×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Τολστόι, Λ. - Αφέντης και Δούλος (και άλλα), I. Αφέντης και Δούλος

I. Αφέντης και Δούλος

Αυτό συνέβηκε στα 1870 την επομένη του Άι-Νικόλα του χειμωνιάτικου. Η ενορία γιόρταζε κι ο προύχοντας Βασίλη Αντρέιτς Μπρεχουνόβ, έμπορος δεύτερης τάξης, δε μπορούσε να λείψει. Έπρεπε να πάει στην εκκλησία γιατί ήτανε επίτροπος κι έπρεπε σπίτι του να δεχτεί και να περιποιηθεί τους συγγενείς και τους φίλους που θα έρχονταν. Όμως όταν πια κι οι τελευταίοι μουσαφιραίοι, έφυγαν, ετοιμάστηκε, χωρίς να χασομερήσει, να ξεκινήσει και να πάει ίσαμε το γειτονικό κτήμα, για ν' αγοράσει κάποιο δασάκι που από καιρό το παζάρευε με τον κτηματία. Και βιαζόταν να πάει, μην τυχόν οι έμποροι της πολιτείας τον προλάβαιναν κι έχανε μια τόσο συμφερτική αγορά. Ο νεαρός χτηματίας γύρευε για το δασάκι δέκα χιλιάδες, μα ο Βασίλη Αντρέιτς του έδινε μονάχα εφτά. Κι αυτές οι εφτά χιλιάδες δεν αντιπροσώπευαν παρά μόλις το ένα τρίτο της πραγματικής αξίας του. Μπορεί κιόλας να επέμενε ακόμα και να κατέβαζε πιο πολύ την τιμή που πρότεινε στον κτηματία γιατί το δασάκι βρισκόταν στα σύνορά του κι από καιρό είχε κλείσει μια συμφωνία με τους εμπόρους της περιοχής και της επαρχίας, πού σύμφωνα μ' αυτήν, δεν είχε το δικαίωμα ένας από τους συμβαλλόμενους ν' ανεβάζει τις τιμές στην περιοχή των άλλων. Όμως την τελευταία στιγμή πληροφορήθηκε πως μια ομάδα δασέμποροι από την πολιτεία σκόπευαν να πάνε να διαπραγματευτούν το δασάκι αυτό και για τούτο αποφάσισε να δει δίχως αναβολή τον κτηματία και να κλείσει οριστική συμφωνία μαζί του. Για τούτου άμα ξεμπέρδεψε με τη γιορτή και με τους μουσαφιραίους, έβγαλε εφτακόσια ρούβλια, σ' αυτά πρόσθεσε και δυο χιλιάδες τριακόσια της εκκλησίας, ώστε να γίνουν τρεις χιλιάδες, κι αφού τα μέτρησε και τα ξαναμέτρησε προσεχτικά, τα τακτοποίησε στο πορτοφόλι του και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει.

Ο εργάτης Νικήτα, ο μόνος απ' όλους τους εργάτες του Βασίλη Αντρέιτς που δεν ήτανε μεθυσμένος εκείνη την ημέρα έτρεξε να ζέψει. Ο Νικήτα δεν ήτανε μεθυσμένος τώρα, γιατί, όντας τρομερός μπεκρής, στις απόκριες είχε αφήσει αμανάτι στο κρασοπουλειό και το σάκο του και τα ποδήματά του κι είχε ορκιστεί να μην ξαναμεθύσει και δυο μήνες τώρα δεν έπινε στάλα κι αντιστάθηκε ηρωικά στον πειρασμό τις δυο μέρες της γιορτής, που έβλεπε εκείνη την αφθονία του κρασιού και δεν έβαλε ούτε μια γουλιά στο στόμα του.

Ο Νικήτα ήτανε ένας πενηντάρης περίπου, μουζίκος, από ένα κοντινό χωριό, ανοικοκύρευτος, όπως έλεγαν για δαύτον, που τον πιότερο καιρό της ζωής του, τον πέρασε μακριά από το σπίτι του, υπηρετώντας εδώ και εκεί. Παντού, στα μέρη που δούλεψε, τον εκτιμούσαν για την προκοπή του, για την καλή και γρήγορη δουλεία του και το κυριότερο για τον αγαθό και καλοπροαίρετο χαρακτήρα του. Όμως πουθενά δεν κατάφερνε να παραμείνει αρκετό διάστημα γιατί μεθοκοπούσε μια-δυο φορές το χρόνο -συχνά και περισσότερες- και τότε εκτός που άφηνε όλες του τις οικονομίες και τον πιότερο ρουχισμό του στο κρασοπουλειό, γινόταν γκρινιάρης και καβγατζής. Ο Βασίλη Αντρέιτς κι αυτός κάμποσες φορές τον είχε διώξει, μα ύστερα τον ξανάπαιρνε πάλι, εκτιμώντας την τιμιότητα του, την αγάπη του για τα ζώα και, το πιο σπουδαίο, ότι δεν είχε απαιτήσεις μεγάλες όσον αφορά το μισθό. Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν έδινε στο Νικήτα τα ογδόντα ρούβλια το χρόνο που έπαιρναν οι όμοιοι του εργάτες, μα μονάχα σαράντα. Κι αυτά όχι κανονικά με το μήνα, παρά λίγα-λίγα σε καπίκια και πιο πολύ σε είδη από το μαγαζί του που τα υπολόγιζε όσο πιο ακριβά μπορούσε.

