×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), ΙΧ. Αφέντης και Δούλος

ΙΧ. Αφέντης και Δούλος

Σαν έφτασε μπουσουλώντας ίσαμε το έλκηθρο, ο Βασίλη Αντρέιτς αδράχτηκε από δαύτο κι απόμεινε πολλή ώρα έτσι ακίνητος, προσπαθώντας να ηρεμήσει και να ξανασάνει. Ο Νικήτα δε φαινόταν πια στην πρώτη του θέση, μα μέσα στο αμάξι κάποιος ήτανε ξαπλωμένος, σκεπασμένος ολότελα με το χιόνι κι ο Βασίλη Αντρέιτς κατάλαβε πως ήταν ο Νικήτα. Η τρομάρα του τώρα είχε περάσει κι αν φοβόταν κάτι, ήτανε μονάχα κείνη η φριχτή ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε σαν απόμεινε κατάμονος μέσα στο χιονοσωρό. Έπρεπε οπωσδήποτε να μην την ξαναπάθει και για να μην την ξαναπάθει έπρεπε να κάνει κάτι, ν' απασχοληθεί σε κάτι. Και για τούτο πρώτη του δουλειά ήτανε να γυρίσει με την πλάτη προς τον αέρα και να λύσει τη γούνα του. Ύστερα, αφού ξανάσανε λιγάκι, τίναξε τα χιόνια μέσα από τα ποδήματά του, από τ' αριστερό γάντι, (το δεξί είχε πια χαθεί και σίγουρα θα ήτανε κάπου πλακωμένο με παχύ χιόνι) ύστερα ζώστηκε σφιχτά και χαμηλά το ζουνάρι του, όπως συνήθιζε πάντα όταν έβγαινε από το μαγαζί του για ν' αγοράσει το στάρι που κουβαλούσαν οι μουζίκοι με τα κάρα τους κι ετοιμάστηκε να δράσει. Πρώτα-πρώτα πήγε και ξεμπέρδεψε τα γκέμια που βασάνιζαν το άλογο, απελευθέρωσε το πόδι του που πάνω σ' αυτό είχανε τυλιχτεί, ύστερα το έσυρε από το καπίστρι και το ξανάδεσε στην αρχική του θέση και πήγε από πίσω για να σιάξει το σέλμα και την κάπα. Μα κείνη τη στιγμή είδε πως κάτι σάλεψε μέσα στο έλκηθρο και πρόβαλε το χιονοσκεπασμένο κεφάλι του Νικήτα. Ήτανε φανερό, πως ο Νικήτα, που άρχισε πια να παγώνει, με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώθηκε και κάθισε, κινώντας ολοένα το χέρι του μπροστά στη μύτη του κάπως παράξενα, λες κι έδιωχνε μύγες. Κινούσε το χέρι του και κάτι έλεγε, που ο Βασίλη Αντρέιτς δεν κατάλαβε, για τούτο παράτησε την κάπα του και τον πλησίασε.

- Τι τρέχει; τον ρώτησε. Τι λες;

- Πε-θαί-νω γω, να, τι λέω, με πολύ κόπο και με κομμένη φωνή πρόφερε ο Νικήτα. Τα δουλεμένα μηνιάτικά μου να τα δώσεις του παιδιού μου, ή της γυναίκας, το ίδιο κάνει;

- Μα τι τρέχει; Μπας και ξεπάγιασες; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Νιώθω το θάνατό μου... σχώρα με, για το Χριστό... αποκρίθηκε ο Νικήτα με κλαψιάρικη φωνή κι εξακολουθούσε να διώχνει μύγες.

