×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 9. Η βρύση

9. Η βρύση

Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμούρισε:

—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου!

Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν για ποιον μιλάει.

Και κείνος, που κατάλαβε την απορία τους, είπε:

—Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκανε αυτή τη βρύση δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς.

—Εγώ τον εθυμήθηκα, είπε ο κυρ Στέφανος. Ήμουν παιδί. Τον καιρό εκείνο έτρεχε εδώ πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάξουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Όλοι από τα γύρω χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Μα καθένας έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλος». Κάθε χωριό έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλο χωριό».

Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Αϊ-Λια. Ήταν απ' αλλού κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. Καθισμένος σταυροπόδι σ' ένα ψηλό ράφι –έτσι δα, σαν να τον βλέπω τώρα– κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος, και φορούσε τις μακριές του φουστανέλες καθημερινή και γιορτή, κατακάθαρες.

Όταν γύρισε από τον Αϊ-Λια, είπε της γριάς γυναίκας του: «Γυναίκα, εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δε θα ζήσουμε. Λοιπόν, το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζονται οι χριστιανοί».

«Αφέντη, ό,τι ορίσεις καλά ορισμένο» είπε η γριά.

---

Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. Εκείνος, αφού πρόφτασε να δει το καλό που έκανε στους ανθρώπους, δε ζήτησε τίποτα απ' αυτούς. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε.

Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρό πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες...

Όταν τελείωσε ο κυρ Στέφανος, δεν είπε λέξη κανένας. Μόνο η βρύση μιλούσε σ' αυτή τη σιωπή. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχει το δροσερό της νερό.

—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου!

9. Η βρύση 9. The tap 9. Kran 9\. Кран 9. Musluk

Ένας αγωγιάτης, αφού ήπιε στη βρύση, βάζοντας για κούπα τις χούφτες του, μουρμούρισε: A conductor, after drinking at the tap, putting his handfuls for a cup, muttered: Волынщик, выпив из-под крана, набирая горсти, бормотал:

—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου! -Kühle deine kleine Seele! -Cool your little soul! — Да остынет твоя душа!

Τα παιδιά τον κοίταξαν, θέλοντας να μάθουν για ποιον μιλάει. The children looked at him, wanting to know who he was talking about. Дети смотрели на него, желая узнать, о ком он говорит.

Και κείνος, που κατάλαβε την απορία τους, είπε: And he, understanding their wonder, said: И тот, кто понял их вопрос, сказал:

—Δεν τον ξέρω ποιος είναι, μα κείνος που την έκανε αυτή τη βρύση δροσισμένος να είναι σαν κι εμάς. -Ich weiß nicht, wer er ist, aber der Mann, der diesen Brunnen gemacht hat, ist kühler als wir. -I don't know who he is, but the man who made this fountain cooler to be like us. — Я не знаю, кто он такой, но тот, кто сделал этот фонтан крутым, чтобы быть похожим на нас.

—Εγώ τον εθυμήθηκα, είπε ο κυρ Στέφανος. -"I remembered him," said Mr. Stephen. — Я помнил его, — сказал мистер Стефанос. Ήμουν παιδί. I was a child. Я был ребенком. Τον καιρό εκείνο έτρεχε εδώ πέρα λίγο νερό, μα πολύ λιγοστό, κόμπος. At that time there was a little water running here, but very little, a knot. В то время здесь текло немного воды, но очень мало, узелок. O zamanlar burada biraz su akıyordu, ama çok az, bir düğüm. Οι διαβάτες έπεφταν μπρούμυτα για να πιουν, προσπαθώντας να φτιάξουν κάνουλα με κανένα χλωρόφυλλο. Passers-by were falling on their faces to drink, trying to make a canoe with a leaf of grass. Прохожие падали ниц, чтобы попить, пытаясь сделать канюлю с хлорофиллом. Πολλές φορές χανόταν το νερό ολότελα, γιατί το βύθιζαν οι βροχές και το χώμα που έπεφτε. Oftmals ging das Wasser völlig verloren, weil es durch den Regen und die herabfallende Erde unter Wasser gesetzt wurde. Many times the water was completely lost, because the rains and the falling soil would submerge it. Много раз вода полностью терялась из-за дождей и падающей почвы. Όλοι από τα γύρω χωριά είχαν ανάγκη από μια βρύση εδώ. Everyone from the surrounding villages needed a tap here. Каждый из окрестных деревень нуждался в кране здесь. Μα καθένας έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλος». But everyone was saying: "Let someone else fix it." Но все говорили: «Пусть починит кто-нибудь другой». Κάθε χωριό έλεγε: «Ας τη φτιάξει άλλο χωριό». Every village said: "Let another village make it". Каждая деревня говорила: «Пусть другая деревня построит».

