×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (1)

Η πόρτα μισάνοιξε σιγά-σιγά, όπως την άλλη φορά, και καρφώθηκαν ξανά επάνω του δυο μάτια διαπεραστικά και καχύποπτα απ' το βάθος του μισοσκόταδου. Τη στιγμή εκείνη, ο Ρασκόλνικωφ έχασε την ψυχραιμία του και παρά λίγο να χαλάσει όλη η δουλειά από ένα σφάλμα του.

Επειδή φοβήθηκε μήπως τρομάξει η γριά, καθώς θα βρισκότανε ολομόναχη μαζί του, κι επειδή ήξερε πως η έκφραση του και το παρουσιαστικό του δεν θα την καθησύχαζαν καθόλου, άρπαξε την πόρτα και την τράβηξε προς το μέρος του, για να μην αλλάξει γνώμη η γριά και την ξανακλείσει. Εκείνη, δεν τράβηξε την πόρτα προς το μέρος της, αλλά δεν άφησε και την πετούγια και παρά λίγο να τη σύρει μαζί με την πόρτα στο κεφαλόσκαλο. Βλέποντας την να στέκεται όρθια στο κατώφλι και να του φράζει το πέρασμα, προχώρησε ολόισια κατά πάνω της. Η γριά τρομοκρατήθηκε, έκανε ένα βήμα κατά πίσω και κάτι πήγε να πεί, αλλά φάνηκε σα να μη μπορούσε να μιλήσει και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. "Καλησπέρα, Αλιόνα Ιβάνοβνα", άρχισε να της λέει όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, η φωνή του όμως, που δεν τον υπάκουε, ήτανε κοφτή και τρεμουλιάρικη. "Σας φέρνω κείνο το πράγμα... Αλλά πάμε καλύτερα εκεί, στο φως...".

Και σπρώχνοντας την απότομα, μπήκε μέσα δίχως αυτή να τον καλέσει. Η γριά έτρεξε πίσω του. Η γλώσσα της λύθηκε.

"θεέ μου! Μα, τί θέλετε; Ποιος είσαστε; Τί ζητάτε;

"Ελάτε, Αλιόνα Ιβάνοβνα, είμαι γνωστός σας... ο Ρασκόλνικωφ... Να, σας έφερα κείνο το ενέχυρο που σας υποσχέθηκα την τελευταία φορά...".

Και άπλωσε το χέρι του με το ενέχυρο.

Η γριά έκανε να το πάρει και να το εξετάσει, αμέσως όμως ξανακάρφωσε τα μάτια της απάνω του. Τον κοίταζε με προσοχή αγριεμένα και καχύποπτα. Πέρασε ένα λεπτό.

Του φάνηκε μάλιστα πως διέκρινε στο βλέμμα της γριάς κάτι σαν ειρωνεία, σα να τα μάντεψε όλα. Ένιωσε πως τα 'χάνε, τρομοκρατήθηκε σχεδόν και θα το 'βάζε στα πόδια αν η σιωπή της γριάς κρατούσε μισό λεπτό ακόμα.

"Μα, τι' πάθατε και με κοιτάτε έτσι σα να μη με γνωρίζετε;", ψιθύρισε ξαφνικά ο Ρασκόλνικωφ με κακία. "Πάρτε το αν το θέλετε, αλλιώς, να πάω σε κανένα άλλον, δεν έχω καιρό για χάσιμο".

Τα 'πε αυτά τα λόγια δίχως να τα σκεφθεί, σα να του ξέφυγαν, έτσι άξαφνα, από μόνα τους.

Η γριά άλλαξε στάση: Καθώς φαίνεται, πήρε κουράγιο με τον αποφασιστικό τόνο που είχε η φωνή του επισκέπτη της.

"Μα, γιατί, γιόκα μου, έτσι ξαφνικά; Τί είναι αυτό;", ρώτησε κοιτάζοντας το ενέχυρο.

Μια ασημένια σιγαροθήκη... Σας μίλησα γι' αυτήν την περασμένη φορά". Η γριά άπλωσε το χέρι της.

"Τι χλωμός που είσαστε! Και τα χέρια σας τρέμουν! Μήπως βγήκατε τώρα δα από ζεστό λουτρό;".

"Έχω πυρετό", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ, με φωνή σπασμένη... Πώς να μην είμαι χλωμός... αφού δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου", πρόσθεσε με δυσκολία. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και πάλι, η απάντηση όμως που της έδωσε φάνηκε να την έπεισε: Πήρε το ενέχυρο.

"Μα, τί είναι τούτο;", ρώτησε κοιτάζοντας επίμονα τον Ρασκόλνικωφ ακόμα μια φορά και ζυγίζοντας το αντικείμενο στα χέρια της.

"Εκείνο το πράγμα... η ασημένια... ταμπακιέρα... Κοιτάξτε τη! ".

