×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Δέλτα, Π. - Τρελαντώνης, Η'. Ο μπάτης ο γρουσούζης

Η'. Ο μπάτης ο γρουσούζης

Αντώνη, Τρελαντώνη, έλα μέσα, μην πάγω στην κυρία! φώναξε η Αφροδίτη από μέσα από την κρεβατοκάμαρα.

— Φυσάει μπάτης, αποκρίθηκε ο Αντώνης από το μπαλκόνι όπου, με το νυχτικό του ακόμα, σήκωνε στον αέρα ένα σαλιωμένο δάχτυλο, για να δει από πού του το κρύωνε ο άνεμος.

Μελαγχολικά μπήκε μέσα.

— Θα πάμε στην εκκλησία, είπε.

— Ναι; Το 'πε η θεία; ρώτησε ξαφνισμένη η Αλεξάνδρα.

— Όχι! Μα παρατήρησα πως κάθε φορά που την Κυριακή φυσάει μπάτης, η θεία μάς παίρνει στην εκκλησία.

Γρινιάρικα, από το κρεβάτι της όπου κάθουνταν με τα παπουτσωμένα της πόδια κρεμαστά και τα μαλλιά της ακόμα στα χαρτιά, που της τα τύλιξε η Αφροδίτη αποβραδίς, για να είναι κατσαρά την Κυριακή, κατσουφιασμένη είπε η Πουλουδιά:

— Εγώ ξέρω πως σα βάλει η θεία το μενεξελί της μεταξωτό φόρεμα, βρέχει. Όχι σα φυσάει μπάτης...

— Ποιος σου είπε πως θα βρέξει; διέκοψε ο Αντώνης. Είπα πως θα πάμε στην εκκλησία. Σα να μη φθάνει που δε βουτούμε στη θάλασσα την Κυριακή! Κι εγώ σήμερα ήθελα να παίξω πόλεμο με τους στρατιώτες μου. Ουφ! μπελάς!

Η Αφροδίτη, που αποκούμπωνε του Αλέξανδρου τ' άσπρα στιβαλάκια, τον αγριοκοίταξε.

— Δεν ντρέπεσαι, Αντώνη, να λες μπελά την εκκλησία! του είπε αυστηρά.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε και, αλήθεια, ντράπηκε και κοκκίνισε.

— Μα ναι, είπε ξαναβρίσκοντας την τόλμη του μαζί με την απάντηση, εδώ δε μ' αρέσει η εκκλησία! Στην Αλεξάνδρεια πηγαίναμε στον Άγιο Σάββα, στεκόμασταν στο στασίδι της μαμάς, και λειτουργούσε ο Πατριάρχης και είχαμε και το εγκόλπιο μας και τα έλεγε σιγά ο Πατριάρχης κι εμείς τα διαβάζαμε στο εγκόλπιο και ξέραμε πότε θα πουν το Ευαγγέλιο και πότε θα βγουν τ' Άγια. Εδώ... Πρώτον εδώ είναι πάντα γεμάτη η εκκλησία και μας σπρώχνουν απ' όλες τις μεριές...

— Εδώ έχετε της θείας σας της Αργίνης το στασίδι, διέκοψε η Αφροδίτη.

— Μπα! Σαν μπει μέσα η θεία Μαριέτα, το πιάνει όλο, είναι τόσο παχιά! είπε ο Αντώνης. Εμείς στεκόμαστε εμπρός της, στην αράδα. Και κάνει μια ζέστη! Και δεν έχομε εγκόλπια... τα ξεχάσαμε στην

Αλεξάνδρεια. Και τα λέγει γρήγορα και μες στη μύτη του ο παπα- Δημήτρης και δεν καταλαβαίνω τίποτα, και βαριούμαι και δεν περνά η ώρα. Και όλο λέγει ο παπα-Δημήτρης «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον!

Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον»!

Κανένας δε λέγει ποτέ Κύριω ελώησον, διαμαρτυρήθηκε η Αφροδίτη.

— Ναι, το λέγει ο παπα-Δημήτρης, βεβαίωσε φωναχτά, από πίσω από τον μπερντέ όπου λούζουνταν σ' ένα στρογγυλό μπανάκι η Αλεξάνδρα, που πάντα υποστήριξε τον Αντώνη. Κι εγώ το άκουσα. Και συ δεν τ' άκουσες, Πουλουδιά;

Μα η Πουλουδιά είχε χαθεί.

— Πού πήγε πάλι αυτό το παιδί! έκανε η Αφροδίτη. Και μπήκε στο πλαγινό δωμάτιο να τη γυρέψει.

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του.

— Σηκώθηκε με στραβό ποδάρι σήμερα η Πουλουδιά! είπε. Ούτε το κρύο νερό δεν την ξεστράνεψε!

Και αλήθεια. Μόλις είχε κατέβει από το κρεβάτι της, άρχισε τη γρίνια πως της πήρε κάποιος τη μια της παντούφλα. Αρνήθηκαν τ' αδέλφια της, επέμεινε κείνη και το πράμα γύριζε στον καβγά, όταν ανακάλυψε ο Αλέξανδρος την παντούφλα σκαλωμένη στην κουνουπιέρα της. Και τώρα την έχασαν τ' αδέλφια της κι έφυγε και η Αφροδίτη. Κι έξαφνα ακούστηκε η φωνή της θείας στη σκάλα:

— Πουλουδιά! Πού πας έτσι άντυτη, με τα μαλλιά σου ακάμωτα; Πήγαινε απάνω αμέσως!

Και η δειλή φωνή της Πουλουδιάς:

— Πήγαινα να πω της Αλίς... Είπε ο θείος να πούμε της Αλίς...

Και πάλι η φωνή της θείας:

Και είναι τέτοια βία; Να τρέχεις με το μεσοφόρι σου στα σοκάκια; Γρήγορα πάνω!

Και ακολούθησε σιωπή. Και ύστερα ακούστηκαν αργά βήματα και παρουσιάστηκε η Πουλουδιά εμπρός στ' αδέλφια της, ντροπιασμένη, με τους ώμους και τα μπράτσα γυμνά, τα μαλλιά της όλα στα χαρτιά, κουλούρια κουλούρια. Ήταν ντροπιασμένη, γιατί το ήξερε πως θα την κορόιδευαν τ' αδέλφια της, πως θέλησε να κάνει τη μεγάλη και να πάγει να καλέσει την Αλίς για το απόγεμα, ενώ ήταν αποφασισμένο πως θα πήγαινε η Αλεξάνδρα στ' όνομα των αδελφών της.

— Είσαι μια ζαβολιάρα! της είπε η Αλεξάνδρα που δεν ανέχουνταν από κανένα να της πάρει τα πρωτοτόκιά της. Είχαμε συμφωνήσει πως θα πήγαινα εγώ στης Αλίς.

— Καθόλου, είπε κακιωμένη η Πουλουδιά, εγώ δε συμφώνησα καθόλου, ούτε και ο Αλέξανδρος. Εμείς είπαμε να πάμε όλοι μαζί.

— Γιατί λοιπόν πήγες μονάχη; ρώτησε ο Αντώνης.

Η Αλεξάνδρα, που είχε ξετυλίξει όλα τα χαρτιά από τα μαλλιά της κι ετοιμάζουνταν να τα χτενίσει, γύρισε απειλητικά με το χτένι στο χέρι.

