×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), III. Αφέντης και Δούλος

III. Αφέντης και Δούλος

Στην αρχή του δρόμου φυσούσε ακόμα και για τούτο το χιόνι δε μπορούσε να στρωθεί, μα στο κέντρο του χωριού ήτανε ήσυχα, ζεστά και χαρούμενα. Σε κάποια αυλή γάβγιζε ένα σκυλί, σ' άλλη μια γυναίκα, με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι έφτασε τρέχοντας από κάπου και προτού να μπει στην πόρτα του σπιτιού στάθηκε μια στιγμή να δει το έλκηθρο που περνούσε. Ακούγονταν τραγούδια κοριτσιών από το κέντρο του χωριού.

Σάμπως μέσα στο χωριό να ήτανε πιο λίγος κι ο αέρας και το χιόνι κι η παγωνιά.

- Βρε! Μα τούτο είναι το Γρίσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Όλο κι όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Και πραγματικά το Γρίσκινο ήτανε. Το συμπέρασμα ήτανε πως περιπλανήθηκαν προς τ' αριστερά και προχώρησαν κάπου οχτώ βέρστια προς ολότελα άλλη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελαν, μα όσο να 'ναι είχανε κάπως πλησιάσει στο μέρος για το οποίο ξεκίνησαν. Το Γρίσκινο απείχε από το Γοριάτσκινο μονάχα πέντε βέρστια.

Καταμεσής του χωριού αντάμωσαν έναν ψηλό άντρα που βάδιζε γοργά στη μέση του δρόμου.

- Ποιος τρέχει; - ξεφώνισε ο άνθρωπος αυτός σταματώντας το άλογο και μονομιάς, καθώς αναγνώρισε το Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το ρυμό και γλιστρώντας τα χέρια του πάνω σ' αυτόν, έφτασε το έλκηθρο και κάθισε εκεί δα.

Ο άνθρωπος αυτός ήτανε ο μουζίκος Ησάη, πασίγνωστος σ' όλη την περιοχή σαν επιδέξιος αλογοκλέφτης, κι ο Βασίλη Αντρέιτς, τον ήξερε καλά.

- Α, σεις είσαστε Βασίλη Αντρέιτς! Για πού το βάλατε; - είπε ο Ησάη, αναδίνοντας δυνατή μυρουδιά βότκας, καθώς μιλούσε.

- Μα να, είπαμε να πάμε ίσαμε το Γοριάτσκινο.

- Για κοίτα κει πού ξεπέσατε! Μα θα έπρεπε να τραβήξετε από το Μαλάχοβο.

- Άλλο ζήτημα τι έπρεπε και δεν έπρεπε. Κοίτα που δεν τα καταφέραμε, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς, σταματώντας το άλογο.

- Το αλογάκι σας είναι καλό, παρατήρησε ο Ησάη, σιάχνοντας με μια επιδέξια κίνηση του χωριού τον κόμπο της ουράς του αλόγου που είχε ξελασκάρει.

- Και τώρα τι λέτε, θα περάσετε εδώ τη νύχτα σας;

- Α, μπα αδερφάκι. Πρέπει εξάπαντος να πάμε.

- Αφού πρέπει θα πει πως ειν' ανάγκη. Και του λόγου του ποιος είναι; Μπα! Ο Νικήτα Στεπάνιτς!

- Ποιος άλλος; - είπε ο Νικήτα και πρόσθεσε χωρίς να χάσει καιρό. Πώς θα μπορούσαμε τάχατες να τραβήξουμε από δω πέρα, δίχως να τα μπερδέψουμε πάλι.

- Το μόνο εύκολο! Να στρίψετε πίσω όλο ίσα από το δρόμο κι άμα βγείτε από το χωριό τραβάτε όλο ίσα. Μη τυχόν στρίψετε αριστερά. Κι άμα φτάσετε στο πλάτωμα, τότες στρίβετε δεξιά.

- Και στο πλάτωμα από πού να στρίψουμε; Από τον καλοκαιρινό δρόμο, για από το χειμωνιάτικο; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Από το χειμωνιάτικο. Σαν φτάσετε κει πέρα θα δείτε κάποια χαμόδεντρα κι απέναντι σ' αυτά για σημάδι είναι στητό ένα χοντρό κούτσουρο βαλανιδιάς κατσαρό-κατσαρό, από κει θα στρίψετε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε το έλκηθρο προς τα πίσω και τράβηξε συμφωνά με τις οδηγίες του Ησάη.

-Καλά θα κάνατε να περνούσατε την νύχτα σας στο χωρίο. - τους φώναξε ξοπίσω ο Ησάη. Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν του αποκρίθηκε, μονάχα βίαζε όσο μπορούσε το άλογο. Του φαινόταν, πως δεν ήτανε δα και τόσο δύσκολο, να περάσουν τα πέντε βέρστια πάνω στον καλά πατημένο δρόμο, που τα δυο περνούσαν μέσα από δάσος, τόσο πιο πολύ, που σάμπως να είχε ξεθυμάνει ο αέρας και να έπαψε και το χιόνι.

Αφού πέρασαν το δρόμο του χωριού και προσπέρασαν και την αυλή με τα απλωμένα ρούχα που απ' αυτά το άσπρο πουκάμισο είχε ξεφύγει από το σχοινί και κρεμόταν μονάχα από το ένα μανίκι, που ήτανε ξυλιασμένο από την παγωνιά, κι αφού άφησαν πίσω τους τα δέντρα που τόσο τρομερά βούιζαν, βρέθηκαν πάλι στον ανοιχτό κάμπο. Η χιονοθύελλα όχι μόνο δεν είχε πάψει μα, θαρρείς και δυνάμωνε. Ο δρόμος ήτανε χιονισμένος και θα μπορούσε κάποιος να τον μαντέψει μονάχα από τα διάφορα σημάδια-κούτσουρα, που ήτανε στημένα από τις δυο τους πλευρές. Όμως κι αυτά με δυσκολία τα ξεχώριζαν γιατί είχανε τον αέρα από μπροστά τους.