"Χμ! Δε μου μοιάζει γι' ασημένια. Κι είναι καλοτυλιγμένη βλέπω". Καθώς προσπαθούσε να τη λύσει, πλησίασε στο παράθυρο, από τη μεριά που ήτανε το φως (όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήτανε κατάκλειστα, παρά την αποπνικτική ζέστη που έκανε). Άφησε τον Ρασκόλνικωφ για μερικές στιγμές, γυρίζοντας του τις πλάτες. Εκείνος ξεκούμπωσε το παλτό του κι έβγαλε τον μπαλντά απ' τη θηλιά, χωρίς όμως να τον τραβήξει όλον έξω. Τον κρατούσε με το δεξί χέρι κάτω απ' το παλτό του. Ένιωσε μια τρομερή εξάντληση στα χέρια του και του φαινότανε ότι από στιγμή σε στιγμή μούδιαζαν και γίνονταν βαριά σα μολύβι. Φοβότανε μήπως του πέσει ο μπαλντάς... Ξαφνικά, άρχισε να στριφογυρίζει το μυαλό του.

"Μα, τί σας ήρθε να την τυλίξετε έτσι δα! ", φώναξε η γριά, γυρίζοτας για μια στιγμή κατά τον Ρασκόλνικωφ.

Δεν έπρεπε να χάσει πια ούτε στιγμή. Έβγαλε ολότελα τον μπαλντά απ' το παλτό του, τον σήκωσε με τα δυο του χέρια, χωρίς να ξέρει τί κάνει, και δίχως καμμιά προσπάθεια, με μια κίνηση μηχανική, τον άφησε να πέσει πάνω στο κεφάλι της. Δεν είχε πια καμμιά δύναμη. Ωστόσο, αμέσως μόλις άφησε τον μπαλντά να πέσει, ξαναβρήκε τις δυνάμεις του.

Η γριά ήτανε, όπως πάντα, ξεσκούφωτη. Τα μαλλιά της, άσπρα, αραιά, ανακατωμένα και πασαλειμμένα με λάδι, όπως το συνήθιζε, ήτανε πλεγμένα κοτσίδα, ψιλή σαν ποντικοουρά, και δεμένα από το σβέρκο της με μια ξεδοντιασμένη χτένα. Ο μπαλντάς, τη βρήκε ακριβώς στην κορυφή, γιατί ήτανε πολύ κοντούλα. Στο ένα της χέρι, εξακολουθούσε να κρατάει το ενέχυρο. Τότε ο Ρασκόλνικωφ τη χτύπησε με όλες του τις δυνάμεις για δεύτερη και τρίτη φορά, πάντοτε με την ανάποδη του μπαλντά, και πάντοτε στην κορφή. Το αίμα χύθηκε σαν από ποτήρι που τ' αναποδογυρίζεις και το κορμί της σωριάστηκε στο πάτωμα, πέφτοντας προς τα μπρος. Ο Ρασκόλνικωφ τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, για να την αφήσει να πέσει, κι έσκυψε πάνω απ' το πρόσωπο της: Ήτανε πεθαμένη. Τα μάτια της ήτανε γουρλωμένα σα να 'θελαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους, στο μέτωπο της και στο πρόσωπο της φαίνονταν οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας.

Ακούμπησε τον μπαλτά στο πάτωμα, δίπλα στην πεθαμένη κι άρχισε αμέσως να ψάχνει τις τσέπες της, προσπαθώντας να μη λερώσει τα χέρια του με το αίμα που κύλαγε. Άρχισε από τη δεξιά τσέπη, απ' αυτή που την είδε την τελευταία φορά να βγάζει τα κλειδιά της. Διατηρούσε όλη του την πνευματική διαύγεια, δεν ένιωθε ούτε ζαλάδα, ούτε ίλιγγο. Μόνο τα χέρια του έτρεμαν ακόμα. Αργότερα, θυμήθηκε ότι ήτανε πολύ προσεχτικός, πολύ συνετός, ότι φυλαγόταν πολύ μη λερωθεί.

Τράβηξε αμέσως τα κλειδιά. Όπως και τότε ήτανε όλα περασμένα σ' έναν ατσάλινο κρίκο. Μόλις τα πήρε, έτρεξε αμέσως κατά την κρεβατοκάμαρα. Ήτανε ένα δωμάτιο πολύ μικρό και είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι, γεμάτο με εικονίσματα. Αντίκρυ, κοντά στον τοίχο, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, πεντακάθαρο, σκεπασμένο μ' ένα πάπλωμα, που ήτανε ντυμένο με κομμάτια μεταξωτά.

Κοντά στον τρίτο τοίχο ήτανε ο κομμός. Παράξενο! Αμέσως μόλις έκανε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά αυτού του επίπλου, αμέσως μόλις άκουσε το τρίξιμο του, πέρασε σ' όλο του το κορμί μια ανατριχίλα. Του ξανάρθε, ξαφνικά, να τα παρατήσει όλα και να φύγει. Αυτό όμως κράτησε μονάχα μια στιγμή. Ήτανε πάρα πολύ αργά πια για να φύγει.

Γέλασε σαρκαστικά με τον ίδιο τον εαυτό του, όταν ξαφνικά σφηνώθηκε στο κεφάλι του μια άλλη εναγώνια σκέψη. Του φάνηκε πως ίσως να ζούσε ακόμα η γριά, πως μπορούσε ίσως να συνέλθει. Αφήνοντας τον κομμό και τα κλειδιά, ξαναγύρισε κοντά στο πτώμα, πήρε τον μπαλντά, τον σήκωσε άλλη μια φορά πάνω απ' την γριά, αλλά δεν τον άφησε να πέσει. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία, ήτανε πεθαμένη.

