×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΙΖ'. Τρελαντώνης

ΙΖ'. Τρελαντώνης

Η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Θα δείτε πως όλα θα παν στραβά σήμερα! είπε ο Αντώνης στ' αδέλφια του, πηγαίνοντας στα λουτρά δυο μέρες αργότερα. Και αλήθεια είχε αρχίσει άσχημα η μέρα, από την ώρα που έπεσε ο Αλέξανδρος μες στην μπηγμένη κουνουπιέρα του και πήγε ο Αντώνης να τον ξεσκαλώσει και κατρακύλησε ο Αλέξανδρος ως το αντικρινό ποδάρι του κρεβατιού κι έκανε στο μέτωπο μια μελανιά που φούσκωσε σαν καρύδι.

Και δεν πρόφθασαν να κατέβουν τ' αδέλφια τη σκάλα, και να σου η γάτα της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής, που έκλεψε το κασέρι του θείου από το τραπέζι της τραπεζαρίας, και της πέταξε ο Αντώνης ένα ασημένιο κουτάλι που, αντί να βρει τη γάτα, βρήκε τη γυαλόπορτα και κατέβασε, βροντοκοπώντας, ένα ολόκληρο τζάμι. Και βγήκε η θεία με την καμιζόλα της και, μ' όλες τις διαμαρτυρίες του πως δεν έφταιγε αυτός, έφαγε ο Αντώνης την κατσάδα, μαζί κι έναν μπάτσο από το παχύ χεράκι της θείας, και ζεματισμένος ξεκίνησε με τ' αδέλφια του για τα λουτρά.

Μα κι εκεί η γρουσουζιά εξακολούθησε. Ενώ στη σκάλα έβρεχε προσεκτικά η Αλεξάνδρα το μέτωπο της, μην ξεσγουράνει τα κατσαρά της, γυρίζει ο Αντώνης να δει ένα παιδί που νοίκιαζε κολοκύθες, για να κολυμπήσει, λέει, στα βαθιά, και γλιστρά και πάρ' τον κάτω, μαζί και την Αλεξάνδρα, στον πάτο της θάλασσας. Χάλασε ο κόσμος στα λουτρά.

— Σώστε! Ελεήστε! Πνίγονται τα παιδιά!

Δεν πνίγηκαν, γιατί τους ανέβαιναν τα νερά ως τα γόνατα. Μα παν τα κατσαρά. Και δε φθάνει αυτό, μόνο κόλλησε μια τσούχτρα στην πλάτη της Πουλουδιάς, που έβαλε τις φωνές, και, για να τη γλιτώσει, ο Αντώνης τη βούτηξε και αυτήν, και παν και αυτηνής τα κατσαρά. Και, φουρκισμένη τότε η Αφροδίτη, πήρε πηλό και τους έλουσε και των τριών τα μαλλιά στη θάλασσα, και μόνο το ξανθό κεφάλι του Αλέξανδρου γλίτωσε από την οργή της, γιατί ήταν δεμένο μ' ένα μεταξωτό μαντίλι του θείου, που πλάκωνε σφιχτά ένα ασημένιο τάλιρο απάνω στη μελανιά του.

— Κι ακόμα τι έχομε να τραβήξομε! είπε ο Αντώνης, γυρίζοντας από τα λουτρά, στις αδελφές του που πήγαιναν μπροστά μαζί του, ενώ φορτωμένη λουτρικά ακολουθούσε η Αφροδίτη, βαστώντας τον Αλέξανδρο από το χέρι. Τι έχομε να τραβήξομε! Η θεία είναι κιόλα θυμωμένη και η μέρα μόλις αρχίζει!

Στη βεράντα, σαν έφθασαν, ήταν κόσμος. Η Κατίνα και η Κλειώ συζητούσαν με τη θεία που, κόκκινη και αναμμένη, έλεγε και ξανάλεγε:

— Δεν είναι δυνατόν! Σας λέγω πως δεν είναι δυνατόν! Ζωρζή! Έλα έξω! Άκουσε τι λεν τα κορίτσια!

Ο θείος Ζωρζής βγήκε στη βεράντα την ίδια ώρα που ανέβαιναν τα τέσσερα αδέλφια με την Αφροδίτη.

— Τι τρέχει; ρώτησε λίγο μουδιασμένος.

Ο θείος Ζωρζής πάντα μούδιαζε σαν εξάπτουνταν η θεία Μαριέτα.

Και βλέποντας τ' ανίψια του, χαμογέλασε το φαρδύ του χαμόγελο.

— Καλώς τα παιδιά, είπε, μπείτε να πάρετε το πρόγευμα σας...

— Άκουσε τώρα δω! διέκοψε η θεία. Τα κορίτσια επιμένουν πως φθάνουν οι δικοί μας από την Αλεξάνδρεια...

— Έφθασαν, θεία! διέκοψε η Κατίνα μ' ένα νάζι του κεφαλιού της.

— Μα πώς το ξέρεις, μπρε παιδάκι μου;

— Αφού πήγε η μητέρα με τον πατέρα κάτω, στο λιμένα, να τους παραλάβουν!

Τα τέσσερα αδέλφια έμειναν εμβρόντητα. Ο θείος Ζωρζής επίσης. Μα η θεία δεν πείθουνταν.

— Αφού έρχονται να κατοικήσουν εδώ, δε θα μας ειδοποιούσαν πρώτα εμάς; Να ετοιμάσομε την κάμαρα τους;

— Μα σας τηλεγράφησαν! Το δικό μας τηλεγράφημα λέγει: «Ειδοποιούμεν Ζωρζήν».

Η θεία γύρισε απότομα.

— Ζωρζή, έλαβες εσύ τηλεγράφημα; Ο θείος αργοκούνησε το σταχτί κεφάλι του.

— Δεν έλαβα τίποτα, είπε. Και ρώτησε:

— Πότε το λάβατε σεις;

— Προχθές το απόγεμα, αποκρίθηκε η Κλειώ.

Μα έξαφνα έγινε κάτι. Ο Αντώνης έπαθε σα λόξιγκα κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. Γύρισαν όλοι και τον είδαν κατακόκκινο, που πασπάτευε, με χέρια που έτρεμαν, ανάμεσα στους θησαυρούς της τσέπης του κι έβγαζε ένα χαρτί διπλωμένο ακόμα, μα σε κακή κατάσταση. Μαύρο, τσαλακωμένο, σχισμένο, μουντζουρωμένο, σα να μην έφθαναν τα χάλια του, μες στις δίπλες του είχε χωθεί ένα κομμάτι μασημένη μαστίχα και πλακώθηκε και αυτή και κόλλησε κι έγινε πίτα.

— Το... το τηλεγράφημα... εγώ το πήρα... μπουρδούμπισε ο Αντώνης, κόκκινος σαν αστακός.

Ο θείος και οι δυο εξαδέλφες έμπηξαν τα γέλια. Μα τα μάτια της θείας έβγαλαν σπίθες, και οι δυο αδελφές του Αντώνη λες και μίκρεψαν, ζάρωσαν, ήθελαν να τις καταπιεί η γη, μαζί με τον Αντώνη, μήπως ξεφύγουν από το θυμό τη θείας, που προμηνύουνταν τρομερός.

— Πώς τόλμησες... άρχισε η θεία.

Μα ο θείος είχε πάρει το κουρελόχαρτο από τα κρεμασμένα χέρια του Αντώνη, το ξεκόλλησε από τη μαστίχα, το άνοιξε και διάβασε: «Φεύγομε σήμερον Αργολίδα, καλήν αντάμωσιν - Μανόλης».

Σήκωσε ο θείος τα ζαρωμένα γελαστά του ματιά στον Αντώνη και ρώτησε:

— Μπρε διαβολάκι, από πότε το έχεις στην τσέπη και δε μιλάς;

— Το... το... τραύλισε ο Αντώνης, από προχθές... το απόγεμα...

Μα η θεία μπήκε στη μέση.

— Χωρατεύεις κιόλα μαζί του, Ζωρζή;... διέκοψε και, γυρνώντας στον άφωνο Αντώνη μάτια φορτωμένα αστροπελέκια, ρώτησε: Από πού το πήρες;

— Δεν το πήρα... μου το έδωσε ο ταχυδρόμος... και περνούσε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς και...

— Στη σοφίτα! Αμέσως στη σοφίτα! πρόσταξε η θεία, χωρίς καν να τον ακούσει. Τιμωρία! Και θα φθάσουν οι γονείς σου και δε θα είσαι δω να τους υποδεχθείς! Στη σοφίτα! Αμέσως!

Σα διέταζε η θεία, κανένας δεν τολμούσε ν' αντισταθεί. Και γέρνοντας στους ώμους του, με σκυφτό κεφάλι, μπήκε ο Αντώνης στο σπίτι. Μα, μιας και βγήκε από τη βολή των ματιών της θείας, ο Αντώνης επαναστάτησε. Τι, θα έφθαναν οι γονείς του και δε θα ήταν αυτός εκεί να τους δει; Και θα μάθαιναν αμέσως αμέσως αταξίες, κατσάδες, τιμωρίες... Ωωωω!...

Πέταξε ο Αντώνης πάνω το κεφάλι του. Αυτή τη φορά, όχι, δε θα υπακούσει και ας τον δείρει η θεία, σα θέλει. Θα πάγει αυτός στο λιμένα... ήξερε το δρόμο... και αν δεν τον ήξερε, θα τον ξανάβρισκε, αφού από κει ήλθε με τ' αδέλφια του, σαν έφθασαν στον Πειραιά... Και θα τους υποδέχουνταν τους γονείς του, αυτός πρώτος. Και ύστερα... ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.

Μπήκε στην είσοδο, είδε τη σκάλα έρημη, άκουσε την κερα-Ρήνη που σκάλιζε τη φωτιά της και, ξεγλιστρώντας κατά την πίσω πόρτα,

βγήκε στην αυλή και από κει στο δρόμο. Η βεράντα τώρα και η τραπεζαρία βούιζαν από τις διαταγές της θείας.

— Αμέσως, Αφροδίτη, ακουμπά τα λουτρικά... Όχι εδώ, στην κάμαρα πάνω... Κατίνα, πάρε συ τα κλειδιά μου, άνοιξε την ντολάπα του λινού, βγάλε σεντόνια, πεσκίρια, μαξιλαροθήκες... Κλειώ, τρέχα πες της κερα-Ρήνης να ξεπεταχτεί να πάρει ψάρι... να το κάνει, πες, αλά Σπετσιώτα, που του αρέσει του θείου Μανόλη... Στάσου, Αφροδίτη, πού είσαι; Φέρε πιάτα, φλιτζάνια, ίσως να μην προγευμάτισαν ακόμα... Και, αλήθεια, ούτε τα παιδιά δεν προγευμάτισαν. Αλεξάνδρα, Πουλουδιά, Αλέξανδρε, αμέσως βγάλτε τα καπέλα σας...

Διακόπηκε ξαφνισμένη:

— Τι κεφάλια είναι αυτά; Γιατί δεν κάνατε κατσαρά χθες βράδυ; αναφώνησε.

— Κάναμε, μα... μα... ψέλλισε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας απελπισμένη την Πουλουδιά που, με σκυφτό κεφάλι, από κάτω από τα φρύδια της, έγνεφε του Αλέξανδρου «Μην πεις...».

Μπήκε στη μέση η Αφροδίτη βιαστικά:

— Τις έλουσα στη θάλασσα, είπε, ήταν ελεεινά τα μαλλιά τους και δεν ήξερα πως φθάνουν οι κύριοι...

— Τι ανοησίες! Τις έλουσες χθες! διέκοψε η θεία.

— Ξαναλερώθηκαν, κυρία, ήταν ζέστη χθες, επέμεινε η Αφροδίτη.

— Το πέτυχες! Και τώρα θα τις δει σ' αυτά τα χάλια η μαμά τους, που τις θέλει πάντα τυποδεμένες... και ο Αλέξανδρος με δεμένο το κεφάλι... μπράβο, ωραία μας τα κατάφερε ο Αντώνης...

— Ε, ξέχασε μια φορά και αυτός, είπε καλόκαρδα ο θείος. Μα τον κεραυνοβόλησε μια ματιά της θείας, και σιωπηλά κάθισε στο πρόγευμα και ξεδίπλωσε την πετσέτα του. Ο Αλέξανδρος είχε σκαρφαλώσει στην καρέγλα πλάγι του.

— Και ο Αντώνης; ρώτησε χαμηλόφωνα. Δε θα φάγει, θείε, ο Αντώνης;

Με τα μάτια, γελαστά του έγνεψε ο θείος, κι έγνεψε και στις δυο αδελφές να καθίσουν, ενώ θεία, εξαδέλφες και Αφροδίτη σκορπίζουνταν σ' όλο το σπίτι για να ετοιμάσουν την υποδοχή των γονέων. Τ' αδέλφια πήραν αέρα.

— Θείε, ρώτησε η Αλεξάνδρα, να πάρω στη σοφίτα τον καφέ του Αντώνη;

— Σιγά σιγά, αποκρίθηκε ο θείος, μη θυμώσουμε πάλι τη θεία. Ίσως μπορέσομε να την καταφέρομε να τον συγχωρήσει.

Και σαν κατέβηκε η θεία, με το πράσινο μεταξωτό φόρεμα της, βιαστική, παχουλή, πηδηχτή, καπελωμένη και γαντωμένη, ζεσταμένη από τη βία, μα ευχαριστημένη που ετοιμάστηκε πια η κάμαρα του μουσαφίρη, βρήκε την ώρα κατάλληλη ο θείος και μεσίτεψε για συγχώρηση...

Ας έχει χάρη που έρχουνται οι γονείς του, ειδεμή... αποκρίθηκε η θεία, ας έχει χάρη! Μα γρήγορα, Ζωρζή, ήλθε το αμάξι, πάμε, μήπως τους προφθάσομε...

Είχε βγει κιόλα στη βεράντα. Δειλά την ακολούθησε η Αλεξάνδρα.

— Να του πούμε να έλθει κάτω, θεία; ρώτησε.

Η θεία είχε κατέβει τα μισά σκαλοπάτια. Μισογύρισε και είπε:

— Πες του πως για χατίρι της μαμάς σας... ναι, τον συγχωρώ αυτή τη φορά! Μα είναι η τελευταία...

Τα υπόλοιπα χάθηκαν μέσα στην κουκούλα, κι έκλεισε η πόρτα πίσω από το θείο. Μα πάλι παρουσιάστηκε το κεφάλι της θείας στο παράθυρο.

— Φρόνιμα, παιδιά! φώναξε. Η Κατίνα και η Κλειώ μας περιμένουν...

Και ξεκίνησε το βαρύ λαντό και ο κρότος σκέπασε τη φωνή της.

Τρεχάτη μπήκε η Αλεξάνδρα στην τραπεζαρία φωνάζοντας:

— Τον συγχώρησε η θεία! Πάμε να τον φέρομε!

Και οι δυο αδελφές πηλάλα ανέβηκαν τη σκάλα, με την Κλειώ πίσω τους, που έπαιρνε τρία τρία τα σκαλοπάτια. Μα σαν έφθασαν ξεφωνίζοντας «Αντώνη! Αντώνη! Έλα κάτω!», η σοφίτα ήταν άδεια, ο Αντώνης είχε εξαφανιστεί. Μεγάλο σούσουρο έγινε στο σπίτι. Ο Αντώνης χάθηκε, ο Αντώνης δεν ήταν πουθενά, ούτε στη σοφίτα ούτε στην αυλή ούτε στην κάμαρα του ούτε στο καρβουναριό. Και μαζεύθηκαν αδέλφια κι εξαδέλφες, και κατάφθασαν Αφροδίτες και κερα-Ρήνες, και καθένας έλεγε το «μήπως» του.

— Μήπως πήγε στης Αλίς; έκανε η Αλεξάνδρα.

— Ή πάλι στου βασιλέα; αντίκοψε η Πουλουδιά.

Η Κατίνα, που κοίταζε κατά τον ανήφορο, γύρισε αργά.

— Έτσι πάτε σεις στου βασιλέα; ρώτησε σηκώνοντας τα καλογραμμένα φρύδια της.

— Ναι... όχι... ίσως... μπουρδούμπισε η Πουλουδιά γυρεύοντας μάταια να πάρει πίσω τα λόγια που της είχαν ξεφύγει.

— Όχι, ποτέ! Ποτέ δεν πάμε στου βασιλέα! διαμαρτυρήθηκε η Αλεξάνδρα γυρνώντας αυστηρά στην αδελφή της. Γιατί λες «πάλι»;

— Είπα ίσως... ίσως να δει τον Ντον... απέξω... όχι να ξαναμπεί στην αυλή... και πάλι τα 'χασε η Πουλουδιά και στάθηκε.

— Ξανά; Λοιπόν πηγαίνει κάποτε; ξεκαρδίστηκε και είπε η Κλειώ.

Μα η κερα-Ρήνη μ' ένα λόγο της άλλαξε τον αέρα κι έριξε τρόμο σ' όλες τις όψεις.

— Ξανά! Ξανά! είπε κουνώντας το φακιολοδεμένο της κεφάλι. Μήπως ξαναπήγε σε καμιά βάρκα! Μήπως θαλασσοπνίγεται αυτή την ώρα ο Τρελαντώνης μας...

Η Αφροδίτη χλόμιασε. Με το χέρι σκίασε τα μάτια της και κοίταξε τη θάλασσα που τρεμοσάλευε, τυφλωτικά φωτισμένη, στο ηλιοπύρι.

— Όχι, όχι! είπε. Είναι σκάνταλος ο Αντώνης, μα παράκουος δεν είναι...