Ο Βασίλη Αντρέιτς απόμεινε σιωπηλός κάπου μισό λεπτό κι ακίνητος, ύστερα, ξαφνικά με κείνη ακριβώς την αποφασιστικότητα και τη σιγουριά με την οποία έσφιγγε το χέρι του πουλητή, όταν κατάφερνε να πετύχει κάποια συμφερτική αγορά, πισωπάτησε ένα βήμα ανασκουμπώθηκε όσο μπορούσε κι άρχισε με τα δυο του χέρια ν' αφαιρεί το χιόνι πάνω από το Νικήτα και μέσ' από το έλκηθρο. Σαν τελείωσε έλυσε το ζουνάρι του, άνοιξε τη γούνα του, ξάπλωσε χάμω το Νικήτα με μια σπρωξιά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος από πάνω σκεπάζοντας τον όχι μονάχα με τη γούνα του παρά μ' ολόκληρο το ζεστό και ξαναμμένο κορμί του. Αφού στερέωσε καλά με τα χέρια του τις ποδιές της γούνας του ανάμεσα στη ράχη του αμαξιού και στον ξαπλωμένο Νικήτα και αφού έσφιξε με τα γόνατά του τον ποδόγυρό της, απόμεινε έτσι πεσμένος μπρούμυτα και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στη ράχη του έλκηθρου και τώρα πια δεν άκουγε μήτε του αλόγου τις κινήσεις, μήτε της θύελλας τα σφυρίγματα παρά πρόσεχε μονάχα ν' ακούσει την ανάσα του Νικήτα. Ο Νικήτα στην αρχή κειτόταν ώρα πολλή ακίνητος, μα ύστερα αναστέναξε δυνατά κι ανακινήθηκε.

- Τα βλέπεις λοιπόν κύριε; Κι ύστερα μου έλεγες πως πεθαίνεις. Μείνε έτσι δα ξαπλωμένος, ζεστάσου καλά. Εμείς βλέπεις... έκανε κάτι να πει ο Βασίλη Αντρέιτς, μα προς μεγάλη του απορία δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο γιατί τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και το σαγόνι του τρεμούλιασε. Έπαψε λοιπόν να μιλάει και μονάχα κατάπινε κείνα που του έφραζαν το λαιμό.

- Από τη πολλή τρομάρα, φαίνεται, τα έχασα ολότελα, στοχάστηκε για τον εαυτό του. Όμως αυτή του η ευαισθησία όχι μόνο δυσάρεστη δεν του ήτανε, παρά του προξενούσε κάποια ξέχωρη χαρά, που άλλοτε δεν είχε δοκιμάσει.

- Εμείς να, έτσι δα τώρα, έλεγε μέσα του νιώθοντας μια ιδιαίτερη, και κάπως επίσημη συγκίνηση. Αρκετή ώρα απόμεινε έτσι ξαπλωμένος, και, σωπαίνοντας, σφούγγιζε τα δάκρυά του πάνω στο τοίχωμα της γούνας του ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να σκεπάζει το Νικήτα, μόλις ο αέρας ανασήκωνε τη βαριά γούνα.

Όμως πεθύμησε ζωηρά να μοιραστεί με κάποιον άλλον τη χαρούμενη κείνη συγκίνηση.

- Νικήτα! - είπε κάποια στιγμή.

- Καλά είμαι, ζεστάθηκα, του αποκρίθηκε ο Νικήτα.

- Πήγα να χαθώ, που λες, αδερφάκι. Και συ θα ξεπάγιαζες και γω θε να... Μα πάλι τα μάγουλά του τρεμούλιασαν και τα μάτια του ξαναπλημμύρισαν δάκρυα και δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο. - Ε, δεν πειράζει, στοχάστηκε, ξέρω κι ατός μου για τον εαυτό μου κείνο που το ξέρω. Και σώπασε. Απόμεινε έτσι ξαπλωμένος ώρα πολλή. Ένιωθε ζέστη κάτωθέ του από τον ξαπλωμένο Νικήτα, και πάνωθέ του από τη χοντρή γούνα του. Μονάχα τα χέρια του, που μ' αυτά συγκρατούσε τις ποδιές της γούνας του σκεπάζοντας τον Νικήτα άρχισαν να ξεπαγιάζουν καθώς και τα πόδια του, που ο αέρας αδιάκοπα τα ξεσκέπαζε με τα δυνατά φυσήματά του. Και πιο πολύ κρύωνε το δεξί του χέρι που ήτανε δίχως γάντι. Μα κείνος δε σκεφτόταν μήτε τα χέρια του, μήτε τα πόδια του, παρά μονάχα πως να ζεστάνει τον άμοιρο μουζίκο, που πήγε να πεθάνει.