Σκύβοντας από πάνω της, καθώς την εξέτασε από πολύ κοντά, είδε πως το κρανίο της ήτανε ολότελα σπασμένο και μάλιστα πλακουτσωμένο από τη μια μεριά.

Έκανε να τ' αγγίξει με το δάχτυλο του, αλλά κρατήθηκε: Έφτανε που το 'βλέπε με τα μάτια του... Στο πάτωμα είχε σχηματισθεί μια λίμνη από αίμα. Ξαφνικά, διέκρινε στο λαιμό της γριάς ένα κορδόνι. Το τράβηξε, αλλά ήτανε γερό και δεν κόπηκε. Επί πλέον, ήτανε ποτισμένο με αίματα. Νευριασμένος σήκωσε ακόμα μια φορά τον μπαλντά για να το κόψει επάνω στο κορμί της γριάς. Δεν τόλμησε όμως να το κάνει και με πολλή δυσκολία, γεμίζοντας αίματα τον μπαλντά και τα χέρια του, τα κατάφερε να το κόψει ύστερα από δυο λεπτά, δίχως να λιανίσει και το πτώμα. Ύστερα, το τράβηξε. Δεν είχε γελαστεί:

Ήτανε πορτοφόλι.

Στο κορδόνι κρέμονταν δυο σταυροί, ο ένας από κυπαρισσόξυλο κι ο άλλος από χαλκό, καθώς και μια μικρή εικόνα από σμάλτο. Μαζί μ' αυτά ήτανε κι ένα παλιό πορτοφόλι, λιγδιασμένο, από δέρμα ζαρκαδιού, που έκλεινε με ατσάλινη μπορντούρα.

Ο Ρασκόλνικωφ το πέταξε στην τσέπη του δίχως να εξετάσει το περιεχόμενο του. Έριξε τους σταυρούς πάνω στο πτώμα της γριάς και παίρνοντας τώρα τον μπαλντά μαζί του, ξαναγύρισε τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα.

Πήρε βιαστικά και ξαναμμένα τα κλειδιά κι άρχισε να τα δοκιμάζει, χωρίς επιτυχία όμως: Δεν έπιαναν στην κλειδαριά. Όχι πως έτρεμαν πάρα πολύ τα χέρια του, αλλά έκανε λάθος διαρκώς: Έβλεπε, λόγου χάριν, ότι δεν ήτανε αυτό που έπρεπε ένα κλειδί, ότι δεν ταίριαζε, κι ωστόσο εξακολουθούσε να παλεύει. Ξαφνικά, θυμήθηκε και σκέφτηκε ότι εκείνο το μεγάλο κλειδί με τα δόντια, που κρεμότανε μαζί με τα μικρά, δεν έπρεπε να είχε καμμιά σχέση με τον κομμό (τη σκέψη αυτή την είχε κάμει και την τελευταία φορά) αλλά θα ήτανε καμμιάς κασέλας, όπου ίσως να βρίσκονταν όλα τα αξίας αντικείμενα.

Παρατώντας τον κομμό, έψαξε κάτω απ' το κρεβάτι, ξέροντας πως οι γριές συνηθίζουν να χώνουν τις κασέλες τους σ' αυτό το μέρος. Πραγματικά, υπήρχε εκεί κάτω ένα κασελάκι, που είχε μάκρος πάνω από μια πήχη, με καπάκι κυρτό, ντυμένο με κόκκινο δέρμα και καρφωμένο με ατσάλινα καρφάκια. Το κλειδί με τα δόντια έπιανε.

Πάνω-πάνω, κάτω από ένα άσπρο πανί, ήτανε μια γούνα από λαγοτόμαρο, με κόκκινη γαρνιτούρα. Ύστερα, ένα μεταξωτό φουστάνι, ένα σάλι και στο βάθος, δε φαινότανε τίποτ' άλλο, εκτός από κουρέλια. Πρώτα-πρώτα, άρχισε να σκουπίζει στη κόκκινη γαρνιτούρα της γούνας τα αίματα των χεριών του. "Αφού είναι κόκκινη, το αίμα δε θα φαίνεται καλά", σκέφτηκε.

Ξαφνικά, άλλαξε γνώμη: "θεέ μου! Τρελλάθηκα;", είπε με τρόμο. Καθώς όμως άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα κουρέλια, ένα χρυσό ρολόι γλίστρησε απ' τη γούνα. Αμέσως, αναποδογύρισε ολόκληρη τη βαλίτσα και είδε πως ανάμεσα στα κουρέλια, υπήρχαν διάφορα χρυσά αντικείμενα. Όλα τους, καθώς φαίνεται, ήτανε ενέχυρα που έμειναν στην Αλιόνα Ιβάνοβνα, γιατί οι κάτοχοί τους δεν μπόρεσαν να τα πάρουν πίσω.

Υπήρχαν εκεί μέσα βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες γραβάτας κλπ. Άλλα βρίσκονταν μέσα στη θήκη τους και άλλα ήτανε καλοτυλιγμένα με εφημερίδα και δεμένα με σπάγκους. Χωρίς να καθυστερήσει άλλο, τα 'χώσε στις τσέπες του παντελονιού του, δίχως να ξεδιπλώσει κανένα ή ν' ανοίξει καμμιά θήκη.

Αλλά δεν πρόφτασε να μαζέψει πολλά.

