×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), VI. Αφέντης και Δούλος

VI. Αφέντης και Δούλος

Ο Βασίλη Αντρέιτς, καθώς ήτανε τυλιγμένος στις δυο γούνες του αισθανόταν πολύ ζεστά, προπάντων ύστερ' από την απασχόλησή του για ξεπέρασμα της χιονοστιβάδας. Όμως ένα παγερό ρίγος πέρασε την πλάτη του, όταν κατάλαβε πως πραγματικά εκεί πέρα έπρεπε να περάσουν τη νύχτα τους. Για να ηρεμήσει κάθισε στο έλκηθρο κι έβγαλε τα τσιγάρα του και τα σπίρτα του.

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ ξέζευε το άλογο και κάνοντας μεθοδικά αυτή τη δουλειά δεν έπαυε να μιλάει στο ζώο, σάμπως για να το ενθαρρύνει.

- Έλα, έλα έβγα, του έλεγε, βγάζοντας το από τα δυο ξύλα του ρυμού. Να, θα σε δέσω εδώ, θα σου βάλω αχεράκι μπόλικο και θα σου βγάλω το καπίστρι, συνέχισε, κάνοντας ταυτόχρονα εκείνο που έλεγε. Άμα φας λιγάκι θα νιώσεις κάπως πιο καλά.

Μα ο Μουχόρτη, ήτανε φανερό, πως δεν καθησύχαζε με τα λόγια του Νικήτα κι έμενε ταραγμένος. Κινούσε αδιάκοπα τα πόδια του, κολλούσε στο έλκηθρο, με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα κι έτριβε το κεφάλι το πάνω στο μανίκι του Νικήτα.

Σάμπως μονάχα για μη χαλάσει το χατίρι του Νικήτα, που του σέρβιρε το άχυρο, άρπαξε με μια ορμητική κίνηση λιγάκι στο στόμα, μα την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως εκείνη η ώρα δεν ήτανε για λιχουδιές και το πέταξε αμέσως κι ο αέρας το άδραξε το σκόρπισε, το πέταξε μακριά και το σκέπασε με το χιόνι.

- Και τώρα θα στήσουμε το σημάδι, είπε ο Νικήτα, έστρεψε το έλκηθρο φάτσα στον αέρα, ανασήκωσε κι έστησε ολόρθα τα δυο μακριά ξύλα του ρυμού και τα στερέωσε όσο μπορούσε πιο γερά στη βάση τους. Και τώρα, σαν μας καταπλακώσει το χιόνι, οι καλοί χριστιανοί απ' αυτό το σημάδι θα οδηγηθούν να μας ξεθάψουν, πρόσθεσε, χαϊδεύοντας τα γάντια του και περνώντας τα στα ξεπαγιασμένα χέρια του. Έτσι δα, μας μαθαίνανε οι γέροι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ, μάταια προσπαθούσε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Πολλά σπίρτα χάλασε ώσπου να το καταφέρει, γιατί ο αέρας ή του τα έσβηνε ή τα άρπαζε μεσ' από τα χέρια και τα πετούσε μακριά. Επιτέλους μπόρεσε ν' ανάψει και να κρατήσει αναμμένο ένα σπίρτο που με τη φλογίτσα του φώτισε για μια στιγμούλα τη γούνα του, το χέρι του με το χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη που τον κρατούσε γυρισμένο προς τα μέσα και το καταχιονισμένο άχυρο που πρόβαλε κάτω από την κάπα, και το τσιγάρο άναψε. Τράβηξε με απληστία μια δυο ρουφηξιές τον καπνό, τον αμόλησε από τα ρουθούνια του, θέλησε να συνεχίσει, μα ο αέρα πέταξε και το τσιγάρο μακριά, όπως και τ' άχυρο.

Όμως κι αυτό το λιγοστό κάπνισμα διασκέδασε κάπως τον Βασίλη Αντρέιτς.

- Ας ξενυχτίσουμε λοιπόν, μια και δε γίνεται αλλιώς, είπε. Και τώρα στάσου να στήσω και μια σημαία, πρόσθεσε. Πήρε το μαντίλι που πρωτύτερα το είχε λύσει από το λαιμό του, έβγαλε τα γάντια του, ορθώθηκε, τεντώθηκε όσο μπορούσε και το έδεσε με διπλό κόμπο σφιχτά-σφιχτά πάνω σε ένα από τα στημένα κοντάρια.

Το μαντίλι κυμάτισε απελπισμένα και πότε κολλούσε πάνω στο κοντάρι, πότε ξεπετούσε με ορμητικά ξετινάγματα στον αέρα, τεντωνόταν κι έτριζε.

- Το πέτυχα μια χαρά! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς καμαρώνοντας το έργο του και ξαναχώθηκε στο έλκηθρο. Θα ζεσταινόμαστε καλύτερα αν καθόμαστε μαζί οι δυο μας, όμως δε χωράμε, πρόσθεσε.

- Εγώ θα βρω κάπου να βολευτώ, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Μονάχα το κακόμοιρο το ζωντανό ξεπάγιασε ολότελα και πρέπει να του ρίξω την κάπα στη ράχη του. Για στάσου, και πλησιάζοντας το έλκηθρο τράβηξε έξω την κάπα, που μ' αυτήν είχε σκεπάσει το στρωμένο άχυρο, αψηφώντας που ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε καθισμένος πάνω.

Δίπλωσε την κάπα στα δύο και την έριξε στη ράχη του Μουχόρτη.

- Έτσι δα, όλο και κάπως πιο ζεστά θα νοιώθεις, μικρέ μου μπουνταλά, έλεγε ο Νικήτα περνώντας πάνω από την κάπα το σέλμα και το κουλάνι και σφίγγοντας τα λουριά καλά έτσι που να μη κινδυνεύει να την συνεπάρει η ορμή της θύελλας. Δώστε μου τώρα κείνο το κομμάτι το καναβάτσο και λίγο άχερο, πρόσθεσε ξαναγυρίζοντας κοντά στο Βασίλη Αντρέιτς αφού βόλεψε όσο πιο καλά μπορούσε το άλογο, και παίρνοντας και το 'να και τ' άλλο, αποσύρθηκε πίσω από το έλκηθρο άνοιξε με τα χέρια του μια γούβα μέσα στο χιόνι, έστρωσε το άχυρο, έχωσε το σκούφο του όσο πιο βαθιά μπορούσε, σφιχτοτυλίχτηκε με το πανωφόρι του, κουκουλώθηκε με το καναβάτσο και χώθηκε στη γούβα με τ' άχυρο ακουμπώντας στο πίσω μέρος του έλκηθρου που τον προφύλαγε κι από τον αέρα κι από το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι για ολ' αυτά που έκανε ο Νικήτα, όπως γενικά ποτέ δεν εύρισκε σωστά τα καμώματα των μουζίκων που ήτανε αγράμματοι και κουτοί και στο αναμεταξύ προσπάθησε να βολευτεί κι ο ίδιος μέσα στο έλκηθρο. Ταχτοποίησε όσο μπορούσε το άχυρο που έμεινε, σωριάζοντάς το πιότερο κάτω από τα πλευρά του, έχωσε τα χέρια του στα μανίκια της γούνας του κι ακούμπησε το κεφάλι του στη μια γωνία του έλκηθρου όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να είναι προφυλαγμένος κάπως από τη μανία του αέρα.

Δεν του ερχόταν ύπνος. Κειτόταν και σκεφτόταν πάντα εκείνο το ίδιο, που αποτελούσε το μοναδικό σκοπό, τη σημασία, τη χαρά και την περηφάνια της ζωής του. Πόσα δηλαδή λεφτά κατόρθωσε να κερδίσει και πόσα μπορεί να κερδίσει ακόμα. Πόσα λεφτά κέρδισαν κι έχουν διάφοροι άλλοι γνώριμοι του, πώς τα κέρδισαν και πώς τα κερδίζουν και πώς εκείνος, όμοια μ' αυτούς μπορεί πολλά να κερδίσει ακόμα. Η αγορά του μικρού δάσους του Γοριάτσκινο ήτανε γι' αυτόν ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας. Έλπιζε από το δασάκι αυτό να κερδίσει με το πρώτο δέκα χιλιαδούλες το λιγότερο. Κι άρχισε νοερά να κάνει τη διατίμησή του, καθώς το είχε δει το φθινόπωρο τότε που πρόφτασε να μετρήσει όλα τα δέντρα που σκέπαζαν την περιοχή από δυο ντεσιατίνες.