Η Μάρφα, η γυναίκα του Νικήτα, που στα νιάτα της ήτανε όμορφη και ζωηρή πολύ, κρατούσε το σπιτικό της με το αγόρι της και τα δύο κορίτσια και δεν καλούσε το Νικήτα να μείνει μαζί τους πρώτα-πρώτα γιατί εδώ κι είκοσι χρόνια συζούσε με κάποιον βαρελά, από ξένο χωριό, που τον είχε νοικάρη, και δεύτερο γιατί, παρ' όλο που όταν ο Νικήτα ήτανε ξεμέθυστος αυτή τον έκανε όπως ήθελε, τον έτρεμε ωστόσο σαν τη φωτιά, όταν ήτανε μεθυσμένος. Κάποια φορά ο Νικήτα, που βρέθηκε σπίτι του μέθυσε και για να ξεθυμάνει, φαίνεται, και να τιμωρήσει τη γυναίκα του για όλη την υποταγή που της έδειχνε όταν δεν ήτανε μεθυσμένος, έσπασε την κλειδαριά του μπαούλου της, έβγαλε όλα τα πιο καλύτερα της φορέματα και με το τσεκούρι τα κατακομμάτιασε κρατώντας τα πάνω σ' ένα κούτσουρο. Το μισθό που κέρδιζε ο Νικήτα, ο Βασίλη Αντρέιτς τον έδινε όλον σε χρήμα και σε είδη στη γυναίκα του και κείνος δεν είχε ποτέ την παραμικρότερη αντίρρηση. Έτσι και τώρα δυο μέρες πριν από τη γιορτή ήρθε η Μάρφα και εφοδιάστηκε από το μαγαζί με άσπρο αλεύρι, τσάι, ζάχαρη και κρασί. Όλα αυτά τα υπολόγισε ο Βασίλη Αντρέιτς για τρία ρούβλια και της έδωσε και ένα χαρτονόμισμα των πέντε ρουβλιών. Δηλαδή ξεμπέρδεψε όλο-όλο με οχτώ ρουβλάκια, που θα έπρεπε να έδινε το λιγότερο είκοσι ρούβλια για δουλεμένα μεροκάματα του Νικήτα. Η Μάρφα ωστόσο υποκλίθηκε βαθιά κι ευχαρίστησε τ' αφεντικό.

- Σάμπως κάναμε συμφωνίες εμείς με σένα; - συνήθιζε να λέει ο Βασίλη Αντρέιτς στο Νικήτα, σου χρειάζεται κάτι να το πάρεις. Το ξεπληρώνεις με τη δουλειά σου. Εγώ δε είμαι σαν κάτι άλλους: περίμενε, να λογαριαστούν, ν' αφαιρέσουμε τα προστίματα. Ξηγημένα και τιμημένα. Μου δουλεύεις καλά, κι εγώ δε θα σ' αφήσω.

Και λέγοντας αυτά ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ειλικρινά πεισμένος πως ευεργετούσε το Νικήτα. Τόσο πειστικά ήξερε να μιλάει και τόσο όλοι οι άνθρωποι που εξαρτιόνταν από τα λεφτά του, αρχινώντας από τον Νικήτα, τον υποστήριζαν σ' αυτή του την πεποίθηση, πως όχι μόνο δεν τους εξαπατούσε, παρά πως τους ευεργετούσε με το παραπάνω.

- Το νιώθω καλά, Βασίλη Αντρέιτς, φαντάζομαι. Δουλεύω με ούλα μου τα δυνατά να σας ευχαριστήσω, σαν να ήσαστε πατέρας μου. Το νιώθω πολύ καλά, αποκρινόταν ο Νικήτα, καταλαβαίνοντας πολύ καλά πέρα για πέρα, πως τ' αφεντικό του τον κορόιδευε και τον αδικούσε, μα ξέροντας ταυτόχρονα πως θα ήταν ολότελα ανώφελο να επιχειρήσει να εξηγηθεί μαζί του, όσον αφορά τις απολαβές του και για τούτο έπρεπε να μείνει στη δούλεψη του, όσο δεν είχε καμιά ελπίδα να βρει κάποια δουλειά αλλού και να παίρνει εκείνα που θα του έδινε.

Ο Νικήτα άμα πήρε τη διαταγή του αφεντικού του να ζέψει έτρεξε σαν πάντα πρόθυμα και χαρούμενα, με βήμα ζωηρό, στο υπόστεγο, πήρε τα χάμουρα που κρέμονταν στο καρφί κι ύστερα μπήκε στο στάβλο, που ήτανε χωριστά δεμένο το άλογο, που πρόσταξε ο Βασίλη Αντρέιτς να το ζέψει.

- Ε, τι έκανε λέει, μου στεναχωρέθηκες, μπουνταλά; - έλεγε ο Νικήτα απαντώντας στο φιλικό χλιμίντρισμα που μ' αυτό τον υποδέχτηκε το άλογο. Έλα, έλα άσε με πρώτα να σε ποτίσω, συνέχισε κουβεντιάζοντας με το ζώο σαν να μιλούσε με πλάσμα λογικό που να τον καταλαβαίνει. Ο Μουχόρτη, έτσι το έλεγαν το άλογο, ήταν μέτριος στο ανάστημα, σκουρόχρωμος, καλοθρεμμένος. Ο Νικήτα αφού τίναξε τις σκόνες από τη ράχη του, πέρασε το καπίστρι στ' όμορφο κεφάλι του νέου ζώου και το τράβηξε να το πάει για πότισμα.

Περνώντας προσεχτικά ανάμεσα από τη σωριασμένη κοπριά ο Μουχόρτη παιγνίδισε και προσποιήθηκε πως ήθελε με το πισινό του πόδι να χτυπήσει το Νικήτα, που έτρεξε ξοπίσω του κατά το πηγάδι.

- Παιγνίδια μου θέλεις, μασκαρά, μουρμούριζε ο Νικήτας που ήξερε καλά με πόση προσοχή ο Μουχόρτη τίναζε το πόδι του μονάχα ώσπου ν' αγγίξει το λιγδωμένο κοντογούνι του έτσι για χάδι, δίχως να τον χτυπήσει, κι έκανε πολύ γούστο αυτό το σκέρτσο.

Σαν ήπιε το κρύο νερό, τ' άλογο πήρε μια βαθιά ανάσα κινώντας τα μουσκεμένα γερά χείλη του απ' όπου έσταζαν μέσα στη σκάφη διάφανες νεροστάλες, κι απόμεινε κάποια στιγμή ακίνητο, σάμπως κάτι να σκεφτόταν. Ύστερα ξαφνικά απόλυσε ένα δυνατό ρουθούνισμα.

- Δε θες άλλο; Δε χρειάζεται. Να το ξέρουμε. Και να μην ξαναγυρέψεις άλλο, είπε ο Νικήτα, μ' απόλυτη σοβαρότητα, εξηγώντας εμπεριστατωμένα στο Μουχόρτη τη συμπεριφορά του. Και ξαναγύρισε τρέχοντας στο στάβλο σέρνοντας από το καπίστρι το νεαρό άλογο, που χοροπηδούσε χαρούμενα σ' όλη την αυλή.

Από τους εργάτες δε φαινόταν κανένας. Μονάχα κάποιος ξένος ο άντρας της μαγείρισσας, που είχε έρθει από το χωριό του για τη γιορτή, τριγύριζε εκεί δα.

