×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Tolkien - Τα Παιδιά του Χούριν, IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (3)

IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (3)

Έτσι ο Τούριν ετοιμάστηκε για το ταξίδι του και αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε κρυφά με τους δυο συντρόφους του. Αλλά όταν αυτοί είπαν στον Τούριν να γυρίσει και να κοιτάξει το σπίτι του πατέρα του για τελευταία φορά, η αγωνία του αποχωρισμού τον χτύπησε σαν ξίφος και φώναξε:

“Μόργουεν, Μόργουεν, πότε θα σε ξαναδώ;”

Και η Μόργουεν που στεκόταν στο κατώφλι άκουσε την ηχώ της κραυγής του από τους δασωμένους λόφους και έσφιξε την πόρτα τόσο δυνατά που σκίστηκαν τα δάχτυλά της. Αυτή ήταν η πρώτη από τις οδύνες του Τούριν.

Στην αρχή της χρονιάς μετά την αναχώρηση του Τούριν η Μόργουεν γέννησε και ονόμασε την κόρη της Νίενορ, που σημαίνει Πένθος. Αλλά ο Τούριν ήταν ήδη μακριά όταν γεννήθηκε η αδελφή του. Μακρύς και δύσκολος ήταν ο δρόμος του, γιατί η δύναμη του Μόργκοθ έφτανε παντού. Αλλά είχε για οδηγούς τον Γκέθρον και τον Γκρίθνιρ, που ήταν νέοι την εποχή του Χάντορ, και, παρόλο που τώρα είχαν γεράσει, ήταν γενναίοι άντρες και γνώριζαν καλά την περιοχή γιατί παλιότερα ταξίδευαν συχνά στο Μπελέριαντ. Έτσι, χάρη στη μοίρα και το θάρρος τους, πέρασαν τα Σκιερά Βουνά και κατεβαίνοντας στην Κοιλάδα του Σίριον μπήκαν στο Δάσος του Μπρέθιλ. Και, επιτέλους, εξουθενωμένοι και καταβεβλημένοι, έφτασαν στα σύνορα του Ντόριαθ. Εκεί όμως σάστισαν και παγιδεύτηκαν μέσα στους λαβύρινθους της βασίλισσας και περιπλανιούνταν χαμένοι ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να βρίσκουν πουθενά μονοπάτια, μέχρι που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα. Εκεί πλησίασαν στο θάνατο, γιατί ο χειμώνας ήρθε παγερός από το Βορρά. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολη η μοίρα του Τούριν. Καθώς κείτονταν εκεί απελπισμένοι, άκουσαν ένα κέρας. Ο Μπέλεγκ ο Τοξότης κυνηγούσε σ' εκείνη την περιοχή, τριγυρνώντας πάντα κοντά στα σύνορα του Ντόριαθ, και ήταν ο μεγαλύτερος τοξότης της εποχής εκείνης. Άκουσε τις φωνές τους και τους βρήκε και, όταν τους έδωσε να φάνε και να πιουν, έμαθε τα ονόματά τους και από πού έρχονται και τον πλημμύρισε οίκτος και απορία. Και κοίταξε τον Τούριν με συμπάθεια, γιατί είχε την ομορφιά της μητέρας του και τα μάτια του πατέρα του και ήταν γεροδεμένος και δυνατός.

“Τι δώρο θα δώσεις στο βασιλιά Θίνγκολ;” είπε ο Μπέλεγκ στο παιδί.

“Θα είμαι ένας από τους ιππότες του για να πολεμήσω τον Μόργκοθ και να εκδικηθώ τον πατέρα μου”, είπε ο Τούριν.

“Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει όταν πληθύνουν τα χρόνια σου”, είπε ο Μπέλεγκ. “Γιατί, αν και είσαι μικρός, έχεις τα προσόντα να γίνεις γενναίος άντρας, άξιος γιος του Χούριν του Σταθερού, αν αυτό είναι εφικτό”.

