×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), II. Τρεις θάνατοι

II. Τρεις θάνατοι

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. Δος μου να πιω, αδελφάκι. Τι θες;

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. Θεέ μου σχώρα με. Άκου τον πως τυραννιέται. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα.

- Ε, Σεριόγα! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. Τα παίρνω το λοιπόν. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα.

- Καλά, καλά. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα.

- Με γεια τα ποδήματα! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. Στα χάρισε;

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. Μπρος τώρα. Ε, σεις, φιλαράκοι! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία.

- Καλά, καλά. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε;

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. Αυτό είναι. Ωχ, ωχ, ωχ! αγκομάχησε.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. Όχι, μου λέει. Είμαι γιατρεμένος τώρα. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε.


II. Τρεις θάνατοι II. Three deaths II. Tres muertes

Το όχημα της άρρωστης ήτανε ζεμένο, έτοιμο, μα ο αμαξάς χρονοτριβούσε. Είχε πάει στο σπιτάκι του σταθμού, που χρησίμευε για χάνι των αμαξάδων. Η ατμόσφαιρα μέσα εκεί, ήτανε πολύ ζεστή, αποπνιχτική, βαριά, αφόρητη. Αναδινόταν μια δυνατή μυρουδιά χνωτίλας, ψημένου ψωμιού, λάχανου και προβατίλας. Κάμποσοι αμαξάδες κάθονταν και σιγοκουβεντιάζαν. Η μαγείρισσα πάλευε κοντά στον αναμμένο φούρνο. Πάνω στο πατάρι κειτόταν τυλιγμένος μέσα σε προβιές ένας άρρωστος.

- Μπάρμπα-Χβεντόρ! Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ, είπε ένας νεαρός αμαξάς τυλιγμένος στο πανωφόρι του και με το μαστίγι χωμένο στη ζώνη του, μπαίνοντας ορμητικά μέσα και μιλώντας στον άρρωστο.

- Τι ενοχλείς τώρα το γέρο, σαχλαμάρα; - πήρε το λόγο κάποιος από τους αμαξάδες που κουβέντιαζαν. Σε προσμένει το ζεμένο αμάξι σου.

- Θέλω να του γυρέψω τα ποδήματά του, γιατί τα δικά μου κουρελιάστηκαν αποκρίθηκε το παλικάρι σιάχνοντας τα μαλλιά του, που του έπεφταν στα μάτια και χώνοντας τα γάντια του στη ζώνη. Μα κοιμάται; Ε, μπάρμπα-Χβεντόρ! - ξαναφώναξε, και πήγε πιο κοντά στο πατάρι.

- Τι 'ναι; - ακούστηκε μια αδύναμη φωνή κι ένα πρόσωπο ξανθό λιπόσαρκο πρόβαλε πάνω από το πατάρι. Το πλατύ κοκαλιάρικο και κατακίτρινο χέρι, με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, με κόπο προσπαθούσε να κρατήσει πάνω από το λερό πουκάμισο που φορούσε, το σάκο στις πλάτες του. Δος μου να πιω, αδελφάκι. Τι θες;

Το παλικάρι του έδωσε ένα κύπελλο με νερό.

- Να που λες μπάρμπα-Χβεντόρ, ήθελα να σε παρακαλέσω. Ελόγου σου, μαθές, τώρα πια δεν πρόκειται να περπατήσεις και δε σου χρειάζονται πια τα ποδήματα. Κι ήθελα να σε παρακαλέσω να μου τα δώσεις εμένα, που τα δικά μου λιώσανε ολότελα.

Ο άρρωστος είχε γυρίσει το κουρασμένο κεφάλι στο γυαλιστερό κύπελλο και με τα ανάρια, μακριά μουστάκια του βουτηγμένα στο σκούρο νερό, έπινε αχόρταγα και με κόπο. Τα μπερδεμένα γένια του ήτανε βρόμικα και τα βουλωμένα, θολά μάτια του στράφηκαν αργά-αργά και κοίταξαν το παλικάρι. Σαν παράτησε το νερό, θέλησε να σηκώσει το χέρι του για να σφουγγίσει τα βρεμένα χείλη του, μα δεν το κατόρθωσε και σφουγγίστηκε πάνω στο μανίκι του σάκου που κρεμόταν κοντύτερα. Ανάσαινε σωπαίνοντας με μεγάλη δυσκολία και κρατούσε τα μάτια στυλωμένα στο παλικάρι, ώσπου να μπορέσει να μιλήσει.

