×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Ζ'. Στραβοτιμονιές

Ζ'. Στραβοτιμονιές

Θα 'ρθει σήμερα η Αλίς! είπε η Αλεξάνδρα έξαφνα.

— Αλήθεια! μουρμούρισε η Πουλουδιά. Και... αμέ αν είναι Εβραία;

— Πφφφ!... έκανε ο Αντώνης. Ο Γιάννης λέγει πως αυτά είναι ανοησίες.

Και χώνοντας το ψωμοτύρι του στην τσέπη, σκαρφάλωσε στη γαζία, το παρατηρητήρι του.

Στην πλαγινή αυλή δεν ήταν παρά η Αλίς με τον Αλέκο. Είχαν ακούσει το τρίξιμο της γαζίας, είχαν δει τα κλαδιά να γέρνουν από το βάρος του Αντώνη και περίμεναν με σηκωμένο το κεφάλι κι ένα φαρδύ χαμόγελο στο στόμα.

— Να έλθομε; ρώτησε η Αλίς.

— Ναι, σας περιμένομε! αποκρίθηκε ο Αντώνης.

— Στάσου, Αντώνη... ψιθύρισε η Αλεξάνδρα πιάνοντας, για να υψωθεί, το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας.

Μ' αψηφώντας την αδελφή του, ρώτησε ο Αντώνης:

— Πού είναι ο Μαξ;

— Έξω, αποκρίθηκε η Αλίς δείχνοντας αόριστα κάπου με το χέρι.

Μα θα έλθει σε λίγο. Αν μας θέλετε εμάς, ερχόμαστε!

Τα κορίτσια, που δεν πρόφθασαν ν' αποφασίσουν ποιος είχε δίκαιο, από τον Γιάννη ή τον Στάμο, έμειναν μουδιασμένα σαν μπήκε η Αλίς, η Αλεξάνδρα στο σκοινί της, η Πουλουδιά καθισμένη σε μιαν άδεια κάσα και παίζοντας ταμπούρλο με τα τακούνια της.

— Καλημέρα, είπε η Αλίς.

— Καλημέρα, αποκρίθηκαν οι αδελφές.

— Καλημέρα, είπε και ο Αλέξανδρος, που στην αμφιβολία του είχε βάλει το δάχτυλο στο στόμα και κοίταζε μια τις αδελφές του και μια τον Αντώνη που κατέβαινε από κλαδί σε κλαδί. Και κανένας δεν κούνησε.

Η Αλίς, που περίμενε πιο θερμή υποδοχή, κοντοστάθηκε. Ο Αλέκος επίσης. Τα πράματα θα δυσκολεύουνταν πολύ, αν εκείνη την ώρα δεν τσάκιζε το τελευταίο κλαδί της γαζίας, παίρνοντας κάτω τον Αντώνη πιο γρήγορα απ' ό,τι το λογάριαζε κείνος.

Γενικό γέλιο ξέσπασε και όλοι έτρεξαν να τον σηκώσουν. Το κλαδί ήταν χαμηλό, ο Αντώνης παλικάρι, δεν είχε, λέει, χτυπήσει, και η κατρακύλα του πήρε μαζί της τη στενοχώρια της πρώτης στιγμής, που έλιωσε μες στα γέλια.

— Να σ' έβλεπε ο μπαμπούλας!... είπε ξεκαρδισμένη η Αλίς.

— Πάει ο μπαμπούλας! αποκρίθηκε ο Αντώνης.

— Ξέρεις, Αλίς; Έφυγε ο μπαμπούλας! πρόσθεσε ο Αλέξανδρος.

Η Αλίς του γύρισε το χαρούμενο πρόσωπό της.

— Το ξέρω, είπε. Ο Μαξ κι εγώ την είδαμε.

— Κι εγώ την είδα, πρόσθεσε ο Αλέκος.

Τ' αδέλφια σάστισαν. Περίεργα μαζεύθηκαν όλα γύρω στην Αλίς.

— Πού την είδατε;

— Την ώρα που έφευγε. Χθες βράδυ.

— Ήταν άσχημηηη!!! Και ήταν η μύτη της κόκκινηηη!!! Πφούι! έκανε ο Αλέκος.

— Πώς την είδατε; Πού; Πότε έφυγε; ρώτησαν όλα μαζί τα τέσσερα αδέλφια.

— Έξω, στο δρόμο. Έφυγε με το αμάξι, τη νύχτα, είπε η Αλίς πολύ υπερήφανη πως είχε τόσα να διηγηθεί. Εμείς το ξέραμε πως θα φύγει. Η μαμά το είπε ευθύς. Η μαμά είπε: «Δεν μπορούν πια να την κρατήσουν, μιας και το μήνυσε η βασίλισσα...»

— Τι μήνυσε η βασίλισσα; ρώτησαν τα δυο κορίτσια με κομμένη από τη συγκίνηση αναπνοή.

— Μπα! Δεν το ξέρετε; Βέβαια! Το μήνυσε η βασίλισσα! Την ώρα που γυρίσατε χθες, δεν κάθουνταν η βασίλισσα με τη Ρωσίδα κυρία της Τιμής και με το βασιλέα και με τους αξιωματικούς απέξω από την αυλή τους;

- Ναι! Τους είδαμε! είπε η Αλεξάνδρα.

— Λοιπόν σας είδαν κι εκείνοι! Και μήνυσε η βασίλισσα της θείας σας πως ήταν ο μπαμπούλας μεθυσμένος!

— Τι ήταν; ρώτησε η Πουλουδιά.

— Μεθυσμένη, στουπί! είπε ο Αλέκος.

— Και πώς το ήξερε η βασίλισσα; έκανε σαστισμένος ο Αντώνης.

— Ε, καλά, δε φαίνουνταν; Η φούστα της ήταν ξεκούμπωτη, το καπέλο της στραβό... Σαν καρνάβαλος ήταν! είπε η Αλίς.

Ναι, τη θυμήθηκαν τ' αδέλφια, και πώς σκόνταφτε και πώς ξέχασε πίσω τον Αλέξανδρο και πώς μια από δω πήγαινε και μια από κει, σα μαούνα άδεια που την κυλούν τα κύματα.

— Κι έκανε την άρρωστη, εξακολούθησε η Αλίς, και η θεία σας τρόμαξε κι έφερε το γιατρό, γιατί νόμιζε πως είχε παραμιλητά, και ύστερα στάθηκαν στην πόρτα και την κοίταζε ο γιατρός και την είδε που έβγαζε μια μποτίλια από κάτω από το μαξιλάρι της κι έπινε. Και ύστερα ήλθε το μήνυμα της βασίλισσας και είπε η θεία σας: «Αυτή δεν μπορεί πια να μείνει, αυτή θα φύγει αμέσως!» Και της έδωσε ο γιατρός... δεν ξέρω τι γιατρικό, που την ξεμέθυσε, και την κατέβασαν κι εκείνη και το σεντούκι της και την έβαλαν σ' ένα αμάξι και δρόμο!

Άκουαν τ' αδέλφια σαστισμένα.

— Μα πώς τα ξέρεις όλα αυτά; ρώτησε ο Αντώνης.