— Καλά λέγει ο Αντώνης. Αν ήταν να πάμε όλοι μαζί, γιατί πήγαινες εσύ, κρυφά, μονάχη;

— Εγώ δεν πήγαινα κρυφά! αναφώνησε η Πουλουδιά παλεύοντας μ' ένα κατσαρό που δεν ήθελε να χωριστεί από το χαρτί του.

Αμέ τι έκανες; Γιατί δε μας είπες πως πας στης Αλίς;

— Γιατί εσύ και ο Αντώνης όλο συμφωνείτε μαζί και κάνετε ό,τι θέλετε σεις, κι εμείς δεν είμαστε τίποτα, ο Αλέξανδρος κι εγώ! ξέσπασε η Πουλουδιά, έτοιμη να κλάψει, τραβώντας με απελπισία το χαρτί που δεν έβγαινε.

— Προφάσεις εν αμαρτίαις! Δεν ξέρεις τι να πεις! Όλο τη μεγάλη θέλεις να μας κάνεις κι έχεις και την απαίτηση να παντρευτείς με τον Γιάννη! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα γυρεύοντας με το ελεύθερο της χέρι να βοηθήσει την αδελφή της.

Η Πουλουδιά έμπηξε τα κλάματα.

— Με πόνεσες! φώναξε πεισμωμένη.

— Πώς σε πόνεσα;

— Και πρώτον δε θέλω να παντρευτώ με τον Γιάννη! Και συ με πόνεσες, μου τράβηξες τα μαλλιά μου!

— Ξετύλιξα δηλαδή το χαρτί που τραβούσες! Αυτό είναι το ευχαριστώ; Μπράβο σου!

— Δεν κλαις γι' αυτό, της είπε ο Αντώνης, ούτε για τον Γιάννη. Κλαις γιατί ξέρεις πως έκανες μια ζαβολιά. Έλα, πες το!

— Δεν ήθελα καθόλου να κάνω ζαβολιά! Ήθελα μόνο να δω τι θα πει η Αλίς και αν ήταν θυμωμένη, διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά.

Να, ρώτα τον Αλέξανδρο!

Μα, όρθιος κοντά στην πόρτα, χτενισμένος, ντυμένος, ολοπάστρικος, ο Αλέξανδρος δεν είχε γνώμη.

Κοίταζε μια την Πουλουδιά, που έκλαιγε και διαμαρτυρούνταν στ' όνομα της και στο δικό του, και μια τον Αντώνη και την Αλεξάνδρα, που την κατηγορούσαν τόσο κατηγορηματικά, και απόφαση δεν έβγαζε. Τον συγκινούσε η Πουλουδιά που όλο ανέφερε τη γνώμη του. Μα, πάλι, να είναι ζαβολιάρα! Και αναστέναξε ο Αλέξανδρος με ανακούφιση σαν είπε ο Αντώνης το τελειωτικό «Παύσατε πυρ!», που στη γλώσσα των αδελφών σήμαινε «Φθάνουν πια οι καβγάδες». Και το ήξερε ο Αλέξανδρος πως στις μαγικές αυτές λέξεις κανένας δεν αντιστέκουνταν ποτέ, προπάντων σαν τις ξεστόμιζε ο Αντώνης προστακτικά, με ύφος μεγάλου στρατηγού. Μα ήταν γραφτό η Κυριακή αυτή να μην πάει καλά. Στο πρόγευμα, σαν κατέβηκαν τ' αδέλφια, τους είπε η θεία:

— Σβέλτα λιγάκι, παιδιά! Πάρετε τον καφέ σας χωρίς χασομέρι και ύστερα τα καπέλα σας. Θα σας πάγω στην εκκλησία!

— Δε σου το 'πα εγώ; Να ο μπάτης! μουρμούρισε ο Αντώνης ανεβαίνοντας με την Πουλουδιά να φέρουν τα καπέλα όλων των αδελφών, ενόσω ξεπετιούνταν η Αλεξάνδρα στο πλάγι για να καλέσει την Αλίς. Το ήξερα πως θα πάμε. Πάντα ο μπάτης φέρνει γρουσουζιά.

Μα δε σταμάτησε κει η γρουσουζιά του μπάτη. Σαν επέστρεψε η Αλεξάνδρα τρεχάτη, μην ανυπομονήσει η θεία, έφερε άλλη μια απογοητευτική είδηση: Η Αλίς και τ' αδέλφια της είχαν φύγει πρωί-πρωί για ένα μέρος που το λένε Κηφισιά, σε μιας θείας τους, και δεν ήξερε η μαγείρισσα σε πόσες μέρες θα γυρίσουν.

— Ωραία! μουρμούρισε ο Αντώνης, πάει και το απόγεμα μας!

Στην εκκλησία, μια στιγμή, νόμισαν πως διορθώθηκαν τα πράματα. Ο παπα-Δημήτρης εξακολουθούσε να ψέλνει με τη μύτη το «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον», όταν έξαφνα έγινε γενικό σούσουρο, άντρες και γυναίκες παραμέρισαν, άνοιξαν δρόμο, και ο βασιλέας και η βασίλισσα με τις δυο βασιλοπούλες ήλθαν και στάθηκαν ακριβώς εμπρός στο στασίδι της θείας Αργίνης, που το γέμιζε μεγαλόπρεπα η θεία Μαριέτα και το πράσινο μεταξωτό, όλο φραμπαλάδες, φόρεμα της. Ο βασιλέας ανταπέδωσε γελαστά το χαιρετισμό του θείου και της θείας. Η βασίλισσα όμως δε γύρισε. Ίσια και σοβαρή κοίταζε το Ιερό μπροστά της.

Τ' αδέλφια ούτε άκουαν πια τον παπα-Δημήτρη. Τα κορίτσια θαύμαζαν τη μεγάλη βασιλοπούλα που φορούσε ένα τριανταφυλλί κλειστό καπέλο, δεμένο κάτω από το πιγούνι, και είχε τα μαλλιά, μακριά και ξανθά, σκόρπια στη ράχη, ενώ ο Αντώνης μελετούσε το βασιλέα που βαστούσε στο ένα του χέρι τη σταχτιά του ρεπούμπλικα και ακουμπούσε με τα δυο χέρια στο μπαστούνι του χωρίς να καμπουριάζει.

Πώς στέκουνταν άραγε η ράχη του τόσο ίσια; Ήταν πολύ ψηλό το μπαστούνι του; Ή μήπως δεν τ' ακουμπούσε χάμω; Ο θείος πάντα στρογγύλευε την πλάτη, σαν ακουμπούσε με τα δυο χέρια στο μπαστούνι του. Αν είχε μπαστούνι ο Αντώνης, θα μπορούσε άραγε να σταθεί σαν το βασιλέα, με τη ράχη κολόνα; Ισιώθηκε, άπλωσε τα χέρια μ' ένα υποθετικό μπαστούνι στο χέρι, κοιτάζοντας να πάρει τη στάση του βασιλέα και... Μα να πάλι η γρουσουζιά του μπάτη! Την ίδια στιγμή, τρεχάτο πέρασε πίσω του ένα τρελόπαιδο, τον έσπρωξε, έχασε ο Αντώνης την ισορροπία του κι έπεσε μπρος στο βασιλέα, παρασέρνοντας και το μπαστούνι και τη σταχτιά ρεπούμπλικα.

Παφ! Πουφ! Κλακ κλακ κλακ!