Γιατί σε όλες τις χώρες των Ξωτικών τιμούσαν το όνομα του Χούριν. Έτσι ευχαρίστως ο Μπέλεγκ έγινε οδηγός των περιπλανώμενων και τους οδήγησε σ' ένα κυνηγετικό σπίτι όπου ζούσε εκείνο το διάστημα μαζί με άλλους κυνηγούς κι εκεί τους φιλοξένησαν όσο ένας αγγελιαφόρος πήγαινε στο Μένεγκροθ. Και όταν ήρθε η απάντηση ότι ο Θίνγκολ και η Μέλιαν θα δεχτούν το γιο του Χούριν και τους φρουρούς του, ο Μπέλεγκ τους οδήγησε από δρόμους μυστικούς στο Κρυμμένο Βασίλειο.

Έτσι ο Τούριν έφτασε στη μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Εσγκάλντουιν και πέρασε τις πύλες μπαίνοντας στα ανάκτορα του Θίνγκολ. Και σαν παιδί κοίταζε τα θαύματα του Μένεγκροθ που κανείς θνητός Άνθρωπος δεν είχε ξαναδεί εκτός από τον Μπέρεν. Τότε ο Γκέθρον έδωσε το μήνυμα της Μόργουεν στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν. Και ο Θίνγκολ τους δέχτηκε ευγενικά και έβαλε τον Τούριν πάνω στα γόνατά του προς τιμήν του Χούριν, του ισχυρότερου των Ανθρώπων, και του Μπέρεν του συγγενή του. Και εκείνοι που το είδαν αυτό θαύμασαν, γιατί ήταν σημάδι πως ο Θίνγκολ δεχόταν τον Τούριν σαν θετό του γιο κι αυτό δεν γινόταν εκείνη την εποχή από βασιλιάδες, ούτε είχε ξαναγίνει από βασιλιά των Ξωτικών σε Άνθρωπο. Τότε ο Θίνγκολ του είπε:

“Εδώ, γιε του Χούριν, θα είναι το σπίτι σου. Και σ' όλη σου τη ζωή θα θεωρείσαι γιος μου, έστω κι αν είσαι Άνθρωπος. Θα σου δοθεί σοφία πάνω από τα μέτρα των θνητών Ανθρώπων και θα 'χεις στα χέρια σου τα όπλα των Ξωτικών. Μπορεί να έρθει η ώρα που θα ξαναπάρεις τις εκτάσεις του πατέρα σου στο Χίθλουμ. Αλλά τώρα ζήσε εδώ με αγάπη”.

Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν στο Ντόριαθ. Μαζί του έμειναν για λίγο ο Γκέθρον και ο Γκρίθνιρ οι φρουροί του, αν και λαχταρούσαν να επιστρέψουν πάλι στην κυρία τους στο Ντορ-λόμιν. Τότε τα γηρατειά και η αρρώστια κατέβαλαν τον Γκρίθνιρ και απόμεινε κοντά στον Τούριν ώσπου πέθανε. Αλλά ο Γκέθρον έφυγε και ο Θίνγκολ έστειλε μαζί του μια συνοδεία να τον οδηγεί και να τον φρουρεί, καθώς και να μεταφέρει ένα μήνυμα από τον Θίνγκολ στη Μόργουεν. Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του Χούριν και, όταν η Μόργουεν έμαθε ότι ο Τούριν είχε γίνει δεκτός με τιμές στα ανάκτορα του Θίνγκολ η θλίψη της αλάφρωσε. Και τα Ξωτικά έφεραν επίσης πλούσια δώρα από τη Μέλιαν και ένα μήνυμα που την παρακαλούσε να πάει μαζί με τη συνοδεία του Θίνγκολ στο Ντόριαθ. Γιατί η Μέλιαν ήταν σοφή και έβλεπε το μέλλον και ήλπιζε έτσι να αποτρέψει το κακό που ήταν προσχεδιασμένο στη σκέψη του Μόργκοθ. Αλλά η Μόργουεν δεν ήθελε ν' αφήσει το σπίτι της, γιατί η καρδιά της παρέμενε ίδια και η περηφάνια της μεγάλη.

