×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, V. Ο Τούριν στο Ντόριαθ (2)

V. Ο Τούριν στο Ντόριαθ (2)

Το πρωί έστησε ενέδρα στον Τούριν, καθώς εκείνος ξεκίνησε νωρίς από το Μένεγκροθ για να επιστρέψει στους βάλτους. Ο Τούριν είχε απομακρυνθεί ελάχιστα, όταν ο Σάερος έτρεξε για να του επιτεθεί από πίσω με τραβηγμένο το σπαθί και ασπίδα στο χέρι. Αλλά ο Τούριν, εξασκημένος από τις ερημιές να είναι πάντα σε επιφυλακή, τον είδε με την άκρη του ματιού του και πηδώντας στο πλάι τράβηξε το σπαθί και στράφηκε προς τον εχθρό του.

“Μόργουεν!” φώναξε, “τώρα ο χλευαστής σου θα πληρώσει για τη χλεύη του!”. Κι έσκισε την ασπίδα του Σάερος στα δύο και μετά άρχισαν να ξιφομαχούν με γρήγορα χτυπήματα. Αλλά ο Τούριν είχε θητεύσει για πολύ σε σκληρό σχολείο και είχε γίνει ευκίνητος όσο και τα Ξωτικά, αλλά και πιο δυνατός. Γρήγορα επικράτησε και, τραυματίζοντας τον Σάερος στο χέρι που κρατούσε το ξίφος, τον είχε στο έλεός του. Τότε πάτησε το ξίφος που είχε πέσει από το χέρι του εχθρού του.

“Σάερος”, είπε, “σε περιμένει μεγάλος δρόμος και τα ρούχα θα σε εμποδίζουν. Πρέπει να αρκεστείς μόνο στα μαλλιά”. Και ξαφνικά τον έριξε κάτω και τον έγδυσε και ο Σάερος αισθάνθηκε τη μεγάλη δύναμη του Τούριν και φοβήθηκε. Αλλά ο Τούριν τον άφησε να σηκωθεί και μετά φώναξε.

“Τρέχα, τρέχα, χλευαστή των γυναικών! Τρέχα! Και αν δεν τρέχεις γρήγορα σαν τα ελάφια, θα σε κεντρίζω από πίσω”.

Κι έβαλε τη μύτη του ξίφους στο γλουτό του Σάερος. Αυτός άρχισε να τρέχει στο δάσος, φωνάζοντας δυνατά “βοήθεια” μέσα στον τρόμο του. Αλλά ο Τούριν ερχόταν πίσω του σαν κυνηγόσκυλο και, όπως κι αν έτρεχε ή έστριβε ο Σάερος, ήταν πάντα πίσω του και τον έσπρωχνε κεντρίζοντάς τον με το ξίφος.

Οι φωνές του Σάερος έφεραν και πολλούς άλλους σε αυτή την καταδίωξη. Ακολουθούσαν, αλλά μόνο οι πιο γρήγοροι κατάφερναν να βρίσκονται κοντά στους δύο δρομείς. Ο Μάμπλουνγκ συγκαταλεγόταν μεταξύ των πρώτων και ήταν προβληματισμένος, γιατί, αν και ο χλευασμός του Σάερος του είχε φανεί απαράδεκτος, "Η κακία που ξυπνά το πρωί είναι η ευθυμία του Μόργκοθ τη νύχτα". Και, επί πλέον, ήταν βαρύ να ντροπιάσει κανείς ένα Ξωτικό με δική του απόφαση χωρίς να κριθεί το θέμα. Κανείς δεν ήξερε τότε ότι ο Σάερος είχε επιτεθεί πρώτος στον Τούριν με σκοπό να τον σκοτώσει.

“Σταμάτα, Τούριν, σταμάτα!” φώναξε, “Αυτά είναι φερσίματα των Ορκ στα δάση!”.

“Τα φερσίματα των Ορκ στα δάση συνέβησαν πριν από λίγο. Τούτα δω είναι τα παιχνίδια των Ορκ”, φώναξε ο Τούριν.

Πριν μιλήσει ο Μάμπλουνγκ, ο Τούριν ήταν έτοιμος να αφήσει τον Σάερος, τώρα όμως με μια κραυγή όρμησε πάλι πίσω του. Και ο Σάερος, βλέποντας απελπισμένος ότι δεν θα τον βοηθούσε κανείς και πιστεύοντας ότι ο θάνατός του πλησίαζε, συνέχισε να τρέχει έντρομος μέχρι που ξαφνικά έφτασε σ' ένα σημείο όπου ένας παραπόταμος του Εσγκάλντουιν κυλούσε στο βάθος ενός χάσματος ανάμεσα σε ψηλούς βράχους. Και η απόσταση ήταν αρκετά μικρή για να την πηδήσει ελάφι. Μέσα στον τρόμο του ο Σάερος προσπάθησε να πηδήσει, αλλά γλίστρησε στην απέναντι όχθη κι έπεσε πίσω με μια κραυγή και τσακίστηκε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο στο νερό. Έτσι τέλειωσε η ζωή του στο Ντόριαθ. Και ο Μάντος θα τον κρατούσε πολύ.

Ο Τούριν κοίταξε κάτω το πτώμα του Σάερος που κειτόταν μέσα στο ποτάμι και σκέφτηκε: “Δυστυχισμένε ανόητε! Εδώ θα τον άφηνα να γυρίσει πίσω στο Μένεγκροθ. Τώρα μου φόρτωσε μια ενοχή που δεν μου αξίζει”. Και γύρισε και κοίταξε σκυθρωπός τον Μάμπλουνγκ και τους συντρόφους του, που πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του στο χείλος του χάσματος. Μετά από μια σιωπή, ο Μάμπλουνγκ είπε βαριά:

“Αλίμονο! Γύρνα τώρα μαζί μας, Τούριν, γιατί ο βασιλιάς πρέπει να κρίνει αυτές τις πράξεις”. Αλλά ο Τούριν είπε:

“Αν ο βασιλιάς ήταν δίκαιος, θα μ' έκρινε αθώο. Μα τούτος εδώ ήταν ένας από τους συμβούλους του. Γιατί ένας δίκαιος βασιλιάς να επιλέξει μια μοχθηρή καρδιά για φίλο του; Αποκηρύσσω το νόμο του και την κρίση του”.

“Τα λόγια σου είναι όλο έπαρση”, του είπε ο Μάμπλουνγκ, αν και τον λυπόταν, “Φέρσου λογικά! Δεν θα γίνεις φυγάς. Σου ζητώ να επιστρέψεις μαζί μου σαν φίλος. Και υπάρχουν κι άλλοι μάρτυρες. Όταν ο βασιλιάς μάθει την αλήθεια, μπορείς να ελπίζεις ότι θα σε συγχωρέσει”.

Αλλά ο Τούριν είχε βαρεθεί τα ανάκτορα των Ξωτικών και φοβόταν μήπως τον κρατήσουν αιχμάλωτο. Και είπε στον Μάμπλουνγκ:

“Αρνούμαι το αίτημά σου. Δεν θα ζητήσω τη συγχώρεση του βασιλιά Θίνγκολ για τίποτα. Και θα πάω εκεί όπου η καταδίκη του δεν θα μπορεί να με βρει. Έχετε μόνο δύο επιλογές: ή να με αφήσετε να φύγω ελεύθερος ή να με σκοτώσετε, αν αυτό θα ταίριαζε με το νόμο σας. Γιατί είστε πολύ λίγοι για να με πιάσετε ζωντανό”.