Η φωνή της, που έτρεμε λιγάκι, τρόμαξε τ' αδέλφια περισσότερο ακόμα και από τα λόγια της κερα-Ρήνης.

— Μήπως πήγε να τιμωρήσει τη γάτα; έριξε ένα λόγο ο Αλέξανδρος.

— Ποια γάτα; ρώτησε με καινούριες ελπίδες η Κλειώ.

— Της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής, εξήγησε ο Αλέξανδρος, ενθουσιασμένος που έπιασε ο λόγος του. Έκλεψε το πρωί το τυρί του θείου...

— Πάμε να δούμε! αναφώνησε η Κλειώ. Και όλοι πάλι σκορπίστηκαν.

Μα σαν πήγε η Κλειώ στης Ρωσίδας κυρίας της Τιμής και η κερα-Ρήνη στο βασιλικό μαγειρείο και η Αλεξάνδρα στης Αλίς και η Κατίνα, η Πουλουδιά, η Αφροδίτη και ο Αλέξανδρος έψαξαν το σπίτι από τις κρεβατοκάμαρες ως το πλυσταριό και ξανά τη σοφίτα και το καρβουναριό, και ξαναγύρισαν πάλι στη βεράντα και βεβαιώθηκαν πως ο Αντώνης δεν ήταν πουθενά, η ανησυχία έγινε τρόμος και ο τρόμος απελπισία.

— Σταθείτε όλοι εδώ! Πάγω να δω και παρακάτω! είπε η Αφροδίτη κατεβαίνοντας στο δρόμο.

— Κι εγώ μαζί σου! είπε η Κλειώ πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια.

— Εσύ, Κατίνα, φύλαγε τα μικρά! φώναξε η Αφροδίτη.

Και ρίχνοντας την ποδιά της στο κεφάλι της, βιαστικά πήρε τον κατήφορο με την Κλειώ που ξεσκούφωτη, πήγαινε πλάγι της. Μα δεν έκαναν πολύ δρόμο. Δεν είχαν προλάβει ακόμα τον κατήφορο και μπροστά τους είδαν ένα ναυτόπουλο μακρολέλεκα, στ' άσπρα, και πλάγι του ένα μικρότερο με κοντά παντελόνια αγόρι που το βαστούσε ο μακρολέλεκας από το μπράτσο. Πάλι σκίασε η Αφροδίτη τα μάτια της να δει πιο καλά, μα την πρόλαβε η Κλειώ.

— Να τον! αναφώνησε. Και είναι με τον Γιάννη!

Ναι, ήταν ο Γιάννης και, πλάγι του, αργά ανέβαινε ο Αντώνης. Μα δεν είχε ο Αντώνης το γνωστό πετειναρίστικό του αέρα. Πήγαινε με πεσμένα τα φτερά και κρεμασμένο το κεφάλι. Και σαν τον έφθασαν οι δυο γυναίκες, είδαν πως το πρόσωπο του και τα ρούχα του ήταν όλο αίματα.

— Μη χειρότερα! έκανε η Αφροδίτη και δεν μπόρεσε να πει άλλο. Μα της είπε ο Γιάννης, καθησυχαστικά:

— Δεν είναι τίποτα! Πιάστηκε σε πετροπόλεμο κι έφαγε μια πέτρα...

Καινούριο σούσουρο έγινε στη βεράντα σαν έφθασαν. Ακόμα και η Κατίνα έχασε το πάσο της.

— Τι έπαθε;

— Πώς το 'κανε;

— Έχει πληγή στο μέτωπο!

— Αντώνη, ματώθηκες!

Ο Αντώνης δεν απαντούσε σε κανένα. Σα μισοζαλισμένος, κάθουνταν στην κουνιστή πολυθρόνα της θείας και κοίταζε μια τον έναν, μια τον άλλο και αφήνουνταν στα γοργά χέρια της Αφροδίτης, και σιωπηλά έπινε το δροσερό από τη στάμνα νερό που του είχε φέρει η κερα-Ρήνη.

Και, όπως τη μέρα που τον δάγκασε ο Ντον, όλες φασάρευαν γύρω του, τραπεζιέρα, μαγείρισσα, εξαδέλφες και αδελφές, ποια θα τον πρωτοπλύνει, ποια θα του πρωτοφέρει άρνικα, ξαντό, μαντίλια. Και στο τέλος του έδεσαν το μέτωπο, κι αυτή τη φορά ήταν ο κόμπος από πίσω. Και γονατιστός πλάγι στην πολυθρόνα, ακίνητος, κρατούσε ο Αλέξανδρος μ' ευλάβεια, σα δισκοπότηρο, μια καθαρή φορεσιά.

Και όταν πια, πλυμένος, καθαρισμένος, μαντιλοδεμένος και αλλαγμένος, ξανακάθισε ο Αντώνης στην κουνιστή της θείας πολυθρόνα, ρώτησε η Κλειώ:

— Και ποιος σου έριξε την πέτρα;

Μα ο Αντώνης δε μίλησε. Και πήρε το λόγο ο Γιάννης και είπε:

— Κάτι χαμίνια, μαγκόπαιδα μεγάλα, που είχαν μπλέξει σε πετροπόλεμο με μια τσούρμα μαρίδα.

Συγκινημένη χάιδεψε η Αφροδίτη το κεφάλι του Αντώνη.

— Το καημένο! είπε πονόψυχα.

Η κερα-Ρήνη όμως, που με τα χέρια στους γοφούς άκουε και παρακολουθούσε, ρώτησε:

— Μα πώς βρέθηκες εκεί, κυρ Αντώνη; Η θεία σου σε είχε στείλει στη σοφίτα!

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε.

— Αλήθεια, Αντώνη, πώς βρέθηκες στο δρόμο; ρώτησε η Αλεξάνδρα.

— Εμείς σε γυρεύαμε παντού, σ' όλο το σπίτι... πρόσθεσε η Πουλουδιά.

— Γιατί βγήκες έξω, Αντώνη, επανέλαβε η Αλεξάνδρα, αφού έπρεπε να είσαι στη σοφίτα;

— Γιατί... γιατί, ξέσπασε ο Αντώνης ξαναβρίσκοντας τη φωνή του στην αγανάκτηση του, γιατί δεν ήθελα να είμαι τιμωρημένος, που θα 'ρχουνταν οι γονείς... και πήγα στο λιμένα...

Αστροπελέκι έπεσε στο ακροατήριο.

— Στο λιμένα!

— Μόνος!

— Το 'κανες αυτό!

— Βρήκες το δρόμο!

Τ' αδέλφια του Αντώνη ήταν έτοιμα να προσκυνήσουν. Τους φάνηκε ξαφνικά πως το μαντιλοδεμένο του κεφάλι ακτινοβολούσε.

Ο Αντώνης ήταν φωστήρας! Ο Αντώνης ήταν ήρωας, άξιος να καταπιαστεί τα πιο μεγάλα πράματα!

Μα δεν πρόφθασε ο Αντώνης να χαρεί τη δόξα του. Ρώτησε η Κατίνα:

— Και γιατί γύρισες μόνος σου; Γιατί δεν ήλθες με τους θείους; Και αποκρίθηκε γελώντας ο Γιάννης:

— Καλέ, εδώ, λίγο παρακάτω τον βρήκα! Και είπε ο Αντώνης, μαζεμένος πάλι:

— Ναι, δεν πρόφθασα να τους βρω! Δεν πρόφθασα ν' ανέβω στο βαπόρι!

— Καλέ, δε λες πως βγήκες στα τρυφερίτσια και σε πιάσανε με τις πέτρες! χαχάνισε η κερα-Ρήνη. Τι μας κρένεις για λιμάνια και βαπόρια; Θα πήγαινες τώρα συ...

— Ναι! Θα πήγαινα! διέκοψε ο Αντώνης με αγανάκτηση. Και θα 'βρισκα το δρόμο μια χαρά!

Τ' αδέλφια θαύμασαν πάλι. Μα η κερα-Ρήνη τους έκοψε τη φόρα:

— Και γιατί δεν πήγε η αφεντιά σου;

— Γιατί ήταν κάτι παιδιά που έπαιζαν ένα παιχνίδι και στάθηκα να δω, είπε ο Αντώνης, κι έπιαναν σκλάβους και τους ξεσκλάβωναν οι άλλοι...

— Έπαιζαν σκλαβάκια, βρε μπούφο! Αμπάριζες δηλαδή! διέκοψε ο Γιάννης.

— Αμπάριζες! Έπαιζαν αμπάριζες! αναφώνησε αναμμένη η Κλειώ. Και δεν μπήκες και συ στο παιχνίδι, Αντώνη!

Ο ενθουσιασμός της Κλειώς ντρόπιασε τον Αντώνη.

— Δεν ήξερα πώς το παίζουν... άρχισε, μα τον διέκοψε η Κλειώ.

— Είχαν καλό αρχηγό; ρώτησε.

— Καλέ, ήταν μαρίδα! αποκρίθηκε ακατάδεχτα ο Γιάννης. Και τους βάλαν εμπρός τα χαμίνια, γιατί ήταν όλα τόσα δα...

— Καθόλου! φώναξε ο Αντώνης και πετάχθηκε από την πολυθρόνα της θείας. Ήταν ένας μικρός που έτρεχε και ξεσκλάβωνε όλους! Μα ήλθε ένας μεγάλος, που δεν ήταν του παιχνιδιού, και του έδωσε μια τρικλοποδιά, έτσι...

Έδωσε και ο Αντώνης μια τρικλοποδιά στο σιδερένιο τραπέζι που έπεσε με πάταγο στις πλάκες της βεράντας και ο κρότος σκέπασε όλα τα ξεφωνητά.

Η κερα-Ρήνη έφυγε τρεχάτη, σκεπάζοντας τ' αυτιά της, και η Αφροδίτη πετάχθηκε, σήκωσε το τραπέζι κι έσπρωξε τον Αντώνη στην κουνιστή πολυθρόνα της θείας.

— Αν δεν κάτσεις ήσυχος, του είπε μαλωσιάρικα, θα σπάσεις και τις πλάκες και τα δικά μας κεφάλια! Στάσου ν' ακούσει η θεία σου πως πιάστηκες με χαμίνια του δρόμου, και να δεις τι έχεις να πάθεις!

— Γιατί; ρώτησε η Κλειώ. Και πρόσθεσε:

— Δεν έχει να πάθει τίποτα ο Αντώνης! Τι έκανε κακό;

— Μπράβο, μπράβο, Κλειώ! Έτσι του λες και παίρνει θάρρος! αναφώνησε η Αφροδίτη. Εγώ νίβω τα χέρια μου πια! Κάνετε σεις καλά!

Και μπήκε στην τραπεζαρία μουρμουρίζοντας και φοβερίζοντας και άρχισε να σηκώνει το τραπέζι.

Η Κλειώ είχε δώσει μια σπρωξιά στην πολυθρόνα της θείας Μαριέτας, που έγειρε βαθιά πίσω και βούτηξε πάλι εμπρός.

— Ουφ! έκανε σκασμένη.

— Έχει δίκαιο η Αφροδίτη! αποφάσισε η Κατίνα.

— Καθόλου! διέκοψε η Κλειώ. Κι εγώ αν έβλεπα να παίζουν αμπάριζες, θα έμπαινα στο παιχνίδι. Καλά έκανες, Αντώνη...

Με το χέρι αναποδογύρισε τα μαλλιά του, τα σήκωσε όλα όρθια πάνω από το μαντιλοδεμένο του μέτωπο.

— Να, τώρα είσαι ωραίος και μ' αρέσεις, μοιάζεις σκαντζόχοιρος! είπε τσαχπίνικα. Και μ' αρέσεις, γιατί όλο αταξίες κάνεις!

Η Αλεξάνδρα και η Πουλουδιά στάθηκαν φρικιασμένες. Ήταν πρώτη φορά που άκουαν τέτοια ηθική. Και ο Αλέξανδρος, που είχε βγάλει μαντίλι και τάλιρο και φεγγοβολούσε με μια μεγάλη μελανιά στο μέτωπο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Όλοι κοίταζαν την Κλειώ ταραγμένοι. Ακόμα και ο Αντώνης δεν ήξερε τι στάση να πάρει, γιατί δεν ήταν βέβαιος αν κορόιδευε η Κλειώ ή αν εννοούσε όσα έλεγε. Μόνος ο Γιάννης, ακουμπισμένος στον τοίχο, με τα χέρια πίσω του, κρυφογελούσε σιωπηλά.

— Ναι, μ' αρέσεις εσύ, είπε μάγκικα η Κλειώ, γιατί δεν είσαι φρόνιμος και δεν κάνεις τον φρόνιμο. Σπάζεις τζάμια, σπάζεις κεφάλια, προπάντων το δικό σου, τα βάζεις με μαγκόπαιδα δυο φορές μεγαλύτερα σου, τραβάς τ' αυτιά του Ντον, κάνεις όλες τις αταξίες που κάνουν τα κακά παιδιά στα βιβλία!

— Και... και αυτό σ' αρέσει; ρώτησε σαστισμένη η Αλεξάνδρα που ένιωθε μέσα της να κλονίζονται όλα όσα ήξερε για το καλό και το κακό.

— Μ' αρέσει, είπε η Κλειώ, γιατί δεν είναι υποκριτής... Και είναι παλικαράκι!

Μια στιγμή τ' αδέλφια στάθηκαν να συλλογιστούν και να ζυγίσουν αυτά που είπε η μεγάλη εξαδέλφη. Και είπε η Κλειώ:

— Σα βρέθηκε αυτός ο μικρούτσικος Αντώνης... γιατί μαρίδα είναι και αυτός... ανάμεσα σε μεγάλα χαμίνια, δεν το 'στριψε, μόνο τα 'βαλε μαζί τους. Μ' αρέσει που στάθηκε και μετρήθηκε μ' αυτούς κι έφαγε την πέτρα! Η Κατίνα έγειρε πάλι πίσω το κεφάλι της.

— Αυτά δεν είναι καμώματα φρόνιμου παιδιού, είπε μεγαλόπρεπα.

— Βέβαια όχι! είπε ή Κλειώ. Μα δεν είναι φρόνιμος ο Αντώνης, είναι πετειναράκι, και πιάνοντας τον από το πιγούνι: Εσύ μ' αρέσεις, επανέλαβε, επειδή είσαι άτακτος και είσαι και παλικάρι! Κάνεις όλες τις αταξίες, μα δε φοβάσαι και να τις φας! Και γι' αυτό μ' αρέσεις, μ' αρέσεις!

Ο Αντώνης τράβηξε το πιγούνι του από το χέρι της εξαδέλφης του, μισοντροπιασμένος μισοευχαριστημένος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι ήταν ωραίο στην αταξία του. Έριξε μια λοξή ματιά στ' αδέλφια του, γυρεύοντας κάπου να στηριχθεί, μ' αντάμωσε το βλέμμα της Αλεξάνδρας τόσο φορτωμένο καταδίκη, που τα έχασε ολότελα. Τον είδε η Κλειώ κι έμπηξε τα γέλια. Και πιάνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της, τον φίλησε. Αυτό πια τον αποτελείωσε. Τον Αντώνη! Να τον φιλήσει κορίτσι! Και μπρος στ' αδέλφια του κιόλα! Και σα να μην έφθανε αυτό, έμπηξε και ο Γιάννης τα γέλια! Τα πράματα θα τελείωναν άσχημα, ίσως μ' επανάσταση.

Μα την ίδια στιγμή έγινε σούσουρο, Αφροδίτη και κερα-Ρήνη πετάχθηκαν έξω και κατέβηκαν στο δρόμο όπου, τρίζοντας και στενάζοντας, βουτώντας και κυλώντας, κατάφθαναν δυο λαντά φορτωμένα ανθρώπους και σεντούκια και σταμάτησαν εμπρός στη βεράντα. Αδέλφια κι εξαδέλφια κατρακύλησαν τη σκάλα και χύθηκαν στο δρόμο με φωνές και αλαλαγμούς.

Μόνος ο Αντώνης έμεινε στην πολυθρόνα της θείας Μαριέτας, ανήσυχος, αβέβαιος αν έπρεπε να κατέβει ή να περιμένει την μπόρα εκεί που κάθουνταν. Άκουσε τη φωνή της μαμάς που ρωτούσε: «Μπα! Τι έπαθες, Αλέξανδρε; Και πού είναι ο Αντώνης;» και την είδε που ανέβαινε τρεχάτη, χαρούμενη, κρατώντας τον Αλέξανδρο στην αγκαλιά και τις δυο αδελφές κρεμασμένες στο άλλο της χέρι. Πίσω, γελαστή και ασπροντυμένη, ανέβαινε η θεία Αργίνη. Τότε δε βάσταξε ο Αντώνης. Πετάχθηκε πάνω, χύθηκε στη μαμά του, την αγκάλιασε από τη μέση και ακούμπησε το μέτωπο του στη φούστα της για να κρύψει τα μάτια του που, ήθελε δεν ήθελε, βούρκωναν.

— Τι έπαθες, Αντώνη, χτύπησες; αναφώνησε η μαμά βάζοντας χάμω τον Αλέξανδρο και πιάνοντας στα δυο της χέρια το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Αντώνη.

Πηδηχτή και ζεσταμένη ανέβαινε η θεία Μαριέτα με τα εξαδέλφια.

— Πάλι! αναφώνησε σαστισμένη. Πού πληγώθηκες; Έλα να δω!

— Δεν είναι τίποτα, είπε ο Γιάννης, έφαγε μια πέτρα. Επιφωνήματα, ρωτήματα, σύγχυση κι εξηγήσεις, με κάποια χασμωδία, βούιζαν εδώ, εκεί, παντού, όταν, αφού πλήρωσε τ' αμάξια και παρέδωσε στην Αφροδίτη τις αποσκευές, ανέβηκε ο πατέρας στη βεράντα με τους δυο θείους.