Άκουσε ξαφνικά μες στο δωμάτιο, όπου βρισκότανε η γριά, κάτι βήματα. Κοκκάλωσε από τον τρόμο. Αλλά αμέσως ο θόρυβος σταμάτησε. Σίγουρα ήτανε μια παραίσθηση του. Ξάφνου όμως, άκουσε ολοκάθαρα μια πνιγμένη κραυγή, ή μάλλον κάτι σα βογγητό σιγανό και λαχανιαστό. Για κάνα δυο λεπτά, απλώθηκε και πάλι βαθιά σιωπή.

Ο Ρασκόλνικωφ, ήτανε γονατισμένος κοντά στην κασέλα, συγκρατώντας την ανάσα του.

Άξαφνα, όμως, τινάχτηκε επάνω, άρπαξε τον μπαλντά και όρμησε έξω απ' την κρεβατοκάμαρα.

Καταμεσίς στο δωμάτιο, στεκότανε όρθια η Ελισάβετ, μ' ένα μεγάλο μπόγο στα χέρια της, και κοίταζε με απέραντη κατάπληξη την πεθαμένη αδελφή της. Ήτανε άσπρη σαν πανί και φαινότανε πως δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει. Καθώς τον είδε να 'ρχεται, άρχισε να τρέμει ολόκληρη σαν φύλλο, με μια τρεμούλα σιγανή και ρυθμική, ενώ στο πρόσωπο της φάνηκε ένας σπασμός.

Σήκωσε τα χέρια της κι έκανε ν' ανοίξει το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε καμμιά φωνή. Οπισθοχωρούσε αργά-αργά και κουβαριάστηκε στην άκρη, με τα μάτια στηλωμένα επάνω του, αλλά άφωνα πάντοτε, σα να μην είχε πνοή να φωνάξει. Ο Ρασκόλνικωφ, όρμησε κατά πάνω της σηκώνοντας τον μπαλντά. Τα χείλη της συσπάστηκαν με πόνο, έτσι όπως γίνονται τα χείλη των παιδιών όταν, βλέποντας κάτι που τα τρομάζει, είναι έτοιμα να μπήξουν τις φωνές. Ήτανε τόσο αγαθιάρα η δύστυχη, που δεν άπλωσε καν το χέρι της για να φυλαχτεί, παρ' όλο που αυτήν ακριβώς την κίνηση ήτανε φυσικό να κάνει τη στιγμή που ο μπαλντάς βρισκόταν πάνω από το πρόσωπο της. Σήκωσε μόνο λίγο το αριστερό της χέρι, αρκετά μακριά απ' το πρόσωπο της, και τ' άπλωσε αργά-αργά κατά τον Ρασκόλνικωφ, για να τον απομακρύνει από κοντά της.

Ο μπαλντάς την βρήκε κατακέφαλα, από την κοφτερή μεριά, κι έσκισε πέρα για πέρα το πάνω μέρος του μετώπου ως το βρεγματικό κόκκαλο σχεδόν.

Σωριάστηκε κάτω στο πάτωμα. Ο Ρασκόλνικωφ έπιασε χαμένα τον μπόγο της, αλλά ύστερα τον πέταξε κι έτρεξε κατά το χωλ.

Ο τρόμος τον κυρίευε όλο και περισσότερο, ιδίως μετά το δεύτερο φόνο, που ήτανε εντελώς αναπάντεχος γι' αυτόν. Βιαζότανε να φύγει από δω μέσα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (1)

Η πόρτα μισάνοιξε σιγά-σιγά, όπως την άλλη φορά, και καρφώθηκαν ξανά επάνω του δυο μάτια διαπεραστικά και καχύποπτα απ' το βάθος του μισοσκόταδου. Τη στιγμή εκείνη, ο Ρασκόλνικωφ έχασε την ψυχραιμία του και παρά λίγο να χαλάσει όλη η δουλειά από ένα σφάλμα του.

Επειδή φοβήθηκε μήπως τρομάξει η γριά, καθώς θα βρισκότανε ολομόναχη μαζί του, κι επειδή ήξερε πως η έκφραση του και το παρουσιαστικό του δεν θα την καθησύχαζαν καθόλου, άρπαξε την πόρτα και την τράβηξε προς το μέρος του, για να μην αλλάξει γνώμη η γριά και την ξανακλείσει. As he was afraid lest the old woman should be frightened, as she would be all alone with him, and because he knew that his expression and his manner would not at all reassure her, he seized the door and drew it towards him, lest the old woman should change her mind, and close it again. Εκείνη, δεν τράβηξε την πόρτα προς το μέρος της, αλλά δεν άφησε και την πετούγια και παρά λίγο να τη σύρει μαζί με την πόρτα στο κεφαλόσκαλο. She didn't pull the door towards her, but she didn't let go of the petuya either and almost dragged her along with the door to the landing. Βλέποντας την να στέκεται όρθια στο κατώφλι και να του φράζει το πέρασμα, προχώρησε ολόισια κατά πάνω της. Seeing her standing in the doorway and blocking his way, he advanced full on her. Η γριά τρομοκρατήθηκε, έκανε ένα βήμα κατά πίσω και κάτι πήγε να πεί, αλλά φάνηκε σα να μη μπορούσε να μιλήσει και τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. "Καλησπέρα, Αλιόνα Ιβάνοβνα", άρχισε να της λέει όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, η φωνή του όμως, που δεν τον υπάκουε, ήτανε κοφτή και τρεμουλιάρικη. "Σας φέρνω κείνο το πράγμα... Αλλά πάμε καλύτερα εκεί, στο φως...". "I bring you that thing... But we better go there, to the light...".

