×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. VIII. Οι καταθέσεις των μαρτύρων. Το κούτσικο.

9. VIII. Οι καταθέσεις των μαρτύρων. Το κούτσικο.

Η εξέταση των μαρτύρων άρχισε. Όμως από δω και πέρα δε θα συνεχίσουμε πια τόσο λεπτομερειακά τη διήγησή μας. Θα παραλείψουμε λοιπόν τις νουθεσίες του Νικολάι Παρφιόνοβιτς που πληροφορούσε τον κάθε μάρτυρα πως έπρεπε να πει την αλήθεια χωρίς φόβο και χωρίς πάθος και πως αργότερα θα χρειαστεί να επικυρώσει ενόρκως την κατάθεση του. Ακόμα πως ο κάθε μάρτυρας θα πρέπει να υπογράψει το πρακτικό της κατάθεσής του κ.τ.λ, κ.τ.λ. Θα παρατηρήσουμε μονάχα πως το κυριότερο σημείο που σ' αυτό εφιστούσαν πάντα οι ανακριτές την προσοχή των μαρτύρων ήταν για τις τρεις χιλιάδες: Αν δηλαδή ήταν τρεις οι χιλιάδες που ξόδεψε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στο πρώτο του γλέντι, εδώ κι ένα μήνα, ή χίλια πεντακόσια ρούβλια. Επίσης, αν ήταν τρεις χιλιάδες αυτά που έφερε τώρα μαζί του ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ή χίλια πεντακόσια ρούβλια. Αλίμονο, όλες οι καταθέσεις ήταν σε βάρος του Μίτια, όλες ως την τελευταία. Μερικοί μάρτυρες μάλιστα κάνανε γνωστά μερικά καταπληκτικά σχεδόν γεγονότα που διαψεύδανε τους ισχυρισμούς του. Πρώτος απ' όλους εξετάστηκε ο Τρύφων Μπορίσιτς. Παρουσιάστηκε μπροστά στους ανακριτές χωρίς να φοβάται καθόλου, αντίθετα μ' ένα ύφος αυστηρό και γεμάτο αγανάκτηση ενάντια στον κατηγορούμενο, πράγμα που του πρόσδινε εξαιρετική ειλικρίνεια κι αξιοπρέπεια. Μίλαγε λίγο, συγκρατημένα, περίμενε πρώτα να τον ρωτήσουν κι απαντούσε με ακρίβεια και περίσκεψη. Σταθερά κι αδίστακτα κατάθεσε πως εδώ κι ένα μήνα δεν μπορεί να ξοδεύτηκαν λιγότερες από τρεις χιλιάδες, πως όλοι οι μουζίκοι δω πέρα μπορούν να το βεβαιώσουν πως τ' ακούσανε απ' τον ίδιο το «Μήτρι Φιοντόριτς».

«Μονάχα στις τσιγγάνες σκόρπισε αμέτρητα λεφτά. Μονάχα γι' αυτές θα του φύγανε σίγουρα πάνω από χίλια ρούβλια».

— Ούτε και πεντακόσια δεν θα 'δωσα σε δαύτες, είπε ο Μίτια σκυθρωπά- μονάχα που δεν τα μέτρησα τότε, ήμουνα μεθυσμένος. Κρίμα...

O Μίτια καθόταν τώρα στο πλάι με την πλάτη προς το παραβάν. Άκουγε σκυθρωπός, φαινόταν μελαγχολικός και κουρασμένος κι είχε ένα ύφος σα να έλεγε: «Ε, πέστε ό,τι θέλετε τώρα. Το ίδιο μου κάνει».

— Πάνω από χίλια ξοδέψατε, Μήτρι Φιοντόριτς, τον διέψευσε σταθερά ο Τρύφων Μπορίσιτς. Τα πετάγατε τα λεφτά δεξιά κι αριστερά χωρίς λόγο και κείνες τα μαζεύανε. Όλοι τους δα είναι κλέφτες και λωποδύτες, αλογοκλέφτες είναι, γι' αυτό και τους διώξανε από δω, αλλιώς ίσως κι οι ίδιοι θα μπορούσαν να μας πουν πόσα τσεπώσανε. Το είδα με τα μάτια μου τότε το μάτσο που κρατάγατε —δεν τα μέτρησα, αυτό το παραδέχομαι— όμως θυμάμαι πως με το μάτι φαίνονταν για πολύ περισσότερα από χίλια πεντακόσια... Πολύ παραπάνω! Πού χίλια πεντακόσια. Έχουμε δει δα και λόγου μας λεφτά στη ζωή μας και μπορούμε να κρίνουμε.

Όσο για το χτεσινό ποσό, ο Τρύφων Μπορίσιτς απάντησε πως ο ίδιος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόλις κατέβηκε απ' το αμάξι, του είπε πως έφερε μαζί του τρεις χιλιάδες.

— Είσαι βέβαιος, Τρύφων Μπορίσιτς; ρώτησε ο Μίτια. Έτσι σ' το είπα καθαρά και ξάστερα πως έφερα μαζί μου τρεις χιλιάδες;

— Μου το είπατε, Μήτρι Φιοντόριτς. Ήταν μπροστά κι ο Αντρέι όταν μου το λέγατε. Εδώ είναι ακόμα ο Αντρέι, δεν έφυγε, φωνάξτε τον και κείνον. Και κει, στη σάλα, όταν κερνούσατε τη χορωδία, φωνάξατε πως είναι το έκτο χιλιάρικο που ξοδεύετε δω πέρα μαζί με τα προηγούμενα δηλαδή, αυτό θα εννοούσατε βέβαια. O Στεπάν κι ο Συμεών τ' ακούσανε, μα κι ο Πιοτρ Φόμιτς Καλγκάνοβ στεκόταν κείνη τη στιγμή δίπλα σας, ίσως και κείνος να το θυμάται...