- Οι βαλανιδιές θα πάνε για βάσεις αμαξιών. Τα κουτσουράκια χώρια. Και καυσόξυλα ίσαμε τριάντα οργιές θα δώσει η κάθε ντεσιατίνα, στοχαζόταν. Η κάθε ντεσιατίνα θ' αφήσει κέρδος διακόσια είκοσι πέντε ρουβλάκια το πιο λίγο. Πενήντα έξι ντεσιατίνες και πενήντα έξι κατοστάρικα κι άλλα πενήντα έξι κατοστάρικα κι ακόμα πενήντα έξι δεκάρικα, κι άλλα πενήντα έξι δεκάρικα, κι ακόμα πενήντα έξι πεντάρικα. Έβλεπε πως έβγαιναν πάνω από δώδεκα χιλιάδες όμως δίχως το αριθμητήρι δε μπορούσε να βρει πόσο θα ήταν όλο το ποσό.

- Όμως δε θα το δώσω δέκα χιλιάδες, μα θα σταθώ στις οχτώ και ν' αφαιρεθούν τα ξέφωτα. Άμα βάλω στο χέρι του γεωμέτρη ένα ή κι ενάμιση κατοστάρικο, αυτός θα καταφέρει να υπολογίσει τα ξέφωτα ίσαμε πέντε ντεσιατίνες. Και τότε θα μου τ' αφήσει οχτώ. Και τρεις χιλιαδούλες καπάρο, θα τον καταφέρω σκεφτόταν και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδευε το πορτοφόλι του που το είχε χωμένο βαθιά στην εσωτερική τσέπη. Πώς τα καταφέραμε ωστόσο να χάσουμε το δρόμο από τη στροφή και πέρα ένας θεός το ξέρει! Εδώ κάπου θα έπρεπε να είναι το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα, θα έπρεπε ν' ακούγονται σκυλιά ν' αλυχτάνε. Μα θαρρείς και βουβαίνονται τα καταραμένα, τότε ακριβώς που πρέπει να αλυχτήσουν. Απομάκρυνε το γιακά της γούνας από τ' αυτί κι αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, από τη φασαρία που έκανε το δεμένο μαντίλι καθώς το τρέλαινε η ορμή της θύελλας και εκείνη του παγωμένου χιονιού που χτύπαγε πάνω στην ράχη του έλκηθρου πέφτοντας άφθονο. Ο Βασίλη Αντρέιτς κουκουλώθηκε πάλι με το γιακά.

- Να το ήξερα θα έμενα να κοιμηθώ στο Γρίσκινο. Μα το ίδιο κάνει, θα φτάσουμε αύριο. Μόνο που έχασα μια ημέρα. Με τέτοιο καιρό οι έμποροι της πολιτείας δεν πρόκειται να ξεμυτίσουν. Και θυμήθηκε πως στις 9 του μήνα θα έπρεπε να του φέρει κάτι λεφτά ο χασάπης. Μου είχε πει πως θα ερχόταν ο ίδιος και εγώ θα λείπω. Κείνη η προκομμένη η γυναίκα μου δε θα νιώσει να παραλάβει τα λεφτά. Είναι ένα ξύλο απελέκητο. Μήτε να φερθεί σαν άνθρωπος δεν είναι ικανή, συνέχισε τη σκέψη του, γιατί αναθυμήθηκε πόσο άσχημα φέρθηκε στο αστυνόμο της περιφέρειας που είχε πάει να τους επισκεφτεί χτες, με την ευκαιρία της γιορτής. Γυναίκα, τι να πεις; Μήπως είδε κόσμο, μήπως έμαθε φέρσιμο; Που να τα δει αυτά; Σαν σκέφτομαι, πως ήτανε το σπιτικό μας όταν ζούσαν οι γέροι μου! Ο σχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε ένας πλούσιος μουζίκος, νοικοκυρεμένος που κρατούσε ένα χάνι στο χωριό. Μα εγώ κοίτα τι κατάφερα ν' αποχτήσω μέσα σε δεκαπέντε χρόνια! Μπακάλικο, δυο καπηλειά, μύλο, σταραποθήκες, δυο χτήματα με νοίκι, και σπίτι με αποθήκη και με σιδερένια σκεπή, αράδιαζε με περηφάνια. Όχι τα παραμικρά του πατέρα μου. Ποιανού όνομα βροντάει σήμερα σ' όλη την περιοχή; Του Μπρεχουνόβ! Και γιατί αυτό; Γιατί, τη δουλειά έχω πάντα στο νου μου, γιατί αδιάκοπα πασχίζω, όχι σαν κάτι άλλους που τεμπελιάζουν ή το ρίχνουν έξω. Μα εγώ περνάω άγρυπνες νύχτες. Θύελλα, ξεθύελλα στο δρόμο βρίσκομαι. Κι έτσι πετυχαίνω πάντα τις δουλειές μου. Να μην φαντάζονται πως τα λεφτά κερδίζονται παίζοντας. Όχι, κύριε. Πρέπει να κοπιάσεις, να σπάσεις το κεφάλι σου. Να έτσι δα, να ξενυχτάς χειμώνα καιρό, με χιονοθύελλα μέσα στον κάμπο και να αγρυπνάς νύχτες ολάκερες. Να στριφογυρίζει το μαξιλάρι σου κατ' από το κεφάλι σου καθώς γυρνάς από δω κι από κει αγρυπνώντας από τις σκέψεις, στοχαζόταν με περίσσεια περηφάνια. Φαντάζονται πως από τυχερό τους πετυχαίνουν στη ζωή. Να οι Μιρόνοβ, τώρα λογαριάζονται εκατομμυριούχοι. Και πώς αυτό; Να δουλέψεις, να κουραστείς. Τότες σου δίνει κι ο Θεός. Φτάνει μοναχά να 'ναι υγεία.

Κι η σκέψη πως μπορούσε κι αυτός να γίνει ένας εκατομμυριούχος σαν τον Μιρόνοβ, που ξεκίνησε με το τίποτα, τον συγκίνησε τόσο πολύ, που αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. Όμως ο συνομιλητής δεν υπήρχε κείνη τη στιγμή... Αν κατάφερναν τουλάχιστο να έφταναν στο Γοριάτσκινο, θα τα έψελνε καλά του νεαρού κτηματία και θα του έβανε τα γυαλιά.

- Πω! Πω! Τι δυνατός αέρας είναι τούτος; Κατά πως φαίνεται θα το στρώσει τόσο πολύ που δε θα μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε από δω χάμω μηδέ το πρωί, στοχάστηκε, καθώς άκουγε τον ψυχρό αέρα να φυσομανάει και το παγωμένο πυκνό χιόνι να πέφτει πάνω στο σανίδωμα του ελκήθρου. Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά τριγύρω: μέσα στην κάτασπρη ταλαντευόμενη σκοτεινιά, διακρινόταν να μαυρίζει λιγάκι το κεφάλι του Μουχόρτη, κι η ράχη του σκεπασμένη με την κάπα κι η φουντωτή ουρά του δεμένη κόμπο. Ολούθε, γύρω, μπροστά, πίσω, απλωνόταν η ίδια μονότονη, ταλαντευόμενη, κάτασπρη σκοτεινιά, που κάπου-κάπου σαν να διαλυόταν αδιόρατα για μια στιγμή κι ύστερα πάλι γινόταν ακόμα πιο ζοφερή.

- Έσφαλα που άκουσα το Νικήτα, σκέφτηκε, θα έπρεπε να προχωρήσουμε, όλο και κάπου θα βγαίναμε. Ακόμα μπορούσαμε να πάμε πίσω στο Γρίσκινο και να περάσουμε τη νύχτα μας στου Τάρας. Να τώρα, κάτσε δω και ξεπάγιασε ολονυχτίς. Αλήθεια, τι ήτανε εκείνο το καλό, που σκεφτόμουν πρωτύτερα; Α, θυμήθηκα. Πως ο Θεός ανταμείβει τους ανθρώπους για τους κόπους τους. Μονάχα οι άνθρωποι που κοπιάζουν στη ζωή τους προκόβουν, κι όχι οι αλήτες, οι τεμπελχανάδες κι οι βλάκες. Ας καπνίσω ένα τσιγαράκι τώρα!

