×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Παπαντωνίου, Ζ. - Τα Ψηλά Βουνά (1918), 10. Η πρώτη βραδιά στο δάσος

10. Η πρώτη βραδιά στο δάσος

Έφτασαν στο Χλωρό αργά το δειλινό.

Οχτώ καλύβες μέσα στα πεύκα τούς περίμεναν. Να το μικρό χωριό τους!

Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τούς φάνηκαν! Για να μπει στην πόρτα ένας άνθρωπος, έπρεπε να σκύψει το κεφάλι.

—Μα τι; Εδώ θα καθίσουμε; ρωτούσαν.

—Τι πόρτες είναι τούτες! είπε ένας.

—Έτσι, με μια κάμαρη μόνο θα περάσουμε; ρωτούσαν άλλοι.

—Πού είναι το κρεβάτι;

—Δεν έχει ούτε μία καρέκλα!

Οι καλύβες, αλήθεια, δεν είχαν τίποτα απ' αυτά. Η κάθε καλύβα ήταν μια κάμαρη από κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγει τον άνθρωπο από τον αέρα κι από τη βροχή.

—Αντρέα, λέει ο Κωστάκης, πώς καθόσουν εδώ μέσα!

O Αντρέας γέλασε.

—Να δεις πώς θα κάθεσαι και συ! του είπε. Εγώ τώρα που συνήθισα την καλύβα, δεν την αλλάζω ούτε με σπίτι.

---

O Κωστάκης κοίταζε τη μία, κοίταζε την άλλη, έμπαινε σε όλες και γύρευε να βρει την καλύτερη καλύβα, μα καμιά δεν του φαινόταν αρκετά καλή. Στην πιο μεγάλη καλύβα μπήκαν ο Καλογιάννης κι ο Μαθιός και φώναζαν:

—Να, να η δική μας!

—Ε, σηκωθείτε από ‘κεί, λέει ο Κωστάκης, μου πήρατε το σπίτι.

—Τι; Δική σου είναι η καλύβα;

—Εγώ είχα σκοπό να την πάρω.

—Εσύ το είχες σκοπό, μα εμείς μπήκαμε μέσα, είπε ο Καλογιάννης.

—Βλέπεις, Κωστάκη; λέει ο κυρ Στέφανος. Για να τις ψάχνεις όλες, θα μείνεις στο τέλος χωρίς σπίτι.

---

O Αντρέας τον έβαλε να καθίσει με τους άλλους δύο στην ίδια καλύβα κι έπειτα όρισε και στους άλλους πού θα καθίσει ο καθένας.

Έλυσαν τότε τα φορτώματα κι άρχισαν να κουβαλούν ο καθένας τα πράματά του. Σκεπάσματα, ρούχα, δέματα με τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τα 'φερναν και τα έβαζαν σιγά σιγά μέσα.

—Να είχαμε κι ένα ντουλάπι... έλεγαν. Ένα ράφι, ένα σεντούκι...

Όσο περνούσε όμως η ώρα, καταλάβαιναν πως μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτά.

---

Αφού ετοίμασαν το νοικοκυριό τους, βγήκαν να δουν το δάσος. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βασίλευε και οι κορμοί των δέντρων έφεγγαν από κόκκινο φως.

Μεγάλα γέρικα δέντρα τούς τριγύριζαν κι άλλα νέα και καταπράσινα. Χαμόκλαδα πολλά σκέπαζαν τη γη.

Σε λίγο όλο αυτό το δάσος γέμισε από σκοτάδι.

Τότε, στη νύχτα και στην ερημιά, οι μικροί ταξιδιώτες ένιωσαν πόσο χρειάζεται ο ένας τον άλλο.

---

Κουρασμένοι καθώς ήταν, έπεσαν να κοιμηθούν απάνω στα γερά κλαδιά, που τα είχαν για στρώμα.

Μα ενώ έκλειναν σιγά σιγά τα μάτια, ακούστηκε η φωνή ενός πετεινού. O μικρός κόκορας, που είχαν φέρει μαζί από την πόλη, αφού τον έλυσαν και είχε πια ξεμουδιάσει, έβγαλε μια φωνή: «κικιρίκου!», σαν να ήταν πρωί. Αυτό το λάλημα ήρθε τόσο ξαφνικά, που τα παιδιά έβαλαν τα γέλια.

—Ξυπνήσαμε κιόλας; φώναζαν.

—Κικιρίκου! φώναξε άλλη μία ο κόκορας, βραχνιασμένος αυτή τη φορά.

Όσο όμως κι αν ήθελε αυτός να φέρει το πρωί, τα παιδιά νύσταζαν και σιγά σιγά κοιμήθηκαν.