— Μας τα είπε η μαγείρισσα μας, που της τα είπε η δική σας. Και τ' άκουσε η μαμά και βγήκε στη βεράντα να δει. Είχε παύσει η βροχή και κατεβήκαμε στο δρόμο με τον Μαξ και την είδαμε που έφευγε. Ήταν πολύ θυμωμένη, αληθινός μπαμπούλας! Κι έλεγε άσχημα λόγια, και είπε πως οι Έλληνες είναι πρόστυχοι. Εγώ δεν καταλάβαινα. Μα ο θείος σας θύμωσε και τη μάλωσε. Κι εκείνος το είπε του πατέρα.

Τ' αδέλφια κοίταζαν την Αλίς με ακράτητο θαυμασμό! Τέτοιο γλέντι να γίνει στο σπίτι τους και να μην το ξέρουν!

— Κρίμα! είπε πικρά ο Αντώνης. Εγώ ήθελα να τη δω σαν έφευγε!

— Εσείς πότε το μάθατε; ρώτησε ο Αλέκος.

— Σήμερα το πρωί μόνο.

— Και δεν απορήσατε πώς να φύγει έτσι ξαφνικά ο μπαμπούλας; ρώτησε η Αλίς.

Και βέβαια τ' αδέλφια είχαν απορήσει.

— Και δε ρωτήσατε κανένα; Και βέβαια είχαν ρωτήσει.

— Και τι σας είπε η θεία σας;

Τ' αδέλφια ομολόγησαν πως δε ρώτησαν τη θεία.

— Ποιος ρωτά ποτέ τη θεία; έκανε σκανδαλισμένος ο Αλέξανδρος.

— Αμέ ποιον ρωτήσατε;

— Την Αφροδίτη.

— Και τι σας είπε η Αφροδίτη;

— Πως ούτε είδε ούτε ήξερε πότε έφυγε η μις Ράις.

— Αχούχα! έκανε ο Αλέκος. Η Αφροδίτη είπε ψέματα!

Τ' αδέλφια κοντοστάθηκαν. Η κατηγορία ήταν μεγάλη, η λέξη βαριά. Ψέματα στο σπίτι κανένας δεν έλεγε. Μπορούσε να είχε λάθος η Αφροδίτη· μπορούσε να λέγει κοροφέξαλα η κερα-Ρήνη. Μπορεί να μην κατάλαβαν και οι δυο... Μα να πει ψέματα η Αφροδίτη!...

Πειραγμένη είπε η Αλεξάνδρα:

— Η Αφροδίτη δε λέγει ψέματα!

— Πώς δε λέγει; διέκοψε ο Αλέκος. Αφού ήταν στο δρόμο και βοήθησε τον αμαξά ν' ανεβάσει το σεντούκι του μπαμπούλα κοντά του... Και μάλιστα στραμπούλησε το χέρι της!

Αυτή η τελευταία κατηγορία έπεσε σαν μπαλτάς στο κεφάλι των τεσσάρων αδελφιών, που στάθηκαν άφωνα. Μια στιγμή δε μίλησε κανένας. Ύστερα, ντροπαλά, είπε η Πουλουδιά:

— Η Αφροδίτη είναι πολύ καλή... και μας αγαπά πολύ... και θα νόμιζε πως θα λυπηθούμε που έφυγε η μις Ράις...

— Αχούχα! έκανε πάλι ο Αλέκος, σκασμένος στα γέλια. Να λυπηθείτε πως έφυγε ο μπαμπούλας;

— Ναι! είπε η Πουλουδιά, αγανακτισμένη για την απιστία του Αλέκου. Εγώ μια φορά έκλαψα, σαν έφυγε η μις Μέι. Και το είπα μια μέρα της Αφροδίτης.

— Ποια είναι η μις Μέι;

— Μια άλλη δασκάλισσα που είχαμε.

— Σας έδερνε και αυτή;

— Όχι, ομολόγησε η Πουλουδιά.

— Τούτη όμως σας έδερνε. Λοιπόν; είπε ο Αλέκος.

Και τα τέσσερα αδέλφια δε βρήκαν απάντηση. Και κοκορεύθηκε ο Αλέκος με την επιτυχία του και είπε:

— Γίνεται μια τέτοια φασαρία στο σπίτι σας και σεις ούτε παίρνετε χαμπάρι! Ούτε ρωτάτε τίποτα! Και χάβετε ό,τι κολοκύθια σας πουν!

Ο Αντώνης άρχισε να θυμώνει. Απ' όλη αυτή την ιστορία έβγαινε μειωμένος και αυτός και τ' αδέλφια του και όλο το σπιτικό. Αυτός και τ' αδέλφια του περνούσαν για μπούφοι, εκεί που η Αλίς και ο Αλέκος όλα τα ήξεραν και όλα τα είχαν δει. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ξανασηκώσει το γόητρο του σπιτιού του.

— Και πρώτον, είπε με στόμφο, η θεία δεν επιτρέπει κουσκουσουριές στο σπίτι, ούτε στην υπηρεσία ούτε σε μας! Και θα είπε της Αφροδίτης να μην πει τίποτα για ό,τι έγινε...

— Πουφ! διέκοψε ο Αλέκος. Και πώς το μάθαμε 'μεις; Από την Αφροδίτη και την κερα-Ρήνη σας!

Το πράμα ήταν ασυζήτητο. Μ' όλο του το θυμό, ο Αντώνης δε βρήκε απάντηση. Και είπε γλυκά η Αλίς:

— Καλά, αν δεν έπρεπε να μιλήσει η Αφροδίτη, καλά κάνατε να μην τη ρωτήσετε. Μα τη θεία σας; Γιατί δε ρωτήσατε τη θεία σας;

Αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα:

—Εμείς δε ρωτούμε τίποτα τη θεία μας!

Ο Αντώνης θύμωσε με την Αλεξάνδρα, γιατί αυτά τα κορίτσια έχουν μανία να τα διηγούνται όλα στη γειτονιά. Μα δεν είπε τίποτα κι έσφιξε με λύσσα τα δόντια του.

— Μπα; Γιατί; Εμείς όλα τα ρωτούμε της μαμάς και του πατέρα και δε φοβούμαστε κανένα, και είμαστε ελεύθεροι και ό,τι θέλομε λέμε και σ' όλους τα λέμε...

Αυτή τη φορά έσκασε ο Αντώνης.

— Μα, εσείς, φώναξε έξω φρενών, σηκώνοντας απειλητικά τη γροθιά του; εσείς όλα τα κακά τα κάνετε! Εσείς σταυρώσατε το Χριστό!

Σα να 'πεσε κεραυνός στην αυλή. Μετά τον πάταγο απλώθηκε σιωπή. Κανένας δε μίλησε. Η Αλίς, τρομαγμένη, κοίταζε τ' αδέλφια, ο Αλέκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ο Αλέξανδρος φοβήθηκε και για προστασία, έπιασε το χέρι της Πουλουδιάς, και τα δυο κορίτσια έσκυψαν το κεφάλι σα να περίμεναν μεγάλο κακό. Κι εκεί ακούστηκε ήσυχη η φωνή της θείας:

— Αντώνη! Έλα πάνω που σε θέλω!