Κάθισε, έβγαλε την τσιγαροθήκη του, έπεσε μπρούμυτα, άνοιξε τη γούνα του, προφυλάγοντας έτσι από τον αέρα το σπίρτο που θα άναβε, μα ο αέρας εύρισκε τρόπο να εισχωρήσει κι έσβηνε τα σπίρτα που άναβαν το ένα πίσω από το άλλο. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Το ότι πέτυχε κείνο που ήθελε του έδωσε μεγάλη χαρά. Παρ' όλο, που το τσιγάρο το κάπνισε πιο πολύ ο αέρας, παρά ο Βασίλη Αντρέιτς, και κείνες οι δυο-τρεις ρουφηξιές, που μπόρεσε να τραβήξει του έκαναν καλό. Ξάπλωσε πάλι σαν και πρώτα, κουκουλώθηκε κι άρχισε να αναθυμιέται και να ονειροπολεί και δίχως κι ο ίδιος να το αντιληφτεί ξαφνικά ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε.

Μα ολομεμιάς σαν κάτι να τον έσπρωξε δυνατά και ξύπνησε. Να είχε τάχα ανακινήσει το άχυρο κάτωθέ του ο Μουχόρτη ή κάτι μέσα του τον ανατάραξε; Ξύπνησε ωστόσο κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα. Άνοιξε τα μάτια του. Γύρω του τα ίδια ήτανε πάλι, μονάχα που φαινόταν κά πως σαν πιο φωτεινά.

- Αρχίζει να φέγγει, στοχάστηκε. Δε θα αργήσει, πρέπει να ξημερώσει. Μα ταυτόχρονα κατάλαβε πως τώρα ήτανε πιο φωτεινά, γιατί είχε ανατείλει το φεγγάρι. Ανασηκώθηκε και παρατήρησε προσεχτικά το άλογο. Κείνο στεκόταν με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα και έτρεμε σύγκορμο. Η κάπα καταχιονισμένη είχε ξεφύγει πλάγια και τώρα διακρινόταν πιο καλά το καταχιονισμένο κεφάλι του ζώου κι η αναμαλλιασμένη χαίτη του. Ο Βασίλη Αντρέιτς έσκυψε πάνω από το πίσω μέρος του έλκηθρου και κοίταξε. Ο Νικήτα καθόταν πάντα μέσα στη γούβα που άνοιξε, στην ίδια στάση σαν πρωτοκάθισε. Το καναβάτσο, που μ' αυτό είχε σκεπαστεί και τα πόδια του ήταν πασπαλισμένα με παχύ στρώμα χιονιού.

- Μη ξεπαγιάσει ολότελα ο μουζίκος. Είναι τόσο κακοντυμένος σχεδόν κουρέλια φοράει. Θα έχω να δώσω λόγο για δαύτον. Να τι τραβάει κάποιος μ' αυτούς τους εργάτες. Λαός αμόρφωτος, σκέφτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς και κάποια στιγμή είπε μέσα του, να πάρει την κάπα από το άλογο και να σκεπάσει μ' αυτήν το Νικήτα, όμως θα κρύωνε να σηκωθεί και να μετακινηθεί κι εκτός απ' αυτό φοβόταν μη ξεπαγιάσει το άλογο. Και τι ήθελα να τον κουβαλάω μαζί μου; Όλο από την ανοησία εκείνης! Συμπέρανε κι αναθυμήθηκε τη γυναίκα του, που δε τη συμπαθούσε καθόλου. Ξάπλωσε πάλι μέσα στο έλκηθρο. Έτσι δα ο μπάρμπας μου ξενύχτισε κάποτε μέσα στα χιόνια, και δεν έπαθε τίποτα. Ναι, μα το Σεβαστιάν τον ξέθαψαν, του ήρθε αμέσως στο νου κάποια άλλη περίπτωση, κι απόθανε την ίδια στιγμή. Είχε ξυλιάσει όλος, σαν τομάρι παγωμένο είχε γίνει. Αν έμενα να περάσω τη νύχτα μου στο Γρίσκινο θα ήταν πολύ πιο καλά.

Κι αφού τυλίχτηκε πολύ προσεκτικά, έτσι που η ζεστασιά της γούνας να μην πηγαίνει χαμένη, παρά να τον θερμαίνει παντού και στο λαιμό, και στα γόνατα, και στις πατούσες, έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας ν' αποκοιμηθεί πάλι. Όμως όσο κι αν προσπαθούσε τώρα, στάθηκε αδύνατο να ξεχαστεί παρά απεναντίας ένιωθε να 'ναι απόλυτα ξενυσταγμένος και ζωηρεμένος. Άρχισε πάλι να λογαριάζει τα κέρδη και τα λεφτά που του χρωστούσαν οι διάφοροι, να αυτοπαινεύεται με καμάρι για τ' άτομό του και τη ζηλευτή οικονομική του κατάσταση, μα τώρα όλες οι σκέψεις αδιάκοπα κόβονταν από κάποιο φόβο που λάνθανε μέσα του, και διαρκώς μετάνιωνε γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα στο Γρίσκινο.

- Αν έμενα εκεί πέρα, τώρα θα ήμουνα ξαπλωμένος μέσα σε ζεστά στρωσίδια, στοχαζόταν, μετανιωμένος πικρά.

Γύρισε και ξαναγύρισε κάμποσες φορές μέσα στο έλκηθρο, πασχίζοντας να βολευτεί πιο καλά και να βρει μια στάση πιο άνετη και πιο προφυλαγμένη από τον αέρα, μα όλα τα έβρισκε στραβά. Ξανασηκώνονταν, άλλαζε θέση, τύλιγε τα πόδια του, έκλεινε τα μάτια κι απόμενε ήσυχος έτσι δα. Μα είτε τα πόδια του, όπως τα κρατούσε διπλωμένα και καθώς ήτανε χωμένα μέσα στα γερά μάλλινα ποδήματα, άρχιζαν να μουδιάζουν, ή από κάπου τον διαπερνούσε ο παγερός αέρας κι αναγκαζόταν πάλι να ξανασηκωθεί για να επιχειρήσει καινούρια ταχτοποίηση, γκρινιάζοντας γιατί δεν έμεινε στο Γρίσκινο να 'ναι εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος άνετα και ζεστά.

Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε μακρινό λάλημα πετεινού. Χάρηκε τόσο πολύ, που ξεκούμπωσε τη γούνα του κι έστησε την ακοή του προσεχτικά. Όμως μάταια, γιατί δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, τον παραδαρμό του μαντιλιού πάνω στο στημένο κοντάρι και το μαστίγωμα του παγωμένου χιονιού στο σανίδωμα του έλκηθρου.

Ο Νικήτα εξακολουθούσε να μένει στην ίδια στάση, έτσι που κάθισε αποβραδίς, ακίνητος κι αμίλητος, δίχως να αποκρίνεται στον Βασίλη Αντρέιτς που κάνα δυο φορές του μίλησε.

- Ούτε καν που σκοτίστηκε αυτός. Κοιμάται του καλού καιρού, σκεφτόταν με αδημονία ο Βασίλη Αντρέιτς, κοιτάζοντας από πάνω το Νικήτα που ήτανε όλος σκεπασμένος με παχύτατο στρώμα χιονιού.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σηκωνόταν και ξαναπλάγιαζε, κάπου είκοσι φορές. Του φαινόταν πως κείνη η νύχτα δε θα είχε τέλος.

- Τώρα, σίγουρα πια, θα κοντεύει να ξημερώσει, στοχάστηκε κάποτε, καθώς είχε σηκωθεί και κοίταζε γύρω του. Να ρίξω μια ματιά στο ρολόι, θα παγώσω να ξεκουμπωθώ. Όμως άμα πειστώ, πως σύντομα θα ξημερώσει, όλο και πιο καλά θα νιώσω, θα αρχίσουμε να ζεύουμε..

