×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Εγκλημα και τιμωρία (Μερος 1ο), ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (1)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (1)

Αργότερα, θα μάθαινε ο Ρασκόλνικωφ για ποιο λόγο ακριβώς ο μικροπωλητής και η γυναίκα του είχανε προσκαλέσει στο σπίτι τους την Ελισάβετ. Ήτανε μια υπόθεση απλούστατη, χωρίς κανένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Κάποια οικογένεια, που είχε πέσει σε μεγάλη φτώχεια, πουλούσε κάτι πράγματα, ρούχα κι εσώρουχα γυναικεία. Επειδή έκριναν πως δεν τους συμφέρει να τα πάνε στην αγορά, ζητούσαν μια πωλήτρια. Η Ελισάβετ έκανε αυτήν ακριβώς τη δουλειά και είχε μεγάλη πελατεία, γιατί ήτανε πολύ τίμια κι έλεγε πάντοτε τη σωστή τιμή - δεν έκανε παζαρέματα. Και γενικά μίλαγε πολύ λίγο κι ήτανε, καθώς είπαμε, πολύ ήσυχη και πολύ φοβισμένη.

Ο Ρασκόλνικωφ όμως είχε γίνει τώρα τελευταία προληπτικός κι έμειναν μέσα του για πολλά ακόμα χρόνια ανεξίτηλα τα ίχνη αυτής της δεισιδαιμονίας. Άλλωστε, σ' όλη αυτή την ιστορία, είχε πάντοτε την τάση να βλέπει τη συνδρομή παράξενων και ακατανόητων γεγονότων - μια σειρά από πολλές περίεργες επιδράσεις και συμπτώσεις. Τον περασμένο χειμώνα, ένας φίλος του φοιτητής, ο Ποκόρεβ, φεύγοντας για το Χάρκοβο, του 'δώσε εντελώς τυχαία τη διεύθυνση της γριάς Αλιόνας Ιβάνοβνα, για την περίπτωση που θα ήθελε ποτέ να βάλει κάτι ενέχυρο.

Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να πάει στο σπίτι της, γιατί τότε είχε μαθήματα και τα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα. Τη θυμήθηκε αυτή τη διεύθυνση πριν από ενάμισυ μήνα. Είχε δυο πράγματα που θα μπορούσαν να μπουν ενέχυρο: Το παλιό ασημένιο ρολόι, ενθύμιο του πατέρα του, κι ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι με τρεις κόκκινες πετρούλες, που του το είχε δώσει η αδελφή του για να τη θυμάται, τότε που χωριστήκανε.

Αποφάσισε να πάει το δαχτυλίδι στην τοκογλύφο. 'Όταν έφτασε στο σπίτι της γριάς, με την πρώτη κιόλας ματιά, ένιωσε γι' αυτή τη γυναίκα μια ακατανίκητη αποστροφή, πριν ακόμα μάθει τίποτα για το άτομο της. Πήρε τα δυο ρούβλια που του 'δώσε και, γυρίζοντας σπίτι του, μπήκε σ' ένα μικρομάγαζο της κακιάς ώρας. Ζήτησε τσάι, κάθησε κι άρχισε να σκέφτεται. Μια παράξενη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του, έτσι όπως βγαίνει το κλωσσοπούλι απ' τ' αυγό, και τον απασχολούσε πάρα πολύ.

Σ' ένα άλλο τραπέζι, όχι πολύ μακρύτερα, καθότανε ένας φοιτητής, που ούτε τον γνώριζε ούτε θυμότανε να τον έχει ιδεί ποτέ, κι ένας αξιωματικός. Είχανε παίξει μια παρτίδα μπιλιάρδο και τώρα έπαιρναν το τσάι τους. Ξαφνικά ο Ρασκόλνικωφ άκουσε τον φοιτητή να μιλάει στον αξιωματικό για μια γριά τοκογλύφο, χήρα παρέδρου, που την έλεγαν Αλιόνα Ιβάνοβνα, και να του δίνει τη διεύθυνση της.

Του φάνηκε λίγο παράξενο: Τη στιγμή που αυτός ερχότανε από το σπίτι της, να πετύχει δυο ανθρώπους που μιλούσαν ακριβώς γι' αυτό το άτομο. Σύμπτωση βέβαια.

Αλλά, πριν ακόμα διώξει απ' το μυαλό του εκείνη την εντύπωση, που δεν ήτανε φυσικά και τίποτα το εξαιρετικό, ήρθε κάτι να του την ενισχύσει ακόμα περισσότερο: Ο φοιτητής άρχισε να διηγιέται στο φίλο του χίλιες δυο λεπτομέρειες σχετικά μ' αυτήν την Αλιόνα Ιβάνοβνα.

"Είναι σπουδαία", έλεγε, "μαζί της όλο και κάτι μπορεί να οικονομήσει κανείς. Είναι πλούσια σαν Εβραίος και μπορεί να δανείσει με μιας πέντε χιλιάδες ρούβλια, αλλά δεν περιφρονεί καθόλου και το ενέχυρο που κάνει ένα ρούβλι. Έχει εξυπηρετήσει πολλούς φίλους μας, είναι όμως μεγάλη γκαμήλα". Κι άρχισε να λέει πως είναι κακιά και ιδιότροπη και πως μια μέρα μόνο να καθυστερούσες να της πας τα λεφτά το 'χανες το ενέχυρο. Έδινε το ένα τέταρτο της αξίας του ενέχυρου κι έπαιρνε τόκο πέντε κι επτά ακόμα τοις εκατό το μήνα κ.λπ.