Από τη φλόγα στα μάτια του είδαν ότι έλεγε αλήθεια και τον άφησαν να περάσει.

“Ένας θάνατος είναι αρκετός”, είπε ο Μάμπλουνγκ.

“Δεν τον θέλησα, αλλά δεν θα θρηνήσω”, είπε ο Τούριν. “Είθε ο Μάντος να τον κρίνει δίκαια. Και αν επιστρέψει ποτέ στη γη των ζωντανών, είθε να είναι πιο συνετός. Έχε γεια! “ “Κι εσύ έχε ελευθερία!” απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Γιατί αυτή είναι η επιθυμία σου. Να σου ευχηθώ να είσαι καλά θα ήταν μάταιο αν ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο. Μια σκιά απλώνεται πάνω σου. Όταν συναντηθούμε ξανά, είθε να μην είναι πιο σκοτεινή”.

Ο Τούριν δεν απάντησε, αλλά τους άφησε κι έφυγε γρήγορα μόνος και κανείς δεν ήξερε πού να πάει.

Λένε πως καθώς ο Τούριν δεν φαινόταν στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ και δεν υπήρχε καμιά είδηση γι' αυτόν, ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήρθε ο ίδιος στο Μένεγκροθ για να τον βρει. Και με βαριά καρδιά άκουσε τα νέα για τις πράξεις του Τούριν και τη φυγή του. Λίγο αργότερα ο Θίνγκολ και η Μέλιαν επέστρεψαν στο ανάκτορό τους, γιατί το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του. Και όταν ο βασιλιάς άκουσε τι είχε συμβεί, είπε:

“Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα και πρέπει να το διαλευκάνω πλήρως. Αν και ο Σάερος, ο σύμβουλός μου, σκοτώθηκε, και ο Τούριν, ο θετός μου γιος, έφυγε, αύριο θα καθίσω στην έδρα της κρίσης και θα τα ερευνήσω όλα πάλι με τη σειρά τους πριν εκφέρω την κρίση μου”.

Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κάθισε στο θρόνο στην αυλή του και γύρω του μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες και οι πρεσβύτεροι του Ντόριαθ. Ακούστηκαν πολλοί μάρτυρες και ο Μάμπλουνγκ μίλησε πιο πολύ και πιο ξεκάθαρα απ' όλους. Και καθώς μιλούσε για το διαπληκτισμό στο τραπέζι, ο βασιλιάς διαισθάνθηκε ότι η καρδιά του Μάμπλουνγκ έκλινε προς τον Τούριν.

“Μιλάς ως φίλος του Τούριν, του γιου του Χούριν;” είπε ο Θίνγκολ.

“Ήμουν φίλος του, αλλά αγαπώ την αλήθεια περισσότερο”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. “Άκουσέ με ως το τέλος, κύριέ μου!” Όταν τα αφηγήθηκε όλα, ακόμη και τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Τούριν, ο Θίνγκολ αναστέναξε. Κοίταξε εκείνους που κάθονταν γύρω του και είπε:

“Αλίμονο! Βλέπω μια σκιά στα πρόσωπά σας. Πώς κατάφερε να εισχωρήσει στο βασίλειό μου; Εδώ υπήρξε κακόβουλη διάθεση. Τον Σάερος τον θεωρούσα πιστό και σοφό, αλλά αν ζούσε, θα αισθανόταν το θυμό μου, γιατί ο χλευασμός του έδειχνε κακία και τον θεωρώ υπεύθυνο για όσα έγιναν μέσα στην αίθουσα. Μέχρι εδώ ο Τούριν έχει τη συγχώρεσή μου. Αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω τις επόμενες πράξεις του, τότε που η οργή θα έπρεπε να κοπάσει. Ο εξευτελισμός του Σάερος και το κυνηγητό μέχρι το θάνατό του ήταν αδικίες μεγαλύτερες από την προσβολή. Δείχνουν μια καρδιά σκληρή και περήφανη”.

Τότε ο Θίνγκολ έμεινε για λίγο σκεφτικός και τελικά μίλησε με θλίψη.

“Ο θετός γιος είναι αγνώμων και άνθρωπος πολύ επηρμένος για τη θέση του. Πώς μπορώ να συνεχίσω να φιλοξενώ κάποιον που περιφρονεί εμένα και τους νόμους μου ή να συγχωρήσω κάποιον που δεν μετανοεί; Η απόφασή μου πρέπει να είναι αυτή: θα εξορίσω τον Τούριν από το Ντόριαθ. Αν επιδιώξει να μπει, θα μεταφερθεί εδώ για να κριθεί ενώπιόν μου. Και αν πρώτα δεν ζητήσει συγχώρεσή μπροστά στα πόδια μου, δεν θα είναι πια γιος μου. Αν υπάρχει κανείς εδώ που να το θεωρεί αυτό άδικο, ας πάρει το λόγο!”.

Τότε σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα και ο Θίνγκολ σήκωσε το χέρι του για να εκφέρει την κρίση του. Αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε βιαστικά ο Μπέλεγκ και φώναξε:

“Κύριέ μου, μπορώ να μιλήσω έστω και τώρα;”

“Έρχεσαι αργά”, είπε ο Θίνγκολ, “Δεν κλήθηκες μαζί με τους άλλους;”

“Όντως κλήθηκα, κύριέ μου”, απάντησε ο Μπέλεγκ, “αλλά καθυστέρησα. Αναζητούσα κάποιον που γνωρίζω. Τώρα φέρνω επιτέλους έναν μάρτυρα που πρέπει να ακουστεί πριν βγει η απόφασή σου”.

“Κλήθηκαν όλοι όσοι είχαν κάτι να πουν”, είπε ο βασιλιάς, “Τι μπορεί να μου πει αυτός που να έχει μεγαλύτερο βάρος από αυτά που άκουσα ήδη;”

“Θα το κρίνεις αφού ακούσεις”, είπε ο Μπέλεγκ, “Κάνε μου αυτήν τη χάρη, αν ποτέ υπήρξα άξιος της χάρης σου”.

“Ας γίνει αυτό που ζητάς”, είπε ο Θίνγκολ. Τότε ο Μπέλεγκ βγήκε έξω και έφερε μέσα από το χέρι την κόρη Νέλλας, που ζούσε στα δάση και δεν πλησίαζε ποτέ στο Μένεγκροθ και φοβόταν τόσο τη μεγάλη αίθουσα με τις αψίδες και την πέτρινη οροφή όσο και τα πολλά μάτια που την παρακολουθούσαν. Και όταν ο Θίνγκολ της είπε να μιλήσει, αυτή είπε: “Κύριε, καθόμουν σ' ένα δέντρο”. Μετά όμως σάστισε από δέος για το βασιλιά και δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο.

Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και είπε:

“Κι άλλοι το έχουν κάνει αυτό, αλλά δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να μου το πουν”.