Ήξερε πολύ καλά πως το ξημέρωμα αργούσε ακόμα όμως άρχισε ολοένα και πιο πολύ να δειλιάζει κι ήθελε ταυτόχρονα και να πειστεί και να γελαστεί. Ξεκούμπωσε προσεκτικά τις κόπιτσες του κοντογουνιού του και χώνοντας το χέρι στο κόρφο, έψαξε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει το γιλέκο. Με μεγάλο κόπο κατάφερε να βγάλει το ρολόι του, που ήτανε ασημένιο, με διάφορα στολίδια από σμάλτο και κοίταξε. Μα δίχως φως δε μπορούσε τίποτα να ξεχωρίσει. Ξανάπεσε μπρούμυτα όπως τότε που ήθελε να ανάψει το τσιγάρο του κι έβγαλε τα σπίρτα. Μα τώρα τα κατάφερε μεθοδικά, γιατί ψάχνοντας βρήκε ένα σπίρτο με μεγάλο κεφαλάκι κι αυτό άναψε μεμιάς. Με τη φλογίτσα του φώτισε την πλάκα του ρολογιού και δεν πίστευε στα μάτια του... Η ώρα ήτανε μονάχα δώδεκα και δέκα λεπτά. Μπροστά τους απλωνόταν ολάκερη η νύχτα.

- Ωχ, ατέλειωτη που είναι η νύχτα! - στοχάστηκε, νιώθοντας να παγώνει το αίμα του. Κουμπώθηκε πάλι καλά, κουκουλώθηκε και ζάρωσε στη γωνιά του έλκηθρου με την απόφαση να περιμένει υπομονετικά. Ξάφνου ανάμεσ' απ' τη μονότονη βουή του αέρα άκουσε κάποιο καινούριο ζωντανό ήχο. Ο ήχος αυτός εντεινόταν κανονικά και σαν έφτασε στο σημείο να ξεχωρίσει ολότελα, το ίδιο κανονικά άρχισε να ατονεί. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήτανε κάποιος λύκος. Κι ο λύκος αυτός, ούρλιαζε τόσο κοντά του, που με την πνοή του αέρα ακουγόταν η κίνηση που έκαναν οι μασέλες του αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του. Ο Βασίλη Αντρέιτς ξεκούμπωσε το γιακά του κι άκουγε προσεχτικά. Ο Μουχόρτη το ίδιο εντατικά έστηνε την ακοή του, κινώντας τ' αυτιά του κι όταν ο λύκος έπαψε να ουρλιάζει μετακίνησε τα πόδια του και χλιμίντρισε σαν για προειδοποίηση. Μετά απ' αυτό ήτανε πια ολότελα αδύνατο να μπορέσει να κοιμηθεί ο Βασίλη Αντρέιτς, μα ούτε και να ησυχάσει. Όσο κι αν προσπάθησε να σκεφτεί τους λογαριασμούς του, τις υποθέσεις του, τη φήμη για την αξία και τα πλούτη του, ο φόβος ολοένα και πιο έντονα τον κυρίευε και πάνω απ' όλες τις σκέψεις επικρατούσε κι ανάμεσα τους μπερδευόταν η οδυνηρή μεταμέλεια, γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα το Γρίσκινο.

- Ας λείψει και το δάσος και το καλό του. Και δίχως αυτό τα κέρδη δε θα μου λείψουν, δόξα να 'χει ο Θεός. Αχ, μονάχα τούτη η νύχτα να περάσει! - έλεγε μέσα του. Λένε πως οι μεθυσμένοι δεν αντέχουν στην παγωνιά και τα κακαρώνουν, στοχάστηκε κάποια στιγμή. Και εγώ το έτσουξα αρκετά.

Και προσέχοντας το συναίσθημά του αυτό αισθάνθηκε πως άρχισε να τρέμει, μη ξέροντας κι ο ίδιος γιατί έτρεμε: από το κρύο ή από το φόβο του. Δοκίμασε να κουκουλωθεί και να ξαπλώσει σαν πρωτύτερα, μα δε μπορούσε πια να το κάνει. Δε μπορούσε να μένει εκεί δα, ήθελε να σηκωθεί, και ν' απασχοληθεί σε κάτι για να καταπνίξει το φόβο που φούντωνε μέσα του και που ένιωθε τον εαυτό του ανίκανο να του αντισταθεί. Ξανάβγαλε τα τσιγάρα και τα σπίρτα του, μα του είχανε μείνει τρία σπίρτα όλα-όλα και τα χειρότερα, κι όλα τρίφτηκαν μοναχά δίχως ν' ανάψουν.

- Άντε στο διάολο, καταραμένο, γκρεμίσου από δω! - έβρισε δίχως κι ο ίδιος να ξέρει ποιον και πέταξε μακριά το τσιγάρο, που το είχε κάνει λιώμα μέσα στο χέρι του. Ήθελε να πετάξει και το κουμπί των σπίρτων μα σταμάτησε έγκαιρα την κίνηση του χεριού και το έχωσε στην τσέπη του. Η ανησυχία που τον κυρίεψε ήτανε τέτοια, που δε μπορούσε πια να μείνει καθισμένος μέσα στο έλκηθρο. Σηκώθηκε και βγήκε από τ' αμάξι. Στάθηκε με τη ράχη κατά τη μεριά του αέρα και τακτοποίησε όσο πιο καλά και πιο σφιχτά μπορούσε τις γούνες και τη ζώνη του.

- Τι να κάθομαι ακίνητος και να περιμένω το θάνατο; Θα καβαλήσω το άλογο και μαρς, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Καβάλα τ' άλογο δεν κουράζεται πολύ. Κείνος κει, στοχάστηκε κάποια στιγμή για το Νικήτα, και να πεθάνει δε χάθηκε ο κόσμος. Και τάχατες που ζει τι καταλαβαίνει; Μήτε που θ' αφήσει κανένα βιος πίσω του, για να πικραίνεται. Μα εγώ, δόξα τω Θεώ κάτι έχω και πρέπει να το χαρώ...

Και αφού έλυσε τ' άλογο, ταχτοποίησε τα γκέμια γύρω στο λαιμό του κι έκανε να καβαλήσει μα οι γούνες και τα ποδήματά του ήτανε τόσο βαριά, που δεν τα κατάφερε. Τότε στάθηκε μέσα στο έλκηθρο για να καβαλήσει από κει. Όμως το αμάξι ταλαντεύτηκε κάτω από το βάρος του και πάλι δε μπόρεσε. Τέλος, την τρίτη φορά, τράβηξε το άλογο δίπλα στο έλκηθρο, πάτησε με πολλή προσοχή στην άκρη και πέτυχε να πέσει με την κοιλιά του κάθετα στην πλάτη του Μουχόρτη. Έμεινε για λίγο σ' αυτήν τη στάση, ύστερα σύρθηκε μια-δυο φορές πιο πέρα, πέρασε το ένα πόδι του πάνω από τη ράχη του αλόγου και καλοκάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στο λουρί του κουλανιού. Η απότομη κίνηση που έκανε το έλκηθρο καθώς ξεκουνήθηκε μ' όλες αυτές τις προσπάθειες του Βασίλη Αντρέιτς, ξύπνησε το Νικήτα, και κάτι είπε, φαίνεται.

- Αμ' δε θα σ' ακούσω δα, κουτομόγια! Τι, θα κάτσω έτσι δα να χάσω τη ζωή μου για το τίποτα; - του φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς και σιάχνοντας κάτω από τα γόνατα του τις ποδιές της γούνας του που ανεμίζονταν, έστρεψε το άλογο και το οδήγησε πέρα από το έλκηθρο κατά το σημείο κείνο, που υπολόγισε πως έπρεπε να βρίσκεται το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα.


VI. Αφέντης και Δούλος VI. Amo y criado

Ο Βασίλη Αντρέιτς, καθώς ήτανε τυλιγμένος στις δυο γούνες του αισθανόταν πολύ ζεστά, προπάντων ύστερ' από την απασχόλησή του για ξεπέρασμα της χιονοστιβάδας. Όμως ένα παγερό ρίγος πέρασε την πλάτη του, όταν κατάλαβε πως πραγματικά εκεί πέρα έπρεπε να περάσουν τη νύχτα τους. Για να ηρεμήσει κάθισε στο έλκηθρο κι έβγαλε τα τσιγάρα του και τα σπίρτα του.