Ο φοιτητής ήτανε αστείρευτος σ' αυτό το θέμα. Είπε ακόμα, πως η γριά είχε μια αδελφή, που τη λέγανε Ελισάβετ. Την έδερνε αδιάκοπα και την έκανε ό,τι ήθελε, παρ' όλο που ήτανε κοντούλα και σιχαμένη, ενώ η Ελισάβετ είχε μπόι ένα και ογδόντα, το λιγότερο.

"Το 'χεις ξαναϊδεί τέτοιο φαινόμενο;", φώναξε ο φοιτητής.

Ύστερα, η συζήτηση στράφηκε γύρω απ' την Ελισάβετ. Ο φοιτητής μιλούσε γι' αυτή με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χωρίς να πάψει να γελάει, ενώ ο αξιωματικός που τον άκουγε, με πολλή προσοχή ως το τέλος, τον παρακάλεσε να του στείλει αυτή την Ελισάβετ στο σπίτι του, γιατί ήθελε να του μαντάρει κάτι εσώρουχα.

Ο Ρασκόλνικωφ δεν έχανε ούτε λέξη απ' τη συζήτηση τους. Έτσι τα 'μαθέ όλα τα σχετικά με μιας: Η Ελισάβετ ήτανε μικρότερη αδελφή της γριάς, αλλά από άλλη μάνα. Δούλευε μέρα-νύχτα για την αδελφή της, ενώ ταυτόχρονα έκανε τη μαγείρισσα και την πλύστρα του σπιτιού. Επίσης πούλαγε διάφορα ραψίμια της, σφουγγάριζε σε σπίτια κι έδινε όλα της τα κέρδη στην αδελφή της. Δεν τολμούσε ν' αναλάβει καμμιά παραγγελία και καμμιά δουλειά χωρίς την άδεια της.

Η γριά είχε κάμει τη διαθήκη της. Η Ελισάβετ ήξερε τους όρους της διαθήκης: Δε θα κληρονομούσε ούτε μονόλεφτο, εκτός από μερικά κινητά πράγματα, όπως, καρέκλες και τέτοια. Όλα τα λεφτά θα πήγαιναν στο μοναστήρι της επαρχίας Ν... για ν' αναπαυθεί η ψυχή της γριάς. Η Ελισάβετ ανήκε στην τάξη των μικρονοικοκυράδων κι όχι στην κάστα την δημοσιοϋπαλληλική. Ήτανε ανύπαντρη, ψηλοχαρχάρα, ασουλούπωτη, στραβοκάνα, με παπούτσια πάντοτε ξεχειλωμένα, αλλά πολύ καθαρή. Εκείνο όμως που έκανε το φοιτητή ν' απορεί ήτανε το ότι η Ελισάβετ βρισκότανε, πάντοτε σχεδόν, έγκυος.

"Μα, για στάσου! Εσύ μας λες ότι είναι τέρας", παρατήρησε ο αξιωματικός.

"Έχει ένα χρώμα μπρούντζινο, λες και είναι φαντάρος ντυμένος γυναικεία, αλλά δεν είναι κι εντελώς τέρας. Έχει ένα προσωπάκι τόσο αγαθό και τόσο ωραία μάτια!

Απόδειξη, ότι αρέσει πολύ στους άντρες. Είναι τόσο ήρεμη και τόσο γλυκεία, που δε λέει ποτέ της όχι. Κι ύστερα, έχει ένα χαμόγελο αληθινά γοητευτικό".

"Θα σου άρεσε δηλαδή, ε;", ρώτησε ο αξιωματικός γελώντας.

"Επειδή είναι έτσι παράξενη. Άκου να σου πω κάτι; Την καταραμένη τη γριά στ' ορκίζομαι πως είμαι ικανός να τη σκοτώσω και να τη ληστέψω, δίχως την παραμικρή τύψη", είπε ο φοιτητής ζωηρά.

Ο αξιωματικός ξέσπασε και πάλι σε γέλια ο Ρασκόλνικωφ οίκος ανατρίχιασε. Τί παράξενο ήταν κι αυτό!

"Στάσου, θα σου κάνω μια ερώτηση σοβαρή", είπε πάλι ο φοιτητής ξαναμμένος.

"Φυσικά στ' αστεία το είπα, αλλά πρόσεξε: Από τη μια μεριά έχουμε μια γριά, ζώο, βλάκα, πεισματάρα, κακιά και άρρωστη, που δεν είναι χρήσιμη σε κανέναν, που, αντίθετα, είναι βλαβερή σε όλους, που δεν ξέρει και η ίδια γιατί ζεί και που αύριο, μεθαύριο θα πεθάνει φυσικά. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;".

"Προχώρα, καταλαβαίνω", απάντησε ο αξιωματικός, που άκουγε και κοίταζε τον ξαναμμένο φίλο του προσεχτικά.