“Κι άλλοι όντως”, είπε η Νέλλας, παίρνοντας κουράγιο από το χαμόγελό του, “Ακόμη και η Λούθιεν! Και αυτήν σκεφτόμουν εκείνο το πρωί και τον Μπέρεν τον Άνθρωπο”.

Σε αυτό ο Θίνγκολ δεν είπε τίποτα κι έπαψε να χαμογελά, αλλά περίμενε να μιλήσει πάλι η Νέλλας.

“Γιατί ο Τούριν μου θύμιζε τον Μπέρεν”, είπε αυτή τελικά, “Είναι συγγενείς, άκουσα, και μερικοί μπορούν να διακρίνουν αυτήν τη συγγένεια. Εκείνοι που κοιτάζουν με προσοχή”.

Τότε ο Θίνγκολ άρχισε να χάνει την υπομονή του. “Μπορεί”, είπε, “Αλλά ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, έφυγε περιφρονώντας με, κι έτσι δεν θα τον ξαναδείς για να διακρίνεις τη συγγένειά του. Γιατί τώρα θα εκφέρω την κρίση μου”.

“Κύριε και βασιλιά μου!” φώναξε τότε η Νέλλας, “Άκουσέ με και άφησέ με να μιλήσω πρώτα. Καθόμουν σ' ένα δέντρο για να δω τον Τούριν καθώς έφευγε. Και είδα τον Σάερος να βγαίνει από το δάσος με σπαθί και ασπίδα και να ορμά ενάντια στον Τούριν απροειδοποίητα”.

Τότε ακούστηκαν μουρμουρητά στην αίθουσα. Και ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του λέγοντας:

“Φέρνεις στ' αυτιά μου νέα τόσο σοβαρά που μοιάζουν απίθανα. Πρόσεχε καλά όσα λες. Γιατί βρίσκεσαι σε δικαστήριο καταδίκης”.

“Αυτό μου είπε ο Μπέλεγκ”, απάντησε η Νέλλας, “ και μόνο γι' αυτό τόλμησα να έρθω εδώ, για να μην κριθεί άδικα ο Τούριν. Είναι γενναίος αλλά και ευσπλαχνικός. Μονομάχησαν, κύριέ μου, αυτοί οι δύο, μέχρι που ο Τούριν πέταξε από τα χέρια του Σάερος και την ασπίδα και το σπαθί. Αλλά δεν τον σκότωσε. Γι' αυτό δεν πιστεύω ότι ήθελε το θάνατό του. Αν ο Σάερος ντροπιάστηκε, ήταν ντροπή που του άξιζε”.

“Η κρίση είναι δική μου”, είπε ο Θίνγκολ, “Αλλά αυτά που είπες θα την καθορίσουν”. Μετά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στη Νέλλας και τελικά στράφηκε στον Μάμπλουνγκ λέγοντας:

“Μου φαίνεται παράξενο που ο Τούριν δεν σου είπε τίποτα γι' αυτό”.

“Και όμως δεν είπε”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ, “αλλιώς θα το είχα αναφέρει. Και θα του είχα μιλήσει διαφορετικά όταν χωρίζαμε”.

“Και διαφορετική θα είναι και η απόφασή μου τώρα”, είπε ο Θίνγκολ, “Ακούστε με! Όποια ενοχή μπορεί να προσαφθεί στον Τούριν τη συγχωρώ, θεωρώντας ότι ο Σάερος τον αδίκησε και τον προκάλεσε. Και αφού ήταν όντως, όπως είπε ο ίδιος, ένας από τους συμβούλους μου που τον κακομεταχειρίστηκε έτσι, δεν θα ζητήσει αυτήν τη συγχώρεση, αλλά θα του τη στείλω εγώ, όπου κι αν βρίσκεται. Και θα τον καλέσω με τιμές στο ανάκτορό μου”.

Μα όταν ακούστηκε η απόφαση, η Νέλλας έκλαψε ξαφνικά.

“Πού μπορεί να βρίσκεται;” είπε, “Έφυγε από τη χώρα μας και ο κόσμος είναι μεγάλος”.

“Θα τον αναζητήσουμε”, είπε ο Θίνγκολ.

Και σηκώθηκε, ενώ ο Μπέλεγκ πήρε τη Νέλλας και την οδήγησε έξω από το Μένεγκροθ. Και της είπε:

“Μην κλαις. Γιατί, αν ο Τούριν ζει ή περπατά ακόμη σε άλλη χώρα, εγώ θα τον βρω έστω και αν όλοι οι άλλοι αποτύχουν”.

Την επόμενη μέρα ο Μπέλεγκ εμφανίστηκε μπροστά στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και ο βασιλιάς του είπε:

“Συμβούλεψέ με, Μπέλεγκ, γιατί όσα έγιναν με θλίβουν. Δέχτηκα το γιο του Χούριν σαν δικό μου γιο κι έτσι θα παραμείνει, εκτός αν ο ίδιος ο Χούριν επιστρέψει από τις σκιές για να τον διεκδικήσει. Δεν θέλω να πει κανείς ότι ο Τούριν εκδιώχθηκε άδικα στις ερημιές και ευχαρίστως θα τον καλωσόριζα πίσω. Γιατί τον αγαπούσα πολύ”.

“Δώσε μου την άδειά σου, κύριέ μου”, είπε ο Μπέλεγκ, “και για λογαριασμό σου θα επανορθώσω αυτό το κακό, αν μπορώ. Γιατί τέτοια αντρειοσύνη σαν αυτήν που έχει δείξει δεν πρέπει να χαθεί στις ερημιές. Το Ντόριαθ τον χρειάζεται κι αυτή η ανάγκη θα μεγαλώνει. Κι εγώ τον αγαπώ επίσης”.

Τότε ο Θίνγκολ είπε στον Μπέλεγκ:

“Τώρα έχω ελπίδες στην αναζήτηση! Πήγαινε με την καλή μου θέληση και αν τον βρεις, προφύλαξέ τον και καθοδήγησέ τον όπως μπορείς. Μπέλεγκ Κουθάλιον, από καιρό ήσουν ο σημαντικότερος από τους υπερασπιστές του Ντόριαθ και για πολλές πράξεις ανδρείας και σοφίας έχεις κερδίσει τις ευχαριστίες μου. Μεγαλύτερη απ' όλες θα θεωρήσω το να βρεις τον Τούριν. Σε αυτό τον αποχαιρετισμό μας ζήτα όποιο δώρο θέλεις και δεν θα σου το αρνηθώ”.

“Ζητώ τότε ένα σπαθί με αξία”, είπε ο Μπέλεγκ, “Γιατί οι Ορκ έρχονται τώρα σε τάξεις πολύ πυκνές και κοντινές για ένα τόξο μόνο, και το ξίφος που έχω δεν μπορεί να διαπεράσει την πανοπλία τους”.

“Διάλεξε απ' όλα όσα έχω”, είπε ο Θίνγκολ, “εκτός από το Αρανρούθ, το δικό μου”.

Τότε ο Μπέλεγκ διάλεξε το Ανγκλάχελ. Και ήταν αυτό σπαθί μεγάλης φήμης και είχε ονομαστεί έτσι επειδή ήταν φτιαγμένο από σίδηρο που έπεσε από τον ουρανό σαν διάττοντας αστέρας. Έκοβε κάθε γήινο σίδερο και υπήρχε μόνο ένα άλλο όμοιό του στη Μέση γη. Κείνο κει το σπαθί δεν εμφανίζεται σε τούτη την ιστορία, αν και ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο και από τον ίδιο οπλουργό.