Και πάλι κανένας δε μίλησε. Όλα τα μάτια γύρισαν προς τον Αντώνη που στέκονταν σα μουδιασμένος. Την ίδια στιγμή η πόρτα της αυλής άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μαξ. Σα να ξύπνησε ξαφνικά, η Αλίς ξέσπασε στα κλάματα, όρμησε προς την εξώπορτα, έσπρωξε πίσω τον Μαξ και βγήκε μαζί του, παρασέρνοντας στην ορμή της και τον Αλέκο, που, βγαίνοντας, ξανάκλεισε την πόρτα. Κοίταξε ο Αντώνης την πόρτα, ύστερα κοίταξε μια-μια τις αδελφές του. Και σηκώνοντας το κεφάλι, μπήκε στο σπίτι. Τα κορίτσια έμειναν παραζαλισμένα, η Αλεξάνδρα ακίνητη σαν τη γυναίκα του Λώτ, η Πουλουδιά κρατώντας ακόμα το χέρι του Αλέξανδρου. Κι άξαφνα, στην πλαγινή αυλή, ακούστηκαν κλάματα και μια γυναικεία φωνή που σιγά παρηγορούσε.

— Η Αλίς κλαίει! είπε η Πουλουδιά. Και τα λέγει τώρα στη μαμά της...

— Και ο Αντώνης; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος.

— Θα τις φάγει! είπε η Αλεξάνδρα ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. Πάμε να τον παρηγορήσομε!

Βρήκαν τον Αντώνη καθισμένο στη βεράντα, ακουμπισμένο στην κουπαστή, το πρόσωπο κρυμμένο στα διπλωμένα του μπράτσα. Τρόμαξαν τ' αδέλφια. Ποτέ δεν τον είχαν δει έτσι.

— Κλαις, Αντώνη; ρώτησε η Αλεξάνδρα χαμηλόφωνα, βάζοντας το χέρι της σιγά στον ώμο του.

Χωρίς να γυρίσει, το έσπρωξε κείνος πίσω ακατάδεχτα.

Τον ήξεραν τον Αντώνη τ' αδέλφια του, πως, όσο πιο λυπημένος ήταν, τόσο πιο ακατάδεχτος γίνουνταν και τόσο πιο δεν ήθελε παρηγοριές και συμπάθειες. Και στάθηκαν πλάγι του αποσβολωμένα και σιωπηλά, λυπημένα όσο κι εκείνος. Κι ενώ στέκουνταν και τα τρία πίσω του, χωρίς μιλιά και μαραμένα, βγήκε ο θείος στη βεράντα. Το θείο Ζωρζή δεν το φοβούνταν τ' αδέλφια. Τον ήξεραν γλυκό και υπομονετικό, πάντα έτοιμο να συγχωρήσει, να γελάσει και να χαϊδέψει. Στέναξαν από ανακούφιση και τα τρία σαν τον είδαν, ξέροντας πως η παρηγοριά τώρα ήταν κοντά.

Πέρασε ο θείος χαϊδευτικά το χέρι του στο κεφάλι του Αλέξανδρου, χαμογέλασε στα δυο κορίτσια και, καθίζοντας σε μια καρέγλα, τράβηξε τον Αντώνη στην αγκαλιά του. Έκανε ο Αντώνης ν' αντισταθεί. Μα ήταν ο θείος πιο δυνατός. Και βλέποντας πως δεν μπορεί να του ξεφύγει, σκέπασε ο Αντώνης το πρόσωπο του με τα χέρια του κι έμεινε όρθιος ανάμεσα στα γόνατα του θείου.

— Έλα, πες μου τώρα τι έκανες, του είπε κείνος με καλοσύνη, και γιατί πάλι θύμωσες τη θεία σου και την ανάγκασες να σε δείρει, κοτζάμ αγόρι οκτώ χρονών, ε;

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Και μπροστά του τα τρία αδέλφια περίμεναν, συγκινημένα, τα καλά λόγια του θείου που θα γιάτρευαν τη λύπη του Αντώνη. Μα ο θείος δε βιάζουνταν να μιλήσει. Σκέπτουνταν και κοίταζε το γυρτό κεφάλι του ανιψιού του. Και είπε αργά ο θείος:

— Έκανες, ξέρεις, Αντώνη, μιαν άσχημη πράξη, όταν μες στο σπίτι σου πρόσβαλες μουσαφίρη! Κι έκανες μιαν ακόμα πιο κακή πράξη, όταν πείραξες το μουσαφίρη αυτόν στη θρησκεία του, δηλαδή σε ό,τι έχει πιο ιερό! Γιατί το έκανες;

Ο Αντώνης δε μίλησε. Δειλά ακούμπησε η Πουλουδιά το χέρι της στο γόνατο του θείου και ρώτησε:

— Μα, θείε, οι Εβραίοι έχουν θρησκεία;

— Βέβαια έχουν! αποκρίθηκε ο θείος.

— Μ' αφού σταύρωσαν το Χριστό;

— Και ο Χριστός ήταν Εβραίος, είπε πάλι ο θείος.

Ένα «ω!! !» γενικό του αποκρίθηκε. Και από τη σάστισή του, ο Αντώνης κατέβασε τα χέρια του. Συλλογίστηκε μια στιγμή ο θείος και ύστερα είπε:

— Είναι πολλά, πολλά χρόνια, σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, που μερικοί κακοί Εβραίοι, «Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί», όπως λέγει το Ευαγγέλιο, και αρχιερείς μέσα σ' αυτούς, τον σταύρωσαν το Χριστό, γιατί τον μισούσαν και τον φθονούσαν που ήταν τόσο καλός και πονόψυχος και που τον αγαπούσε όλος ο κόσμος, γιατί κι εκείνος αγαπούσε όλο τον κόσμο και συγχωρούσε τους αμαρτωλούς και παρηγορούσε τους λυπημένους και γιάτρευε όλους τους πονεμένους και σκορπούσε χαρά όπου περνούσε. Και τον ζούλεψαν και τον μίσησαν και τον σκότωσαν. Μα όλοι αυτοί που τον αγαπούσαν και τον ακολουθούσαν και τον λάτρευαν, μήπως και αυτοί δεν ήταν Εβραίοι;

— Αλήθεια, θείε; αναφώνησε η Αλεξάνδρα.

— Αλήθεια, βέβαια! αποκρίθηκε γελαστά ο θείος. Και απ' αυτούς τους καλούς Εβραίους, άλλοι έγιναν χριστιανοί και άλλοι έμειναν Εβραίοι, ίσως γιατί δεν τους εξήγησαν καλά τι ήταν ο Χριστός, ίσως γιατί δεν ήθελαν ν' αφήσουν την παλιά τους θρησκεία. Και αυτωνών τα παιδιά και τα εγγόνια και οι απόγονοι έμειναν καλοί Εβραίοι και λατρεύουν και αυτοί το Θεό σαν κι εμάς, μόνο που το Χριστό, αντί για Θεό, που τον λατρεύομε 'μεις, τον έχουν' αυτοί για προφήτη. Και μερικοί απ' αυτούς, σα λ.χ. τον κύριο Χορν, είναι τόσο καλοί, που μακάρι να ήταν σαν κι αυτούς όλοι οι Χριστιανοί!

Από τη σαστισμάδα της η Αλεξάνδρα διέκοψε το θείο:

— Μα, θείε, δεν μπορούν να είναι οι Εβραίοι καλοί, αφού, σα δουν σταυρό, πέφτουν ξεροί!

— Τι κάνουν, λέει;

— Πέφτουν ξεροί! Ναι, θείε, μας το είπε ο Στάμος!