Ο Νικήτα στο αναμεταξύ ξέζευε το άλογο και κάνοντας μεθοδικά αυτή τη δουλειά δεν έπαυε να μιλάει στο ζώο, σάμπως για να το ενθαρρύνει.

- Έλα, έλα έβγα, του έλεγε, βγάζοντας το από τα δυο ξύλα του ρυμού. Να, θα σε δέσω εδώ, θα σου βάλω αχεράκι μπόλικο και θα σου βγάλω το καπίστρι, συνέχισε, κάνοντας ταυτόχρονα εκείνο που έλεγε. Άμα φας λιγάκι θα νιώσεις κάπως πιο καλά.

Μα ο Μουχόρτη, ήτανε φανερό, πως δεν καθησύχαζε με τα λόγια του Νικήτα κι έμενε ταραγμένος. Κινούσε αδιάκοπα τα πόδια του, κολλούσε στο έλκηθρο, με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα κι έτριβε το κεφάλι το πάνω στο μανίκι του Νικήτα.

Σάμπως μονάχα για μη χαλάσει το χατίρι του Νικήτα, που του σέρβιρε το άχυρο, άρπαξε με μια ορμητική κίνηση λιγάκι στο στόμα, μα την ίδια στιγμή σκέφτηκε πως εκείνη η ώρα δεν ήτανε για λιχουδιές και το πέταξε αμέσως κι ο αέρας το άδραξε το σκόρπισε, το πέταξε μακριά και το σκέπασε με το χιόνι.

- Και τώρα θα στήσουμε το σημάδι, είπε ο Νικήτα, έστρεψε το έλκηθρο φάτσα στον αέρα, ανασήκωσε κι έστησε ολόρθα τα δυο μακριά ξύλα του ρυμού και τα στερέωσε όσο μπορούσε πιο γερά στη βάση τους. Και τώρα, σαν μας καταπλακώσει το χιόνι, οι καλοί χριστιανοί απ' αυτό το σημάδι θα οδηγηθούν να μας ξεθάψουν, πρόσθεσε, χαϊδεύοντας τα γάντια του και περνώντας τα στα ξεπαγιασμένα χέρια του. Έτσι δα, μας μαθαίνανε οι γέροι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς στο αναμεταξύ, μάταια προσπαθούσε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Πολλά σπίρτα χάλασε ώσπου να το καταφέρει, γιατί ο αέρας ή του τα έσβηνε ή τα άρπαζε μεσ' από τα χέρια και τα πετούσε μακριά. Επιτέλους μπόρεσε ν' ανάψει και να κρατήσει αναμμένο ένα σπίρτο που με τη φλογίτσα του φώτισε για μια στιγμούλα τη γούνα του, το χέρι του με το χρυσό δαχτυλίδι στο δείχτη που τον κρατούσε γυρισμένο προς τα μέσα και το καταχιονισμένο άχυρο που πρόβαλε κάτω από την κάπα, και το τσιγάρο άναψε. Τράβηξε με απληστία μια δυο ρουφηξιές τον καπνό, τον αμόλησε από τα ρουθούνια του, θέλησε να συνεχίσει, μα ο αέρα πέταξε και το τσιγάρο μακριά, όπως και τ' άχυρο.

Όμως κι αυτό το λιγοστό κάπνισμα διασκέδασε κάπως τον Βασίλη Αντρέιτς.

- Ας ξενυχτίσουμε λοιπόν, μια και δε γίνεται αλλιώς, είπε. Και τώρα στάσου να στήσω και μια σημαία, πρόσθεσε. Πήρε το μαντίλι που πρωτύτερα το είχε λύσει από το λαιμό του, έβγαλε τα γάντια του, ορθώθηκε, τεντώθηκε όσο μπορούσε και το έδεσε με διπλό κόμπο σφιχτά-σφιχτά πάνω σε ένα από τα στημένα κοντάρια.

Το μαντίλι κυμάτισε απελπισμένα και πότε κολλούσε πάνω στο κοντάρι, πότε ξεπετούσε με ορμητικά ξετινάγματα στον αέρα, τεντωνόταν κι έτριζε.

- Το πέτυχα μια χαρά! - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς καμαρώνοντας το έργο του και ξαναχώθηκε στο έλκηθρο. Θα ζεσταινόμαστε καλύτερα αν καθόμαστε μαζί οι δυο μας, όμως δε χωράμε, πρόσθεσε.

- Εγώ θα βρω κάπου να βολευτώ, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Μονάχα το κακόμοιρο το ζωντανό ξεπάγιασε ολότελα και πρέπει να του ρίξω την κάπα στη ράχη του. Για στάσου, και πλησιάζοντας το έλκηθρο τράβηξε έξω την κάπα, που μ' αυτήν είχε σκεπάσει το στρωμένο άχυρο, αψηφώντας που ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε καθισμένος πάνω.

Δίπλωσε την κάπα στα δύο και την έριξε στη ράχη του Μουχόρτη.

- Έτσι δα, όλο και κάπως πιο ζεστά θα νοιώθεις, μικρέ μου μπουνταλά, έλεγε ο Νικήτα περνώντας πάνω από την κάπα το σέλμα και το κουλάνι και σφίγγοντας τα λουριά καλά έτσι που να μη κινδυνεύει να την συνεπάρει η ορμή της θύελλας. Δώστε μου τώρα κείνο το κομμάτι το καναβάτσο και λίγο άχερο, πρόσθεσε ξαναγυρίζοντας κοντά στο Βασίλη Αντρέιτς αφού βόλεψε όσο πιο καλά μπορούσε το άλογο, και παίρνοντας και το 'να και τ' άλλο, αποσύρθηκε πίσω από το έλκηθρο άνοιξε με τα χέρια του μια γούβα μέσα στο χιόνι, έστρωσε το άχυρο, έχωσε το σκούφο του όσο πιο βαθιά μπορούσε, σφιχτοτυλίχτηκε με το πανωφόρι του, κουκουλώθηκε με το καναβάτσο και χώθηκε στη γούβα με τ' άχυρο ακουμπώντας στο πίσω μέρος του έλκηθρου που τον προφύλαγε κι από τον αέρα κι από το χιόνι.

Ο Βασίλη Αντρέιτς κουνούσε περιφρονητικά το κεφάλι για ολ' αυτά που έκανε ο Νικήτα, όπως γενικά ποτέ δεν εύρισκε σωστά τα καμώματα των μουζίκων που ήτανε αγράμματοι και κουτοί και στο αναμεταξύ προσπάθησε να βολευτεί κι ο ίδιος μέσα στο έλκηθρο. Ταχτοποίησε όσο μπορούσε το άχυρο που έμεινε, σωριάζοντάς το πιότερο κάτω από τα πλευρά του, έχωσε τα χέρια του στα μανίκια της γούνας του κι ακούμπησε το κεφάλι του στη μια γωνία του έλκηθρου όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να είναι προφυλαγμένος κάπως από τη μανία του αέρα.

Δεν του ερχόταν ύπνος. Κειτόταν και σκεφτόταν πάντα εκείνο το ίδιο, που αποτελούσε το μοναδικό σκοπό, τη σημασία, τη χαρά και την περηφάνια της ζωής του. Πόσα δηλαδή λεφτά κατόρθωσε να κερδίσει και πόσα μπορεί να κερδίσει ακόμα. Πόσα λεφτά κέρδισαν κι έχουν διάφοροι άλλοι γνώριμοι του, πώς τα κέρδισαν και πώς τα κερδίζουν και πώς εκείνος, όμοια μ' αυτούς μπορεί πολλά να κερδίσει ακόμα. Η αγορά του μικρού δάσους του Γοριάτσκινο ήτανε γι' αυτόν ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας. Έλπιζε από το δασάκι αυτό να κερδίσει με το πρώτο δέκα χιλιαδούλες το λιγότερο. Κι άρχισε νοερά να κάνει τη διατίμησή του, καθώς το είχε δει το φθινόπωρο τότε που πρόφτασε να μετρήσει όλα τα δέντρα που σκέπαζαν την περιοχή από δυο ντεσιατίνες.