Και σπρώχνοντας την απότομα, μπήκε μέσα δίχως αυτή να τον καλέσει. Η γριά έτρεξε πίσω του. Η γλώσσα της λύθηκε. Her tongue loosened.

"θεέ μου! Μα, τί θέλετε; Ποιος είσαστε; Τί ζητάτε;

"Ελάτε, Αλιόνα Ιβάνοβνα, είμαι γνωστός σας... ο Ρασκόλνικωφ... Να, σας έφερα κείνο το ενέχυρο που σας υποσχέθηκα την τελευταία φορά...".

Και άπλωσε το χέρι του με το ενέχυρο.

Η γριά έκανε να το πάρει και να το εξετάσει, αμέσως όμως ξανακάρφωσε τα μάτια της απάνω του. Τον κοίταζε με προσοχή αγριεμένα και καχύποπτα. Πέρασε ένα λεπτό.

Του φάνηκε μάλιστα πως διέκρινε στο βλέμμα της γριάς κάτι σαν ειρωνεία, σα να τα μάντεψε όλα. It even seemed to him that he saw in the old woman's gaze something like irony, as if she had guessed everything. Ένιωσε πως τα 'χάνε, τρομοκρατήθηκε σχεδόν και θα το 'βάζε στα πόδια αν η σιωπή της γριάς κρατούσε μισό λεπτό ακόμα. He felt that they were losing him, he was almost terrified and would have given up if the old woman's silence had lasted half a minute more.

"Μα, τι' πάθατε και με κοιτάτε έτσι σα να μη με γνωρίζετε;", ψιθύρισε ξαφνικά ο Ρασκόλνικωφ με κακία. "But what is the matter with you that you look at me as if you do not know me?" Raskolnikov suddenly whispered maliciously. "Πάρτε το αν το θέλετε, αλλιώς, να πάω σε κανένα άλλον, δεν έχω καιρό για χάσιμο". "Take it if you want it, or I'll go to no one else, I have no time to waste."

Τα 'πε αυτά τα λόγια δίχως να τα σκεφθεί, σα να του ξέφυγαν, έτσι άξαφνα, από μόνα τους.

Η γριά άλλαξε στάση: Καθώς φαίνεται, πήρε κουράγιο με τον αποφασιστικό τόνο που είχε η φωνή του επισκέπτη της. The old woman changed her attitude: Apparently, she took courage from the determined tone of her visitor's voice.

"Μα, γιατί, γιόκα μου, έτσι ξαφνικά; Τί είναι αυτό;", ρώτησε κοιτάζοντας το ενέχυρο.

Μια ασημένια σιγαροθήκη... Σας μίλησα γι' αυτήν την περασμένη φορά". Η γριά άπλωσε το χέρι της.

"Τι χλωμός που είσαστε! Και τα χέρια σας τρέμουν! Μήπως βγήκατε τώρα δα από ζεστό λουτρό;". Did you just come out of a hot bath?"

"Έχω πυρετό", απάντησε ο Ρασκόλνικωφ, με φωνή σπασμένη... Πώς να μην είμαι χλωμός... αφού δεν έβαλα τίποτα στο στόμα μου", πρόσθεσε με δυσκολία. Οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν και πάλι, η απάντηση όμως που της έδωσε φάνηκε να την έπεισε: Πήρε το ενέχυρο.

"Μα, τί είναι τούτο;", ρώτησε κοιτάζοντας επίμονα τον Ρασκόλνικωφ ακόμα μια φορά και ζυγίζοντας το αντικείμενο στα χέρια της.

"Εκείνο το πράγμα... η ασημένια... ταμπακιέρα... Κοιτάξτε τη! ".

"Χμ! Δε μου μοιάζει γι' ασημένια. Κι είναι καλοτυλιγμένη βλέπω". Καθώς προσπαθούσε να τη λύσει, πλησίασε στο παράθυρο, από τη μεριά που ήτανε το φως (όλα τα παράθυρα του σπιτιού της ήτανε κατάκλειστα, παρά την αποπνικτική ζέστη που έκανε). Άφησε τον Ρασκόλνικωφ για μερικές στιγμές, γυρίζοντας του τις πλάτες. Εκείνος ξεκούμπωσε το παλτό του κι έβγαλε τον μπαλντά απ' τη θηλιά, χωρίς όμως να τον τραβήξει όλον έξω. He unbuttoned his coat and took the balda out of the loop, but without pulling it all the way out. Τον κρατούσε με το δεξί χέρι κάτω απ' το παλτό του. Ένιωσε μια τρομερή εξάντληση στα χέρια του και του φαινότανε ότι από στιγμή σε στιγμή μούδιαζαν και γίνονταν βαριά σα μολύβι. Φοβότανε μήπως του πέσει ο μπαλντάς... Ξαφνικά, άρχισε να στριφογυρίζει το μυαλό του.

"Μα, τί σας ήρθε να την τυλίξετε έτσι δα! "But why did you wrap her up like that! ", φώναξε η γριά, γυρίζοτας για μια στιγμή κατά τον Ρασκόλνικωφ.