Είδε το μελανιασμένο μέτωπο του Αλέξανδρου, το δεμένο κεφάλι του Αντώνη και είπε μισομαλώνοντας μισογελώντας:

— Μα τι πάθαν τα δυο μου αγόρια; Κούτρισαν ο ένας με τον άλλο σαν αυγά του Πάσχα;

Και τότε, τινάζοντας τα δυο της παχιά χεράκια, είπε η θεία Μαριέτα:

— Να παραλάβεις τώρα εσύ το γιο σου, Μανόλη! Εγώ είδα και απόειδα! Τρελαντώνη, Λωλαντώνη τον λέγει η κερα-Ρήνη, μ' αλήθεια, όρια πια δεν έχει η τρέλα του. Πιάστηκε, λέει, σε πετροπόλεμο με χαμίνια του δρόμου κι έσπασε το κεφάλι του. Μα πώς βρέθηκε στο δρόμο ούτ' εγώ δεν ξέρω.

— Ακόμα δε φθάσαμε, Αντώνη, και από τώρα αταξίες... έκανε θλιμμένη η μαμά.

Μα τη διέκοψε ο θείος Γιώργης:

— Στάσου, Βιργινία, να δούμε πρώτα, είπε.

Και τράβηξε τον Αντώνη ανάμεσα στα γόνατα του, του έλυσε το μαντίλι και ξεσκέπασε μια τρίγωνη τρυπίτσα κόκκινη, μεταξύ στα δυο φρύδια. Την εξέτασε, ζούλησε το μέτωπο ολόγυρα και είπε γελαστά:

— Άιντε, είναι η πρώτη του πολέμου λαβωματιά. Ώσπου να παντρευτεί, θα του περάσει!

Και στη μαμά, που έσκυβε απάνω του ανήσυχη, είπε ζωηρά:

— Δέσε του το κεφάλι, Βιργινία, και μην ανησυχείς. Δε θα πεθάνει τούτη τη φορά!

Μα τα φρύδια του πατέρα έμεναν σουρωμένα, τα μαύρα μάτια του απειλούσαν βροντές και αστραπές.

— Πώς έφαγες την πέτρα; ρώτησε.

— Ήταν πετροπόλεμος, είπε μουδιασμένος ο Αντώνης, και βρέθηκα κι εγώ στη μέση... και μου έριξε ένα παιδί μια σπασμένη κεραμίδα...

— Τ' ακούς; Τ' ακούς; Και του είναι απαγορευμένο να παίζει στο δρόμο με άγνωστα παιδιά! διέκοψε η θεία.

Τα πράματα έπαιρναν πολύ άσχημη όψη. Τ' αδέλφια του Αντώνη άρχισαν να τρέμουν. Πετάχθηκε τότε η Κλειώ και είπε:

— Σα βρεθείς στη μέση, θεία μου, δεν μπορείς να μην πολεμήσεις και συ. Σας βεβαιώνω πως και ο Γιάννης το ίδιο θα έκανε.

— Δηλαδή το ίδιο έκανα! διόρθωσε ο Γιάννης.

— Τι; Ανακατώθηκες στον πετροπόλεμο; Έριξες και συ πέτρες; ρώτησε σαστισμένη η θεία Μαριέτα.

— Και βέβαια έριξα, κι έφαγα μερικές, μα όχι στο κεφάλι.

Ο Αντώνης ήταν πιο άτυχος και την έφαγε στο πρόσωπο. Αγανακτισμένη γύρισε η θεία Μαριέτα στη θεία Αργίνη.

— Και το επιτρέπεις εσύ; ρώτησε. Η θεία Αργίνη γέλασε.

— Όχι, είπε, δεν το επιτρέπω, και το ξέρει ο Γιάννης. Και δε θα έπαιζε πετροπόλεμο χωρίς ανάγκη. Κάτι θα 'τυχε. Πες, Γιάννη, πώς έγινε;

Και είπε ο Γιάννης:

— Ήταν κάτι χαμίνια, κοτζάμ αγόρια, που πιάστηκαν με μια τσούρμα μικρά, μαρίδα τόση δα, και τη βάλανε μπροστά. Τα μικρά διαφεντεύθηκαν τότε με πέτρες, έριξαν και οι μεγάλοι και άναψε ο πετροπόλεμος. Μπήκε στη μάχη και ο Αντώνης, τον είδα από μακριά κι έτρεξα κι εγώ, κι έριξα κι εγώ πέτρες και τους σκόρπισα: Αυτό ήταν όλο!

— Τ' ακούς; Τ' ακούς, Μανόλη; αναφώνησε η θεία Μαριέτα.

— Τ' ακούω, είπε ήσυχα ο πατέρας.

Και κοιτάζοντας τον Αντώνη από κάτω από τα πυκνά του φρύδια, ρώτησε:

— Ένα πράμα ήθελα να ξέρω. Γιάννη, σαν είδες τον Αντώνη να ρίχνει πέτρες, σε ποιο στρατόπεδο πολεμούσε; Με τη μαρίδα ή με τα χαμίνια;

— Με τη μαρίδα, βέβαια! Μπήκε στη μάχη την ώρα που υποχωρούσαν οι μικροί και τις έτρωγαν!

— Φαντάσου τι μπορούσε να πάθει... έκανε η μαμά. Μα τη διέκοψε ο πατέρας:

— Ε, καλά! είπε ξεσουρώνοντας τα φρύδια του. Αν ήταν με τη μαρίδα, χαλάλι του, και ας πάθαινε. Αν μου έλεγαν όμως, Αντώνη, πως πήγες με τους πιο δυνατούς, θα τελείωνε άσχημα η σημερινή μας συνάντηση. Μα, μιας και πολέμησες με τους μικρούς, που τις έτρωγαν κιόλα από τους μεγάλους, όχι μόνο δε θα σε τιμωρήσω, μα και θα σου πω πως έκανες καλά. Και τώρα, έλα να με φιλήσεις!

Ουφ! Τι ξαλάφρωμα για τ' αδέλφια του Αντώνη! Και για τον Αντώνη τι καμάρι τα λόγια του πατέρα! Όλοι μαζί μιλούσαν, φώναζαν, γελούσαν. Και μυστικά τσίμπησε σιγά ο Αντώνης το μπράτσο της Κλειώς και της είπε:

— Εσύ πρώτη είπες έναν καλό λόγο... Εσύ άξιζε να είσαι αγόρι!

— Γιατί; ρώτησε ξεκαρδισμένη η Κλειώ. Τα κορίτσια δε λεν σωστά λόγια; Ή μήπως γιατί είπα πως μ' αρέσεις, πως είσαι πετειναράκι και παλικάρι;

— Μα εσύ δε φοβήθηκες να μιλήσεις της θείας! είπε ο Αντώνης. Εσύ είσαι παλικάρι, είσαι σαν άντρας!

— Α, μπράβο! έκανε η Κλειώ. Και οι γυναίκες, νομίζεις, δεν είναι παλικάρια; Αμέ η Μπουμπουλίνα; Αμέ η Μαντώ Μαυρογένη; Αμέ η Μόσχω Τζαβέλλα; Αυτές δεν ήταν παλικάρια;

Ο Αντώνης δεν είχε ακούσει ούτε τη Μαντώ Μαυρογένη ούτε τη Μόσχω Τζαβέλλα και την Μπουμπουλίνα την ήξερε μόνο σα φιγούρα καραβιού, όρθια στην πλώρη, με φουσκωμένα τα πανιά πίσω της. Έτσι την είχε δει πάντα σ' ένα άδετο κακοτυπωμένο και κουρελιασμένο βιβλίο του Στάμου, που είχε πει της Πουλουδιάς μια μέρα, σαν κόπηκε κι έκλαιγε: «Πώς θα γίνεις Μπουμπουλίνα, αν κλαις για λίγο αίμα;» Μα τι έκανε η Μπουμπουλίνα δεν ήξερε, γιατί δεν το ήξερε ούτε ο Στάμος. Και λίγο ντροπιασμένος για την άγνοια του, ρώτησε ο Αντώνης:

— Και τι κάναν αυτές και ήταν παλικάρια;

Μα δεν πρόφθασε η Κλειώ ν' αποκριθεί. Άπλωσε η θεία Αργίνη το χέρι της και τράβηξε τον Αντώνη κοντά της.

— Θα τις μάθεις όλες τώρα, τις ηρωίδες της Επανάστασης, είπε γελαστά, και αυτές και άλλες και άλλους. Θα σου τα πει όλα ο Γιάννης, που τα ξέρει απέξω κι ανακατωτά, τώρα που θα μας μείνεις. Και στις παύσεις θα ‘χομε ‘μείς άλλο ένα μεγάλο αγόρι στο σπίτι.

Ο Αντώνης δεν κατάλαβε. Γύρισε στον πατέρα και στη μαμά τα σαστισμένα μάτια του.

— Ε, βέβαια, είναι πια μεγάλο αγόρι, είπε ο θείος Ζωρζής χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του και χαμογελώντας με το πλατύ του χαμόγελο, είναι πια καιρός να πάγει σχολείο.

Στη σάστισή του ο Αντώνης ξαναβρήκε τη φωνή του.

— Θα πάγω σχολείο, μπαμπά; φώναξε. Ο πατέρας γέλασε.

— Αμέ γιατί, νομίζεις, ήλθαμε; Για να σου βρούμε σχολείο! αποκρίθηκε.

Τα γαλανά μάτια της μαμάς είχαν βουρκώσει.

— Λυπάσαι; ρώτησε.

— Αχ, όχι!

Του ξέφυγε του Αντώνη η φωνή του και στάθηκε ντροπιασμένος, διστακτικός για τη χαρά του, την ώρα που βούρκωνε η μαμά. Μα ο πατέρας έβαλε τα πράματα στη θέση τους.

— Βέβαια και δε λυπάται, έστω και αν χωρίζεται από μας. Στο σχολείο θα μάθει έναν κόσμο πράματα και θα έχει συμμαθητές και φίλους...

— Και θα παίζομε σκλαβάκια! φώναξε ο Αντώνης διακόπτοντας τον πατέρα του, στον ενθουσιασμό του απάνω.

— Και θα μάθεις πρώτα-πρώτα πειθαρχία και να μη διακόπτεις τους μεγαλύτερους σου, παρατήρησε η θεία Μαριέτα.

— Θα μάθει να είναι και πιο φρόνιμος ελπίζω, πρόσθεσε ο μπαμπάς σουρώνοντας λαφριά τα φρύδια του. Η θεία σου μου λέγει...

— Πως είναι λίγο σκάνταλος, διέκοψε η θεία Αργίνη, με το γλυκό χαμόγελο της. Μα στο σχολείο όλα αυτά θα διορθωθούν. Και ο Γιάννης ήταν σκάνταλος. Και όμως τώρα φρονίμεψε και μ' ακούει. Ε, Γιάννη;

Ο Γιάννης δε μίλησε. Χαμογέλασε μόνο κι έγειρε πίσω το κεφάλι του με το νάζι της Κατίνας.

— Όλα τ' αγόρια έχουν ανάγκη από σχολείο. Στρώνει το χαρακτήρα, είπε ο θείος ο γιατρός και χαμογέλασε κι εκείνος κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι. Αν δεν τριφτείς με συντρόφους και αν δε φας μερικές καρπαζιές... δε γίνεσαι άνθρωπος. Άιντε, έλα, Αργίνη. Μας περιμένουν τα μικρά. Κατίνα, Κλειώ, Γιάννη, εμπρός, πάμε σπίτι. Χαμηλόφωνα, με μια φιλική σπρωξιά στον Αντώνη, είπε η Κλειώ:

— Θα τις φας, μα και θα τις δώσεις, ε, Αντώνη; Και πετροπόλεμο, ξέρεις... παίζουν και στα σχολεία...

Του έκανε μαριόλικα το μάτι και ακολούθησε τη θεία Αργίνη που, από τη σκάλα της βεράντας, γύριζε να τη φωνάξει. Πού να κοιμηθούν εκείνο το βράδυ τα τέσσερα αδέλφια! Καθισμένα στα κρεβάτια τους, με τις κουνουπιέρες πεταμένες πίσω, είχαν στήσει συμβούλιο. Το φως του φεγγαριού, που χύνουνταν στην κάμαρα από τη διάπλατα ανοιγμένη μπαλκονόπορτα, άσπριζε τα χαρτιά, τυλιγμένα στα μαλλιά των κοριτσιών, το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Αντώνη και ξεχώριζε σκιερή στο μέτωπο του Αλέξανδρου την πρωινή του μελανιά. Αγκαλιάζοντας από πάνω από το μακρύ του νυχτικό τα σηκωμένα γόνατα του και διακόπτοντας των μεγάλων το συμβούλιο, ρώτησε ο Αλέξανδρος:

— Αντώνη, πώς θα γίνεις περιβολάρης της θείας της Αλίς στην Κηφισιά, αφού θα πας στο σχολείο του Βούλγαρη;

Αποφασιστικά αποκρίθηκε ο Αντώνης:

— Εγώ δε θα γίνω περιβολάρης!

— Θα γίνεις λοιπόν καπετάνιος; Μα πώς θα πηγαίνεις με τη βάρκα, αφού το σχολείο είναι στην Αθήνα και η θάλασσα είναι εδώ;

— Ούτε καπετάνιος δε θα γίνω! διέκοψε ο Αντώνης. Θα γίνω αξιωματικός και θα πολεμώ όλη μέρα.

Και ανάβοντας με τα ίδια του τα λόγια, εξακολούθησε όλο και με περισσότερη έξαψη:

— Σήμερα πολέμησα και σήμερα κατάλαβα τι χάζι έχει αυτό που είπε η Κλειώ, να τρως καρπαζιές και να τις δίνεις...

Και κάνοντας ξένο κεφάλι το ένα του γόνατο, του τράβηξε μια καρπαζιά, ύστερα στο άλλο και πάλι στο πρώτο: «Να, έτσι, παφ εσύ και παφ κι εσύ, παφ κι εγώ», κι έδινε και μια στο σβέρκο του, και πάλι στο άλλο του γόνατο, «παφ κι εσύ», και ύστερα στον ώμο του, ολάκερη μάχη γίνουνταν από τον Αντώνη εναντίον του Αντώνη. Και τότε η Πουλουδιά έσπασε πρώτη τον κανόνα. Ο ενθουσιασμός του Αντώνη τη συνεπήρε τόσο, που κρέμασε ένα πόδι έξω από τα σεντόνια, ύστερα και το άλλο, τη μιμήθηκε ο Αλέξανδρος, τον ακολούθησε η Αλεξάνδρα, κι έξαφνα βρέθηκαν τα τρία αδέλφια καθισμένα πάνω στο ένα κρεβάτι, του Αντώνη που, ανασηκωμένος ανάμεσα τους μ' ενθουσιασμό ακράτητο και χειρονομίες μπόλικες, ξαναπαράσταινε τους πρωινούς του ηρωισμούς.

Άκουαν τα κορίτσια και θαύμαζαν. Άκουε ο Αλέξανδρος και θαύμαζε κι εκείνος. Και τώρα που θ' αποχωρίζουνταν τον Αντώνη, δεν τους πείραζε να του δείξουν πως αναγνώριζαν την υπεροχή του, την τόλμη του, την ατρομησιά και τη γρηγοράδα του. Κι έλεγε ο Αντώνης και άκουαν τ' αδέλφια του, και σηκώθηκε ο Αντώνης όρθιος και ξαναπολέμησε όλο τον πρωινό πετροπόλεμο και κάτι περισσότερο. Κι έτρεψε σε φυγή όλα τα χαμίνια της πρωινής μάχης και άλλα τόσα της φαντασίας του. Και σαν είδε τον εαυτό του μόνο και νικητή, ανάμεσα στα θαμπωμένα από τα κατορθώματα του αδέλφια του, δε βάσταξε. Έβαλε κάτω το κεφάλι του κι έκανε μια τούμπα ξεφωνίζοντας:

— Ζήτωωω!...

Μα στον ενθουσιασμό του δεν πρόφθασε να μετρήσει την απόσταση, και τα πόδια του βρόντησαν στα σίδερα του κρεβατιού, που γκρεμοτσακίστηκαν με πάταγο στο πάτωμα. Και όπου φύγει φύγει τ' άλλα τρία αδέλφια, που ξαναχώθηκαν άψε σβήσε κάτω από τα σεντόνια τους. Και γέμισε η κάμαρα κόσμο. Μαμά, θεία, θείος, πατέρας, Αφροδίτη, κερα-Ρήνη, σαν από μαγεία βρέθηκαν όλοι στη μέση. Τα τρία αδέλφια ήταν στα κρεβάτια τους, μα οι κουνουπιέρες είχαν μείνει στυλωμένες, και ο Αντώνης, λίγο ζαλισμένος από τούμπα και κρότους, κάθουνταν στο χαλασμένο του κρεβάτι άφωνος σαν ψάρι. Η μαμά και η θεία, τρομαγμένες, γύρευαν λαβωμένους και σκοτωμένους. Ο θείος, μ' ένα κερί στο χέρι, μισογελούσε και ο πατέρας μισοσούφρωνε τα δασιά του φρύδια.

— Έπεσε το σίδερο του κρεβατιού; ρώτησε. Κανένας δε μίλησε.

Κι η κερα-Ρήνη πλησίασε, έπιασε τα δυο πόδια του Αντώνη, τα σήκωσε και όλοι είδαν στο καθένα από ένα πλατύ γδάρσιμο που μάτωνε και κοκκίνιζε τα σεντόνια.