- Οι βαλανιδιές θα πάνε για βάσεις αμαξιών. Τα κουτσουράκια χώρια. Και καυσόξυλα ίσαμε τριάντα οργιές θα δώσει η κάθε ντεσιατίνα, στοχαζόταν. Η κάθε ντεσιατίνα θ' αφήσει κέρδος διακόσια είκοσι πέντε ρουβλάκια το πιο λίγο. Πενήντα έξι ντεσιατίνες και πενήντα έξι κατοστάρικα κι άλλα πενήντα έξι κατοστάρικα κι ακόμα πενήντα έξι δεκάρικα, κι άλλα πενήντα έξι δεκάρικα, κι ακόμα πενήντα έξι πεντάρικα. Έβλεπε πως έβγαιναν πάνω από δώδεκα χιλιάδες όμως δίχως το αριθμητήρι δε μπορούσε να βρει πόσο θα ήταν όλο το ποσό.

- Όμως δε θα το δώσω δέκα χιλιάδες, μα θα σταθώ στις οχτώ και ν' αφαιρεθούν τα ξέφωτα. Άμα βάλω στο χέρι του γεωμέτρη ένα ή κι ενάμιση κατοστάρικο, αυτός θα καταφέρει να υπολογίσει τα ξέφωτα ίσαμε πέντε ντεσιατίνες. Και τότε θα μου τ' αφήσει οχτώ. Και τρεις χιλιαδούλες καπάρο, θα τον καταφέρω σκεφτόταν και με την ανάστροφη του χεριού, χάιδευε το πορτοφόλι του που το είχε χωμένο βαθιά στην εσωτερική τσέπη. Πώς τα καταφέραμε ωστόσο να χάσουμε το δρόμο από τη στροφή και πέρα ένας θεός το ξέρει! Εδώ κάπου θα έπρεπε να είναι το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα, θα έπρεπε ν' ακούγονται σκυλιά ν' αλυχτάνε. Μα θαρρείς και βουβαίνονται τα καταραμένα, τότε ακριβώς που πρέπει να αλυχτήσουν. Απομάκρυνε το γιακά της γούνας από τ' αυτί κι αφουγκράστηκε. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, από τη φασαρία που έκανε το δεμένο μαντίλι καθώς το τρέλαινε η ορμή της θύελλας και εκείνη του παγωμένου χιονιού που χτύπαγε πάνω στην ράχη του έλκηθρου πέφτοντας άφθονο. Ο Βασίλη Αντρέιτς κουκουλώθηκε πάλι με το γιακά.

- Να το ήξερα θα έμενα να κοιμηθώ στο Γρίσκινο. Μα το ίδιο κάνει, θα φτάσουμε αύριο. Μόνο που έχασα μια ημέρα. Με τέτοιο καιρό οι έμποροι της πολιτείας δεν πρόκειται να ξεμυτίσουν. Και θυμήθηκε πως στις 9 του μήνα θα έπρεπε να του φέρει κάτι λεφτά ο χασάπης. Μου είχε πει πως θα ερχόταν ο ίδιος και εγώ θα λείπω. Κείνη η προκομμένη η γυναίκα μου δε θα νιώσει να παραλάβει τα λεφτά. Είναι ένα ξύλο απελέκητο. Μήτε να φερθεί σαν άνθρωπος δεν είναι ικανή, συνέχισε τη σκέψη του, γιατί αναθυμήθηκε πόσο άσχημα φέρθηκε στο αστυνόμο της περιφέρειας που είχε πάει να τους επισκεφτεί χτες, με την ευκαιρία της γιορτής. Γυναίκα, τι να πεις; Μήπως είδε κόσμο, μήπως έμαθε φέρσιμο; Που να τα δει αυτά; Σαν σκέφτομαι, πως ήτανε το σπιτικό μας όταν ζούσαν οι γέροι μου! Ο σχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε ένας πλούσιος μουζίκος, νοικοκυρεμένος που κρατούσε ένα χάνι στο χωριό. Μα εγώ κοίτα τι κατάφερα ν' αποχτήσω μέσα σε δεκαπέντε χρόνια! Μπακάλικο, δυο καπηλειά, μύλο, σταραποθήκες, δυο χτήματα με νοίκι, και σπίτι με αποθήκη και με σιδερένια σκεπή, αράδιαζε με περηφάνια. Όχι τα παραμικρά του πατέρα μου. Ποιανού όνομα βροντάει σήμερα σ' όλη την περιοχή; Του Μπρεχουνόβ! Και γιατί αυτό; Γιατί, τη δουλειά έχω πάντα στο νου μου, γιατί αδιάκοπα πασχίζω, όχι σαν κάτι άλλους που τεμπελιάζουν ή το ρίχνουν έξω. Μα εγώ περνάω άγρυπνες νύχτες. Θύελλα, ξεθύελλα στο δρόμο βρίσκομαι. Κι έτσι πετυχαίνω πάντα τις δουλειές μου. Να μην φαντάζονται πως τα λεφτά κερδίζονται παίζοντας. Όχι, κύριε. Πρέπει να κοπιάσεις, να σπάσεις το κεφάλι σου. Να έτσι δα, να ξενυχτάς χειμώνα καιρό, με χιονοθύελλα μέσα στον κάμπο και να αγρυπνάς νύχτες ολάκερες. Να στριφογυρίζει το μαξιλάρι σου κατ' από το κεφάλι σου καθώς γυρνάς από δω κι από κει αγρυπνώντας από τις σκέψεις, στοχαζόταν με περίσσεια περηφάνια. Φαντάζονται πως από τυχερό τους πετυχαίνουν στη ζωή. Να οι Μιρόνοβ, τώρα λογαριάζονται εκατομμυριούχοι. Και πώς αυτό; Να δουλέψεις, να κουραστείς. Τότες σου δίνει κι ο Θεός. Φτάνει μοναχά να 'ναι υγεία.

Κι η σκέψη πως μπορούσε κι αυτός να γίνει ένας εκατομμυριούχος σαν τον Μιρόνοβ, που ξεκίνησε με το τίποτα, τον συγκίνησε τόσο πολύ, που αισθάνθηκε έντονη την ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. Όμως ο συνομιλητής δεν υπήρχε κείνη τη στιγμή... Αν κατάφερναν τουλάχιστο να έφταναν στο Γοριάτσκινο, θα τα έψελνε καλά του νεαρού κτηματία και θα του έβανε τα γυαλιά.

- Πω! Πω! Τι δυνατός αέρας είναι τούτος; Κατά πως φαίνεται θα το στρώσει τόσο πολύ που δε θα μπορέσουμε να ξεκολλήσουμε από δω χάμω μηδέ το πρωί, στοχάστηκε, καθώς άκουγε τον ψυχρό αέρα να φυσομανάει και το παγωμένο πυκνό χιόνι να πέφτει πάνω στο σανίδωμα του ελκήθρου. Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά τριγύρω: μέσα στην κάτασπρη ταλαντευόμενη σκοτεινιά, διακρινόταν να μαυρίζει λιγάκι το κεφάλι του Μουχόρτη, κι η ράχη του σκεπασμένη με την κάπα κι η φουντωτή ουρά του δεμένη κόμπο. Ολούθε, γύρω, μπροστά, πίσω, απλωνόταν η ίδια μονότονη, ταλαντευόμενη, κάτασπρη σκοτεινιά, που κάπου-κάπου σαν να διαλυόταν αδιόρατα για μια στιγμή κι ύστερα πάλι γινόταν ακόμα πιο ζοφερή.

- Έσφαλα που άκουσα το Νικήτα, σκέφτηκε, θα έπρεπε να προχωρήσουμε, όλο και κάπου θα βγαίναμε. Ακόμα μπορούσαμε να πάμε πίσω στο Γρίσκινο και να περάσουμε τη νύχτα μας στου Τάρας. Να τώρα, κάτσε δω και ξεπάγιασε ολονυχτίς. Αλήθεια, τι ήτανε εκείνο το καλό, που σκεφτόμουν πρωτύτερα; Α, θυμήθηκα. Πως ο Θεός ανταμείβει τους ανθρώπους για τους κόπους τους. Μονάχα οι άνθρωποι που κοπιάζουν στη ζωή τους προκόβουν, κι όχι οι αλήτες, οι τεμπελχανάδες κι οι βλάκες. Ας καπνίσω ένα τσιγαράκι τώρα!

