×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, ΙΓ'. Η ραφτομηχανή

ΙΓ'. Η ραφτομηχανή

Είχε πλαγιάσει ο Αντώνης σαν ανέβηκαν τ' αδέλφια του. Ήταν σα μαγκωμένα και τα τρία, ζεματισμένα, μουδιασμένα ακόμα από το απογεματιανό κακό. Η αταξία του Αντώνη βάραινε πάνω τους. Στο τραπέζι η θεία δε μιλούσε και ο θείος, ύστερα από ένα δυο προφητείες για τον καιρό που θα κάνει αύριο στην Κηφισιά, σώπασε κι εκείνος, και ύστερα έπιασε την εφημερίδα του.

Η Αλεξάνδρα, σοβαρή, συλλογισμένη, ένιωθε πως, σαν πιο μεγάλη, ήταν υπεύθυνη για τα καμώματα του αδελφού της, που μέρα δεν άφηνε να περάσει χωρίς να κάνει και από μια τρέλα. Ντρέπουνταν γι' αυτόν και για όσα θα έλεγαν οι Χορν, τώρα που παρέσυρε και τον Αλέκο στην αταξία του.

Είχε αποφασίσει να μιλήσει του Αντώνη, μα δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. Το είχε πει μάλιστα και της Πουλουδιάς, να τη βοηθήσει εκείνη, να φέρει την ομιλία. Μα η Πουλουδιά, που άλλη φορά θα είχε κολακευθεί πολύ με αυτή την πρόταση, ήταν σα σκαντζόχοιρος εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσες να την πλησιάσεις. Ο Αντώνης όμως δεν άφησε καιρό της Αλεξάνδρας να ετοιμάσει τη φράση της. Την πρόλαβε ρωτώντας:

— Τι φαγί είχατε απόψε;

Η Αλεξάνδρα, που περίμενε μετάνοια και συντριβή από τον αδελφό της, κοντοστάθηκε. Κοίταξε την Πουλουδιά για βοήθεια. Μ' αυτή είχε ακουμπήσει στα κάγκελα του κρεβατιού του Αντώνη και κοίταζε αλλού. Αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος:

— Είχαμε περιστέρια με μπιζέλι.

— Αχ... το αγαπημένο μου φαγί! είπε μελαγχολικά ο Αντώνης. Κρίμα!

Τον λυπήθηκε η Αλεξάνδρα και σταμάτησε όλες τις παρατηρήσεις που είχε ετοιμάσει. Και αποκρίθηκε πάλι ο Αλέξανδρος:

— Το είπε και ο θείος.

— Τι είπε ο θείος; ρώτησε ο Αντώνης.

— Πως ήταν μεγάλη η τιμωρία σου, γιατί τα περιστέρια με τα μπιζέλια είναι το αγαπημένο σου φαγί. Και είπε η θεία: «Τόσο το καλύτερο, να καταλάβει τι έκανε!» Και ύστερα δεν είπε πια τίποτα ο θείος.

Ο Αντώνης έδωσε μια κλοτσιά στο σεντόνι του και το έκανε βουνό χιονισμένο με το πόδι του από κάτω.

— Εμένα δε με μέλει καθόλου, καυχήθηκε πετώντας έξω τα χείλια του, είτε φάγω είτε δε φάγω...

Η ώρα της Αλεξάνδρας είχε έλθει και την άρπαξε και είπε:

— Πρέπει να σε μέλει, Αντώνη! Και πρέπει να γίνεις πια καλό παιδί...

— Σαν τη θεία μιλάς τώρα, διέκοψε ο Αντώνης. Μα η Αλεξάνδρα είχε πάρει φόρα.

— Έχει πολύ δίκαιο η θεία, είπε με αγανάκτηση. Μας ντροπιάζεις όλους, κάθε μέρα, πότε εμπρός στην Αλίς, πότε εμπρός στους άλλους...

— Ποιους άλλους; Τι σαχλαμάρες! διέκοψε πάλι ο Αντώνης.

— Σαχλαμάρες τα λες αυτά; Εσύ αύριο δε θα έλθεις και δε σε μέλει, μα εμείς που θα πάμε στην Κηφισιά και θ' απαντήσομε τον πατέρα του Αλέκου...

— Ωωωω... έκανε η Πουλουδιά.

Και μες στη σαστισμένη σιωπή που ακολούθησε, ξέσπασε στα κλάματα, έδωσε μια κλοτσιά στ' ανεύθυνα πόδια του κρεβατιού κι έτρεξε στο μπαλκόνι.

— Τι σ' έπιασε; φώναξε ο Αντώνης.

— Άσ' την, είπε η Αλεξάνδρα, είναι έτσι, στις κακές της σήμερα. Ό,τι και αν της πεις κλαίγει, τη μάλωσε η θεία που ήλθε στο τραπέζι με βρώμικη ποδιά...

— Όχι, δεν είναι γι' αυτό που κλαίγει, διέκοψε ο Αλέξανδρος. Έκλαιγε και πριν από το τραπέζι.

— Πριν έλεγε πως την πονεί το παπούτσι της, είπε η Αλεξάνδρα.

— Ναι... μα ίσως και τώρα να την πονεί... Βγήκε ο Αλέξανδρος στο μπαλκόνι και ρώτησε:

— Σε πονεί, Πουλουδιά, το παπούτσι σου;

— Όχι... ναι... με πονεί, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της.

— Και δεν το βγάζεις, κουτή; της φώναξε από το κρεβάτι ο Αντώνης.

— Ναι, βγάλ' το, Πουλουδιά, είπε ο Αλέξανδρος. Στάσου, εγώ θα σου το βγάλω...

Η Πουλουδιά δεν ήθελε. Επέμεινε ο Αλέξανδρος και τον έσπρωξε η Πουλουδιά. Θύμωσε ο Αλέξανδρος και της έδωσε μια στην πλάτη. Και ξέσπασε πάλι η Πουλουδιά στα κλάματα.

— Μα τι έπαθες απόψε; ξαναφώναξε ο Αντώνης. Η Αλεξάνδρα σήκωσε τους ώμους της.

— Έχει μπουρινάκια, εξήγησε. Άρχισε όταν μας έστειλε μέσα η θεία, κι εμείς θέλαμε να κατεβούμε στην ακρογιαλιά, να δούμε τη βάρκα σου. Και από κείνη την ώρα όλο ξανανοίγουν οι βρύσες...

— Πουλουδιά, κλείσε τις βρύσες! φώναξε ο Αντώνης. Ακούς, Πουλουδιά; Ε, Πουλουδιά...

— Αντώνη!... ακούστηκε θυμωμένη η φωνή της θείας. Ξέχασες πως είσαι τιμωρημένος;

Σιωπή στην κάμαρα.

Και ο Αντώνης χώθηκε κάτω από το σεντόνι του, η Αλεξάνδρα άρπαξε το χτένι, τάχα πως λύνει τα μπερδεμένα μαλλιά της, ο Αλέξανδρος κάθισε χάμω να ξεκουμπώσει τα παπούτσια του και σιωπηλή και ντροπιασμένη τρύπωσε μέσα η Πουλουδιά και μισοκρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της να γδυθεί.

Όταν μπήκε στην κάμαρα η Αφροδίτη, βρήκε όλα τ' αδέλφια μισογδυμένα. Απόγδυσε τον Αλέξανδρο και άρχισε να χτενίζει την Αλεξάνδρα, τυλίγοντας τα μαλλιά της σκουλιά σκουλιά σε χαρτί.

Και οι δυο αδελφές μισούσαν αυτή την προετοιμασία που γίνουνταν κάθε βράδυ, με περισσότερη φροντίδα, που σήμαινε περισσότερα χαρτιά στο κεφάλι, κάθε φορά την επαύριο έπρεπε να είναι καλοχτενισμένα τα κορίτσια. Τα σφιγμένα μαλλιά, τεντωμένα και τραβηγμένα στις ρίζες, τα χαρτιά κόμποι κόμποι, που χώνουνταν στο κεφάλι μόλις έκανες να γυρίσεις στο κρεβάτι, πονούσαν, σε ξυπνούσαν, σε νεύριαζαν. Και το χειρότερο για τις δυο αδελφές ήταν το πρωί, όταν έβγαζες τα χαρτιά και τους ξεδιάλυνες τα μαλλιά, που φούντωναν σγουρεμένα και τους έκαναν δυο κεφάλια σαν «ξεραχνιάστρες», έλεγε η Αλεξάνδρα, μ' ένα φιόγκο ή μια κορδέλα που τις έκανε σα μαϊμούδες, έλεγε ο Αντώνης.

Μα έτσι το ήθελε η μαμά, και οι αδελφές το είχαν πάρει απόφαση και η τελετή του σγουρώματος γίνουνταν λίγο πολύ χωρίς φασαρία.

Απόψε όμως ήταν στις στραβές της η Πουλουδιά και, σαν ήλθε η σειρά της, σήκωσε επανάσταση:

— Δε θέλω, δε θέλω να μου κάνεις κατσαρά!

— Μπρε, αμάν, παιδί μου!

— Όχι, δε θέλω!

— Αύριο θα είσαι σαν κατσιβέλα!

— Ας είμαι!

— Δε θα σε πάρει η θεία σου στην Κηφισιά!

— Ας μη με πάρει!

— Στάσου, μπρε παιδί μου, μια στιγμή!

— Δε θα σταθώ!

Και δε στάθηκε και δεν μπήκαν τα χαρτιά και την άλλη μέρα μόνη η Αλεξάνδρα βρέθηκε καλοχτενισμένη, με φουντωτά κατσαρωμένα μαλλιά.

Η Πουλουδιά είχε ξυπνήσει πάλι από την ανάποδη. Ακόμα δεν της είχε μιλήσει κανείς και άρχισε να κλαίγει. Και σαν τη ρώτησε η Αφροδίτη τι έχει, είπε πάλι πως την πονεί το παπούτσι.

— Μα άφησε να δω, μην έχει κανένα καρφί το παπούτσι σου!

— Όχι, δεν έχει!

— Στάσου, μπρε παιδί μου, να δω!

— Όχι, δε θέλω!

Μα όταν κατέβηκαν στο πρόγευμα και είδε η θεία το κεφάλι της σαν «κατσιβέλας» κι έμαθε για ποιο λόγο είχαν μείνει τα μαλλιά της ακατσάρωτα, θύμωσε και της είπε:

— Λοιπόν δε θα σε πάρομε στην Κηφισιά! Τα καπριτσιόζικα παιδιά μένουν σπίτι!

Τ' αδέλφια περίμεναν πως θ' ανοίξουν οι βρύσες και θα γίνει νεροποντή. Μα, ω του θαύματος, η Πουλουδιά δεν έκλαψε!

Και σαν ήλθε το αμάξι και πήρε θεία, θείο, Αλεξάνδρα και Αλέξανδρο και γύρισε ο Αντώνης μελαγχολικά από τη βεράντα να μπει μέσα, πηδώντας με τα πόδια της ενωμένα μπήκε και η Πουλουδιά και, πιάνοντας τον από τους ώμους, φώναξε θριαμβευτικά:

— Όλο το σπίτι δικό μας είναι σήμερα! Πάμε να παίξομε κυνηγητό στις σκάλες!

Μα ο Αντώνης δεν ξεμελαγχόλησε.

— Έχω να γράψω ένα ρήμα, της αποκρίθηκε κατσουφιασμένος.

— Μπα! Εσύ γράφεις γρήγορα! Τι είναι ένα ρήμα! Να σου το λέγω εγώ από τη γραμματική και συ να γράφεις.