Μια φορά πέρασε κι ένας ράφτης, πηγαίνοντας πανηγυριώτης στον Αϊ-Λια. Once a tailor passed by, on his way to St. Lias. Однажды мимо проходил и портной, идя в Ай-Лею в качестве празднователя. Ήταν απ' αλλού κι είχε ένα μικρό μαγαζί κάτω στη χώρα. He was from out of town and had a little shop down in the country. Он был из другого места и имел небольшой магазин в деревне. Şehir dışından gelmişti ve taşrada küçük bir dükkânı vardı. Καθισμένος σταυροπόδι σ' ένα ψηλό ράφι –έτσι δα, σαν να τον βλέπω τώρα– κεντούσε σεγκούνια και φέρμελες με μιαν αργή βελονιά. Sitting cross-legged on a high shelf - that's how I see him now - he was embroidering chegunia and fermeles with a slow stitch. Сидя, скрестив ноги, на высокой полке — таким я его сейчас вижу — он вышивал шенгуны и фермели медленным стежком. Είχε μεγάλη γενειάδα κάτασπρη, χυμένη στο στήθος, και φορούσε τις μακριές του φουστανέλες καθημερινή και γιορτή, κατακάθαρες. Er hatte einen langen weißen Bart, der auf seiner Brust hervorlugte, und trug seine langen, alltäglichen und festlichen, langen, sauber geschnittenen Kleider. He had a long white beard, spilled on his chest, and wore his long, everyday and festive, long, clean-cut dresses. У него была длинная белая борода, спускавшаяся на грудь, и он носил свои длинные фустанели каждый день и по праздникам, чистые.

Όταν γύρισε από τον Αϊ-Λια, είπε της γριάς γυναίκας του: «Γυναίκα, εκεί πάνω που πήγαινα, είδα πως χρειάζεται μια βρύση. When he returned from Ai-Lia, he said to his old wife: "Wife, up there where I was going, I saw that he needed a tap. Quando tornò da Ai-Lia, disse alla sua vecchia moglie: "Moglie, lassù dove stavo andando, ho visto che aveva bisogno di un rubinetto. Когда он вернулся из Ай-Леи, он сказал своей старой жене: «Женщина, там, наверху, когда я шел, я увидел, что нужен кран. Εμείς άτεκνοι είμαστε, πολλά χρόνια δε θα ζήσουμε. We are childless, we will not live many years. Мы бездетны, мы не проживем много лет. Λοιπόν, το κομπόδεμά μας θα το δώσω για κείνη τη βρυσούλα, να δροσίζονται οι χριστιανοί». Well, I'll give our compote for that little fountain, so that the Christians can cool themselves." Ну, дам я нашу комбодему за этот краник, чтобы христиане остыли».

«Αφέντη, ό,τι ορίσεις καλά ορισμένο» είπε η γριά. "Master, whatever you set well defined," said the old woman. «Хозяин, что бы вы ни решили, это хорошо решено», — сказала старуха.

--- ---

Με τα έξοδά του οι εργάτες έσκαψαν εκατό μέτρα μάκρος, μάζεψαν το σκορπισμένο νερό, το έβαλαν σε χτιστό κανάλι κι έχτισαν τη βρύση. At his expense, the workers dug a hundred meters long, collected the scattered water, put it into a canal and built the fountain. На его средства рабочие вырыли стометровку, собрали разбросанную воду, спустили ее в построенный канал и построили фонтан. Εκείνος, αφού πρόφτασε να δει το καλό που έκανε στους ανθρώπους, δε ζήτησε τίποτα απ' αυτούς. He, having seen the good he did to the people, asked nothing of them. Egli, avendo visto il bene che faceva al popolo, non gli chiese nulla. Он, увидев добро, которое он сделал людям, ничего от них не просил. Σε λίγον καιρό κοιμήθηκε στα χέρια του Θεού ευχαριστημένος και λησμονήθηκε. In a little while he slept in the hands of God, contented and forgotten. Вскоре он уснул в руках Бога, довольный и забытый.

Ύστερα θέριεψε εδώ το πλατάνι που βλέπετε. Then the plane tree you see here grew. Затем он срубил платан, который вы видите здесь. Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρό πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες... Η βρύση τρέχει από τριάντα χρόνια και θα τρέχει για καιρό πολύ, όσο βρίσκονται κουρασμένοι διαβάτες... The tap has been running since thirty years and will run for a long time too, as long as there are tired passers-by... Кран работает уже тридцать лет и будет работать еще долго, пока есть уставшие прохожие... Musluk otuz yıldır akıyor ve yorgun yolcular olduğu sürece daha uzun süre de akmaya devam edecek...

Όταν τελείωσε ο κυρ Στέφανος, δεν είπε λέξη κανένας. When Mr. Stephen finished, no one said a word. Когда мистер Стефанос закончил, никто не сказал ни слова. Μόνο η βρύση μιλούσε σ' αυτή τη σιωπή. Only the tap spoke in this silence. В этой тишине говорил только кран. Έπιναν κι άκουγαν να τρέχει το δροσερό της νερό. They drank and listened to her cool water running. Они пили и слушали журчание прохладной воды.

—Να δροσιστεί η ψυχούλα σου! -Cool your little soul! — Да остынет твоя душа!