Γύρισε όλη η εκκλησία! Μόνη η βασίλισσα δεν ταράχτηκε και σιγά, με το χέρι ξαναγύρισε προς το Ιερό το πρόσωπο της μικρής βασιλοπούλας, που είχε στρέψει να δει και που έμπηξε τα γέλια. Ο Αντώνης ήθελε να τον είχαν καταπιεί οι πλάκες της εκκλησίας. Τόσο ντράπηκε, ώστε ούτε άκουσε το βασιλέα που είπε χαμηλόφωνα του θείου με τη δυνατή ξενική του προφορά:

— Παρακαλώ! Παρακαλώ! Δε φταίγει το παιδί! Είναι πολύς ο κόσμος και πέφτει μικρή η εκκλησία για τις μεγάλες εορτές...

Το άκουσε όμως η Αλεξάνδρα και του το επανέλαβε ύστερα για να τον παρηγορήσει, σαν επέστρεφαν στο σπίτι, όλοι μαζί, τα τέσσερα αδέλφια μπροστά, ο θείος και η θεία πίσω. Και παρηγορήθηκε ο Αντώνης για το μάλωμα της θείας και την τιμωρία να μη φάγει γαλακτομπούρεκο το μεσημέρι. Όλα θα πήγαιναν πια καλά, αν δεν είχαν φουσκώσει τα μυαλά της Αλεξάνδρας, που, μαζί με τα παρηγορητικά λόγια του βασιλέα, είχε ακούσει κι ένα άλλο: πως την ωραία βασιλοπούλα με το τριανταφυλλί καπέλο και τα ξέπλεκα μαλλιά την έλεγαν κι αυτή Αλεξάνδρα. Ποιος την έπιανε πια την Αλεξάνδρα! Πήγε να ρωτήσει η Πουλουδιά πώς τη λέγανε τη μικρή βασιλοπούλα και της αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα πως ούτε ήξερε ούτε την ένοιαζε. Και είπε δειλά η Πουλουδιά:

— Εγώ νομίζω πως τη λεν Πουλουδιά!

Την κορόιδεψαν τ' αδέλφια της πως τέτοιο άσχημο όνομα δεν μπορούσε να το έχει βασιλοπούλα και ντράπηκε η Πουλουδιά και συμμαζεύθηκε και δεν είπε πια τίποτα. Κι ύστερα φούσκωσε, φούσκωσε η Αλεξάνδρα από υπερηφάνεια για τη συνονόματη της, την όμορφη βασιλοπούλα, ώσπου μπούχτισε ο Αντώνης και φουρκίστηκε και ξέσπασε και είπε:

— Μας σκότισες με τη βασιλοπούλα σου!

Και τότε θύμωσε και η Αλεξάνδρα και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και πήρε ένα βιβλίο και κάθισε χωριστά κι έκανε πως διαβάζει. Μα δε διάβαζε καθόλου και όλοι βαρέθηκαν πολύ. Και είπε με παράπονο ο Αλέξανδρος, που είχε καθίσει χάμω ώσπου να ξεμαλώσουν τ' αδέλφια του και που βαριούνταν περισσότερο και από τους άλλους, είπε, έτοιμος να βάλει τα κλάματα:

— Αυτός ο μπάτης σήμερα είναι πολύ κακός!

Έχωσε ο Αντώνης τα χέρια του στις τσέπες, στριφογύρισε στο τακούνι του, σφύριξε το «Ω λυγηρόν και κοπτερόν σπαθί μου!» και βγήκε από την κάμαρα σειάμενος κουνάμενος. Μα δεν πρόφτασαν τα κορίτσια ν' ανταλλάξουν πέντε λόγια με τον Αλέξανδρο και ξαναμπήκε σα σίφουνας. Ακτινοβολούσε όλος.

— Θα πάμε το απόγεμα στης θείας Αργίνης! Μου το είπε ο θείος! Έστειλε μήνυμα η θεία Αργίνη πως θα 'ρθει εδώ και να πάμε 'μεις εκεί! Θα 'ρθει η Μαριόρα, η τραπεζιέρα της, να μας πάρει και θα πάμε μονάχοι μας! Ζήτω! Ζήτω!

Πάει η κακοκεφιά, πάει κι ο βαρεμός. Μόλις άγγιξαν φαγί τ' αδέλφια στο τραπέζι, τέτοια ήταν η ανυπομονησία τους να παν στης θείας Αργίνης να δουν τα καινούρια τους εξαδέλφια που όλο τ' άκουαν και που δεν τα γνώριζαν ακόμα. Ώσπου να έλθει η Μαριόρα, τους φάνηκε πως πέρασαν χρόνια. Ώσπου να φθάσουν στο σπίτι, πως έκαναν το γύρο του κόσμου. Της θείας Αργίνης το σπίτι ήταν σε μια πλατεία με μερικά δέντρα σκονισμένα και λίγες τζινιές χλωρωτικές, που ορτσώνουνταν στ' ατροφικά τους κλωνάρια. Μα στα μάτια των τεσσάρων αδελφών ποτέ δεν άνθισαν ωραιότερα λουλούδια, ούτε βλάστησαν πρασινότερα δέντρα. Κι εδήλωσαν της Μαριόρας πως ποτέ στην Αλεξάνδρεια δεν είδαν τέτοιο ωραίο περιβόλι.

— Και τα δικά μας παιδιά το αγαπούν, είπε καμαρώνοντας η Μαριόρα.

Μα, σαν μπήκαν στο σπίτι και αντίκρισαν «τα δικά μας παιδιά», που τους φάνηκαν λαός ολόκληρος, τα τέσσερα αδέλφια έπαθαν γλωσσοδέτη. Ήταν όλα εκεί, τα επτά παιδιά της θείας Αργίνης, μια σκάλα από αγόρια και κορίτσια όλων των ηλικιών, από δεκαπέντε χρονών ως δύο. Τα δυο μεγάλα κορίτσια, η Κατίνα, μελαχρινή, και η Κλειώ, ξανθή, επιβλήθηκαν πολύ στα τέσσερα αδέλφια με τις μακριές φούστες και τις πλεξούδες τους, σηκωμένες και δεμένες στο σβέρκο με φαρδιές καφετιές κορδέλες.

Ύστερα ήταν ο Γιάννης, ο φίλος τους, ο μόνος που γνώριζαν. Ύστερα η Αλεξάνδρα, μαζεμένη και σιωπηλή. Ύστερα ο Μανόλης, που τον έλεγαν τ' αδέλφια του Μπανανάκη, γιατί αγαπούσε πολύ τις μπανάνες και του τις έφερνε δώρο κάθε ταξιδιώτης που έφθανε με τα αιγυπτιακά βαπόρια. Ύστερα ο Αλέκος, ολοστρόγγυλος και ξανθός, και τελευταία η Λουκία, που ήταν μικρότερη από τον Αλέξανδρο και κάθουνταν χάμω, μια μπάλα στα μπλου ντυμένη, με κατακόκκινα μάγουλα και μαύρα κοντά σγουρά μαλλιά. Η Κατίνα άπλωσε το χέρι μεγαλόπρεπα και είπε:

- Καλημέρα!

Η Κλειώ όμως γονάτισε μπρος στον Αλέξανδρο, του έβγαλε το καπέλο του και, με τα όμορφα δάχτυλα της, του διόρθωσε τις ξανθές του μπούκλες και τον είπε «Χρυσό μου!» και τον φίλησε.