— Θα 'ρθεις και συ μαζί; ρώτησε ο Αντώνης. Και πρόσθεσε συμπονετικά:

— Τι κουτή που ήσουν χθες να μην αφήσεις να σε σγουράνουν και να πας στην Κηφισιά!

Η Πουλουδιά έκανε άλλους δυο πήδους.

— Μα εγώ δεν ήθελα να πάγω, είπε.

Με τα χέρια στις τσέπες την κοίταξε ο Αντώνης.

— Γιατί; ρώτησε.

Η Πουλουδιά κοντοστάθηκε, δίστασε.

— Γιατί έτσι, είπε με απόφαση.

Έστριψε μια δυο φορές στο τακούνι της και πιάνοντας τον πάλι από τους ώμους:

— Έλα να γράψομε το ρήμα σου, είπε. Μόνο η οριστική έχει πολλά. Τ' άλλα, υποτακτική, προστακτική, απαρέμφατο, αυτά παν γρήγορα. Έλα, πάμε να το ξεφορτωθούμε!

Και πήγαν και το ξεφορτώθηκαν και αναστέναξε ο Αντώνης και πέρασε το στουπόχαρτο πάνω στο χαρτί του, όπου λες και είχαν περάσει πηδηχτά μελανωμένα ποδαράκια σπουργιτιού. Και με την αδελφή του, τρεχάτος κατέβηκε στην αυλή.

— Κι εδώ μπορούμε να κάνομε τους περιβολάρηδες, είπε η Πουλουδιά. Χθες ίσα ίσα έλεγε ο θείος πως όλο το περιβόλι θέλει σκάψιμο. Έλα να το σκάψομε εμείς!

Πήραν λοιπόν ο ένας ένα μικρό σκουριασμένο καρφί, η άλλη ένα κομμάτι σπασμένο κεραμίδι και άρχισαν να σκάβουν.

— Μιάου!

Γύρισαν τ' αδέλφια και είδαν την κιτρινόμαυρη γάτα της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής.

— Φύγε, φύγε! Κσσστ! έκανε η Πουλουδιά. Έχομε δουλειά!

Μα η γάτα δεν έφυγε, απεναντίας σίμωσε.

— Φύγε! επανέλαβε η Πουλουδιά, μα συνάμα της έτριψε χαδιάρικα το κεφάλι.

— Να την έβλεπε ο Ντον! είπε ο Αντώνης.

— Τι θα έκανε ο Ντον;

— Θα την έτρωγε!

— Γιατί;

— Έτσι. Ο θείος λέγει πως οι σκύλοι και οι γάτες όλο τρώγονται.

— Αλήθεια; ρώτησε μαγεμένη η Πουλουδιά. Κρίμα που δεν είναι εδώ ο Ντον!

Ο Αντώνης σηκώθηκε και τίναξε τα χώματα από τα χέρια του.

— Πάμε να δοκιμάσομε αν είναι αλήθεια; ρώτησε.

— Πού να πάμε;

— Στην αυλή του βασιλέα. Δεν είναι ποτέ κλειδωμένη. Η καρδιά της Πουλουδιάς πήδηξε στο λαιμό της. Αυτό και αν ήταν τρέλα! Τρομερή τρέλα! Αντώνικη τρέλα!

Μα λες και αυτή την ώρα κόλλησε από την τόλμη του Αντώνη και η Πουλουδιά.

— Ναι! αναφώνησε. Πάμε!

Πήρε τη γάτα στην αγκαλιά της και ρίχνοντας πίσω ανήσυχες ματιές, μην και τους δει η κερα-Ρήνη ή η Αφροδίτη, τα δυο αδέλφια, πατώντας στα νύχια, βγήκαν από την αυλή. Η πόρτα του βασιλέα ήταν ξεκλείδωτη και με καρδιόχτυπο την έσπρωξαν τ' αδέλφια. Ησυχία. Τα τρία σκυλιά, δεμένα, ξαπλωμένα ηλιάζουνταν. Μόνος ο Ντον σήκωσε το κεφάλι του και κούνησε την ουρά του. Βαστώντας τη γάτα πλησίασε η Πουλουδιά. Μα τι ήταν αυτό; Έξαφνα η ήσυχη αυλή αναστατώθηκε. Γαβγίσματα, φυσίγματα, φωνές και στριγλιές γέμισαν τον αέρα. Η γάτα είχε ξεφύγει από τα χέρια της Πουλουδιάς και είχε σκαρφαλώσει στο σβέρκο της, με τις τρίχες ολόρθες, φτύνοντας και φυσώντας, ξετρελαμένη, ενώ ο Ντον και τ' άλλα σκυλιά, όρθια, τραβούσαν τις αλυσίδες τους, σα να ήθελαν να τις σπάσουν και ν' αρπάξουν τον εχθρό.

Η Πουλουδιά ξεφώνιζε, γύρευε να ξεφορτωθεί τη γάτα, και ο Αντώνης μάταια προσπαθούσε να την πιάσει. Παλεύοντας οπισθοχώρησε η Πουλουδιά και η γάτα πήδηξε στον τοίχο και χάθηκε στην αυλή της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής.

Ο Αντώνης άρπαξε το μπράτσο της Πουλουδιάς και απότομα την έσυρε στην πόρτα, τη στιγμή που στο πάνω πάτωμα άνοιγαν όλα τα παντζούρια και κεφάλια παρουσιάζουνταν σε διάφορα παράθυρα.

Τρεχάτα είχαν βγει τ' αδέλφια στο δρόμο, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, και τρύπωσαν στην αυλή τους.

Τρομαγμένα κοιτάχθηκαν.

Η Πουλουδιά μάτωνε από μια τσουγκρανιά στο σβέρκο και ο Αντώνης από άλλη μια στο χτένι του χεριού.

— Δεν πειράζει, είπε ο Αντώνης, χλομός ακόμα αλλά ξαναβρίσκοντας την τόλμη του. Πάμε μέσα να σε πλύνω και δε θα φαίνεται τίποτα.

Μα φαίνουνταν η τσουγκρανιά πάνω από το φρίλι του λαιμού της και, όσο και αν τραβούσε απάνω ο Αντώνης το φουστάνι, πάλι ξανάπεφτε στη θέση του και ξεσκέπαζε το γδαρμένο σβέρκο.

— Τι κουταμάρα να 'χεις κοντά μαλλιά! της είπε. Αν είχες κοτσίδα, θα την ξέπλεκες και δε θα φαίνουνταν τίποτα.

— Και το χέρι σου;

— Αυτό δεν πειράζει, το κρύβω στην τσέπη.

Τα κέφια τους ήταν μουδιασμένα και τα φτερά τους χαμηλωμένα.

— Πώς έκανε η γάτα... είπε συλλογισμένος ο Αντώνης.

Ήταν εκείνο που έλεγε η μις Ράις «Μαντ κατ». Αλήθεια, σαν τρελή έκανε!

— Είναι πολύ κακιά και άγρια αυτή η γάτα, αποκρίθηκε τρομαγμένη ακόμα η Πουλουδιά. Νόμιζα πως θα με φάγει...

Της έριξε ο Αντώνης μια στοχαστική ματιά και είπε:

— Ξέρεις... συλλογίζομαι... μήπως εμείς ήμασταν κακοί που πήγαμε να τη ρίξομε στη μύτη των σκύλων.

— Γιατί ήμασταν εμείς κακοί; ρώτησε η Πουλουδιά που μπροστά της ανοίγουνταν ξαφνικά κόσμοι από κουβαριασμένους στοχασμούς. Τι κάναμε;

— Λέγω... ξέρω ‘γω; Η γάτα είναι πιο μικρή από τους σκύλους του βασιλέα. Αν ρίχναμε... ας πούμε, τον Αλέξανδρο που είναι μικρός, σ' ένα μεγάλο Τούρκο, και ο Τούρκος τον αρπούσε στα δόντια του...

— Όχι, Αντώνη! αναφώνησε η Πουλουδιά. Δεν είναι το ίδιο!

— Όχι, δεν είναι ολωσδιόλου το ίδιο... αποκρίθηκε κάπως μπερδεμένος ο Αντώνης, γιατί ο Αλέξανδρος είναι αδελφός μας... Μα η γάτα ήταν μικρή και ο Ντον μεγάλος... και ήταν τρία σκυλιά...

Πολύ άσχημες απορίες κουτρουβαλούσαν στο μυαλό της Πουλουδιάς και άλλες τόσες στου Αντώνη. Μα ο Αντώνης δεν αγαπούσε τις στενόχωρες σκέψεις.

— Ουφ! είπε. Κάνει ζέστη εδώ μέσα! Και πρέπει να σκάψομε τον κήπο. Πάμε στην αυλή.

Και ξανάπιασαν το καρφί και τη σπασμένη κεραμίδα κι έσκαψαν, κι έσκαψαν, και γύρισαν όλο το χώμα, όχι μόνο στις πρασιές που περιτριγύριζαν την αυλή, αλλά και σ' όλες τις γλάστρες με τους βασιλικούς, επίσης και σ' ένα βαρελάκι όπου ο θείος είχε φυτέψει μια τριανταφυλλιά που έβγαζε εκατόφυλλα τριαντάφυλλα και που την περιποιούνταν ιδιαίτερα και μόνος αυτός.

Και αφού έσκαψαν καλά-καλά και μάδησαν όλα τα φύλλα που τους φαίνουνταν ξερά, μαζί και μερικά χλωρά, της τριανταφυλλιάς του θείου, τους φάνηκε ξαφνικά αυτή σα μαδημένη. Και τότε θυμήθηκε ο Αντώνης πως είχε πει κάποτε ο θείος ότι πληγώνεις το φυτό τραβώντας τα φύλλα.

— Ναι, είπε συλλογισμένη η Πουλουδιά, θα χρειάζουνταν ψαλίδι... Κι έχασα το δικό μου. Κρίμα.

— Πήγαινε να φέρεις της θείας, της είπε ο Αντώνης κόβοντας ακόμα ένα δυο φύλλα που του φαίνουνταν παραμεγαλωμένα.

— Όχι, φοβούμαι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά. Θα φωνάζει η θεία.

— Καλά λες. Πάρε της Αλεξάνδρας.

Τρεχάτη μπήκε μέσα η Πουλουδιά, μα σε λίγο παρουσιάστηκε το κεφάλι της στο παράθυρο της εισόδου.

— Δεν το βρίσκω, Αντώνη! του φώναξε.

— Στάσου, έρχομαι, αποκρίθηκε κείνος.

Μα όσο και να σκάλισαν και οι δυο και ν' αναποδογύρισαν τα καλοσυγυρισμένα κουτιά της Αλεξάνδρας, το ψαλίδι δε βρέθηκε.

— Και όμως πρέπει να κόψομε τα κοτσανάκια που μείναν από τα ξερά φύλλα, είπε ο Αντώνης. Φαίνεται ακατάστατη έτσι η τριανταφυλλιά. Στάσου. Θα πάρομε μια στιγμή το ψαλίδι της θείας και θα το βάλομε πάλι στη θέση του. Δε θα πάθει τίποτα.

Μα το πανεράκι της θείας δεν ήταν κάτω.

— Πάμε να δούμε στην κάμαρα της, είπε ο Αντώνης.

— Αχ, Αντώνη, κοίταξε τα χέρια σου! Πώς θα πιάσεις το πανέρι της θείας;

Ο Αντώνης κοίταξε τα σκονισμένα, όλο χώματα χέρια του, και ύστερα τα παπούτσια του, που ήταν στα ίδια χάλια.