Δεν έπρεπε να χάσει πια ούτε στιγμή. Έβγαλε ολότελα τον μπαλντά απ' το παλτό του, τον σήκωσε με τα δυο του χέρια, χωρίς να ξέρει τί κάνει, και δίχως καμμιά προσπάθεια, με μια κίνηση μηχανική, τον άφησε να πέσει πάνω στο κεφάλι της. Δεν είχε πια καμμιά δύναμη. Ωστόσο, αμέσως μόλις άφησε τον μπαλντά να πέσει, ξαναβρήκε τις δυνάμεις του.

Η γριά ήτανε, όπως πάντα, ξεσκούφωτη. The old woman was, as always, naked. Τα μαλλιά της, άσπρα, αραιά, ανακατωμένα και πασαλειμμένα με λάδι, όπως το συνήθιζε, ήτανε πλεγμένα κοτσίδα, ψιλή σαν ποντικοουρά, και δεμένα από το σβέρκο της με μια ξεδοντιασμένη χτένα. Ο μπαλντάς, τη βρήκε ακριβώς στην κορυφή, γιατί ήτανε πολύ κοντούλα. Στο ένα της χέρι, εξακολουθούσε να κρατάει το ενέχυρο. Τότε ο Ρασκόλνικωφ τη χτύπησε με όλες του τις δυνάμεις για δεύτερη και τρίτη φορά, πάντοτε με την ανάποδη του μπαλντά, και πάντοτε στην κορφή. Then Raskolnikov hit her with all his might a second and a third time, always with the upside of the ball, and always on top. Το αίμα χύθηκε σαν από ποτήρι που τ' αναποδογυρίζεις και το κορμί της σωριάστηκε στο πάτωμα, πέφτοντας προς τα μπρος. Ο Ρασκόλνικωφ τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω, για να την αφήσει να πέσει, κι έσκυψε πάνω απ' το πρόσωπο της: Ήτανε πεθαμένη. Τα μάτια της ήτανε γουρλωμένα σα να 'θελαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους, στο μέτωπο της και στο πρόσωπο της φαίνονταν οι σπασμοί της επιθανάτιας αγωνίας. Her eyes were wide as if they wanted to be thrown out of their sockets, on her forehead and on her face were visible the convulsions of mortal agony.

Ακούμπησε τον μπαλτά στο πάτωμα, δίπλα στην πεθαμένη κι άρχισε αμέσως να ψάχνει τις τσέπες της, προσπαθώντας να μη λερώσει τα χέρια του με το αίμα που κύλαγε. Άρχισε από τη δεξιά τσέπη, απ' αυτή που την είδε την τελευταία φορά να βγάζει τα κλειδιά της. Διατηρούσε όλη του την πνευματική διαύγεια, δεν ένιωθε ούτε ζαλάδα, ούτε ίλιγγο. He maintained all his mental clarity, he felt neither dizziness nor vertigo. Μόνο τα χέρια του έτρεμαν ακόμα. Αργότερα, θυμήθηκε ότι ήτανε πολύ προσεχτικός, πολύ συνετός, ότι φυλαγόταν πολύ μη λερωθεί.

Τράβηξε αμέσως τα κλειδιά. Όπως και τότε ήτανε όλα περασμένα σ' έναν ατσάλινο κρίκο. Μόλις τα πήρε, έτρεξε αμέσως κατά την κρεβατοκάμαρα. Ήτανε ένα δωμάτιο πολύ μικρό και είχε ένα μεγάλο εικονοστάσι, γεμάτο με εικονίσματα. Αντίκρυ, κοντά στον τοίχο, υπήρχε ένα μεγάλο κρεβάτι, πεντακάθαρο, σκεπασμένο μ' ένα πάπλωμα, που ήτανε ντυμένο με κομμάτια μεταξωτά.

Κοντά στον τρίτο τοίχο ήτανε ο κομμός. Near the third wall was the dresser. Παράξενο! Αμέσως μόλις έκανε να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά αυτού του επίπλου, αμέσως μόλις άκουσε το τρίξιμο του, πέρασε σ' όλο του το κορμί μια ανατριχίλα. As soon as he put the key in the lock of this piece of furniture, as soon as he heard its creak, a shudder went through his whole body. Του ξανάρθε, ξαφνικά, να τα παρατήσει όλα και να φύγει. It occurred to him again, suddenly, to give up everything and leave. Αυτό όμως κράτησε μονάχα μια στιγμή. Ήτανε πάρα πολύ αργά πια για να φύγει. It was too late for him to leave.

Γέλασε σαρκαστικά με τον ίδιο τον εαυτό του, όταν ξαφνικά σφηνώθηκε στο κεφάλι του μια άλλη εναγώνια σκέψη. Του φάνηκε πως ίσως να ζούσε ακόμα η γριά, πως μπορούσε ίσως να συνέλθει. It seemed to him that the old woman might still be alive, that she might recover. Αφήνοντας τον κομμό και τα κλειδιά, ξαναγύρισε κοντά στο πτώμα, πήρε τον μπαλντά, τον σήκωσε άλλη μια φορά πάνω απ' την γριά, αλλά δεν τον άφησε να πέσει. Δεν υπήρχε καμμιά αμφιβολία, ήτανε πεθαμένη.