"Άκου τώρα τη συνέχεια. Απ' την άλλη μεριά έχουμε δυνάμεις νέες, δροσερές, που χάνονται επειδή δεν έχουν τα μέσα να συντηρηθούν, και χάνονται κατά χιλιάδες, σ' όλα τα μέρη του κόσμου. Με τα λεφτά της γριάς, που προορίζονται για το μοναστήρι, θα μπορούσαν να γίνουν ή να βελτιωθούν εκατό, χίλια ωραία έργα ή να πάνε μπροστά άλλες τόσες θαυμάσιες πρωτοβουλίες. Εκατοντάδες και χιλιάδες υπάρξεις θα μπορούσαν να μπουν σ' ένα δρόμο καλό, δεκάδες σπίτια θα μπορούσαν να σωθούν από την εξαθλίωση, από τη διάλυση, από την καταστροφή, από τη διαφθορά, από τ' αφροδίσια νοσήματα. Κι όλα αυτά, με τα λεφτά της γριάς. Τη σκοτώνεις, παίρνεις τα λεφτά της και μπορείς ύστερα ν' αφιερώσεις τη ζωή σου στο γενικό καλό της ανθρωπότητας μ' αυτά τα χρήματα: Δε νομίζεις, λοιπόν, ότι θα εξαλειφθεί ολότελα αυτό το μικροεγκληματάκι απ' τις χιλιάδες καλές πράξεις που θα κάνεις; Με μια μονάχα ζωή, θα σωθούν χιλιάδες άλλες ζωές από το τέλμα και την αποσύνθεση. Δίνεις ένα μόνον νεκρό και κερδίζεις χιλιάδες ζωές - ζήτημα δηλαδή καθαρής αριθμητικής. 'Άλλωστε, τί σημασία μπορεί να έχει στην κοινή ζυγαριά η ζωή αυτής της φθισικιάς, ηλίθιας και κακιάς γριάς; Δεν αξίζει περισσότερο από μια ψείρα ή μια κατσαρίδα, θα 'λεγα, μάλιστα, πως αξίζει και λιγότερο ακόμα, γιατί αυτή η βρωμόγρια είναι βλαβερή στην ανθρωπότητα. Τρέφεται με την ζωή του πλησίον της: Είναι ένα άγριο θηρίο. Τελευταία δάγκωσε πάνω στη λύσσα της το δάχτυλο της Ελισάβετ και παρά λίγο να της το κάψουνε".

"Σίγουρα, δεν της αξίζει να ζεί", παρατήρησε ο αξιωματικός, "αλλά μ' αυτό που λες, παραβιάζεται η φύση".

"Χμ! Τη φύση, φίλε μου, την αλλάζουμε, τη διευθύνουμε... Αν δε γίνει αυτό, κινδυνεύουμε να πνιγούμε σ' έναν ωκεανό προλήψεων. Αν δε γινότανε αυτό, δε θα υπήρχε ούτε ένας μεγάλος άνθρωπος. "Το καθήκον, η συνείδηση", σου λένε. Το ζήτημα είναι, απλώς, να συμφωνήσουμε πάνω σ' αυτές τις λέξεις. Περίμενε, θα σου κάνω μια ακόμα ερώτηση. Άκου".

"Όχι, είναι η σειρά μου να ρωτήσω. Άκου εσύ".

"Για λέγε". "Εύκολο είναι να λες λόγια και να κάνεις το ρήτορα, αλλά για πες μου: θ' αναλάβαινες εσύ ο ίδιος να σκοτώσεις αυτή τη γριά; Ναι ή όχι;".

"Όχι, φυσικά. Μιλάω από την άποψη της δικαιοσύνης... Δεν πρόκειται για μένα τώρα...".

"Ε, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, αφού δεν τ' αποφασίζεις να το κάνεις, δε μπαίνει ζήτημα δικαιοσύνης. Πάμε τώρα να παίξουμε άλλη μια παρτίδα".

Ο Ρασκόλνικωφ βρισκότανε σε φοβερή ταραχή. Βέβαια, τα λόγια αυτά δεν είχανε τίποτα το ασυνήθιστο. Ήτανε κουβέντες και ιδέες νέων, που του 'τύχε να τις ακούσει πολλές φορές, με διαφορετική μορφή και για διαφορετικό θέμα. Αλλά, γιατί το 'φέρε έτσι η τύχη ν' ακούσει ο Ρασκόλνικωφ αυτή τη συζήτηση κι αυτές τις ιδέες τη στιγμή που παρουσιάστηκαν και στο δικό του μυαλό... οι ίδιες ακριβώς σκέψεις;

Την ίδια στιγμή που γεννιότανε μέσα του αυτή η σκέψη, σχετικά με τη γριά, γιατί να του τύχει να παρακολουθήσει μια συζήτηση όπου γινότανε λόγος για την ίδια ακριβώς γριά; Η σύμπτωση αυτή του φαινότανε πάντοτε παράξενη.

Εκείνη η ασήμαντη κουβέντα, θα εξασκούσε μια επίδραση τρομακτική στα κατοπινά γεγονότα: θα 'λέγε κανείς πως αυτό ήτανε κάτι, ένα σημάδι, μια βουλή της μοίρας.

Γυρίζοντας από την σαναγορά, ρίχτηκε στο ντιβάνι του κι έμεινε έτσι ακίνητος μια ολόκληρη ώρα. Στο μεταξύ σκοτείνιασε. Κερί δεν είχε, ούτε σκέφτηκε, άλλωστε, ν' ανάψει φως. Δε μπόρεσε ποτέ του να θυμηθεί αν εκείνη τη στιγμή είχε σκεφτεί κάτι. Τέλος, ένιωσε και πάλι εκείνα τα ρίγη του πυρετού, που τον έπιασαν και πρωτύτερα. Είπε τότε, όχι δίχως ευχαρίστηση, ότι θα μπορούσε να ξαπλώσει στο ντιβάνι του. Και σε λίγο, ήρθε ο ύπνος, βαρύς σα μολύβι και τον έλειωσε, μπορεί κανείς να πεί.