Απ' όλους, η Αλεξάνδρα θαύμασε περισσότερο τη μεγαλόπρεπη Κατίνα. Η Πουλουδιά όμως λαχταρούσε να παίξει με την μπλου μπάλα, τη Λουκία. Ο Αντώνης κοίταζε όλους, έναν-έναν, ακατάδεχτα, γιατί ντρέπουνταν. Τόσο ακατάδεχτα, που, σαν αντάμωσε ο Μανόλης το βλέμμα του, ντράπηκε και τρύπωσε κάτω από μια καρέγλα και κάθισε χάμω, με το κάθισμα της καρέγλας στο κεφάλι του και τα μάτια καρφωμένα στον Αντώνη, και περίμενε. Μα η Μαριόρα είχε εξαφανιστεί και τα τέσσερα αδέλφια δεν ήξεραν ούτε τι να πουν ούτε τι στάση να πάρουν εμπρός στ' άγνωστα εξαδέλφια, ιδίως εμπρός στην Κατίνα και στην αδελφή της, τη σιωπηλή Αλεξάνδρα, που τα κοίταζαν σαν ανθρωπάρια παράξενα και σπάνια. Και τότε, μ' ένα νάζι του κεφαλιού, είπε η Κατίνα:

— Ελάτε στην τραπεζαρία να πάρετε μια βυσσινάδα! Και ξεκίνησαν τα ένδεκα εξαδέλφια και ανακατώθηκαν θέλοντας και μη τα στελέχη τους. Και σαν μπήκαν στην τραπεζαρία και είδαν τις παστελαριές με τα σησάμια και τα ξερά αμύγδαλα και τα κουλούρια και το στρογγυλό ρεβανί, κάτασπρο, πασπαλισμένο ψιλή ζάχαρη, και τις αφράτες φέτες ψωμί και τη βυσσινάδα στα ποτήρια, λύθηκε η γλώσσα ολονών και πήγε ροδάνι.

Και βόησε η τραπεζαρία σα δέντρο στο σούρουπο, όταν το λεν τα σπουργίτια, πριν κατακαθίσουν να κουρνιάσουν και ν' αποκοιμηθούν.


Η'. Ο μπάτης ο γρουσούζης THE'. Batis the grouse 这'。松鸡巴蒂斯

Αντώνη, Τρελαντώνη, έλα μέσα, μην πάγω στην κυρία! φώναξε η Αφροδίτη από μέσα από την κρεβατοκάμαρα. Antonis, Trelantonis, come in, don't go to the lady! Aphrodite called from inside the bedroom.

— Φυσάει μπάτης, αποκρίθηκε ο Αντώνης από το μπαλκόνι όπου, με το νυχτικό του ακόμα, σήκωνε στον αέρα ένα σαλιωμένο δάχτυλο, για να δει από πού του το κρύωνε ο άνεμος. — It's blowing, answered Antonis from the balcony where, still in his nightgown, he was raising a drooling finger in the air, to see where the wind was chilling him from.

Μελαγχολικά μπήκε μέσα. Melancholy he went inside.

— Θα πάμε στην εκκλησία, είπε. — We are going to church, he said.

— Ναι; Το 'πε η θεία; ρώτησε ξαφνισμένη η Αλεξάνδρα. — Yes? Did aunty say that? Alexandra asked in surprise.

— Όχι! Μα παρατήρησα πως κάθε φορά που την Κυριακή φυσάει μπάτης, η θεία μάς παίρνει στην εκκλησία. But I noticed that every time it's windy on Sunday, my aunt takes us to church.

Γρινιάρικα, από το κρεβάτι της όπου κάθουνταν με τα παπουτσωμένα της πόδια κρεμαστά και τα μαλλιά της ακόμα στα χαρτιά, που της τα τύλιξε η Αφροδίτη αποβραδίς, για να είναι κατσαρά την Κυριακή, κατσουφιασμένη είπε η Πουλουδιά: Grumpily, from her bed where she was sitting with her shoed feet dangling and her hair still in the paper, which Aphrodite wrapped for her in the evening, so that it would be curled on Sunday, Pouloudia said sullenly:

— Εγώ ξέρω πως σα βάλει η θεία το μενεξελί της μεταξωτό φόρεμα, βρέχει. — I know how aunt put on her old silk dress, it's raining. Όχι σα φυσάει μπάτης... Not like it's windy...

— Ποιος σου είπε πως θα βρέξει; διέκοψε ο Αντώνης. — Who told you it was going to rain? interrupted Antonis. Είπα πως θα πάμε στην εκκλησία. I said we're going to church. Σα να μη φθάνει που δε βουτούμε στη θάλασσα την Κυριακή! As if it's not enough that we don't dive into the sea on Sunday! Κι εγώ σήμερα ήθελα να παίξω πόλεμο με τους στρατιώτες μου. I too wanted to play war with my soldiers today. Ουφ! μπελάς! trouble!

Η Αφροδίτη, που αποκούμπωνε του Αλέξανδρου τ' άσπρα στιβαλάκια, τον αγριοκοίταξε. Aphrodite, who was unbuttoning Alexander's white boots, glared at him.

— Δεν ντρέπεσαι, Αντώνη, να λες μπελά την εκκλησία! — You are not ashamed, Antonis, to call the church a problem! του είπε αυστηρά. she told him sternly.

Ο Αντώνης κοντοστάθηκε και, αλήθεια, ντράπηκε και κοκκίνισε. Antonis stopped short and, indeed, was embarrassed and blushed.

— Μα ναι, είπε ξαναβρίσκοντας την τόλμη του μαζί με την απάντηση, εδώ δε μ' αρέσει η εκκλησία! — But yes, he said, regaining his courage along with the answer, I don't like the church here! Στην Αλεξάνδρεια πηγαίναμε στον Άγιο Σάββα, στεκόμασταν στο στασίδι της μαμάς, και λειτουργούσε ο Πατριάρχης και είχαμε και το εγκόλπιο μας και τα έλεγε σιγά ο Πατριάρχης κι εμείς τα διαβάζαμε στο εγκόλπιο και ξέραμε πότε θα πουν το Ευαγγέλιο και πότε θα βγουν τ' Άγια. In Alexandria we went to Agios Savvas, we stood in the mother's pew, and the Patriarch was officiating and we also had our engolpium and the Patriarch would say them quietly and we would read them in the engolpium and we knew when the Gospel would be said and when the Saints would come out. Εδώ... Πρώτον εδώ είναι πάντα γεμάτη η εκκλησία και μας σπρώχνουν απ' όλες τις μεριές... Here... First, here the church is always full and we are pushed from all sides...

— Εδώ έχετε της θείας σας της Αργίνης το στασίδι, διέκοψε η Αφροδίτη. — Here you have your aunt Argini's bench, interrupted Aphrodite.

— Μπα! Σαν μπει μέσα η θεία Μαριέτα, το πιάνει όλο, είναι τόσο παχιά! When Aunt Marietta comes in, she grabs it all, she's so fat! είπε ο Αντώνης. Εμείς στεκόμαστε εμπρός της, στην αράδα. We are standing in front of her, in Arada. Και κάνει μια ζέστη! And it's hot! Και δεν έχομε εγκόλπια... τα ξεχάσαμε στην And we don't have punches... we forgot about them

Αλεξάνδρεια. Και τα λέγει γρήγορα και μες στη μύτη του ο παπα- Δημήτρης και δεν καταλαβαίνω τίποτα, και βαριούμαι και δεν περνά η ώρα. And Papa Dimitris says them quickly and under his breath and I don't understand anything, and I'm bored and the time doesn't pass. Και όλο λέγει ο παπα-Δημήτρης «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον! And the Pope-Dimitris says all the time "Lord-oh come-oh-oh-oh!

Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον»! Lord-oh come-oh-oh!