Κι αυτός ο οπλουργός ήταν ο Έολ το Σκοτεινό Ξωτικό, που πήρε για γυναίκα την Άραδελ την αδελφή του Τούργκον. Ο Έολ είχε δώσει το Ανγκλάχελ στον Θίνγκολ με μισή καρδιά ως αντίτιμο για να του επιτραπεί να ζήσει στο Ναν Έλμοθ. Όμως το άλλο σπαθί, το Ανγκουίρελ το ταίρι του, το κράτησε, μέχρι που του το έκλεψε ο Μαέγκλιν, ο γιος του.

Όμως καθώς ο Θίνγκολ γύριζε τη λαβή του Ανγκλάχελ προς τον Μπέλεγκ, η Μέλιαν κοίταξε τη λεπίδα. Και είπε:

“Υπάρχει μοχθηρία σ' αυτό το σπαθί. Η καρδιά του οπλουργού ζει ακόμη μέσα του και αυτή η καρδιά ήταν σκοτεινή. Δεν θα αγαπήσει το χέρι που υπηρετεί. Ούτε και θα μείνει μαζί σου για πολύ”.

“Έστω κι έτσι, θα το κρατήσω για όσο θα μπορώ”, είπε ο Μπέλεγκ. Και ευχαριστώντας το βασιλιά πήρε το σπαθί και έφυγε. Μάταια αναζήτησε τον Τούριν σε όλο το Μπελέριαντ περνώντας πολλούς κινδύνους. Και πέρασε εκείνος ο χειμώνας και η άνοιξη μετά απ' αυτόν.


V. Ο Τούριν στο Ντόριαθ (2) V. Turin in Dorianath (2)

Το πρωί έστησε ενέδρα στον Τούριν, καθώς εκείνος ξεκίνησε νωρίς από το Μένεγκροθ για να επιστρέψει στους βάλτους. In the morning he set an ambush on Turin, as he set out early from Menegroth to return to the swamps. Ο Τούριν είχε απομακρυνθεί ελάχιστα, όταν ο Σάερος έτρεξε για να του επιτεθεί από πίσω με τραβηγμένο το σπαθί και ασπίδα στο χέρι. Turin was a short distance away when Saeros ran to attack him from behind with a drawn sword and shield in his hand. Αλλά ο Τούριν, εξασκημένος από τις ερημιές να είναι πάντα σε επιφυλακή, τον είδε με την άκρη του ματιού του και πηδώντας στο πλάι τράβηξε το σπαθί και στράφηκε προς τον εχθρό του. But Turin, trained by the wilderness to be always on the lookout, saw him out of the corner of his eye and jumping to the side drew his sword and turned to his enemy.

“Μόργουεν!” φώναξε, “τώρα ο χλευαστής σου θα πληρώσει για τη χλεύη του!”. Κι έσκισε την ασπίδα του Σάερος στα δύο και μετά άρχισαν να ξιφομαχούν με γρήγορα χτυπήματα. "Morgen!" he shouted, "now your mocker will pay for his mockery!" And he tore the shield of Saeros in two and then they began to fight with quick blows. Αλλά ο Τούριν είχε θητεύσει για πολύ σε σκληρό σχολείο και είχε γίνει ευκίνητος όσο και τα Ξωτικά, αλλά και πιο δυνατός. But Turin had long been in hard school and had become as agile as the Elves, but also stronger. Γρήγορα επικράτησε και, τραυματίζοντας τον Σάερος στο χέρι που κρατούσε το ξίφος, τον είχε στο έλεός του. He quickly prevailed and, injuring Saeros in the hand holding the sword, had him at his mercy. Τότε πάτησε το ξίφος που είχε πέσει από το χέρι του εχθρού του. Then he drew the sword that had fallen from the hand of his enemy.

“Σάερος”, είπε, “σε περιμένει μεγάλος δρόμος και τα ρούχα θα σε εμποδίζουν. "Saeros," he said, "a long road awaits you and the clothes will stop you. Πρέπει να αρκεστείς μόνο στα μαλλιά”. You should be satisfied only with the hair ". Και ξαφνικά τον έριξε κάτω και τον έγδυσε και ο Σάερος αισθάνθηκε τη μεγάλη δύναμη του Τούριν και φοβήθηκε. And suddenly she threw him down and undressed him and Saeros felt the great power of Turin and was frightened. Αλλά ο Τούριν τον άφησε να σηκωθεί και μετά φώναξε. But Turin let him get up and then shouted.

“Τρέχα, τρέχα, χλευαστή των γυναικών! “Run, run, mock the women! Τρέχα! Run! Και αν δεν τρέχεις γρήγορα σαν τα ελάφια, θα σε κεντρίζω από πίσω”. And if you do not run as fast as deer, I will tease you from behind ".

Κι έβαλε τη μύτη του ξίφους στο γλουτό του Σάερος. And he put the tip of his sword into Saeros' buttocks. Αυτός άρχισε να τρέχει στο δάσος, φωνάζοντας δυνατά “βοήθεια” μέσα στον τρόμο του. He started running in the woods, shouting loudly "help" in his terror. Αλλά ο Τούριν ερχόταν πίσω του σαν κυνηγόσκυλο και, όπως κι αν έτρεχε ή έστριβε ο Σάερος, ήταν πάντα πίσω του και τον έσπρωχνε κεντρίζοντάς τον με το ξίφος. But Turin came after him like a hound and, no matter how much Saeros ran or twisted, he was always behind him and pushed him, teasing him with his sword.

Οι φωνές του Σάερος έφεραν και πολλούς άλλους σε αυτή την καταδίωξη. Saeros' voices brought many others to this persecution. Ακολουθούσαν, αλλά μόνο οι πιο γρήγοροι κατάφερναν να βρίσκονται κοντά στους δύο δρομείς. They followed, but only the fastest managed to be close to the two runners. Ο Μάμπλουνγκ συγκαταλεγόταν μεταξύ των πρώτων και ήταν προβληματισμένος, γιατί, αν και ο χλευασμός του Σάερος του είχε φανεί απαράδεκτος, "Η κακία που ξυπνά το πρωί είναι η ευθυμία του Μόργκοθ τη νύχτα". Mablung was one of the first and was troubled, because, although Saeros' mockery had seemed unacceptable to him, "The evil that awakens in the morning is Morgoth's joy at night." Και, επί πλέον, ήταν βαρύ να ντροπιάσει κανείς ένα Ξωτικό με δική του απόφαση χωρίς να κριθεί το θέμα. And, in addition, it was hard to embarrass an Elf with his own decision without judging the issue. Κανείς δεν ήξερε τότε ότι ο Σάερος είχε επιτεθεί πρώτος στον Τούριν με σκοπό να τον σκοτώσει. No one knew then that Saeros had been the first to attack Turin in order to kill him.

“Σταμάτα, Τούριν, σταμάτα!” φώναξε, “Αυτά είναι φερσίματα των Ορκ στα δάση!”. "Stop, Turin, stop!" he shouted, "These are the orcs in the woods!"