Κοίταξε κάμποσες φορές το άλογο κι είδε πως η ράχη του ήτανε ολότελα ξεσκέπαστη γιατί ο αέρας τα είχε ρίξει κάτω πάνωθέ του: και την κάπα και το σέλμα. Στοχάστηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί και να σκεπάσει το ζώο, όμως δεν τολμούσε μήτε για ένα λεπτό να παρατήσει το Νικήτα και να διαλύσει κείνη τη χαρούμενη κατάσταση, που η φροντίδα αυτή του προξενούσε. Τώρα πια δεν αισθανόταν καθόλου φόβο.

- Δε θ' αφήσω να το ξαναπάθει, έλεγε μέσα του, πεισμένος πως θα συνέφερνε ολότελα τον Νικήτα, και το έλεγε με το ίδιο καμάρι και την ίδια σιγουριά έτσι που μιλούσε για τις πετυχημένες αγοροπωλησίες του. Έμεινε εκεί δα έτσι ξαπλωμένος ο Βασίλη Αντρέιτς μια ώρα δύο, τρεις. Μα ούτε που αντιλαμβανόταν το κύλισμα του χρόνου.

Αρχικά στη φαντασία του στριφογύριζαν οι εντυπώσεις της θύελλας, του έλκηθρου, του αλόγου, που τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια του και του ξαπλωμένου Νικήτα. Ύστερα άρχισαν ν' ανακατώνονται μ' αυτές οι αναμνήσεις της γιορτής, της γυναίκας του, του αστυνόμου, του συρταριού με τ' αγιοκέρια και πάλι του Νικήτα, που τάχα ήτανε ξαπλωμένος κάτω από το συρτάρι. Ύστερα άρχισαν να προβάλουν διάφοροι μουζίκοι πουλητές κι αγοραστές και τοίχοι λευκοί, και σπίτια με σκεπές σιδερένιες, που κάτωθέ τους κειτόταν ο Νικήτα. Και μετά, ολ' αυτά ανακατώθηκαν μπήκε το ένα μέσα στο άλλο κι όμοια με τα χρώματα της ίριδας που συγχέονται σ' ένα άσπρο φως, όλες κείνες οι διάφορες εντυπώσεις ενώθηκαν σ' ένα τίποτα, κι ο Βασίλη Αντρέιτς αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκε πολλή ώρα δίχως όνειρα, όμως πριν τα ξημερώματα ξανάρχισαν τα όνειρα. Του φάνηκε πως τάχα στεκόταν κοντά στο συρτάρι με τ' αγιοκέρια κι η γυναίκα του Τίχον γύρευε να της πουλήσει ένα κεράκι των πέντε καπικιών για τη γιορτή και κείνος προσπαθούσε να το φτάσει και να της δώσει μα δε μπορούσε να κινήσει τα χέρια του γιατί ήτανε χωμένα και σφιγμένα μέσα στις τσέπες. Έκανε να πάει από την άλλη μεριά του συρταριού, μα τα πόδια του δεν κουνιόταν, γιατί οι γαλότσες, ολοκαίνουριες κι ολοκάθαρες, είχανε κολλήσει πάνω στο πέτρινο πάτωμα και μήτε να τις σηκώσει μπορούσε, μήτε τα πόδια του να βγάλει από μέσα τους γινόταν.

Και ξαφνικά το συρτάρι έπαψε να 'ναι συρτάρι γεμάτο αγιοκέρια, έγινε κρεβάτι κι ο Βασίλη Αντρέιτς είδε τον εαυτό του να κείτεται μπρούμυτα πάνω στο συρτάρι, δηλαδή στο κρεβάτι του, μέσα στο σπίτι του. Κι έμενε έτσι ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να σηκωθεί, μολονότι έπρεπε να σηκωθεί γιατί όπου να 'ναι θα ερχόταν ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, που μαζί θα πήγαινε είτε να διαπραγματευθεί το δασάκι είτε να καλοσκεπάσει το Μουχόρτη. Και ρωτάει τη γυναίκα του: «Λοιπόν, Μικολάβνα, δεν ήρθε ακόμα;» - «Όχι, του αποκρίθηκε κείνη, δεν ήρθε». Κι ακούει πως κάποιο αμάξι κοντοζυγώνει στην είσοδο. Αυτός πρέπει να είναι. Μα όχι. Το αμάξι προσπέρασε. «Μικολάβνα, ε Μικολάβνα! Τι συμβαίνει; Ακόμα να φανεί;» «Ακόμα». Και εξακολουθεί να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι όλο δεν μπορεί να σηκωθεί κι όλο περιμένει, κι αυτή η προσμονή είναι κι αγωνιώδικη κι αποφασιστική.