Ο Βασίλη Αντρέιτς ζάρωνε τα μάτια του, έγερνε το κεφάλι του πότε από δω και πότε από κει, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα σημάδια, μα πιο πολύ αφήνονταν στη διάθεση του αλόγου, γιατί είχε εμπιστοσύνη σ' αυτό. Και το άλογο πραγματικά προχωρούσε αλάθητα, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ανάλογα με τις στροφές του δρόμου, που τον ένιωθε κάτω από τα πόδια του, παρ' όλο που και το χιόνι κι ο αέρας εξακολουθούσαν να δυναμώνουν.

Το έλκηθρο προχώρησε έτσι κάπου δέκα λεπτά, όταν ξαφνικά ολόμπροστα στο άλογο πρόβαλε ένα μαύρο πράγμα που κουνιόταν κι αυτό μέσα στο λοξό δίχτυ που έφτιαχνε ο αέρας με το χιόνι που έπεφτε. Κάποιο άλλο έλκηθρο ήτανε κι αυτό. Ο Μουχόρτη το πρόκανε πολύ γρήγορα και τα πόδια του πια χτυπούσαν πάνω στο πίσω κάθισμα του.

- Ε, σεις! Τραβάτε μπροστά-ά-ά! Φώναζαν από το μπροστινό έλκηθρο. Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε αργά-αργά, λοξοδρόμησε για να προσπεράσει.

Μέσα σε κείνο το έλκηθρο κάθονταν τρεις μουζίκοι και μια γυναίκα. Θα ή τανε, φαίνεται, μουσαφιραίοι σε κάποια γιορτή και γύριζαν σπίτι τους. Ο ένας μουζίκος χτυπούσε αλύπητα στα καταχιονισμένα νώτα, το φτωχικό αλογάκι με μια βέργα. Οι δυο άλλοι κουνούσαν τα χέρια και ξεφώνιζαν. Κ' η γυναίκα πασπαλισμένη μπόλικο χιόνι καθόταν κουκουλωμένη και ζαρωμένη στο πίσω κάθισμα.

- Ποιοι είσαστε; -ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Α-α-ά-σκη! - ακουγόταν μονάχα.

- Ποιοι είσαστε λέω;

- Α-α-ά-σκη! - ξελαρυγγιάστηκε ένας από τους μουζίκους μα και πάλι δε μπόρεσαν τίποτα να καταλάβουν.

- Τράβα! Τράβα! Μη στέκεσαι! - ξεφώνιζε κείνος που κρατούσε τη βέργα και εξακολουθούσε να την καταφέρνει στο αλογάκι.

- Από κάποια γιορτή ερχόσαστε, φαίνεται;

- Τράβα, τράβα! Σιόμκα προχώρα! Να προσπεράσουμε! Μπρος!

Τα έλκηθρα συγκρούστηκαν από πλάγια παρά λίγο να σκαλώσουν, όμως ξεσκάλωσαν και τότε εκείνο με τους μουζίκους έμεινε πίσω. Το κοιλαράδικο και μαλλιαρό αλογάκι πασπαλισμένο ολόκληρο από το χιόνι, ανάσαινε με κόπο κι ήτανε φανερό, πως βάνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του για να αποφύγει τα χτυπήματα της βέργας, κινούσε τα κοντά ποδαράκια του μέσα στο βαθύ στρώμα του χιονιού, όσο μπορούσε. Το κεφάλι του, που έδειχνε πως ήτανε νέο, με το κάτω χείλος τεντωμένο, σαν του ψαριού, με τα ρουθούνια φουσκωμένα και τα αυτιά ζαρωμένα από το φόβο, ακούμπησε κάποια στιγμή στον ώμο του Νικήτα, μα ύστερα άρχισε να οπισθοχωρεί.

- Δέστε τι κάνει το κρασί! - παρατήρησε ο Νικήτα. Το ξεθέωσαν το δυστυχισμένο τ' αλογάκι. Σωστοί αγριότουρκοι!

Κάμποσα λεπτά ακούγονταν τα ρουθουνίσματα του βασανισμένου ζώου κι οι αγριοφωνάρες των μεθυσμένων μουζίκων, μα ύστερα πια τίποτα δεν ακουγόταν, εξόν πάλι από τα σφυρίγματα του αέρα μέσα στ' αυτιά, και κάπου-κάπου το τρίξιμο του έλκηθρου πάνω στις ανωμαλίες του δρόμου.

Κείνο το συναπάντημα διασκέδασε κάπως το Βασίλη Αντρέιτς και του έδωσε θάρρος κι έτσι πιο σταθερά τώρα οδηγούσε το άλογο στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του στη νοημοσύνη του ζώου.

Ο Νικήτα δεν είχε τι να κάνει, κι όπως έκανε πάντα, όταν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, το είχε κόψει δίπλα, αναπληρώνοντας έτσι τον ύπνο, που δεν χόρταινε όταν πνιγόταν στις δουλειές. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα κι ο Νικήτας λίγο έλειψε να πέσει από το έλκηθρο.

- Πάλι δεν πάμε καλά, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε, τι;

- Να, δε βλέπω πουθενά σημάδια, θα χάσαμε πάλι το δρόμο.