Κοιμήθηκε περισσότερο απ' το συνηθισμένο και χωρίς να ιδεί όνειρα. Η Ναστάσια τον ξύπνησε με πολύ κόπο, όταν μπήκε στο δωμάτιο του το πρωί, κατά τις δέκα. Του 'φέρνε τσάι και ψωμί. Το τσάι, βρασμένο δεύτερο χέρι, ήτανε πάλι απ' τη δικιά της τσαγιέρα.

"Κοιμάται του καλού καιρού! ", φώναξε με θυμό. "Δεν κάνει τίποτ' άλλο απ' το να κοιμάται! ".

Ανασηκώθηκε με κόπο. Τον πονούσε το κεφάλι του. Κατέβηκε απ' το ντιβάνι, έκανε μια βόλτα στην κάμαρα του και πάλι ξάπλωσε.

"Κι άλλο θα κοιμηθείς;", του λέει η Ναστάσια. "Μήπως είσαι άρρωστος;". Δεν της απάντησε.

"Θέλεις τσάι;".

"Αργότερα", της είπε κουρασμένα και, κλείνοντας τα μάτια του, γύρισε κατά τον τοίχο.

Η Ναστάσια έσκυψε από πάνω του.

"Μα το θεό, δεν θα 'ναι φαίνεται καλά", είπε.

Και γυρίζοντας, έφυγε.

Ξαναγύρισε στις δύο φέρνοντας του σούπα. Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε ακόμα ξαπλωμένος.

Το τσάι δεν το είχε αγγίξει. Η Ναστάσια άρχισε να τον σκουντά θυμωμένα.

"Μωρέ, τί έπαθες και το βράζεις;", φώναξε κοιτάζοντας τον με αγανάχτηση. Εκείνος ανασηκώθηκε στο ντιβάνι του καθιστά κι έμεινε με τα μάτια στυλωμένα κάτω, δίχως να της απαντήσει.

"Είσαι ή δεν είσαι άρρωστος;", ρώτησε η υπηρέτρια.

Αλλά ούτε κι αυτή τη φορά πήρε απάντηση.

"Καλύτερα να πήγαινες να κάνεις μια βόλτα έξω, στο δρόμο", του είπε ύστερα από μια μικρή παύση... "θα σε χτυπήσει λίγος αέρας και θα σου κάνει καλό... θα φας τουλάχιστον τίποτα;".

"Αργότερα", της είπε με αδύνατη φωνή. "Φύγε! ".

Και την έδιωξε κουνώντας το χέρι του. Εκείνη στάθηκε ακόμα λίγο, τον κοίταξε με οίκτο, κι ύστερα έφυγε.

Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε κάμποσο το τσάι και τη σούπα. Ύστερα, πήρε ένα κομμάτι ψωμί και το κουτάλι κι άρχισε να τρώει. Έφαγε τρεις-τε'σσερις κουταλιές χωρίς όρεξη και σχεδόν μηχανικά. Ο πονοκέφαλος του περνούσε. Όταν τελείωσε το φαγητό του, ξανατεντώθηκε στο ντιβάνι, αλλά αυτή τη φορά δε μπόρεσε ν' αποκοιμηθεί κι έμεινε έτσι ακίνητος, ξαπλωμένος μπρούμυτα και με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Σκεφτότανε αδιάκοπα και οι ονειροπολήσεις του ήτανε παράξενες. Τις πιο πολλές φορές έβαζε με το νου του πως βρισκότανε εκεί κάτω, στην Αφρική, στην Αίγυπτο, σε κάποια όαση. Το καραβάνι αναπαύεται, οι γκαμήλες είναι ξαπλωμένες ειρηνικά. Τριγύρω, σε κύκλο, φοινικιές. Όλοι οι άλλοι τρώνε. Εκείνος πίνει μόνο νερό από ένα αυλάκι, που κυλάει κελαρυστά πιο πέρα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 (1) CHAPTER 6 (1) CAPÍTULO 6 (1)

Αργότερα, θα μάθαινε ο Ρασκόλνικωφ για ποιο λόγο ακριβώς ο μικροπωλητής και η γυναίκα του είχανε προσκαλέσει στο σπίτι τους την Ελισάβετ. Later, Raskolnikov would find out exactly why the peddler and his wife had invited Elizabeth to their home. Ήτανε μια υπόθεση απλούστατη, χωρίς κανένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Κάποια οικογένεια, που είχε πέσει σε μεγάλη φτώχεια, πουλούσε κάτι πράγματα, ρούχα κι εσώρουχα γυναικεία. Επειδή έκριναν πως δεν τους συμφέρει να τα πάνε στην αγορά, ζητούσαν μια πωλήτρια. Η Ελισάβετ έκανε αυτήν ακριβώς τη δουλειά και είχε μεγάλη πελατεία, γιατί ήτανε πολύ τίμια κι έλεγε πάντοτε τη σωστή τιμή - δεν έκανε παζαρέματα. Και γενικά μίλαγε πολύ λίγο κι ήτανε, καθώς είπαμε, πολύ ήσυχη και πολύ φοβισμένη. And in general she spoke very little and was, as we said, very quiet and very scared.