Κάθισε, έβγαλε την τσιγαροθήκη του, έπεσε μπρούμυτα, άνοιξε τη γούνα του, προφυλάγοντας έτσι από τον αέρα το σπίρτο που θα άναβε, μα ο αέρας εύρισκε τρόπο να εισχωρήσει κι έσβηνε τα σπίρτα που άναβαν το ένα πίσω από το άλλο. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε ν' ανάψει το τσιγάρο του. Το ότι πέτυχε κείνο που ήθελε του έδωσε μεγάλη χαρά. Παρ' όλο, που το τσιγάρο το κάπνισε πιο πολύ ο αέρας, παρά ο Βασίλη Αντρέιτς, και κείνες οι δυο-τρεις ρουφηξιές, που μπόρεσε να τραβήξει του έκαναν καλό. Ξάπλωσε πάλι σαν και πρώτα, κουκουλώθηκε κι άρχισε να αναθυμιέται και να ονειροπολεί και δίχως κι ο ίδιος να το αντιληφτεί ξαφνικά ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε.

Μα ολομεμιάς σαν κάτι να τον έσπρωξε δυνατά και ξύπνησε. Να είχε τάχα ανακινήσει το άχυρο κάτωθέ του ο Μουχόρτη ή κάτι μέσα του τον ανατάραξε; Ξύπνησε ωστόσο κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα. Άνοιξε τα μάτια του. Γύρω του τα ίδια ήτανε πάλι, μονάχα που φαινόταν κά πως σαν πιο φωτεινά.

- Αρχίζει να φέγγει, στοχάστηκε. Δε θα αργήσει, πρέπει να ξημερώσει. Μα ταυτόχρονα κατάλαβε πως τώρα ήτανε πιο φωτεινά, γιατί είχε ανατείλει το φεγγάρι. Ανασηκώθηκε και παρατήρησε προσεχτικά το άλογο. Κείνο στεκόταν με τη ράχη γυρισμένη στον αέρα και έτρεμε σύγκορμο. Η κάπα καταχιονισμένη είχε ξεφύγει πλάγια και τώρα διακρινόταν πιο καλά το καταχιονισμένο κεφάλι του ζώου κι η αναμαλλιασμένη χαίτη του. Ο Βασίλη Αντρέιτς έσκυψε πάνω από το πίσω μέρος του έλκηθρου και κοίταξε. Ο Νικήτα καθόταν πάντα μέσα στη γούβα που άνοιξε, στην ίδια στάση σαν πρωτοκάθισε. Το καναβάτσο, που μ' αυτό είχε σκεπαστεί και τα πόδια του ήταν πασπαλισμένα με παχύ στρώμα χιονιού.

- Μη ξεπαγιάσει ολότελα ο μουζίκος. Είναι τόσο κακοντυμένος σχεδόν κουρέλια φοράει. Θα έχω να δώσω λόγο για δαύτον. Να τι τραβάει κάποιος μ' αυτούς τους εργάτες. Λαός αμόρφωτος, σκέφτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς και κάποια στιγμή είπε μέσα του, να πάρει την κάπα από το άλογο και να σκεπάσει μ' αυτήν το Νικήτα, όμως θα κρύωνε να σηκωθεί και να μετακινηθεί κι εκτός απ' αυτό φοβόταν μη ξεπαγιάσει το άλογο. Και τι ήθελα να τον κουβαλάω μαζί μου; Όλο από την ανοησία εκείνης! Συμπέρανε κι αναθυμήθηκε τη γυναίκα του, που δε τη συμπαθούσε καθόλου. Ξάπλωσε πάλι μέσα στο έλκηθρο. Έτσι δα ο μπάρμπας μου ξενύχτισε κάποτε μέσα στα χιόνια, και δεν έπαθε τίποτα. Ναι, μα το Σεβαστιάν τον ξέθαψαν, του ήρθε αμέσως στο νου κάποια άλλη περίπτωση, κι απόθανε την ίδια στιγμή. Είχε ξυλιάσει όλος, σαν τομάρι παγωμένο είχε γίνει. Αν έμενα να περάσω τη νύχτα μου στο Γρίσκινο θα ήταν πολύ πιο καλά.

Κι αφού τυλίχτηκε πολύ προσεκτικά, έτσι που η ζεστασιά της γούνας να μην πηγαίνει χαμένη, παρά να τον θερμαίνει παντού και στο λαιμό, και στα γόνατα, και στις πατούσες, έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας ν' αποκοιμηθεί πάλι. Όμως όσο κι αν προσπαθούσε τώρα, στάθηκε αδύνατο να ξεχαστεί παρά απεναντίας ένιωθε να 'ναι απόλυτα ξενυσταγμένος και ζωηρεμένος. Άρχισε πάλι να λογαριάζει τα κέρδη και τα λεφτά που του χρωστούσαν οι διάφοροι, να αυτοπαινεύεται με καμάρι για τ' άτομό του και τη ζηλευτή οικονομική του κατάσταση, μα τώρα όλες οι σκέψεις αδιάκοπα κόβονταν από κάποιο φόβο που λάνθανε μέσα του, και διαρκώς μετάνιωνε γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα στο Γρίσκινο.

- Αν έμενα εκεί πέρα, τώρα θα ήμουνα ξαπλωμένος μέσα σε ζεστά στρωσίδια, στοχαζόταν, μετανιωμένος πικρά.

Γύρισε και ξαναγύρισε κάμποσες φορές μέσα στο έλκηθρο, πασχίζοντας να βολευτεί πιο καλά και να βρει μια στάση πιο άνετη και πιο προφυλαγμένη από τον αέρα, μα όλα τα έβρισκε στραβά. Ξανασηκώνονταν, άλλαζε θέση, τύλιγε τα πόδια του, έκλεινε τα μάτια κι απόμενε ήσυχος έτσι δα. Μα είτε τα πόδια του, όπως τα κρατούσε διπλωμένα και καθώς ήτανε χωμένα μέσα στα γερά μάλλινα ποδήματα, άρχιζαν να μουδιάζουν, ή από κάπου τον διαπερνούσε ο παγερός αέρας κι αναγκαζόταν πάλι να ξανασηκωθεί για να επιχειρήσει καινούρια ταχτοποίηση, γκρινιάζοντας γιατί δεν έμεινε στο Γρίσκινο να 'ναι εκείνη τη στιγμή ξαπλωμένος άνετα και ζεστά.

Κάποια στιγμή του φάνηκε πως άκουσε μακρινό λάλημα πετεινού. Χάρηκε τόσο πολύ, που ξεκούμπωσε τη γούνα του κι έστησε την ακοή του προσεχτικά. Όμως μάταια, γιατί δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο εκτός από τα σφυρίγματα του αέρα, τον παραδαρμό του μαντιλιού πάνω στο στημένο κοντάρι και το μαστίγωμα του παγωμένου χιονιού στο σανίδωμα του έλκηθρου.

Ο Νικήτα εξακολουθούσε να μένει στην ίδια στάση, έτσι που κάθισε αποβραδίς, ακίνητος κι αμίλητος, δίχως να αποκρίνεται στον Βασίλη Αντρέιτς που κάνα δυο φορές του μίλησε.

- Ούτε καν που σκοτίστηκε αυτός. Κοιμάται του καλού καιρού, σκεφτόταν με αδημονία ο Βασίλη Αντρέιτς, κοιτάζοντας από πάνω το Νικήτα που ήτανε όλος σκεπασμένος με παχύτατο στρώμα χιονιού.

Ο Βασίλη Αντρέιτς σηκωνόταν και ξαναπλάγιαζε, κάπου είκοσι φορές. Του φαινόταν πως κείνη η νύχτα δε θα είχε τέλος.