- Κι αν τον χάσαμε, θα ψάξουμε να τον βρούμε, αποκρίθηκε κοφτά ο Νικήτα, σηκώθηκε και βαδίζοντας ανάλαφρα με τις στραβές πατούσες του, προχώρησε μέσα στο χιόνι.

Περπάτησε ώρα πολλή, πότε φαινόταν, πότε εξαφανιζόταν και στο τέλος ξαναγύρισε.

- Δεν έχει δρόμο δω τριγύρω πουθενά, μπορεί να 'ναι κάπου παραμπρός, είπε, καθώς χωνόταν στο έλκηθρο.

Άρχισε πια να σουρουπώνει αισθητά. Η χιονοθύελλα δεν δυνάμωνε μα και δεν υποχωρούσε.

- Αν ακούγονταν τουλάχιστον κείνοι κει οι μουζίκοι, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεν κατάφεραν να μας προφτάσουν. Πρέπει να έμειναν πολύ πίσω. Μπορεί κιόλας, να έχασαν κι αυτοί το δρόμο, παρατήρησε ο Νικήτα. - Και τώρα από πού να τραβήξουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Ν' αφήσουμε τ' άλογο να μας βγάλει πέρα. Αυτό θα τα καταφέρει. Δώστε μου τα γκέμια. Ο Βασίλη Αντρέιτς παράδωσε τα γκέμια στο Νικήτα και με πολλή προθυμία, μάλιστα, γιατί τα χέρια του, παρ' όλα τα γούνινα γάντια, άρχισαν να ξυλιάσουν.

Ο Νικήτα πήρε τα γκέμια και τα κρατούσε μονάχα, προσπαθώντας να μην τα κινεί καθόλου και καμάρωνε την εξυπνάδα του αγαπημένου του αλόγου. Πραγματικά το ευφυέστατο ζώο, γυρίζοντας πότε από δω και πότε από κει τεντώνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο αυτί του, άρχισε να στρίβει αργά-αργά.

- Φτάνει να μην μιλάμε, μουρμούρισε ο Νικήτα. Κοίτα εκεί τι κάνει! Τράβα, τράβα, συ ξέρεις! - έτσι μπράβο!

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν από πίσω. Έτσι λιγόστευε κάπως το κρύο.

- Μυαλό που το 'χει, το αφιλότιμο! - εξακολουθούσε να καμαρώνει το άλογο ο Νικήτα. Το άλλο, το Κιργιζιόνοκ είναι πιο δυνατό, μα είναι κουτό. Όμως τούτο δω, κοιτάτε, τι σκαρώνει με τ' αυτιά του μονάχα! Δεν έχει ανάγκη από τηλέγραφο κανένα, νιώθει τι γίνεται πέρα από ένα βέρστι και παραπάνω.

Και δε είχε ακόμα περάσει ούτε μισή ώρα, όταν μπροστά τους πέρα, διακρίνανε κάτι να μαυρίζει. Να ήτανε κάποιο δάσος ή κάποιο χωριό; Κι από τη δεξιά μεριά ξεχώρισαν κάποια σημάδια δρόμου. Ήτανε φανερό πως βρεθήκαμε σε δρόμο πάλι.

- Μπα! Μα τούτο δω είναι πάλι το Γρίσκινο, είπε ξαφνικά ο Νικήτα.

Και πραγματικά, αριστερά τους είδανε πάλι κείνο το μακρόστενο αμπάρι και παραπέρα την αυλή με τ' απλωμένα ρούχα που εξακολουθούσαν το ίδιο να παραδέρνουν στα φυσήματα του αέρα.

Βρέθηκαν πάλι στον κεντρικό δρόμο του χωριού, μέσα στην ησυχία, στη ζεστασιά, στο κέφι, άκουγαν πάλι φωνές, τραγούδια, να γαβγίζει κάποιο σκυλί. Το σούρουπο πια ήτανε τόσο πυκνό, που σε μερικά σπίτια άναβαν φώτα.

Στα μισά του δρόμου ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε και τράβηξε ίσα σ' ένα με γάλο σπίτι καλοχτισμένο και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο.

Ο Νικήτα πήγε κοντά στο φωτισμένο παράθυρο που ήτανε καταχιονισμένο και που στο φως του άστραφταν οι νιφάδες που χοροπηδούσαν και χτύπησε με το μαστίγι.

- Ποιος είναι κει; - ρώτησαν από μέσα.

- Απ' το Κρεστί, ο Μπρεχουνόβ, αγάπη μου, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Έβγα μια στιγμή.

- Ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από το παράθυρο και σε λίγο, ακουγόταν απ' έξω, άνοιξε με κρότο η εσωτερική πόρτα της μπασιάς που ήτανε κολλημένη από τον πάγο, ύστερα βρόντησε ο μάνταλος της εξωτερικής πόρτας και, κρατώντας την για να μη την κλείσει ο αέρας, πρόβαλε ένας ψηλός γέρος μ' άσπρη γενειάδα και με το κοντογούνι ριγμένο στις πλάτες πάνω από το άσπρο γιορτινό πουκάμισό του και πίσωθέ του ένα παλικάρι που φορούσε κόκκινο πουκάμισο και δερμάτινα ποδήματα.

- Συ είσαι, Αντρέιτς; Πώς βρέθηκες στα σύνορα μας; - ρώτησε ο γέρος.

- Μα να, χάσαμε το δρόμο, αδελφέ μου, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, θέλαμε να πάμε στο Γοριάτσκινο και να, ξεπέσαμε σε σας. Είχαμε προχωρήσει καλά κάποια στιγμή, μα ύστερα πάλι τα μπερδέψαμε.