— Τον χτύπησε το σίδερο πέφτοντας! Αχ, το καημένο! αναφώνησε η θεία.

Κι έτρεξε η Αφροδίτη κι έφερε πάλι άρνικα, ξαντό και μαντίλια κι έδεσε τα πληγωμένα πόδια, όπως είχε δέσει το πρωί το πληγωμένο κεφάλι, και μαμά και θεία πλάγιασαν τρυφερά τον Αντώνη στο ξαναφτιαγμένο του κρεβάτι, με μαντιλοδεμένα κορυφή και πόδια. Και σαν τον φίλησαν και τον φασάρεψαν και τον χάιδεψαν και του κατέβασαν την κουνουπιέρα του και τις κουνουπιέρες των αδελφών του, και τον παρηγόρησαν για τις καινούριες του πληγές, μαμά και θεία τού ευχήθηκαν περαστικά και βγήκαν στις μύτες των ποδαριών, πίσω από τον πατέρα και το θείο. Κάμποση ώρα τα τέσσερα αδέλφια έμειναν σιωπηλά, λίγο σαστισμένα για την τροπή που είχαν πάρει τα πράματα και λίγο ντροπιασμένα για την απίστευτη ατιμωρησία. Και πρώτος ο Αλέξανδρος έκοψε τη σιωπή με τα ψιθυρίσματα του:

— Αντώνη, είπε χαμηλόφωνα, εσύ δεν ξέρεις τίποτα. Εσύ είπες σήμερα πως η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται, και όμως σήμερα ήταν η πιο ωραία μέρα! Ήλθαν οι γονείς και μας έφεραν εμάς τουφέκια και σπαθιά, και κουζίνα της Αλεξάνδρας, και φλιτζάνια και πιάτα της Πουλουδιάς, και κανένας δε σε μάλωσε για τον πετροπόλεμο. Και τώρα που έσπασες το κρεβάτι σου, πάλι κανένας δε σε μάλωσε...

Τον διέκοψε ο Αντώνης:

— Και πρώτον δεν είπε κανένας πως έσπασα εγώ το κρεβάτι, αποκρίθηκε ξεχνώντας να μιλήσει σιγά. Είπε ο θείος πως ήταν παλιό κι έσπασε μόνο του! Και ύστερα, εσύ να μην ξεφυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν...

— Τι τρέχει απάνω πάλι; ακούστηκε η ανήσυχη φωνή της μαμάς από κάτω κι ευθύς η απάντηση της Αφροδίτης από πάνω:

— Τίποτα, κυρία Βιργινία, εγώ συγυρίζω.

Και μπαίνοντας στην κάμαρα, θυμωμένα ψιθύρισε η Αφροδίτη:

— Θα ησυχάσετε, θηρία; Ή να φωνάξω τον μπαμπά να του πω πως έκανες μια τούμπα κι έσπασες το κρεβάτι; Θαρρείς πως δεν το κατάλαβε η κερα-Ρήνη, και ας μη μίλησε; Αντώνη, Τρελαντώνη, Ζουρλαντώνη, Λωλαντώνη, καλά σε λέγει η κερα-Ρήνη! Θα μας τρελάνεις όλους! Κοιμήσου αμέσως!

Όλα τ' αδέλφια ζάρωσαν. Γύρισε και ο Αντώνης από τον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια του. Αυτή η κερα-Ρήνη! Τίποτα ωστόσο δεν της ξέφευγε! Μα θα της ξεφύγει αυτός τώρα που θα πάγει σχολείο! Αχ! σαν πάγει σχολείο... Θα είναι πια με αγόρια... όλο με αγόρια... θα παίζουν πάλι σκλαβάκια... θα πολεμούν όλη μέρα... θα σπάζουν κεφάλια... θα παλεύουν, θα τραβούν σπαθιές, τουφεκιές, κανονιές... θα... θα... Και τον πήρε ο ύπνος με χίλια όνειρα ηρωικά.


ΙΖ'. Τρελαντώνης IZ'. Trelantonis IZ'. Trelantonis

Η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται! Der schlechte Tag vom Morgen scheint es! The bad day from the morning it seems! Θα δείτε πως όλα θα παν στραβά σήμερα! Sie werden sehen, heute geht alles schief! You will see that everything will go wrong today! είπε ο Αντώνης στ' αδέλφια του, πηγαίνοντας στα λουτρά δυο μέρες αργότερα. sagte Antonis zu seinen Brüdern, als er zwei Tage später ins Bad ging. said Antonis to his brothers, going to the baths two days later. Και αλήθεια είχε αρχίσει άσχημα η μέρα, από την ώρα που έπεσε ο Αλέξανδρος μες στην μπηγμένη κουνουπιέρα του και πήγε ο Αντώνης να τον ξεσκαλώσει και κατρακύλησε ο Αλέξανδρος ως το αντικρινό ποδάρι του κρεβατιού κι έκανε στο μέτωπο μια μελανιά που φούσκωσε σαν καρύδι. And the day had really started badly, from the time Alexander fell into his mosquito net and Antonis went to get him out and Alexander fell to the opposite foot of the bed and got a bruise on his forehead that swelled like a walnut.

Και δεν πρόφθασαν να κατέβουν τ' αδέλφια τη σκάλα, και να σου η γάτα της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής, που έκλεψε το κασέρι του θείου από το τραπέζι της τραπεζαρίας, και της πέταξε ο Αντώνης ένα ασημένιο κουτάλι που, αντί να βρει τη γάτα, βρήκε τη γυαλόπορτα και κατέβασε, βροντοκοπώντας, ένα ολόκληρο τζάμι. And before the brothers had time to go down the stairs, there was the cat of the Russian lady of Honor, who stole the uncle's caseri from the dining room table, and Antonis threw her a silver spoon which, instead of finding the cat, he found the glass door and rolled down, thundering, a whole pane. Και βγήκε η θεία με την καμιζόλα της και, μ' όλες τις διαμαρτυρίες του πως δεν έφταιγε αυτός, έφαγε ο Αντώνης την κατσάδα, μαζί κι έναν μπάτσο από το παχύ χεράκι της θείας, και ζεματισμένος ξεκίνησε με τ' αδέλφια του για τα λουτρά. And the aunt came out with her camisole and, with all his protests that it wasn't his fault, Antonis ate the katsada, along with a bite from the aunt's fat little hand, and scalded, he started for the baths with his brothers.

Μα κι εκεί η γρουσουζιά εξακολούθησε. But even there the grudge continued. Ενώ στη σκάλα έβρεχε προσεκτικά η Αλεξάνδρα το μέτωπο της, μην ξεσγουράνει τα κατσαρά της, γυρίζει ο Αντώνης να δει ένα παιδί που νοίκιαζε κολοκύθες, για να κολυμπήσει, λέει, στα βαθιά, και γλιστρά και πάρ' τον κάτω, μαζί και την Αλεξάνδρα, στον πάτο της θάλασσας. While on the stairs Alexandra was carefully wetting her forehead, not to untangle her curls, Antonis turns to see a child who was renting pumpkins, to swim, he says, in the deep, and slips and take him down, along with Alexandra, at the bottom of the sea. Χάλασε ο κόσμος στα λουτρά. The world broke down in the baths.

— Σώστε! — Save! Ελεήστε! Have mercy! Πνίγονται τα παιδιά! The children are drowning!

Δεν πνίγηκαν, γιατί τους ανέβαιναν τα νερά ως τα γόνατα. They did not drown, because the water rose up to their knees. Μα παν τα κατσαρά. But it's all messed up. Και δε φθάνει αυτό, μόνο κόλλησε μια τσούχτρα στην πλάτη της Πουλουδιάς, που έβαλε τις φωνές, και, για να τη γλιτώσει, ο Αντώνης τη βούτηξε και αυτήν, και παν και αυτηνής τα κατσαρά. And that's not enough, he just stuck a stick in the back of Pouloudia, who screamed, and, to save her, Antonis drowned her and all her curls. Και, φουρκισμένη τότε η Αφροδίτη, πήρε πηλό και τους έλουσε και των τριών τα μαλλιά στη θάλασσα, και μόνο το ξανθό κεφάλι του Αλέξανδρου γλίτωσε από την οργή της, γιατί ήταν δεμένο μ' ένα μεταξωτό μαντίλι του θείου, που πλάκωνε σφιχτά ένα ασημένιο τάλιρο απάνω στη μελανιά του. And Aphrodite, then enraged, took clay and washed the hair of all three of them in the sea, and only the fair head of Alexander was spared from her wrath, for it was bound with a silken scarf of the uncle's, which tightly fastened a silver thaler over his bruise.

— Κι ακόμα τι έχομε να τραβήξομε! — And what else do we have to draw! είπε ο Αντώνης, γυρίζοντας από τα λουτρά, στις αδελφές του που πήγαιναν μπροστά μαζί του, ενώ φορτωμένη λουτρικά ακολουθούσε η Αφροδίτη, βαστώντας τον Αλέξανδρο από το χέρι. said Antonis, turning from the baths, to his sisters who were going ahead with him, while Aphrodite, laden with baths, followed, holding Alexander by the hand. Τι έχομε να τραβήξομε! What do we have to shoot! Η θεία είναι κιόλα θυμωμένη και η μέρα μόλις αρχίζει! Aunt is already angry and the day is just beginning!

Στη βεράντα, σαν έφθασαν, ήταν κόσμος. On the terrace, as soon as they arrived, there were people. Η Κατίνα και η Κλειώ συζητούσαν με τη θεία που, κόκκινη και αναμμένη, έλεγε και ξανάλεγε: Katina and Cleo were talking to the aunt who, red and inflamed, was saying over and over again:

— Δεν είναι δυνατόν! Σας λέγω πως δεν είναι δυνατόν! I'm telling you it's not possible! Ζωρζή! George! Έλα έξω! Come outside! Άκουσε τι λεν τα κορίτσια! Hear what the girls are saying!

Ο θείος Ζωρζής βγήκε στη βεράντα την ίδια ώρα που ανέβαιναν τα τέσσερα αδέλφια με την Αφροδίτη. Uncle Zorzis went out on the porch at the same time as the four brothers and Aphrodite went up.

— Τι τρέχει; ρώτησε λίγο μουδιασμένος. - What's up; he asked a little numb.

Ο θείος Ζωρζής πάντα μούδιαζε σαν εξάπτουνταν η θεία Μαριέτα. Uncle Zorzis was always numb like Aunt Marietta was hot.

Και βλέποντας τ' ανίψια του, χαμογέλασε το φαρδύ του χαμόγελο. And seeing his niece, he smiled his broad smile.

— Καλώς τα παιδιά, είπε, μπείτε να πάρετε το πρόγευμα σας... — Welcome, children, he said, come in and get your breakfast...

— Άκουσε τώρα δω! — Now listen here! διέκοψε η θεία. Τα κορίτσια επιμένουν πως φθάνουν οι δικοί μας από την Αλεξάνδρεια... The girls insist that ours are arriving from Alexandria...

— Έφθασαν, θεία! — They have arrived, aunt! διέκοψε η Κατίνα μ' ένα νάζι του κεφαλιού της. Katina interrupted with a nod of her head.

— Μα πώς το ξέρεις, μπρε παιδάκι μου; — But how do you know that, my child?

— Αφού πήγε η μητέρα με τον πατέρα κάτω, στο λιμένα, να τους παραλάβουν! — After mother and father went down to the port to pick them up!

Τα τέσσερα αδέλφια έμειναν εμβρόντητα. The four brothers were stunned. Ο θείος Ζωρζής επίσης. Μα η θεία δεν πείθουνταν. But the aunt was not convinced.

— Αφού έρχονται να κατοικήσουν εδώ, δε θα μας ειδοποιούσαν πρώτα εμάς; Να ετοιμάσομε την κάμαρα τους; — Since they are coming to live here, wouldn't they notify us first? Shall we prepare their chamber?

— Μα σας τηλεγράφησαν! — But they telegraphed you! Το δικό μας τηλεγράφημα λέγει: «Ειδοποιούμεν Ζωρζήν». Our own telegram says: "Zorzin is being notified."

Η θεία γύρισε απότομα. The aunt turned abruptly.

— Ζωρζή, έλαβες εσύ τηλεγράφημα; Ο θείος αργοκούνησε το σταχτί κεφάλι του. — George, did you receive a telegram? Uncle shook his ashen head.

— Δεν έλαβα τίποτα, είπε. Και ρώτησε:

— Πότε το λάβατε σεις;

— Προχθές το απόγεμα, αποκρίθηκε η Κλειώ. — The day before yesterday afternoon, answered Cleo.

Μα έξαφνα έγινε κάτι. But suddenly something happened. Ο Αντώνης έπαθε σα λόξιγκα κι έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του. Antonis got hiccups and stuck his hands in his pockets. Γύρισαν όλοι και τον είδαν κατακόκκινο, που πασπάτευε, με χέρια που έτρεμαν, ανάμεσα στους θησαυρούς της τσέπης του κι έβγαζε ένα χαρτί διπλωμένο ακόμα, μα σε κακή κατάσταση. They all turned and saw him red-faced, rummaging, with trembling hands, among the treasures in his pocket and pulling out a paper still folded, but in a bad state. Μαύρο, τσαλακωμένο, σχισμένο, μουντζουρωμένο, σα να μην έφθαναν τα χάλια του, μες στις δίπλες του είχε χωθεί ένα κομμάτι μασημένη μαστίχα και πλακώθηκε και αυτή και κόλλησε κι έγινε πίτα. Black, crumpled, torn, smudged, as if his messes weren't enough, a piece of chewed mastic had been inserted into his doublets and it too flattened and stuck and became a pie.

— Το... το τηλεγράφημα... εγώ το πήρα... μπουρδούμπισε ο Αντώνης, κόκκινος σαν αστακός. — The... the telegram... I took it... mumbled Antonis, red as a lobster.

Ο θείος και οι δυο εξαδέλφες έμπηξαν τα γέλια. The uncle and the two cousins joined in the laughter. Μα τα μάτια της θείας έβγαλαν σπίθες, και οι δυο αδελφές του Αντώνη λες και μίκρεψαν, ζάρωσαν, ήθελαν να τις καταπιεί η γη, μαζί με τον Αντώνη, μήπως ξεφύγουν από το θυμό τη θείας, που προμηνύουνταν τρομερός. But the aunt's eyes gave off sparks, and the two sisters of Antonis seemed to shrink, wrinkled, they wanted the earth to swallow them, together with Antonis, lest they escape the anger of the aunt, which foretold terrible.

— Πώς τόλμησες... άρχισε η θεία. — How dare you... began the aunt.

Μα ο θείος είχε πάρει το κουρελόχαρτο από τα κρεμασμένα χέρια του Αντώνη, το ξεκόλλησε από τη μαστίχα, το άνοιξε και διάβασε: «Φεύγομε σήμερον Αργολίδα, καλήν αντάμωσιν - Μανόλης». But the uncle had taken the rag paper from Antonis' hanging hands, detached it from the mastic, opened it and read: "We are leaving Argolis today, good morning - Manolis".

Σήκωσε ο θείος τα ζαρωμένα γελαστά του ματιά στον Αντώνη και ρώτησε: The uncle looked up at Antonis with his wrinkled smile and asked:

— Μπρε διαβολάκι, από πότε το έχεις στην τσέπη και δε μιλάς; — You little devil, since when do you have it in your pocket and you don't speak?

— Το... το... τραύλισε ο Αντώνης, από προχθές... το απόγεμα... — The... the... stammered Antonis, since the day before yesterday... the afternoon...

Μα η θεία μπήκε στη μέση. But the aunt got in the way.

— Χωρατεύεις κιόλα μαζί του, Ζωρζή;... διέκοψε και, γυρνώντας στον άφωνο Αντώνη μάτια φορτωμένα αστροπελέκια, ρώτησε: Από πού το πήρες; — Are you already flirting with him, George?... he interrupted and, turning to the speechless Antonis with eyes full of stars, asked: Where did you get it?

— Δεν το πήρα... μου το έδωσε ο ταχυδρόμος... και περνούσε ο Μπαρμπαγιάννης Κανατάς και... — I didn't get it... the postman gave it to me... and Barbagiannis Kanatas was passing by and...

— Στη σοφίτα! — In the attic! Αμέσως στη σοφίτα! Immediately in the attic! πρόσταξε η θεία, χωρίς καν να τον ακούσει. the aunt ordered, not even listening to him. Τιμωρία! Punishment! Και θα φθάσουν οι γονείς σου και δε θα είσαι δω να τους υποδεχθείς! And your parents will arrive and you won't be here to welcome them! Στη σοφίτα! Αμέσως!

Σα διέταζε η θεία, κανένας δεν τολμούσε ν' αντισταθεί. Your aunt was ordering you, no one dared to resist. Και γέρνοντας στους ώμους του, με σκυφτό κεφάλι, μπήκε ο Αντώνης στο σπίτι. And leaning on his shoulders, with bowed head, Antonis entered the house. Μα, μιας και βγήκε από τη βολή των ματιών της θείας, ο Αντώνης επαναστάτησε. But, since he was out of his aunt's line of sight, Antonis rebelled. Τι, θα έφθαναν οι γονείς του και δε θα ήταν αυτός εκεί να τους δει; Και θα μάθαιναν αμέσως αμέσως αταξίες, κατσάδες, τιμωρίες... What, his parents would arrive and he wouldn't be there to see them? And they would immediately learn misdemeanors, pranks, punishments... Ωωωω!...