— Κι έπεσε σήμερα η Αλίς Χορν ξερή; ρώτησε ο θείος.

Και με το δάχτυλο έδειξε το σταυρό της Αλεξάνδρας, και ύστερα το σταυρό της Πουλουδιάς, και ύστερα και του Αλέξανδρου, που και οι τρεις κρέμουνταν στο αλυσιδάκι τους, από πάνω από τα φορέματα των παιδιών. Τ' αδέλφια κοιτάχθηκαν σαστισμένα. Τους είχαν ξεχάσει τους σταυρούς τους, δεν είχαν παρατηρήσει πως ήταν έξω και δεν είχαν σκεφθεί να τους κρύψουν, σαν ήλθε η Αλίς στην αυλή τους. Και είπε ο Αντώνης, μιλώντας πρώτη φορά:

— Καλά είπε ο Γιάννης πως είναι ανοησίες...

Η φωνή του Αντώνη σκόρπισε τα τελευταία σύννεφα. Τ' αδέλφια του πέταξαν φωνές και γέλια, από τη χαρά που ξαναμίλησε ο Αντώνης, και ο θείος τούς πρότεινε έναν περίπατο. Μαζί, χωρίς καπέλα, κατέβηκαν στο Πασαλιμάνι και μαζί ξανανέβηκαν πάλι τον ανήφορο και ακολούθησαν το δρόμο που γυρνά στο λόφο και πήγαν σ' ένα καφενεδάκι και ο θείος τούς τρατάρησε όλους από ένα μαστιχάτο λουκούμι.

— Και αύριο, Κυριακή, θα μηνύσομε της Αλίς να έλθει να παίξει μαζί σας, για να ξεχάσει κι εκείνη την άσχημη σημερινή εντύπωση, είπε ο θείος κοιτάζοντας ένα-ένα τα τέσσερα ανίψια του από μέσα από τα ρυτιδωμένα μάτια του, που τα στένευε όλο και περισσότερο το πλατύ χαμόγελο του.


Ζ'. Στραβοτιμονιές G'. Steering wheel bends G'。方向盘弯曲

Θα 'ρθει σήμερα η Αλίς! Alice will come today! είπε η Αλεξάνδρα έξαφνα. Alexandra said suddenly.

— Αλήθεια! μουρμούρισε η Πουλουδιά. Poulodia murmured. Και... αμέ αν είναι Εβραία; And... um if she's Jewish?

— Πφφφ!... έκανε ο Αντώνης. Ο Γιάννης λέγει πως αυτά είναι ανοησίες. John says that this is nonsense.

Και χώνοντας το ψωμοτύρι του στην τσέπη, σκαρφάλωσε στη γαζία, το παρατηρητήρι του. And putting his bread in his pocket, he climbed to the gazia, his watch-tower.

Στην πλαγινή αυλή δεν ήταν παρά η Αλίς με τον Αλέκο. In the side yard there was only Alice with Alekos. Είχαν ακούσει το τρίξιμο της γαζίας, είχαν δει τα κλαδιά να γέρνουν από το βάρος του Αντώνη και περίμεναν με σηκωμένο το κεφάλι κι ένα φαρδύ χαμόγελο στο στόμα. They had heard the screeching of the gas, they had seen the branches tilting from the weight of Antonis and they waited with their heads raised and a wide smile on their faces.

— Να έλθομε; ρώτησε η Αλίς. — Shall we come? Alice asked.

— Ναι, σας περιμένομε! — Yes, we are waiting for you! αποκρίθηκε ο Αντώνης. answered Antonis.

— Στάσου, Αντώνη... ψιθύρισε η Αλεξάνδρα πιάνοντας, για να υψωθεί, το τεντωμένο σκοινί της απλώτρας. — Stop, Antonis... whispered Alexandra, grabbing the taut rope of the clothesline to raise herself up.

Μ' αψηφώντας την αδελφή του, ρώτησε ο Αντώνης: Defying his sister, Antonis asked:

— Πού είναι ο Μαξ; — Where is Max?

— Έξω, αποκρίθηκε η Αλίς δείχνοντας αόριστα κάπου με το χέρι. — Outside, answered Alice, pointing vaguely somewhere with her hand.

Μα θα έλθει σε λίγο. But it will come soon. Αν μας θέλετε εμάς, ερχόμαστε! If you want us, we're coming!

Τα κορίτσια, που δεν πρόφθασαν ν' αποφασίσουν ποιος είχε δίκαιο, από τον Γιάννη ή τον Στάμο, έμειναν μουδιασμένα σαν μπήκε η Αλίς, η Αλεξάνδρα στο σκοινί της, η Πουλουδιά καθισμένη σε μιαν άδεια κάσα και παίζοντας ταμπούρλο με τα τακούνια της. The girls, who did not manage to decide who was right, from Giannis or Stamos, remained numb as Alice entered, Alexandra on her rope, Pouloudia sitting on an empty box and playing tambourlo with her heels.

— Καλημέρα, είπε η Αλίς. — Good morning, said Alice.

— Καλημέρα, αποκρίθηκαν οι αδελφές. — Good morning, answered the sisters.

— Καλημέρα, είπε και ο Αλέξανδρος, που στην αμφιβολία του είχε βάλει το δάχτυλο στο στόμα και κοίταζε μια τις αδελφές του και μια τον Αντώνη που κατέβαινε από κλαδί σε κλαδί. Και κανένας δεν κούνησε. And no one moved.

Η Αλίς, που περίμενε πιο θερμή υποδοχή, κοντοστάθηκε. Alice, expecting a warmer welcome, stopped short. Ο Αλέκος επίσης. Alekos too. Τα πράματα θα δυσκολεύουνταν πολύ, αν εκείνη την ώρα δεν τσάκιζε το τελευταίο κλαδί της γαζίας, παίρνοντας κάτω τον Αντώνη πιο γρήγορα απ' ό,τι το λογάριαζε κείνος. Things would have been very difficult, if at that time he had not crushed the last branch of the gazia, taking Antonis down faster than he thought.

Γενικό γέλιο ξέσπασε και όλοι έτρεξαν να τον σηκώσουν. General laughter broke out and everyone ran to pick him up. Το κλαδί ήταν χαμηλό, ο Αντώνης παλικάρι, δεν είχε, λέει, χτυπήσει, και η κατρακύλα του πήρε μαζί της τη στενοχώρια της πρώτης στιγμής, που έλιωσε μες στα γέλια. The branch was low, Antonis, the lad, had not, he says, hit, and his fall took with it the distress of the first moment, which melted into laughter.

— Να σ' έβλεπε ο μπαμπούλας!... — May the bogeyman see you!... είπε ξεκαρδισμένη η Αλίς. Alice said amused.

— Πάει ο μπαμπούλας! — The bogeyman is leaving! αποκρίθηκε ο Αντώνης. answered Antonis.

— Ξέρεις, Αλίς; Έφυγε ο μπαμπούλας! πρόσθεσε ο Αλέξανδρος.

Η Αλίς του γύρισε το χαρούμενο πρόσωπό της. Alice turned her happy face to him.

— Το ξέρω, είπε. Ο Μαξ κι εγώ την είδαμε. Max and I saw her.

— Κι εγώ την είδα, πρόσθεσε ο Αλέκος. — I saw her too, Alekos added.