- Για φαντάσου, πως περιπλανηθήκατε! - απόρησε ο γέρος, Πετρούσκα, άντε ν' ανοίξεις την αυλόπορτα, στράφηκε στο παλικάρι.

- Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο Πετρούσκα, με χαρούμενη φωνή κι έτρεξε πρόθυμα.

- Μα εμείς δεν πρόκειται να κοιμηθούμε εδώ, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Πού θα πας νύχτα-ώρα; Μείνε εδώ να ξαποστάσεις.

- Θα το ήθελα κι εγώ όμως πρέπει να πηγαίνω. Οι υποθέσεις βλέπεις δε μ' αφήνουν.

- Μακάρι, έλα να ζεσταθείς λιγάκι μέσα στο σαμοβάρι.

- Αυτό γίνεται, παραδέχτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Αργότερα δεν πρόκειται να σκοτεινιάσει πιότερο. Θα βγει και το φεγγάρι σε λίγο κι αυτό θα φέγγει. Τι λες και συ, Νικήτ να μπούμε να ζεσταθούμε λιγάκι;

- Γίνεται κι αυτό, είπε ο Νικήτα, που ένιωθε ξεπαγιασμένος και πολύ θα ήθελε να συνεφέρει μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τα ξυλιασμένα μέλη του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς μπήκε μαζί με το γέρο στο σπίτι, κι ο Νικήτα τράβηξε το έλκηθρο στην αυλόπορτα που άνοιξε ο Πετρούσκα και βοηθούμενος απ' αυτόν έσυρε το άλογο κάτω από το υπόστεγο του στάβλου. Ο στάβλος ήτανε γεμάτος κοπριά, που σχημάτιζε παχύ στρώμα κάτω και καθώς έκανε να μπει το άλογο τρακάρισε στα δοκάρια της σκεπής. Οι κότες κι ο κόκορας, που είχανε κουρνιάσει στο δοκάρι, ανήσυχα σιγοκακάρισαν και κίνησαν τα ποδαράκια τους για να στερεωθούν και να μην πέσουν. Τα πρόβατα στην άλλη άκρη ταράχτηκαν και στριμώχτηκαν φοβισμένα στη γωνιά, παραπατώντας πάνω στο παγωμένο στρώμα της κοπριάς. Κάποιο σκυλί γαβγίζοντας δυνατά, με τρομάρα και κακία, υποδεχόταν πραγματικά σκυλίσια τον ξένο.

Ο Νικήτα κουβέντιασε με όλους τους ένοικους του στάβλου: ζήτησε συγγνώμη από τις κότες και τις καθησύχασε με την υπόσχεση πως δε θα τις ενοχλούσε άλλο. Μάλωσε γελαστά τα πρόβατα που τρομάζουν με το παραμικρό, δίχως κι αυτά να ξέρουν το γιατί. Και καθώς φρόντιζε στο αναμεταξύ να δέσει το άλογο δε έπαυε να συμβουλεύει το σκυλάκι.

- Να, έτσι δα καλά θα είναι, είπε τινάζοντας το χιόνια πάνωθέ του, κοίτα κει πώς ξελαρυγγιάζεται το χαζό, πρόσθεσε για το σκυλάκι. Είπαμε , φτάνει σουτ πια! Φτάνει σουτ χαζό. Μη χαλάς τόσο τη ζαχαρένια σου. Δεν είμαστε δα κλεφταράδες. Ανθρωποι δικοί... - Αυτοί, όπως λένε, είναι οι τρεις σύμβουλοι του σπιτιού, είπε ο Πετρούσκα, σπρώχνοντας με το γεροδεμένο χέρι του σαν καρυδόφλουδα, το έλκηθρο παραμέσα.

- Ποιοι είναι αυτοί οι τρεις σύμβουλοι, που λες; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Μα, να αυτό το λέει ο Πούλσον στο τυπωμένο βιβλίο του. Αν κάποιος κλέφτης παραμονεύει για να μπει σπίτι σου, το σκυλί γαβγίζει, που θα πει: έχε το νου σου, μη χαζεύεις. Λαλεί ο κόκορας που θα πει: σήκω είναι ώρα. Νίβεται η γάτα, που θα πει: κάποιος φίλος θα σου έρθει. Ετοιμάσου να τον περιποιηθείς, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Πετρούσκα.

Ο Πετρούσκα ήξερε λίγα γράμματα και είχε σχεδόν αποστηθίσει ολόκληρο το βιβλίο του Πούλσον, το μόνο που είχε. Του άρεσε πάντα και πιο πολύ άμα βρισκόταν λιγάκι στο κέφι, όπως κείνη την ημέρα, να ξεφουρνίζει διάφορα συμπεράσματα του συγγραφέα, που τα έβρισκε ταιριαστά στην περίπτωση.

- Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Νικήτα.

- Θα ξεπάγιασες, μπάρμπα ε;

- Λιγάκι.

Κι οι δυο τους, πέρασαν την αυλή κι από τη μπασιά, μπήκαν στο σπίτι.


III. Αφέντης και Δούλος III. Master and Servant III. Amo y siervo

Στην αρχή του δρόμου φυσούσε ακόμα και για τούτο το χιόνι δε μπορούσε να στρωθεί, μα στο κέντρο του χωριού ήτανε ήσυχα, ζεστά και χαρούμενα. Σε κάποια αυλή γάβγιζε ένα σκυλί, σ' άλλη μια γυναίκα, με το σάκο της ριγμένο πάνω από το κεφάλι έφτασε τρέχοντας από κάπου και προτού να μπει στην πόρτα του σπιτιού στάθηκε μια στιγμή να δει το έλκηθρο που περνούσε. Ακούγονταν τραγούδια κοριτσιών από το κέντρο του χωριού.