Επί πλέον, η Νίενορ ήταν παιδί της αγκαλιάς. Έτσι ξεπροβόδισε τα Ξωτικά του Ντόριαθ με τις ευχαριστίες της και τους έσωσε για σώρα τα τελευταία χρυσά μικροαντικείμενα που της είχαν απομείνει για να κρύψει τη φτώχια της. Και τους ζήτησε να πάνε στον Θίνγκολ το Κράνος του Χάντορ. Ο Τούριν, πάλι, παρακολουθούσε συνέχεια πότε θα επιστρέψουν οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ. Και όταν τους είδε να γυρνούν μόνοι τους, έτρεξε στο δάσος και έκλαψε, γιατί ήξερε για την πρόσκληση της Μέλιαν και ήλπιζε ότι η Μόργουεν θα ερχόταν μαζί τους. Αυτή ήταν η δεύτερη οδύνη του Τούριν. Όταν οι αγγελιαφόροι ανακοίνωσαν την απάντηση της Μόργουεν, η Μέλιαν συγκινήθηκε γιατί αντιλήφθηκε τις σκέψεις της. Και κατάλαβε ότι η μοίρα που είχε προβλέψει για τη Μόργουεν δεν θα μπορούσε εύκολα να αποτραπεί.

Οι αγγελιαφόροι παρέδωσαν το Κράνος του Χάντορ στα χέρια του Θίνγκολ. Αυτό το κράνος ήταν φτιαγμένο από γκρίζο ατσάλι στολισμένο με χρυσό, και πάνω του ήταν σκαλισμένοι ρούνοι νίκης. Υπήρχε μια δύναμη σ' αυτό που προφύλαγε όποιον το φορούσε από τραύματα και θάνατο, γιατί το σπαθί που το χτυπούσε έσπαζε και το βέλος που το έβρισκε εξοστρακιζόταν. Το είχε φτιάξει ο Τέλχαρ, ο σιδηρουργός του Νόγκροντ, που τα έργα του ήταν φημισμένα. Είχε μια προσωπίδα (σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Νάνοι στα καμίνια τους για να προφυλάσσουν τα μάτια τους), και το πρόσωπο εκείνου που το φορούσε προκαλούσε φόβο σ' όσους το αντίκριζαν, αλλά προφυλασσόταν και το ίδιο από βέλη και φωτιά. Στο λοφίο του είχε προκλητικά ένα επίχρυσο ομοίωμα του δράκου Γκλάουρουνγκ. Γιατί το κράνος είχε φτιαχτεί λίγο μετά την εμφάνιση του δράκου στις πύλες του Μόργκοθ. Ο Χάντορ το φορούσε συχνά στον πόλεμο και μετά από αυτόν ο Γκάλντορ. Και οι καρδιές των πολεμιστών του Χίθλουμ αναπτερώνονταν όταν το 'βλεπαν να υψώνεται ψηλά μέσα στη μάχη και φώναζαν:

“Πιο μεγάλη αξία έχει ο Δράκος του Ντορλόμιν από το χρυσό σκουλήκι της Άνγκμπαντ!”

Αλλά ο Χούριν δεν φορούσε το κράνος του Δράκοντα με ευχαρίστηση και δεν το χρησιμοποιούσε λέγοντας: “Προτιμώ να κοιτάζω τους εχθρούς μου με το πραγματικό μου πρόσωπο”. Παρ' όλα αυτά θεωρούσε το κράνος ένα από τα μεγαλύτερα κειμήλια του Οίκου του.

Ο Θίνγκολ είχε στο Μένεγκροθ μεγάλα οπλοστάσια γεμάτα με όπλα: φολιδωτές πανοπλίες από μέταλλο κατεργασμένο που γυάλιζαν σαν φεγγάρι στο νερό, σπαθιά και τσεκούρια και ασπίδες και κράνη φτιαγμένα από τον ίδιο τον Τέλχαρ ή από το δάσκαλό του, τον Γκάμιλ Ζίρακ τον γηραιό, ή από ξωτικοτεχνίτες ακόμη πιο επιδέξιους. Γιατί μερικά όπλα που του είχαν δωρίσει προέρχονταν από το Βάλινορ, φτιαγμένα από τον Φέανορ με όλη την τέχνη που διέθετε και από τον οποίο δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεχνίτης σε όλες τις μέρες του κόσμου. Ο Θίνγκολ όμως πήρε το Κράνος του Χάντορ λες και το οπλοστάσιό του ήταν φτωχικό και μίλησε μ' ευγενικά λόγια:

“Περήφανα ήταν τα κεφάλια που φορούσαν αυτό το κράνος, οι πρόγονοι του Χούριν”.