Ο Ρασκόλνικωφ όμως είχε γίνει τώρα τελευταία προληπτικός κι έμειναν μέσα του για πολλά ακόμα χρόνια ανεξίτηλα τα ίχνη αυτής της δεισιδαιμονίας. Raskolnikov, however, had recently become cautious, and the traces of this superstition remained in him for many years to come. Άλλωστε, σ' όλη αυτή την ιστορία, είχε πάντοτε την τάση να βλέπει τη συνδρομή παράξενων και ακατανόητων γεγονότων - μια σειρά από πολλές περίεργες επιδράσεις και συμπτώσεις. After all, throughout this story, he has always tended to see the contribution of strange and incomprehensible events - a series of many strange effects and coincidences. Τον περασμένο χειμώνα, ένας φίλος του φοιτητής, ο Ποκόρεβ, φεύγοντας για το Χάρκοβο, του 'δώσε εντελώς τυχαία τη διεύθυνση της γριάς Αλιόνας Ιβάνοβνα, για την περίπτωση που θα ήθελε ποτέ να βάλει κάτι ενέχυρο.

Πέρασε πολύς καιρός χωρίς να πάει στο σπίτι της, γιατί τότε είχε μαθήματα και τα κατάφερνε να τα βγάζει πέρα. Τη θυμήθηκε αυτή τη διεύθυνση πριν από ενάμισυ μήνα. Είχε δυο πράγματα που θα μπορούσαν να μπουν ενέχυρο: Το παλιό ασημένιο ρολόι, ενθύμιο του πατέρα του, κι ένα μικρό χρυσό δαχτυλίδι με τρεις κόκκινες πετρούλες, που του το είχε δώσει η αδελφή του για να τη θυμάται, τότε που χωριστήκανε. He had two things that could be pawned: the old silver watch, a memento of his father, and a small gold ring with three red stones, which his sister had given him as a memory of her when they parted.

Αποφάσισε να πάει το δαχτυλίδι στην τοκογλύφο. 'Όταν έφτασε στο σπίτι της γριάς, με την πρώτη κιόλας ματιά, ένιωσε γι' αυτή τη γυναίκα μια ακατανίκητη αποστροφή, πριν ακόμα μάθει τίποτα για το άτομο της. Πήρε τα δυο ρούβλια που του 'δώσε και, γυρίζοντας σπίτι του, μπήκε σ' ένα μικρομάγαζο της κακιάς ώρας. Ζήτησε τσάι, κάθησε κι άρχισε να σκέφτεται. Μια παράξενη ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό του, έτσι όπως βγαίνει το κλωσσοπούλι απ' τ' αυγό, και τον απασχολούσε πάρα πολύ.

Σ' ένα άλλο τραπέζι, όχι πολύ μακρύτερα, καθότανε ένας φοιτητής, που ούτε τον γνώριζε ούτε θυμότανε να τον έχει ιδεί ποτέ, κι ένας αξιωματικός. Είχανε παίξει μια παρτίδα μπιλιάρδο και τώρα έπαιρναν το τσάι τους. Ξαφνικά ο Ρασκόλνικωφ άκουσε τον φοιτητή να μιλάει στον αξιωματικό για μια γριά τοκογλύφο, χήρα παρέδρου, που την έλεγαν Αλιόνα Ιβάνοβνα, και να του δίνει τη διεύθυνση της.

Του φάνηκε λίγο παράξενο: Τη στιγμή που αυτός ερχότανε από το σπίτι της, να πετύχει δυο ανθρώπους που μιλούσαν ακριβώς γι' αυτό το άτομο. Σύμπτωση βέβαια.

Αλλά, πριν ακόμα διώξει απ' το μυαλό του εκείνη την εντύπωση, που δεν ήτανε φυσικά και τίποτα το εξαιρετικό, ήρθε κάτι να του την ενισχύσει ακόμα περισσότερο: Ο φοιτητής άρχισε να διηγιέται στο φίλο του χίλιες δυο λεπτομέρειες σχετικά μ' αυτήν την Αλιόνα Ιβάνοβνα.

"Είναι σπουδαία", έλεγε, "μαζί της όλο και κάτι μπορεί να οικονομήσει κανείς. "She's great," he said, "everything can be saved with her. Είναι πλούσια σαν Εβραίος και μπορεί να δανείσει με μιας πέντε χιλιάδες ρούβλια, αλλά δεν περιφρονεί καθόλου και το ενέχυρο που κάνει ένα ρούβλι. She is rich like a Jew and can lend five thousand rubles at a time, but she does not at all despise the pledge of a ruble. Έχει εξυπηρετήσει πολλούς φίλους μας, είναι όμως μεγάλη γκαμήλα". It has served many of our friends, but it is a big mess." Κι άρχισε να λέει πως είναι κακιά και ιδιότροπη και πως μια μέρα μόνο να καθυστερούσες να της πας τα λεφτά το 'χανες το ενέχυρο. And she began to say that she is mean and capricious and that if you were just one day late in taking the money to her, you would have lost the pledge. Έδινε το ένα τέταρτο της αξίας του ενέχυρου κι έπαιρνε τόκο πέντε κι επτά ακόμα τοις εκατό το μήνα κ.λπ. He gave a quarter of the value of the pledge and received interest of five and seven percent more per month, etc.

Ο φοιτητής ήτανε αστείρευτος σ' αυτό το θέμα. The student was relentless in this matter. Είπε ακόμα, πως η γριά είχε μια αδελφή, που τη λέγανε Ελισάβετ. Την έδερνε αδιάκοπα και την έκανε ό,τι ήθελε, παρ' όλο που ήτανε κοντούλα και σιχαμένη, ενώ η Ελισάβετ είχε μπόι ένα και ογδόντα, το λιγότερο. He beat her incessantly and did whatever he wanted to her, despite the fact that she was short and ugly, while Elizabeth was a boy of one and eighty, to say the least.