- Άντε καλέ μου, του είπε ο Νικήτα, πήγαινε να ρωτήσεις ποιο έλκηθρο θέ λει τ' αφεντικό να ζέψω, το μικρό για το μεγάλο.

Ο άνθρωπος έτρεξε στ' όμορφο σπίτι που ήτανε χτισμένο πάνω σε ψηλά θεμέλια και είχε γερή σιδερένια σκεπή, και σε λίγο ξαναγύρισε με την πληροφορία να ζέψει ο Νικήτα το μικρό έλκηθρο. Ο Νικήτα εκείνη τη στιγμή είχε βγει από το στάβλο, εφοδιασμένος μ' όλα τα απαραίτητα για το ζέψιμο και κρατώντας με το ένα χέρι το άλογο από το καπίστρι, στεκόταν στο υπόστεγο μπροστά στα δυο έλκηθρα.

- Ας είναι το μικρό, αφού έτσι θέλουνε, είπε, μπάζοντας το άλογο ανάμεσα στα δυο μακριά ξύλα του έλκηθρου για να το ζέψει, βοηθούμενος από τον άντρα της μαγείρισσας.

Όταν όλα πια ήτανε έτοιμα, ο Νικήτα έστειλε τον άλλον στην αποθήκη να φέρει άχυρα.

- Να έτσι τώρα είναι όμορφα και καλά, έλεγε ο Νικήτα στρώνοντας με τέχνη τ' άχυρο μέσα στο έλκηθρο. Δώσ' μου τώρα άλλη μια αγκαλιά να στρώσω ακόμα. Να, έτσι δα, έτσι δα και θα 'ναι αναπαυτικά να κάθεται κανένας, έλεγε αδιάκοπα, κάνοντας ταυτόχρονα αυτά που έλεγε και χώνοντας σ' όλες τις μεριές πυκνό το άχυρο.

- Να είσαι καλά, χριστιανέ μου, στράφηκε στο βοηθό του, ευχαριστώ πολύ που μου παραστάθηκες. Οι δυο μας βλέπεις τα καταφέραμε γρήγορα-γρήγορα.

Ύστερα κάθισε στο κάθισμα του αμαξά και ξεκίνησε ικανοποιώντας την ανυπομονησία του Μουχόρτη, που δεν έβλεπε την ώρα να πάρει δρόμο.

Καθώς όμως ξεκινούσε το έλκηθρο για να βγει από την αυλόπορτα, ακούστηκε κάποια φωνούλα:

- Μπάρμπα Νικήτ, μπάρμπα Νικήτ! Ανέβασε με, σε παρακαλώ να μου κάνεις μια βόλτα.

- Ήτανε το εφτάχρονο αγοράκι του Βασίλη Αντρέιτς, που ξεπετάχτηκε βιαστικά από το σπίτι, κι έτρεχε κουμπώνοντας το κοντογούνι του. Αδυνατούτσικο και χλομό, φορούσε άσπρα, μάλλινα ποδήματα, ζεστό σκούφο και μαύρο κοντογούνι.

- Έλα, πουλάκι μου, είπε ο Νικήτα και σταματώντας πήρε στο έλκηθρο το παιδί, που ακτινοβόλησε από χαρά.

Η ώρα ήτανε κάπου τρεις. Έκανε παγωνιά, ίσαμε με δέκα βαθμούς, ήτανε συννεφιά και φυσούσε αρκετά. Ο μισός ουρανός ήτανε σκεπασμένος μ' ένα χαμηλό, μαύρο σύννεφο. Μέσα στην αυλή δεν ήτανε αισθητή η κακοκαιρία. Όμως έξω, στο δρόμο ο αέρας φυσούσε πιο δυνατά, από τη σκεπή της γειτονικής αποθήκης σηκωνόταν σύννεφο το χιόνι και στη γωνία, κοντά στο λουτρό στριφογύριζε ανεμοστρόβιλος. Μόλις ο Νικήτα πέρασε την αυλόπορτα και σταμάτησε το έλκηθρο μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Με το τσιγάρο στο στόμα, καλά τυλιγμένος στις ζεστές γούνες του ζωσμένος σφιχτά στη μέση, με το ζεστό σκούφο του και τα μάλλινα ποδήματα που ήτανε από έξω ντυμένα με δέρμα, προχώρησε μερικά βήματα στο χιονισμένο πάτωμα του εξώστη, που σιγότριζε κάτω από τα πόδια του και κοντοστάθηκε. Τράβηξε δυο τελευταίες ρουφηξιές του τσιγάρου κι ύστερα το πέταξε χάμω και το πάτησε καλά-καλά για να σβήσει. Ύστερα, ενώ ο καπνός έβγαινε ακόμα ανάμεσα από τα μουστάκια του και, καμαρώνοντας τ' όμορφο άλογο που στεκόταν ζεμένο μπροστά στην πόρτα, ταχτοποίησε προσεχτικά το γούνινο γιακά του έτσι που οι άκρες του να βρίσκονται γυρισμένες προς τα μέσα και να μην υγραίνονται με την ανάσα.

- Κοίτα κει τον κατεργαράκο που πρόφτασε κιόλας! - είπε βλέποντας το παιδάκι καλοκαθισμένο μέσα στο έλκηθρο. Ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε στα μεγάλα του κέφια από το κρασάκι που είχε πιει με τους μουσαφιραίους του και για τούτο πιότερο από κάθε άλλη φορά αισθανόταν τον ενθουσιασμό για το κάθε τι που ήτανε δικό του και για το κάθε τι που έκανε. Η θέα του παιδιού του, που πάντα νοερά τον ονόμαζε «ο διάδοχός μου» του έδινε μεγάλη χαρά και το κοίταζε μισοκλείνοντας τα μάτια και χαμογελώντας.

Τυλιγμένη πάνω από το κεφάλι και τις πλάτες με το ζεστό σάλι, έτσι που μονάχα τα μάτια της φαίνονταν, η γυναίκα του Βασίλη Αντρέιτς στεκόταν πίσωθέ του στη μπασιά από μέσα, για να τον ξεπροβοδίσει. Ήτανε μια γυναίκα λιπόσαρκη, χλομή, που φαίνεται να υπέφερε από την εγκυμοσύνη της.

- Καλά θα έκανες να έπαιρνες μαζί σου το Νικήτα, είπε, προβάλλοντας δειλά παρά έξω.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν της αποκρίθηκε τίποτα και στα λόγια της, που φαίνεται να τον δυσαρέστησαν κατσούφιασε φουρκισμένος κι έφτυσε.