— Έχεις δίκαιο, είπε, πάμε πρώτα να καθαριστούμε.

Και, με πλυμένα χέρια και ξεσκονισμένα παπούτσια, δειλά μπήκαν τα δυο αδέλφια στην κάμαρα της θείας.

Η κάμαρα της θείας ήταν το «άγιον των αγίων». Απαγορεύουνταν στα τέσσερα αδέλφια να μπαίνουν μέσα, αν δεν τα φώναζε η θεία.

Και η θεία δεν τα φώναζε ποτέ· έβγαινε στην είσοδο, αν είχε να τα μαλώσει ή να τα επιθεωρήσει πριν βγουν. Αλλά στην κάμαρα της δεν ήθελε «ποδαρικά», όπως έλεγε.

Αυτό που έκανε ο Αντώνης, να μπει μέσα με την Πουλουδιά ενόσω έλειπε η θεία, ήταν το άκρον άωτον της τόλμης και της ασέβειας και της αποκοτιάς.

Το ένιωθε η Πουλουδιά, κρεμασμένη στο μπράτσο του, και η καρδιά της χτυπούσε τούμπανο.

— Αντώνη... πάμε να φύγομε... ψιθύρισε χαμηλώνοντας τη φωνή της, σα να βρίσκονταν σε αγιαστήριο. Πάμε, Αντώνη!

— Φοβητσιάρα! Τι φοβάσαι; Στάσου να δούμε, της είπε κείνος. Κοίταξε τι μακριά που φαίνεται η θάλασσα από δω... Να και τα βουνά πέρα, εκεί θα 'ναι η Κηφισιά, που είναι βουνό και δεν είναι βουνό, όπως λέγει η Αλίς.

— Πώς το ξέρεις πως είναι η Κηφισιά; ρώτησε η Πουλουδιά που είχε τρυπώσει κοντά του στο παράθυρο.

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του.

— Αφού είπε η Αλίς πως είναι πέρα; Και πέρα άλλο βουνό δεν έχει...

Το επιχείρημα ήταν αναμφισβήτητο. Και όμως...

— Αντώνη... πώς περνά το τρένο τη θάλασσα; ρώτησε η Πουλουδιά.

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε.

Γύρισε η Πουλουδιά και τον είδε όρθιο στην άλλη άκρη της κάμαρας, εμπρός στην ασκέπαστη ραφτομηχανή της θείας. Πλησίασε βιαστικά.

— Μπα!... Δεν την έκλεισε η θεία... μουρμούρισε.

Ο Αντώνης ρουθούνιζε.

— Την άνοιξα για να τη δω, είπε. Μα... πουφ... βρωμά πετρέλαιο! Να την αφήσομε να ξεμυρίσει;

Με το δάχτυλο έσπρωξε σιγά τη ρόδα.

— Μη, Αντώνη, μην την αγγίζεις! Δε θέλει η θεία! είπε η Πουλουδιά.

Μα η περιέργεια του Αντώνη είχε ξυπνήσει.

— Για να δούμε αν τρυπά η βελόνα, έκανε βάζοντας το δάχτυλο του από κάτω, ενώ με το δεξί του χέρι έπιανε το χερούλι.

Η λαδωμένη ρόδα γύρισε γοργά μ' ένα ζλακ! και η βελόνα τρύπησε πέρα-πέρα το δάχτυλο του Αντώνη, χωρίς να ξανασηκωθεί.

— Αντώνη! φώναξε η Πουλουδιά.

— Στάσου ν' ανεβάσω τη βελόνα, είπε χωρίς να ταραχθεί ο Αντώνης, ευτυχώς είναι απέραστη, θα βγει εύκολα...

Γύρισε τη ρόδα και η βελόνα σηκώθηκε ως απάνω, χωρίς όμως και να βγει από το δάχτυλο, που έμενε καρφωμένο.

— Αντώνη! Αχ, Αντώνη, τι έκανες! είπε κλαίγοντας η Πουλουδιά. Πώς θα τη βγάλεις τώρα;

Ο Αντώνης κοίταζε το δάχτυλο του.

— Δε με μέλει που τρυπήθηκα, είπε, μόνο που θα με βρει εδώ η θεία!

Η Πουλουδιά έκλαιγε τώρα με αναφιλητά.

— Αχ, Θεέ μου! Θα σου κόψουν το δάχτυλο, Αντώνη! Πώς θα φύγεις από δω; Αχ, στάσου να φωνάξω την Αφροδίτη...

Με το δεξί του χέρι την άρπαξε ο Αντώνης από το μανίκι.

— Να μην κουνήσεις! πρόσταξε. Και αντί να κλαις, βοήθησε με να βγάλω τη βελόνα!

— Μα πώς; Πώς; έκανε απελπισμένη η Πουλουδιά.

— Να! Βάστα τη ρόδα και γύρισε την αργά αργά, ώσπου ν' ανέβει όσο μπορεί πιο ψηλά η βελόνα. Έλα!

Έκανε η Πουλουδιά όπως της έλεγε και, σαν ανέβηκε ψηλά η βελόνα, σταμάτησε τη ρόδα.

— Στάσου τώρα, της είπε ο Αντώνης, μην ξαναπέσει η ρόδα! και με το δεξί του δείχτη πίεσε κάτω το τρυπημένο νύχι με όλη του τη δύναμη.

— Πονεί; ρώτησε τρέμοντας η Πουλουδιά.

— Άφησε τώρα αν πονεί, ο λόγος είναι να βγει η βελόνα! Βάστα τη ρόδα... Βάστα! Πάει, βγήκε! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης.

Και τράβηξε το δάχτυλο του και το έχωσε στο στόμα.

— Ρούφηξε το! Πιπίλισέ το! Δείξε μου το! παρακάλεσε η Πουλουδιά.

Έβγαλε ο Αντώνης το δάχτυλο από το στόμα του και τα δυο αδέλφια είδαν μια στρογγυλή καθαρή τρυπίτσα κόκκινη, στη μέση του νυχιού, και άλλη μια όμοια στο μέσα μέρος του δαχτύλου.

— Πονεί; ρώτησε με αγωνία η Πουλουδιά. Και ξαφνικά:

— Στάσου! φώναξε κι έφυγε σα σαΐτα.

Γύρισε όπως είχε φύγει, τρεχάτη, και τον βρήκε τον Αντώνη στην είσοδο. Βαστούσε ένα μποτιλάκι κι ένα παστρικό κουρελάκι.

— Στάσου, του είπε, θα σου βάλω άρνικα. Η Αφροδίτη προχθές μου έβαλε στο γόνατο και δεν ξεμάτωνε πια. Στάσου.

Ο Αντώνης της έτεινε το τρυπημένο δάχτυλο και, προσέχοντας μην τον πονέσει, κάνοντας τα καλά της, προσπαθώντας και φασαρεύοντας, του το έδεσε η Πουλουδιά, αφού σκόρπισε τη μισή άρνικα στο πάτωμα.

— Και τώρα πάμε γρήγορα κάτω, μη μας δει κανείς εδώ! του είπε με σκηνικά ψιθυρίσματα και περπατήματα στα νύχια και κατασκοπεύσεις στη σκάλα, φουσκωμένη από υπερηφάνεια, πως φρόντιζε κι εξυπηρετούσε τον Αντώνη.

Μα ο Αντώνης, ακόμα και όταν ευχαριστιούνταν, δεν εννοούσε να κυβερνιέται από κορίτσι. Ομολογούσε μέσα του τις υπηρεσίες της αδελφής του και τον ευχαριστούσαν. Μα δεν έπρεπε να της δώσει και πολύ θάρρος, «γιατί τα κορίτσια... ξέρεις... τόσο να τους δώσεις, σε καβαλικεύουν κιόλα». Χρειάζουνταν η Πουλουδιά και λίγη ψυχρολουσία.

— Στάσου, της είπε μεγαλόπρεπα, έχω δουλειά... Και ξαναμπήκε στην κάμαρα της θείας.

Η Πουλουδιά τον ακολούθησε, περίεργη όσο και τρομαγμένη.

— Αχ, Αντώνη, τι θέλεις πια να μπαίνεις εδώ μέσα... Μα την αποπήρε:

— Ποιος θα κλείσει τη μηχανή; Να τη βρει η θεία ξεσκέπαστη;

Η Πουλουδιά όρμησε, άρπαξε το καπάκι κι έκλεισε τη μηχανή πριν προφθάσει ο Αντώνης.

— Έννοια σου! Μην κουράζεσαι! Έννοια σου! ψιθύρισε πασπατεύοντας να στερεώσει το καπάκι που όλο ξανάνοιγε.

Πλησίασε ο Αντώνης, παραμέρισε τα χέρια της και ύστερα κατέβασε ένα σιδεράκι, γύρισε μια βίδα και το καπάκι έμεινε μαγκωμένο.

— Ούτε να κλείσεις μια μηχανή δεν ξέρεις, της είπε.

Η Πουλουδιά, πάντα έτοιμη για επανάσταση, ορτσώθηκε.

— Ναι, μα εσύ την άνοιξες, ώστε το ήξερες! Μεγάλη δουλειά που την ξανάκλεισες! Εγώ δεν ξέρω από μηχανές!

— Κανένα κορίτσι δεν ξέρει από μηχανές, αποφάσισε ο Αντώνης. Το είπε μια μέρα και ο πατέρας, όταν έσπασε ο Στάμος το βάτραχο του, για να δει πώς πηδά. Είπε: «Ωστόσο, τι είναι τ' αγόρια! Αυτός γεννήθηκε μηχανικός!» Δηλαδή, πως κανένα κορίτσι δε γεννιέται μηχανική.

Συλλογισμένη κατέβαινε η Πουλουδιά τη σκάλα με τον αδελφό της.

— Ναι, μα... έκανε.

Γύρευε να θυμηθεί για ποια τέχνη γεννιούνται τα κορίτσια. Μα δε βρήκε.

— Τι ναι μα; Τα κορίτσια είναι περιττά στον κόσμο, είπε κοφτά πάλι ο Αντώνης.

Η Πουλουδιά ξαφνικά θυμήθηκε.

— Καθόλου! αναφώνησε. Ο θείος είπε μια μέρα για την κερα-Ρήνη, που είχε ψήσει σαλιάγκους, «Ωστόσο, αυτή η κερα-Ρήνη γεννήθηκε μαγείρισσα!» Εμείς γεννιούμαστε μαγείρισσες!

— Πφφφ! έκανε ο Αντώνης. Δεν κάνεις εσύ να μου ψήσεις μακαρόνια με κιμά να σε δω;

— Μα εγώ... διαμαρτυρήθηκε αναμμένη η Πουλουδιά. Κοντοστάθηκε γυρεύοντας τι να πει. Και πάλι πήρε φόρα:

— Μα εγώ ξέρω να ξεκουκουτσιάζω βύσσινο! είπε. Εσύ ξέρεις;

— Πφφφ! έκανε πάλι ο Αντώνης. Γυναικείες δουλειές... Τον διέκοψε η Αφροδίτη που έστρωνε τραπέζι στην τραπεζαρία.

— Ελάτε, παιδιά, φώναξε, το φαγί είναι έτοιμο! Περνώντας πίσω από την Πουλουδιά στάθηκε, την καλοκοίταξε και, πιάνοντας το φρίλι του λαιμού της, είπε:

— Γιατί είναι το φουστάνι σου αιματωμένο; Μπρε παιδί μου, ποιος σ' έγδαρε έτσι;

Η Πουλουδιά σήκωσε τους ώμους της να υψώσει και το φόρεμα.