- Μα μπορεί κιόλας να τα έχεις κανενού υποσχεθεί είπε το παλικάρι. Το ζήτημα είναι πως κάνει μεγάλη υγρασία έξω και μένα μου έλαχε κάποια καλή δουλειά. Για τούτο σκέφτηκα να σε παρακαλέσω να μου δώσεις τα ποδήματά του. Μα αν τυχόν τα θες για ελόγου σου, πες μου το.

Μέσα στο στήθος του αρρώστου κάτι άρχισε να αναταράζεται και να βράζει. Έσκυψε και ταραζόταν σύγκορμος από το βήχα που τον έπνιγε, δίχως να ξεσπάσει ανακουφιστικά.

- Τι να τα κάνει ατός του τα ποδήματά; - ξεφώνισε ξαφνικά η μαγείρισσα όλο θυμό. Δυο μήνες τώρα δεν κατέβηκε από το πατάρι. Κοίτα τον σαν τραντάζεται. Πονάνε τα σωθικά του ανθρώπου ακούγοντας τον μονάχα. Τι να τα κάνει τα ποδήματα; Δεν πρόκειται να τον θάψουνε με καινούργια ποδήματα. Κι ωστόσο, από καιρό θα έπρεπε να έχει πεθάνει. Θεέ μου σχώρα με. Άκου τον πως τυραννιέται. Μακάρι να μπορούσανε να τον μεταφέρουνε κάπου αλλού! Λένε πως υπάρχουνε στις πολιτείες τόσα και τόσα νοσοκομεία. Γιατί και τούτο κατάντησε ανυπόφερτο. Έπιασε όλο το πατάρι μόνος του, δυο μήνες τώρα. Δεν έχουμε πού να γυρίσουμε. Κι από πάνου μας βάνουν πόστα κάθε τόσο για την πάστρα.

- Ε, Σεριόγα! Έλα στ' αμάξι σου, τ' αφεντικά περιμένουν, φώναξε από την πόρτα ο σταθμάρχης. Ο Σεριόγα έκανε να φύγει δίχως να πάρει απάντηση, μα ο γέρος, μέσα στο βήχα του, του έγνεψε με τα μάτια πως ήθελε να του μιλήσει.

- Πάρτα τα ποδήματά, Σεριόγα, κατάφερε να πει, σαν απόβηξε και ξανάσανε λιγάκι. Μονάχα, άκουσε με, ν' αγοράσεις μια πέτρα για τον τάφο μου, σαν πεθάνω, πρόσθεσε βραχνά.

- Σ' ευχαριστώ, μπάρμπα. Τα παίρνω το λοιπόν. Κι όσο για την πέτρα, έχεις το λόγο μου.

- Τ' ακούσατε ούλοι σας και σεις παιδιά, μπόρεσε να προσθέσει ακόμα ο άρρωστος και ξανάσκυψε πνιγμένος από το βήχα.

- Καλά, καλά. Τ' ακούσαμε, αποκρίθηκε ένας αμαξάς. Και συ, Σεριόγα, κάνε γρήγορα, γιατί να, ξανάρχεται τρέχοντας ο σταθμάρχης. Είναι βλέπεις, εκείνη η άρρωστη κυρά από το Σίρκινο.

Ο Σεριόγα, με μια γρήγορη κίνηση, τράβηξε κι έβγαλε τα ποδήματα που φορούσε και που ήταν πολύ μεγάλα για το πόδι του και καταξεσκισμένα και τα πέταξε κάτω από τον πάγκο. Τα ολοκαίνουργια ποδήματα του γέρου του ήρθανε καλούπι κι αφού τα φόρεσε έφυγε βιαστικά, καμαρώνοντάς τα.

- Με γεια τα ποδήματα! Μα είναι για να 'ναι, μωρέ Σεριόγα. Έλα να στ' αλείψω λίγο κατράμι, του είπε ο συνάδελφός του του άλλου αμαξιού και καθώς το παλικάρι ανέβαινε στη θέση του, του άλειψε καλά-καλά. Στα χάρισε;

- Μπας και ζήλεψες; - έκανε ο Σεριόγα, τυλίγοντας με τις ποδιές του πανωφοριού του τα πόδια του προτού να καθίσει. Μπρος τώρα. Ε, σεις, φιλαράκοι! Φώναξε στ' άλογα, κινώντας το μαστίγι. Και τα δυο οχήματα με τους επιβάτες, με τις βαλίτσες και τα δέματα, ξεκίνησαν μέσα στη γκρίζα φθινοπωριάτικη καταχνιά, κυλώντας γοργά τις ρόδες τους πάνω στο μουσκεμένο δρόμο.

