IV. Η Αναχώρηση του Τούριν (3)
Έτσι ο Τούριν ετοιμάστηκε για το ταξίδι του και αποχαιρέτησε τη μητέρα του και ξεκίνησε κρυφά με τους δυο συντρόφους του. Αλλά όταν αυτοί είπαν στον Τούριν να γυρίσει και να κοιτάξει το σπίτι του πατέρα του για τελευταία φορά, η αγωνία του αποχωρισμού τον χτύπησε σαν ξίφος και φώναξε:
“Μόργουεν, Μόργουεν, πότε θα σε ξαναδώ;”
Και η Μόργουεν που στεκόταν στο κατώφλι άκουσε την ηχώ της κραυγής του από τους δασωμένους λόφους και έσφιξε την πόρτα τόσο δυνατά που σκίστηκαν τα δάχτυλά της. Αυτή ήταν η πρώτη από τις οδύνες του Τούριν.
Στην αρχή της χρονιάς μετά την αναχώρηση του Τούριν η Μόργουεν γέννησε και ονόμασε την κόρη της Νίενορ, που σημαίνει Πένθος. Αλλά ο Τούριν ήταν ήδη μακριά όταν γεννήθηκε η αδελφή του. Μακρύς και δύσκολος ήταν ο δρόμος του, γιατί η δύναμη του Μόργκοθ έφτανε παντού. Αλλά είχε για οδηγούς τον Γκέθρον και τον Γκρίθνιρ, που ήταν νέοι την εποχή του Χάντορ, και, παρόλο που τώρα είχαν γεράσει, ήταν γενναίοι άντρες και γνώριζαν καλά την περιοχή γιατί παλιότερα ταξίδευαν συχνά στο Μπελέριαντ. Έτσι, χάρη στη μοίρα και το θάρρος τους, πέρασαν τα Σκιερά Βουνά και κατεβαίνοντας στην Κοιλάδα του Σίριον μπήκαν στο Δάσος του Μπρέθιλ. Και, επιτέλους, εξουθενωμένοι και καταβεβλημένοι, έφτασαν στα σύνορα του Ντόριαθ. Εκεί όμως σάστισαν και παγιδεύτηκαν μέσα στους λαβύρινθους της βασίλισσας και περιπλανιούνταν χαμένοι ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να βρίσκουν πουθενά μονοπάτια, μέχρι που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα. Εκεί πλησίασαν στο θάνατο, γιατί ο χειμώνας ήρθε παγερός από το Βορρά. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολη η μοίρα του Τούριν. Καθώς κείτονταν εκεί απελπισμένοι, άκουσαν ένα κέρας. Ο Μπέλεγκ ο Τοξότης κυνηγούσε σ' εκείνη την περιοχή, τριγυρνώντας πάντα κοντά στα σύνορα του Ντόριαθ, και ήταν ο μεγαλύτερος τοξότης της εποχής εκείνης. Άκουσε τις φωνές τους και τους βρήκε και, όταν τους έδωσε να φάνε και να πιουν, έμαθε τα ονόματά τους και από πού έρχονται και τον πλημμύρισε οίκτος και απορία. Και κοίταξε τον Τούριν με συμπάθεια, γιατί είχε την ομορφιά της μητέρας του και τα μάτια του πατέρα του και ήταν γεροδεμένος και δυνατός.
“Τι δώρο θα δώσεις στο βασιλιά Θίνγκολ;” είπε ο Μπέλεγκ στο παιδί.
“Θα είμαι ένας από τους ιππότες του για να πολεμήσω τον Μόργκοθ και να εκδικηθώ τον πατέρα μου”, είπε ο Τούριν.
“Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει όταν πληθύνουν τα χρόνια σου”, είπε ο Μπέλεγκ. “Γιατί, αν και είσαι μικρός, έχεις τα προσόντα να γίνεις γενναίος άντρας, άξιος γιος του Χούριν του Σταθερού, αν αυτό είναι εφικτό”.
Γιατί σε όλες τις χώρες των Ξωτικών τιμούσαν το όνομα του Χούριν. Έτσι ευχαρίστως ο Μπέλεγκ έγινε οδηγός των περιπλανώμενων και τους οδήγησε σ' ένα κυνηγετικό σπίτι όπου ζούσε εκείνο το διάστημα μαζί με άλλους κυνηγούς κι εκεί τους φιλοξένησαν όσο ένας αγγελιαφόρος πήγαινε στο Μένεγκροθ. Και όταν ήρθε η απάντηση ότι ο Θίνγκολ και η Μέλιαν θα δεχτούν το γιο του Χούριν και τους φρουρούς του, ο Μπέλεγκ τους οδήγησε από δρόμους μυστικούς στο Κρυμμένο Βασίλειο.