— Η γάτα, είπε σύντομα.

— Ποια γάτα;

— Της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής. Ήθελε να παίξει! έκανε τάχα αδιάφορη και κάθισε στο τραπέζι, αντίκρυ στον Αντώνη, όπως το 'κανε ο θείος και η θεία.

Μα η Αφροδίτη σήμερα είχε μάτια εμπρός και πίσω και σε όλο της το κεφάλι.

— Τι έχει το χέρι σου, Αντώνη, και είναι δεμένο; ρώτησε πάλι.

Ο Αντώνης το μισοσήκωσε και πάλι το κατέβασε, τάχα με αδιαφορία και αυτός.

— Δεν είναι τίποτα. Το τρύπησα, είπε.

— Για να δω! Πώς το τρύπησες; Άνοιξε το να δω! Αν είναι πονεμένο, να το βάλομε σε καυτό νερό!

— Δεν είναι ανάγκη, πετάχθηκε και είπε η Πουλουδιά, του το μούσκεψα εγώ με άρνικα!

— Και πού βρήκες την άρνικα;

— Στην κάμαρα σου. Σε είδα προχθές πού την είχες κρύψει. Η Αφροδίτη δίστασε αν έπρεπε να μαλώσει ή να επαινέσει. Διάλεξε τη μέση οδό.

— Ε, καλά το συλλογίστηκες να του βάλεις άρνικα, είπε. Έβαλες και στην τσουγκρανιά σου;

Και χωρίς να περιμένει απόκριση, πρόσθεσε:

— Άλλη φορά όμως να μου κάνεις τη χάρη να με φωνάζεις και όχι να πηγαίνεις να σκαλίζεις στην κάμαρα μου!

Όλο το απόγεμα πήγε και ήλθε η Αφροδίτη από την κουζίνα στο σπουδαστήριο και από το σπουδαστήριο στην κουζίνα και απορούσε με την ησυχία του σπιτιού.

— Τι πάθαν οι δυο σκανδαλιάρηδες σήμερα; έλεγε και ξανάλεγε της κερα-Ρήνης. Δεν ακούονται! Και να τους δεις, σαν Παναγιές κάθονται και παίζουν ντόμινο, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, τόσο φρόνιμα, που απορώ. Κάτι πάλι θα μας ξεσπάσει στο κεφάλι.

Και η κερα-Ρήνη απορούσε και αυτή.

— Μην είναι άρρωστα; της αποκρίνουνταν. Τρελαντώνης και φρονιμάδα δεν παν μαζί! Κάτι θα σκαρφίζεται να μας βγάλει στη μέση το σκάνταλο μυαλό του.


ΙΓ'. Η ραφτομηχανή III'. The sewing machine

Είχε πλαγιάσει ο Αντώνης σαν ανέβηκαν τ' αδέλφια του. Antonis had fallen as his brothers climbed. Ήταν σα μαγκωμένα και τα τρία, ζεματισμένα, μουδιασμένα ακόμα από το απογεματιανό κακό. They were all three, scalded, still numb from the evening's evil. Η αταξία του Αντώνη βάραινε πάνω τους. Antonis' disorder weighed on them. Στο τραπέζι η θεία δε μιλούσε και ο θείος, ύστερα από ένα δυο προφητείες για τον καιρό που θα κάνει αύριο στην Κηφισιά, σώπασε κι εκείνος, και ύστερα έπιασε την εφημερίδα του. At the table, the aunt did not speak and the uncle, after a couple of prophecies about the weather tomorrow in Kifissia, he also fell silent, and then grabbed his newspaper.

Η Αλεξάνδρα, σοβαρή, συλλογισμένη, ένιωθε πως, σαν πιο μεγάλη, ήταν υπεύθυνη για τα καμώματα του αδελφού της, που μέρα δεν άφηνε να περάσει χωρίς να κάνει και από μια τρέλα. Alexandra, serious, pensive, felt that, as older, she was responsible for the antics of her brother, who did not let a day pass without going crazy. Ντρέπουνταν γι' αυτόν και για όσα θα έλεγαν οι Χορν, τώρα που παρέσυρε και τον Αλέκο στην αταξία του. They were ashamed of him and of what the Horns would say, now that he had dragged Aleco into his disorder.

Είχε αποφασίσει να μιλήσει του Αντώνη, μα δεν ήξερε πώς ν' αρχίσει. He had decided to talk to Antonis, but he didn't know how to start. Το είχε πει μάλιστα και της Πουλουδιάς, να τη βοηθήσει εκείνη, να φέρει την ομιλία. He had even told Pouloudia to help her, to bring the speech. Μα η Πουλουδιά, που άλλη φορά θα είχε κολακευθεί πολύ με αυτή την πρόταση, ήταν σα σκαντζόχοιρος εκείνο το βράδυ και δεν μπορούσες να την πλησιάσεις. But Pouloudia, who another time would have been very flattered by this proposal, was like a hedgehog that night and you couldn't get close to her. Ο Αντώνης όμως δεν άφησε καιρό της Αλεξάνδρας να ετοιμάσει τη φράση της. But Antonis didn't give Alexandra time to prepare her sentence. Την πρόλαβε ρωτώντας: He caught up with her by asking:

— Τι φαγί είχατε απόψε; — What did you eat tonight?

Η Αλεξάνδρα, που περίμενε μετάνοια και συντριβή από τον αδελφό της, κοντοστάθηκε. Alexandra, who expected repentance and breakdown from her brother, stopped short. Κοίταξε την Πουλουδιά για βοήθεια. Look to Pouloudia for help. Μ' αυτή είχε ακουμπήσει στα κάγκελα του κρεβατιού του Αντώνη και κοίταζε αλλού. With it, he had leaned on the bars of Antonis' bed and was looking away. Αποκρίθηκε ο Αλέξανδρος:

— Είχαμε περιστέρια με μπιζέλι. — We had pigeons with peas.

— Αχ... το αγαπημένο μου φαγί! — Ah... my favorite food! είπε μελαγχολικά ο Αντώνης. Antonis said gloomily. Κρίμα!

Τον λυπήθηκε η Αλεξάνδρα και σταμάτησε όλες τις παρατηρήσεις που είχε ετοιμάσει. Alexandra felt sorry for him and stopped all the remarks she had prepared. Και αποκρίθηκε πάλι ο Αλέξανδρος: And Alexander answered again:

— Το είπε και ο θείος. — Uncle said so too.

— Τι είπε ο θείος; ρώτησε ο Αντώνης. — What did uncle say? Antonis asked.

— Πως ήταν μεγάλη η τιμωρία σου, γιατί τα περιστέρια με τα μπιζέλια είναι το αγαπημένο σου φαγί. — How great was your punishment, because pigeons with peas are your favorite food. Και είπε η θεία: «Τόσο το καλύτερο, να καταλάβει τι έκανε!» Και ύστερα δεν είπε πια τίποτα ο θείος. And said the aunt: "So much the better, that he should understand what he did!" And then the uncle said nothing more.

Ο Αντώνης έδωσε μια κλοτσιά στο σεντόνι του και το έκανε βουνό χιονισμένο με το πόδι του από κάτω. Antonis kicked his sheet and turned it into a snowy mountain with his foot underneath.

— Εμένα δε με μέλει καθόλου, καυχήθηκε πετώντας έξω τα χείλια του, είτε φάγω είτε δε φάγω... — I don't care at all, he boasted, sticking out his lips, whether I eat or not...

Η ώρα της Αλεξάνδρας είχε έλθει και την άρπαξε και είπε: Alexandra's time had come and he seized her and said:

— Πρέπει να σε μέλει, Αντώνη! — You must care, Antonis! Και πρέπει να γίνεις πια καλό παιδί... And you have to be a good boy now...

— Σαν τη θεία μιλάς τώρα, διέκοψε ο Αντώνης. — You're talking like an aunt now, interrupted Antonis. Μα η Αλεξάνδρα είχε πάρει φόρα. But Alexandra had taken a chance.

— Έχει πολύ δίκαιο η θεία, είπε με αγανάκτηση. — The aunt is very right, she said indignantly. Μας ντροπιάζεις όλους, κάθε μέρα, πότε εμπρός στην Αλίς, πότε εμπρός στους άλλους... You embarrass us all, every day, sometimes in front of Alice, sometimes in front of others...

— Ποιους άλλους; Τι σαχλαμάρες! — Who else? What nonsense! διέκοψε πάλι ο Αντώνης.

— Σαχλαμάρες τα λες αυτά; Εσύ αύριο δε θα έλθεις και δε σε μέλει, μα εμείς που θα πάμε στην Κηφισιά και θ' απαντήσομε τον πατέρα του Αλέκου... — Do you call these chess players? You won't come tomorrow and you don't care, but we who will go to Kifissia and answer Alekos' father...

— Ωωωω... έκανε η Πουλουδιά. — Oooh... Poulodia said.

Και μες στη σαστισμένη σιωπή που ακολούθησε, ξέσπασε στα κλάματα, έδωσε μια κλοτσιά στ' ανεύθυνα πόδια του κρεβατιού κι έτρεξε στο μπαλκόνι. And in the stunned silence that followed, she burst into tears, kicked the irresponsible legs of the bed, and ran to the balcony.

— Τι σ' έπιασε; φώναξε ο Αντώνης. — What's wrong with you? cried Antonis.

— Άσ' την, είπε η Αλεξάνδρα, είναι έτσι, στις κακές της σήμερα. — Leave her alone, said Alexandra, she is like this, in her bad state today. Ό,τι και αν της πεις κλαίγει, τη μάλωσε η θεία που ήλθε στο τραπέζι με βρώμικη ποδιά... No matter what you say to her she cries, she was scolded by the aunt who came to the table with a dirty apron...

— Όχι, δεν είναι γι' αυτό που κλαίγει, διέκοψε ο Αλέξανδρος. — No, that's not why he's crying, interrupted Alexander. Έκλαιγε και πριν από το τραπέζι. She was also crying before the table.

— Πριν έλεγε πως την πονεί το παπούτσι της, είπε η Αλεξάνδρα. — Before she said that her shoe hurts, said Alexandra.

— Ναι... μα ίσως και τώρα να την πονεί... Βγήκε ο Αλέξανδρος στο μπαλκόνι και ρώτησε: — Yes... but maybe even now she is in pain... Alexander went out on the balcony and asked:

— Σε πονεί, Πουλουδιά, το παπούτσι σου; — Does your shoe hurt, Pouloudia?

— Όχι... ναι... με πονεί, ακούστηκε παραπονιάρικη η φωνή της. — No... yes... it hurts, her voice was plaintive.

— Και δεν το βγάζεις, κουτή; της φώναξε από το κρεβάτι ο Αντώνης. — And you don't take it off, dumbass? Antonis shouted to her from the bed.

— Ναι, βγάλ' το, Πουλουδιά, είπε ο Αλέξανδρος. — Yes, take it out, Pouloudia, said Alexander. Στάσου, εγώ θα σου το βγάλω... Wait, I'll take it out for you...

Η Πουλουδιά δεν ήθελε. Επέμεινε ο Αλέξανδρος και τον έσπρωξε η Πουλουδιά. Alexandros insisted and Poloudia pushed him. Θύμωσε ο Αλέξανδρος και της έδωσε μια στην πλάτη. Alexander got angry and slapped her on the back. Και ξέσπασε πάλι η Πουλουδιά στα κλάματα. And Pouloudia burst into tears again.

— Μα τι έπαθες απόψε; ξαναφώναξε ο Αντώνης. — But what happened to you tonight? Antonis called again. Η Αλεξάνδρα σήκωσε τους ώμους της. Alexandra shrugged.