“Τα φερσίματα των Ορκ στα δάση συνέβησαν πριν από λίγο. "The orcs' landings in the woods happened a while ago. Τούτα δω είναι τα παιχνίδια των Ορκ”, φώναξε ο Τούριν. "These are the Orc games," Turin shouted.

Πριν μιλήσει ο Μάμπλουνγκ, ο Τούριν ήταν έτοιμος να αφήσει τον Σάερος, τώρα όμως με μια κραυγή όρμησε πάλι πίσω του. Before Mablung spoke, Turin was ready to leave Saeros, but now with a cry he rushed behind him again. Και ο Σάερος, βλέποντας απελπισμένος ότι δεν θα τον βοηθούσε κανείς και πιστεύοντας ότι ο θάνατός του πλησίαζε, συνέχισε να τρέχει έντρομος μέχρι που ξαφνικά έφτασε σ' ένα σημείο όπου ένας παραπόταμος του Εσγκάλντουιν κυλούσε στο βάθος ενός χάσματος ανάμεσα σε ψηλούς βράχους. And Saeros, seeing in despair that no one would help him and believing that his death was imminent, continued to run in fear until he suddenly reached a point where a tributary of the Esgaldwin flowed into the depths of a gap between high cliffs. Και η απόσταση ήταν αρκετά μικρή για να την πηδήσει ελάφι. And the distance was short enough for a deer to jump on it. Μέσα στον τρόμο του ο Σάερος προσπάθησε να πηδήσει, αλλά γλίστρησε στην απέναντι όχθη κι έπεσε πίσω με μια κραυγή και τσακίστηκε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο στο νερό. In his terror, Saeros tried to jump, but slipped on the opposite bank and fell back with a scream and crashed into a large rock in the water. Έτσι τέλειωσε η ζωή του στο Ντόριαθ. Thus ended his life in Doriath. Και ο Μάντος θα τον κρατούσε πολύ. And Mantos would hold him for a long time.

Ο Τούριν κοίταξε κάτω το πτώμα του Σάερος που κειτόταν μέσα στο ποτάμι και σκέφτηκε: “Δυστυχισμένε ανόητε! Turin looked down at Saeros' corpse lying in the river and thought, "Unhappy fool!" Εδώ θα τον άφηνα να γυρίσει πίσω στο Μένεγκροθ. Here I would let him go back to Menegroth. Τώρα μου φόρτωσε μια ενοχή που δεν μου αξίζει”. "Now he has loaded me with guilt that I do not deserve." Και γύρισε και κοίταξε σκυθρωπός τον Μάμπλουνγκ και τους συντρόφους του, που πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του στο χείλος του χάσματος. And he turned and glared at Mablung and his companions, who approached and stood beside him at the edge of the gap. Μετά από μια σιωπή, ο Μάμπλουνγκ είπε βαριά: After a silence, Mablung said gravely:

“Αλίμονο! "Alas! Γύρνα τώρα μαζί μας, Τούριν, γιατί ο βασιλιάς πρέπει να κρίνει αυτές τις πράξεις”. Come back with us now, Turin, for the king must judge these deeds. " Αλλά ο Τούριν είπε: But Turin said:

“Αν ο βασιλιάς ήταν δίκαιος, θα μ' έκρινε αθώο. "If the king was righteous, he would have acquitted me. Μα τούτος εδώ ήταν ένας από τους συμβούλους του. But this one was one of his advisers. Γιατί ένας δίκαιος βασιλιάς να επιλέξει μια μοχθηρή καρδιά για φίλο του; Αποκηρύσσω το νόμο του και την κρίση του”. Why should a just king choose a wicked heart for his friend? I renounce his law and his judgment ".

“Τα λόγια σου είναι όλο έπαρση”, του είπε ο Μάμπλουνγκ, αν και τον λυπόταν, “Φέρσου λογικά! "Your words are all arrogance," Mablung told him, though he felt sorry for him. Δεν θα γίνεις φυγάς. You will not run away. Σου ζητώ να επιστρέψεις μαζί μου σαν φίλος. I ask you to return with me as a friend. Και υπάρχουν κι άλλοι μάρτυρες. And there are other witnesses. Όταν ο βασιλιάς μάθει την αλήθεια, μπορείς να ελπίζεις ότι θα σε συγχωρέσει”. "When the king learns the truth, you can hope that he will forgive you."

Αλλά ο Τούριν είχε βαρεθεί τα ανάκτορα των Ξωτικών και φοβόταν μήπως τον κρατήσουν αιχμάλωτο. But Turin was tired of the Elven palaces and was afraid of being held captive. Και είπε στον Μάμπλουνγκ: And he said to Mablung:

“Αρνούμαι το αίτημά σου. "I refuse your request. Δεν θα ζητήσω τη συγχώρεση του βασιλιά Θίνγκολ για τίποτα. I will not ask King Thingol for forgiveness for anything. Και θα πάω εκεί όπου η καταδίκη του δεν θα μπορεί να με βρει. And I will go where his sentence will not find me. Έχετε μόνο δύο επιλογές: ή να με αφήσετε να φύγω ελεύθερος ή να με σκοτώσετε, αν αυτό θα ταίριαζε με το νόμο σας. You have only two choices: either let me go free or kill me, if that would be in line with your law. Γιατί είστε πολύ λίγοι για να με πιάσετε ζωντανό”. "Because you are too few to catch me alive."

Από τη φλόγα στα μάτια του είδαν ότι έλεγε αλήθεια και τον άφησαν να περάσει. From the flame in his eyes they saw that he was telling the truth and let him pass.

“Ένας θάνατος είναι αρκετός”, είπε ο Μάμπλουνγκ. "One death is enough," Mablung said.

“Δεν τον θέλησα, αλλά δεν θα θρηνήσω”, είπε ο Τούριν. "I did not want him, but I will not mourn," said Turin. “Είθε ο Μάντος να τον κρίνει δίκαια. "May Mantos judge him fairly. Και αν επιστρέψει ποτέ στη γη των ζωντανών, είθε να είναι πιο συνετός. And if he ever returns to the land of the living, may he be wiser. Έχε γεια! Farewell! “ “Κι εσύ έχε ελευθερία!” απάντησε ο Μάμπλουνγκ. "And you have freedom!" Mablung replied. “Γιατί αυτή είναι η επιθυμία σου. "Because that is your wish. Να σου ευχηθώ να είσαι καλά θα ήταν μάταιο αν ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο. I wish you well you would be in vain if you follow this path. Μια σκιά απλώνεται πάνω σου. A shadow spreads over you. Όταν συναντηθούμε ξανά, είθε να μην είναι πιο σκοτεινή”. "When we meet again, may it not be darker."

Ο Τούριν δεν απάντησε, αλλά τους άφησε κι έφυγε γρήγορα μόνος και κανείς δεν ήξερε πού να πάει. Turin did not answer, but left them and left quickly alone and no one knew where to go.