Σκύβοντας από πάνω της, καθώς την εξέτασε από πολύ κοντά, είδε πως το κρανίο της ήτανε ολότελα σπασμένο και μάλιστα πλακουτσωμένο από τη μια μεριά. Bending over her, as he examined her very closely, he saw that her skull was completely broken and even flattened on one side.

Έκανε να τ' αγγίξει με το δάχτυλο του, αλλά κρατήθηκε: Έφτανε που το 'βλέπε με τα μάτια του... Στο πάτωμα είχε σχηματισθεί μια λίμνη από αίμα. Ξαφνικά, διέκρινε στο λαιμό της γριάς ένα κορδόνι. Το τράβηξε, αλλά ήτανε γερό και δεν κόπηκε. He pulled at it, but it was strong and didn't break. Επί πλέον, ήτανε ποτισμένο με αίματα. Νευριασμένος σήκωσε ακόμα μια φορά τον μπαλντά για να το κόψει επάνω στο κορμί της γριάς. Annoyed, he raised the balda once more to slash at the old woman's body. Δεν τόλμησε όμως να το κάνει και με πολλή δυσκολία, γεμίζοντας αίματα τον μπαλντά και τα χέρια του, τα κατάφερε να το κόψει ύστερα από δυο λεπτά, δίχως να λιανίσει και το πτώμα. But he didn't dare to do it and with great difficulty, filling his balda and his hands with blood, he managed to cut it after two minutes, without tearing the corpse. Ύστερα, το τράβηξε. Then, he pulled it. Δεν είχε γελαστεί:

Ήτανε πορτοφόλι.

Στο κορδόνι κρέμονταν δυο σταυροί, ο ένας από κυπαρισσόξυλο κι ο άλλος από χαλκό, καθώς και μια μικρή εικόνα από σμάλτο. Μαζί μ' αυτά ήτανε κι ένα παλιό πορτοφόλι, λιγδιασμένο, από δέρμα ζαρκαδιού, που έκλεινε με ατσάλινη μπορντούρα.

Ο Ρασκόλνικωφ το πέταξε στην τσέπη του δίχως να εξετάσει το περιεχόμενο του. Έριξε τους σταυρούς πάνω στο πτώμα της γριάς και παίρνοντας τώρα τον μπαλντά μαζί του, ξαναγύρισε τρέχοντας στην κρεβατοκάμαρα.

Πήρε βιαστικά και ξαναμμένα τα κλειδιά κι άρχισε να τα δοκιμάζει, χωρίς επιτυχία όμως: Δεν έπιαναν στην κλειδαριά. Όχι πως έτρεμαν πάρα πολύ τα χέρια του, αλλά έκανε λάθος διαρκώς: Έβλεπε, λόγου χάριν, ότι δεν ήτανε αυτό που έπρεπε ένα κλειδί, ότι δεν ταίριαζε, κι ωστόσο εξακολουθούσε να παλεύει. Not that his hands trembled too much, but he was constantly wrong: He saw, for instance, that a key was not what it should be, that it did not fit, and yet he still struggled. Ξαφνικά, θυμήθηκε και σκέφτηκε ότι εκείνο το μεγάλο κλειδί με τα δόντια, που κρεμότανε μαζί με τα μικρά, δεν έπρεπε να είχε καμμιά σχέση με τον κομμό (τη σκέψη αυτή την είχε κάμει και την τελευταία φορά) αλλά θα ήτανε καμμιάς κασέλας, όπου ίσως να βρίσκονταν όλα τα αξίας αντικείμενα. Suddenly he remembered and thought that that big wrench with the teeth, hanging with the little ones, should have nothing to do with the dresser (he had had that thought last time too) but would be of no use, where perhaps that all valuable objects were located.

Παρατώντας τον κομμό, έψαξε κάτω απ' το κρεβάτι, ξέροντας πως οι γριές συνηθίζουν να χώνουν τις κασέλες τους σ' αυτό το μέρος. Πραγματικά, υπήρχε εκεί κάτω ένα κασελάκι, που είχε μάκρος πάνω από μια πήχη, με καπάκι κυρτό, ντυμένο με κόκκινο δέρμα και καρφωμένο με ατσάλινα καρφάκια. Το κλειδί με τα δόντια έπιανε.

Πάνω-πάνω, κάτω από ένα άσπρο πανί, ήτανε μια γούνα από λαγοτόμαρο, με κόκκινη γαρνιτούρα. Above, under a white cloth, was a fur of hare's breast, with red trim. Ύστερα, ένα μεταξωτό φουστάνι, ένα σάλι και στο βάθος, δε φαινότανε τίποτ' άλλο, εκτός από κουρέλια. Πρώτα-πρώτα, άρχισε να σκουπίζει στη κόκκινη γαρνιτούρα της γούνας τα αίματα των χεριών του. "Αφού είναι κόκκινη, το αίμα δε θα φαίνεται καλά", σκέφτηκε.

Ξαφνικά, άλλαξε γνώμη: "θεέ μου! Τρελλάθηκα;", είπε με τρόμο. Καθώς όμως άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα κουρέλια, ένα χρυσό ρολόι γλίστρησε απ' τη γούνα. Αμέσως, αναποδογύρισε ολόκληρη τη βαλίτσα και είδε πως ανάμεσα στα κουρέλια, υπήρχαν διάφορα χρυσά αντικείμενα. Όλα τους, καθώς φαίνεται, ήτανε ενέχυρα που έμειναν στην Αλιόνα Ιβάνοβνα, γιατί οι κάτοχοί τους δεν μπόρεσαν να τα πάρουν πίσω.