Πέταξε ο Αντώνης πάνω το κεφάλι του. Antonis threw his head up. Αυτή τη φορά, όχι, δε θα υπακούσει και ας τον δείρει η θεία, σα θέλει. This time, no, he will not obey and let his aunt beat him as she wants. Θα πάγει αυτός στο λιμένα... ήξερε το δρόμο... και αν δεν τον ήξερε, θα τον ξανάβρισκε, αφού από κει ήλθε με τ' αδέλφια του, σαν έφθασαν στον Πειραιά... Και θα τους υποδέχουνταν τους γονείς του, αυτός πρώτος. He will end up at the port... he knew the way... and if he didn't know it, he would find it again, since he came from there with his brothers, when they arrived in Piraeus... And they would be greeted by his parents, he first. Και ύστερα... ό,τι βρέξει ας κατεβάσει. And then... let whatever rains come down.

Μπήκε στην είσοδο, είδε τη σκάλα έρημη, άκουσε την κερα-Ρήνη που σκάλιζε τη φωτιά της και, ξεγλιστρώντας κατά την πίσω πόρτα, He entered the entrance, saw the staircase deserted, heard the candle-Rhine carving her fire, and, slipping towards the back door,

βγήκε στην αυλή και από κει στο δρόμο. he went out to the yard and from there to the street. Η βεράντα τώρα και η τραπεζαρία βούιζαν από τις διαταγές της θείας. The veranda now and the dining room were buzzing with aunt's orders.

— Αμέσως, Αφροδίτη, ακουμπά τα λουτρικά... Όχι εδώ, στην κάμαρα πάνω... Κατίνα, πάρε συ τα κλειδιά μου, άνοιξε την ντολάπα του λινού, βγάλε σεντόνια, πεσκίρια, μαξιλαροθήκες... Κλειώ, τρέχα πες της κερα-Ρήνης να ξεπεταχτεί να πάρει ψάρι... να το κάνει, πες, αλά Σπετσιώτα, που του αρέσει του θείου Μανόλη... Στάσου, Αφροδίτη, πού είσαι; Φέρε πιάτα, φλιτζάνια, ίσως να μην προγευμάτισαν ακόμα... Και, αλήθεια, ούτε τα παιδιά δεν προγευμάτισαν. — Immediately, Aphrodite, touch the bathroom... Not here, in the upper chamber... Catina, take my keys, open the linen closet, take out sheets, towels, pillowcases... Close, run tell her Let Rini fly out to catch fish... let him do it, say, ala Speciotas, that uncle Manolis likes... Wait, Aphrodite, where are you? Bring plates, cups, maybe they haven't had breakfast yet... And, really, the kids haven't had breakfast either. Αλεξάνδρα, Πουλουδιά, Αλέξανδρε, αμέσως βγάλτε τα καπέλα σας... Alexandra, Pouloudia, Alexander, immediately take off your hats...

Διακόπηκε ξαφνισμένη: She interrupted in surprise:

— Τι κεφάλια είναι αυτά; Γιατί δεν κάνατε κατσαρά χθες βράδυ; αναφώνησε. — What heads are these? Why didn't you curl up last night? he exclaimed.

— Κάναμε, μα... μα... ψέλλισε η Αλεξάνδρα κοιτάζοντας απελπισμένη την Πουλουδιά που, με σκυφτό κεφάλι, από κάτω από τα φρύδια της, έγνεφε του Αλέξανδρου «Μην πεις...». — We did, but... but... Alexandra squealed, looking desperately at Pouloudia who, with bowed head, from under her eyebrows, beckoned to Alexander "Don't say...".

Μπήκε στη μέση η Αφροδίτη βιαστικά: Aphrodite hastily intervened:

— Τις έλουσα στη θάλασσα, είπε, ήταν ελεεινά τα μαλλιά τους και δεν ήξερα πως φθάνουν οι κύριοι... — I was washing them in the sea, he said, their hair was a pity and I didn't know how the gentlemen were arriving...

— Τι ανοησίες! — What nonsense! Τις έλουσες χθες! You washed them yesterday! διέκοψε η θεία.

— Ξαναλερώθηκαν, κυρία, ήταν ζέστη χθες, επέμεινε η Αφροδίτη. — They are soiled again, madam, it was hot yesterday, Aphrodite insisted.

— Το πέτυχες! - You got it! Και τώρα θα τις δει σ' αυτά τα χάλια η μαμά τους, που τις θέλει πάντα τυποδεμένες... και ο Αλέξανδρος με δεμένο το κεφάλι... μπράβο, ωραία μας τα κατάφερε ο Αντώνης... And now their mother, who always wants them tied up, will see them in these messes... and Alexandros with his head tied up... well done, Antonis did well for us...

— Ε, ξέχασε μια φορά και αυτός, είπε καλόκαρδα ο θείος. — Well, he forgot once too, said the uncle good-heartedly. Μα τον κεραυνοβόλησε μια ματιά της θείας, και σιωπηλά κάθισε στο πρόγευμα και ξεδίπλωσε την πετσέτα του. But he was struck by a glance from his aunt, and silently he sat down at breakfast and unfolded his towel. Ο Αλέξανδρος είχε σκαρφαλώσει στην καρέγλα πλάγι του. Alexander had climbed onto the plank beside him.

— Και ο Αντώνης; ρώτησε χαμηλόφωνα. — And Antonis? he asked softly. Δε θα φάγει, θείε, ο Αντώνης; Won't Antonis eat, uncle?

Με τα μάτια, γελαστά του έγνεψε ο θείος, κι έγνεψε και στις δυο αδελφές να καθίσουν, ενώ θεία, εξαδέλφες και Αφροδίτη σκορπίζουνταν σ' όλο το σπίτι για να ετοιμάσουν την υποδοχή των γονέων. With his eyes, the uncle nodded to him with a smile, and he motioned to both sisters to sit down, while aunt, cousins and Aphrodite scattered throughout the house to prepare the reception of the parents. Τ' αδέλφια πήραν αέρα. The brothers got wind.

— Θείε, ρώτησε η Αλεξάνδρα, να πάρω στη σοφίτα τον καφέ του Αντώνη; — Uncle, asked Alexandra, should I take Antonis' coffee in the attic?

— Σιγά σιγά, αποκρίθηκε ο θείος, μη θυμώσουμε πάλι τη θεία. — Little by little, answered the uncle, let's not make the aunt angry again. Ίσως μπορέσομε να την καταφέρομε να τον συγχωρήσει. Maybe we can get her to forgive him.

Και σαν κατέβηκε η θεία, με το πράσινο μεταξωτό φόρεμα της, βιαστική, παχουλή, πηδηχτή, καπελωμένη και γαντωμένη, ζεσταμένη από τη βία, μα ευχαριστημένη που ετοιμάστηκε πια η κάμαρα του μουσαφίρη, βρήκε την ώρα κατάλληλη ο θείος και μεσίτεψε για συγχώρηση... And when the aunt came down, in her green silk dress, in a hurry, plump, jumpy, hatted and gloved, warmed by the violence, but pleased that the musafiri's chamber was now ready, the uncle found the time suitable and interceded for forgiveness.. .

Ας έχει χάρη που έρχουνται οι γονείς του, ειδεμή... αποκρίθηκε η θεία, ας έχει χάρη! May he have grace that his parents are coming, idemi... answered the aunt, may he have grace! Μα γρήγορα, Ζωρζή, ήλθε το αμάξι, πάμε, μήπως τους προφθάσομε... Hurry up, George, the car has arrived, let's go, maybe we can catch up with them...

Είχε βγει κιόλα στη βεράντα. He was already out on the terrace. Δειλά την ακολούθησε η Αλεξάνδρα. Alexandra timidly followed her.

— Να του πούμε να έλθει κάτω, θεία; ρώτησε. — Shall we tell him to come down, aunt? asked.

Η θεία είχε κατέβει τα μισά σκαλοπάτια. The aunt was halfway down the stairs. Μισογύρισε και είπε: He turned around and said:

— Πες του πως για χατίρι της μαμάς σας... ναι, τον συγχωρώ αυτή τη φορά! — Tell him that for your mother's sake... yes, I forgive him this time! Μα είναι η τελευταία... But it's the last one...

Τα υπόλοιπα χάθηκαν μέσα στην κουκούλα, κι έκλεισε η πόρτα πίσω από το θείο. The rest disappeared into the hood, and the door closed behind the uncle. Μα πάλι παρουσιάστηκε το κεφάλι της θείας στο παράθυρο. But again the aunt's head appeared in the window.

— Φρόνιμα, παιδιά! — Careful, children! φώναξε. Η Κατίνα και η Κλειώ μας περιμένουν... Katina and Cleo are waiting for us...

Και ξεκίνησε το βαρύ λαντό και ο κρότος σκέπασε τη φωνή της. And the heavy lando began and the clatter covered her voice.

Τρεχάτη μπήκε η Αλεξάνδρα στην τραπεζαρία φωνάζοντας: Alexandra came running into the dining room shouting:

— Τον συγχώρησε η θεία! — His aunt forgave him! Πάμε να τον φέρομε! Let's go get him!

Και οι δυο αδελφές πηλάλα ανέβηκαν τη σκάλα, με την Κλειώ πίσω τους, που έπαιρνε τρία τρία τα σκαλοπάτια. Both the Pilala sisters climbed the stairs, with Cleo behind them, who was taking the steps one by one. Μα σαν έφθασαν ξεφωνίζοντας «Αντώνη! But when they arrived shouting "Antoni! Αντώνη! Έλα κάτω!», η σοφίτα ήταν άδεια, ο Αντώνης είχε εξαφανιστεί. Come down!”, the attic was empty, Antonis had disappeared. Μεγάλο σούσουρο έγινε στο σπίτι. There was a big commotion in the house. Ο Αντώνης χάθηκε, ο Αντώνης δεν ήταν πουθενά, ούτε στη σοφίτα ούτε στην αυλή ούτε στην κάμαρα του ούτε στο καρβουναριό. Antonis disappeared, Antonis was nowhere, neither in the attic nor in the yard nor in his chamber nor in the coal-house. Και μαζεύθηκαν αδέλφια κι εξαδέλφες, και κατάφθασαν Αφροδίτες και κερα-Ρήνες, και καθένας έλεγε το «μήπως» του. And brothers and cousins gathered, and Aphrodites and Cera-Rhines arrived, and each one said his "maybe".

— Μήπως πήγε στης Αλίς; έκανε η Αλεξάνδρα. — Did he go to Alice's? Alexandra did.

— Ή πάλι στου βασιλέα; αντίκοψε η Πουλουδιά. — Or to the king again? Pouloudia objected.

Η Κατίνα, που κοίταζε κατά τον ανήφορο, γύρισε αργά. Katina, who had been looking uphill, slowly turned around.

— Έτσι πάτε σεις στου βασιλέα; ρώτησε σηκώνοντας τα καλογραμμένα φρύδια της. — Is this how you go to the king? she asked raising her well drawn eyebrows.

— Ναι... όχι... ίσως... μπουρδούμπισε η Πουλουδιά γυρεύοντας μάταια να πάρει πίσω τα λόγια που της είχαν ξεφύγει. — Yes... no... maybe... Poulodia muttered, trying in vain to retrieve the words that had escaped her.

— Όχι, ποτέ! Ποτέ δεν πάμε στου βασιλέα! We never go to the king! διαμαρτυρήθηκε η Αλεξάνδρα γυρνώντας αυστηρά στην αδελφή της. protested Alexandra, turning sternly to her sister. Γιατί λες «πάλι»;

— Είπα ίσως... ίσως να δει τον Ντον... απέξω... όχι να ξαναμπεί στην αυλή... και πάλι τα 'χασε η Πουλουδιά και στάθηκε. — I said maybe... maybe she'll see Don... outside... not to re-enter the yard... and again Poloudia lost it and stopped.

— Ξανά; Λοιπόν πηγαίνει κάποτε; ξεκαρδίστηκε και είπε η Κλειώ. - Again; So does it ever go? Cleo laughed and said.

Μα η κερα-Ρήνη μ' ένα λόγο της άλλαξε τον αέρα κι έριξε τρόμο σ' όλες τις όψεις. But the horn-Rini with a word changed the air and cast terror on all sides.

— Ξανά! Ξανά! είπε κουνώντας το φακιολοδεμένο της κεφάλι. she said shaking her bandaged head. Μήπως ξαναπήγε σε καμιά βάρκα! Did he get on a boat again? Μήπως θαλασσοπνίγεται αυτή την ώρα ο Τρελαντώνης μας... Is our Trelantonis drowning at sea right now...

Η Αφροδίτη χλόμιασε. Aphrodite turned pale. Με το χέρι σκίασε τα μάτια της και κοίταξε τη θάλασσα που τρεμοσάλευε, τυφλωτικά φωτισμένη, στο ηλιοπύρι. She shaded her eyes with her hand and looked at the shimmering sea, blindingly lit in the sun.

— Όχι, όχι! είπε. Είναι σκάνταλος ο Αντώνης, μα παράκουος δεν είναι... Antonis is scandalous, but he is not disobedient...

Η φωνή της, που έτρεμε λιγάκι, τρόμαξε τ' αδέλφια περισσότερο ακόμα και από τα λόγια της κερα-Ρήνης. Her voice, which trembled a little, frightened the brothers even more than the words of Kera-Rini.

— Μήπως πήγε να τιμωρήσει τη γάτα; έριξε ένα λόγο ο Αλέξανδρος. — Did he go to punish the cat? said Alexander.

— Ποια γάτα; ρώτησε με καινούριες ελπίδες η Κλειώ. — Which cat? Cleo asked with renewed hope.

— Της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής, εξήγησε ο Αλέξανδρος, ενθουσιασμένος που έπιασε ο λόγος του. — Of the Russian lady of Honor, explained Alexander, excited that his word had caught on. Έκλεψε το πρωί το τυρί του θείου... He stole uncle's cheese in the morning...

— Πάμε να δούμε! αναφώνησε η Κλειώ. Και όλοι πάλι σκορπίστηκαν. And they all scattered again.

Μα σαν πήγε η Κλειώ στης Ρωσίδας κυρίας της Τιμής και η κερα-Ρήνη στο βασιλικό μαγειρείο και η Αλεξάνδρα στης Αλίς και η Κατίνα, η Πουλουδιά, η Αφροδίτη και ο Αλέξανδρος έψαξαν το σπίτι από τις κρεβατοκάμαρες ως το πλυσταριό και ξανά τη σοφίτα και το καρβουναριό, και ξαναγύρισαν πάλι στη βεράντα και βεβαιώθηκαν πως ο Αντώνης δεν ήταν πουθενά, η ανησυχία έγινε τρόμος και ο τρόμος απελπισία.

— Σταθείτε όλοι εδώ! — Everyone stand here! Πάγω να δω και παρακάτω! I'm going to see further! είπε η Αφροδίτη κατεβαίνοντας στο δρόμο. Aphrodite said coming down the street.

— Κι εγώ μαζί σου! είπε η Κλειώ πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια. Cleo said, skipping down the steps a couple of times.

— Εσύ, Κατίνα, φύλαγε τα μικρά! φώναξε η Αφροδίτη.

Και ρίχνοντας την ποδιά της στο κεφάλι της, βιαστικά πήρε τον κατήφορο με την Κλειώ που ξεσκούφωτη, πήγαινε πλάγι της. And throwing her apron over her head, she hastily took the descent with Cleo, who took off her coat, and went to her side. Μα δεν έκαναν πολύ δρόμο. Δεν είχαν προλάβει ακόμα τον κατήφορο και μπροστά τους είδαν ένα ναυτόπουλο μακρολέλεκα, στ' άσπρα, και πλάγι του ένα μικρότερο με κοντά παντελόνια αγόρι που το βαστούσε ο μακρολέλεκας από το μπράτσο. They had not yet caught up with the descent and in front of them they saw a baby mackerel, in white, and by his side a smaller boy in short pants, who was being carried by the mackerel's arm. Πάλι σκίασε η Αφροδίτη τα μάτια της να δει πιο καλά, μα την πρόλαβε η Κλειώ. Aphrodite shaded her eyes again to see better, but Cleo caught up with her.

— Να τον! - Here he is! αναφώνησε. he exclaimed. Και είναι με τον Γιάννη! And she is with Giannis!

Ναι, ήταν ο Γιάννης και, πλάγι του, αργά ανέβαινε ο Αντώνης. Yes, it was Giannis and, by his side, Antonis was slowly climbing up. Μα δεν είχε ο Αντώνης το γνωστό πετειναρίστικό του αέρα. But Antonis didn't have his well-known cocky air. Πήγαινε με πεσμένα τα φτερά και κρεμασμένο το κεφάλι. Και σαν τον έφθασαν οι δυο γυναίκες, είδαν πως το πρόσωπο του και τα ρούχα του ήταν όλο αίματα. And when the two women reached him, they saw that his face and clothes were covered in blood.

— Μη χειρότερα! — No worse! έκανε η Αφροδίτη και δεν μπόρεσε να πει άλλο. Aphrodite said and could say no more. Μα της είπε ο Γιάννης, καθησυχαστικά: But Giannis told her reassuringly:

— Δεν είναι τίποτα! Πιάστηκε σε πετροπόλεμο κι έφαγε μια πέτρα... He got caught in a stone war and ate a stone...

Καινούριο σούσουρο έγινε στη βεράντα σαν έφθασαν. There was a new commotion on the porch as soon as they arrived. Ακόμα και η Κατίνα έχασε το πάσο της. Even Katina lost her pass.

— Τι έπαθε; - What happened to him;

— Πώς το 'κανε;

— Έχει πληγή στο μέτωπο! — He has a wound on his forehead!

— Αντώνη, ματώθηκες! — Antonis, you are bloody!