"Το 'χεις ξαναϊδεί τέτοιο φαινόμενο;", φώναξε ο φοιτητής.

Ύστερα, η συζήτηση στράφηκε γύρω απ' την Ελισάβετ. Ο φοιτητής μιλούσε γι' αυτή με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, χωρίς να πάψει να γελάει, ενώ ο αξιωματικός που τον άκουγε, με πολλή προσοχή ως το τέλος, τον παρακάλεσε να του στείλει αυτή την Ελισάβετ στο σπίτι του, γιατί ήθελε να του μαντάρει κάτι εσώρουχα. The student spoke of her with particular pleasure, without ceasing to laugh, while the officer who listened to him, with great attention to the end, begged him to send this Elizabeth to his house, because he wanted to procure some underwear for him.

Ο Ρασκόλνικωφ δεν έχανε ούτε λέξη απ' τη συζήτηση τους. Έτσι τα 'μαθέ όλα τα σχετικά με μιας: Η Ελισάβετ ήτανε μικρότερη αδελφή της γριάς, αλλά από άλλη μάνα. Δούλευε μέρα-νύχτα για την αδελφή της, ενώ ταυτόχρονα έκανε τη μαγείρισσα και την πλύστρα του σπιτιού. She worked day and night for her sister, while at the same time she was the house's cook and washerwoman. Επίσης πούλαγε διάφορα ραψίμια της, σφουγγάριζε σε σπίτια κι έδινε όλα της τα κέρδη στην αδελφή της. Δεν τολμούσε ν' αναλάβει καμμιά παραγγελία και καμμιά δουλειά χωρίς την άδεια της.

Η γριά είχε κάμει τη διαθήκη της. The old woman had made her will. Η Ελισάβετ ήξερε τους όρους της διαθήκης: Δε θα κληρονομούσε ούτε μονόλεφτο, εκτός από μερικά κινητά πράγματα, όπως, καρέκλες και τέτοια. Όλα τα λεφτά θα πήγαιναν στο μοναστήρι της επαρχίας Ν... για ν' αναπαυθεί η ψυχή της γριάς. Η Ελισάβετ ανήκε στην τάξη των μικρονοικοκυράδων κι όχι στην κάστα την δημοσιοϋπαλληλική. Elizabeth belonged to the class of small housewives and not to the civil servant caste. Ήτανε ανύπαντρη, ψηλοχαρχάρα, ασουλούπωτη, στραβοκάνα, με παπούτσια πάντοτε ξεχειλωμένα, αλλά πολύ καθαρή. She was unmarried, high-fingered, untidy, squint-eyed, with shoes always worn out, but very clean. Εκείνο όμως που έκανε το φοιτητή ν' απορεί ήτανε το ότι η Ελισάβετ βρισκότανε, πάντοτε σχεδόν, έγκυος.

"Μα, για στάσου! Εσύ μας λες ότι είναι τέρας", παρατήρησε ο αξιωματικός. You tell us he's a monster," remarked the officer.

"Έχει ένα χρώμα μπρούντζινο, λες και είναι φαντάρος ντυμένος γυναικεία, αλλά δεν είναι κι εντελώς τέρας. "He's a bronze color, like he's a soldier dressed as a woman, but he's not quite a monster. Έχει ένα προσωπάκι τόσο αγαθό και τόσο ωραία μάτια!

Απόδειξη, ότι αρέσει πολύ στους άντρες. Είναι τόσο ήρεμη και τόσο γλυκεία, που δε λέει ποτέ της όχι. She is so calm and so sweet, she never says no to her. Κι ύστερα, έχει ένα χαμόγελο αληθινά γοητευτικό".

"Θα σου άρεσε δηλαδή, ε;", ρώτησε ο αξιωματικός γελώντας.

"Επειδή είναι έτσι παράξενη. Άκου να σου πω κάτι; Την καταραμένη τη γριά στ' ορκίζομαι πως είμαι ικανός να τη σκοτώσω και να τη ληστέψω, δίχως την παραμικρή τύψη", είπε ο φοιτητής ζωηρά.

Ο αξιωματικός ξέσπασε και πάλι σε γέλια ο Ρασκόλνικωφ οίκος ανατρίχιασε. Τί παράξενο ήταν κι αυτό!

"Στάσου, θα σου κάνω μια ερώτηση σοβαρή", είπε πάλι ο φοιτητής ξαναμμένος.

"Φυσικά στ' αστεία το είπα, αλλά πρόσεξε: Από τη μια μεριά έχουμε μια γριά, ζώο, βλάκα, πεισματάρα, κακιά και άρρωστη, που δεν είναι χρήσιμη σε κανέναν, που, αντίθετα, είναι βλαβερή σε όλους, που δεν ξέρει και η ίδια γιατί ζεί και που αύριο, μεθαύριο θα πεθάνει φυσικά. Καταλαβαίνεις; Καταλαβαίνεις;".

"Προχώρα, καταλαβαίνω", απάντησε ο αξιωματικός, που άκουγε και κοίταζε τον ξαναμμένο φίλο του προσεχτικά.

