill, the state Orc exterminator, and he will offer us great help if he lives. Και ακόμη και αν δεν είναι έτσι, έπρεπε να αφήσουμε έναν άνθρωπο τσακισμένο από τα δεινά να κείτεται σαν ψοφίμι στο δρόμο;». And even if it is not so, should we have left a man crushed by suffering lying like a corpse in the street?

«Δεν έπρεπε όντως», είπε ο Μπράντιρ. "I really shouldn't have," Bradir said. «Η κατάρα θέλησε έτσι». "The curse wanted it that way." Και πήρε τον Τούριν στο σπίτι του και τον περιποιήθηκε με φροντίδα. And he took Turin home and cared for him.

Αλλά όταν ο Τούριν αποτίναξε επιτέλους το σκοτάδι, η άνοιξη ξαναγύριζε. But when Turin finally shaken off the darkness, spring was back. Και ξύπνησε και είδε τον ήλιο στα πράσινα μπουμπούκια. And he woke up and saw the sun on the green buds. Τότε το κουράγιο του Οίκου του Χάντορ ξύπνησε πάλι μέσα του και σηκώθηκε και είπε μέσα στα βάθη της καρδιάς του: Then the courage of the House of Handor awoke in him again and got up and said in the depths of his heart:

«Όλες οι πράξεις και οι περασμένες μέρες μου ήταν σκοτεινές και γεμάτες κακό. "All my actions and past days were dark and full of evil. Όμως μια νέα μέρα έχει έρθει. But a new day has come. Εδώ θα μείνω ειρηνικά και θα απαρνηθώ όνομα και καταγωγή, κι έτσι θ' αφήσω τη σκιά μου πίσω μου ή τουλάχιστον δεν θα την αφήνω ν' απλώνεται πάνω σ' εκείνους που αγαπώ». Here I will stay peacefully and renounce my name and origin, and so I will leave my shadow behind me or at least I will not let it spread over those I love ".

Έτσι πήρε νέο όνομα και ονόμασε τον εαυτό του Τουράμπαρ, που στη γλώσσα των Υψηλών Ξωτικών σημαίνει Κύριος της Μοίρας και έζησε με τους ανθρώπους του δάσους και ήταν αγαπητός ανάμεσά τους και τους ζήτησε να ξεχάσουν το παλιό του όνομα και να τον θεωρούν γεννημένο στο Μπρέθιλ. So he took a new name and named himself Turabar, which in the language of the High Elves means Lord of Fate and lived with the people of the forest and was loved among them and asked them to forget his old name and consider him born in Bretill. Όμως με το ν' αλλάξει το όνομα δεν μπορούσε να αλλάξει και το χαρακτήρα του, ούτε να ξεχάσει το παλιό του μίσος ενάντια στους υπηρέτες του Μόργκοθ, και πήγαινε να κυνηγήσει Ορκ με τους λίγους της ίδιας νοοτροπίας, αν και αυτό δυσαρεστούσε τον Μπράντιρ. But by changing his name he could not change his character, nor forget his old hatred of Morgoth's servants, and go hunting for Orcs with the few of the same mentality, though this displeased Bradir. Γιατί ήλπιζε ότι θα προστατέψει το λαό του περισσότερο με τη σιωπή και τη μυστικότητα. Because he hoped to protect his people more with silence and secrecy.

«Ο Μόρμεγκιλ δεν υπάρχει πια», είπε, «αλλά πρόσεχε μήπως η ανδρεία του Τουράμπαρ φέρει παρόμοια εκδίκηση στο Μπρέθιλ!» "Mormegill no longer exists," he said, "but beware lest Turabar's bravery bring a similar vengeance to Bretille!"

Έτσι ο Τουράμπαρ άφησε το μαύρο σπαθί του και δεν το έπαιρνε πια στη μάχη και κρατούσε πιο πολύ τόξο και λόγχη. So Turabar dropped his black sword and no longer took it in battle and held more bows and spears. Αλλά δεν ανεχόταν να περνούν οι Ορκ από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ούτε να πλησιάζουν στον τύμβο όπου ήταν θαμμένη η Φιντούιλας. But the Orcs did not tolerate passing through Teiglin Passes or approaching the mound where Fiduilas was buried. Χάουδ-εν-Έλλεθ ονομάστηκε, ο Τύμβος της Ξωτικοκόρης, και γρήγορα οι Ορκ έμαθαν να τρέμουν αυτό το μέρος και να το αποφεύγουν. Hood-en-Eleth was named the Elven Tomb, and the Orcs soon learned to tremble and avoid it. Και ο Ντόρλας είπε στον Τουράμπαρ: And Dorlas said to Turabar:

«Απαρνήθηκες το όνομα, αλλά είσαι ακόμη το Μαύρο Σπαθί. "You renounced the name, but you are still the Black Sword. Και οι φήμες λένε πως το Μαύρο Σπαθί ήταν ο γιος του Χούριν του Ντορ-λόμιν, Κύριος του Οίκου του Χάντορ, έτσι είναι;» And the rumors say that the Black Sword was the son of Hurin of Dor-lomin, Lord of the House of Hador, right? "

Και ο Τουράμπαρ απάντησε: And Turabar replied:

«Έτσι έχω ακούσει. "It simply came to our notice then. Αλλά μην το διαδίδεις, σε παρακαλώ, γιατί είσαι φίλος μου». But do not spread it, please, because you are my friend ".