Τ' αδέλφια σάστισαν. The brothers were confused. Περίεργα μαζεύθηκαν όλα γύρω στην Αλίς. Strangely everything gathered around Alice.

— Πού την είδατε; — Where did you see her?

— Την ώρα που έφευγε. — At the time he was leaving. Χθες βράδυ.

— Ήταν άσχημηηη!!! — She was ugly!!! Και ήταν η μύτη της κόκκινηηη!!! And her nose was red!!! Πφούι! Phew! έκανε ο Αλέκος.

— Πώς την είδατε; Πού; Πότε έφυγε; ρώτησαν όλα μαζί τα τέσσερα αδέλφια. — How did you see her? Where; When did he leave? the four brothers asked all together.

— Έξω, στο δρόμο. - Out in the street. Έφυγε με το αμάξι, τη νύχτα, είπε η Αλίς πολύ υπερήφανη πως είχε τόσα να διηγηθεί. He drove away in the night, said Alice, very proud that she had so much to tell. Εμείς το ξέραμε πως θα φύγει. We knew he would leave. Η μαμά το είπε ευθύς. Mom said it right away. Η μαμά είπε: «Δεν μπορούν πια να την κρατήσουν, μιας και το μήνυσε η βασίλισσα...» Mom said, "They can't keep her anymore, since the queen sued..."

— Τι μήνυσε η βασίλισσα; ρώτησαν τα δυο κορίτσια με κομμένη από τη συγκίνηση αναπνοή. — What did the queen sue? the two girls asked breathlessly.

— Μπα! Δεν το ξέρετε; Βέβαια! Το μήνυσε η βασίλισσα! The queen sued it! Την ώρα που γυρίσατε χθες, δεν κάθουνταν η βασίλισσα με τη Ρωσίδα κυρία της Τιμής και με το βασιλέα και με τους αξιωματικούς απέξω από την αυλή τους; At the time you came back yesterday, was not the queen sitting with the Russian lady of honor and the king and the officers outside their court?

- Ναι! Τους είδαμε! είπε η Αλεξάνδρα.

— Λοιπόν σας είδαν κι εκείνοι! — So they saw you too! Και μήνυσε η βασίλισσα της θείας σας πως ήταν ο μπαμπούλας μεθυσμένος! And your aunt's queen sued that the bogeyman was drunk!

— Τι ήταν; ρώτησε η Πουλουδιά. - What was; asked Pouloudia.

— Μεθυσμένη, στουπί! είπε ο Αλέκος.

— Και πώς το ήξερε η βασίλισσα; έκανε σαστισμένος ο Αντώνης. — And how did the queen know? Antonis asked in bewilderment.

— Ε, καλά, δε φαίνουνταν; Η φούστα της ήταν ξεκούμπωτη, το καπέλο της στραβό... Σαν καρνάβαλος ήταν! — Well, well, weren't they visible? Her skirt was unbuttoned, her hat crooked... It was like a carnival! είπε η Αλίς.

Ναι, τη θυμήθηκαν τ' αδέλφια, και πώς σκόνταφτε και πώς ξέχασε πίσω τον Αλέξανδρο και πώς μια από δω πήγαινε και μια από κει, σα μαούνα άδεια που την κυλούν τα κύματα. Yes, the brothers remembered her, and how she was stumbling and how she forgot Alexander back and how she went here and there, like an empty barge tossed by the waves.

— Κι έκανε την άρρωστη, εξακολούθησε η Αλίς, και η θεία σας τρόμαξε κι έφερε το γιατρό, γιατί νόμιζε πως είχε παραμιλητά, και ύστερα στάθηκαν στην πόρτα και την κοίταζε ο γιατρός και την είδε που έβγαζε μια μποτίλια από κάτω από το μαξιλάρι της κι έπινε. — And it made her sick, continued Alice, and your aunt was frightened and brought the doctor, because she thought he had something to say, and then they stood at the door and the doctor was looking at her, and he saw her take a bottle from under her pillow and he drank Και ύστερα ήλθε το μήνυμα της βασίλισσας και είπε η θεία σας: «Αυτή δεν μπορεί πια να μείνει, αυτή θα φύγει αμέσως!» Και της έδωσε ο γιατρός... δεν ξέρω τι γιατρικό, που την ξεμέθυσε, και την κατέβασαν κι εκείνη και το σεντούκι της και την έβαλαν σ' ένα αμάξι και δρόμο! And then the queen's message came, and your aunt said: "She can't stay any longer, she'll go at once!" And the doctor gave her... I don't know what medicine, which made her drunk, and they took her and her chest down and put her in a car and on the road!

Άκουαν τ' αδέλφια σαστισμένα. The brothers listened in bewilderment.

— Μα πώς τα ξέρεις όλα αυτά; ρώτησε ο Αντώνης. — But how do you know all this? Antonis asked.

— Μας τα είπε η μαγείρισσα μας, που της τα είπε η δική σας. — Our cook told us, who yours told her. Και τ' άκουσε η μαμά και βγήκε στη βεράντα να δει. And mom heard it and went out on the porch to see. Είχε παύσει η βροχή και κατεβήκαμε στο δρόμο με τον Μαξ και την είδαμε που έφευγε. The rain had stopped and Max and I went down the street and saw her leaving. Ήταν πολύ θυμωμένη, αληθινός μπαμπούλας! She was very angry, a real bogeyman! Κι έλεγε άσχημα λόγια, και είπε πως οι Έλληνες είναι πρόστυχοι. And he said bad words, and said that the Greeks are lewd. Εγώ δεν καταλάβαινα. I didn't understand. Μα ο θείος σας θύμωσε και τη μάλωσε. But your uncle got angry and argued with her. Κι εκείνος το είπε του πατέρα. And he told the father.

Τ' αδέλφια κοίταζαν την Αλίς με ακράτητο θαυμασμό! The siblings looked at Alice with unbridled admiration! Τέτοιο γλέντι να γίνει στο σπίτι τους και να μην το ξέρουν! Let such a feast take place in their house and they don't know about it!

— Κρίμα! είπε πικρά ο Αντώνης. Εγώ ήθελα να τη δω σαν έφευγε! I wanted to see her leave!

— Εσείς πότε το μάθατε; ρώτησε ο Αλέκος. — When did you find out? Alekos asked.

— Σήμερα το πρωί μόνο. — This morning only.

— Και δεν απορήσατε πώς να φύγει έτσι ξαφνικά ο μπαμπούλας; ρώτησε η Αλίς. — And didn't you wonder how the bogeyman could leave so suddenly? Alice asked.

Και βέβαια τ' αδέλφια είχαν απορήσει. And of course the brothers were wondering.

— Και δε ρωτήσατε κανένα; Και βέβαια είχαν ρωτήσει. — And you didn't ask anyone? And of course they had asked.

— Και τι σας είπε η θεία σας; — And what did your aunt tell you?

Τ' αδέλφια ομολόγησαν πως δε ρώτησαν τη θεία. The brothers confessed that they did not ask the aunt.

— Ποιος ρωτά ποτέ τη θεία; έκανε σκανδαλισμένος ο Αλέξανδρος. — Who ever asks aunt? Alexander said scandalized.

— Αμέ ποιον ρωτήσατε; — Um, who did you ask?

— Την Αφροδίτη.

— Και τι σας είπε η Αφροδίτη; — And what did Aphrodite tell you?