Έτσι ο Τούριν έφτασε στη μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Εσγκάλντουιν και πέρασε τις πύλες μπαίνοντας στα ανάκτορα του Θίνγκολ. Και σαν παιδί κοίταζε τα θαύματα του Μένεγκροθ που κανείς θνητός Άνθρωπος δεν είχε ξαναδεί εκτός από τον Μπέρεν. Τότε ο Γκέθρον έδωσε το μήνυμα της Μόργουεν στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν. Και ο Θίνγκολ τους δέχτηκε ευγενικά και έβαλε τον Τούριν πάνω στα γόνατά του προς τιμήν του Χούριν, του ισχυρότερου των Ανθρώπων, και του Μπέρεν του συγγενή του. Και εκείνοι που το είδαν αυτό θαύμασαν, γιατί ήταν σημάδι πως ο Θίνγκολ δεχόταν τον Τούριν σαν θετό του γιο κι αυτό δεν γινόταν εκείνη την εποχή από βασιλιάδες, ούτε είχε ξαναγίνει από βασιλιά των Ξωτικών σε Άνθρωπο. Τότε ο Θίνγκολ του είπε:
“Εδώ, γιε του Χούριν, θα είναι το σπίτι σου. Και σ' όλη σου τη ζωή θα θεωρείσαι γιος μου, έστω κι αν είσαι Άνθρωπος. Θα σου δοθεί σοφία πάνω από τα μέτρα των θνητών Ανθρώπων και θα 'χεις στα χέρια σου τα όπλα των Ξωτικών. Μπορεί να έρθει η ώρα που θα ξαναπάρεις τις εκτάσεις του πατέρα σου στο Χίθλουμ. Αλλά τώρα ζήσε εδώ με αγάπη”.
Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν στο Ντόριαθ. Μαζί του έμειναν για λίγο ο Γκέθρον και ο Γκρίθνιρ οι φρουροί του, αν και λαχταρούσαν να επιστρέψουν πάλι στην κυρία τους στο Ντορ-λόμιν. Τότε τα γηρατειά και η αρρώστια κατέβαλαν τον Γκρίθνιρ και απόμεινε κοντά στον Τούριν ώσπου πέθανε. Αλλά ο Γκέθρον έφυγε και ο Θίνγκολ έστειλε μαζί του μια συνοδεία να τον οδηγεί και να τον φρουρεί, καθώς και να μεταφέρει ένα μήνυμα από τον Θίνγκολ στη Μόργουεν. Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του Χούριν και, όταν η Μόργουεν έμαθε ότι ο Τούριν είχε γίνει δεκτός με τιμές στα ανάκτορα του Θίνγκολ η θλίψη της αλάφρωσε. Και τα Ξωτικά έφεραν επίσης πλούσια δώρα από τη Μέλιαν και ένα μήνυμα που την παρακαλούσε να πάει μαζί με τη συνοδεία του Θίνγκολ στο Ντόριαθ. Γιατί η Μέλιαν ήταν σοφή και έβλεπε το μέλλον και ήλπιζε έτσι να αποτρέψει το κακό που ήταν προσχεδιασμένο στη σκέψη του Μόργκοθ. Αλλά η Μόργουεν δεν ήθελε ν' αφήσει το σπίτι της, γιατί η καρδιά της παρέμενε ίδια και η περηφάνια της μεγάλη.
Επί πλέον, η Νίενορ ήταν παιδί της αγκαλιάς. Έτσι ξεπροβόδισε τα Ξωτικά του Ντόριαθ με τις ευχαριστίες της και τους έσωσε για σώρα τα τελευταία χρυσά μικροαντικείμενα που της είχαν απομείνει για να κρύψει τη φτώχια της. Και τους ζήτησε να πάνε στον Θίνγκολ το Κράνος του Χάντορ. Ο Τούριν, πάλι, παρακολουθούσε συνέχεια πότε θα επιστρέψουν οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ. Και όταν τους είδε να γυρνούν μόνοι τους, έτρεξε στο δάσος και έκλαψε, γιατί ήξερε για την πρόσκληση της Μέλιαν και ήλπιζε ότι η Μόργουεν θα ερχόταν μαζί τους. Αυτή ήταν η δεύτερη οδύνη του Τούριν. Όταν οι αγγελιαφόροι ανακοίνωσαν την απάντηση της Μόργουεν, η Μέλιαν συγκινήθηκε γιατί αντιλήφθηκε τις σκέψεις της. Και κατάλαβε ότι η μοίρα που είχε προβλέψει για τη Μόργουεν δεν θα μπορούσε εύκολα να αποτραπεί.