Λένε πως καθώς ο Τούριν δεν φαινόταν στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ και δεν υπήρχε καμιά είδηση γι' αυτόν, ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήρθε ο ίδιος στο Μένεγκροθ για να τον βρει. It is said that since Turin was not seen on the northern border of Doriath and there was no news of him, Beleg the Sagittarius himself came to Menegroth to find him. Και με βαριά καρδιά άκουσε τα νέα για τις πράξεις του Τούριν και τη φυγή του. And with a heavy heart he heard the news of Turin's actions and his departure. Λίγο αργότερα ο Θίνγκολ και η Μέλιαν επέστρεψαν στο ανάκτορό τους, γιατί το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του. A little later, Thingol and Melian returned to their palace, because summer was coming to an end. Και όταν ο βασιλιάς άκουσε τι είχε συμβεί, είπε: And when the king heard what was done, he said:

“Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα και πρέπει να το διαλευκάνω πλήρως. "This is a serious matter and I must fully clarify it. Αν και ο Σάερος, ο σύμβουλός μου, σκοτώθηκε, και ο Τούριν, ο θετός μου γιος, έφυγε, αύριο θα καθίσω στην έδρα της κρίσης και θα τα ερευνήσω όλα πάλι με τη σειρά τους πριν εκφέρω την κρίση μου”. "Although Saeros, my advisor, was killed, and Turin, my stepson, is gone, tomorrow I will sit in the crisis headquarters and investigate everything in turn before I make my judgment."

Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κάθισε στο θρόνο στην αυλή του και γύρω του μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες και οι πρεσβύτεροι του Ντόριαθ. The next day the king sat on the throne in his court and all the rulers and elders of Doriath gathered around him. Ακούστηκαν πολλοί μάρτυρες και ο Μάμπλουνγκ μίλησε πιο πολύ και πιο ξεκάθαρα απ' όλους. Many witnesses were heard and Mablung spoke louder and clearer than anyone else. Και καθώς μιλούσε για το διαπληκτισμό στο τραπέζι, ο βασιλιάς διαισθάνθηκε ότι η καρδιά του Μάμπλουνγκ έκλινε προς τον Τούριν. And as he talked about the quarrel at the table, the king felt that Mablung's heart leaned toward Turin.

“Μιλάς ως φίλος του Τούριν, του γιου του Χούριν;” είπε ο Θίνγκολ. "Are you talking about a friend of Turin, Hurin's son?" said Thingol.

“Ήμουν φίλος του, αλλά αγαπώ την αλήθεια περισσότερο”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ. "I was his friend, but I love the truth more," Mablung replied. “Άκουσέ με ως το τέλος, κύριέ μου!” Όταν τα αφηγήθηκε όλα, ακόμη και τα αποχαιρετιστήρια λόγια του Τούριν, ο Θίνγκολ αναστέναξε. "Listen to me to the end, my lord!" When he recounted everything, even Turin's farewell words, Thingol sighed. Κοίταξε εκείνους που κάθονταν γύρω του και είπε: He looked at those sitting around him and said:

“Αλίμονο! "Alas! Βλέπω μια σκιά στα πρόσωπά σας. I see a shadow on your faces. Πώς κατάφερε να εισχωρήσει στο βασίλειό μου; Εδώ υπήρξε κακόβουλη διάθεση. How did he manage to enter my kingdom? There was a malicious mood here. Τον Σάερος τον θεωρούσα πιστό και σοφό, αλλά αν ζούσε, θα αισθανόταν το θυμό μου, γιατί ο χλευασμός του έδειχνε κακία και τον θεωρώ υπεύθυνο για όσα έγιναν μέσα στην αίθουσα. I considered Saeros faithful and wise, but if he lived, he would feel my anger, because his mockery showed evil and I consider him responsible for what happened in the room. Μέχρι εδώ ο Τούριν έχει τη συγχώρεσή μου. So far Turin has my forgiveness. Αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω τις επόμενες πράξεις του, τότε που η οργή θα έπρεπε να κοπάσει. But I can not overlook his subsequent actions, when the rage should have stopped. Ο εξευτελισμός του Σάερος και το κυνηγητό μέχρι το θάνατό του ήταν αδικίες μεγαλύτερες από την προσβολή. Saeros' humiliation and the persecution until his death were greater injustices than the insult. Δείχνουν μια καρδιά σκληρή και περήφανη”. They show a hard and proud heart ".

Τότε ο Θίνγκολ έμεινε για λίγο σκεφτικός και τελικά μίλησε με θλίψη. Then Thingol remained pensive for a while and finally spoke with sadness.

“Ο θετός γιος είναι αγνώμων και άνθρωπος πολύ επηρμένος για τη θέση του. "The adopted son is ignorant and a man very influential for his position. Πώς μπορώ να συνεχίσω να φιλοξενώ κάποιον που περιφρονεί εμένα και τους νόμους μου ή να συγχωρήσω κάποιον που δεν μετανοεί; Η απόφασή μου πρέπει να είναι αυτή: θα εξορίσω τον Τούριν από το Ντόριαθ. How can I continue to host someone who despises me and my laws or forgive someone who does not repent? My decision must be this: I will exile Turin from Doriath. Αν επιδιώξει να μπει, θα μεταφερθεί εδώ για να κριθεί ενώπιόν μου. If he seeks to enter, he will be transferred here to be judged before me. Και αν πρώτα δεν ζητήσει συγχώρεσή μπροστά στα πόδια μου, δεν θα είναι πια γιος μου. And if he does not first ask forgiveness at my feet, he will no longer be my son. Αν υπάρχει κανείς εδώ που να το θεωρεί αυτό άδικο, ας πάρει το λόγο!”. If there is anyone here who considers this unfair, let him speak! ”

Τότε σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα και ο Θίνγκολ σήκωσε το χέρι του για να εκφέρει την κρίση του. Then silence spread in the room and Thingol raised his hand to express his judgment. Αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε βιαστικά ο Μπέλεγκ και φώναξε: But at that moment, Beleg hurried in and shouted:

“Κύριέ μου, μπορώ να μιλήσω έστω και τώρα;” "Sir, can I speak even now?"

“Έρχεσαι αργά”, είπε ο Θίνγκολ, “Δεν κλήθηκες μαζί με τους άλλους;” "Are you coming late," said Thingol, "were you not called with the others?"

“Όντως κλήθηκα, κύριέ μου”, απάντησε ο Μπέλεγκ, “αλλά καθυστέρησα. "I was indeed summoned, my lord," replied Beleg, "but I was late. Αναζητούσα κάποιον που γνωρίζω. I was looking for someone I knew. Τώρα φέρνω επιτέλους έναν μάρτυρα που πρέπει να ακουστεί πριν βγει η απόφασή σου”. "Now I finally bring a witness who must be heard before your decision is made."

“Κλήθηκαν όλοι όσοι είχαν κάτι να πουν”, είπε ο βασιλιάς, “Τι μπορεί να μου πει αυτός που να έχει μεγαλύτερο βάρος από αυτά που άκουσα ήδη;” "All those who had something to say were called," said the king.

“Θα το κρίνεις αφού ακούσεις”, είπε ο Μπέλεγκ, “Κάνε μου αυτήν τη χάρη, αν ποτέ υπήρξα άξιος της χάρης σου”. "You will judge after hearing," said Beleg, "Do me this favor, if I have ever been worthy of your grace."