Τότε του ήρθε μια σκέψη και κάλεσε τον Τούριν και του είπε ότι η Μόργουεν είχε στείλει στο γιο της ένα μεγάλο δώρο, το κειμήλιο των πατέρων του.

“Πάρε τώρα τον Δρακοκέφαλο του Βορρά”, είπε, “και όταν έρθει η ώρα, να τον φοράς καλά”. Αλλά ο Τούριν ήταν πολύ μικρός ακόμη και για να σηκώσει το κράνος, και δεν έδωσε σημασία λόγω της θλίψης της καρδιάς του.


IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (3) IV. The Departure of Turin (3)

Έτσι ο Τούριν ετοιμάστηκε για το ταξίδι του και αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε κρυφά με τους δυο συντρόφους του. So Turin prepared for his trip and said goodbye to his mother and started secretly with his two companions. Αλλά όταν αυτοί είπαν στον Τούριν να γυρίσει και να κοιτάξει το σπίτι του πατέρα του για τελευταία φορά, η αγωνία του αποχωρισμού τον χτύπησε σαν ξίφος και φώναξε: But when they told Turin to go back and look at his father's house for the last time, the agony of parting struck him like a sword and he shouted:

“Μόργουεν, Μόργουεν, πότε θα σε ξαναδώ;” "Morwen, Morwen, when will I see you again?"

Και η Μόργουεν που στεκόταν στο κατώφλι άκουσε την ηχώ της κραυγής του από τους δασωμένους λόφους και έσφιξε την πόρτα τόσο δυνατά που σκίστηκαν τα δάχτυλά της. And Morwen standing in the doorway heard the echo of his cry from the wooded hills and gripped the door so hard that her fingers were torn. Αυτή ήταν η πρώτη από τις οδύνες του Τούριν. This was the first of Turin's sufferings.

Στην αρχή της χρονιάς μετά την αναχώρηση του Τούριν η Μόργουεν γέννησε και ονόμασε την κόρη της Νίενορ, που σημαίνει Πένθος. At the beginning of the year after the departure of Turin, Morwen gave birth to and named her daughter Nienor, which means Mourning. Αλλά ο Τούριν ήταν ήδη μακριά όταν γεννήθηκε η αδελφή του. But Turin was already far away when his sister was born. Μακρύς και δύσκολος ήταν ο δρόμος του, γιατί η δύναμη του Μόργκοθ έφτανε παντού. His path was long and difficult, because Morgoth's power reached everywhere. Αλλά είχε για οδηγούς τον Γκέθρον και τον Γκρίθνιρ, που ήταν νέοι την εποχή του Χάντορ, και, παρόλο που τώρα είχαν γεράσει, ήταν γενναίοι άντρες και γνώριζαν καλά την περιοχή γιατί παλιότερα ταξίδευαν συχνά στο Μπελέριαντ. But he was guided by Gathron and Grithnir, who were young in the time of Hador, and although they were now old, they were brave men and knew the area well because they used to travel frequently to Beleriad. Έτσι, χάρη στη μοίρα και το θάρρος τους, πέρασαν τα Σκιερά Βουνά και κατεβαίνοντας στην Κοιλάδα του Σίριον μπήκαν στο Δάσος του Μπρέθιλ. So, thanks to their fate and courage, they crossed the Shadow Mountains and, descending into the Valley of Sirion, entered the Bretille Forest. Και, επιτέλους, εξουθενωμένοι και καταβεβλημένοι, έφτασαν στα σύνορα του Ντόριαθ. And, finally, exhausted and exhausted, they reached the borders of Doriath. Εκεί όμως σάστισαν και παγιδεύτηκαν μέσα στους λαβύρινθους της βασίλισσας και περιπλανιούνταν χαμένοι ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να βρίσκουν πουθενά μονοπάτια, μέχρι που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα. There, however, they were perplexed and trapped in the queen's labyrinths and wandered lost among the trees without finding any paths, until they ran out of food. Εκεί πλησίασαν στο θάνατο, γιατί ο χειμώνας ήρθε παγερός από το Βορρά. There they approached death, because winter came icy from the north. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολη η μοίρα του Τούριν. But Turin's fate was not so easy. Καθώς κείτονταν εκεί απελπισμένοι, άκουσαν ένα κέρας. Ο Μπέλεγκ ο Τοξότης κυνηγούσε σ' εκείνη την περιοχή, τριγυρνώντας πάντα κοντά στα σύνορα του Ντόριαθ, και ήταν ο μεγαλύτερος τοξότης της εποχής εκείνης. As they lay there in despair, they heard a horn. Beleg the Sagittarius hunted in that area, always wandering near the Doriath border, and was the greatest archer of that time. Άκουσε τις φωνές τους και τους βρήκε και, όταν τους έδωσε να φάνε και να πιουν, έμαθε τα ονόματά τους και από πού έρχονται και τον πλημμύρισε οίκτος και απορία. Και κοίταξε τον Τούριν με συμπάθεια, γιατί είχε την ομορφιά της μητέρας του και τα μάτια του πατέρα του και ήταν γεροδεμένος και δυνατός. He heard their voices and found them, and when he gave them something to eat and drink, he learned their names and where they came from, and he was filled with pity and wonder. And he looked at Turin sympathetically, because he had the beauty of his mother and the eyes of his father, and he was husky and strong.