Σάμπως μέσα στο χωριό να ήτανε πιο λίγος κι ο αέρας και το χιόνι κι η παγωνιά.

- Βρε! Μα τούτο είναι το Γρίσκινο, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Όλο κι όλο, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Και πραγματικά το Γρίσκινο ήτανε. Το συμπέρασμα ήτανε πως περιπλανήθηκαν προς τ' αριστερά και προχώρησαν κάπου οχτώ βέρστια προς ολότελα άλλη κατεύθυνση από εκείνη που ήθελαν, μα όσο να 'ναι είχανε κάπως πλησιάσει στο μέρος για το οποίο ξεκίνησαν. Το Γρίσκινο απείχε από το Γοριάτσκινο μονάχα πέντε βέρστια.

Καταμεσής του χωριού αντάμωσαν έναν ψηλό άντρα που βάδιζε γοργά στη μέση του δρόμου.

- Ποιος τρέχει; - ξεφώνισε ο άνθρωπος αυτός σταματώντας το άλογο και μονομιάς, καθώς αναγνώρισε το Βασίλη Αντρέιτς πιάστηκε από το ρυμό και γλιστρώντας τα χέρια του πάνω σ' αυτόν, έφτασε το έλκηθρο και κάθισε εκεί δα.

Ο άνθρωπος αυτός ήτανε ο μουζίκος Ησάη, πασίγνωστος σ' όλη την περιοχή σαν επιδέξιος αλογοκλέφτης, κι ο Βασίλη Αντρέιτς, τον ήξερε καλά.

- Α, σεις είσαστε Βασίλη Αντρέιτς! Για πού το βάλατε; - είπε ο Ησάη, αναδίνοντας δυνατή μυρουδιά βότκας, καθώς μιλούσε.

- Μα να, είπαμε να πάμε ίσαμε το Γοριάτσκινο.

- Για κοίτα κει πού ξεπέσατε! Μα θα έπρεπε να τραβήξετε από το Μαλάχοβο.

- Άλλο ζήτημα τι έπρεπε και δεν έπρεπε. Κοίτα που δεν τα καταφέραμε, γκρίνιασε ο Βασίλη Αντρέιτς, σταματώντας το άλογο.

- Το αλογάκι σας είναι καλό, παρατήρησε ο Ησάη, σιάχνοντας με μια επιδέξια κίνηση του χωριού τον κόμπο της ουράς του αλόγου που είχε ξελασκάρει.

- Και τώρα τι λέτε, θα περάσετε εδώ τη νύχτα σας;

- Α, μπα αδερφάκι. Πρέπει εξάπαντος να πάμε.

- Αφού πρέπει θα πει πως ειν' ανάγκη. Και του λόγου του ποιος είναι; Μπα! Ο Νικήτα Στεπάνιτς!

- Ποιος άλλος; - είπε ο Νικήτα και πρόσθεσε χωρίς να χάσει καιρό. Πώς θα μπορούσαμε τάχατες να τραβήξουμε από δω πέρα, δίχως να τα μπερδέψουμε πάλι.

- Το μόνο εύκολο! Να στρίψετε πίσω όλο ίσα από το δρόμο κι άμα βγείτε από το χωριό τραβάτε όλο ίσα. Μη τυχόν στρίψετε αριστερά. Κι άμα φτάσετε στο πλάτωμα, τότες στρίβετε δεξιά.

- Και στο πλάτωμα από πού να στρίψουμε; Από τον καλοκαιρινό δρόμο, για από το χειμωνιάτικο; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Από το χειμωνιάτικο. Σαν φτάσετε κει πέρα θα δείτε κάποια χαμόδεντρα κι απέναντι σ' αυτά για σημάδι είναι στητό ένα χοντρό κούτσουρο βαλανιδιάς κατσαρό-κατσαρό, από κει θα στρίψετε.

Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε το έλκηθρο προς τα πίσω και τράβηξε συμφωνά με τις οδηγίες του Ησάη.

-Καλά θα κάνατε να περνούσατε την νύχτα σας στο χωρίο. - τους φώναξε ξοπίσω ο Ησάη.  Μα ο Βασίλη Αντρέιτς δεν του αποκρίθηκε, μονάχα βίαζε όσο μπορούσε το άλογο. Του φαινόταν, πως δεν ήτανε δα και τόσο δύσκολο, να περάσουν τα πέντε βέρστια πάνω στον καλά πατημένο δρόμο, που τα δυο περνούσαν μέσα από δάσος, τόσο πιο πολύ, που σάμπως να είχε ξεθυμάνει ο αέρας και να έπαψε και το χιόνι.

Αφού πέρασαν το δρόμο του χωριού και προσπέρασαν και την αυλή με τα απλωμένα ρούχα που απ' αυτά το άσπρο πουκάμισο είχε ξεφύγει από το σχοινί και κρεμόταν μονάχα από το ένα μανίκι, που ήτανε ξυλιασμένο από την παγωνιά, κι αφού άφησαν πίσω τους τα δέντρα που τόσο τρομερά βούιζαν, βρέθηκαν πάλι στον ανοιχτό κάμπο. Η χιονοθύελλα όχι μόνο δεν είχε πάψει μα, θαρρείς και δυνάμωνε. Ο δρόμος ήτανε χιονισμένος και θα μπορούσε κάποιος να τον μαντέψει μονάχα από τα διάφορα σημάδια-κούτσουρα, που ήτανε στημένα από τις δυο τους πλευρές. Όμως κι αυτά με δυσκολία τα ξεχώριζαν γιατί είχανε τον αέρα από μπροστά τους.