Και ξαφνικά η προσμονή πραγματοποιείται κι η ανακούφιση ολοκληρώνεται: καταφτάνει εκείνος που περιμένει και που πια δεν είναι ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, μα κάποιος άλλος, δηλαδή, εκείνος, ακριβώς, που περίμενε. Ήρθε και τον καλεί, κι αυτός, κείνος δηλαδή, που τον καλεί, είναι ο ίδιος που τον κάλεσε και τον πρόσταξε να βοηθήσει τον Νικήτα. Κι ο Βασίλη Αντρέιτς είναι καταχαρούμενος, που αυτός ο κάποιος ήρθε να τον πάρει. «Έφτασα»! - του φωνάζει ολόχαρα κι η φωνή αυτή τον ξυπνάει. Όμως ξυπνάει εντελώς αλλιώτικος απ' ό,τι ήταν σαν αποκοιμήθηκε. Θέλει να σηκωθεί, και δεν το μπορεί. Θέλει να κινήσει το πόδι του, αδύνατο! Θέλει να γυρίσει το κεφάλι του, μήτε αυτό. Κι απορεί, μα δεν δυσανασχετεί καθόλου για τούτο. Καταλαβαίνει πως αυτό είναι ο θάνατος, μα δεν πικραίνεται καθόλου στη διαπίστωση αυτή. Και θυμάται πως εκεί δα κείτεται ο Νικήτα, που ζεστάθηκε κι είναι ζωντανός και του φαίνεται, σάμπως αυτός να είναι ο Νικήτα και πως ο Νικήτα είναι αυτός και πως η ζωή του βρίσκεται όχι μέσα σ' αυτόν τον ίδιο, παρά μέσα στο Νικήτα. Τεντώνει την ακοή του κι ακούει την ανάσα του Νικήτα και μάλιστα και το ανάλαφρο ροχάλισμά του. «Ο Νικήτα είναι ζωντανός, που θα πει, πως και εγώ ζωντανός είμαι», λέει θριαμβευτικά μέσα του.

Κι από τη θύμησή του περνάνε τα λεφτά, τα μαγαζιά, το σπίτι, οι αγοροπωλησίες, και τα εκατομμύρια των Μιρόνοβ και δυσκολεύεται πολύ να καταλάβει γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον λέγανε Βασίλη Μπρεχουνόβ καταγινόταν με τις ασχολίες αυτές. Καταγινόταν, γιατί δεν ήξερε την πραγματικότητα, στοχάζεται για τον Βασίλη Μπρεχουνόβ. «Δεν ήξερα, μα τώρα ξέρω. Τώρα πια δίχως να λαθέψω. Τώρα ξέρω». Κι ακούει ξανά να τον καλεί εκείνος που τον κάλεσε πρωτύτερα. «Έφτασα, έφτασα!», αποκρίνεται χαρούμενη, αναγαλλιασμένη, ολόκληρη η ύπαρξη του. Και νιώθει πως είναι λυτρωμένος και πως τίποτα πια δεν τον εμποδίζει.

Και τίποτ' άλλο πια δεν είδε και δεν άκουσε και δεν αισθάνθηκε σ' αυτό τον κόσμο ο Βασίλη Αντρέιτς. Τριγύρω η θύελλα φυσομανούσε πάντα σαν και πρώτα. Το χιόνι που στροβιλιζόταν σκέπασε τη γούνα του νεκρού Βασίλη Αντρέιτς και πέρα για πέρα το Μουχόρτη που τρεμούλιαζε σύγκορμος, και το έλκηθρο, που με κόπο διακρινόταν και μέσα σ' αυτό ο Νικήτα, που κειτόταν ξαναζωντανεμένος και ζεστός κάτω από το νεκρό αφεντικό του.