“Τι δώρο θα δώσεις στο βασιλιά Θίνγκολ;” είπε ο Μπέλεγκ στο παιδί. "What gift will you give to King Tingol?" said Beleg to the child.

“Θα είμαι ένας από τους ιππότες του για να πολεμήσω τον Μόργκοθ και να εκδικηθώ τον πατέρα μου”, είπε ο Τούριν. "I will be one of his knights to fight Morgoth and avenge my father," Turin said.

“Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει όταν πληθύνουν τα χρόνια σου”, είπε ο Μπέλεγκ. "This can very well be done when your years are over," Beleg said. “Γιατί, αν και είσαι μικρός, έχεις τα προσόντα να γίνεις γενναίος άντρας, άξιος γιος του Χούριν του Σταθερού, αν αυτό είναι εφικτό”. "Because, even though you are young, you have the qualifications to become a brave man, a worthy son of Hurin the Fixed, if that is possible."

Γιατί σε όλες τις χώρες των Ξωτικών τιμούσαν το όνομα του Χούριν. Because in all the countries of the Elves they honored the name of Hurin. Έτσι ευχαρίστως ο Μπέλεγκ έγινε οδηγός των περιπλανώμενων και τους οδήγησε σ' ένα κυνηγετικό σπίτι όπου ζούσε εκείνο το διάστημα μαζί με άλλους κυνηγούς κι εκεί τους φιλοξένησαν όσο ένας αγγελιαφόρος πήγαινε στο Μένεγκροθ. So Beleg happily became the guide of the wanderers and led them to a hunting lodge where he lived at the time with other hunters, where they were accommodated while a courier was on his way to Menegroth. Και όταν ήρθε η απάντηση ότι ο Θίνγκολ και η Μέλιαν θα δεχτούν το γιο του Χούριν και τους φρουρούς του, ο Μπέλεγκ τους οδήγησε από δρόμους μυστικούς στο Κρυμμένο Βασίλειο. And when the answer came that Thingol and Melian would accept Hurin's son and his guards, Beleg led them on secret roads to the Hidden Kingdom.