Κανένας δε λέγει ποτέ Κύριω ελώησον, διαμαρτυρήθηκε η Αφροδίτη. No one ever says Lord, have mercy, Aphrodite protested.

— Ναι, το λέγει ο παπα-Δημήτρης, βεβαίωσε φωναχτά, από πίσω από τον μπερντέ όπου λούζουνταν σ' ένα στρογγυλό μπανάκι η Αλεξάνδρα, που πάντα υποστήριξε τον Αντώνη. — Yes, Papa-Dimitris says so, he affirmed aloud, from behind the beret where Alexandra, who always supported Antonis, was bathing in a round tub. Κι εγώ το άκουσα. I heard it too. Και συ δεν τ' άκουσες, Πουλουδιά;

Μα η Πουλουδιά είχε χαθεί. But Pouloudia had disappeared.

— Πού πήγε πάλι αυτό το παιδί! — Where did that child go again! έκανε η Αφροδίτη. Και μπήκε στο πλαγινό δωμάτιο να τη γυρέψει. And he entered the side room to turn her.

Ο Αντώνης σήκωσε τους ώμους του. Antonis shrugged his shoulders.

— Σηκώθηκε με στραβό ποδάρι σήμερα η Πουλουδιά! — Pouloudia got up with a crooked leg today! είπε. Ούτε το κρύο νερό δεν την ξεστράνεψε! Even the cold water didn't dissuade her!

Και αλήθεια. Μόλις είχε κατέβει από το κρεβάτι της, άρχισε τη γρίνια πως της πήρε κάποιος τη μια της παντούφλα. As soon as she got out of bed, she started complaining that someone had taken one of her slippers. Αρνήθηκαν τ' αδέλφια της, επέμεινε κείνη και το πράμα γύριζε στον καβγά, όταν ανακάλυψε ο Αλέξανδρος την παντούφλα σκαλωμένη στην κουνουπιέρα της. Her brothers refused, she insisted and the matter turned to a fight, when Alexander discovered the slipper carved in her mosquito net. Και τώρα την έχασαν τ' αδέλφια της κι έφυγε και η Αφροδίτη. And now her siblings have lost her and Aphrodite is gone too. Κι έξαφνα ακούστηκε η φωνή της θείας στη σκάλα: And suddenly the aunt's voice was heard on the stairs:

— Πουλουδιά! Πού πας έτσι άντυτη, με τα μαλλιά σου ακάμωτα; Πήγαινε απάνω αμέσως! Where are you going dressed like this, with your hair undone? Go upstairs now!

Και η δειλή φωνή της Πουλουδιάς: And the timid voice of Pouloudia:

— Πήγαινα να πω της Αλίς... Είπε ο θείος να πούμε της Αλίς... — I was going to tell Alice... Uncle said to tell Alice...

Και πάλι η φωνή της θείας: Again the voice of the aunt:

Και είναι τέτοια βία; Να τρέχεις με το μεσοφόρι σου στα σοκάκια; Γρήγορα πάνω! And is it such violence? Running around the alleys in your petticoat? Hurry up!

Και ακολούθησε σιωπή. And silence followed. Και ύστερα ακούστηκαν αργά βήματα και παρουσιάστηκε η Πουλουδιά εμπρός στ' αδέλφια της, ντροπιασμένη, με τους ώμους και τα μπράτσα γυμνά, τα μαλλιά της όλα στα χαρτιά, κουλούρια κουλούρια. And then slow steps were heard and Poulodia appeared in front of her brothers, ashamed, with bare shoulders and arms, her hair all in the papers, coils in coils. Ήταν ντροπιασμένη, γιατί το ήξερε πως θα την κορόιδευαν τ' αδέλφια της, πως θέλησε να κάνει τη μεγάλη και να πάγει να καλέσει την Αλίς για το απόγεμα, ενώ ήταν αποφασισμένο πως θα πήγαινε η Αλεξάνδρα στ' όνομα των αδελφών της. She was ashamed, because she knew that her brothers would make fun of her, that she wanted to act big and go and invite Alice for the afternoon, while it was decided that Alexandra would go in the name of her brothers.

— Είσαι μια ζαβολιάρα! — You're a jerk! της είπε η Αλεξάνδρα που δεν ανέχουνταν από κανένα να της πάρει τα πρωτοτόκιά της. Alexandra told her that she would not tolerate anyone taking her first fruits. Είχαμε συμφωνήσει πως θα πήγαινα εγώ στης Αλίς. We had agreed that I would go to Alice.

— Καθόλου, είπε κακιωμένη η Πουλουδιά, εγώ δε συμφώνησα καθόλου, ούτε και ο Αλέξανδρος. "Not at all," said Poloudia angrily, I didn't agree at all, neither did Alexander. Εμείς είπαμε να πάμε όλοι μαζί. We said let's all go together.

— Γιατί λοιπόν πήγες μονάχη; ρώτησε ο Αντώνης. — So why did you go alone? Antonis asked.

Η Αλεξάνδρα, που είχε ξετυλίξει όλα τα χαρτιά από τα μαλλιά της κι ετοιμάζουνταν να τα χτενίσει, γύρισε απειλητικά με το χτένι στο χέρι. Alexandra, who had unwrapped all the papers from her hair and was preparing to comb it, turned menacingly with the comb in her hand.

— Καλά λέγει ο Αντώνης. — Well said Antonis. Αν ήταν να πάμε όλοι μαζί, γιατί πήγαινες εσύ, κρυφά, μονάχη; If we were all going together, why were you going, secretly, alone?

— Εγώ δεν πήγαινα κρυφά! — I wasn't going secretly! αναφώνησε η Πουλουδιά παλεύοντας μ' ένα κατσαρό που δεν ήθελε να χωριστεί από το χαρτί του. exclaimed Pouloudia, struggling with a curl that would not be separated from its paper.

Αμέ τι έκανες; Γιατί δε μας είπες πως πας στης Αλίς; Um what did you do? Why didn't you tell us you were going to Alice?

— Γιατί εσύ και ο Αντώνης όλο συμφωνείτε μαζί και κάνετε ό,τι θέλετε σεις, κι εμείς δεν είμαστε τίποτα, ο Αλέξανδρος κι εγώ! — Because you and Antonis all agree together and do what you want, and we are nothing, Alexander and I! ξέσπασε η Πουλουδιά, έτοιμη να κλάψει, τραβώντας με απελπισία το χαρτί που δεν έβγαινε. Pouloudia burst out, ready to cry, desperately pulling at the paper that wouldn't come out.

— Προφάσεις εν αμαρτίαις! — Prophecies in sin! Δεν ξέρεις τι να πεις! You don't know what to say! Όλο τη μεγάλη θέλεις να μας κάνεις κι έχεις και την απαίτηση να παντρευτείς με τον Γιάννη! You want to make us all big and you also have the demand to marry Giannis! αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα γυρεύοντας με το ελεύθερο της χέρι να βοηθήσει την αδελφή της. answered Alexandra, reaching with her free hand to help her sister.

Η Πουλουδιά έμπηξε τα κλάματα. Pouloudia stifled her tears.

— Με πόνεσες! - You hurt me! φώναξε πεισμωμένη. she shouted stubbornly.

— Πώς σε πόνεσα; — How did I hurt you?

— Και πρώτον δε θέλω να παντρευτώ με τον Γιάννη! — And first of all, I don't want to marry Giannis! Και συ με πόνεσες, μου τράβηξες τα μαλλιά μου! And you hurt me, you pulled my hair!

— Ξετύλιξα δηλαδή το χαρτί που τραβούσες! — That is, I unrolled the paper you were drawing! Αυτό είναι το ευχαριστώ; Μπράβο σου! Is this the thank you? Good for you!