"Άκου τώρα τη συνέχεια. Απ' την άλλη μεριά έχουμε δυνάμεις νέες, δροσερές, που χάνονται επειδή δεν έχουν τα μέσα να συντηρηθούν, και χάνονται κατά χιλιάδες, σ' όλα τα μέρη του κόσμου. On the other hand, we have new, fresh forces, which are lost because they do not have the means to maintain themselves, and they are lost by the thousands, in all parts of the world. Με τα λεφτά της γριάς, που προορίζονται για το μοναστήρι, θα μπορούσαν να γίνουν ή να βελτιωθούν εκατό, χίλια ωραία έργα ή να πάνε μπροστά άλλες τόσες θαυμάσιες πρωτοβουλίες. With the old woman's money, intended for the monastery, a hundred, a thousand fine works could be made or improved, or so many other wonderful initiatives could be carried forward. Εκατοντάδες και χιλιάδες υπάρξεις θα μπορούσαν να μπουν σ' ένα δρόμο καλό, δεκάδες σπίτια θα μπορούσαν να σωθούν από την εξαθλίωση, από τη διάλυση, από την καταστροφή, από τη διαφθορά, από τ' αφροδίσια νοσήματα. Hundreds and thousands of lives could be put on a good path, tens of houses could be saved from impoverishment, from dissolution, from destruction, from corruption, from venereal diseases. Κι όλα αυτά, με τα λεφτά της γριάς. Τη σκοτώνεις, παίρνεις τα λεφτά της και μπορείς ύστερα ν' αφιερώσεις τη ζωή σου στο γενικό καλό της ανθρωπότητας μ' αυτά τα χρήματα: Δε νομίζεις, λοιπόν, ότι θα εξαλειφθεί ολότελα αυτό το μικροεγκληματάκι απ' τις χιλιάδες καλές πράξεις που θα κάνεις; Με μια μονάχα ζωή, θα σωθούν χιλιάδες άλλες ζωές από το τέλμα και την αποσύνθεση. Δίνεις ένα μόνον νεκρό και κερδίζεις χιλιάδες ζωές - ζήτημα δηλαδή καθαρής αριθμητικής. 'Άλλωστε, τί σημασία μπορεί να έχει στην κοινή ζυγαριά η ζωή αυτής της φθισικιάς, ηλίθιας και κακιάς γριάς; Δεν αξίζει περισσότερο από μια ψείρα ή μια κατσαρίδα, θα 'λεγα, μάλιστα, πως αξίζει και λιγότερο ακόμα, γιατί αυτή η βρωμόγρια είναι βλαβερή στην ανθρωπότητα. Τρέφεται με την ζωή του πλησίον της: Είναι ένα άγριο θηρίο. Τελευταία δάγκωσε πάνω στη λύσσα της το δάχτυλο της Ελισάβετ και παρά λίγο να της το κάψουνε". The last time she bit Elizabeth's finger in her rage and almost burned it off."

"Σίγουρα, δεν της αξίζει να ζεί", παρατήρησε ο αξιωματικός, "αλλά μ' αυτό που λες, παραβιάζεται η φύση". "Certainly, she does not deserve to live," observed the officer, "but by what you say, nature is violated."

"Χμ! Τη φύση, φίλε μου, την αλλάζουμε, τη διευθύνουμε... Αν δε γίνει αυτό, κινδυνεύουμε να πνιγούμε σ' έναν ωκεανό προλήψεων. Αν δε γινότανε αυτό, δε θα υπήρχε ούτε ένας μεγάλος άνθρωπος. "Το καθήκον, η συνείδηση", σου λένε. Το ζήτημα είναι, απλώς, να συμφωνήσουμε πάνω σ' αυτές τις λέξεις. Περίμενε, θα σου κάνω μια ακόμα ερώτηση. Άκου".

"Όχι, είναι η σειρά μου να ρωτήσω. Άκου εσύ".

"Για λέγε". "Εύκολο είναι να λες λόγια και να κάνεις το ρήτορα, αλλά για πες μου: θ' αναλάβαινες εσύ ο ίδιος να σκοτώσεις αυτή τη γριά; Ναι ή όχι;". "It is easy to speak words and play the orator, but tell me: would you yourself undertake to kill this old woman? Yes or no?"

"Όχι, φυσικά. Μιλάω από την άποψη της δικαιοσύνης... Δεν πρόκειται για μένα τώρα...". I am speaking from the point of view of justice... It is not about me now...".

"Ε, λοιπόν, κατά τη γνώμη μου, αφού δεν τ' αποφασίζεις να το κάνεις, δε μπαίνει ζήτημα δικαιοσύνης. "Well, in my opinion, since you don't decide to do it, there is no question of justice. Πάμε τώρα να παίξουμε άλλη μια παρτίδα".

Ο Ρασκόλνικωφ βρισκότανε σε φοβερή ταραχή. Βέβαια, τα λόγια αυτά δεν είχανε τίποτα το ασυνήθιστο. Ήτανε κουβέντες και ιδέες νέων, που του 'τύχε να τις ακούσει πολλές φορές, με διαφορετική μορφή και για διαφορετικό θέμα. Αλλά, γιατί το 'φέρε έτσι η τύχη ν' ακούσει ο Ρασκόλνικωφ αυτή τη συζήτηση κι αυτές τις ιδέες τη στιγμή που παρουσιάστηκαν και στο δικό του μυαλό... οι ίδιες ακριβώς σκέψεις;

Την ίδια στιγμή που γεννιότανε μέσα του αυτή η σκέψη, σχετικά με τη γριά, γιατί να του τύχει να παρακολουθήσει μια συζήτηση όπου γινότανε λόγος για την ίδια ακριβώς γριά; Η σύμπτωση αυτή του φαινότανε πάντοτε παράξενη.