“Ας γίνει αυτό που ζητάς”, είπε ο Θίνγκολ. "Let what you ask for be done," Tingol said. Τότε ο Μπέλεγκ βγήκε έξω και έφερε μέσα από το χέρι την κόρη Νέλλας, που ζούσε στα δάση και δεν πλησίαζε ποτέ στο Μένεγκροθ και φοβόταν τόσο τη μεγάλη αίθουσα με τις αψίδες και την πέτρινη οροφή όσο και τα πολλά μάτια που την παρακολουθούσαν. Then Beleg came out and brought through his hand his daughter Nella, who lived in the woods and never approached Menegroth and was afraid of both the large room with the arches and the stone roof and the many eyes that watched her. Και όταν ο Θίνγκολ της είπε να μιλήσει, αυτή είπε: And when Thingol told her to speak, she said: “Κύριε, καθόμουν σ' ένα δέντρο”. "Sir, I was sitting in a tree." Μετά όμως σάστισε από δέος για το βασιλιά και δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο. But then he was in awe of the king and could not say anything else.

Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και είπε: Then the king smiled and said:

“Κι άλλοι το έχουν κάνει αυτό, αλλά δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να μου το πουν”. "Others have done that, but they did not feel the need to tell me."

“Κι άλλοι όντως”, είπε η Νέλλας, παίρνοντας κουράγιο από το χαμόγελό του, “Ακόμη και η Λούθιεν! "And others indeed," said Nella, taking courage from his smile, "Even Luthien! Και αυτήν σκεφτόμουν εκείνο το πρωί και τον Μπέρεν τον Άνθρωπο”. "And I was thinking of her that morning and Beren the Man."

Σε αυτό ο Θίνγκολ δεν είπε τίποτα κι έπαψε να χαμογελά, αλλά περίμενε να μιλήσει πάλι η Νέλλας. Thingol said nothing to this and stopped smiling, but waited for Nella to speak again.

“Γιατί ο Τούριν μου θύμιζε τον Μπέρεν”, είπε αυτή τελικά, “Είναι συγγενείς, άκουσα, και μερικοί μπορούν να διακρίνουν αυτήν τη συγγένεια. "Because Turin reminded me of Beren," she finally said. Εκείνοι που κοιτάζουν με προσοχή”. "Those who look carefully."

Τότε ο Θίνγκολ άρχισε να χάνει την υπομονή του. Then Tingol began to lose his temper. “Μπορεί”, είπε, “Αλλά ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, έφυγε περιφρονώντας με, κι έτσι δεν θα τον ξαναδείς για να διακρίνεις τη συγγένειά του. "Maybe," he said, "but Turin, Hurin's son, left despising me, so you will never see him again to discern his kinship." Γιατί τώρα θα εκφέρω την κρίση μου”. Because now I will express my judgment ".

“Κύριε και βασιλιά μου!” φώναξε τότε η Νέλλας, “Άκουσέ με και άφησέ με να μιλήσω πρώτα. "My lord and king!" Nella shouted then, “Listen to me and let me speak first. Καθόμουν σ' ένα δέντρο για να δω τον Τούριν καθώς έφευγε. I was sitting in a tree to watch Turin leave. Και είδα τον Σάερος να βγαίνει από το δάσος με σπαθί και ασπίδα και να ορμά ενάντια στον Τούριν απροειδοποίητα”. "And I saw Saeros come out of the forest with a sword and a shield and rush against Turin without warning."

Τότε ακούστηκαν μουρμουρητά στην αίθουσα. Then murmurs were heard in the room. Και ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του λέγοντας: And the king lifted up his hand, and said,

“Φέρνεις στ' αυτιά μου νέα τόσο σοβαρά που μοιάζουν απίθανα. "You bring to my ears news so serious that it seems unbelievable. Πρόσεχε καλά όσα λες. Pay close attention to what you say. Γιατί βρίσκεσαι σε δικαστήριο καταδίκης”. "Because you are in a court of conviction."

“Αυτό μου είπε ο Μπέλεγκ”, απάντησε η Νέλλας, “ και μόνο γι' αυτό τόλμησα να έρθω εδώ, για να μην κριθεί άδικα ο Τούριν. "That's what Beleg told me," Nellas replied, "and that's why I dared to come here, so that Turin would not be judged unfairly." Είναι γενναίος αλλά και ευσπλαχνικός. He is brave but also compassionate. Μονομάχησαν, κύριέ μου, αυτοί οι δύο, μέχρι που ο Τούριν πέταξε από τα χέρια του Σάερος και την ασπίδα και το σπαθί. They fought, my lord, until Turin threw both his shield and his shield and sword. Αλλά δεν τον σκότωσε. But she did not kill him. Γι' αυτό δεν πιστεύω ότι ήθελε το θάνατό του. That's why I do not think he wanted to die. Αν ο Σάερος ντροπιάστηκε, ήταν ντροπή που του άξιζε”. "If Saeros was ashamed, it was a shame he deserved."

“Η κρίση είναι δική μου”, είπε ο Θίνγκολ, “Αλλά αυτά που είπες θα την καθορίσουν”. "The crisis is mine," Thingol said. "But what you have said will determine it." Μετά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στη Νέλλας και τελικά στράφηκε στον Μάμπλουνγκ λέγοντας: He then asked detailed questions to Nella and finally turned to Mablung saying:

“Μου φαίνεται παράξενο που ο Τούριν δεν σου είπε τίποτα γι' αυτό”. "It seems strange to me that Turin did not tell you anything about it."

“Και όμως δεν είπε”, απάντησε ο Μάμπλουνγκ, “αλλιώς θα το είχα αναφέρει. "But he did not say," Mablung replied, "otherwise I would have mentioned it. Και θα του είχα μιλήσει διαφορετικά όταν χωρίζαμε”. "And I would have spoken to him differently when we broke up."

“Και διαφορετική θα είναι και η απόφασή μου τώρα”, είπε ο Θίνγκολ, “Ακούστε με! "And my decision now will be different," said Thingol, "Listen to me!" Όποια ενοχή μπορεί να προσαφθεί στον Τούριν τη συγχωρώ, θεωρώντας ότι ο Σάερος τον αδίκησε και τον προκάλεσε. I apologize to Turin for any guilt he may have, considering that Saeros wronged him and provoked him. Και αφού ήταν όντως, όπως είπε ο ίδιος, ένας από τους συμβούλους μου που τον κακομεταχειρίστηκε έτσι, δεν θα ζητήσει αυτήν τη συγχώρεση, αλλά θα του τη στείλω εγώ, όπου κι αν βρίσκεται. And since he was indeed, as he said, one of my advisers who mistreated him in this way, he will not ask for this forgiveness, but I will send it to him, wherever he is. Και θα τον καλέσω με τιμές στο ανάκτορό μου”. And I will invite him with honors to my palace ".

Μα όταν ακούστηκε η απόφαση, η Νέλλας έκλαψε ξαφνικά. But when the decision was heard, Nella suddenly cried.

“Πού μπορεί να βρίσκεται;” είπε, “Έφυγε από τη χώρα μας και ο κόσμος είναι μεγάλος”. "Where can he be?" he said, "He left our country and the world is big."

“Θα τον αναζητήσουμε”, είπε ο Θίνγκολ. "We will look for him," Tingol said.