— Πως ούτε είδε ούτε ήξερε πότε έφυγε η μις Ράις. — How he neither saw nor knew when Miss Rice left.

— Αχούχα! — Ahuha! έκανε ο Αλέκος. Η Αφροδίτη είπε ψέματα!

Τ' αδέλφια κοντοστάθηκαν. The brothers stopped short. Η κατηγορία ήταν μεγάλη, η λέξη βαριά. The charge was great, the word heavy. Ψέματα στο σπίτι κανένας δεν έλεγε. Nobody told lies at home. Μπορούσε να είχε λάθος η Αφροδίτη· μπορούσε να λέγει κοροφέξαλα η κερα-Ρήνη. Aphrodite might have been wrong; the horn-Rhine might have said gleefully. Μπορεί να μην κατάλαβαν και οι δυο... Μα να πει ψέματα η Αφροδίτη!... Maybe they both didn't understand... But let Aphrodite lie!...

Πειραγμένη είπε η Αλεξάνδρα: Alexandra said teasingly:

— Η Αφροδίτη δε λέγει ψέματα! — Venus does not lie!

— Πώς δε λέγει; διέκοψε ο Αλέκος. — What does it say? Alekos interrupted. Αφού ήταν στο δρόμο και βοήθησε τον αμαξά ν' ανεβάσει το σεντούκι του μπαμπούλα κοντά του... Και μάλιστα στραμπούλησε το χέρι της! After she was on the road and helped the coachman lift the bogeyman's chest to him... And even twisted her arm!

Αυτή η τελευταία κατηγορία έπεσε σαν μπαλτάς στο κεφάλι των τεσσάρων αδελφιών, που στάθηκαν άφωνα. This last accusation fell like a hatchet on the head of the four sisters, who stood speechless. Μια στιγμή δε μίλησε κανένας. For a moment no one spoke. Ύστερα, ντροπαλά, είπε η Πουλουδιά: Then, shyly, Pouloudia said:

— Η Αφροδίτη είναι πολύ καλή... και μας αγαπά πολύ... και θα νόμιζε πως θα λυπηθούμε που έφυγε η μις Ράις... — Aphrodite is very good ... and loves us very much ... and she would think we should be sorry that Miss Rice is gone ...

— Αχούχα! έκανε πάλι ο Αλέκος, σκασμένος στα γέλια. Alekos did again, bursting into laughter. Να λυπηθείτε πως έφυγε ο μπαμπούλας; Be sad that the bogeyman is gone?

— Ναι! είπε η Πουλουδιά, αγανακτισμένη για την απιστία του Αλέκου. said Pouloudia, indignant at Alec's infidelity. Εγώ μια φορά έκλαψα, σαν έφυγε η μις Μέι. I cried once, like Miss May was gone. Και το είπα μια μέρα της Αφροδίτης. And I said it one Venus day.

— Ποια είναι η μις Μέι;

— Μια άλλη δασκάλισσα που είχαμε. — Another teacher we had.

— Σας έδερνε και αυτή; — Did she beat you too?

— Όχι, ομολόγησε η Πουλουδιά. — No, Pouloudia confessed.

— Τούτη όμως σας έδερνε. — But this one was beating you. Λοιπόν; είπε ο Αλέκος.

Και τα τέσσερα αδέλφια δε βρήκαν απάντηση. All four brothers did not find an answer. Και κοκορεύθηκε ο Αλέκος με την επιτυχία του και είπε: And Alekos rejoiced at his success and said:

— Γίνεται μια τέτοια φασαρία στο σπίτι σας και σεις ούτε παίρνετε χαμπάρι! — There is such a commotion in your house and you don't even give a damn! Ούτε ρωτάτε τίποτα! Και χάβετε ό,τι κολοκύθια σας πουν! And lose whatever pumpkins tell you!

Ο Αντώνης άρχισε να θυμώνει. Antonis started to get angry. Απ' όλη αυτή την ιστορία έβγαινε μειωμένος και αυτός και τ' αδέλφια του και όλο το σπιτικό. From this whole story, he and his brothers and the whole household came out diminished. Αυτός και τ' αδέλφια του περνούσαν για μπούφοι, εκεί που η Αλίς και ο Αλέκος όλα τα ήξεραν και όλα τα είχαν δει. He and his brothers were passed off as owls, where Alice and Alekos knew everything and had seen everything. Αισθάνθηκε την ανάγκη να ξανασηκώσει το γόητρο του σπιτιού του. He felt the need to restore the prestige of his house.

— Και πρώτον, είπε με στόμφο, η θεία δεν επιτρέπει κουσκουσουριές στο σπίτι, ούτε στην υπηρεσία ούτε σε μας! — And first of all, he said bluntly, the aunt does not allow cussing in the house, neither in the service nor in us! Και θα είπε της Αφροδίτης να μην πει τίποτα για ό,τι έγινε... And he would tell Aphrodite not to say anything about what happened...

— Πουφ! διέκοψε ο Αλέκος. Και πώς το μάθαμε 'μεις; Από την Αφροδίτη και την κερα-Ρήνη σας! And how did we find out? From Aphrodite and your horn-Rhine!

Το πράμα ήταν ασυζήτητο. The matter was not discussed. Μ' όλο του το θυμό, ο Αντώνης δε βρήκε απάντηση. With all his anger, Antonis could not find an answer. Και είπε γλυκά η Αλίς: And Alice said sweetly:

— Καλά, αν δεν έπρεπε να μιλήσει η Αφροδίτη, καλά κάνατε να μην τη ρωτήσετε. — Well, if Aphrodite was not supposed to speak, you did well not to ask her. Μα τη θεία σας; Γιατί δε ρωτήσατε τη θεία σας; What about your aunt? Why didn't you ask your aunt?

Αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα:

—Εμείς δε ρωτούμε τίποτα τη θεία μας!

Ο Αντώνης θύμωσε με την Αλεξάνδρα, γιατί αυτά τα κορίτσια έχουν μανία να τα διηγούνται όλα στη γειτονιά. Antonis got angry with Alexandra, because these girls have a passion for telling everything in the neighborhood. Μα δεν είπε τίποτα κι έσφιξε με λύσσα τα δόντια του. But he said nothing and gritted his teeth angrily.

— Μπα; Γιατί; Εμείς όλα τα ρωτούμε της μαμάς και του πατέρα και δε φοβούμαστε κανένα, και είμαστε ελεύθεροι και ό,τι θέλομε λέμε και σ' όλους τα λέμε... - Nah; Why; We ask everything from mom and dad and we are not afraid of anyone, and we are free and we say whatever we want and we say hello to everyone...

Αυτή τη φορά έσκασε ο Αντώνης. This time Antonis burst out.

— Μα, εσείς, φώναξε έξω φρενών, σηκώνοντας απειλητικά τη γροθιά του; εσείς όλα τα κακά τα κάνετε! — But you, he cried out frantically, raising his fist menacingly? you do all the bad things! Εσείς σταυρώσατε το Χριστό! You crucified Christ!