— Έχει μπουρινάκια, εξήγησε. — He has burins, he explained. Άρχισε όταν μας έστειλε μέσα η θεία, κι εμείς θέλαμε να κατεβούμε στην ακρογιαλιά, να δούμε τη βάρκα σου. It started when aunt sent us in, and we wanted to go down to the beach, see your boat. Και από κείνη την ώρα όλο ξανανοίγουν οι βρύσες... And since then, the taps have been turning on again...

— Πουλουδιά, κλείσε τις βρύσες! — Birds, turn off the taps! φώναξε ο Αντώνης. shouted Antonis. Ακούς, Πουλουδιά; Ε, Πουλουδιά... Are you listening, Birds? Hey, Birds...

— Αντώνη!... ακούστηκε θυμωμένη η φωνή της θείας. came the angry voice of the aunt. Ξέχασες πως είσαι τιμωρημένος; Have you forgotten how you are punished?

Σιωπή στην κάμαρα. Silence in the chamber.

Και ο Αντώνης χώθηκε κάτω από το σεντόνι του, η Αλεξάνδρα άρπαξε το χτένι, τάχα πως λύνει τα μπερδεμένα μαλλιά της, ο Αλέξανδρος κάθισε χάμω να ξεκουμπώσει τα παπούτσια του και σιωπηλή και ντροπιασμένη τρύπωσε μέσα η Πουλουδιά και μισοκρύφθηκε πίσω από την κουνουπιέρα της να γδυθεί. And Antonis ducked under his sheet, Alexandra grabbed the comb as she untangled her tangled hair, Alexander sat idly unbuttoning his shoes and Pouloudia, silent and ashamed, crept in and half-hidden behind her mosquito net to undress .

Όταν μπήκε στην κάμαρα η Αφροδίτη, βρήκε όλα τ' αδέλφια μισογδυμένα. When Aphrodite entered the chamber, she found all the brothers half-naked. Απόγδυσε τον Αλέξανδρο και άρχισε να χτενίζει την Αλεξάνδρα, τυλίγοντας τα μαλλιά της σκουλιά σκουλιά σε χαρτί. She undressed Alexander and began combing Alexandra's hair, wrapping her hair tightly in paper.

Και οι δυο αδελφές μισούσαν αυτή την προετοιμασία που γίνουνταν κάθε βράδυ, με περισσότερη φροντίδα, που σήμαινε περισσότερα χαρτιά στο κεφάλι, κάθε φορά την επαύριο έπρεπε να είναι καλοχτενισμένα τα κορίτσια. Both sisters hated this preparation that was done every night, with more care, which meant more papers on the head, every time the next day the girls had to be well combed. Τα σφιγμένα μαλλιά, τεντωμένα και τραβηγμένα στις ρίζες, τα χαρτιά κόμποι κόμποι, που χώνουνταν στο κεφάλι μόλις έκανες να γυρίσεις στο κρεβάτι, πονούσαν, σε ξυπνούσαν, σε νεύριαζαν. The tight hair, stretched and pulled at the roots, the paper knots, which were shoved into your head as soon as you turned over in bed, they hurt, they woke you up, they made you nervous. Και το χειρότερο για τις δυο αδελφές ήταν το πρωί, όταν έβγαζες τα χαρτιά και τους ξεδιάλυνες τα μαλλιά, που φούντωναν σγουρεμένα και τους έκαναν δυο κεφάλια σαν «ξεραχνιάστρες», έλεγε η Αλεξάνδρα, μ' ένα φιόγκο ή μια κορδέλα που τις έκανε σα μαϊμούδες, έλεγε ο Αντώνης. And the worst for the two sisters was in the morning, when you took out the papers and untangled their hair, which would fly up curly and make them two heads like "dryers," Alexandra said, with a bow or a ribbon that made them look like monkeys , said Antonis.

Μα έτσι το ήθελε η μαμά, και οι αδελφές το είχαν πάρει απόφαση και η τελετή του σγουρώματος γίνουνταν λίγο πολύ χωρίς φασαρία. But that's how mom wanted it, and the sisters had made up their minds, and the curling ceremony was done more or less without fuss.

Απόψε όμως ήταν στις στραβές της η Πουλουδιά και, σαν ήλθε η σειρά της, σήκωσε επανάσταση: Tonight, though, Pouloudia was on edge and, when it was her turn, she raised a revolution:

— Δε θέλω, δε θέλω να μου κάνεις κατσαρά! — I don't want, I don't want you to fuck me!

— Μπρε, αμάν, παιδί μου! — Well, aman, my child!

— Όχι, δε θέλω!

— Αύριο θα είσαι σαν κατσιβέλα! — Tomorrow you will be like a bitch!

— Ας είμαι!

— Δε θα σε πάρει η θεία σου στην Κηφισιά! — Your aunt will not take you to Kifissia!

— Ας μη με πάρει! — Don't let him take me!

— Στάσου, μπρε παιδί μου, μια στιγμή! — Wait, my child, a moment!

— Δε θα σταθώ! — I won't stop!

Και δε στάθηκε και δεν μπήκαν τα χαρτιά και την άλλη μέρα μόνη η Αλεξάνδρα βρέθηκε καλοχτενισμένη, με φουντωτά κατσαρωμένα μαλλιά. And it didn't stop and the papers didn't go in and the next day Alexandra found herself alone, well-combed, with tufted curled hair.

Η Πουλουδιά είχε ξυπνήσει πάλι από την ανάποδη. Pouloudia had woken up again from the upside down. Ακόμα δεν της είχε μιλήσει κανείς και άρχισε να κλαίγει. Still no one had spoken to her and she began to cry. Και σαν τη ρώτησε η Αφροδίτη τι έχει, είπε πάλι πως την πονεί το παπούτσι. And when Aphrodite asked her what was wrong with her, she said again that her shoe hurts.

— Μα άφησε να δω, μην έχει κανένα καρφί το παπούτσι σου! — But let me see, don't have any nails in your shoe!

— Όχι, δεν έχει!

— Στάσου, μπρε παιδί μου, να δω! — Wait, my child, let me see!

— Όχι, δε θέλω!

Μα όταν κατέβηκαν στο πρόγευμα και είδε η θεία το κεφάλι της σαν «κατσιβέλας» κι έμαθε για ποιο λόγο είχαν μείνει τα μαλλιά της ακατσάρωτα, θύμωσε και της είπε: But when they went down to breakfast and the aunt saw her head like a "catchivel" and learned why her hair was left untidy, she got angry and said to her:

— Λοιπόν δε θα σε πάρομε στην Κηφισιά! — Well, we won't take you to Kifissia! Τα καπριτσιόζικα παιδιά μένουν σπίτι! Whimsical children stay at home!

Τ' αδέλφια περίμεναν πως θ' ανοίξουν οι βρύσες και θα γίνει νεροποντή. The brothers were waiting for the taps to turn on and for it to rain. Μα, ω του θαύματος, η Πουλουδιά δεν έκλαψε! But, oh the miracle, Pouloudia didn't cry!

Και σαν ήλθε το αμάξι και πήρε θεία, θείο, Αλεξάνδρα και Αλέξανδρο και γύρισε ο Αντώνης μελαγχολικά από τη βεράντα να μπει μέσα, πηδώντας με τα πόδια της ενωμένα μπήκε και η Πουλουδιά και, πιάνοντας τον από τους ώμους, φώναξε θριαμβευτικά: And as soon as the car came and took aunt, uncle, Alexandra and Alexander and Antonis turned melancholy from the porch to get in, jumping with her legs together, Pouloudia also got in and, grabbing him by the shoulders, shouted triumphantly:

— Όλο το σπίτι δικό μας είναι σήμερα! — The whole house is ours today! Πάμε να παίξομε κυνηγητό στις σκάλες! Let's play chase on the stairs!

Μα ο Αντώνης δεν ξεμελαγχόλησε. But Antonis did not lose heart.

— Έχω να γράψω ένα ρήμα, της αποκρίθηκε κατσουφιασμένος. — I have to write a verb, he answered her, frowning.

— Μπα! Εσύ γράφεις γρήγορα! You write fast! Τι είναι ένα ρήμα! Να σου το λέγω εγώ από τη γραμματική και συ να γράφεις. Let me tell you from grammar and you write.

— Θα 'ρθεις και συ μαζί; ρώτησε ο Αντώνης. — Will you come along too? Antonis asked. Και πρόσθεσε συμπονετικά: And he added sympathetically:

— Τι κουτή που ήσουν χθες να μην αφήσεις να σε σγουράνουν και να πας στην Κηφισιά! — What a fool you were yesterday not to let them curl your hair and go to Kifissia!

Η Πουλουδιά έκανε άλλους δυο πήδους. Pouloudia made two more jumps.

— Μα εγώ δεν ήθελα να πάγω, είπε. — But I didn't want to go, he said.

Με τα χέρια στις τσέπες την κοίταξε ο Αντώνης. Antonis looked at her with his hands in his pockets.

— Γιατί; ρώτησε. - Why; asked.

Η Πουλουδιά κοντοστάθηκε, δίστασε. Pouloudia stopped short, hesitated.

— Γιατί έτσι, είπε με απόφαση. — Why so, he said decisively.

Έστριψε μια δυο φορές στο τακούνι της και πιάνοντας τον πάλι από τους ώμους: She turned a couple of times on her heel and taking him again by the shoulders:

— Έλα να γράψομε το ρήμα σου, είπε. — Let's write your verb, he said. Μόνο η οριστική έχει πολλά. Only the definitive one has a lot. Τ' άλλα, υποτακτική, προστακτική, απαρέμφατο, αυτά παν γρήγορα. The others, subjunctive, imperative, infinitive, all these quickly. Έλα, πάμε να το ξεφορτωθούμε! Come on, let's get rid of it!

Και πήγαν και το ξεφορτώθηκαν και αναστέναξε ο Αντώνης και πέρασε το στουπόχαρτο πάνω στο χαρτί του, όπου λες και είχαν περάσει πηδηχτά μελανωμένα ποδαράκια σπουργιτιού. And they went and got rid of it, and Antonis sighed and ran the putty over his paper, where it looked as if sparrow's inked legs had jumped. Και με την αδελφή του, τρεχάτος κατέβηκε στην αυλή. And with his sister, he ran down to the courtyard.

— Κι εδώ μπορούμε να κάνομε τους περιβολάρηδες, είπε η Πουλουδιά. — Here too we can make the perivolaris, said Pouloudia. Χθες ίσα ίσα έλεγε ο θείος πως όλο το περιβόλι θέλει σκάψιμο. Yesterday the uncle was just saying that the whole orchard needs digging. Έλα να το σκάψομε εμείς! Let's dig into it!

Πήραν λοιπόν ο ένας ένα μικρό σκουριασμένο καρφί, η άλλη ένα κομμάτι σπασμένο κεραμίδι και άρχισαν να σκάβουν. So they each took a small rusty nail, the other a piece of broken tile and began to dig.

— Μιάου! - Meow!

Γύρισαν τ' αδέλφια και είδαν την κιτρινόμαυρη γάτα της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής. The brothers turned and saw the yellow-black cat of the Russian lady of Honor.

— Φύγε, φύγε! Κσσστ! έκανε η Πουλουδιά. Pouloudia did. Έχομε δουλειά!

Μα η γάτα δεν έφυγε, απεναντίας σίμωσε. But the cat didn't run away, on the contrary, it snorted.

— Φύγε! επανέλαβε η Πουλουδιά, μα συνάμα της έτριψε χαδιάρικα το κεφάλι.