ΙΧ. Αφέντης και Δούλος IX. Master and Servant IX. Amo y criado

Σαν έφτασε μπουσουλώντας ίσαμε το έλκηθρο, ο Βασίλη Αντρέιτς αδράχτηκε από δαύτο κι απόμεινε πολλή ώρα έτσι ακίνητος, προσπαθώντας να ηρεμήσει και να ξανασάνει. Ο Νικήτα δε φαινόταν πια στην πρώτη του θέση, μα μέσα στο αμάξι κάποιος ήτανε ξαπλωμένος, σκεπασμένος ολότελα με το χιόνι κι ο Βασίλη Αντρέιτς κατάλαβε πως ήταν ο Νικήτα. Η τρομάρα του τώρα είχε περάσει κι αν φοβόταν κάτι, ήτανε μονάχα κείνη η φριχτή ψυχολογική κατάσταση, στην οποία βρέθηκε σαν απόμεινε κατάμονος μέσα στο χιονοσωρό. Έπρεπε οπωσδήποτε να μην την ξαναπάθει και για να μην την ξαναπάθει έπρεπε να κάνει κάτι, ν' απασχοληθεί σε κάτι. Και για τούτο πρώτη του δουλειά ήτανε να γυρίσει με την πλάτη προς τον αέρα και να λύσει τη γούνα του. Ύστερα, αφού ξανάσανε λιγάκι, τίναξε τα χιόνια μέσα από τα ποδήματά του, από τ' αριστερό γάντι, (το δεξί είχε πια χαθεί και σίγουρα θα ήτανε κάπου πλακωμένο με παχύ χιόνι) ύστερα ζώστηκε σφιχτά και χαμηλά το ζουνάρι του, όπως συνήθιζε πάντα όταν έβγαινε από το μαγαζί του για ν' αγοράσει το στάρι που κουβαλούσαν οι μουζίκοι με τα κάρα τους κι ετοιμάστηκε να δράσει. Πρώτα-πρώτα πήγε και ξεμπέρδεψε τα γκέμια που βασάνιζαν το άλογο, απελευθέρωσε το πόδι του που πάνω σ' αυτό είχανε τυλιχτεί, ύστερα το έσυρε από το καπίστρι και το ξανάδεσε στην αρχική του θέση και πήγε από πίσω για να σιάξει το σέλμα και την κάπα. Μα κείνη τη στιγμή είδε πως κάτι σάλεψε μέσα στο έλκηθρο και πρόβαλε το χιονοσκεπασμένο κεφάλι του Νικήτα. Ήτανε φανερό, πως ο Νικήτα, που άρχισε πια να παγώνει, με μεγάλη προσπάθεια ανασηκώθηκε και κάθισε, κινώντας ολοένα το χέρι του μπροστά στη μύτη του κάπως παράξενα, λες κι έδιωχνε μύγες. Κινούσε το χέρι του και κάτι έλεγε, που ο Βασίλη Αντρέιτς δεν κατάλαβε, για τούτο παράτησε την κάπα του και τον πλησίασε.

- Τι τρέχει; τον ρώτησε. Τι λες;

- Πε-θαί-νω γω, να, τι λέω, με πολύ κόπο και με κομμένη φωνή πρόφερε ο Νικήτα. Τα δουλεμένα μηνιάτικά μου να τα δώσεις του παιδιού μου, ή της γυναίκας, το ίδιο κάνει;

- Μα τι τρέχει; Μπας και ξεπάγιασες; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Νιώθω το θάνατό μου... σχώρα με, για το Χριστό... αποκρίθηκε ο Νικήτα με κλαψιάρικη φωνή κι εξακολουθούσε να διώχνει μύγες.