Ο Βασίλη Αντρέιτς ζάρωνε τα μάτια του, έγερνε το κεφάλι του πότε από δω και πότε από κει, προσπαθώντας να ξεχωρίσει τα σημάδια, μα πιο πολύ αφήνονταν στη διάθεση του αλόγου, γιατί είχε εμπιστοσύνη σ' αυτό. Και το άλογο πραγματικά προχωρούσε αλάθητα, στρίβοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά, ανάλογα με τις στροφές του δρόμου, που τον ένιωθε κάτω από τα πόδια του, παρ' όλο που και το χιόνι κι ο αέρας εξακολουθούσαν να δυναμώνουν.

Το έλκηθρο προχώρησε έτσι κάπου δέκα λεπτά, όταν ξαφνικά ολόμπροστα στο άλογο πρόβαλε ένα μαύρο πράγμα που κουνιόταν κι αυτό μέσα στο λοξό δίχτυ που έφτιαχνε ο αέρας με το χιόνι που έπεφτε. Κάποιο άλλο έλκηθρο ήτανε κι αυτό. Ο Μουχόρτη το πρόκανε πολύ γρήγορα και τα πόδια του πια χτυπούσαν πάνω στο πίσω κάθισμα του.

- Ε, σεις! Τραβάτε μπροστά-ά-ά! Φώναζαν από το μπροστινό έλκηθρο. Ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε αργά-αργά, λοξοδρόμησε για να προσπεράσει.

Μέσα σε κείνο το έλκηθρο κάθονταν τρεις μουζίκοι και μια γυναίκα. Θα ή τανε, φαίνεται, μουσαφιραίοι σε κάποια γιορτή και γύριζαν σπίτι τους. Ο ένας μουζίκος χτυπούσε αλύπητα στα καταχιονισμένα νώτα, το φτωχικό αλογάκι με μια βέργα. Οι δυο άλλοι κουνούσαν τα χέρια και ξεφώνιζαν. Κ' η γυναίκα πασπαλισμένη μπόλικο χιόνι καθόταν κουκουλωμένη και ζαρωμένη στο πίσω κάθισμα.

- Ποιοι είσαστε; -ξεφώνισε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Α-α-ά-σκη! - ακουγόταν μονάχα.

- Ποιοι είσαστε λέω;

- Α-α-ά-σκη! - ξελαρυγγιάστηκε ένας από τους μουζίκους μα και πάλι δε μπόρεσαν τίποτα να καταλάβουν.

- Τράβα! Τράβα! Μη στέκεσαι! - ξεφώνιζε κείνος που κρατούσε τη βέργα και εξακολουθούσε να την καταφέρνει στο αλογάκι.

- Από κάποια γιορτή ερχόσαστε, φαίνεται;

- Τράβα, τράβα! Σιόμκα προχώρα! Να προσπεράσουμε! Μπρος!

Τα έλκηθρα συγκρούστηκαν από πλάγια παρά λίγο να σκαλώσουν, όμως ξεσκάλωσαν και τότε εκείνο με τους μουζίκους έμεινε πίσω. Το κοιλαράδικο και μαλλιαρό αλογάκι πασπαλισμένο ολόκληρο από το χιόνι, ανάσαινε με κόπο κι ήτανε φανερό, πως βάνοντας τις τελευταίες δυνάμεις του για να αποφύγει τα χτυπήματα της βέργας, κινούσε τα κοντά ποδαράκια του μέσα στο βαθύ στρώμα του χιονιού, όσο μπορούσε. Το κεφάλι του, που έδειχνε πως ήτανε νέο, με το κάτω χείλος τεντωμένο, σαν του ψαριού, με τα ρουθούνια φουσκωμένα και τα αυτιά ζαρωμένα από το φόβο, ακούμπησε κάποια στιγμή στον ώμο του Νικήτα, μα ύστερα άρχισε να οπισθοχωρεί.

- Δέστε τι κάνει το κρασί! - παρατήρησε ο Νικήτα. Το ξεθέωσαν το δυστυχισμένο τ' αλογάκι. Σωστοί αγριότουρκοι!

Κάμποσα λεπτά ακούγονταν τα ρουθουνίσματα του βασανισμένου ζώου κι οι αγριοφωνάρες των μεθυσμένων μουζίκων, μα ύστερα πια τίποτα δεν ακουγόταν, εξόν πάλι από τα σφυρίγματα του αέρα μέσα στ' αυτιά, και κάπου-κάπου το τρίξιμο του έλκηθρου πάνω στις ανωμαλίες του δρόμου.

Κείνο το συναπάντημα διασκέδασε κάπως το Βασίλη Αντρέιτς και του έδωσε θάρρος κι έτσι πιο σταθερά τώρα οδηγούσε το άλογο στηρίζοντας όλες τις ελπίδες του στη νοημοσύνη του ζώου.

Ο Νικήτα δεν είχε τι να κάνει, κι όπως έκανε πάντα, όταν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση, το είχε κόψει δίπλα, αναπληρώνοντας έτσι τον ύπνο, που δεν χόρταινε όταν πνιγόταν στις δουλειές. Ξαφνικά το άλογο σταμάτησε απότομα κι ο Νικήτας λίγο έλειψε να πέσει από το έλκηθρο.

- Πάλι δεν πάμε καλά, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Ε, τι;

- Να, δε βλέπω πουθενά σημάδια, θα χάσαμε πάλι το δρόμο.