Ο Αντώνης δεν απαντούσε σε κανένα. Antonis did not answer anyone. Σα μισοζαλισμένος, κάθουνταν στην κουνιστή πολυθρόνα της θείας και κοίταζε μια τον έναν, μια τον άλλο και αφήνουνταν στα γοργά χέρια της Αφροδίτης, και σιωπηλά έπινε το δροσερό από τη στάμνα νερό που του είχε φέρει η κερα-Ρήνη. As if half dazed, he sat in his aunt's rocking chair and looked at each other and left himself in the swift hands of Aphrodite, and silently drank the cool water from the pitcher that the horn-Rhine had brought him.

Και, όπως τη μέρα που τον δάγκασε ο Ντον, όλες φασάρευαν γύρω του, τραπεζιέρα, μαγείρισσα, εξαδέλφες και αδελφές, ποια θα τον πρωτοπλύνει, ποια θα του πρωτοφέρει άρνικα, ξαντό, μαντίλια. And, as on the day when Don had bitten him, they all bustled about him, table-maid, cook, cousins and sisters, who would be the first to wash him, who would be the first to bring him arnica, blond, handkerchiefs. Και στο τέλος του έδεσαν το μέτωπο, κι αυτή τη φορά ήταν ο κόμπος από πίσω. And in the end they tied his forehead, and this time it was the knot from behind. Και γονατιστός πλάγι στην πολυθρόνα, ακίνητος, κρατούσε ο Αλέξανδρος μ' ευλάβεια, σα δισκοπότηρο, μια καθαρή φορεσιά. And kneeling on the side of the armchair, motionless, Alexander reverently held, like a chalice, a clean costume.

Και όταν πια, πλυμένος, καθαρισμένος, μαντιλοδεμένος και αλλαγμένος, ξανακάθισε ο Αντώνης στην κουνιστή της θείας πολυθρόνα, ρώτησε η Κλειώ: And when Antonis, washed, cleaned, clothed and changed, sat down again in his aunt's rocking chair, Cleo asked:

— Και ποιος σου έριξε την πέτρα; — And who threw the stone at you?

Μα ο Αντώνης δε μίλησε. But Antonis did not speak. Και πήρε το λόγο ο Γιάννης και είπε: And John took the floor and said:

— Κάτι χαμίνια, μαγκόπαιδα μεγάλα, που είχαν μπλέξει σε πετροπόλεμο με μια τσούρμα μαρίδα. — Some rascals, big mango kids, who were involved in a stone war with a bunch of marida.

Συγκινημένη χάιδεψε η Αφροδίτη το κεφάλι του Αντώνη. Moved, Aphrodite caressed Antonis' head.

— Το καημένο! - Poor guy! είπε πονόψυχα. he said painfully.

Η κερα-Ρήνη όμως, που με τα χέρια στους γοφούς άκουε και παρακολουθούσε, ρώτησε: However, Kera-Rini, listening and watching with her hands on her hips, asked:

— Μα πώς βρέθηκες εκεί, κυρ Αντώνη; Η θεία σου σε είχε στείλει στη σοφίτα! — But how did you get there, Mr. Antonis? Your aunt had sent you to the attic!

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε. Antonis did not answer.

— Αλήθεια, Αντώνη, πώς βρέθηκες στο δρόμο; ρώτησε η Αλεξάνδρα. — Really, Antonis, how did you find yourself on the road? Alexandra asked.

— Εμείς σε γυρεύαμε παντού, σ' όλο το σπίτι... πρόσθεσε η Πουλουδιά. — We were looking for you everywhere, throughout the house... Poulodia added.

— Γιατί βγήκες έξω, Αντώνη, επανέλαβε η Αλεξάνδρα, αφού έπρεπε να είσαι στη σοφίτα; — Why did you go out, Antonis, repeated Alexandra, since you should have been in the attic?

— Γιατί... γιατί, ξέσπασε ο Αντώνης ξαναβρίσκοντας τη φωνή του στην αγανάκτηση του, γιατί δεν ήθελα να είμαι τιμωρημένος, που θα 'ρχουνταν οι γονείς... και πήγα στο λιμένα... — Why... why, Antonis burst out, finding his voice again in his indignation, because I didn't want to be punished, where the parents would come... and I went to the port...

Αστροπελέκι έπεσε στο ακροατήριο. Astropeleki fell in the audience.

— Στο λιμένα! — At the port!

— Μόνος!

— Το 'κανες αυτό! — You did that!

— Βρήκες το δρόμο! — You found the way!

Τ' αδέλφια του Αντώνη ήταν έτοιμα να προσκυνήσουν. Antonis' brothers were ready to worship. Τους φάνηκε ξαφνικά πως το μαντιλοδεμένο του κεφάλι ακτινοβολούσε. It suddenly appeared to them that his scarf-bound head was glowing.

Ο Αντώνης ήταν φωστήρας! Antonis was a luminary! Ο Αντώνης ήταν ήρωας, άξιος να καταπιαστεί τα πιο μεγάλα πράματα! Antonis was a hero, worthy to tackle the greatest things!

Μα δεν πρόφθασε ο Αντώνης να χαρεί τη δόξα του. But Antonis did not get to enjoy his glory. Ρώτησε η Κατίνα:

— Και γιατί γύρισες μόνος σου; Γιατί δεν ήλθες με τους θείους; Και αποκρίθηκε γελώντας ο Γιάννης: — And why did you come back alone? Why didn't you come with the uncles? And Giannis replied laughing:

— Καλέ, εδώ, λίγο παρακάτω τον βρήκα! — Well, here, a little further down I found him! Και είπε ο Αντώνης, μαζεμένος πάλι: And Antonis said, gathering himself again:

— Ναι, δεν πρόφθασα να τους βρω! — Yes, I didn't manage to find them! Δεν πρόφθασα ν' ανέβω στο βαπόρι! I didn't get on the steamer!

— Καλέ, δε λες πως βγήκες στα τρυφερίτσια και σε πιάσανε με τις πέτρες! - Well, you don't say that you went out to tryferitsia and they caught you with the stones! χαχάνισε η κερα-Ρήνη. giggled the horn-Rini. Τι μας κρένεις για λιμάνια και βαπόρια; Θα πήγαινες τώρα συ... What do you think about ports and steamships? Would you go now with...

— Ναι! Θα πήγαινα! I would go! διέκοψε ο Αντώνης με αγανάκτηση. Και θα 'βρισκα το δρόμο μια χαρά! And I would find the way just fine!

Τ' αδέλφια θαύμασαν πάλι. The brothers marveled again. Μα η κερα-Ρήνη τους έκοψε τη φόρα: But the horn-Rhine interrupted them:

— Και γιατί δεν πήγε η αφεντιά σου; — And why didn't your boss go?

— Γιατί ήταν κάτι παιδιά που έπαιζαν ένα παιχνίδι και στάθηκα να δω, είπε ο Αντώνης, κι έπιαναν σκλάβους και τους ξεσκλάβωναν οι άλλοι... — Because there were some children who were playing a game and I stopped to see, said Antonis, and they were catching slaves and the others were enslaving them...

— Έπαιζαν σκλαβάκια, βρε μπούφο! — They were playing slaves, you owl! Αμπάριζες δηλαδή! I mean you bastards! διέκοψε ο Γιάννης.

— Αμπάριζες! Έπαιζαν αμπάριζες! αναφώνησε αναμμένη η Κλειώ. Cleo exclaimed heatedly. Και δεν μπήκες και συ στο παιχνίδι, Αντώνη! And you didn't join the game either, Antonis!

Ο ενθουσιασμός της Κλειώς ντρόπιασε τον Αντώνη. Cleos' enthusiasm embarrassed Antonis.

— Δεν ήξερα πώς το παίζουν... άρχισε, μα τον διέκοψε η Κλειώ. — I didn't know how they play it... he began, but Cleo interrupted him.

— Είχαν καλό αρχηγό; ρώτησε. — Did they have a good leader? asked.

— Καλέ, ήταν μαρίδα! — Well, it was a marida! αποκρίθηκε ακατάδεχτα ο Γιάννης. Giannis replied disapprovingly. Και τους βάλαν εμπρός τα χαμίνια, γιατί ήταν όλα τόσα δα... And they put the haminis in front of them, because they were all so...

— Καθόλου! φώναξε ο Αντώνης και πετάχθηκε από την πολυθρόνα της θείας. shouted Antonis and jumped from his aunt's armchair. Ήταν ένας μικρός που έτρεχε και ξεσκλάβωνε όλους! He was a little guy running around enslaving everyone! Μα ήλθε ένας μεγάλος, που δεν ήταν του παιχνιδιού, και του έδωσε μια τρικλοποδιά, έτσι... But a grown man came, who was not of the game, and gave him a three-legged, so...

Έδωσε και ο Αντώνης μια τρικλοποδιά στο σιδερένιο τραπέζι που έπεσε με πάταγο στις πλάκες της βεράντας και ο κρότος σκέπασε όλα τα ξεφωνητά. Antonis also gave the iron table a three-legged kick that fell with a wave on the slabs of the veranda and the clatter covered all the voices.

Η κερα-Ρήνη έφυγε τρεχάτη, σκεπάζοντας τ' αυτιά της, και η Αφροδίτη πετάχθηκε, σήκωσε το τραπέζι κι έσπρωξε τον Αντώνη στην κουνιστή πολυθρόνα της θείας. The candle-Rhine ran away, covering her ears, and Aphrodite jumped up, lifted the table and pushed Antonis into her aunt's rocking chair.

— Αν δεν κάτσεις ήσυχος, του είπε μαλωσιάρικα, θα σπάσεις και τις πλάκες και τα δικά μας κεφάλια! — If you don't sit still, she told him smugly, you will break both the plates and our own heads! Στάσου ν' ακούσει η θεία σου πως πιάστηκες με χαμίνια του δρόμου, και να δεις τι έχεις να πάθεις! Wait until your aunt hears that you got caught with street urchins, and see what you're up to!

— Γιατί; ρώτησε η Κλειώ. - Why; Cleo asked. Και πρόσθεσε:

— Δεν έχει να πάθει τίποτα ο Αντώνης! — Antonis is fine! Τι έκανε κακό; What did it hurt?

— Μπράβο, μπράβο, Κλειώ! — Well done, well done, Cleo! Έτσι του λες και παίρνει θάρρος! That's what you tell him and he takes courage! αναφώνησε η Αφροδίτη. Εγώ νίβω τα χέρια μου πια! I wash my hands now! Κάνετε σεις καλά! You are doing well!

Και μπήκε στην τραπεζαρία μουρμουρίζοντας και φοβερίζοντας και άρχισε να σηκώνει το τραπέζι. And he came into the dining-room muttering and bullying, and began to lift the table.

Η Κλειώ είχε δώσει μια σπρωξιά στην πολυθρόνα της θείας Μαριέτας, που έγειρε βαθιά πίσω και βούτηξε πάλι εμπρός. Cleo had given Aunt Marietta's armchair a push, which leaned back deeply and dived forward again.

— Ουφ! έκανε σκασμένη. she snapped.

— Έχει δίκαιο η Αφροδίτη! — Venus is right! αποφάσισε η Κατίνα. Katina decided.

— Καθόλου! διέκοψε η Κλειώ. Κι εγώ αν έβλεπα να παίζουν αμπάριζες, θα έμπαινα στο παιχνίδι. I too, if I saw avarices playing, I would join the game. Καλά έκανες, Αντώνη... You did well, Anthony...

Με το χέρι αναποδογύρισε τα μαλλιά του, τα σήκωσε όλα όρθια πάνω από το μαντιλοδεμένο του μέτωπο. With a hand he flipped his hair, pulling it all up over his scarf-banded forehead.

— Να, τώρα είσαι ωραίος και μ' αρέσεις, μοιάζεις σκαντζόχοιρος! — Now you are beautiful and I like you, you look like a hedgehog! είπε τσαχπίνικα. she said teasingly. Και μ' αρέσεις, γιατί όλο αταξίες κάνεις! And I like you, because you keep doing mischief!

Η Αλεξάνδρα και η Πουλουδιά στάθηκαν φρικιασμένες. Alexandra and Pouloudia stood horrified. Ήταν πρώτη φορά που άκουαν τέτοια ηθική. It was the first time they had heard such morality. Και ο Αλέξανδρος, που είχε βγάλει μαντίλι και τάλιρο και φεγγοβολούσε με μια μεγάλη μελανιά στο μέτωπο, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. And Alexander, who had taken off his scarf and talir and was beaming with a large bruise on his forehead, was left with his mouth open. Όλοι κοίταζαν την Κλειώ ταραγμένοι. Everyone looked at Cleo in shock. Ακόμα και ο Αντώνης δεν ήξερε τι στάση να πάρει, γιατί δεν ήταν βέβαιος αν κορόιδευε η Κλειώ ή αν εννοούσε όσα έλεγε. Even Antonis didn't know what to do, because he wasn't sure if Cleo was joking or if she meant what she said. Μόνος ο Γιάννης, ακουμπισμένος στον τοίχο, με τα χέρια πίσω του, κρυφογελούσε σιωπηλά. Giannis was alone, leaning against the wall, with his hands behind him, chuckling silently.

— Ναι, μ' αρέσεις εσύ, είπε μάγκικα η Κλειώ, γιατί δεν είσαι φρόνιμος και δεν κάνεις τον φρόνιμο. — Yes, I like you, said Cleo magically, because you are not wise and you do not act wise. Σπάζεις τζάμια, σπάζεις κεφάλια, προπάντων το δικό σου, τα βάζεις με μαγκόπαιδα δυο φορές μεγαλύτερα σου, τραβάς τ' αυτιά του Ντον, κάνεις όλες τις αταξίες που κάνουν τα κακά παιδιά στα βιβλία! You break windows, you break heads, especially yours, you mess with boys twice your age, you pull Don's ears, you do all the mischief that bad kids do in books!

— Και... και αυτό σ' αρέσει; ρώτησε σαστισμένη η Αλεξάνδρα που ένιωθε μέσα της να κλονίζονται όλα όσα ήξερε για το καλό και το κακό. — And... do you like that too? asked Alexandra in bewilderment as she felt everything she knew about good and evil shake within her.

— Μ' αρέσει, είπε η Κλειώ, γιατί δεν είναι υποκριτής... Και είναι παλικαράκι! — I like it, said Cleo, because he is not a hypocrite... And he is a lad!

Μια στιγμή τ' αδέλφια στάθηκαν να συλλογιστούν και να ζυγίσουν αυτά που είπε η μεγάλη εξαδέλφη. For a moment the siblings stood to ponder and weigh what the older cousin had said. Και είπε η Κλειώ:

— Σα βρέθηκε αυτός ο μικρούτσικος Αντώνης... γιατί μαρίδα είναι και αυτός... ανάμεσα σε μεγάλα χαμίνια, δεν το 'στριψε, μόνο τα 'βαλε μαζί τους. — This little Antonis was found for you... because he's a scum too... in the midst of big messes, he didn't screw it up, he just put it with them. Μ' αρέσει που στάθηκε και μετρήθηκε μ' αυτούς κι έφαγε την πέτρα! I love that he stood and measured them and ate the stone! Η Κατίνα έγειρε πάλι πίσω το κεφάλι της. Katina tilted her head back again.

— Αυτά δεν είναι καμώματα φρόνιμου παιδιού, είπε μεγαλόπρεπα. — These are not the antics of a wise child, he said majestically.

— Βέβαια όχι! — Of course not! είπε ή Κλειώ. Μα δεν είναι φρόνιμος ο Αντώνης, είναι πετειναράκι, και πιάνοντας τον από το πιγούνι: Εσύ μ' αρέσεις, επανέλαβε, επειδή είσαι άτακτος και είσαι και παλικάρι! But Antonis is not wise, he is a cock, and grabbing him by the chin: I like you, he repeated, because you are naughty and you are also a boy! Κάνεις όλες τις αταξίες, μα δε φοβάσαι και να τις φας! You do all the mischief, but you're not afraid to eat it either! Και γι' αυτό μ' αρέσεις, μ' αρέσεις! And that's why I like you, I like you!

Ο Αντώνης τράβηξε το πιγούνι του από το χέρι της εξαδέλφης του, μισοντροπιασμένος μισοευχαριστημένος, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι ήταν ωραίο στην αταξία του. Antonis pulled his chin from his cousin's hand, half-ashamed and half-pleased, not really understanding what was good about his disorder. Έριξε μια λοξή ματιά στ' αδέλφια του, γυρεύοντας κάπου να στηριχθεί, μ' αντάμωσε το βλέμμα της Αλεξάνδρας τόσο φορτωμένο καταδίκη, που τα έχασε ολότελα. He cast a sideways glance at his brothers, turning somewhere to lean on, he met Alexandra's look so loaded with condemnation, that he lost it completely. Τον είδε η Κλειώ κι έμπηξε τα γέλια. Cleo saw him and laughed. Και πιάνοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια της, τον φίλησε. And taking his head between her hands, she kissed him. Αυτό πια τον αποτελείωσε. This is what made him. Τον Αντώνη! Να τον φιλήσει κορίτσι! Kiss him girl! Και μπρος στ' αδέλφια του κιόλα! And forward to his brothers too! Και σα να μην έφθανε αυτό, έμπηξε και ο Γιάννης τα γέλια! And as if that wasn't enough, Giannis also joined in the laughter! Τα πράματα θα τελείωναν άσχημα, ίσως μ' επανάσταση. Things would end badly, perhaps with a revolution.