Σα να 'πεσε κεραυνός στην αυλή. As if lightning had struck the yard. Μετά τον πάταγο απλώθηκε σιωπή. After the wave there was silence. Κανένας δε μίλησε. No one spoke. Η Αλίς, τρομαγμένη, κοίταζε τ' αδέλφια, ο Αλέκος έμεινε με το στόμα ανοιχτό, ο Αλέξανδρος φοβήθηκε και για προστασία, έπιασε το χέρι της Πουλουδιάς, και τα δυο κορίτσια έσκυψαν το κεφάλι σα να περίμεναν μεγάλο κακό. Alice, frightened, looked at the siblings, Alekos remained with his mouth open, Alexander was afraid and for protection, he grabbed Pouloudia's hand, and the two girls bowed their heads as if expecting great harm. Κι εκεί ακούστηκε ήσυχη η φωνή της θείας: And there the aunt's voice was quietly heard:

— Αντώνη! Έλα πάνω που σε θέλω! Come up I want you!

Και πάλι κανένας δε μίλησε. Again no one spoke. Όλα τα μάτια γύρισαν προς τον Αντώνη που στέκονταν σα μουδιασμένος. All eyes turned to Antonis who was standing as if numb. Την ίδια στιγμή η πόρτα της αυλής άνοιξε και μπήκε μέσα ο Μαξ. At the same moment the door to the courtyard opened and Max entered. Σα να ξύπνησε ξαφνικά, η Αλίς ξέσπασε στα κλάματα, όρμησε προς την εξώπορτα, έσπρωξε πίσω τον Μαξ και βγήκε μαζί του, παρασέρνοντας στην ορμή της και τον Αλέκο, που, βγαίνοντας, ξανάκλεισε την πόρτα. As if suddenly awakened, Alice burst into tears, rushed to the front door, pushed Max back, and went out with him, dragging Alec along with her, who, going out, closed the door again. Κοίταξε ο Αντώνης την πόρτα, ύστερα κοίταξε μια-μια τις αδελφές του. Antonis looked at the door, then looked at his sisters one by one. Και σηκώνοντας το κεφάλι, μπήκε στο σπίτι. And raising his head, he entered the house. Τα κορίτσια έμειναν παραζαλισμένα, η Αλεξάνδρα ακίνητη σαν τη γυναίκα του Λώτ, η Πουλουδιά κρατώντας ακόμα το χέρι του Αλέξανδρου. The girls were stunned, Alexandra motionless like Lot's wife, Pouloudia still holding Alexander's hand. Κι άξαφνα, στην πλαγινή αυλή, ακούστηκαν κλάματα και μια γυναικεία φωνή που σιγά παρηγορούσε. And suddenly, in the side yard, cries were heard and a woman's voice gently comforting.

— Η Αλίς κλαίει! είπε η Πουλουδιά. Και τα λέγει τώρα στη μαμά της... And now she's telling her mom...

— Και ο Αντώνης; ρώτησε χαμηλόφωνα ο Αλέξανδρος. — And Antonis? Alexander asked softly.

— Θα τις φάγει! — He will eat them! είπε η Αλεξάνδρα ξαναβρίσκοντας τη φωνή της. Alexandra said, finding her voice again. Πάμε να τον παρηγορήσομε! Let's go comfort him!

Βρήκαν τον Αντώνη καθισμένο στη βεράντα, ακουμπισμένο στην κουπαστή, το πρόσωπο κρυμμένο στα διπλωμένα του μπράτσα. They found Antonis sitting on the porch, leaning against the banister, his face hidden in his folded arms. Τρόμαξαν τ' αδέλφια. They scared the brothers. Ποτέ δεν τον είχαν δει έτσι. They had never seen him like this.

— Κλαις, Αντώνη; ρώτησε η Αλεξάνδρα χαμηλόφωνα, βάζοντας το χέρι της σιγά στον ώμο του. — Are you crying, Antonis? Alexandra asked softly, placing her hand gently on his shoulder.

Χωρίς να γυρίσει, το έσπρωξε κείνος πίσω ακατάδεχτα. Without turning around, he pushed it back disapprovingly.

Τον ήξεραν τον Αντώνη τ' αδέλφια του, πως, όσο πιο λυπημένος ήταν, τόσο πιο ακατάδεχτος γίνουνταν και τόσο πιο δεν ήθελε παρηγοριές και συμπάθειες. His brothers knew Antonis, that the sadder he was, the more unaccepting he became and the more he did not want consolations and sympathies. Και στάθηκαν πλάγι του αποσβολωμένα και σιωπηλά, λυπημένα όσο κι εκείνος. And they stood by his side dumbfounded and silent, sad as he was. Κι ενώ στέκουνταν και τα τρία πίσω του, χωρίς μιλιά και μαραμένα, βγήκε ο θείος στη βεράντα. And while all three were standing behind him, speechless and withered, the uncle came out on the veranda. Το θείο Ζωρζή δεν το φοβούνταν τ' αδέλφια. The brothers were not afraid of Uncle George. Τον ήξεραν γλυκό και υπομονετικό, πάντα έτοιμο να συγχωρήσει, να γελάσει και να χαϊδέψει. They knew him as sweet and patient, always ready to forgive, laugh and caress. Στέναξαν από ανακούφιση και τα τρία σαν τον είδαν, ξέροντας πως η παρηγοριά τώρα ήταν κοντά. All three sighed in relief as they saw him, knowing that solace was now at hand.

Πέρασε ο θείος χαϊδευτικά το χέρι του στο κεφάλι του Αλέξανδρου, χαμογέλασε στα δυο κορίτσια και, καθίζοντας σε μια καρέγλα, τράβηξε τον Αντώνη στην αγκαλιά του. The uncle caressingly ran his hand over Alexander's head, smiled at the two girls and, sitting on a chair, pulled Antonis into his arms. Έκανε ο Αντώνης ν' αντισταθεί. Antonis made him resist. Μα ήταν ο θείος πιο δυνατός. But uncle was stronger. Και βλέποντας πως δεν μπορεί να του ξεφύγει, σκέπασε ο Αντώνης το πρόσωπο του με τα χέρια του κι έμεινε όρθιος ανάμεσα στα γόνατα του θείου. And seeing that he cannot escape him, Antonis covered his face with his hands and stood between the uncle's knees.

— Έλα, πες μου τώρα τι έκανες, του είπε κείνος με καλοσύνη, και γιατί πάλι θύμωσες τη θεία σου και την ανάγκασες να σε δείρει, κοτζάμ αγόρι οκτώ χρονών, ε; — Come, tell me now what you did, he said to him kindly, and why did you anger your aunt again and make her beat you, you little eight-year-old boy, eh?

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Antonis did not answer. Και μπροστά του τα τρία αδέλφια περίμεναν, συγκινημένα, τα καλά λόγια του θείου που θα γιάτρευαν τη λύπη του Αντώνη. And in front of him the three brothers waited, moved, for the good words of their uncle that would cure Antonis' sorrow. Μα ο θείος δε βιάζουνταν να μιλήσει. But the uncle was in no hurry to speak. Σκέπτουνταν και κοίταζε το γυρτό κεφάλι του ανιψιού του. He was thinking and looking at the turned head of his nephew. Και είπε αργά ο θείος: And the uncle said slowly:

— Έκανες, ξέρεις, Αντώνη, μιαν άσχημη πράξη, όταν μες στο σπίτι σου πρόσβαλες μουσαφίρη! Κι έκανες μιαν ακόμα πιο κακή πράξη, όταν πείραξες το μουσαφίρη αυτόν στη θρησκεία του, δηλαδή σε ό,τι έχει πιο ιερό! And you did an even worse deed, when you teased this musafir in his religion, that is, in what is most sacred! Γιατί το έκανες; Why did you do that?