Οι αγγελιαφόροι παρέδωσαν το Κράνος του Χάντορ στα χέρια του Θίνγκολ. Αυτό το κράνος ήταν φτιαγμένο από γκρίζο ατσάλι στολισμένο με χρυσό, και πάνω του ήταν σκαλισμένοι ρούνοι νίκης. Υπήρχε μια δύναμη σ' αυτό που προφύλαγε όποιον το φορούσε από τραύματα και θάνατο, γιατί το σπαθί που το χτυπούσε έσπαζε και το βέλος που το έβρισκε εξοστρακιζόταν. Το είχε φτιάξει ο Τέλχαρ, ο σιδηρουργός του Νόγκροντ, που τα έργα του ήταν φημισμένα. Είχε μια προσωπίδα (σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Νάνοι στα καμίνια τους για να προφυλάσσουν τα μάτια τους), και το πρόσωπο εκείνου που το φορούσε προκαλούσε φόβο σ' όσους το αντίκριζαν, αλλά προφυλασσόταν και το ίδιο από βέλη και φωτιά. Στο λοφίο του είχε προκλητικά ένα επίχρυσο ομοίωμα του δράκου Γκλάουρουνγκ. Γιατί το κράνος είχε φτιαχτεί λίγο μετά την εμφάνιση του δράκου στις πύλες του Μόργκοθ. Ο Χάντορ το φορούσε συχνά στον πόλεμο και μετά από αυτόν ο Γκάλντορ. Και οι καρδιές των πολεμιστών του Χίθλουμ αναπτερώνονταν όταν το 'βλεπαν να υψώνεται ψηλά μέσα στη μάχη και φώναζαν:
“Πιο μεγάλη αξία έχει ο Δράκος του Ντορλόμιν από το χρυσό σκουλήκι της Άνγκμπαντ!”
Αλλά ο Χούριν δεν φορούσε το κράνος του Δράκοντα με ευχαρίστηση και δεν το χρησιμοποιούσε λέγοντας: “Προτιμώ να κοιτάζω τους εχθρούς μου με το πραγματικό μου πρόσωπο”. Παρ' όλα αυτά θεωρούσε το κράνος ένα από τα μεγαλύτερα κειμήλια του Οίκου του.
Ο Θίνγκολ είχε στο Μένεγκροθ μεγάλα οπλοστάσια γεμάτα με όπλα: φολιδωτές πανοπλίες από μέταλλο κατεργασμένο που γυάλιζαν σαν φεγγάρι στο νερό, σπαθιά και τσεκούρια και ασπίδες και κράνη φτιαγμένα από τον ίδιο τον Τέλχαρ ή από το δάσκαλό του, τον Γκάμιλ Ζίρακ τον γηραιό, ή από ξωτικοτεχνίτες ακόμη πιο επιδέξιους. Γιατί μερικά όπλα που του είχαν δωρίσει προέρχονταν από το Βάλινορ, φτιαγμένα από τον Φέανορ με όλη την τέχνη που διέθετε και από τον οποίο δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεχνίτης σε όλες τις μέρες του κόσμου. Ο Θίνγκολ όμως πήρε το Κράνος του Χάντορ λες και το οπλοστάσιό του ήταν φτωχικό και μίλησε μ' ευγενικά λόγια:
“Περήφανα ήταν τα κεφάλια που φορούσαν αυτό το κράνος, οι πρόγονοι του Χούριν”.
Τότε του ήρθε μια σκέψη και κάλεσε τον Τούριν και του είπε ότι η Μόργουεν είχε στείλει στο γιο της ένα μεγάλο δώρο, το κειμήλιο των πατέρων του.
“Πάρε τώρα τον Δρακοκέφαλο του Βορρά”, είπε, “και όταν έρθει η ώρα, να τον φοράς καλά”. Αλλά ο Τούριν ήταν πολύ μικρός ακόμη και για να σηκώσει το κράνος, και δεν έδωσε σημασία λόγω της θλίψης της καρδιάς του.