Ο Βασίλη Αντρέιτς απόμεινε σιωπηλός κάπου μισό λεπτό κι ακίνητος, ύστερα, ξαφνικά με κείνη ακριβώς την αποφασιστικότητα και τη σιγουριά με την οποία έσφιγγε το χέρι του πουλητή, όταν κατάφερνε να πετύχει κάποια συμφερτική αγορά, πισωπάτησε ένα βήμα ανασκουμπώθηκε όσο μπορούσε κι άρχισε με τα δυο του χέρια ν' αφαιρεί το χιόνι πάνω από το Νικήτα και μέσ' από το έλκηθρο. Σαν τελείωσε έλυσε το ζουνάρι του, άνοιξε τη γούνα του, ξάπλωσε χάμω το Νικήτα με μια σπρωξιά κι ύστερα έπεσε κι ο ίδιος από πάνω σκεπάζοντας τον όχι μονάχα με τη γούνα του παρά μ' ολόκληρο το ζεστό και ξαναμμένο κορμί του. Αφού στερέωσε καλά με τα χέρια του τις ποδιές της γούνας του ανάμεσα στη ράχη του αμαξιού και στον ξαπλωμένο Νικήτα και αφού έσφιξε με τα γόνατά του τον ποδόγυρό της, απόμεινε έτσι πεσμένος μπρούμυτα και με το κεφάλι του ακουμπισμένο στη ράχη του έλκηθρου και τώρα πια δεν άκουγε μήτε του αλόγου τις κινήσεις, μήτε της θύελλας τα σφυρίγματα παρά πρόσεχε μονάχα ν' ακούσει την ανάσα του Νικήτα. Ο Νικήτα στην αρχή κειτόταν ώρα πολλή ακίνητος, μα ύστερα αναστέναξε δυνατά κι ανακινήθηκε.

- Τα βλέπεις λοιπόν κύριε; Κι ύστερα μου έλεγες πως πεθαίνεις. Μείνε έτσι δα ξαπλωμένος, ζεστάσου καλά. Εμείς βλέπεις... έκανε κάτι να πει ο Βασίλη Αντρέιτς, μα προς μεγάλη του απορία δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο γιατί τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και το σαγόνι του τρεμούλιασε. Έπαψε λοιπόν να μιλάει και μονάχα κατάπινε κείνα που του έφραζαν το λαιμό.

- Από τη πολλή τρομάρα, φαίνεται, τα έχασα ολότελα, στοχάστηκε για τον εαυτό του. Όμως αυτή του η ευαισθησία όχι μόνο δυσάρεστη δεν του ήτανε, παρά του προξενούσε κάποια ξέχωρη χαρά, που άλλοτε δεν είχε δοκιμάσει.

- Εμείς να, έτσι δα τώρα, έλεγε μέσα του νιώθοντας μια ιδιαίτερη, και κάπως επίσημη συγκίνηση. Αρκετή ώρα απόμεινε έτσι ξαπλωμένος, και, σωπαίνοντας, σφούγγιζε τα δάκρυά του πάνω στο τοίχωμα της γούνας του ενώ ταυτόχρονα δεν έπαυε να σκεπάζει το Νικήτα, μόλις ο αέρας ανασήκωνε τη βαριά γούνα.

Όμως πεθύμησε ζωηρά να μοιραστεί με κάποιον άλλον τη χαρούμενη κείνη συγκίνηση.

- Νικήτα! - είπε κάποια στιγμή.

- Καλά είμαι, ζεστάθηκα, του αποκρίθηκε ο Νικήτα.

- Πήγα να χαθώ, που λες, αδερφάκι. Και συ θα ξεπάγιαζες και γω θε να... Μα πάλι τα μάγουλά του τρεμούλιασαν και τα μάτια του ξαναπλημμύρισαν δάκρυα και δε μπόρεσε να μιλήσει άλλο. - Ε, δεν πειράζει, στοχάστηκε, ξέρω κι ατός μου για τον εαυτό μου κείνο που το ξέρω. Και σώπασε. Απόμεινε έτσι ξαπλωμένος ώρα πολλή. Ένιωθε ζέστη κάτωθέ του από τον ξαπλωμένο Νικήτα, και πάνωθέ του από τη χοντρή γούνα του. Μονάχα τα χέρια του, που μ' αυτά συγκρατούσε τις ποδιές της γούνας του σκεπάζοντας τον Νικήτα άρχισαν να ξεπαγιάζουν καθώς και τα πόδια του, που ο αέρας αδιάκοπα τα ξεσκέπαζε με τα δυνατά φυσήματά του. Και πιο πολύ κρύωνε το δεξί του χέρι που ήτανε δίχως γάντι. Μα κείνος δε σκεφτόταν μήτε τα χέρια του, μήτε τα πόδια του, παρά μονάχα πως να ζεστάνει τον άμοιρο μουζίκο, που πήγε να πεθάνει.