- Θα έχεις τόσα λεφτά μαζί σου, συνέχισε η γυναίκα του με την ίδια παραπονιάρικη φωνή, κι ο καιρός σαν πολύ φορτωμένος φαίνεται.

- Και για ποιο λόγο τάχατες; Για, μήπως δε ξέρω το δρόμο κι έχω ανάγκη από κολαούζο; - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Με κείνο το αφύσικο τέντωμα των χειλιών που έπαιρνε όταν μιλούσε με τους διάφορους μεταπράτες και τους αγοραστές, προφέροντας ξεκάθαρα και συλλαβιστά την κάθε λέξη.

- Πάρε τον, σε παρακαλώ, για το Θεό! - επέμενε η γυναίκα του, τυλίγοντας όσο πιο σφιχτά μπορούσε το σάλι της.

- Κοίτα κει που μου κολλήθηκε σαν τη βδέλλα... Και που θα τον βάλω, μέσα σ' αυτό το μικρό έλκηθρο;

- Είμαι έτοιμος εγώ, Βασίλη Αντρέιτς, είπε χαρούμενα ο Νικήτα, φτάνει να ταΐσουν τ' άλογα στην ώρα τους, σαν θα λείπω, πρόσθεσε γυρίζοντας στην κυρά του.

- Έγνοια σου, Νικήτα θα πω του Σιεμιόν να έχει το νου του, τον καθησύχασε εκείνη.

- Το λοιπόν, Βασίλη Αντρέιτς, θα με πάρετε μαζί σας; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Τι να γίνει! Καθώς φαίνεται, πρέπει να την ακούσουμε τη γριά. Μονάχα αν θα έρθεις τρέχα να ντυθείς κάπως πιο ζεστά, τον συμβούλεψε ο Βασίλη Αντρέιτς, χαμογελώντας και, ρίχνοντας ειρωνικές ματιές στο κατακουρελιασμένο κοντογούνι του Νικήτα.

- Κόπιασε δω, φώναξε ο Νικήτα του άντρα της μαγείρισσας, που τριγύριζε στην αυλή, και κράτα το άλογο ώσπου να γυρίσω.

- Εγώ! Εγώ! - φώναξε τ' αγοράκι βγάνοντας τα ξεπαγιασμένα κατακόκκινα χεράκια του από τις τσέπες κι αδράχνοντας με δαύτα τα κρύα χάμουρα.

- Μονάχα μην αργοπορείς με την τουαλέτα σου. Κάνε γρήγορα, φώναξε του Νικήτα ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Σε μια στιγμή έφτασα, είπε καταχαρούμενος ο Νικήτα και τρέχοντας με τα χιλιομπαλωμένα μάλλινα ποδήματα του γύρισε στην αυλή και μπήκε στο σπιτάκι των υπηρετών.

- Έλα γεια σου, Αννούσκα, δος μου το πανωφόρι μου απ' το πατάρι. Θα φύγω με τ' αφεντικό, είπε, μπαίνοντας στο σπίτι και ξεκρεμώντας τη ζώνη του από το καρφί.

Η μαγείρισσα που είχε χορτάσει τον απογευματινό της ύπνο και τώρα ετοίμαζε το σαμοβάρι για τον άντρα της υποδέχτηκε κεφάτη τον Νικήτα και, ξεσηκωμένη από τη βιασύνη εκείνου, κινήθηκε κι αυτή με πολλή γρηγοράδα, έφτασε από το πατάρι που το είχε απλωμένο για να στεγνώσει το πανωφόρι του που ήτανε αρκετά παλιό και φθαρμένο κι άρχισε να το τινάζει και να το ξεζαρώνει.

- Κι έτσι θα έχεις απλοχωριά, για να καλοπεράσεις με τον δικό σου, της είπε ο Νικήτα που πάντα από μια καλοπροαίρετη ευγένεια έβρισκε να πει κάποιον καλό λόγο άμα βρισκότανε με κάποιον άλλον.

Κι αφού πέρασε γύρω στη μέση του τη στενούτσικη και φθαρμένη ζώνη, σφίχτηκε μέσα στο κοντογούνι του μ' όλη του τη δύναμη.

- Να έτσι δα, είπε στο τέλος, μιλώντας πια όχι της μαγείρισσας μα της ζώνης του και χώνοντας τις άκρες καλά-καλά μέσα, έτσι δε θα μου ξεφύγεις, κι αφού ανασήκωσε μια δυο φορές και κατέβασε τις πλάτες του για να δώσει αέρα στις κινήσεις των χεριών, πέρασε από πάνω το πανωφόρι του, το ταχτοποίησε κι αυτό καλά-καλά στις μασχάλες και στο λαιμό, πήρε από το ράφι τα γάντια του και πρόσθεσε: Τώρα είμαστε έτοιμοι.

- Καλά θα έκανες κάτι να περνούσες στα πόδια σου, γιατί τα ποδήματα σου δεν είναι και τόσο της προκοπής του είπε η μαγείρισσα.

Ο Νικήτα κοντοστάθηκε σα για να ανανοηθεί. - Ναι, θα έπρεπε... μα δε βαριέσαι.. Περνάω κι έτσι. Δε θα πάμε μακριά. Κι έτρεξε στην είσοδο.

- Δε θα κρυώσεις, καημένε Νικήτα, μ' αυτά μόνο τα ρούχα; - του είπε η κυρία σαν τον είδε να έρχεται κοντά στο έλκηθρο.

- Μπα... Δεν κρυώνω καθόλου, αποκρίθηκε κείνος, ταχτοποιώντας τ' άχυρα στο έλκηθρο έτσι που να του ζεσταίνουν τα πόδια του και κρύβοντας το άχρηστο για το καλό αλογάκι μαστίγιο ανάμεσα τους.

Ο Βασίλη Αντρέιτς καθόταν κιόλας στο έλκηθρο, γεμίζοντας με τη ράχη του, καθώς ήτανε σφιχτοτυλιγμένος στις δυο γούνες του, σχεδόν ολόκληρο τ' αμάξι. Πήρε στα χέρια του τα γκέμια και ξεκίνησε αργά-αργά, ενώ ο Νικήτα που έφτασε κείνη τη στιγμή βολεύτηκε σε μια γωνίτσα.