10. Η πρώτη βραδιά στο δάσος 10. The first night in the forest 10. La première nuit dans la forêt 10. Pierwsza noc w lesie 10. A primeira noite na floresta 10\. Первая ночь в лесу

Έφτασαν στο Χλωρό αργά το δειλινό. They arrived at Chloro late in the evening. Они прибыли в Хлорос поздно вечером.

Οχτώ καλύβες μέσα στα πεύκα τούς περίμεναν. Eight huts in the pine trees were waiting for them. Их ждали восемь хижин среди сосен. Να το μικρό χωριό τους! There's their little village! Вот их маленькая деревня!

Πόσο μικρές, πόσο φτωχές τούς φάνηκαν! How small, how poor they seemed to them! Какими маленькими, какими бедными они казались! Για να μπει στην πόρτα ένας άνθρωπος, έπρεπε να σκύψει το κεφάλι. In order for a man to enter the door, he had to bow his head. Чтобы мужчина вошел в дверь, он должен был склонить голову.

—Μα τι; Εδώ θα καθίσουμε; ρωτούσαν. -But what? Shall we sit here? they asked. -Но что? Мы собираемся сидеть здесь? они спросили.

—Τι πόρτες είναι τούτες! -What doors are these! — Что это за двери! είπε ένας. one said.

—Έτσι, με μια κάμαρη μόνο θα περάσουμε; ρωτούσαν άλλοι. -"So, with only one chamber will we get through?" asked others. — Значит, с одной камерой пройдем? — спрашивали другие.

—Πού είναι το κρεβάτι;

—Δεν έχει ούτε μία καρέκλα! -There is not a single chair! — У него нет ни одного стула!

Οι καλύβες, αλήθεια, δεν είχαν τίποτα απ' αυτά. The huts, really, had none of that. В хижинах, действительно, не было ни того, ни другого. Η κάθε καλύβα ήταν μια κάμαρη από κλαριά, ίσα ίσα να φυλάγει τον άνθρωπο από τον αέρα κι από τη βροχή. Each hut was a chamber of branches, just enough to protect the man from the wind and the rain. Каждая хижина представляла собой комнату из ветвей, которых было достаточно, чтобы защитить человека от ветра и дождя.

—Αντρέα, λέει ο Κωστάκης, πώς καθόσουν εδώ μέσα! -Andrea, says Kostakis, how you were sitting in here! — Андреас, — говорит Костакис, — как ты тут сидел!

O Αντρέας γέλασε.

—Να δεις πώς θα κάθεσαι και συ! -You'll see how you'll sit! — Смотри, как ты тоже будешь сидеть! του είπε. she told him. Εγώ τώρα που συνήθισα την καλύβα, δεν την αλλάζω ούτε με σπίτι. Now that I'm used to the hut, I wouldn't change it for a house. Теперь, когда я привык к хате, я даже не променяю ее на дом.

---

O Κωστάκης κοίταζε τη μία, κοίταζε την άλλη, έμπαινε σε όλες και γύρευε να βρει την καλύτερη καλύβα, μα καμιά δεν του φαινόταν αρκετά καλή. Kostakis looked at one, looked at the other, went into all of them and tried to find the best hut, but none of them seemed good enough. Костакис посмотрел на одну, посмотрел на другую, вошел во все и обернулся, чтобы найти лучшую хижину, но ни одна не показалась достаточно хорошей. Στην πιο μεγάλη καλύβα μπήκαν ο Καλογιάννης κι ο Μαθιός και φώναζαν: Kalogiannis and Mathios entered the biggest hut and shouted: Калогианнис и Матиос вошли в самую большую хижину и закричали:

—Να, να η δική μας! -There's ours! — Да вот наш!

—Ε, σηκωθείτε από ‘κεί, λέει ο Κωστάκης, μου πήρατε το σπίτι. -Hey, get up from there, says Kostakis, you took my house. — Эй, вставай оттуда, — говорит Костакис, — ты взял мой дом.

—Τι; Δική σου είναι η καλύβα; -What? Is this your cabin? -Что; Хижина твоя?

—Εγώ είχα σκοπό να την πάρω. -I was going to take it. — Я собирался взять ее.

—Εσύ το είχες σκοπό, μα εμείς μπήκαμε μέσα, είπε ο Καλογιάννης. -You intended to, but we went in, said Kalogiannis. - Ты собирался, но мы вошли, - сказал Калогианнис.

—Βλέπεις, Κωστάκη; λέει ο κυρ Στέφανος. -You see, Kostakis? says Mr. Stephen. Για να τις ψάχνεις όλες, θα μείνεις στο τέλος χωρίς σπίτι. If you keep looking for them all, you'll end up without a home. Чтобы искать их всех, вы останетесь без дома.