Μα την ίδια στιγμή έγινε σούσουρο, Αφροδίτη και κερα-Ρήνη πετάχθηκαν έξω και κατέβηκαν στο δρόμο όπου, τρίζοντας και στενάζοντας, βουτώντας και κυλώντας, κατάφθαναν δυο λαντά φορτωμένα ανθρώπους και σεντούκια και σταμάτησαν εμπρός στη βεράντα. But at the same moment there was a rustling, Aphrodite and the candle-Rhine flew out and went down the road, where, creaking and groaning, diving and rolling, they came upon two carts laden with people and chests and stopped in front of the porch. Αδέλφια κι εξαδέλφια κατρακύλησαν τη σκάλα και χύθηκαν στο δρόμο με φωνές και αλαλαγμούς. Brothers and cousins tumbled down the stairs and spilled into the street with shouts and screams.

Μόνος ο Αντώνης έμεινε στην πολυθρόνα της θείας Μαριέτας, ανήσυχος, αβέβαιος αν έπρεπε να κατέβει ή να περιμένει την μπόρα εκεί που κάθουνταν. Antonis alone remained in aunt Marietta's armchair, anxious, unsure whether he should go down or wait for the rain where he sat. Άκουσε τη φωνή της μαμάς που ρωτούσε: «Μπα! He heard his mother's voice asking, “Nah! Τι έπαθες, Αλέξανδρε; Και πού είναι ο Αντώνης;» και την είδε που ανέβαινε τρεχάτη, χαρούμενη, κρατώντας τον Αλέξανδρο στην αγκαλιά και τις δυο αδελφές κρεμασμένες στο άλλο της χέρι. What happened to you, Alexander? And where is Antonis?' and he saw her running up, happy, holding Alexander in her arms and the two sisters hanging on her other arm. Πίσω, γελαστή και ασπροντυμένη, ανέβαινε η θεία Αργίνη. Aunt Argini came up behind, smiling and dressed in white. Τότε δε βάσταξε ο Αντώνης. Then Antonis couldn't stand it. Πετάχθηκε πάνω, χύθηκε στη μαμά του, την αγκάλιασε από τη μέση και ακούμπησε το μέτωπο του στη φούστα της για να κρύψει τα μάτια του που, ήθελε δεν ήθελε, βούρκωναν. He jumped up, threw himself at his mom, hugged her around the waist and rested his forehead on her skirt to hide his eyes which, like it or not, were watering.

— Τι έπαθες, Αντώνη, χτύπησες; αναφώνησε η μαμά βάζοντας χάμω τον Αλέξανδρο και πιάνοντας στα δυο της χέρια το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Αντώνη. — What happened to you, Antonis, did you hit? exclaimed the mother, putting Alexander down and taking the head of Antonis in both her hands.

Πηδηχτή και ζεσταμένη ανέβαινε η θεία Μαριέτα με τα εξαδέλφια. Jumpy and hot, Aunt Marietta came up with the cousins.

— Πάλι! αναφώνησε σαστισμένη. Πού πληγώθηκες; Έλα να δω! Where were you hurt? Come and see!

— Δεν είναι τίποτα, είπε ο Γιάννης, έφαγε μια πέτρα. — It's nothing, said John, he ate a stone. Επιφωνήματα, ρωτήματα, σύγχυση κι εξηγήσεις, με κάποια χασμωδία, βούιζαν εδώ, εκεί, παντού, όταν, αφού πλήρωσε τ' αμάξια και παρέδωσε στην Αφροδίτη τις αποσκευές, ανέβηκε ο πατέρας στη βεράντα με τους δυο θείους. Exclamations, questions, confusion and explanations, with some yawning, were buzzing here, there, everywhere, when, after paying for the car and handing over the luggage to Aphrodite, the father went up to the veranda with the two uncles.

Είδε το μελανιασμένο μέτωπο του Αλέξανδρου, το δεμένο κεφάλι του Αντώνη και είπε μισομαλώνοντας μισογελώντας: He saw the bruised forehead of Alexander, the bandaged head of Antonis and said, half-smiling, half-laughing:

— Μα τι πάθαν τα δυο μου αγόρια; Κούτρισαν ο ένας με τον άλλο σαν αυγά του Πάσχα; — But what happened to my two boys? Did they hatch on each other like Easter eggs?

Και τότε, τινάζοντας τα δυο της παχιά χεράκια, είπε η θεία Μαριέτα: And then, shaking her two fat little hands, Aunt Marietta said:

— Να παραλάβεις τώρα εσύ το γιο σου, Μανόλη! — Now take your son, Manolis! Εγώ είδα και απόειδα! I saw and left! Τρελαντώνη, Λωλαντώνη τον λέγει η κερα-Ρήνη, μ' αλήθεια, όρια πια δεν έχει η τρέλα του. Crazy, Lolandoni, Kera-Rini calls him, truly, his madness knows no bounds. Πιάστηκε, λέει, σε πετροπόλεμο με χαμίνια του δρόμου κι έσπασε το κεφάλι του. He was caught, he says, in a stone war with street urchins and broke his head. Μα πώς βρέθηκε στο δρόμο ούτ' εγώ δεν ξέρω. But how he found himself on the road I don't even know.

— Ακόμα δε φθάσαμε, Αντώνη, και από τώρα αταξίες... έκανε θλιμμένη η μαμά. — We haven't arrived yet, Antonis, and from now on mischief... said the mother sadly.

Μα τη διέκοψε ο θείος Γιώργης: But Uncle George interrupted her:

— Στάσου, Βιργινία, να δούμε πρώτα, είπε. — Wait, Virginia, let's see first, he said.

Και τράβηξε τον Αντώνη ανάμεσα στα γόνατα του, του έλυσε το μαντίλι και ξεσκέπασε μια τρίγωνη τρυπίτσα κόκκινη, μεταξύ στα δυο φρύδια. And he pulled Antonis between his knees, untied his scarf and revealed a triangular red piercing, between the two eyebrows. Την εξέτασε, ζούλησε το μέτωπο ολόγυρα και είπε γελαστά: He examined her, frowned roundly, and said laughingly:

— Άιντε, είναι η πρώτη του πολέμου λαβωματιά. — Come on, it's the first battle of the war. Ώσπου να παντρευτεί, θα του περάσει! Until he gets married, he'll be fine!

Και στη μαμά, που έσκυβε απάνω του ανήσυχη, είπε ζωηρά: And to the mother, who was leaning over him anxiously, he said briskly:

— Δέσε του το κεφάλι, Βιργινία, και μην ανησυχείς. — Bind his head, Virginia, and don't worry. Δε θα πεθάνει τούτη τη φορά! He won't die this time!

Μα τα φρύδια του πατέρα έμεναν σουρωμένα, τα μαύρα μάτια του απειλούσαν βροντές και αστραπές. But the father's eyebrows remained furrowed, his black eyes threatened thunder and lightning.

— Πώς έφαγες την πέτρα; ρώτησε. — How did you eat the stone? asked.

— Ήταν πετροπόλεμος, είπε μουδιασμένος ο Αντώνης, και βρέθηκα κι εγώ στη μέση... και μου έριξε ένα παιδί μια σπασμένη κεραμίδα... — It was a stone war, Antonis said numbly, and I was also in the middle... and a child threw a broken tile at me...

— Τ' ακούς; Τ' ακούς; Και του είναι απαγορευμένο να παίζει στο δρόμο με άγνωστα παιδιά! — Do you hear that? Do you hear that? And he is forbidden to play in the street with unknown children! διέκοψε η θεία.

Τα πράματα έπαιρναν πολύ άσχημη όψη. Things were looking very bad. Τ' αδέλφια του Αντώνη άρχισαν να τρέμουν. Antonis' brothers began to tremble. Πετάχθηκε τότε η Κλειώ και είπε: Then Cleo jumped up and said:

— Σα βρεθείς στη μέση, θεία μου, δεν μπορείς να μην πολεμήσεις και συ. — You find yourself in the middle, my aunt, you can't help but fight too. Σας βεβαιώνω πως και ο Γιάννης το ίδιο θα έκανε. I assure you that Giannis would do the same.

— Δηλαδή το ίδιο έκανα! — So I did the same! διόρθωσε ο Γιάννης. John corrected.

— Τι; Ανακατώθηκες στον πετροπόλεμο; Έριξες και συ πέτρες; ρώτησε σαστισμένη η θεία Μαριέτα. - What; Did you get involved in the stone war? Did you throw stones too? Aunt Marietta asked in bewilderment.

— Και βέβαια έριξα, κι έφαγα μερικές, μα όχι στο κεφάλι. — And of course I threw up, and ate some, but not on the head.

Ο Αντώνης ήταν πιο άτυχος και την έφαγε στο πρόσωπο. Antonis was more unlucky and ate her in the face. Αγανακτισμένη γύρισε η θεία Μαριέτα στη θεία Αργίνη. Indignantly, Aunt Marietta turned to Aunt Argini.

— Και το επιτρέπεις εσύ; ρώτησε. Η θεία Αργίνη γέλασε. Aunt Argini laughed.

— Όχι, είπε, δεν το επιτρέπω, και το ξέρει ο Γιάννης. — No, he said, I don't allow it, and Giannis knows it. Και δε θα έπαιζε πετροπόλεμο χωρίς ανάγκη. And he wouldn't play stone war without need. Κάτι θα 'τυχε. Something will happen. Πες, Γιάννη, πώς έγινε; Tell me, John, how did it happen?

Και είπε ο Γιάννης:

— Ήταν κάτι χαμίνια, κοτζάμ αγόρια, που πιάστηκαν με μια τσούρμα μικρά, μαρίδα τόση δα, και τη βάλανε μπροστά. — It was something haminia, kojam boys, who were caught with a bunch of little ones, marida so much da, and they put her in front. Τα μικρά διαφεντεύθηκαν τότε με πέτρες, έριξαν και οι μεγάλοι και άναψε ο πετροπόλεμος. The children were then pelted with stones, the adults also threw and the stone war started. Μπήκε στη μάχη και ο Αντώνης, τον είδα από μακριά κι έτρεξα κι εγώ, κι έριξα κι εγώ πέτρες και τους σκόρπισα: Αυτό ήταν όλο! Antonis also joined the battle, I saw him from a distance and I also ran, and I also threw stones and scattered them: That was all!

— Τ' ακούς; Τ' ακούς, Μανόλη; αναφώνησε η θεία Μαριέτα. — Do you hear that? Do you hear that, Manoli? exclaimed Aunt Marietta.

— Τ' ακούω, είπε ήσυχα ο πατέρας. — I hear you, said the father quietly.

Και κοιτάζοντας τον Αντώνη από κάτω από τα πυκνά του φρύδια, ρώτησε: And looking at Antonis from under his thick eyebrows, he asked:

— Ένα πράμα ήθελα να ξέρω. — One thing I wanted to know. Γιάννη, σαν είδες τον Αντώνη να ρίχνει πέτρες, σε ποιο στρατόπεδο πολεμούσε; Με τη μαρίδα ή με τα χαμίνια; John, if you saw Antonis throwing stones, in which camp was he fighting? With marida or hamini?

— Με τη μαρίδα, βέβαια! — With the marida, of course! Μπήκε στη μάχη την ώρα που υποχωρούσαν οι μικροί και τις έτρωγαν! He entered the battle while the little ones were retreating and eating them!

— Φαντάσου τι μπορούσε να πάθει... έκανε η μαμά. — Imagine what could happen to him... Mom did. Μα τη διέκοψε ο πατέρας: But her father interrupted her:

— Ε, καλά! - OK then! είπε ξεσουρώνοντας τα φρύδια του. he said, furrowing his brows. Αν ήταν με τη μαρίδα, χαλάλι του, και ας πάθαινε. If he was with the marida, let him die. Αν μου έλεγαν όμως, Αντώνη, πως πήγες με τους πιο δυνατούς, θα τελείωνε άσχημα η σημερινή μας συνάντηση. But if they told me, Antonis, that you went with the strongest, our meeting today would end badly. Μα, μιας και πολέμησες με τους μικρούς, που τις έτρωγαν κιόλα από τους μεγάλους, όχι μόνο δε θα σε τιμωρήσω, μα και θα σου πω πως έκανες καλά. But, since you fought with the little ones, who were already eaten by the big ones, not only will I not punish you, but I will also tell you that you did well. Και τώρα, έλα να με φιλήσεις! And now, come kiss me!

Ουφ! Τι ξαλάφρωμα για τ' αδέλφια του Αντώνη! What a shame for Antonis' brothers! Και για τον Αντώνη τι καμάρι τα λόγια του πατέρα! And for Antonis, what a pride the father's words! Όλοι μαζί μιλούσαν, φώναζαν, γελούσαν. Everyone was talking, shouting, laughing together. Και μυστικά τσίμπησε σιγά ο Αντώνης το μπράτσο της Κλειώς και της είπε: And Antonis secretly pinched Cleo's arm and said to her:

— Εσύ πρώτη είπες έναν καλό λόγο... Εσύ άξιζε να είσαι αγόρι! — You were the first to say a good word... You deserved to be a boy!

— Γιατί; ρώτησε ξεκαρδισμένη η Κλειώ. - Why; Cleo asked amused. Τα κορίτσια δε λεν σωστά λόγια; Ή μήπως γιατί είπα πως μ' αρέσεις, πως είσαι πετειναράκι και παλικάρι; Girls don't say the right words? Or maybe because I said that I like you, that you are a cock and a boy?

— Μα εσύ δε φοβήθηκες να μιλήσεις της θείας! — But you weren't afraid to talk about the aunt! είπε ο Αντώνης. Εσύ είσαι παλικάρι, είσαι σαν άντρας! You are a boy, you are like a man!

— Α, μπράβο! έκανε η Κλειώ. Και οι γυναίκες, νομίζεις, δεν είναι παλικάρια; Αμέ η Μπουμπουλίνα; Αμέ η Μαντώ Μαυρογένη; Αμέ η Μόσχω Τζαβέλλα; Αυτές δεν ήταν παλικάρια; And women, don't you think, are lads? Ahem Bubulina? Hey, Manto Mavrogeni? Ah, Moscho Tzavella? Weren't these lads?

Ο Αντώνης δεν είχε ακούσει ούτε τη Μαντώ Μαυρογένη ούτε τη Μόσχω Τζαβέλλα και την Μπουμπουλίνα την ήξερε μόνο σα φιγούρα καραβιού, όρθια στην πλώρη, με φουσκωμένα τα πανιά πίσω της. Antonis had not heard of either Manto Mavrogeni or Moscho Tzavella, and he only knew Bouboulina as the figure of a ship, standing on the bow, with the sails billowing behind her. Έτσι την είχε δει πάντα σ' ένα άδετο κακοτυπωμένο και κουρελιασμένο βιβλίο του Στάμου, που είχε πει της Πουλουδιάς μια μέρα, σαν κόπηκε κι έκλαιγε: «Πώς θα γίνεις Μπουμπουλίνα, αν κλαις για λίγο αίμα;» Μα τι έκανε η Μπουμπουλίνα δεν ήξερε, γιατί δεν το ήξερε ούτε ο Στάμος. This is how he had always seen her in an unbound, badly printed and tattered book by Stamos, who had said to Pouloudia one day, as if she had broken down and was crying: "How will you become Bouboulina, if you cry blood for a while?" But what Bouboulina did she didn't know, because Stamos didn't either. Και λίγο ντροπιασμένος για την άγνοια του, ρώτησε ο Αντώνης: And a little ashamed of his ignorance, Antonis asked:

— Και τι κάναν αυτές και ήταν παλικάρια; — And what did they do and they were lads?

Μα δεν πρόφθασε η Κλειώ ν' αποκριθεί. But Cleo did not have time to respond. Άπλωσε η θεία Αργίνη το χέρι της και τράβηξε τον Αντώνη κοντά της. Aunt Argini reached out her hand and pulled Antonis close to her.

— Θα τις μάθεις όλες τώρα, τις ηρωίδες της Επανάστασης, είπε γελαστά, και αυτές και άλλες και άλλους. — You will learn them all now, the heroines of the Revolution, he said with a laugh, and these and others and others. Θα σου τα πει όλα ο Γιάννης, που τα ξέρει απέξω κι ανακατωτά, τώρα που θα μας μείνεις. Giannis, who knows everything inside out, will tell you everything now that you will stay with us. Και στις παύσεις θα ‘χομε ‘μείς άλλο ένα μεγάλο αγόρι στο σπίτι. And during the breaks we will have another big boy at home.

Ο Αντώνης δεν κατάλαβε. Antonis did not understand. Γύρισε στον πατέρα και στη μαμά τα σαστισμένα μάτια του. He turned his bewildered eyes to father and mother.

— Ε, βέβαια, είναι πια μεγάλο αγόρι, είπε ο θείος Ζωρζής χαϊδεύοντας τις φαβορίτες του και χαμογελώντας με το πλατύ του χαμόγελο, είναι πια καιρός να πάγει σχολείο. — Well, of course, he's a big boy now, said uncle Zorzis, stroking his sideburns and smiling his broad smile, it's time for him to go to school.

Στη σάστισή του ο Αντώνης ξαναβρήκε τη φωνή του. To his bewilderment, Antonis found his voice again.

— Θα πάγω σχολείο, μπαμπά; φώναξε. — Am I going to school, dad? cried. Ο πατέρας γέλασε.

— Αμέ γιατί, νομίζεις, ήλθαμε; Για να σου βρούμε σχολείο! — Well, why do you think we came? To find you a school! αποκρίθηκε.

Τα γαλανά μάτια της μαμάς είχαν βουρκώσει. Mom's blue eyes were watery.

— Λυπάσαι; ρώτησε. — Are you sorry? asked.

— Αχ, όχι!