Ο άρρωστος αμαξάς έμεινε μέσα σε κείνη την αποπνιχτική ατμόσφαιρα, ξαπλωμένος στο πατάρι. Γύρισε με κόπο από την άλλη μεριά, δίχως να κατορθώσει ν' αποβήξει και ζάρωσε εκεί δα. Ίσαμε το βράδυ κόσμος πολύς, μπαινόβγαινε, γευμάτιζε, δειπνούσε, μα ο άρρωστος δεν ακουγόταν. Προτού νυχτώσει η μαγείρισσα σκαρφάλωσε στο πατάρι για να πάρει το ζεστό σάκο της.

- Μη βαρυγκωμάς άλλο, Ναστάσια, μουρμούρισε ο γέρος, κοντεύει η ώρα που θα σ' αδειάσω τη γωνία.

- Καλά, καλά. Δεν βαρυγκωμάω του αποκρίθηκε εκείνη. Τι σου πονάει μπάρμπα; Για πες μου.

- Λιώσανε ούλα μου τα σωθικά. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

- Θα σου πονάει, πρέπει κι ο λαιμός, σαν βήχεις. Ε;

- Ούλα πονάνε. Ο θάνατος μου έφτασε. Αυτό είναι. Ωχ, ωχ, ωχ! αγκομάχησε.

- Να έχεις τα ποδάρια σου έτσι δα σκεπασμένα, είπε η Ναστάσια, σκεπάζοντάς του τα πόδια καθώς κατέβαινε. Τη νύχτα το λαμπάκι φώτιζε αχνά το δωμάτιο. Η Ναστάσια και καμιά δεκαριά αμαξάδες κοιμόνταν ξαπλωμένοι καταγής και πάνω στους πάγκους με άγρια ροχαλητά. Μονάχα ο άρρωστος αγκομαχούσε σιγανά, σιγόβηχε και στριφογύριζε στο πατάρι. Κατά τα ξημερώματα ησύχασε ολότελα.

- Παράξενο όνειρο που έβλεπα απόψε στον ύπνο μου, έλεγε η μαγείρισσα, σαν ξύπνησε το πρωινό. Σάμπως λέει ο μπάρμπα-Χβεντόρ να κατέβηκε από το πατάρι και πήγε να κόψει ξύλα. Έλα Νάστια, μου λέει, να σε βοηθήσω. Και πού μπορείς εσύ, του λέω, να κόψεις ξύλα. Μα κείνος άδραξε το τσεκούρι, και δος του να κόβει ξύλα, με τέτοια γρηγοράδα, τι να σας πω; Τα πελεκούδια ξεπετάγονταν βροχή. Μα συ, ήσουνα άρρωστος του λέω. Όχι, μου λέει. Είμαι γιατρεμένος τώρα. Και σηκώνει με μια φόρα το τσεκούρι, φοβερίζοντάς με, τόσο που έμπηξα μια φωνή από την τρομάρα μου και ξύπνησα. Λέτε να πέθανε τη νύχτα; Μπάρμπα-Χβεντόρ, ε μπάρμπα!

Ο άρρωστος δεν αποκρινόταν.

- Θα έχει γούστο να πόθανε. Για να δω, είπε ένας από τους αμαξάδες που είχανε ξυπνήσει.

Το κοκαλιάρικο χέρι με το κοκκινόξανθο τρίχωμα, που κρεμόταν από το πατάρι ήτανε παγωμένο και κίτρινο.

- Πρέπει να πάμε να το πούμε του σταθμάρχη. Φαίνεται να έχει πεθάνει, συμπέρανε ο αμαξάς.

Ο άρρωστος δεν είχε συγγενείς. Είχε ξεπέσει σε κείνα τα μέρη, από κάποιο μακρινό χωριό. Την άλλη μέρα τον έθαψαν στο καινούριο νεκροταφείο, πίσω από το δασάκι, κι η Ναστάσια κάμποσες ημέρες εξακολουθούσε να διηγιέται σ' όλους τ' όνειρό της και πως εκείνη πρώτη κατάλαβε πως ο Φιοντόρ πέθανε.