I. Αφέντης και Δούλος I. Master and Servant I. Amo y siervo

Αυτό συνέβηκε στα 1870 την επομένη του Άι-Νικόλα του χειμωνιάτικου. Η ενορία γιόρταζε κι ο προύχοντας Βασίλη Αντρέιτς Μπρεχουνόβ, έμπορος δεύτερης τάξης, δε μπορούσε να λείψει. Έπρεπε να πάει στην εκκλησία γιατί ήτανε επίτροπος κι έπρεπε σπίτι του να δεχτεί και να περιποιηθεί τους συγγενείς και τους φίλους που θα έρχονταν. Όμως όταν πια κι οι τελευταίοι μουσαφιραίοι, έφυγαν, ετοιμάστηκε, χωρίς να χασομερήσει, να ξεκινήσει και να πάει ίσαμε το γειτονικό κτήμα, για ν' αγοράσει κάποιο δασάκι που από καιρό το παζάρευε με τον κτηματία. Και βιαζόταν να πάει, μην τυχόν οι έμποροι της πολιτείας τον προλάβαιναν κι έχανε μια τόσο συμφερτική αγορά. Ο νεαρός χτηματίας γύρευε για το δασάκι δέκα χιλιάδες, μα ο Βασίλη Αντρέιτς του έδινε μονάχα εφτά. Κι αυτές οι εφτά χιλιάδες δεν αντιπροσώπευαν παρά μόλις το ένα τρίτο της πραγματικής αξίας του. Μπορεί κιόλας να επέμενε ακόμα και να κατέβαζε πιο πολύ την τιμή που πρότεινε στον κτηματία γιατί το δασάκι βρισκόταν στα σύνορά του κι από καιρό είχε κλείσει μια συμφωνία με τους εμπόρους της περιοχής και της επαρχίας, πού σύμφωνα μ' αυτήν, δεν είχε το δικαίωμα ένας από τους συμβαλλόμενους ν' ανεβάζει τις τιμές στην περιοχή των άλλων. Όμως την τελευταία στιγμή πληροφορήθηκε πως μια ομάδα δασέμποροι από την πολιτεία σκόπευαν να πάνε να διαπραγματευτούν το δασάκι αυτό και για τούτο αποφάσισε να δει δίχως αναβολή τον κτηματία και να κλείσει οριστική συμφωνία μαζί του. Για τούτου άμα ξεμπέρδεψε με τη γιορτή και με τους μουσαφιραίους, έβγαλε εφτακόσια ρούβλια, σ' αυτά πρόσθεσε και δυο χιλιάδες τριακόσια της εκκλησίας, ώστε να γίνουν τρεις χιλιάδες, κι αφού τα μέτρησε και τα ξαναμέτρησε προσεχτικά, τα τακτοποίησε στο πορτοφόλι του και ετοιμάστηκε να ξεκινήσει.

Ο εργάτης Νικήτα, ο μόνος απ' όλους τους εργάτες του Βασίλη Αντρέιτς που δεν ήτανε μεθυσμένος εκείνη την ημέρα έτρεξε να ζέψει. Ο Νικήτα δεν ήτανε μεθυσμένος τώρα, γιατί, όντας τρομερός μπεκρής, στις απόκριες είχε αφήσει αμανάτι στο κρασοπουλειό και το σάκο του και τα ποδήματά του κι είχε ορκιστεί να μην ξαναμεθύσει και δυο μήνες τώρα δεν έπινε στάλα κι αντιστάθηκε ηρωικά στον πειρασμό τις δυο μέρες της γιορτής, που έβλεπε εκείνη την αφθονία του κρασιού και δεν έβαλε ούτε μια γουλιά στο στόμα του.

Ο Νικήτα ήτανε ένας πενηντάρης περίπου, μουζίκος, από ένα κοντινό χωριό, ανοικοκύρευτος, όπως έλεγαν για δαύτον, που τον πιότερο καιρό της ζωής του, τον πέρασε μακριά από το σπίτι του, υπηρετώντας εδώ και εκεί. Παντού, στα μέρη που δούλεψε, τον εκτιμούσαν για την προκοπή του, για την καλή και γρήγορη δουλεία του και το κυριότερο για τον αγαθό και καλοπροαίρετο χαρακτήρα του. Όμως πουθενά δεν κατάφερνε να παραμείνει αρκετό διάστημα γιατί μεθοκοπούσε μια-δυο φορές το χρόνο -συχνά και περισσότερες- και τότε εκτός που άφηνε όλες του τις οικονομίες και τον πιότερο ρουχισμό του στο κρασοπουλειό, γινόταν γκρινιάρης και καβγατζής. Ο Βασίλη Αντρέιτς κι αυτός κάμποσες φορές τον είχε διώξει, μα ύστερα τον ξανάπαιρνε πάλι, εκτιμώντας την τιμιότητα του, την αγάπη του για τα ζώα και, το πιο σπουδαίο, ότι δεν είχε απαιτήσεις μεγάλες όσον αφορά το μισθό. Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν έδινε στο Νικήτα τα ογδόντα ρούβλια το χρόνο που έπαιρναν οι όμοιοι του εργάτες, μα μονάχα σαράντα. Κι αυτά όχι κανονικά με το μήνα, παρά λίγα-λίγα σε καπίκια και πιο πολύ σε είδη από το μαγαζί του που τα υπολόγιζε όσο πιο ακριβά μπορούσε.

Η Μάρφα, η γυναίκα του Νικήτα, που στα νιάτα της ήτανε όμορφη και ζωηρή πολύ, κρατούσε το σπιτικό της με το αγόρι της και τα δύο κορίτσια και δεν καλούσε το Νικήτα να μείνει μαζί τους πρώτα-πρώτα γιατί εδώ κι είκοσι χρόνια συζούσε με κάποιον βαρελά, από ξένο χωριό, που τον είχε νοικάρη, και δεύτερο γιατί, παρ' όλο που όταν ο Νικήτα ήτανε ξεμέθυστος αυτή τον έκανε όπως ήθελε, τον έτρεμε ωστόσο σαν τη φωτιά, όταν ήτανε μεθυσμένος. Κάποια φορά ο Νικήτα, που βρέθηκε σπίτι του μέθυσε και για να ξεθυμάνει, φαίνεται, και να τιμωρήσει τη γυναίκα του για όλη την υποταγή που της έδειχνε όταν δεν ήτανε μεθυσμένος, έσπασε την κλειδαριά του μπαούλου της, έβγαλε όλα τα πιο καλύτερα της φορέματα και με το τσεκούρι τα κατακομμάτιασε κρατώντας τα πάνω σ' ένα κούτσουρο. Το μισθό που κέρδιζε ο Νικήτα, ο Βασίλη Αντρέιτς τον έδινε όλον σε χρήμα και σε είδη στη γυναίκα του και κείνος δεν είχε ποτέ την παραμικρότερη αντίρρηση. Έτσι και τώρα δυο μέρες πριν από τη γιορτή ήρθε η Μάρφα και εφοδιάστηκε από το μαγαζί με άσπρο αλεύρι, τσάι, ζάχαρη και κρασί. Όλα αυτά τα υπολόγισε ο Βασίλη Αντρέιτς για τρία ρούβλια και της έδωσε και ένα χαρτονόμισμα των πέντε ρουβλιών. Δηλαδή ξεμπέρδεψε όλο-όλο με οχτώ ρουβλάκια, που θα έπρεπε να έδινε το λιγότερο είκοσι ρούβλια για δουλεμένα μεροκάματα του Νικήτα. Η Μάρφα ωστόσο υποκλίθηκε βαθιά κι ευχαρίστησε τ' αφεντικό.