Υπήρχαν εκεί μέσα βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες γραβάτας κλπ. Άλλα βρίσκονταν μέσα στη θήκη τους και άλλα ήτανε καλοτυλιγμένα με εφημερίδα και δεμένα με σπάγκους. Χωρίς να καθυστερήσει άλλο, τα 'χώσε στις τσέπες του παντελονιού του, δίχως να ξεδιπλώσει κανένα ή ν' ανοίξει καμμιά θήκη. Without further delay, he shoved them into his trouser pockets, without unfolding any of them or opening any of the pockets.

Αλλά δεν πρόφτασε να μαζέψει πολλά.

Άκουσε ξαφνικά μες στο δωμάτιο, όπου βρισκότανε η γριά, κάτι βήματα. Κοκκάλωσε από τον τρόμο. He froze with terror. Αλλά αμέσως ο θόρυβος σταμάτησε. Σίγουρα ήτανε μια παραίσθηση του. Ξάφνου όμως, άκουσε ολοκάθαρα μια πνιγμένη κραυγή, ή μάλλον κάτι σα βογγητό σιγανό και λαχανιαστό. Suddenly, however, he distinctly heard a muffled cry, or rather something like a low and breathless groan. Για κάνα δυο λεπτά, απλώθηκε και πάλι βαθιά σιωπή. For a minute or two, there was deep silence again.

Ο Ρασκόλνικωφ, ήτανε γονατισμένος κοντά στην κασέλα, συγκρατώντας την ανάσα του.

Άξαφνα, όμως, τινάχτηκε επάνω, άρπαξε τον μπαλντά και όρμησε έξω απ' την κρεβατοκάμαρα.

Καταμεσίς στο δωμάτιο, στεκότανε όρθια η Ελισάβετ, μ' ένα μεγάλο μπόγο στα χέρια της, και κοίταζε με απέραντη κατάπληξη την πεθαμένη αδελφή της. In the middle of the room stood Elizabeth, with a large bogo in her hands, gazing with infinite astonishment at her dead sister. Ήτανε άσπρη σαν πανί και φαινότανε πως δεν είχε τη δύναμη να φωνάξει. Καθώς τον είδε να 'ρχεται, άρχισε να τρέμει ολόκληρη σαν φύλλο, με μια τρεμούλα σιγανή και ρυθμική, ενώ στο πρόσωπο της φάνηκε ένας σπασμός. As she saw him coming, she began to tremble all over like a leaf, with a low and rhythmic tremor, while a convulsion appeared on her face.

Σήκωσε τα χέρια της κι έκανε ν' ανοίξει το στόμα της, αλλά δεν έβγαλε καμμιά φωνή. Οπισθοχωρούσε αργά-αργά και κουβαριάστηκε στην άκρη, με τα μάτια στηλωμένα επάνω του, αλλά άφωνα πάντοτε, σα να μην είχε πνοή να φωνάξει. He backed away slowly and curled up on the edge, his eyes fixed on him, but always silent, as if he had no breath to cry out. Ο Ρασκόλνικωφ, όρμησε κατά πάνω της σηκώνοντας τον μπαλντά. Τα χείλη της συσπάστηκαν με πόνο, έτσι όπως γίνονται τα χείλη των παιδιών όταν, βλέποντας κάτι που τα τρομάζει, είναι έτοιμα να μπήξουν τις φωνές. Her lips twitched in pain, as children's lips do when, seeing something that frightens them, they are ready to cry out. Ήτανε τόσο αγαθιάρα η δύστυχη, που δεν άπλωσε καν το χέρι της για να φυλαχτεί, παρ' όλο που αυτήν ακριβώς την κίνηση ήτανε φυσικό να κάνει τη στιγμή που ο μπαλντάς βρισκόταν πάνω από το πρόσωπο της. The unfortunate woman was so good-natured that she did not even stretch out her hand to protect herself, although this very movement was natural for her to make at the moment when the baldash was over her face. Σήκωσε μόνο λίγο το αριστερό της χέρι, αρκετά μακριά απ' το πρόσωπο της, και τ' άπλωσε αργά-αργά κατά τον Ρασκόλνικωφ, για να τον απομακρύνει από κοντά της.

Ο μπαλντάς την βρήκε κατακέφαλα, από την κοφτερή μεριά, κι έσκισε πέρα για πέρα το πάνω μέρος του μετώπου ως το βρεγματικό κόκκαλο σχεδόν. The baldash found her head on, on the sharp side, and tore the upper part of the forehead almost to the parietal bone.

Σωριάστηκε κάτω στο πάτωμα. Ο Ρασκόλνικωφ έπιασε χαμένα τον μπόγο της, αλλά ύστερα τον πέταξε κι έτρεξε κατά το χωλ. Raskolnikov caught her bogey loosely, but then threw it away and ran down the hall.

Ο τρόμος τον κυρίευε όλο και περισσότερο, ιδίως μετά το δεύτερο φόνο, που ήτανε εντελώς αναπάντεχος γι' αυτόν. Βιαζότανε να φύγει από δω μέσα.