Έτσι ο Τούριν έφτασε στη μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Εσγκάλντουιν και πέρασε τις πύλες μπαίνοντας στα ανάκτορα του Θίνγκολ. So Turin reached the big bridge over Esgalduin and passed through the gates entering Thingol's palace. Και σαν παιδί κοίταζε τα θαύματα του Μένεγκροθ που κανείς θνητός Άνθρωπος δεν είχε ξαναδεί εκτός από τον Μπέρεν. And as a child he looked at the wonders of Menegroth that no mortal Man had ever seen except Beren. Τότε ο Γκέθρον έδωσε το μήνυμα της Μόργουεν στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν. Then Gathron gave Morwen's message to Thingol and Melian. Και ο Θίνγκολ τους δέχτηκε ευγενικά και έβαλε τον Τούριν πάνω στα γόνατά του προς τιμήν του Χούριν, του ισχυρότερου των Ανθρώπων, και του Μπέρεν του συγγενή του. And Thingol received them kindly and placed Turin on his knees in honor of Hurin, the most powerful of men, and his relative Beren. Και εκείνοι που το είδαν αυτό θαύμασαν, γιατί ήταν σημάδι πως ο Θίνγκολ δεχόταν τον Τούριν σαν θετό του γιο κι αυτό δεν γινόταν εκείνη την εποχή από βασιλιάδες, ούτε είχε ξαναγίνει από βασιλιά των Ξωτικών σε Άνθρωπο. And those who saw it marveled, for it was a sign that Thingol was accepting Turin as his adopted son, and that this was not done at that time by kings, nor had he been made again by a king of the Elves into a Man. Τότε ο Θίνγκολ του είπε: Then Tingol said to him:

“Εδώ, γιε του Χούριν, θα είναι το σπίτι σου. "Here, son of Hurin, will be your home. Και σ' όλη σου τη ζωή θα θεωρείσαι γιος μου, έστω κι αν είσαι Άνθρωπος. And throughout your life you will be considered my son, even if you are a Human. Θα σου δοθεί σοφία πάνω από τα μέτρα των θνητών Ανθρώπων και θα 'χεις στα χέρια σου τα όπλα των Ξωτικών. You will be given wisdom beyond the measure of mortal Humans and you will have in your hands the weapons of the Elves. Μπορεί να έρθει η ώρα που θα ξαναπάρεις τις εκτάσεις του πατέρα σου στο Χίθλουμ. The time may come when you will reclaim your father's land in Heathlum. Αλλά τώρα ζήσε εδώ με αγάπη”. But now live here with love. "

Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν στο Ντόριαθ. Thus began Turin's stay in Doriath. Μαζί του έμειναν για λίγο ο Γκέθρον και ο Γκρίθνιρ οι φρουροί του, αν και λαχταρούσαν να επιστρέψουν πάλι στην κυρία τους στο Ντορ-λόμιν. Gethron and Grithnir, his bodyguards, stayed with him for a while, although they longed to return to their lady in Dor-Lomin. Τότε τα γηρατειά και η αρρώστια κατέβαλαν τον Γκρίθνιρ και απόμεινε κοντά στον Τούριν ώσπου πέθανε. Then old age and illness overwhelmed Grithnir and he remained close to Turin until he died. Αλλά ο Γκέθρον έφυγε και ο Θίνγκολ έστειλε μαζί του μια συνοδεία να τον οδηγεί και να τον φρουρεί, καθώς και να μεταφέρει ένα μήνυμα από τον Θίνγκολ στη Μόργουεν. But Gathron left, and Thingol sent an escort with him to guide and guard him, as well as to carry a message from Thingol to Morwen. Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του Χούριν και, όταν η Μόργουεν έμαθε ότι ο Τούριν είχε γίνει δεκτός με τιμές στα ανάκτορα του Θίνγκολ η θλίψη της αλάφρωσε. They finally arrived at Hurin's house, and when Morwen learned that Turin had been received with honors at Thingol Palace, her grief eased. Και τα Ξωτικά έφεραν επίσης πλούσια δώρα από τη Μέλιαν και ένα μήνυμα που την παρακαλούσε να πάει μαζί με τη συνοδεία του Θίνγκολ στο Ντόριαθ. The Elves also brought rich gifts from Melian and a message asking her to go with Tingol to Doriath. Γιατί η Μέλιαν ήταν σοφή και έβλεπε το μέλλον και ήλπιζε έτσι να αποτρέψει το κακό που ήταν προσχεδιασμένο στη σκέψη του Μόργκοθ. Because Melian was wise and saw the future and thus hoped to prevent the evil that was premeditated in Morgoth's thought. Αλλά η Μόργουεν δεν ήθελε ν' αφήσει το σπίτι της, γιατί η καρδιά της παρέμενε ίδια και η περηφάνια της μεγάλη. But Morwen did not want to leave her home, because her heart remained the same and her pride was great.