— Δεν κλαις γι' αυτό, της είπε ο Αντώνης, ούτε για τον Γιάννη. — You are not crying for this, Antonis told her, nor for Giannis. Κλαις γιατί ξέρεις πως έκανες μια ζαβολιά. You cry because you know you messed up. Έλα, πες το!

— Δεν ήθελα καθόλου να κάνω ζαβολιά! — I didn't want to make a mess at all! Ήθελα μόνο να δω τι θα πει η Αλίς και αν ήταν θυμωμένη, διαμαρτυρήθηκε η Πουλουδιά. I just wanted to see what Alice would say and if she was angry, Poulodia protested.

Να, ρώτα τον Αλέξανδρο! Yes, ask Alexander!

Μα, όρθιος κοντά στην πόρτα, χτενισμένος, ντυμένος, ολοπάστρικος, ο Αλέξανδρος δεν είχε γνώμη. But, standing near the door, combed, dressed, fully dressed, Alexander had no opinion.

Κοίταζε μια την Πουλουδιά, που έκλαιγε και διαμαρτυρούνταν στ' όνομα της και στο δικό του, και μια τον Αντώνη και την Αλεξάνδρα, που την κατηγορούσαν τόσο κατηγορηματικά, και απόφαση δεν έβγαζε. He was looking at Pouloudia, who was crying and protesting in her name and in his, and at Antonis and Alexandra, who were accusing her so categorically, and he didn't make a decision. Τον συγκινούσε η Πουλουδιά που όλο ανέφερε τη γνώμη του. He was moved by Pouloudia who always mentioned his opinion. Μα, πάλι, να είναι ζαβολιάρα! But, again, let her be a fool! Και αναστέναξε ο Αλέξανδρος με ανακούφιση σαν είπε ο Αντώνης το τελειωτικό «Παύσατε πυρ!», που στη γλώσσα των αδελφών σήμαινε «Φθάνουν πια οι καβγάδες». And Alexander sighed with relief as if Antonis said the final "Cease fire!", which in the language of the brothers meant "Enough of the fights." Και το ήξερε ο Αλέξανδρος πως στις μαγικές αυτές λέξεις κανένας δεν αντιστέκουνταν ποτέ, προπάντων σαν τις ξεστόμιζε ο Αντώνης προστακτικά, με ύφος μεγάλου στρατηγού. And Alexander knew that no one could ever resist these magical words, especially when Antonis uttered them commandingly, in the style of a great general. Μα ήταν γραφτό η Κυριακή αυτή να μην πάει καλά. But this Sunday was not meant to go well. Στο πρόγευμα, σαν κατέβηκαν τ' αδέλφια, τους είπε η θεία: At breakfast, when the brothers came down, the aunt said to them:

— Σβέλτα λιγάκι, παιδιά! — Svelte a little, guys! Πάρετε τον καφέ σας χωρίς χασομέρι και ύστερα τα καπέλα σας. Get your coffee without mess and then your hats. Θα σας πάγω στην εκκλησία! I'll take you to church!

— Δε σου το 'πα εγώ; Να ο μπάτης! — Didn't I give it to you? Here's the kicker! μουρμούρισε ο Αντώνης ανεβαίνοντας με την Πουλουδιά να φέρουν τα καπέλα όλων των αδελφών, ενόσω ξεπετιούνταν η Αλεξάνδρα στο πλάγι για να καλέσει την Αλίς. muttered Antonis, going up with Pouloudia to bring the hats of all the sisters, while Alexandra sprang to the side to call Alice. Το ήξερα πως θα πάμε. I knew how we were going. Πάντα ο μπάτης φέρνει γρουσουζιά. The batter always brings a punch.

Μα δε σταμάτησε κει η γρουσουζιά του μπάτη. But the grunt of the bat didn't stop there. Σαν επέστρεψε η Αλεξάνδρα τρεχάτη, μην ανυπομονήσει η θεία, έφερε άλλη μια απογοητευτική είδηση: Η Αλίς και τ' αδέλφια της είχαν φύγει πρωί-πρωί για ένα μέρος που το λένε Κηφισιά, σε μιας θείας τους, και δεν ήξερε η μαγείρισσα σε πόσες μέρες θα γυρίσουν. When Alexandra Trechati returned, the aunt could not wait, she brought another disappointing news: Alice and her siblings had left early in the morning for a place called Kifissia, for an aunt of theirs, and the cook did not know how many days they will return.

— Ωραία! — Nice! μουρμούρισε ο Αντώνης, πάει και το απόγεμα μας! muttered Antonis, our afternoon is going too!

Στην εκκλησία, μια στιγμή, νόμισαν πως διορθώθηκαν τα πράματα. In the church, for a moment, they thought things were fixed. Ο παπα-Δημήτρης εξακολουθούσε να ψέλνει με τη μύτη το «Κύριω-ω ελώ-ω-ωησον», όταν έξαφνα έγινε γενικό σούσουρο, άντρες και γυναίκες παραμέρισαν, άνοιξαν δρόμο, και ο βασιλέας και η βασίλισσα με τις δυο βασιλοπούλες ήλθαν και στάθηκαν ακριβώς εμπρός στο στασίδι της θείας Αργίνης, που το γέμιζε μεγαλόπρεπα η θεία Μαριέτα και το πράσινο μεταξωτό, όλο φραμπαλάδες, φόρεμα της. Pope-Demetrius was still humming "Lord-o come-o-oison," when suddenly there was a general commotion, men and women moved aside, made way, and the king and queen with the two queen hens came and stood right in front of Aunt Argini's pew, which was majestically filled by Aunt Marietta and her green silk dress, full of frills. Ο βασιλέας ανταπέδωσε γελαστά το χαιρετισμό του θείου και της θείας. The king returned the greeting of the uncle and aunt with a smile. Η βασίλισσα όμως δε γύρισε. But the queen did not return. Ίσια και σοβαρή κοίταζε το Ιερό μπροστά της. Straight and serious she looked at the Sanctuary in front of her.

Τ' αδέλφια ούτε άκουαν πια τον παπα-Δημήτρη. The brothers didn't even listen to Papa Dimitris anymore. Τα κορίτσια θαύμαζαν τη μεγάλη βασιλοπούλα που φορούσε ένα τριανταφυλλί κλειστό καπέλο, δεμένο κάτω από το πιγούνι, και είχε τα μαλλιά, μακριά και ξανθά, σκόρπια στη ράχη, ενώ ο Αντώνης μελετούσε το βασιλέα που βαστούσε στο ένα του χέρι τη σταχτιά του ρεπούμπλικα και ακουμπούσε με τα δυο χέρια στο μπαστούνι του χωρίς να καμπουριάζει.