Κοίταξε κάμποσες φορές το άλογο κι είδε πως η ράχη του ήτανε ολότελα ξεσκέπαστη γιατί ο αέρας τα είχε ρίξει κάτω πάνωθέ του: και την κάπα και το σέλμα. Στοχάστηκε πως θα έπρεπε να σηκωθεί και να σκεπάσει το ζώο, όμως δεν τολμούσε μήτε για ένα λεπτό να παρατήσει το Νικήτα και να διαλύσει κείνη τη χαρούμενη κατάσταση, που η φροντίδα αυτή του προξενούσε. Τώρα πια δεν αισθανόταν καθόλου φόβο.

- Δε θ' αφήσω να το ξαναπάθει, έλεγε μέσα του, πεισμένος πως θα συνέφερνε ολότελα τον Νικήτα, και το έλεγε με το ίδιο καμάρι και την ίδια σιγουριά έτσι που μιλούσε για τις πετυχημένες αγοροπωλησίες του. Έμεινε εκεί δα έτσι ξαπλωμένος ο Βασίλη Αντρέιτς μια ώρα δύο, τρεις. Μα ούτε που αντιλαμβανόταν το κύλισμα του χρόνου.

Αρχικά στη φαντασία του στριφογύριζαν οι εντυπώσεις της θύελλας, του έλκηθρου, του αλόγου, που τρεμούλιαζε μπροστά στα μάτια του και του ξαπλωμένου Νικήτα. Ύστερα άρχισαν ν' ανακατώνονται μ' αυτές οι αναμνήσεις της γιορτής, της γυναίκας του, του αστυνόμου, του συρταριού με τ' αγιοκέρια και πάλι του Νικήτα, που τάχα ήτανε ξαπλωμένος κάτω από το συρτάρι. Ύστερα άρχισαν να προβάλουν διάφοροι μουζίκοι πουλητές κι αγοραστές και τοίχοι λευκοί, και σπίτια με σκεπές σιδερένιες, που κάτωθέ τους κειτόταν ο Νικήτα. Και μετά, ολ' αυτά ανακατώθηκαν μπήκε το ένα μέσα στο άλλο κι όμοια με τα χρώματα της ίριδας που συγχέονται σ' ένα άσπρο φως, όλες κείνες οι διάφορες εντυπώσεις ενώθηκαν σ' ένα τίποτα, κι ο Βασίλη Αντρέιτς αποκοιμήθηκε. Κοιμήθηκε πολλή ώρα δίχως όνειρα, όμως πριν τα ξημερώματα ξανάρχισαν τα όνειρα. Του φάνηκε πως τάχα στεκόταν κοντά στο συρτάρι με τ' αγιοκέρια κι η γυναίκα του Τίχον γύρευε να της πουλήσει ένα κεράκι των πέντε καπικιών για τη γιορτή και κείνος προσπαθούσε να το φτάσει και να της δώσει μα δε μπορούσε να κινήσει τα χέρια του γιατί ήτανε χωμένα και σφιγμένα μέσα στις τσέπες. Έκανε να πάει από την άλλη μεριά του συρταριού, μα τα πόδια του δεν κουνιόταν, γιατί οι γαλότσες, ολοκαίνουριες κι ολοκάθαρες, είχανε κολλήσει πάνω στο πέτρινο πάτωμα και μήτε να τις σηκώσει μπορούσε, μήτε τα πόδια του να βγάλει από μέσα τους γινόταν.

Και ξαφνικά το συρτάρι έπαψε να 'ναι συρτάρι γεμάτο αγιοκέρια, έγινε κρεβάτι κι ο Βασίλη Αντρέιτς είδε τον εαυτό του να κείτεται μπρούμυτα πάνω στο συρτάρι, δηλαδή στο κρεβάτι του, μέσα στο σπίτι του. Κι έμενε έτσι ξαπλωμένος πάνω στο κρεβάτι δίχως να μπορεί να σηκωθεί, μολονότι έπρεπε να σηκωθεί γιατί όπου να 'ναι θα ερχόταν ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, που μαζί θα πήγαινε είτε να διαπραγματευθεί το δασάκι είτε να καλοσκεπάσει το Μουχόρτη. Και ρωτάει τη γυναίκα του: «Λοιπόν, Μικολάβνα, δεν ήρθε ακόμα;» - «Όχι, του αποκρίθηκε κείνη, δεν ήρθε». Κι ακούει πως κάποιο αμάξι κοντοζυγώνει στην είσοδο. Αυτός πρέπει να είναι. Μα όχι. Το αμάξι προσπέρασε. «Μικολάβνα, ε Μικολάβνα! Τι συμβαίνει; Ακόμα να φανεί;» «Ακόμα». Και εξακολουθεί να μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι όλο δεν μπορεί να σηκωθεί κι όλο περιμένει, κι αυτή η προσμονή είναι κι αγωνιώδικη κι αποφασιστική.