Και σηκώθηκε, ενώ ο Μπέλεγκ πήρε τη Νέλλας και την οδήγησε έξω από το Μένεγκροθ. And he got up, while Beleg took Nella and led her out of Menegroth. Και της είπε: And he told her:

“Μην κλαις. "Do not Cry. Γιατί, αν ο Τούριν ζει ή περπατά ακόμη σε άλλη χώρα, εγώ θα τον βρω έστω και αν όλοι οι άλλοι αποτύχουν”. "Because if Turin still lives or walks in another country, I will find him even if everyone else fails."

Την επόμενη μέρα ο Μπέλεγκ εμφανίστηκε μπροστά στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και ο βασιλιάς του είπε: The next day Beleg appeared before Thingol and Melian and the king told him:

“Συμβούλεψέ με, Μπέλεγκ, γιατί όσα έγιναν με θλίβουν. "Advise me, Beleg, because what happened saddens me. Δέχτηκα το γιο του Χούριν σαν δικό μου γιο κι έτσι θα παραμείνει, εκτός αν ο ίδιος ο Χούριν επιστρέψει από τις σκιές για να τον διεκδικήσει. I accepted Hurin's son as my own son and he will remain so, unless Hurin himself returns from the shadows to claim him. Δεν θέλω να πει κανείς ότι ο Τούριν εκδιώχθηκε άδικα στις ερημιές και ευχαρίστως θα τον καλωσόριζα πίσω. I do not want to say that Turin was unjustly expelled from the wilderness and I would gladly welcome him back. Γιατί τον αγαπούσα πολύ”. Because I loved him very much ".

“Δώσε μου την άδειά σου, κύριέ μου”, είπε ο Μπέλεγκ, “και για λογαριασμό σου θα επανορθώσω αυτό το κακό, αν μπορώ. "Give me your leave, my lord," said Beleg, "and on your behalf I will make amends for this evil, if I may." Γιατί τέτοια αντρειοσύνη σαν αυτήν που έχει δείξει δεν πρέπει να χαθεί στις ερημιές. Because such bravery as the one he has shown should not be lost in the wilderness. Το Ντόριαθ τον χρειάζεται κι αυτή η ανάγκη θα μεγαλώνει. Doriath needs him and this need will grow. Κι εγώ τον αγαπώ επίσης”. I love him too ".

Τότε ο Θίνγκολ είπε στον Μπέλεγκ: Then Tingol said to Beleg:

“Τώρα έχω ελπίδες στην αναζήτηση! "Now I have hopes in the search! Πήγαινε με την καλή μου θέληση και αν τον βρεις, προφύλαξέ τον και καθοδήγησέ τον όπως μπορείς. Go with my good will and if you find him, protect him and guide him as you can. Μπέλεγκ Κουθάλιον, από καιρό ήσουν ο σημαντικότερος από τους υπερασπιστές του Ντόριαθ και για πολλές πράξεις ανδρείας και σοφίας έχεις κερδίσει τις ευχαριστίες μου. Beleg Kouthalion, you have long been the most important of Doriath's defenders and for many acts of bravery and wisdom you have won my thanks. Μεγαλύτερη απ' όλες θα θεωρήσω το να βρεις τον Τούριν. I will consider finding Turin to be the greatest of all. Σε αυτό τον αποχαιρετισμό μας ζήτα όποιο δώρο θέλεις και δεν θα σου το αρνηθώ”. In this farewell, ask us for any gift you want and I will not deny it to you ".

“Ζητώ τότε ένα σπαθί με αξία”, είπε ο Μπέλεγκ, “Γιατί οι Ορκ έρχονται τώρα σε τάξεις πολύ πυκνές και κοντινές για ένα τόξο μόνο, και το ξίφος που έχω δεν μπορεί να διαπεράσει την πανοπλία τους”. "Then I ask for a sword of value," said Beleg, "because the Orcs now come in ranks too dense and close to a single bow, and the sword I have cannot penetrate their armor."

“Διάλεξε απ' όλα όσα έχω”, είπε ο Θίνγκολ, “εκτός από το Αρανρούθ, το δικό μου”. "Choose from everything I have," said Thingol, "except Aranruth, mine."

Τότε ο Μπέλεγκ διάλεξε το Ανγκλάχελ. Then Beleg chose Anglahel. Και ήταν αυτό σπαθί μεγάλης φήμης και είχε ονομαστεί έτσι επειδή ήταν φτιαγμένο από σίδηρο που έπεσε από τον ουρανό σαν διάττοντας αστέρας. And it was this sword of great fame and it was so named because it was made of iron that fell from the sky like a shooting star. Έκοβε κάθε γήινο σίδερο και υπήρχε μόνο ένα άλλο όμοιό του στη Μέση γη. He cut every earthly iron and there was only one like it in Middle Earth. Κείνο κει το σπαθί δεν εμφανίζεται σε τούτη την ιστορία, αν και ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο και από τον ίδιο οπλουργό. That sword does not appear in this story, although it was made of the same metal and by the same gunsmith.

Κι αυτός ο οπλουργός ήταν ο Έολ το Σκοτεινό Ξωτικό, που πήρε για γυναίκα την Άραδελ την αδελφή του Τούργκον. And this gunsmith was Eol the Dark Elf, who married Aradel, Turgon's sister. Ο Έολ είχε δώσει το Ανγκλάχελ στον Θίνγκολ με μισή καρδιά ως αντίτιμο για να του επιτραπεί να ζήσει στο Ναν Έλμοθ. Aeol had given Anglahel to Tingol half-heartedly in exchange for being allowed to live in Nan Elmoth. Όμως το άλλο σπαθί, το Ανγκουίρελ το ταίρι του, το κράτησε, μέχρι που του το έκλεψε ο Μαέγκλιν, ο γιος του. But the other sword, his partner Anguirel, held it until it was stolen by his son Maeglin.

Όμως καθώς ο Θίνγκολ γύριζε τη λαβή του Ανγκλάχελ προς τον Μπέλεγκ, η Μέλιαν κοίταξε τη λεπίδα. But as Thingol turned Anglahel's grip on Beleg, Melian looked at the blade. Και είπε: And he said:

“Υπάρχει μοχθηρία σ' αυτό το σπαθί. "There is malice in this sword. Η καρδιά του οπλουργού ζει ακόμη μέσα του και αυτή η καρδιά ήταν σκοτεινή. The gunsmith's heart still lives inside him and that heart was dark. Δεν θα αγαπήσει το χέρι που υπηρετεί. He will not love the hand that serves. Ούτε και θα μείνει μαζί σου για πολύ”. He will not stay with you for long either ".

“Έστω κι έτσι, θα το κρατήσω για όσο θα μπορώ”, είπε ο Μπέλεγκ. "Even so, I will keep it for as long as I can," Beleg said. Και ευχαριστώντας το βασιλιά πήρε το σπαθί και έφυγε. And thanking the king he took the sword and left. Μάταια αναζήτησε τον Τούριν σε όλο το Μπελέριαντ περνώντας πολλούς κινδύνους. In vain he sought Turin all over Beleriad, passing through many dangers. Και πέρασε εκείνος ο χειμώνας και η άνοιξη μετά απ' αυτόν. And that winter and spring passed after him.