---

O Αντρέας τον έβαλε να καθίσει με τους άλλους δύο στην ίδια καλύβα κι έπειτα όρισε και στους άλλους πού θα καθίσει ο καθένας. Andreas zwang ihn, sich mit den beiden anderen in dieselbe Hütte zu setzen, und sagte dann den anderen, wo jeder von ihnen sitzen würde. Andreas made him sit with the other two in the same hut and then told the others where each one would sit. Андреас заставил его сесть с двумя другими в одной хижине, а затем назначил остальным, где каждый из них сядет.

Έλυσαν τότε τα φορτώματα κι άρχισαν να κουβαλούν ο καθένας τα πράματά του. Then they unloaded the loads and began to carry each man his things. Потом отвязали ноши и каждый стал нести свои вещи. Σκεπάσματα, ρούχα, δέματα με τροφές, σακούλια, τενεκέδες, τα 'φερναν και τα έβαζαν σιγά σιγά μέσα. Clothes, clothes, food parcels, bags, cans, they would bring them and put them in slowly. Одеяла, одежда, пакеты с едой, пакеты, консервные банки, они приносили их и медленно клали внутрь.

—Να είχαμε κι ένα ντουλάπι... έλεγαν. -If only we had a cupboard... they said. - Если бы у нас был шкаф... сказали они. Ένα ράφι, ένα σεντούκι... Полка, сундук...

Όσο περνούσε όμως η ώρα, καταλάβαιναν πως μπορούν να κάνουν και χωρίς αυτά. But as time went on, they realized that they could do without them. Но со временем поняли, что можно обойтись и без них.

---

Αφού ετοίμασαν το νοικοκυριό τους, βγήκαν να δουν το δάσος. Приготовив свое хозяйство, они пошли смотреть лес. Εκείνη την ώρα ο ήλιος βασίλευε και οι κορμοί των δέντρων έφεγγαν από κόκκινο φως. At that time the sun was shining and the tree trunks were glowing with red light. В это время царило солнце и стволы деревьев светились красным светом.

Μεγάλα γέρικα δέντρα τούς τριγύριζαν κι άλλα νέα και καταπράσινα. Große alte Bäume umgaben sie und andere junge und grüne Bäume. Big old trees surrounded them and other young and green ones. Их окружали большие старые деревья и другие молодые и зеленые деревья. Χαμόκλαδα πολλά σκέπαζαν τη γη. The earth was covered with many branches of dust. Много подлеска покрывало землю.

Σε λίγο όλο αυτό το δάσος γέμισε από σκοτάδι. Soon this whole forest was filled with darkness. В мгновение ока весь этот лес наполнился тьмой.

Τότε, στη νύχτα και στην ερημιά, οι μικροί ταξιδιώτες ένιωσαν πόσο χρειάζεται ο ένας τον άλλο. Then, in the night and in the wilderness, the little travellers felt how much they needed each other. Тогда в ночи и глуши маленькие путники почувствовали, как они нужны друг другу.

---

Κουρασμένοι καθώς ήταν, έπεσαν να κοιμηθούν απάνω στα γερά κλαδιά, που τα είχαν για στρώμα. Tired as they were, they fell asleep on the sturdy branches, which they used as a mattress. Как бы они ни устали, они заснули на крепких ветвях, которые использовали как матрацы.

Μα ενώ έκλειναν σιγά σιγά τα μάτια, ακούστηκε η φωνή ενός πετεινού. But as they slowly closed their eyes, the voice of a rooster was heard. Но пока они медленно закрывали глаза, послышался голос петуха. O μικρός κόκορας, που είχαν φέρει μαζί από την πόλη, αφού τον έλυσαν και είχε πια ξεμουδιάσει, έβγαλε μια φωνή: «κικιρίκου!», σαν να ήταν πρωί. The little rooster, which they had brought with them from the city, after they had untied him and he was now stretched out, made a cry: "Kikiriku!" as if it were morning. Петух, которого привезли с собой из города, после того, как его отвязали и уже онемел, издал голос: «Арахис!», как будто было утро. Αυτό το λάλημα ήρθε τόσο ξαφνικά, που τα παιδιά έβαλαν τα γέλια. This llamma came so suddenly that the children laughed. Этот крик раздался так внезапно, что дети расхохотались.

—Ξυπνήσαμε κιόλας; φώναζαν. — Мы уже проснулись? они кричали.

—Κικιρίκου! — Арахис! φώναξε άλλη μία ο κόκορας, βραχνιασμένος αυτή τη φορά. the rooster cried out once more, hoarse this time. петух прокукарекал снова, на этот раз хрипло.

Όσο όμως κι αν ήθελε αυτός να φέρει το πρωί, τα παιδιά νύσταζαν και σιγά σιγά κοιμήθηκαν. But as much as he wanted to bring the morning, the children were sleepy and slowly fell asleep. Но как бы он ни хотел принести утро, дети были сонные и медленно засыпали.