- Σάμπως κάναμε συμφωνίες εμείς με σένα; - συνήθιζε να λέει ο Βασίλη Αντρέιτς στο Νικήτα, σου χρειάζεται κάτι να το πάρεις. Το ξεπληρώνεις με τη δουλειά σου. Εγώ δε είμαι σαν κάτι άλλους: περίμενε, να λογαριαστούν, ν' αφαιρέσουμε τα προστίματα. Ξηγημένα και τιμημένα. Μου δουλεύεις καλά, κι εγώ δε θα σ' αφήσω.

Και λέγοντας αυτά ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε ειλικρινά πεισμένος πως ευεργετούσε το Νικήτα. Τόσο πειστικά ήξερε να μιλάει και τόσο όλοι οι άνθρωποι που εξαρτιόνταν από τα λεφτά του, αρχινώντας από τον Νικήτα, τον υποστήριζαν σ' αυτή του την πεποίθηση, πως όχι μόνο δεν τους εξαπατούσε, παρά πως τους ευεργετούσε με το παραπάνω.

- Το νιώθω καλά, Βασίλη Αντρέιτς, φαντάζομαι. Δουλεύω με ούλα μου τα δυνατά να σας ευχαριστήσω, σαν να ήσαστε πατέρας μου. Το νιώθω πολύ καλά, αποκρινόταν ο Νικήτα, καταλαβαίνοντας πολύ καλά πέρα για πέρα, πως τ' αφεντικό του τον κορόιδευε και τον αδικούσε, μα ξέροντας ταυτόχρονα πως θα ήταν ολότελα ανώφελο να επιχειρήσει να εξηγηθεί μαζί του, όσον αφορά τις απολαβές του και για τούτο έπρεπε να μείνει στη δούλεψη του, όσο δεν είχε καμιά ελπίδα να βρει κάποια δουλειά αλλού και να παίρνει εκείνα που θα του έδινε.

Ο Νικήτα άμα πήρε τη διαταγή του αφεντικού του να ζέψει έτρεξε σαν πάντα πρόθυμα και χαρούμενα, με βήμα ζωηρό, στο υπόστεγο, πήρε τα χάμουρα που κρέμονταν στο καρφί κι ύστερα μπήκε στο στάβλο, που ήτανε χωριστά δεμένο το άλογο, που πρόσταξε ο Βασίλη Αντρέιτς να το ζέψει.

- Ε, τι έκανε λέει, μου στεναχωρέθηκες, μπουνταλά; - έλεγε ο Νικήτα απαντώντας στο φιλικό χλιμίντρισμα που μ' αυτό τον υποδέχτηκε το άλογο. Έλα, έλα άσε με πρώτα να σε ποτίσω, συνέχισε κουβεντιάζοντας με το ζώο σαν να μιλούσε με πλάσμα λογικό που να τον καταλαβαίνει. Ο Μουχόρτη, έτσι το έλεγαν το άλογο, ήταν μέτριος στο ανάστημα, σκουρόχρωμος, καλοθρεμμένος. Ο Νικήτα αφού τίναξε τις σκόνες από τη ράχη του, πέρασε το καπίστρι στ' όμορφο κεφάλι του νέου ζώου και το τράβηξε να το πάει για πότισμα.

Περνώντας προσεχτικά ανάμεσα από τη σωριασμένη κοπριά ο Μουχόρτη παιγνίδισε και προσποιήθηκε πως ήθελε με το πισινό του πόδι να χτυπήσει το Νικήτα, που έτρεξε ξοπίσω του κατά το πηγάδι.

- Παιγνίδια μου θέλεις, μασκαρά, μουρμούριζε ο Νικήτας που ήξερε καλά με πόση προσοχή ο Μουχόρτη τίναζε το πόδι του μονάχα ώσπου ν' αγγίξει το λιγδωμένο κοντογούνι του έτσι για χάδι, δίχως να τον χτυπήσει, κι έκανε πολύ γούστο αυτό το σκέρτσο.

Σαν ήπιε το κρύο νερό, τ' άλογο πήρε μια βαθιά ανάσα κινώντας τα μουσκεμένα γερά χείλη του απ' όπου έσταζαν μέσα στη σκάφη διάφανες νεροστάλες, κι απόμεινε κάποια στιγμή ακίνητο, σάμπως κάτι να σκεφτόταν. Ύστερα ξαφνικά απόλυσε ένα δυνατό ρουθούνισμα.

- Δε θες άλλο; Δε χρειάζεται. Να το ξέρουμε. Και να μην ξαναγυρέψεις άλλο, είπε ο Νικήτα, μ' απόλυτη σοβαρότητα, εξηγώντας εμπεριστατωμένα στο Μουχόρτη τη συμπεριφορά του. Και ξαναγύρισε τρέχοντας στο στάβλο σέρνοντας από το καπίστρι το νεαρό άλογο, που χοροπηδούσε χαρούμενα σ' όλη την αυλή.

Από τους εργάτες δε φαινόταν κανένας. Μονάχα κάποιος ξένος ο άντρας της μαγείρισσας, που είχε έρθει από το χωριό του για τη γιορτή, τριγύριζε εκεί δα.

- Άντε καλέ μου, του είπε ο Νικήτα, πήγαινε να ρωτήσεις ποιο έλκηθρο θέ λει τ' αφεντικό να ζέψω, το μικρό για το μεγάλο.