Πώς στέκουνταν άραγε η ράχη του τόσο ίσια; Ήταν πολύ ψηλό το μπαστούνι του; Ή μήπως δεν τ' ακουμπούσε χάμω; Ο θείος πάντα στρογγύλευε την πλάτη, σαν ακουμπούσε με τα δυο χέρια στο μπαστούνι του. How was his spine so straight? Was his walking stick too tall? Or was he just not touching it? The uncle always rounded his back, as if leaning with both hands on his cane. Αν είχε μπαστούνι ο Αντώνης, θα μπορούσε άραγε να σταθεί σαν το βασιλέα, με τη ράχη κολόνα; Ισιώθηκε, άπλωσε τα χέρια μ' ένα υποθετικό μπαστούνι στο χέρι, κοιτάζοντας να πάρει τη στάση του βασιλέα και... Μα να πάλι η γρουσουζιά του μπάτη! If Antony had a cane, could he stand like the king, with his back a pillar? He straightened up, stretched out his arms with an imaginary club in his hand, looking to assume the king's stance, and... But there was the club's grunt again! Την ίδια στιγμή, τρεχάτο πέρασε πίσω του ένα τρελόπαιδο, τον έσπρωξε, έχασε ο Αντώνης την ισορροπία του κι έπεσε μπρος στο βασιλέα, παρασέρνοντας και το μπαστούνι και τη σταχτιά ρεπούμπλικα. At the same moment, a crazy kid ran past him, pushed him, Antonis lost his balance and fell towards the king, dragging with him the cane and the ashen republic.

Παφ! Πουφ! Poof! Κλακ κλακ κλακ! Clack clack clack!

Γύρισε όλη η εκκλησία! The whole church is back! Μόνη η βασίλισσα δεν ταράχτηκε και σιγά, με το χέρι ξαναγύρισε προς το Ιερό το πρόσωπο της μικρής βασιλοπούλας, που είχε στρέψει να δει και που έμπηξε τα γέλια. The queen alone was not disturbed and slowly, with her hand, turned back towards the Sanctuary the face of the little princess, which she had turned to see and which caused laughter. Ο Αντώνης ήθελε να τον είχαν καταπιεί οι πλάκες της εκκλησίας. Antonis wanted the church's slabs to swallow him. Τόσο ντράπηκε, ώστε ούτε άκουσε το βασιλέα που είπε χαμηλόφωνα του θείου με τη δυνατή ξενική του προφορά: He was so ashamed that he did not even hear the king who said in a low voice of his uncle in his strong foreign accent:

— Παρακαλώ! - You are welcome! Παρακαλώ! You are welcome! Δε φταίγει το παιδί! It's not the child's fault! Είναι πολύς ο κόσμος και πέφτει μικρή η εκκλησία για τις μεγάλες εορτές... There are a lot of people and the church is small for the big holidays...

Το άκουσε όμως η Αλεξάνδρα και του το επανέλαβε ύστερα για να τον παρηγορήσει, σαν επέστρεφαν στο σπίτι, όλοι μαζί, τα τέσσερα αδέλφια μπροστά, ο θείος και η θεία πίσω. But Alexandra heard it and repeated it to him later to comfort him, as if they were returning home, all together, the four siblings in front, the uncle and aunt behind. Και παρηγορήθηκε ο Αντώνης για το μάλωμα της θείας και την τιμωρία να μη φάγει γαλακτομπούρεκο το μεσημέρι. And Antonis was comforted for his aunt's scolding and punishment not to eat galaktobourek at noon. Όλα θα πήγαιναν πια καλά, αν δεν είχαν φουσκώσει τα μυαλά της Αλεξάνδρας, που, μαζί με τα παρηγορητικά λόγια του βασιλέα, είχε ακούσει κι ένα άλλο: πως την ωραία βασιλοπούλα με το τριανταφυλλί καπέλο και τα ξέπλεκα μαλλιά την έλεγαν κι αυτή Αλεξάνδρα. Everything would have gone well, if Alexandra's mind had not been blown, who, along with the comforting words of the king, had also heard another: that the beautiful princess with the rose hat and the untidy hair was also called Alexandra. Ποιος την έπιανε πια την Αλεξάνδρα! Who would catch Alexandra anymore! Πήγε να ρωτήσει η Πουλουδιά πώς τη λέγανε τη μικρή βασιλοπούλα και της αποκρίθηκε η Αλεξάνδρα πως ούτε ήξερε ούτε την ένοιαζε. Pouloudia went to ask what the little princess was called and Alexandra replied that she neither knew nor cared. Και είπε δειλά η Πουλουδιά: And Pouloudia said timidly:

— Εγώ νομίζω πως τη λεν Πουλουδιά! — I think her name is Pouloudia!

Την κορόιδεψαν τ' αδέλφια της πως τέτοιο άσχημο όνομα δεν μπορούσε να το έχει βασιλοπούλα και ντράπηκε η Πουλουδιά και συμμαζεύθηκε και δεν είπε πια τίποτα. Her siblings mocked her, saying that such an ugly name could not be given to a princess, and Pouloudia was ashamed and pulled herself together and said nothing more. Κι ύστερα φούσκωσε, φούσκωσε η Αλεξάνδρα από υπερηφάνεια για τη συνονόματη της, την όμορφη βασιλοπούλα, ώσπου μπούχτισε ο Αντώνης και φουρκίστηκε και ξέσπασε και είπε: And then Alexandra swelled, swelled with pride for her namesake, the beautiful princess, until Antonis pouted and swelled and burst out and said:

— Μας σκότισες με τη βασιλοπούλα σου! — You killed us with your queen!

Και τότε θύμωσε και η Αλεξάνδρα και σήκωσε ψηλά το κεφάλι της και πήρε ένα βιβλίο και κάθισε χωριστά κι έκανε πως διαβάζει. And then Alexandra also got angry and raised her head and took a book and sat apart and pretended to read. Μα δε διάβαζε καθόλου και όλοι βαρέθηκαν πολύ. But he didn't read at all and everyone got very bored. Και είπε με παράπονο ο Αλέξανδρος, που είχε καθίσει χάμω ώσπου να ξεμαλώσουν τ' αδέλφια του και που βαριούνταν περισσότερο και από τους άλλους, είπε, έτοιμος να βάλει τα κλάματα: And Alexander said plaintively, who had been sitting idly by until his brothers scolded him and who was more bored than the others, he said, ready to burst into tears:

— Αυτός ο μπάτης σήμερα είναι πολύ κακός! — This bat is very bad today!

Έχωσε ο Αντώνης τα χέρια του στις τσέπες, στριφογύρισε στο τακούνι του, σφύριξε το «Ω λυγηρόν και κοπτερόν σπαθί μου!» και βγήκε από την κάμαρα σειάμενος κουνάμενος. Antony put his hands in his pockets, spun on his heel, whistled "O my lithe and sharp sword!" and he came out of the chamber quite shaken. Μα δεν πρόφτασαν τα κορίτσια ν' ανταλλάξουν πέντε λόγια με τον Αλέξανδρο και ξαναμπήκε σα σίφουνας. But before the girls could exchange five words with Alexander, he entered again like a siphon. Ακτινοβολούσε όλος. He was beaming all over.

— Θα πάμε το απόγεμα στης θείας Αργίνης! — We're going to Aunt Argini's in the afternoon! Μου το είπε ο θείος! Uncle told me! Έστειλε μήνυμα η θεία Αργίνη πως θα 'ρθει εδώ και να πάμε 'μεις εκεί! Aunt Argini sent a message that she will come here and let's go there! Θα 'ρθει η Μαριόρα, η τραπεζιέρα της, να μας πάρει και θα πάμε μονάχοι μας! Mariora, her tableau, will come to pick us up and we will go alone! Ζήτω! Ask! Ζήτω!