Εκείνη η ασήμαντη κουβέντα, θα εξασκούσε μια επίδραση τρομακτική στα κατοπινά γεγονότα: θα 'λέγε κανείς πως αυτό ήτανε κάτι, ένα σημάδι, μια βουλή της μοίρας. That insignificant conversation would have a terrifying effect on subsequent events: one would say that this was something, a sign, a decree of fate.

Γυρίζοντας από την σαναγορά, ρίχτηκε στο ντιβάνι του κι έμεινε έτσι ακίνητος μια ολόκληρη ώρα. Στο μεταξύ σκοτείνιασε. Meanwhile it got dark. Κερί δεν είχε, ούτε σκέφτηκε, άλλωστε, ν' ανάψει φως. Δε μπόρεσε ποτέ του να θυμηθεί αν εκείνη τη στιγμή είχε σκεφτεί κάτι. Τέλος, ένιωσε και πάλι εκείνα τα ρίγη του πυρετού, που τον έπιασαν και πρωτύτερα. Είπε τότε, όχι δίχως ευχαρίστηση, ότι θα μπορούσε να ξαπλώσει στο ντιβάνι του. Και σε λίγο, ήρθε ο ύπνος, βαρύς σα μολύβι και τον έλειωσε, μπορεί κανείς να πεί.

Κοιμήθηκε περισσότερο απ' το συνηθισμένο και χωρίς να ιδεί όνειρα. Η Ναστάσια τον ξύπνησε με πολύ κόπο, όταν μπήκε στο δωμάτιο του το πρωί, κατά τις δέκα. Του 'φέρνε τσάι και ψωμί. Το τσάι, βρασμένο δεύτερο χέρι, ήτανε πάλι απ' τη δικιά της τσαγιέρα.

"Κοιμάται του καλού καιρού! "He sleeps in the fair weather! ", φώναξε με θυμό. "Δεν κάνει τίποτ' άλλο απ' το να κοιμάται! ".

Ανασηκώθηκε με κόπο. Τον πονούσε το κεφάλι του. His head hurt. Κατέβηκε απ' το ντιβάνι, έκανε μια βόλτα στην κάμαρα του και πάλι ξάπλωσε.

"Κι άλλο θα κοιμηθείς;", του λέει η Ναστάσια. "Are you going to sleep?" Nastasya tells him. "Μήπως είσαι άρρωστος;". Δεν της απάντησε.

"Θέλεις τσάι;".

"Αργότερα", της είπε κουρασμένα και, κλείνοντας τα μάτια του, γύρισε κατά τον τοίχο.

Η Ναστάσια έσκυψε από πάνω του.

"Μα το θεό, δεν θα 'ναι φαίνεται καλά", είπε.

Και γυρίζοντας, έφυγε.

Ξαναγύρισε στις δύο φέρνοντας του σούπα. Ο Ρασκόλνικωφ ήτανε ακόμα ξαπλωμένος.

Το τσάι δεν το είχε αγγίξει. Η Ναστάσια άρχισε να τον σκουντά θυμωμένα. Nastasya began to poke him angrily.

"Μωρέ, τί έπαθες και το βράζεις;", φώναξε κοιτάζοντας τον με αγανάχτηση. Εκείνος ανασηκώθηκε στο ντιβάνι του καθιστά κι έμεινε με τα μάτια στυλωμένα κάτω, δίχως να της απαντήσει.

"Είσαι ή δεν είσαι άρρωστος;", ρώτησε η υπηρέτρια.

Αλλά ούτε κι αυτή τη φορά πήρε απάντηση.

"Καλύτερα να πήγαινες να κάνεις μια βόλτα έξω, στο δρόμο", του είπε ύστερα από μια μικρή παύση... "θα σε χτυπήσει λίγος αέρας και θα σου κάνει καλό... θα φας τουλάχιστον τίποτα;".

"Αργότερα", της είπε με αδύνατη φωνή. "Later," he told her in a thin voice. "Φύγε! ".

Και την έδιωξε κουνώντας το χέρι του. Εκείνη στάθηκε ακόμα λίγο, τον κοίταξε με οίκτο, κι ύστερα έφυγε.

Αφού πέρασαν μερικά λεπτά, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε κάμποσο το τσάι και τη σούπα. Ύστερα, πήρε ένα κομμάτι ψωμί και το κουτάλι κι άρχισε να τρώει. Έφαγε τρεις-τε'σσερις κουταλιές χωρίς όρεξη και σχεδόν μηχανικά. Ο πονοκέφαλος του περνούσε. Όταν τελείωσε το φαγητό του, ξανατεντώθηκε στο ντιβάνι, αλλά αυτή τη φορά δε μπόρεσε ν' αποκοιμηθεί κι έμεινε έτσι ακίνητος, ξαπλωμένος μπρούμυτα και με το πρόσωπο χωμένο στο μαξιλάρι. Σκεφτότανε αδιάκοπα και οι ονειροπολήσεις του ήτανε παράξενες. Τις πιο πολλές φορές έβαζε με το νου του πως βρισκότανε εκεί κάτω, στην Αφρική, στην Αίγυπτο, σε κάποια όαση. Το καραβάνι αναπαύεται, οι γκαμήλες είναι ξαπλωμένες ειρηνικά. Τριγύρω, σε κύκλο, φοινικιές. Όλοι οι άλλοι τρώνε. Εκείνος πίνει μόνο νερό από ένα αυλάκι, που κυλάει κελαρυστά πιο πέρα. He drinks only water from a brook, which meanders beyond.