Ο άνθρωπος έτρεξε στ' όμορφο σπίτι που ήτανε χτισμένο πάνω σε ψηλά θεμέλια και είχε γερή σιδερένια σκεπή, και σε λίγο ξαναγύρισε με την πληροφορία να ζέψει ο Νικήτα το μικρό έλκηθρο. Ο Νικήτα εκείνη τη στιγμή είχε βγει από το στάβλο, εφοδιασμένος μ' όλα τα απαραίτητα για το ζέψιμο και κρατώντας με το ένα χέρι το άλογο από το καπίστρι, στεκόταν στο υπόστεγο μπροστά στα δυο έλκηθρα.

- Ας είναι το μικρό, αφού έτσι θέλουνε, είπε, μπάζοντας το άλογο ανάμεσα στα δυο μακριά ξύλα του έλκηθρου για να το ζέψει, βοηθούμενος από τον άντρα της μαγείρισσας.

Όταν όλα πια ήτανε έτοιμα, ο Νικήτα έστειλε τον άλλον στην αποθήκη να φέρει άχυρα.

- Να έτσι τώρα είναι όμορφα και καλά, έλεγε ο Νικήτα στρώνοντας με τέχνη τ' άχυρο μέσα στο έλκηθρο. Δώσ' μου τώρα άλλη μια αγκαλιά να στρώσω ακόμα. Να, έτσι δα, έτσι δα και θα 'ναι αναπαυτικά να κάθεται κανένας, έλεγε αδιάκοπα, κάνοντας ταυτόχρονα αυτά που έλεγε και χώνοντας σ' όλες τις μεριές πυκνό το άχυρο.

- Να είσαι καλά, χριστιανέ μου, στράφηκε στο βοηθό του, ευχαριστώ πολύ που μου παραστάθηκες. Οι δυο μας βλέπεις τα καταφέραμε γρήγορα-γρήγορα.

Ύστερα κάθισε στο κάθισμα του αμαξά και ξεκίνησε ικανοποιώντας την ανυπομονησία του Μουχόρτη, που δεν έβλεπε την ώρα να πάρει δρόμο.

Καθώς όμως ξεκινούσε το έλκηθρο για να βγει από την αυλόπορτα, ακούστηκε κάποια φωνούλα:

- Μπάρμπα Νικήτ, μπάρμπα Νικήτ! Ανέβασε με, σε παρακαλώ να μου κάνεις μια βόλτα.

- Ήτανε το εφτάχρονο αγοράκι του Βασίλη Αντρέιτς, που ξεπετάχτηκε βιαστικά από το σπίτι, κι έτρεχε κουμπώνοντας το κοντογούνι του. Αδυνατούτσικο και χλομό, φορούσε άσπρα, μάλλινα ποδήματα, ζεστό σκούφο και μαύρο κοντογούνι.

- Έλα, πουλάκι μου, είπε ο Νικήτα και σταματώντας πήρε στο έλκηθρο το παιδί, που ακτινοβόλησε από χαρά.

Η ώρα ήτανε κάπου τρεις. Έκανε παγωνιά, ίσαμε με δέκα βαθμούς, ήτανε συννεφιά και φυσούσε αρκετά. Ο μισός ουρανός ήτανε σκεπασμένος μ' ένα χαμηλό, μαύρο σύννεφο. Μέσα στην αυλή δεν ήτανε αισθητή η κακοκαιρία. Όμως έξω, στο δρόμο ο αέρας φυσούσε πιο δυνατά, από τη σκεπή της γειτονικής αποθήκης σηκωνόταν σύννεφο το χιόνι και στη γωνία, κοντά στο λουτρό στριφογύριζε ανεμοστρόβιλος. Μόλις ο Νικήτα πέρασε την αυλόπορτα και σταμάτησε το έλκηθρο μπροστά στην είσοδο του σπιτιού, άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε ο Βασίλη Αντρέιτς.

Με το τσιγάρο στο στόμα, καλά τυλιγμένος στις ζεστές γούνες του ζωσμένος σφιχτά στη μέση, με το ζεστό σκούφο του και τα μάλλινα ποδήματα που ήτανε από έξω ντυμένα με δέρμα, προχώρησε μερικά βήματα στο χιονισμένο πάτωμα του εξώστη, που σιγότριζε κάτω από τα πόδια του και κοντοστάθηκε. Τράβηξε δυο τελευταίες ρουφηξιές του τσιγάρου κι ύστερα το πέταξε χάμω και το πάτησε καλά-καλά για να σβήσει. Ύστερα, ενώ ο καπνός έβγαινε ακόμα ανάμεσα από τα μουστάκια του και, καμαρώνοντας τ' όμορφο άλογο που στεκόταν ζεμένο μπροστά στην πόρτα, ταχτοποίησε προσεχτικά το γούνινο γιακά του έτσι που οι άκρες του να βρίσκονται γυρισμένες προς τα μέσα και να μην υγραίνονται με την ανάσα.

- Κοίτα κει τον κατεργαράκο που πρόφτασε κιόλας! - είπε βλέποντας το παιδάκι καλοκαθισμένο μέσα στο έλκηθρο. Ο Βασίλη Αντρέιτς ήτανε στα μεγάλα του κέφια από το κρασάκι που είχε πιει με τους μουσαφιραίους του και για τούτο πιότερο από κάθε άλλη φορά αισθανόταν τον ενθουσιασμό για το κάθε τι που ήτανε δικό του και για το κάθε τι που έκανε. Η θέα του παιδιού του, που πάντα νοερά τον ονόμαζε «ο διάδοχός μου» του έδινε μεγάλη χαρά και το κοίταζε μισοκλείνοντας τα μάτια και χαμογελώντας.

Τυλιγμένη πάνω από το κεφάλι και τις πλάτες με το ζεστό σάλι, έτσι που μονάχα τα μάτια της φαίνονταν, η γυναίκα του Βασίλη Αντρέιτς στεκόταν πίσωθέ του στη μπασιά από μέσα, για να τον ξεπροβοδίσει. Ήτανε μια γυναίκα λιπόσαρκη, χλομή, που φαίνεται να υπέφερε από την εγκυμοσύνη της.

- Καλά θα έκανες να έπαιρνες μαζί σου το Νικήτα, είπε, προβάλλοντας δειλά παρά έξω.

Ο Βασίλη Αντρέιτς δεν της αποκρίθηκε τίποτα και στα λόγια της, που φαίνεται να τον δυσαρέστησαν κατσούφιασε φουρκισμένος κι έφτυσε.