Του ξέφυγε του Αντώνη η φωνή του και στάθηκε ντροπιασμένος, διστακτικός για τη χαρά του, την ώρα που βούρκωνε η μαμά. Antonis's voice escaped him and he stood embarrassed, hesitant about his joy, while mom was sulking. Μα ο πατέρας έβαλε τα πράματα στη θέση τους. But the father put things right.

— Βέβαια και δε λυπάται, έστω και αν χωρίζεται από μας. — Of course, he is not sorry, even if he is separated from us. Στο σχολείο θα μάθει έναν κόσμο πράματα και θα έχει συμμαθητές και φίλους... At school he will learn a lot of things and have classmates and friends...

— Και θα παίζομε σκλαβάκια! φώναξε ο Αντώνης διακόπτοντας τον πατέρα του, στον ενθουσιασμό του απάνω. cried Antonis, interrupting his father, to his excitement.

— Και θα μάθεις πρώτα-πρώτα πειθαρχία και να μη διακόπτεις τους μεγαλύτερους σου, παρατήρησε η θεία Μαριέτα. — And first of all you will learn discipline and not to interrupt your elders, remarked Aunt Marietta.

— Θα μάθει να είναι και πιο φρόνιμος ελπίζω, πρόσθεσε ο μπαμπάς σουρώνοντας λαφριά τα φρύδια του. — He'll learn to be wiser, I hope, added dad, lightly brushing his eyebrows. Η θεία σου μου λέγει... Your aunt tells me...

— Πως είναι λίγο σκάνταλος, διέκοψε η θεία Αργίνη, με το γλυκό χαμόγελο της. — How he is a bit of a scandal, interrupted Aunt Argini, with her sweet smile. Μα στο σχολείο όλα αυτά θα διορθωθούν. But at school all this will be corrected. Και ο Γιάννης ήταν σκάνταλος. And Giannis was a scandal. Και όμως τώρα φρονίμεψε και μ' ακούει. And yet now he's wised up and listens to me. Ε, Γιάννη;

Ο Γιάννης δε μίλησε. Χαμογέλασε μόνο κι έγειρε πίσω το κεφάλι του με το νάζι της Κατίνας. He only smiled and tilted his head back with Katina's nazi.

— Όλα τ' αγόρια έχουν ανάγκη από σχολείο. — All boys need school. Στρώνει το χαρακτήρα, είπε ο θείος ο γιατρός και χαμογέλασε κι εκείνος κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι. It sets the character, said the doctor uncle and he smiled as well, shaking his head up and down. Αν δεν τριφτείς με συντρόφους και αν δε φας μερικές καρπαζιές... δε γίνεσαι άνθρωπος. If you don't rub elbows with your mates and eat a few watermelons... ...you don't become human. Άιντε, έλα, Αργίνη. Μας περιμένουν τα μικρά. The little ones are waiting for us. Κατίνα, Κλειώ, Γιάννη, εμπρός, πάμε σπίτι. Katina, Cleo, Johnny, come on, let's go home. Χαμηλόφωνα, με μια φιλική σπρωξιά στον Αντώνη, είπε η Κλειώ: In a low voice, with a friendly nudge to Antonis, Cleo said:

— Θα τις φας, μα και θα τις δώσεις, ε, Αντώνη; Και πετροπόλεμο, ξέρεις... παίζουν και στα σχολεία... - You're going to eat them and give them away, aren't you, Anthony? And stone fighting, you know... they play in schools...

Του έκανε μαριόλικα το μάτι και ακολούθησε τη θεία Αργίνη που, από τη σκάλα της βεράντας, γύριζε να τη φωνάξει. He gave him a morbid look and followed Aunt Argynine, who, from the porch stairs, was coming back to call her. Πού να κοιμηθούν εκείνο το βράδυ τα τέσσερα αδέλφια! Where could the four brothers sleep that night! Καθισμένα στα κρεβάτια τους, με τις κουνουπιέρες πεταμένες πίσω, είχαν στήσει συμβούλιο. Sitting on their beds, with their mosquito nets thrown back, they had set up a council. Το φως του φεγγαριού, που χύνουνταν στην κάμαρα από τη διάπλατα ανοιγμένη μπαλκονόπορτα, άσπριζε τα χαρτιά, τυλιγμένα στα μαλλιά των κοριτσιών, το μαντιλοδεμένο κεφάλι του Αντώνη και ξεχώριζε σκιερή στο μέτωπο του Αλέξανδρου την πρωινή του μελανιά. The moonlight, which spilled into the room through the wide open balcony door, whitened the papers, wrapped in the girls' hair, the head of Antonis' head and distinguished the shadowy bruise on Alexander's forehead in the morning. Αγκαλιάζοντας από πάνω από το μακρύ του νυχτικό τα σηκωμένα γόνατα του και διακόπτοντας των μεγάλων το συμβούλιο, ρώτησε ο Αλέξανδρος: Hugging his raised knees from above his long nightgown and interrupting the council of the grown-ups, Alexander asked:

— Αντώνη, πώς θα γίνεις περιβολάρης της θείας της Αλίς στην Κηφισιά, αφού θα πας στο σχολείο του Βούλγαρη; - Antonis, how will you become a guardian of Aunt Alice's aunt in Kifissia, if you go to Voulgaris' school?

Αποφασιστικά αποκρίθηκε ο Αντώνης: Antonis replied decisively:

— Εγώ δε θα γίνω περιβολάρης! - I'm not going to be a curiosity!

— Θα γίνεις λοιπόν καπετάνιος; Μα πώς θα πηγαίνεις με τη βάρκα, αφού το σχολείο είναι στην Αθήνα και η θάλασσα είναι εδώ; - So you're going to be a captain? But how will you go by boat, since the school is in Athens and the sea is here?

— Ούτε καπετάνιος δε θα γίνω! - I won't even be a captain! διέκοψε ο Αντώνης. Θα γίνω αξιωματικός και θα πολεμώ όλη μέρα. I'm going to become an officer and fight all day.

Και ανάβοντας με τα ίδια του τα λόγια, εξακολούθησε όλο και με περισσότερη έξαψη: And igniting with his own words, he continued with more and more excitement:

— Σήμερα πολέμησα και σήμερα κατάλαβα τι χάζι έχει αυτό που είπε η Κλειώ, να τρως καρπαζιές και να τις δίνεις... - Today I fought and today I understood what a big deal Cleo said, eating watermelons and giving them away...

Και κάνοντας ξένο κεφάλι το ένα του γόνατο, του τράβηξε μια καρπαζιά, ύστερα στο άλλο και πάλι στο πρώτο: «Να, έτσι, παφ εσύ και παφ κι εσύ, παφ κι εγώ», κι έδινε και μια στο σβέρκο του, και πάλι στο άλλο του γόνατο, «παφ κι εσύ», και ύστερα στον ώμο του, ολάκερη μάχη γίνουνταν από τον Αντώνη εναντίον του Αντώνη. And making a foreign head on one of his knees, he drew a carpal, then on the other and again on the first: "There, like this, you and you and you and me," and he gave one to the back of his neck, and again on his other knee, "you and you," and then on his shoulder, a whole battle was fought by Anthony against Anthony. Και τότε η Πουλουδιά έσπασε πρώτη τον κανόνα. And then Bird was the first to break the rule. Ο ενθουσιασμός του Αντώνη τη συνεπήρε τόσο, που κρέμασε ένα πόδι έξω από τα σεντόνια, ύστερα και το άλλο, τη μιμήθηκε ο Αλέξανδρος, τον ακολούθησε η Αλεξάνδρα, κι έξαφνα βρέθηκαν τα τρία αδέλφια καθισμένα πάνω στο ένα κρεβάτι, του Αντώνη που, ανασηκωμένος ανάμεσα τους μ' ενθουσιασμό ακράτητο και χειρονομίες μπόλικες, ξαναπαράσταινε τους πρωινούς του ηρωισμούς. Anthony's enthusiasm so thrilled her that she hung one leg out of the sheets, then the other, Alexander imitated her, Alexandra followed him, and suddenly the three brothers were found sitting on one bed, Anthony's, who, rising up among them with unbridled enthusiasm and gestures galore, was defending his morning heroism again.

Άκουαν τα κορίτσια και θαύμαζαν. They listened to the girls and marveled. Άκουε ο Αλέξανδρος και θαύμαζε κι εκείνος. Alexander listened and Alexander admired and he. Και τώρα που θ' αποχωρίζουνταν τον Αντώνη, δεν τους πείραζε να του δείξουν πως αναγνώριζαν την υπεροχή του, την τόλμη του, την ατρομησιά και τη γρηγοράδα του. And now that they were going to part with Anthony, they didn't mind showing him that they recognized his excellence, his boldness, his bravery and his swiftness. Κι έλεγε ο Αντώνης και άκουαν τ' αδέλφια του, και σηκώθηκε ο Αντώνης όρθιος και ξαναπολέμησε όλο τον πρωινό πετροπόλεμο και κάτι περισσότερο. And Anthony was talking and his brothers were listening, and Anthony stood up and fought the whole morning stone war and more. Κι έτρεψε σε φυγή όλα τα χαμίνια της πρωινής μάχης και άλλα τόσα της φαντασίας του. And he drove away all the hameen of the morning battle and so many more of his imagination. Και σαν είδε τον εαυτό του μόνο και νικητή, ανάμεσα στα θαμπωμένα από τα κατορθώματα του αδέλφια του, δε βάσταξε. And when he saw himself alone and victorious, among his brothers dazzled by his exploits, he did not stop. Έβαλε κάτω το κεφάλι του κι έκανε μια τούμπα ξεφωνίζοντας: He put his head down and did a somersault, shouting:

— Ζήτωωω!... - I'm dying!...

Μα στον ενθουσιασμό του δεν πρόφθασε να μετρήσει την απόσταση, και τα πόδια του βρόντησαν στα σίδερα του κρεβατιού, που γκρεμοτσακίστηκαν με πάταγο στο πάτωμα. But in his excitement he did not have time to measure the distance, and his feet clattered against the bars of the bed, which crashed with a thud to the floor. Και όπου φύγει φύγει τ' άλλα τρία αδέλφια, που ξαναχώθηκαν άψε σβήσε κάτω από τα σεντόνια τους. And where the other three brothers are gone, they are gone again in a moment under their sheets. Και γέμισε η κάμαρα κόσμο. And the chamber was filled with people. Μαμά, θεία, θείος, πατέρας, Αφροδίτη, κερα-Ρήνη, σαν από μαγεία βρέθηκαν όλοι στη μέση. Mum, aunt, uncle, father, Aphrodite, Aphrodite, kero-rena, as if by magic they were all in the middle. Τα τρία αδέλφια ήταν στα κρεβάτια τους, μα οι κουνουπιέρες είχαν μείνει στυλωμένες, και ο Αντώνης, λίγο ζαλισμένος από τούμπα και κρότους, κάθουνταν στο χαλασμένο του κρεβάτι άφωνος σαν ψάρι. The three brothers were in their beds, but the mosquito nets were still in their folds, and Anthony, a little dazed by the tumbling and rattling, sat on his broken bed as speechless as a fish. Η μαμά και η θεία, τρομαγμένες, γύρευαν λαβωμένους και σκοτωμένους. Mom and Auntie, frightened, were looking for the wounded and the dead. Ο θείος, μ' ένα κερί στο χέρι, μισογελούσε και ο πατέρας μισοσούφρωνε τα δασιά του φρύδια. The uncle, with a candle in his hand, was half smiling and the father was half frowning.

— Έπεσε το σίδερο του κρεβατιού; ρώτησε. - Did the bed-iron fall? he asked. Κανένας δε μίλησε.

Κι η κερα-Ρήνη πλησίασε, έπιασε τα δυο πόδια του Αντώνη, τα σήκωσε και όλοι είδαν στο καθένα από ένα πλατύ γδάρσιμο που μάτωνε και κοκκίνιζε τα σεντόνια. And Ker-Reni approached, took hold of Anthony's two legs, lifted them up, and they all saw in each one a broad scratch that bled and reddened the sheets.

— Τον χτύπησε το σίδερο πέφτοντας! - He was hit by the iron falling down! Αχ, το καημένο! Oh, poor thing! αναφώνησε η θεία. the aunt exclaimed.

Κι έτρεξε η Αφροδίτη κι έφερε πάλι άρνικα, ξαντό και μαντίλια κι έδεσε τα πληγωμένα πόδια, όπως είχε δέσει το πρωί το πληγωμένο κεφάλι, και μαμά και θεία πλάγιασαν τρυφερά τον Αντώνη στο ξαναφτιαγμένο του κρεβάτι, με μαντιλοδεμένα κορυφή και πόδια. And Aphrodite ran and brought back the arnica, blond and scarves and tied the wounded legs, as she had tied the wounded head in the morning, and mother and aunt tenderly laid Antonis on his remade bed, with his head and legs tied with scarves. Και σαν τον φίλησαν και τον φασάρεψαν και τον χάιδεψαν και του κατέβασαν την κουνουπιέρα του και τις κουνουπιέρες των αδελφών του, και τον παρηγόρησαν για τις καινούριες του πληγές, μαμά και θεία τού ευχήθηκαν περαστικά και βγήκαν στις μύτες των ποδαριών, πίσω από τον πατέρα και το θείο. And as they kissed him and kissed him and petted him and stroked him and pulled down his mosquito net and his brothers' mosquito nets, and comforted him for his new wounds, his mother and aunt wished him farewell and went out on tiptoe behind his father and uncle. Κάμποση ώρα τα τέσσερα αδέλφια έμειναν σιωπηλά, λίγο σαστισμένα για την τροπή που είχαν πάρει τα πράματα και λίγο ντροπιασμένα για την απίστευτη ατιμωρησία. Και πρώτος ο Αλέξανδρος έκοψε τη σιωπή με τα ψιθυρίσματα του: And Alexander was the first to break the silence with his whispers:

— Αντώνη, είπε χαμηλόφωνα, εσύ δεν ξέρεις τίποτα. - Antonis, he said in a low voice, you don't know anything. Εσύ είπες σήμερα πως η κακή μέρα από το πρωί φαίνεται, και όμως σήμερα ήταν η πιο ωραία μέρα! You said today that the bad day is seen in the morning, and yet today was the best day! Ήλθαν οι γονείς και μας έφεραν εμάς τουφέκια και σπαθιά, και κουζίνα της Αλεξάνδρας, και φλιτζάνια και πιάτα της Πουλουδιάς, και κανένας δε σε μάλωσε για τον πετροπόλεμο. The parents came and brought us rifles and swords, and Alexandra's kitchen, and Pouloudia's cups and plates, and no one scolded you for the stone war. Και τώρα που έσπασες το κρεβάτι σου, πάλι κανένας δε σε μάλωσε... And now that you've broken your bed, no one's scolded you again...

Τον διέκοψε ο Αντώνης:

— Και πρώτον δεν είπε κανένας πως έσπασα εγώ το κρεβάτι, αποκρίθηκε ξεχνώντας να μιλήσει σιγά. - And first of all, no one said I broke the bed, he replied, forgetting to speak softly. Είπε ο θείος πως ήταν παλιό κι έσπασε μόνο του! Uncle said it was old and broke on its own! Και ύστερα, εσύ να μην ξεφυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν... And then, you don't spring up where you're not sown...

— Τι τρέχει απάνω πάλι; ακούστηκε η ανήσυχη φωνή της μαμάς από κάτω κι ευθύς η απάντηση της Αφροδίτης από πάνω: - What's going on upstairs again?The worried voice of Mama came from below and Aphrodite's answer from above:

— Τίποτα, κυρία Βιργινία, εγώ συγυρίζω. - Nothing, Mrs. Virginia, I'm tidying up.

Και μπαίνοντας στην κάμαρα, θυμωμένα ψιθύρισε η Αφροδίτη: And entering the chamber, Aphrodite whispered angrily:

— Θα ησυχάσετε, θηρία; Ή να φωνάξω τον μπαμπά να του πω πως έκανες μια τούμπα κι έσπασες το κρεβάτι; Θαρρείς πως δεν το κατάλαβε η κερα-Ρήνη, και ας μη μίλησε; Αντώνη, Τρελαντώνη, Ζουρλαντώνη, Λωλαντώνη, καλά σε λέγει η κερα-Ρήνη! - Will you be quiet, beasts? Or should I call Daddy and tell him you did a somersault and broke the bed? Do you think that the cuckoo bird didn't notice, even if she didn't speak? Antony, Trellanton, Zourlandon, Lolanton, Lolanton, that's what Crane-Rhine calls you! Θα μας τρελάνεις όλους! You'll drive us all crazy! Κοιμήσου αμέσως! Go to sleep right now!

Όλα τ' αδέλφια ζάρωσαν. All the brothers and sisters cringed. Γύρισε και ο Αντώνης από τον τοίχο κι έκλεισε τα μάτια του. Anthony turned from the wall and closed his eyes. Αυτή η κερα-Ρήνη! This ker-reeen! Τίποτα ωστόσο δεν της ξέφευγε! However, nothing escaped her! Μα θα της ξεφύγει αυτός τώρα που θα πάγει σχολείο! But she'll miss him now that she's going to school! Αχ! σαν πάγει σχολείο... Θα είναι πια με αγόρια... όλο με αγόρια... θα παίζουν πάλι σκλαβάκια... θα πολεμούν όλη μέρα... θα σπάζουν κεφάλια... θα παλεύουν, θα τραβούν σπαθιές, τουφεκιές, κανονιές... θα... θα... Και τον πήρε ο ύπνος με χίλια όνειρα ηρωικά. when he goes to school... She'll be with boys now... All with boys... They'll be playing slaves again They'll be fighting all day... breaking heads... fighting, drawing swords, rifles, cannons... they'll... they'll... And he fell asleep with a thousand heroic dreams.