Πάει η κακοκεφιά, πάει κι ο βαρεμός. The bad humor goes, the boredom goes too. Μόλις άγγιξαν φαγί τ' αδέλφια στο τραπέζι, τέτοια ήταν η ανυπομονησία τους να παν στης θείας Αργίνης να δουν τα καινούρια τους εξαδέλφια που όλο τ' άκουαν και που δεν τα γνώριζαν ακόμα. As soon as they touched the siblings at the table, such was their impatience to go to Aunt Argini's to see their new cousins who they heard all about and who did not know them yet. Ώσπου να έλθει η Μαριόρα, τους φάνηκε πως πέρασαν χρόνια. Until Mariora came, it seemed to them that years had passed. Ώσπου να φθάσουν στο σπίτι, πως έκαναν το γύρο του κόσμου. By the time they get home, how they've been around the world. Της θείας Αργίνης το σπίτι ήταν σε μια πλατεία με μερικά δέντρα σκονισμένα και λίγες τζινιές χλωρωτικές, που ορτσώνουνταν στ' ατροφικά τους κλωνάρια. Aunt Argini's house was in a square with a few dusty trees and a few chlorotic ginsengs, which were suffering from their atrophied branches. Μα στα μάτια των τεσσάρων αδελφών ποτέ δεν άνθισαν ωραιότερα λουλούδια, ούτε βλάστησαν πρασινότερα δέντρα. But in the eyes of the four brothers, never did more beautiful flowers bloom, nor did greener trees grow. Κι εδήλωσαν της Μαριόρας πως ποτέ στην Αλεξάνδρεια δεν είδαν τέτοιο ωραίο περιβόλι. And they declared to Mariora that they had never seen such a beautiful orchard in Alexandria.

— Και τα δικά μας παιδιά το αγαπούν, είπε καμαρώνοντας η Μαριόρα. — And our children love it, Mariora said proudly.

Μα, σαν μπήκαν στο σπίτι και αντίκρισαν «τα δικά μας παιδιά», που τους φάνηκαν λαός ολόκληρος, τα τέσσερα αδέλφια έπαθαν γλωσσοδέτη. But, as soon as they entered the house and saw "our children", who seemed to them to be a whole people, the four brothers became tongue-tied. Ήταν όλα εκεί, τα επτά παιδιά της θείας Αργίνης, μια σκάλα από αγόρια και κορίτσια όλων των ηλικιών, από δεκαπέντε χρονών ως δύο. They were all there, Aunt Argini's seven children, a flight of boys and girls of all ages, from fifteen to two. Τα δυο μεγάλα κορίτσια, η Κατίνα, μελαχρινή, και η Κλειώ, ξανθή, επιβλήθηκαν πολύ στα τέσσερα αδέλφια με τις μακριές φούστες και τις πλεξούδες τους, σηκωμένες και δεμένες στο σβέρκο με φαρδιές καφετιές κορδέλες. The two older girls, Katina, dark-haired, and Cleo, blonde, towered over the four siblings in their long skirts and braids, pulled up and tied around the neck with wide brown ribbons.

Ύστερα ήταν ο Γιάννης, ο φίλος τους, ο μόνος που γνώριζαν. Then there was Giannis, their friend, the only one they knew. Ύστερα η Αλεξάνδρα, μαζεμένη και σιωπηλή. Then Alexandra, collected and silent. Ύστερα ο Μανόλης, που τον έλεγαν τ' αδέλφια του Μπανανάκη, γιατί αγαπούσε πολύ τις μπανάνες και του τις έφερνε δώρο κάθε ταξιδιώτης που έφθανε με τα αιγυπτιακά βαπόρια. Then Manolis, as his brothers called him Bananakis, because he loved bananas very much and every traveler who arrived on the Egyptian ships brought them as a gift. Ύστερα ο Αλέκος, ολοστρόγγυλος και ξανθός, και τελευταία η Λουκία, που ήταν μικρότερη από τον Αλέξανδρο και κάθουνταν χάμω, μια μπάλα στα μπλου ντυμένη, με κατακόκκινα μάγουλα και μαύρα κοντά σγουρά μαλλιά. Then Alekos, all round and blond, and lastly Loukia, who was smaller than Alexander and sat awkwardly, a blue ball dressed, with ruddy cheeks and black short curly hair. Η Κατίνα άπλωσε το χέρι μεγαλόπρεπα και είπε: Katina extended her hand majestically and said:

- Καλημέρα!

Η Κλειώ όμως γονάτισε μπρος στον Αλέξανδρο, του έβγαλε το καπέλο του και, με τα όμορφα δάχτυλα της, του διόρθωσε τις ξανθές του μπούκλες και τον είπε «Χρυσό μου!» και τον φίλησε. But Cleo knelt before Alexander, took off his hat and, with her beautiful fingers, straightened his blond curls and said to him "My gold!" and kissed him.

Απ' όλους, η Αλεξάνδρα θαύμασε περισσότερο τη μεγαλόπρεπη Κατίνα. Of all, Alexandra admired the majestic Katina the most. Η Πουλουδιά όμως λαχταρούσε να παίξει με την μπλου μπάλα, τη Λουκία. But Pouloudia longed to play with the blue ball, Loukia. Ο Αντώνης κοίταζε όλους, έναν-έναν, ακατάδεχτα, γιατί ντρέπουνταν. Antonis looked at everyone, one by one, disapprovingly, because he was ashamed. Τόσο ακατάδεχτα, που, σαν αντάμωσε ο Μανόλης το βλέμμα του, ντράπηκε και τρύπωσε κάτω από μια καρέγλα και κάθισε χάμω, με το κάθισμα της καρέγλας στο κεφάλι του και τα μάτια καρφωμένα στον Αντώνη, και περίμενε. So unacceptably, that, as Manolis met his gaze, he was ashamed and holed up under a plank and sat down, with the seat of the plank on his head and his eyes fixed on Antonis, and waited. Μα η Μαριόρα είχε εξαφανιστεί και τα τέσσερα αδέλφια δεν ήξεραν ούτε τι να πουν ούτε τι στάση να πάρουν εμπρός στ' άγνωστα εξαδέλφια, ιδίως εμπρός στην Κατίνα και στην αδελφή της, τη σιωπηλή Αλεξάνδρα, που τα κοίταζαν σαν ανθρωπάρια παράξενα και σπάνια. But Mariora had disappeared and the four siblings didn't know what to say or what attitude to take in front of the unknown cousins, especially in front of Katina and her sister, the silent Alexandra, who looked at them as strange and rare human beings. Και τότε, μ' ένα νάζι του κεφαλιού, είπε η Κατίνα: And then, with a nod of the head, Katina said:

— Ελάτε στην τραπεζαρία να πάρετε μια βυσσινάδα! — Come to the dining-room and have a cherry! Και ξεκίνησαν τα ένδεκα εξαδέλφια και ανακατώθηκαν θέλοντας και μη τα στελέχη τους. And so began the eleven cousins and shuffled willingly and unwittingly their staffs. Και σαν μπήκαν στην τραπεζαρία και είδαν τις παστελαριές με τα σησάμια και τα ξερά αμύγδαλα και τα κουλούρια και το στρογγυλό ρεβανί, κάτασπρο, πασπαλισμένο ψιλή ζάχαρη, και τις αφράτες φέτες ψωμί και τη βυσσινάδα στα ποτήρια, λύθηκε η γλώσσα ολονών και πήγε ροδάνι. And when they entered the dining room and saw the pastries with the sesame seeds and the dried almonds and the pretzels and the round rhubarb, white, sprinkled with fine sugar, and the fluffy slices of bread and the sour cream in the glasses, everyone's tongues went wild and went red.

Και βόησε η τραπεζαρία σα δέντρο στο σούρουπο, όταν το λεν τα σπουργίτια, πριν κατακαθίσουν να κουρνιάσουν και ν' αποκοιμηθούν. And the dining-room rang like a tree at dusk, when the sparrows call, before they settle down to roost and fall asleep.