- Τώρα, σίγουρα πια, θα κοντεύει να ξημερώσει, στοχάστηκε κάποτε, καθώς είχε σηκωθεί και κοίταζε γύρω του. Να ρίξω μια ματιά στο ρολόι, θα παγώσω να ξεκουμπωθώ. Όμως άμα πειστώ, πως σύντομα θα ξημερώσει, όλο και πιο καλά θα νιώσω, θα αρχίσουμε να ζεύουμε..

Ήξερε πολύ καλά πως το ξημέρωμα αργούσε ακόμα όμως άρχισε ολοένα και πιο πολύ να δειλιάζει κι ήθελε ταυτόχρονα και να πειστεί και να γελαστεί. Ξεκούμπωσε προσεκτικά τις κόπιτσες του κοντογουνιού του και χώνοντας το χέρι στο κόρφο, έψαξε πολλή ώρα ώσπου να φτάσει το γιλέκο. Με μεγάλο κόπο κατάφερε να βγάλει το ρολόι του, που ήτανε ασημένιο, με διάφορα στολίδια από σμάλτο και κοίταξε. Μα δίχως φως δε μπορούσε τίποτα να ξεχωρίσει. Ξανάπεσε μπρούμυτα όπως τότε που ήθελε να ανάψει το τσιγάρο του κι έβγαλε τα σπίρτα. Μα τώρα τα κατάφερε μεθοδικά, γιατί ψάχνοντας βρήκε ένα σπίρτο με μεγάλο κεφαλάκι κι αυτό άναψε μεμιάς. Με τη φλογίτσα του φώτισε την πλάκα του ρολογιού και δεν πίστευε στα μάτια του... Η ώρα ήτανε μονάχα δώδεκα και δέκα λεπτά. Μπροστά τους απλωνόταν ολάκερη η νύχτα.

- Ωχ, ατέλειωτη που είναι η νύχτα! - στοχάστηκε, νιώθοντας να παγώνει το αίμα του. Κουμπώθηκε πάλι καλά, κουκουλώθηκε και ζάρωσε στη γωνιά του έλκηθρου με την απόφαση να περιμένει υπομονετικά. Ξάφνου ανάμεσ' απ' τη μονότονη βουή του αέρα άκουσε κάποιο καινούριο ζωντανό ήχο. Ο ήχος αυτός εντεινόταν κανονικά και σαν έφτασε στο σημείο να ξεχωρίσει ολότελα, το ίδιο κανονικά άρχισε να ατονεί. Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Ήτανε κάποιος λύκος. Κι ο λύκος αυτός, ούρλιαζε τόσο κοντά του, που με την πνοή του αέρα ακουγόταν η κίνηση που έκαναν οι μασέλες του αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του. Ο Βασίλη Αντρέιτς ξεκούμπωσε το γιακά του κι άκουγε προσεχτικά. Ο Μουχόρτη το ίδιο εντατικά έστηνε την ακοή του, κινώντας τ' αυτιά του κι όταν ο λύκος έπαψε να ουρλιάζει μετακίνησε τα πόδια του και χλιμίντρισε σαν για προειδοποίηση. Μετά απ' αυτό ήτανε πια ολότελα αδύνατο να μπορέσει να κοιμηθεί ο Βασίλη Αντρέιτς, μα ούτε και να ησυχάσει. Όσο κι αν προσπάθησε να σκεφτεί τους λογαριασμούς του, τις υποθέσεις του, τη φήμη για την αξία και τα πλούτη του, ο φόβος ολοένα και πιο έντονα τον κυρίευε και πάνω απ' όλες τις σκέψεις επικρατούσε κι ανάμεσα τους μπερδευόταν η οδυνηρή μεταμέλεια, γιατί δεν έμεινε να περάσει τη νύχτα το Γρίσκινο.

- Ας λείψει και το δάσος και το καλό του. Και δίχως αυτό τα κέρδη δε θα μου λείψουν, δόξα να 'χει ο Θεός. Αχ, μονάχα τούτη η νύχτα να περάσει! - έλεγε μέσα του. Λένε πως οι μεθυσμένοι δεν αντέχουν στην παγωνιά και τα κακαρώνουν, στοχάστηκε κάποια στιγμή. Και εγώ το έτσουξα αρκετά.

Και προσέχοντας το συναίσθημά του αυτό αισθάνθηκε πως άρχισε να τρέμει, μη ξέροντας κι ο ίδιος γιατί έτρεμε: από το κρύο ή από το φόβο του. Δοκίμασε να κουκουλωθεί και να ξαπλώσει σαν πρωτύτερα, μα δε μπορούσε πια να το κάνει. Δε μπορούσε να μένει εκεί δα, ήθελε να σηκωθεί, και ν' απασχοληθεί σε κάτι για να καταπνίξει το φόβο που φούντωνε μέσα του και που ένιωθε τον εαυτό του ανίκανο να του αντισταθεί. Ξανάβγαλε τα τσιγάρα και τα σπίρτα του, μα του είχανε μείνει τρία σπίρτα όλα-όλα και τα χειρότερα, κι όλα τρίφτηκαν μοναχά δίχως ν' ανάψουν.

- Άντε στο διάολο, καταραμένο, γκρεμίσου από δω! - έβρισε δίχως κι ο ίδιος να ξέρει ποιον και πέταξε μακριά το τσιγάρο, που το είχε κάνει λιώμα μέσα στο χέρι του. Ήθελε να πετάξει και το κουμπί των σπίρτων μα σταμάτησε έγκαιρα την κίνηση του χεριού και το έχωσε στην τσέπη του. Η ανησυχία που τον κυρίεψε ήτανε τέτοια, που δε μπορούσε πια να μείνει καθισμένος μέσα στο έλκηθρο. Σηκώθηκε και βγήκε από τ' αμάξι. Στάθηκε με τη ράχη κατά τη μεριά του αέρα και τακτοποίησε όσο πιο καλά και πιο σφιχτά μπορούσε τις γούνες και τη ζώνη του.

- Τι να κάθομαι ακίνητος και να περιμένω το θάνατο; Θα καβαλήσω το άλογο και μαρς, του ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Καβάλα τ' άλογο δεν κουράζεται πολύ. Κείνος κει, στοχάστηκε κάποια στιγμή για το Νικήτα, και να πεθάνει δε χάθηκε ο κόσμος. Και τάχατες που ζει τι καταλαβαίνει; Μήτε που θ' αφήσει κανένα βιος πίσω του, για να πικραίνεται. Μα εγώ, δόξα τω Θεώ κάτι έχω και πρέπει να το χαρώ...

Και αφού έλυσε τ' άλογο, ταχτοποίησε τα γκέμια γύρω στο λαιμό του κι έκανε να καβαλήσει μα οι γούνες και τα ποδήματά του ήτανε τόσο βαριά, που δεν τα κατάφερε. Τότε στάθηκε μέσα στο έλκηθρο για να καβαλήσει από κει. Όμως το αμάξι ταλαντεύτηκε κάτω από το βάρος του και πάλι δε μπόρεσε. Τέλος, την τρίτη φορά, τράβηξε το άλογο δίπλα στο έλκηθρο, πάτησε με πολλή προσοχή στην άκρη και πέτυχε να πέσει με την κοιλιά του κάθετα στην πλάτη του Μουχόρτη. Έμεινε για λίγο σ' αυτήν τη στάση, ύστερα σύρθηκε μια-δυο φορές πιο πέρα, πέρασε το ένα πόδι του πάνω από τη ράχη του αλόγου και καλοκάθισε στηρίζοντας τα πόδια του στο λουρί του κουλανιού. Η απότομη κίνηση που έκανε το έλκηθρο καθώς ξεκουνήθηκε μ' όλες αυτές τις προσπάθειες του Βασίλη Αντρέιτς, ξύπνησε το Νικήτα, και κάτι είπε, φαίνεται.

- Αμ' δε θα σ' ακούσω δα, κουτομόγια! Τι, θα κάτσω έτσι δα να χάσω τη ζωή μου για το τίποτα; - του φώναξε ο Βασίλη Αντρέιτς και σιάχνοντας κάτω από τα γόνατα του τις ποδιές της γούνας του που ανεμίζονταν, έστρεψε το άλογο και το οδήγησε πέρα από το έλκηθρο κατά το σημείο κείνο, που υπολόγισε πως έπρεπε να βρίσκεται το δάσος κι η καλύβα του δασοφύλακα.