- Κι αν τον χάσαμε, θα ψάξουμε να τον βρούμε, αποκρίθηκε κοφτά ο Νικήτα, σηκώθηκε και βαδίζοντας ανάλαφρα με τις στραβές πατούσες του, προχώρησε μέσα στο χιόνι.

Περπάτησε ώρα πολλή, πότε φαινόταν, πότε εξαφανιζόταν και στο τέλος ξαναγύρισε.

- Δεν έχει δρόμο δω τριγύρω πουθενά, μπορεί να 'ναι κάπου παραμπρός, είπε, καθώς χωνόταν στο έλκηθρο.

Άρχισε πια να σουρουπώνει αισθητά. Η χιονοθύελλα δεν δυνάμωνε μα και δεν υποχωρούσε.

- Αν ακούγονταν τουλάχιστον κείνοι κει οι μουζίκοι, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Δεν κατάφεραν να μας προφτάσουν. Πρέπει να έμειναν πολύ πίσω. Μπορεί κιόλας, να έχασαν κι αυτοί το δρόμο, παρατήρησε ο Νικήτα. - Και τώρα από πού να τραβήξουμε; - ρώτησε ο Βασίλη Αντρέιτς. - Ν' αφήσουμε τ' άλογο να μας βγάλει πέρα. Αυτό θα τα καταφέρει. Δώστε μου τα γκέμια. Ο Βασίλη Αντρέιτς παράδωσε τα γκέμια στο Νικήτα και με πολλή προθυμία, μάλιστα, γιατί τα χέρια του, παρ' όλα τα γούνινα γάντια, άρχισαν να ξυλιάσουν.

Ο Νικήτα πήρε τα γκέμια και τα κρατούσε μονάχα, προσπαθώντας να μην τα κινεί καθόλου και καμάρωνε την εξυπνάδα του αγαπημένου του αλόγου. Πραγματικά το ευφυέστατο ζώο, γυρίζοντας πότε από δω και πότε από κει τεντώνοντας πότε το ένα και πότε το άλλο αυτί του, άρχισε να στρίβει αργά-αργά.

- Φτάνει να μην μιλάμε, μουρμούρισε ο Νικήτα. Κοίτα εκεί τι κάνει! Τράβα, τράβα, συ ξέρεις! - έτσι μπράβο!

Ο αέρας τώρα τους ερχόταν από πίσω. Έτσι λιγόστευε κάπως το κρύο.

- Μυαλό που το 'χει, το αφιλότιμο! - εξακολουθούσε να καμαρώνει το άλογο ο Νικήτα. Το άλλο, το Κιργιζιόνοκ είναι πιο δυνατό, μα είναι κουτό. Όμως τούτο δω, κοιτάτε, τι σκαρώνει με τ' αυτιά του μονάχα! Δεν έχει ανάγκη από τηλέγραφο κανένα, νιώθει τι γίνεται πέρα από ένα βέρστι και παραπάνω.

Και δε είχε ακόμα περάσει ούτε μισή ώρα, όταν μπροστά τους πέρα, διακρίνανε κάτι να μαυρίζει. Να ήτανε κάποιο δάσος ή κάποιο χωριό; Κι από τη δεξιά μεριά ξεχώρισαν κάποια σημάδια δρόμου. Ήτανε φανερό πως βρεθήκαμε σε δρόμο πάλι.

- Μπα! Μα τούτο δω είναι πάλι το Γρίσκινο, είπε ξαφνικά ο Νικήτα.

Και πραγματικά, αριστερά τους είδανε πάλι κείνο το μακρόστενο αμπάρι και παραπέρα την αυλή με τ' απλωμένα ρούχα που εξακολουθούσαν το ίδιο να παραδέρνουν στα φυσήματα του αέρα.

Βρέθηκαν πάλι στον κεντρικό δρόμο του χωριού, μέσα στην ησυχία, στη ζεστασιά, στο κέφι, άκουγαν πάλι φωνές, τραγούδια, να γαβγίζει κάποιο σκυλί. Το σούρουπο πια ήτανε τόσο πυκνό, που σε μερικά σπίτια άναβαν φώτα.

Στα μισά του δρόμου ο Βασίλη Αντρέιτς έστριψε και τράβηξε ίσα σ' ένα με γάλο σπίτι καλοχτισμένο και σταμάτησε μπροστά στην είσοδο.

Ο Νικήτα πήγε κοντά στο φωτισμένο παράθυρο που ήτανε καταχιονισμένο και που στο φως του άστραφταν οι νιφάδες που χοροπηδούσαν και χτύπησε με το μαστίγι.

- Ποιος είναι κει; - ρώτησαν από μέσα.

- Απ' το Κρεστί, ο Μπρεχουνόβ, αγάπη μου, αποκρίθηκε ο Νικήτα. Έβγα μια στιγμή.

- Ο άνθρωπος αποτραβήχτηκε από το παράθυρο και σε λίγο, ακουγόταν απ' έξω, άνοιξε με κρότο η εσωτερική πόρτα της μπασιάς που ήτανε κολλημένη από τον πάγο, ύστερα βρόντησε ο μάνταλος της εξωτερικής πόρτας και, κρατώντας την για να μη την κλείσει ο αέρας, πρόβαλε ένας ψηλός γέρος μ' άσπρη γενειάδα και με το κοντογούνι ριγμένο στις πλάτες πάνω από το άσπρο γιορτινό πουκάμισό του και πίσωθέ του ένα παλικάρι που φορούσε κόκκινο πουκάμισο και δερμάτινα ποδήματα.

- Συ είσαι, Αντρέιτς; Πώς βρέθηκες στα σύνορα μας; - ρώτησε ο γέρος.