- Θα έχεις τόσα λεφτά μαζί σου, συνέχισε η γυναίκα του με την ίδια παραπονιάρικη φωνή, κι ο καιρός σαν πολύ φορτωμένος φαίνεται.

- Και για ποιο λόγο τάχατες; Για, μήπως δε ξέρω το δρόμο κι έχω ανάγκη από κολαούζο; - είπε ο Βασίλη Αντρέιτς. Με κείνο το αφύσικο τέντωμα των χειλιών που έπαιρνε όταν μιλούσε με τους διάφορους μεταπράτες και τους αγοραστές, προφέροντας ξεκάθαρα και συλλαβιστά την κάθε λέξη.

- Πάρε τον, σε παρακαλώ, για το Θεό! - επέμενε η γυναίκα του, τυλίγοντας όσο πιο σφιχτά μπορούσε το σάλι της.

- Κοίτα κει που μου κολλήθηκε σαν τη βδέλλα... Και που θα τον βάλω, μέσα σ' αυτό το μικρό έλκηθρο;

- Είμαι έτοιμος εγώ, Βασίλη Αντρέιτς, είπε χαρούμενα ο Νικήτα, φτάνει να ταΐσουν τ' άλογα στην ώρα τους, σαν θα λείπω, πρόσθεσε γυρίζοντας στην κυρά του.

- Έγνοια σου, Νικήτα θα πω του Σιεμιόν να έχει το νου του, τον καθησύχασε εκείνη.

- Το λοιπόν, Βασίλη Αντρέιτς, θα με πάρετε μαζί σας; - ρώτησε ο Νικήτα.

- Τι να γίνει! Καθώς φαίνεται, πρέπει να την ακούσουμε τη γριά. Μονάχα αν θα έρθεις τρέχα να ντυθείς κάπως πιο ζεστά, τον συμβούλεψε ο Βασίλη Αντρέιτς, χαμογελώντας και, ρίχνοντας ειρωνικές ματιές στο κατακουρελιασμένο κοντογούνι του Νικήτα.

- Κόπιασε δω, φώναξε ο Νικήτα του άντρα της μαγείρισσας, που τριγύριζε στην αυλή, και κράτα το άλογο ώσπου να γυρίσω.

- Εγώ! Εγώ! - φώναξε τ' αγοράκι βγάνοντας τα ξεπαγιασμένα κατακόκκινα χεράκια του από τις τσέπες κι αδράχνοντας με δαύτα τα κρύα χάμουρα.

- Μονάχα μην αργοπορείς με την τουαλέτα σου. Κάνε γρήγορα, φώναξε του Νικήτα ο Βασίλη Αντρέιτς.

- Σε μια στιγμή έφτασα, είπε καταχαρούμενος ο Νικήτα και τρέχοντας με τα χιλιομπαλωμένα μάλλινα ποδήματα του γύρισε στην αυλή και μπήκε στο σπιτάκι των υπηρετών.

- Έλα γεια σου, Αννούσκα, δος μου το πανωφόρι μου απ' το πατάρι. Θα φύγω με τ' αφεντικό, είπε, μπαίνοντας στο σπίτι και ξεκρεμώντας τη ζώνη του από το καρφί.

Η μαγείρισσα που είχε χορτάσει τον απογευματινό της ύπνο και τώρα ετοίμαζε το σαμοβάρι για τον άντρα της υποδέχτηκε κεφάτη τον Νικήτα και, ξεσηκωμένη από τη βιασύνη εκείνου, κινήθηκε κι αυτή με πολλή γρηγοράδα, έφτασε από το πατάρι που το είχε απλωμένο για να στεγνώσει το πανωφόρι του που ήτανε αρκετά παλιό και φθαρμένο κι άρχισε να το τινάζει και να το ξεζαρώνει.

- Κι έτσι θα έχεις απλοχωριά, για να καλοπεράσεις με τον δικό σου, της είπε ο Νικήτα που πάντα από μια καλοπροαίρετη ευγένεια έβρισκε να πει κάποιον καλό λόγο άμα βρισκότανε με κάποιον άλλον.

Κι αφού πέρασε γύρω στη μέση του τη στενούτσικη και φθαρμένη ζώνη, σφίχτηκε μέσα στο κοντογούνι του μ' όλη του τη δύναμη.

- Να έτσι δα, είπε στο τέλος, μιλώντας πια όχι της μαγείρισσας μα της ζώνης του και χώνοντας τις άκρες καλά-καλά μέσα, έτσι δε θα μου ξεφύγεις, κι αφού ανασήκωσε μια δυο φορές και κατέβασε τις πλάτες του για να δώσει αέρα στις κινήσεις των χεριών, πέρασε από πάνω το πανωφόρι του, το ταχτοποίησε κι αυτό καλά-καλά στις μασχάλες και στο λαιμό, πήρε από το ράφι τα γάντια του και πρόσθεσε: Τώρα είμαστε έτοιμοι.

- Καλά θα έκανες κάτι να περνούσες στα πόδια σου, γιατί τα ποδήματα σου δεν είναι και τόσο της προκοπής του είπε η μαγείρισσα.

Ο Νικήτα κοντοστάθηκε σα για να ανανοηθεί. - Ναι, θα έπρεπε... μα δε βαριέσαι.. Περνάω κι έτσι. Δε θα πάμε μακριά. Κι έτρεξε στην είσοδο.

- Δε θα κρυώσεις, καημένε Νικήτα, μ' αυτά μόνο τα ρούχα; - του είπε η κυρία σαν τον είδε να έρχεται κοντά στο έλκηθρο.

- Μπα... Δεν κρυώνω καθόλου, αποκρίθηκε κείνος, ταχτοποιώντας τ' άχυρα στο έλκηθρο έτσι που να του ζεσταίνουν τα πόδια του και κρύβοντας το άχρηστο για το καλό αλογάκι μαστίγιο ανάμεσα τους.

Ο Βασίλη Αντρέιτς καθόταν κιόλας στο έλκηθρο, γεμίζοντας με τη ράχη του, καθώς ήτανε σφιχτοτυλιγμένος στις δυο γούνες του, σχεδόν ολόκληρο τ' αμάξι. Πήρε στα χέρια του τα γκέμια και ξεκίνησε αργά-αργά, ενώ ο Νικήτα που έφτασε κείνη τη στιγμή βολεύτηκε σε μια γωνίτσα.