Ο Αντώνης δε μίλησε. Antonis did not speak. Δειλά ακούμπησε η Πουλουδιά το χέρι της στο γόνατο του θείου και ρώτησε: Pouloudia timidly placed her hand on the uncle's knee and asked:

— Μα, θείε, οι Εβραίοι έχουν θρησκεία; — But, uncle, do the Jews have a religion?

— Βέβαια έχουν! — Of course they have! αποκρίθηκε ο θείος. replied the uncle.

— Μ' αφού σταύρωσαν το Χριστό; — After they crucified Christ?

— Και ο Χριστός ήταν Εβραίος, είπε πάλι ο θείος. — And Christ was a Jew, said the uncle again.

Ένα «ω!! An “oh!! !» γενικό του αποκρίθηκε. !” general answered him. Και από τη σάστισή του, ο Αντώνης κατέβασε τα χέρια του. And from his bewilderment, Antonis lowered his hands. Συλλογίστηκε μια στιγμή ο θείος και ύστερα είπε: The uncle thought for a moment and then said:

— Είναι πολλά, πολλά χρόνια, σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, που μερικοί κακοί Εβραίοι, «Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί», όπως λέγει το Ευαγγέλιο, και αρχιερείς μέσα σ' αυτούς, τον σταύρωσαν το Χριστό, γιατί τον μισούσαν και τον φθονούσαν που ήταν τόσο καλός και πονόψυχος και που τον αγαπούσε όλος ο κόσμος, γιατί κι εκείνος αγαπούσε όλο τον κόσμο και συγχωρούσε τους αμαρτωλούς και παρηγορούσε τους λυπημένους και γιάτρευε όλους τους πονεμένους και σκορπούσε χαρά όπου περνούσε. — It is many, many years, almost two thousand years, that some bad Jews, "Scribes and Pharisees hypocrites", as the Gospel says, and high priests among them, crucified Christ, because they hated and envied him for being so good and tender-hearted and who was loved by the whole world, because he also loved the whole world and forgave sinners and comforted the sorrowful and healed all the sick and spread joy wherever he went. Και τον ζούλεψαν και τον μίσησαν και τον σκότωσαν. And they despised him and hated him and killed him. Μα όλοι αυτοί που τον αγαπούσαν και τον ακολουθούσαν και τον λάτρευαν, μήπως και αυτοί δεν ήταν Εβραίοι; But all those who loved him and followed him and worshiped him, were they not also Jews?

— Αλήθεια, θείε; αναφώνησε η Αλεξάνδρα. — Really, uncle? Alexandra exclaimed.

— Αλήθεια, βέβαια! αποκρίθηκε γελαστά ο θείος. replied the uncle with a laugh. Και απ' αυτούς τους καλούς Εβραίους, άλλοι έγιναν χριστιανοί και άλλοι έμειναν Εβραίοι, ίσως γιατί δεν τους εξήγησαν καλά τι ήταν ο Χριστός, ίσως γιατί δεν ήθελαν ν' αφήσουν την παλιά τους θρησκεία. And of these good Jews, some became Christians and others remained Jews, perhaps because they did not explain well what Christ was, perhaps because they did not want to leave their old religion. Και αυτωνών τα παιδιά και τα εγγόνια και οι απόγονοι έμειναν καλοί Εβραίοι και λατρεύουν και αυτοί το Θεό σαν κι εμάς, μόνο που το Χριστό, αντί για Θεό, που τον λατρεύομε 'μεις, τον έχουν' αυτοί για προφήτη. And their children and grandchildren and descendants remained good Jews and they also worship God like us, only that instead of God, whom we worship, they have him as a prophet. Και μερικοί απ' αυτούς, σα λ.χ. And some of them, such as τον κύριο Χορν, είναι τόσο καλοί, που μακάρι να ήταν σαν κι αυτούς όλοι οι Χριστιανοί! Mr. Horn, they are so good, that I wish all Christians were like them!

Από τη σαστισμάδα της η Αλεξάνδρα διέκοψε το θείο: Out of her bewilderment, Alexandra interrupted the uncle:

— Μα, θείε, δεν μπορούν να είναι οι Εβραίοι καλοί, αφού, σα δουν σταυρό, πέφτουν ξεροί! — But, uncle, the Jews can't be good, since, when they see a cross, they fall dry!

— Τι κάνουν, λέει; — What are they doing, he says?

— Πέφτουν ξεροί! — They fall dry! Ναι, θείε, μας το είπε ο Στάμος! Yes, uncle, Stamos told us!

— Κι έπεσε σήμερα η Αλίς Χορν ξερή; ρώτησε ο θείος. — And did Alice Horn fall dry today? asked the uncle.

Και με το δάχτυλο έδειξε το σταυρό της Αλεξάνδρας, και ύστερα το σταυρό της Πουλουδιάς, και ύστερα και του Αλέξανδρου, που και οι τρεις κρέμουνταν στο αλυσιδάκι τους, από πάνω από τα φορέματα των παιδιών. And with his finger he pointed to the cross of Alexandra, and then to the cross of Pouloudia, and then to Alexander, which all three were hanging on their little chains, above the children's dresses. Τ' αδέλφια κοιτάχθηκαν σαστισμένα. The brothers looked at each other in bewilderment. Τους είχαν ξεχάσει τους σταυρούς τους, δεν είχαν παρατηρήσει πως ήταν έξω και δεν είχαν σκεφθεί να τους κρύψουν, σαν ήλθε η Αλίς στην αυλή τους. They had forgotten their crosses, had not noticed that they were outside and had not thought of hiding them, when Alice came to their yard. Και είπε ο Αντώνης, μιλώντας πρώτη φορά: And Antonis said, speaking for the first time:

— Καλά είπε ο Γιάννης πως είναι ανοησίες... — Well, Giannis said that it's nonsense...

Η φωνή του Αντώνη σκόρπισε τα τελευταία σύννεφα. Antonis' voice scattered the last clouds. Τ' αδέλφια του πέταξαν φωνές και γέλια, από τη χαρά που ξαναμίλησε ο Αντώνης, και ο θείος τούς πρότεινε έναν περίπατο. His brothers shouted and laughed, from the joy that Antonis spoke again, and the uncle suggested a walk. Μαζί, χωρίς καπέλα, κατέβηκαν στο Πασαλιμάνι και μαζί ξανανέβηκαν πάλι τον ανήφορο και ακολούθησαν το δρόμο που γυρνά στο λόφο και πήγαν σ' ένα καφενεδάκι και ο θείος τούς τρατάρησε όλους από ένα μαστιχάτο λουκούμι.

— Και αύριο, Κυριακή, θα μηνύσομε της Αλίς να έλθει να παίξει μαζί σας, για να ξεχάσει κι εκείνη την άσχημη σημερινή εντύπωση, είπε ο θείος κοιτάζοντας ένα-ένα τα τέσσερα ανίψια του από μέσα από τα ρυτιδωμένα μάτια του, που τα στένευε όλο και περισσότερο το πλατύ χαμόγελο του. — And tomorrow, Sunday, we will ask Alice to come and play with you, so that she too can forget today's bad impression, said the uncle, looking one by one at his four nieces through his wrinkled eyes, which were narrowing all the time and more his broad smile.