Επί πλέον, η Νίενορ ήταν παιδί της αγκαλιάς. In addition, Nienor was a child of embrace. Έτσι ξεπροβόδισε τα Ξωτικά του Ντόριαθ με τις ευχαριστίες της και τους έσωσε για σώρα τα τελευταία χρυσά μικροαντικείμενα που της είχαν απομείνει για να κρύψει τη φτώχια της. So she overcame Doriath Elves with her thanks and saved them for the last little gold items she had left to hide her poverty. Και τους ζήτησε να πάνε στον Θίνγκολ το Κράνος του Χάντορ. And he asked them to go to Thingol the Handor Helmet. Ο Τούριν, πάλι, παρακολουθούσε συνέχεια πότε θα επιστρέψουν οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ. Turin, on the other hand, kept an eye on when Tingol's messengers would return. Και όταν τους είδε να γυρνούν μόνοι τους, έτρεξε στο δάσος και έκλαψε, γιατί ήξερε για την πρόσκληση της Μέλιαν και ήλπιζε ότι η Μόργουεν θα ερχόταν μαζί τους. And when he saw them returning alone, he ran into the woods and wept, because he knew of Melian's invitation and hoped that Morwen would come with them. Αυτή ήταν η δεύτερη οδύνη του Τούριν. This was Turin's second pain. Όταν οι αγγελιαφόροι ανακοίνωσαν την απάντηση της Μόργουεν, η Μέλιαν συγκινήθηκε γιατί αντιλήφθηκε τις σκέψεις της. When the couriers announced Morwen's response, Melian was moved to realize her thoughts. Και κατάλαβε ότι η μοίρα που είχε προβλέψει για τη Μόργουεν δεν θα μπορούσε εύκολα να αποτραπεί. And he realized that the fate he had predicted for Morwen could not be easily averted.

Οι αγγελιαφόροι παρέδωσαν το Κράνος του Χάντορ στα χέρια του Θίνγκολ. The couriers handed over the Handor Helmet to Thingol. Αυτό το κράνος ήταν φτιαγμένο από γκρίζο ατσάλι στολισμένο με χρυσό, και πάνω του ήταν σκαλισμένοι ρούνοι νίκης. This helmet was made of gray steel adorned with gold, and on it were carved runes of victory. Υπήρχε μια δύναμη σ' αυτό που προφύλαγε όποιον το φορούσε από τραύματα και θάνατο, γιατί το σπαθί που το χτυπούσε έσπαζε και το βέλος που το έβρισκε εξοστρακιζόταν. There was a force in what protected anyone who wore it from injury and death, because the sword that struck it broke and the arrow that found it was expelled. Το είχε φτιάξει ο Τέλχαρ, ο σιδηρουργός του Νόγκροντ, που τα έργα του ήταν φημισμένα. It was made by Telhar, Nogrod's blacksmith, whose works were famous. Είχε μια προσωπίδα (σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Νάνοι στα καμίνια τους για να προφυλάσσουν τα μάτια τους), και το πρόσωπο εκείνου που το φορούσε προκαλούσε φόβο σ' όσους το αντίκριζαν, αλλά προφυλασσόταν και το ίδιο από βέλη και φωτιά. It had a mask (like the ones used by the Dwarves in their furnaces to protect their eyes), and the face of the wearer was frightening to those who saw it, but it was also protected from arrows and fire. Στο λοφίο του είχε προκλητικά ένα επίχρυσο ομοίωμα του δράκου Γκλάουρουνγκ. On his plume he had a provocatively gilded replica of the dragon Glaurung. Γιατί το κράνος είχε φτιαχτεί λίγο μετά την εμφάνιση του δράκου στις πύλες του Μόργκοθ. Because the helmet was made shortly after the dragon appeared at the gates of Morgoth. Ο Χάντορ το φορούσε συχνά στον πόλεμο και μετά από αυτόν ο Γκάλντορ. Handor often wore it during the war and after that Galdor. Και οι καρδιές των πολεμιστών του Χίθλουμ αναπτερώνονταν όταν το 'βλεπαν να υψώνεται ψηλά μέσα στη μάχη και φώναζαν: And the hearts of the Heathlum warriors were lifted up when they saw it rising high in battle and shouting:

“Πιο μεγάλη αξία έχει ο Δράκος του Ντορλόμιν από το χρυσό σκουλήκι της Άνγκμπαντ!” "Dorlomin's Dragon is more valuable than Angbad Gold Worm!"

Αλλά ο Χούριν δεν φορούσε το κράνος του Δράκοντα με ευχαρίστηση και δεν το χρησιμοποιούσε λέγοντας: “Προτιμώ να κοιτάζω τους εχθρούς μου με το πραγματικό μου πρόσωπο”. But Hurin did not wear the Dragon helmet with pleasure and did not use it saying, "I prefer to look at my enemies with my real face." Παρ' όλα αυτά θεωρούσε το κράνος ένα από τα μεγαλύτερα κειμήλια του Οίκου του. Nevertheless, he considered the helmet one of the greatest heirlooms of his House.

Ο Θίνγκολ είχε στο Μένεγκροθ μεγάλα οπλοστάσια γεμάτα με όπλα: φολιδωτές πανοπλίες από μέταλλο κατεργασμένο που γυάλιζαν σαν φεγγάρι στο νερό, σπαθιά και τσεκούρια και ασπίδες και κράνη φτιαγμένα από τον ίδιο τον Τέλχαρ ή από το δάσκαλό του, τον Γκάμιλ Ζίρακ τον γηραιό, ή από ξωτικοτεχνίτες ακόμη πιο επιδέξιους. Thingol had large arsenals full of weapons in Menegroth: scaled wrought-iron metal armor shining like the moon in the water, swords and axes, and shields and helmets made by Telhar himself or by his teacher, Gamil Zira, or elf craftsmen even more skilled. Γιατί μερικά όπλα που του είχαν δωρίσει προέρχονταν από το Βάλινορ, φτιαγμένα από τον Φέανορ με όλη την τέχνη που διέθετε και από τον οποίο δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεχνίτης σε όλες τις μέρες του κόσμου. Because some of the weapons that were donated to him came from Valinor, made by Feanor with all the art he had and from which there was no greater craftsman in all the days of the world. Ο Θίνγκολ όμως πήρε το Κράνος του Χάντορ λες και το οπλοστάσιό του ήταν φτωχικό και μίλησε μ' ευγενικά λόγια: But Thingol took Hador's Helmet as if his arsenal was poor and spoke in kind words:

“Περήφανα ήταν τα κεφάλια που φορούσαν αυτό το κράνος, οι πρόγονοι του Χούριν”. "Proud were the heads who wore this helmet, Hurin's ancestors."

Τότε του ήρθε μια σκέψη και κάλεσε τον Τούριν και του είπε ότι η Μόργουεν είχε στείλει στο γιο της ένα μεγάλο δώρο, το κειμήλιο των πατέρων του. Then a thought came to him and he called Turin and told him that Morwen had sent her son a great gift, the heirloom of his fathers.

“Πάρε τώρα τον Δρακοκέφαλο του Βορρά”, είπε, “και όταν έρθει η ώρα, να τον φοράς καλά”. "Now take the Dragon Head of the North," he said, "and when the time comes, wear it well." Αλλά ο Τούριν ήταν πολύ μικρός ακόμη και για να σηκώσει το κράνος, και δεν έδωσε σημασία λόγω της θλίψης της καρδιάς του. But Turin was too young to even lift his helmet, and he did not care because of the sadness of his heart.