— Να την έβλεπε ο Ντον! — Let Don see her! είπε ο Αντώνης.

— Τι θα έκανε ο Ντον;

— Θα την έτρωγε! — He would eat her!

— Γιατί; - Why;

— Έτσι. Ο θείος λέγει πως οι σκύλοι και οι γάτες όλο τρώγονται. The uncle says that dogs and cats are all eaten.

— Αλήθεια; ρώτησε μαγεμένη η Πουλουδιά. - Truth; Poulodia asked, enchanted. Κρίμα που δεν είναι εδώ ο Ντον!

Ο Αντώνης σηκώθηκε και τίναξε τα χώματα από τα χέρια του. Antonis stood up and shook the dirt from his hands.

— Πάμε να δοκιμάσομε αν είναι αλήθεια; ρώτησε. — Let's go and test if it's true? asked.

— Πού να πάμε;

— Στην αυλή του βασιλέα. — In the king's court. Δεν είναι ποτέ κλειδωμένη. It is never locked. Η καρδιά της Πουλουδιάς πήδηξε στο λαιμό της. Pouloudia's heart jumped in her throat. Αυτό και αν ήταν τρέλα! Even if it was madness! Τρομερή τρέλα! Terrible madness! Αντώνικη τρέλα! Anthony's madness!

Μα λες και αυτή την ώρα κόλλησε από την τόλμη του Αντώνη και η Πουλουδιά. But it seems that even at this time, Pouloudia was also impressed by Antonis' boldness.

— Ναι! αναφώνησε. Πάμε!

Πήρε τη γάτα στην αγκαλιά της και ρίχνοντας πίσω ανήσυχες ματιές, μην και τους δει η κερα-Ρήνη ή η Αφροδίτη, τα δυο αδέλφια, πατώντας στα νύχια, βγήκαν από την αυλή. She took the cat in her arms and, casting anxious glances back, lest the candle-Rhine or Aphrodite see them, the two brothers, treading on their claws, left the yard. Η πόρτα του βασιλέα ήταν ξεκλείδωτη και με καρδιόχτυπο την έσπρωξαν τ' αδέλφια. The king's door was unlocked and the brothers pushed it open in a heartbeat. Ησυχία. Τα τρία σκυλιά, δεμένα, ξαπλωμένα ηλιάζουνταν. The three dogs, tied up, were lying in the sun. Μόνος ο Ντον σήκωσε το κεφάλι του και κούνησε την ουρά του. Don alone raised his head and wagged his tail. Βαστώντας τη γάτα πλησίασε η Πουλουδιά. Pouloudia approached, holding the cat. Μα τι ήταν αυτό; Έξαφνα η ήσυχη αυλή αναστατώθηκε. But what was that? Suddenly the quiet courtyard was disturbed. Γαβγίσματα, φυσίγματα, φωνές και στριγλιές γέμισαν τον αέρα. Barks, hisses, shouts and squeals filled the air. Η γάτα είχε ξεφύγει από τα χέρια της Πουλουδιάς και είχε σκαρφαλώσει στο σβέρκο της, με τις τρίχες ολόρθες, φτύνοντας και φυσώντας, ξετρελαμένη, ενώ ο Ντον και τ' άλλα σκυλιά, όρθια, τραβούσαν τις αλυσίδες τους, σα να ήθελαν να τις σπάσουν και ν' αρπάξουν τον εχθρό. The cat had escaped Poulodia's hands and had climbed up on her neck, hairs all up, spitting and blowing, mad, while Don and the other dogs, standing up, were pulling at their chains, as if to break them and to seize the enemy.

Η Πουλουδιά ξεφώνιζε, γύρευε να ξεφορτωθεί τη γάτα, και ο Αντώνης μάταια προσπαθούσε να την πιάσει. Pouloudia screamed, turned around to get rid of the cat, and Antonis tried in vain to catch her. Παλεύοντας οπισθοχώρησε η Πουλουδιά και η γάτα πήδηξε στον τοίχο και χάθηκε στην αυλή της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής. Struggling, Pouloudia retreated and the cat jumped over the wall and disappeared into the courtyard of the Russian lady of Honor.

Ο Αντώνης άρπαξε το μπράτσο της Πουλουδιάς και απότομα την έσυρε στην πόρτα, τη στιγμή που στο πάνω πάτωμα άνοιγαν όλα τα παντζούρια και κεφάλια παρουσιάζουνταν σε διάφορα παράθυρα. Antonis grabbed Pouloudia's arm and abruptly dragged her to the door, at the moment when all the shutters on the upper floor were opening and heads were appearing in various windows.

Τρεχάτα είχαν βγει τ' αδέλφια στο δρόμο, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, και τρύπωσαν στην αυλή τους. Suddenly the brothers had gone out into the street, leaving the door open, and dug a hole in their yard.

Τρομαγμένα κοιτάχθηκαν. They looked at each other in horror.

Η Πουλουδιά μάτωνε από μια τσουγκρανιά στο σβέρκο και ο Αντώνης από άλλη μια στο χτένι του χεριού. Pouloudia died from a scratch on the neck and Antonis from another on the comb of the hand.

— Δεν πειράζει, είπε ο Αντώνης, χλομός ακόμα αλλά ξαναβρίσκοντας την τόλμη του. — It doesn't matter, said Antonis, still pale but regaining his courage. Πάμε μέσα να σε πλύνω και δε θα φαίνεται τίποτα. Let's go inside and I'll wash you and nothing will show.

Μα φαίνουνταν η τσουγκρανιά πάνω από το φρίλι του λαιμού της και, όσο και αν τραβούσε απάνω ο Αντώνης το φουστάνι, πάλι ξανάπεφτε στη θέση του και ξεσκέπαζε το γδαρμένο σβέρκο. But the scratch was visible above the frill of her neck and, no matter how much Antonis pulled the dress up, it would fall back into place and reveal the scratched neck.

— Τι κουταμάρα να 'χεις κοντά μαλλιά! — What a shame to have short hair! της είπε. Αν είχες κοτσίδα, θα την ξέπλεκες και δε θα φαίνουνταν τίποτα. If you had a braid, you would unbraid it and nothing would show.

— Και το χέρι σου;

— Αυτό δεν πειράζει, το κρύβω στην τσέπη. — That's okay, I hide it in my pocket.

Τα κέφια τους ήταν μουδιασμένα και τα φτερά τους χαμηλωμένα. Their spirits were dulled and their wings lowered.

— Πώς έκανε η γάτα... είπε συλλογισμένος ο Αντώνης. — How did the cat... said Antonis thoughtfully.

Ήταν εκείνο που έλεγε η μις Ράις «Μαντ κατ». It was what Miss Rice called "Mad Cat." Αλήθεια, σαν τρελή έκανε! Really, like crazy she did!

— Είναι πολύ κακιά και άγρια αυτή η γάτα, αποκρίθηκε τρομαγμένη ακόμα η Πουλουδιά. — This cat is very mean and wild, answered Poulodia, still frightened. Νόμιζα πως θα με φάγει... I thought it was going to eat me...

Της έριξε ο Αντώνης μια στοχαστική ματιά και είπε: Antonis gave her a thoughtful look and said:

— Ξέρεις... συλλογίζομαι... μήπως εμείς ήμασταν κακοί που πήγαμε να τη ρίξομε στη μύτη των σκύλων. — You know... I'm thinking... maybe we were bad for going to throw her in the dogs' noses.

— Γιατί ήμασταν εμείς κακοί; ρώτησε η Πουλουδιά που μπροστά της ανοίγουνταν ξαφνικά κόσμοι από κουβαριασμένους στοχασμούς. — Why were we bad? asked Pouloudia, who suddenly opened up worlds of tangled thoughts in front of her. Τι κάναμε;

— Λέγω... ξέρω ‘γω; Η γάτα είναι πιο μικρή από τους σκύλους του βασιλέα. — I mean... I know? The cat is smaller than the king's dogs. Αν ρίχναμε... ας πούμε, τον Αλέξανδρο που είναι μικρός, σ' ένα μεγάλο Τούρκο, και ο Τούρκος τον αρπούσε στα δόντια του... If we threw... let's say, Alexander who is small, at a big Turk, and the Turk grabbed him in his teeth...

— Όχι, Αντώνη! αναφώνησε η Πουλουδιά. Poulodia exclaimed. Δεν είναι το ίδιο!

— Όχι, δεν είναι ολωσδιόλου το ίδιο... αποκρίθηκε κάπως μπερδεμένος ο Αντώνης, γιατί ο Αλέξανδρος είναι αδελφός μας... Μα η γάτα ήταν μικρή και ο Ντον μεγάλος... και ήταν τρία σκυλιά... — No, it's not quite the same... answered Antonis, somewhat confused, because Alexander is our brother... But the cat was small and Don was big... and there were three dogs...

Πολύ άσχημες απορίες κουτρουβαλούσαν στο μυαλό της Πουλουδιάς και άλλες τόσες στου Αντώνη. Very bad questions were running through the mind of Pouloudia and just as many in Antonis. Μα ο Αντώνης δεν αγαπούσε τις στενόχωρες σκέψεις. But Antonis did not like sad thoughts.

— Ουφ! είπε. Κάνει ζέστη εδώ μέσα! It's hot in here! Και πρέπει να σκάψομε τον κήπο. And we have to dig the garden. Πάμε στην αυλή.

Και ξανάπιασαν το καρφί και τη σπασμένη κεραμίδα κι έσκαψαν, κι έσκαψαν, και γύρισαν όλο το χώμα, όχι μόνο στις πρασιές που περιτριγύριζαν την αυλή, αλλά και σ' όλες τις γλάστρες με τους βασιλικούς, επίσης και σ' ένα βαρελάκι όπου ο θείος είχε φυτέψει μια τριανταφυλλιά που έβγαζε εκατόφυλλα τριαντάφυλλα και που την περιποιούνταν ιδιαίτερα και μόνος αυτός. And they took up the nail and the broken tile again and dug, and dug, and turned all the dirt, not only in the greens that surrounded the yard, but also in all the basil pots, also in a small barrel where the uncle had planted a rose bush that produced hundreds of roses and that he alone took special care of.

Και αφού έσκαψαν καλά-καλά και μάδησαν όλα τα φύλλα που τους φαίνουνταν ξερά, μαζί και μερικά χλωρά, της τριανταφυλλιάς του θείου, τους φάνηκε ξαφνικά αυτή σα μαδημένη. And after they dug well and plucked all the leaves that seemed dry to them, including some green ones, of the uncle's rose, it suddenly appeared to them that it had been plucked. Και τότε θυμήθηκε ο Αντώνης πως είχε πει κάποτε ο θείος ότι πληγώνεις το φυτό τραβώντας τα φύλλα. And then Antonis remembered how his uncle had once said that you hurt the plant by pulling the leaves.

— Ναι, είπε συλλογισμένη η Πουλουδιά, θα χρειάζουνταν ψαλίδι... Κι έχασα το δικό μου. — Yes, said Pouloudia thoughtfully, they would need scissors... And I lost mine. Κρίμα.

— Πήγαινε να φέρεις της θείας, της είπε ο Αντώνης κόβοντας ακόμα ένα δυο φύλλα που του φαίνουνταν παραμεγαλωμένα. — Go get your aunt's, Antonis told her, cutting another couple of leaves that seemed to him overgrown.

— Όχι, φοβούμαι, αποκρίθηκε η Πουλουδιά. — No, I'm afraid, answered Pouloudia. Θα φωνάζει η θεία.