- Μα να, χάσαμε το δρόμο, αδελφέ μου, είπε ο Βασίλη Αντρέιτς, θέλαμε να πάμε στο Γοριάτσκινο και να, ξεπέσαμε σε σας. Είχαμε προχωρήσει καλά κάποια στιγμή, μα ύστερα πάλι τα μπερδέψαμε.

- Για φαντάσου, πως περιπλανηθήκατε! - απόρησε ο γέρος, Πετρούσκα, άντε ν' ανοίξεις την αυλόπορτα, στράφηκε στο παλικάρι.

- Μετά χαράς, αποκρίθηκε ο Πετρούσκα, με χαρούμενη φωνή κι έτρεξε πρόθυμα.

- Μα εμείς δεν πρόκειται να κοιμηθούμε εδώ, παρατήρησε ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Πού θα πας νύχτα-ώρα; Μείνε εδώ να ξαποστάσεις.

- Θα το ήθελα κι εγώ όμως πρέπει να πηγαίνω. Οι υποθέσεις βλέπεις δε μ' αφήνουν.

- Μακάρι, έλα να ζεσταθείς λιγάκι μέσα στο σαμοβάρι.

- Αυτό γίνεται, παραδέχτηκε ο Βασίλη Αντρέιτς. Αργότερα δεν πρόκειται να σκοτεινιάσει πιότερο. Θα βγει και το φεγγάρι σε λίγο κι αυτό θα φέγγει. Τι λες και συ, Νικήτ να μπούμε να ζεσταθούμε λιγάκι;

- Γίνεται κι αυτό, είπε ο Νικήτα, που ένιωθε ξεπαγιασμένος και πολύ θα ήθελε να συνεφέρει μέσα στη ζεστασιά του σπιτιού τα ξυλιασμένα μέλη του.

Ο Βασίλη Αντρέιτς μπήκε μαζί με το γέρο στο σπίτι, κι ο Νικήτα τράβηξε το έλκηθρο στην αυλόπορτα που άνοιξε ο Πετρούσκα και βοηθούμενος απ' αυτόν έσυρε το άλογο κάτω από το υπόστεγο του στάβλου. Ο στάβλος ήτανε γεμάτος κοπριά, που σχημάτιζε παχύ στρώμα κάτω και καθώς έκανε να μπει το άλογο τρακάρισε στα δοκάρια της σκεπής. Οι κότες κι ο κόκορας, που είχανε κουρνιάσει στο δοκάρι, ανήσυχα σιγοκακάρισαν και κίνησαν τα ποδαράκια τους για να στερεωθούν και να μην πέσουν. Τα πρόβατα στην άλλη άκρη ταράχτηκαν και στριμώχτηκαν φοβισμένα στη γωνιά, παραπατώντας πάνω στο παγωμένο στρώμα της κοπριάς. Κάποιο σκυλί γαβγίζοντας δυνατά, με τρομάρα και κακία, υποδεχόταν πραγματικά σκυλίσια τον ξένο.

Ο Νικήτα κουβέντιασε με όλους τους ένοικους του στάβλου: ζήτησε συγγνώμη από τις κότες και τις καθησύχασε με την υπόσχεση πως δε θα τις ενοχλούσε άλλο. Μάλωσε γελαστά τα πρόβατα που τρομάζουν με το παραμικρό, δίχως κι αυτά να ξέρουν το γιατί. Και καθώς φρόντιζε στο αναμεταξύ να δέσει το άλογο δε έπαυε να συμβουλεύει το σκυλάκι.

- Να, έτσι δα καλά θα είναι, είπε τινάζοντας το χιόνια πάνωθέ του, κοίτα κει πώς ξελαρυγγιάζεται το χαζό, πρόσθεσε για το σκυλάκι. Είπαμε , φτάνει σουτ πια! Φτάνει σουτ χαζό. Μη χαλάς τόσο τη ζαχαρένια σου. Δεν είμαστε δα κλεφταράδες. Ανθρωποι δικοί... - Αυτοί, όπως λένε, είναι οι τρεις σύμβουλοι του σπιτιού, είπε ο Πετρούσκα, σπρώχνοντας με το γεροδεμένο χέρι του σαν καρυδόφλουδα, το έλκηθρο παραμέσα.

- Ποιοι είναι αυτοί οι τρεις σύμβουλοι, που λες; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Μα, να αυτό το λέει ο Πούλσον στο τυπωμένο βιβλίο του. Αν κάποιος κλέφτης παραμονεύει για να μπει σπίτι σου, το σκυλί γαβγίζει, που θα πει: έχε το νου σου, μη χαζεύεις. Λαλεί ο κόκορας που θα πει: σήκω είναι ώρα. Νίβεται η γάτα, που θα πει: κάποιος φίλος θα σου έρθει. Ετοιμάσου να τον περιποιηθείς, αποκρίθηκε χαμογελώντας ο Πετρούσκα.

Ο Πετρούσκα ήξερε λίγα γράμματα και είχε σχεδόν αποστηθίσει ολόκληρο το βιβλίο του Πούλσον, το μόνο που είχε. Του άρεσε πάντα και πιο πολύ άμα βρισκόταν λιγάκι στο κέφι, όπως κείνη την ημέρα, να ξεφουρνίζει διάφορα συμπεράσματα του συγγραφέα, που τα έβρισκε ταιριαστά στην περίπτωση.

- Πολύ σωστά, συμφώνησε ο Νικήτα.

- Θα ξεπάγιασες, μπάρμπα ε;

- Λιγάκι.

Κι οι δυο τους, πέρασαν την αυλή κι από τη μπασιά, μπήκαν στο σπίτι.