Και ξαφνικά η προσμονή πραγματοποιείται κι η ανακούφιση ολοκληρώνεται: καταφτάνει εκείνος που περιμένει και που πια δεν είναι ο Ιβάν Ματβέιτς, ο αστυνόμος, μα κάποιος άλλος, δηλαδή, εκείνος, ακριβώς, που περίμενε. Ήρθε και τον καλεί, κι αυτός, κείνος δηλαδή, που τον καλεί, είναι ο ίδιος που τον κάλεσε και τον πρόσταξε να βοηθήσει τον Νικήτα. Κι ο Βασίλη Αντρέιτς είναι καταχαρούμενος, που αυτός ο κάποιος ήρθε να τον πάρει. «Έφτασα»! - του φωνάζει ολόχαρα κι η φωνή αυτή τον ξυπνάει. Όμως ξυπνάει εντελώς αλλιώτικος απ' ό,τι ήταν σαν αποκοιμήθηκε. Θέλει να σηκωθεί, και δεν το μπορεί. Θέλει να κινήσει το πόδι του, αδύνατο! Θέλει να γυρίσει το κεφάλι του, μήτε αυτό. Κι απορεί, μα δεν δυσανασχετεί καθόλου για τούτο. Καταλαβαίνει πως αυτό είναι ο θάνατος, μα δεν πικραίνεται καθόλου στη διαπίστωση αυτή. Και θυμάται πως εκεί δα κείτεται ο Νικήτα, που ζεστάθηκε κι είναι ζωντανός και του φαίνεται, σάμπως αυτός να είναι ο Νικήτα και πως ο Νικήτα είναι αυτός και πως η ζωή του βρίσκεται όχι μέσα σ' αυτόν τον ίδιο, παρά μέσα στο Νικήτα. Τεντώνει την ακοή του κι ακούει την ανάσα του Νικήτα και μάλιστα και το ανάλαφρο ροχάλισμά του. «Ο Νικήτα είναι ζωντανός, που θα πει, πως και εγώ ζωντανός είμαι», λέει θριαμβευτικά μέσα του.

Κι από τη θύμησή του περνάνε τα λεφτά, τα μαγαζιά, το σπίτι, οι αγοροπωλησίες, και τα εκατομμύρια των Μιρόνοβ και δυσκολεύεται πολύ να καταλάβει γιατί ο άνθρωπος αυτός που τον λέγανε Βασίλη Μπρεχουνόβ καταγινόταν με τις ασχολίες αυτές. Καταγινόταν, γιατί δεν ήξερε την πραγματικότητα, στοχάζεται για τον Βασίλη Μπρεχουνόβ. «Δεν ήξερα, μα τώρα ξέρω. Τώρα πια δίχως να λαθέψω. Τώρα ξέρω». Κι ακούει ξανά να τον καλεί εκείνος που τον κάλεσε πρωτύτερα. «Έφτασα, έφτασα!», αποκρίνεται χαρούμενη, αναγαλλιασμένη, ολόκληρη η ύπαρξη του. Και νιώθει πως είναι λυτρωμένος και πως τίποτα πια δεν τον εμποδίζει.

Και τίποτ' άλλο πια δεν είδε και δεν άκουσε και δεν αισθάνθηκε σ' αυτό τον κόσμο ο Βασίλη Αντρέιτς. Τριγύρω η θύελλα φυσομανούσε πάντα σαν και πρώτα. Το χιόνι που στροβιλιζόταν σκέπασε τη γούνα του νεκρού Βασίλη Αντρέιτς και πέρα για πέρα το Μουχόρτη που τρεμούλιαζε σύγκορμος, και το έλκηθρο, που με κόπο διακρινόταν και μέσα σ' αυτό ο Νικήτα, που κειτόταν ξαναζωντανεμένος και ζεστός κάτω από το νεκρό αφεντικό του.