— Καλά λες. Πάρε της Αλεξάνδρας.

Τρεχάτη μπήκε μέσα η Πουλουδιά, μα σε λίγο παρουσιάστηκε το κεφάλι της στο παράθυρο της εισόδου. Pouloudia ran in, but soon her head appeared at the entrance window.

— Δεν το βρίσκω, Αντώνη! του φώναξε.

— Στάσου, έρχομαι, αποκρίθηκε κείνος.

Μα όσο και να σκάλισαν και οι δυο και ν' αναποδογύρισαν τα καλοσυγυρισμένα κουτιά της Αλεξάνδρας, το ψαλίδι δε βρέθηκε. But no matter how much they both carved and turned over Alexandra's well-made boxes, the scissors were not found.

— Και όμως πρέπει να κόψομε τα κοτσανάκια που μείναν από τα ξερά φύλλα, είπε ο Αντώνης. — And yet we have to cut the stalks left from the dry leaves, said Antonis. Φαίνεται ακατάστατη έτσι η τριανταφυλλιά. The rose bush looks messy like this. Στάσου. Θα πάρομε μια στιγμή το ψαλίδι της θείας και θα το βάλομε πάλι στη θέση του. We will take the aunt's scissors for a moment and put them back in their place. Δε θα πάθει τίποτα. He won't get hurt.

Μα το πανεράκι της θείας δεν ήταν κάτω. But the aunt's bread was not down.

— Πάμε να δούμε στην κάμαρα της, είπε ο Αντώνης. — Let's go look in her chamber, said Antonis.

— Αχ, Αντώνη, κοίταξε τα χέρια σου! — Ah, Antonis, look at your hands! Πώς θα πιάσεις το πανέρι της θείας;

Ο Αντώνης κοίταξε τα σκονισμένα, όλο χώματα χέρια του, και ύστερα τα παπούτσια του, που ήταν στα ίδια χάλια. Antonis looked at his dusty, dirty hands, and then at his shoes, which were in the same mess.

— Έχεις δίκαιο, είπε, πάμε πρώτα να καθαριστούμε. — You're right, he said, let's go clean first.

Και, με πλυμένα χέρια και ξεσκονισμένα παπούτσια, δειλά μπήκαν τα δυο αδέλφια στην κάμαρα της θείας. And, with washed hands and dusted shoes, the two brothers timidly entered the aunt's chamber.

Η κάμαρα της θείας ήταν το «άγιον των αγίων». The aunt's chamber was the "holy of holies." Απαγορεύουνταν στα τέσσερα αδέλφια να μπαίνουν μέσα, αν δεν τα φώναζε η θεία. The four siblings were not allowed to enter unless their aunt called them.

Και η θεία δεν τα φώναζε ποτέ· έβγαινε στην είσοδο, αν είχε να τα μαλώσει ή να τα επιθεωρήσει πριν βγουν. And the aunt never shouted at them; she went out to the entrance if she had to argue with them or inspect them before they went out. Αλλά στην κάμαρα της δεν ήθελε «ποδαρικά», όπως έλεγε. But in her chamber she did not want "feet", as she said.

Αυτό που έκανε ο Αντώνης, να μπει μέσα με την Πουλουδιά ενόσω έλειπε η θεία, ήταν το άκρον άωτον της τόλμης και της ασέβειας και της αποκοτιάς. What Antonis did, to enter with Pouloudia while the aunt was away, was the height of audacity and disrespect and abomination.

Το ένιωθε η Πουλουδιά, κρεμασμένη στο μπράτσο του, και η καρδιά της χτυπούσε τούμπανο. Poulodia could feel it, hanging on his arm, and her heart was pounding.

— Αντώνη... πάμε να φύγομε... ψιθύρισε χαμηλώνοντας τη φωνή της, σα να βρίσκονταν σε αγιαστήριο. — Antoni... let's go... she whispered, lowering her voice, as if they were in a sanctuary. Πάμε, Αντώνη!

— Φοβητσιάρα! — Scary! Τι φοβάσαι; Στάσου να δούμε, της είπε κείνος. What are you afraid of; Wait and see, he told her. Κοίταξε τι μακριά που φαίνεται η θάλασσα από δω... Να και τα βουνά πέρα, εκεί θα 'ναι η Κηφισιά, που είναι βουνό και δεν είναι βουνό, όπως λέγει η Αλίς. Look how far the sea looks from here... And the mountains beyond, there will be Kifisia, which is a mountain and not a mountain, as Alice says.

— Πώς το ξέρεις πως είναι η Κηφισιά; ρώτησε η Πουλουδιά που είχε τρυπώσει κοντά του στο παράθυρο. — How do you know what Kifissia is like? asked Pouloudia, who had peeped near him at the window.

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του. Antonis shrugged his shoulders.

— Αφού είπε η Αλίς πως είναι πέρα; Και πέρα άλλο βουνό δεν έχει... — After Alice said it was over? And there is no other mountain beyond...

Το επιχείρημα ήταν αναμφισβήτητο. The argument was undeniable. Και όμως...

— Αντώνη... πώς περνά το τρένο τη θάλασσα; ρώτησε η Πουλουδιά. — Antonis... how does the train cross the sea? asked Pouloudia.

Ο Αντώνης δεν αποκρίθηκε.

Γύρισε η Πουλουδιά και τον είδε όρθιο στην άλλη άκρη της κάμαρας, εμπρός στην ασκέπαστη ραφτομηχανή της θείας. Pouloudia turned and saw him standing at the other end of the room, in front of his aunt's unoccupied sewing machine. Πλησίασε βιαστικά. He hurried over.

— Μπα!... - Nah!... Δεν την έκλεισε η θεία... μουρμούρισε. Aunt didn't shut her up... she muttered.

Ο Αντώνης ρουθούνιζε. Antonis was snoring.

— Την άνοιξα για να τη δω, είπε. — I opened it to see it, he said. Μα... πουφ... βρωμά πετρέλαιο! But... poof... stinky oil! Να την αφήσομε να ξεμυρίσει; Should we let her go?

Με το δάχτυλο έσπρωξε σιγά τη ρόδα. He gently pushed the wheel with his finger.

— Μη, Αντώνη, μην την αγγίζεις! — Don't, Antonis, don't touch her! Δε θέλει η θεία! Aunt doesn't want it! είπε η Πουλουδιά.

Μα η περιέργεια του Αντώνη είχε ξυπνήσει. But Antonis' curiosity had been awakened.

— Για να δούμε αν τρυπά η βελόνα, έκανε βάζοντας το δάχτυλο του από κάτω, ενώ με το δεξί του χέρι έπιανε το χερούλι. — To see if the needle pierces, he did by putting his finger under it, while with his right hand he grasped the handle.

Η λαδωμένη ρόδα γύρισε γοργά μ' ένα ζλακ! The oiled wheel turned quickly with a zlak! και η βελόνα τρύπησε πέρα-πέρα το δάχτυλο του Αντώνη, χωρίς να ξανασηκωθεί. and the needle pierced Anthony's finger through and through, without rising again.

— Αντώνη! φώναξε η Πουλουδιά.

— Στάσου ν' ανεβάσω τη βελόνα, είπε χωρίς να ταραχθεί ο Αντώνης, ευτυχώς είναι απέραστη, θα βγει εύκολα... - Wait while I raise the needle, Antonis said without being disturbed, fortunately it is impenetrable, it will come out easily...

Γύρισε τη ρόδα και η βελόνα σηκώθηκε ως απάνω, χωρίς όμως και να βγει από το δάχτυλο, που έμενε καρφωμένο. He turned the wheel and the needle rose up, but without leaving the finger, which remained stuck.

— Αντώνη! Αχ, Αντώνη, τι έκανες! Ah, Antonis, what have you done! είπε κλαίγοντας η Πουλουδιά. said Pouloudia, crying. Πώς θα τη βγάλεις τώρα; How are you going to get her out now?

Ο Αντώνης κοίταζε το δάχτυλο του. Antonis was looking at his finger.

— Δε με μέλει που τρυπήθηκα, είπε, μόνο που θα με βρει εδώ η θεία! — I don't care that I got pierced, he said, as long as my aunt will find me here!

Η Πουλουδιά έκλαιγε τώρα με αναφιλητά. Pouloudia was now crying uncontrollably.

— Αχ, Θεέ μου! Θα σου κόψουν το δάχτυλο, Αντώνη! They will cut off your finger, Antonis! Πώς θα φύγεις από δω; Αχ, στάσου να φωνάξω την Αφροδίτη... How are you going to get out of here? Ah, stop, let me call Aphrodite...

Με το δεξί του χέρι την άρπαξε ο Αντώνης από το μανίκι. Antonis grabbed her by the sleeve with his right hand.

— Να μην κουνήσεις! — Don't move! πρόσταξε. he commanded. Και αντί να κλαις, βοήθησε με να βγάλω τη βελόνα! And instead of crying, help me get the needle out!

— Μα πώς; Πώς; έκανε απελπισμένη η Πουλουδιά. - But how; How; said Pouloudia in despair.

— Να! Βάστα τη ρόδα και γύρισε την αργά αργά, ώσπου ν' ανέβει όσο μπορεί πιο ψηλά η βελόνα. Weave the wheel and turn it slowly until the needle goes as high as it can go. Έλα!

Έκανε η Πουλουδιά όπως της έλεγε και, σαν ανέβηκε ψηλά η βελόνα, σταμάτησε τη ρόδα. Pouloudia did as she was told and, as if the needle went up, she stopped the wheel.

— Στάσου τώρα, της είπε ο Αντώνης, μην ξαναπέσει η ρόδα! — Stop now, Antonis told her, don't let the wheel fall again! και με το δεξί του δείχτη πίεσε κάτω το τρυπημένο νύχι με όλη του τη δύναμη. and with his right forefinger he pressed down the pierced nail with all his might.

— Πονεί; ρώτησε τρέμοντας η Πουλουδιά. — Does it hurt? asked Pouloudia trembling.

— Άφησε τώρα αν πονεί, ο λόγος είναι να βγει η βελόνα! — Leave now if it hurts, the reason is to get the needle out! Βάστα τη ρόδα... Βάστα! Turn the wheel... Turn the wheel! Πάει, βγήκε! φώναξε θριαμβευτικά ο Αντώνης. shouted Antonis triumphantly.

Και τράβηξε το δάχτυλο του και το έχωσε στο στόμα. And he withdrew his finger and stuck it in his mouth.

— Ρούφηξε το! — Suck it! Πιπίλισέ το! Suck it! Δείξε μου το! παρακάλεσε η Πουλουδιά. Pouloudia pleaded.

Έβγαλε ο Αντώνης το δάχτυλο από το στόμα του και τα δυο αδέλφια είδαν μια στρογγυλή καθαρή τρυπίτσα κόκκινη, στη μέση του νυχιού, και άλλη μια όμοια στο μέσα μέρος του δαχτύλου. Antonis took the finger out of his mouth and the two brothers saw a round, clean red hole in the middle of the nail, and another similar one in the middle of the finger.

— Πονεί; ρώτησε με αγωνία η Πουλουδιά. — Does it hurt? Pouloudia asked anxiously. Και ξαφνικά: And suddenly:

— Στάσου! — Stop! φώναξε κι έφυγε σα σαΐτα. he shouted and ran away like a shuttlecock.

Γύρισε όπως είχε φύγει, τρεχάτη, και τον βρήκε τον Αντώνη στην είσοδο. He turned back as he had left, running, and found Antonis at the entrance. Βαστούσε ένα μποτιλάκι κι ένα παστρικό κουρελάκι. It was enough for a small bottle and a small pastry cloth.

— Στάσου, του είπε, θα σου βάλω άρνικα. — Wait, he said to him, I will put lamb on you. Η Αφροδίτη προχθές μου έβαλε στο γόνατο και δεν ξεμάτωνε πια. Aphrodite put it on my knee the day before yesterday and it didn't drain anymore. Στάσου.

Ο Αντώνης της έτεινε το τρυπημένο δάχτυλο και, προσέχοντας μην τον πονέσει, κάνοντας τα καλά της, προσπαθώντας και φασαρεύοντας, του το έδεσε η Πουλουδιά, αφού σκόρπισε τη μισή άρνικα στο πάτωμα. Antonis held out the pierced finger to her and, being careful not to hurt him, doing her best, trying and fussing, Pouloudia tied it for him, after scattering half of the lamb on the floor.

— Και τώρα πάμε γρήγορα κάτω, μη μας δει κανείς εδώ! — And now let's go down quickly, don't let anyone see us here! του είπε με σκηνικά ψιθυρίσματα και περπατήματα στα νύχια και κατασκοπεύσεις στη σκάλα, φουσκωμένη από υπερηφάνεια, πως φρόντιζε κι εξυπηρετούσε τον Αντώνη. she told him in stage whispers and tiptoeing and spying on the stairs, puffed up with pride, that she cared for and served Antony.

Μα ο Αντώνης, ακόμα και όταν ευχαριστιούνταν, δεν εννοούσε να κυβερνιέται από κορίτσι. But Antonis, even when he was enjoying himself, did not mean to be ruled by a girl. Ομολογούσε μέσα του τις υπηρεσίες της αδελφής του και τον ευχαριστούσαν. He confessed in himself the services of his sister, and they pleased him. Μα δεν έπρεπε να της δώσει και πολύ θάρρος, «γιατί τα κορίτσια... ξέρεις... τόσο να τους δώσεις, σε καβαλικεύουν κιόλα». But he shouldn't have given her too much courage, "because the girls... you know... just give it to them, they already ride you". Χρειάζουνταν η Πουλουδιά και λίγη ψυχρολουσία. Poloudia and a little coolness were needed.

— Στάσου, της είπε μεγαλόπρεπα, έχω δουλειά... Και ξαναμπήκε στην κάμαρα της θείας. — Wait, he told her majestically, I have work... And he re-entered the aunt's room.

Η Πουλουδιά τον ακολούθησε, περίεργη όσο και τρομαγμένη. Pouloudia followed him, curious as well as frightened.

— Αχ, Αντώνη, τι θέλεις πια να μπαίνεις εδώ μέσα... Μα την αποπήρε: — Ah, Antonis, why do you want to come in here... But he refused her:

— Ποιος θα κλείσει τη μηχανή; Να τη βρει η θεία ξεσκέπαστη; — Who will turn off the machine? Find her uncovered aunt?

Η Πουλουδιά όρμησε, άρπαξε το καπάκι κι έκλεισε τη μηχανή πριν προφθάσει ο Αντώνης. Pouloudia rushed in, grabbed the lid and shut off the engine before Antonis arrived.

— Έννοια σου! — Your meaning! Μην κουράζεσαι! Do not bother! Έννοια σου! Your meaning! ψιθύρισε πασπατεύοντας να στερεώσει το καπάκι που όλο ξανάνοιγε. he whispered, fumbling to fasten the lid that kept opening again.

Πλησίασε ο Αντώνης, παραμέρισε τα χέρια της και ύστερα κατέβασε ένα σιδεράκι, γύρισε μια βίδα και το καπάκι έμεινε μαγκωμένο. Antonis approached, pushed her hands aside and then lowered a brace, turned a screw and the lid was stuck.

— Ούτε να κλείσεις μια μηχανή δεν ξέρεις, της είπε. — You don't even know how to turn off an engine, he told her.

Η Πουλουδιά, πάντα έτοιμη για επανάσταση, ορτσώθηκε. Pouloudia, always ready for a revolution, got angry.

— Ναι, μα εσύ την άνοιξες, ώστε το ήξερες! — Yes, but you opened it, so you knew! Μεγάλη δουλειά που την ξανάκλεισες! Great job closing it again! Εγώ δεν ξέρω από μηχανές! I don't know about machines!

— Κανένα κορίτσι δεν ξέρει από μηχανές, αποφάσισε ο Αντώνης. — No girl knows about machines, Antonis decided. Το είπε μια μέρα και ο πατέρας, όταν έσπασε ο Στάμος το βάτραχο του, για να δει πώς πηδά. The father also said it one day, when Stamos broke his frog to see how it jumps. Είπε: «Ωστόσο, τι είναι τ' αγόρια! He said: “However, what are boys! Αυτός γεννήθηκε μηχανικός!» Δηλαδή, πως κανένα κορίτσι δε γεννιέται μηχανική. He was born an engineer!” In other words, no girl is born a mechanic.

Συλλογισμένη κατέβαινε η Πουλουδιά τη σκάλα με τον αδελφό της. Pouloudia went down the stairs with her brother thoughtfully.

— Ναι, μα... έκανε.

Γύρευε να θυμηθεί για ποια τέχνη γεννιούνται τα κορίτσια. He was about to remember what art girls are born for. Μα δε βρήκε. But he didn't find it.

— Τι ναι μα; Τα κορίτσια είναι περιττά στον κόσμο, είπε κοφτά πάλι ο Αντώνης. — What yes ma? Girls are unnecessary in the world, Antonis said sharply again.

Η Πουλουδιά ξαφνικά θυμήθηκε. Pouloudia suddenly remembered.

— Καθόλου! αναφώνησε. he exclaimed. Ο θείος είπε μια μέρα για την κερα-Ρήνη, που είχε ψήσει σαλιάγκους, «Ωστόσο, αυτή η κερα-Ρήνη γεννήθηκε μαγείρισσα!» Εμείς γεννιούμαστε μαγείρισσες! The uncle said one day about the horn-Rhine, who had cooked snails, "However, this horn-Rhine was born a cook!" We are born cooks!

— Πφφφ! έκανε ο Αντώνης. Δεν κάνεις εσύ να μου ψήσεις μακαρόνια με κιμά να σε δω; Aren't you going to cook me spaghetti with minced meat so I can see you?

— Μα εγώ... διαμαρτυρήθηκε αναμμένη η Πουλουδιά. Κοντοστάθηκε γυρεύοντας τι να πει. He paused, wondering what to say. Και πάλι πήρε φόρα: Again it took time:

— Μα εγώ ξέρω να ξεκουκουτσιάζω βύσσινο! — But I know how to untangle a cherry! είπε. Εσύ ξέρεις;

— Πφφφ! έκανε πάλι ο Αντώνης. Γυναικείες δουλειές... Τον διέκοψε η Αφροδίτη που έστρωνε τραπέζι στην τραπεζαρία.

— Ελάτε, παιδιά, φώναξε, το φαγί είναι έτοιμο! — Come, children, he shouted, the food is ready! Περνώντας πίσω από την Πουλουδιά στάθηκε, την καλοκοίταξε και, πιάνοντας το φρίλι του λαιμού της, είπε: Passing behind Pouloudia, he stood, looked at her and, grasping the frill of her neck, said:

— Γιατί είναι το φουστάνι σου αιματωμένο; Μπρε παιδί μου, ποιος σ' έγδαρε έτσι; — Why is your dress bloody? Hey kid, who skinned you like that?

Η Πουλουδιά σήκωσε τους ώμους της να υψώσει και το φόρεμα. Pouloudia raised her shoulders to lift the dress as well.

— Η γάτα, είπε σύντομα. — The cat, he said shortly.

— Ποια γάτα;

— Της Ρωσίδας κυρίας της Τιμής. — Of the Russian Lady of Honour. Ήθελε να παίξει! He wanted to play! έκανε τάχα αδιάφορη και κάθισε στο τραπέζι, αντίκρυ στον Αντώνη, όπως το 'κανε ο θείος και η θεία. she did so nonchalantly and sat down at the table, facing Antonis, just as the uncle and aunt did.

Μα η Αφροδίτη σήμερα είχε μάτια εμπρός και πίσω και σε όλο της το κεφάλι. But Aphrodite today had eyes front and back and all over her head.

— Τι έχει το χέρι σου, Αντώνη, και είναι δεμένο; ρώτησε πάλι. — What has your hand, Antonis, and is it tied? he asked again.

Ο Αντώνης το μισοσήκωσε και πάλι το κατέβασε, τάχα με αδιαφορία και αυτός. Antonis half-raised it and lowered it again, also with indifference.

— Δεν είναι τίποτα. - It's nothing. Το τρύπησα, είπε. I pierced it, he said.

— Για να δω! - To see! Πώς το τρύπησες; Άνοιξε το να δω! How did you pierce it? Open it to see! Αν είναι πονεμένο, να το βάλομε σε καυτό νερό! If it hurts, let's put it in hot water!

— Δεν είναι ανάγκη, πετάχθηκε και είπε η Πουλουδιά, του το μούσκεψα εγώ με άρνικα! — There's no need, Poulodia jumped up and said, I soaked it for him with lamb!

— Και πού βρήκες την άρνικα; — And where did you find the lamb?

— Στην κάμαρα σου. — In your chamber. Σε είδα προχθές πού την είχες κρύψει. I saw you the day before yesterday where you had hidden her. Η Αφροδίτη δίστασε αν έπρεπε να μαλώσει ή να επαινέσει. Aphrodite hesitated whether to argue or praise. Διάλεξε τη μέση οδό. Choose the middle path.

— Ε, καλά το συλλογίστηκες να του βάλεις άρνικα, είπε. — Well, you thought well of putting lamb on him, he said. Έβαλες και στην τσουγκρανιά σου; Did you put in your rake too?

Και χωρίς να περιμένει απόκριση, πρόσθεσε: And without waiting for a response, he added:

— Άλλη φορά όμως να μου κάνεις τη χάρη να με φωνάζεις και όχι να πηγαίνεις να σκαλίζεις στην κάμαρα μου! — But another time, do me the favor of calling me and not going to dig in my chamber!

Όλο το απόγεμα πήγε και ήλθε η Αφροδίτη από την κουζίνα στο σπουδαστήριο και από το σπουδαστήριο στην κουζίνα και απορούσε με την ησυχία του σπιτιού. All afternoon, Aphrodite went back and forth from the kitchen to the study and from the study to the kitchen and marveled at the quietness of the house.

— Τι πάθαν οι δυο σκανδαλιάρηδες σήμερα; έλεγε και ξανάλεγε της κερα-Ρήνης. — What happened to the two troublemakers today? he was saying over and over again about Kera-Rini. Δεν ακούονται! They can't be heard! Και να τους δεις, σαν Παναγιές κάθονται και παίζουν ντόμινο, ο ένας αντίκρυ στον άλλο, τόσο φρόνιμα, που απορώ. And look at them, like Virgin Marys, they sit and play dominoes, facing each other, so wise, that I wonder. Κάτι πάλι θα μας ξεσπάσει στο κεφάλι. Something will pop into our heads again.

Και η κερα-Ρήνη απορούσε και αυτή. And Kera-Rini was wondering too.

— Μην είναι άρρωστα; της αποκρίνουνταν. — Are they not sick? they were responding to her. Τρελαντώνης και φρονιμάδα δεν παν μαζί! Madness and wisdom don't go together! Κάτι θα σκαρφίζεται να μας βγάλει στη μέση το σκάνταλο μυαλό του. Something will come up to get us in the middle of his scandalous mind.