Η κατάθεση για το έκτο χιλιάρικο έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανακριτές. Τους άρεσε αυτή η καινούργια διατύπωση: Τρεις και τρεις έξι, πάει να πει λοιπόν πως τότε ήταν τρεις, κι άλλες τόσες τώρα, όλες μαζί έξι, ήταν φανερό πια.

Ρωτήσανε όλους τους μουζίκους που υπόδειξε ο Τρύφων Μπορίσιτς, το Στεπάν, το Συμεών, τον αμαξά Αντρέι και τον Πιοτρ Φόμιτς Καλγκάνοβ. Οι μουζίκοι κι ο αμαξάς επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία του Τρύφωνα Μπορίσιτς. Εκτός απ' αυτό, σημειώσανε ιδιαίτερα και τη διήγηση του Αντρέι για την κουβέντα που έγινε στ' αμάξι καθώς έρχονταν στο Μόκρογιε όταν ο Μίτια τον ρώτησε:

«O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ θα πάει στην Κόλαση ή όχι;»

O «ψυχολόγος» Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς τ' άκουσε όλ' αυτά χαμογελώντας ανεπαίσθητα και στο τέλος πρότεινε να «συμπεριλάβουν κι αυτή τη διήγηση στις καταθέσεις».

O Καλγκάνοβ μπήκε απρόθυμα, στραβομουτσουνιασμένος, γκρινιάρης και μιλούσε με τον εισαγγελέα και το Νικολάι Παρφιόνοβιτς σα να τους έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του, ενώ τους ήξερε από καιρό και τους συναντούσε κάθε μέρα. Μόλις άρχισε, δήλωσε ορθά κοφτά «πως δεν ξέρει τίποτα για όλ' αυτά κι ούτε θέλει να ξέρει». Όμως αποδείχτηκε πως είχε ακούσει αυτό που είχε πει ο Μίτια για το έκτο χιλιάρικο κι ομολόγησε πως κείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο Μίτια. Για το πόσα λεφτά κρατούσε στα χέρια του ο Μίτια, είπε πως «δεν ξέρει πόσα ήταν». Επιβεβαίωσε πως οι Πολωνοί κλέψανε στα χαρτιά και πως απ' τη στιγμή που τους κλείσανε στο πλαϊνό δωμάτιο οι σχέσεις του Μίτια και της Αγκραφένας Αλεξάντροβνας έσιαξαν και πως το είπε κι η ίδια ότι τον αγαπάει. Για την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα μίλαγε συγκρατημένα και με σεβασμό σα να ταν μια κυρία του καλύτερου κόσμου κι ούτε μια φορά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να την ονομάσει «Γκρούσενκα». Πάρ' όλο που ο νέος διηγόταν πολύ ανόρεχτα, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς τον ανέκρινε πολλήν ώρα κι από αυτόν μονάχα έμαθε όλες τις λεπτομέρειες του (ας το πούμε έτσι) «ρομάντζου» του Μίτια εκείνης της νύχτας. O Μίτια ούτε μια φορά δε διέκοψε τον Καλγκάνοβ. Τέλος τον αφήσανε κι αυτός έφυγε φανερά καταγανακτησμένος.

Εξετάσανε και τους Πολωνούς. Αυτοί, αν και είχαν πέσει για ύπνο, δεν είχαν αποκοιμηθεί, κι όταν καταφτάσανε οι αστυνομικοί ντύθηκαν βιαστικά και συγυρίστηκαν καταλαβαίνοντας πως ασφαλώς θα τους καλέσουν. Παρουσιάστηκαν μ' ένα ύφος αξιοπρεπές αν και κάπως φοβισμένοι. O κυριότερος, δηλαδή ο κοντός Πολωνός, αποδείχτηκε πως ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος δωδέκατου βαθμού, πως είχε υπηρετήσει κτηνίατρος στη Σιβηρία και πως τ' όνομά του ήταν Μουσιαλόβιτς. Όσο για τον παν Βρουμπλέβσκη ήταν οδοντογιατρός που εξασκούσε ελεύθερα το επάγγελμά του. Πάρ' όλο που τους ρωτούσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, αυτοί απαντούσαν γυρίζοντας προς το μέρος του Μιχαήλ Μακάροβιτς που στεκόταν παράμερα αποκαλώντας τον συνεχώς «πάνιε συνταγματάρχη», γιατί φαίνεται πως τον πήρανε για ανώτερο απ' όλους εκεί μέσα. Μονάχα όταν ο ίδιος ο Μιχαήλ Μακάροβιτς τους εξήγησε μερικές φορές πως δεν πρέπει ν' αποτείνονται σ' αυτόν, καταλάβανε επιτέλους πως πρέπει ν' απευθύνονται στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αποδείχτηκε πως ξέρανε πολύ καλά τα ρούσικα, μονάχα που μερικές λέξεις τις προφέρανε λίγο ιδιότροπα. Για τις σχέσεις του με την Γκρούσενκα, τις αλλοτινές και τις τωρινές, ο παν Μουσιαλόβιτς άρχισε να μιλάει με ζωηρότητα και υπεροψία τόσο που ο Μίτια δεν κρατήθηκε και φώναξε πως δε θα επιτρέψει σ' έναν «παλιάνθρωπο» να μιλάει έτσι όσο βρίσκεται κι αυτός μπροστά. O παν Μουσιαλόβιτς πρόσεξε αμέσως τη λέξη «παλιάνθρωπος» και τους παρακάλεσε να τα γράψουν όλα στα πραχτικά. O Μίτια έβραζε απ' το θυμό του.

— Ναι, παλιάνθρωπος και παλιάνθρωπος. Γράψτε το αυτό και γράψτε ακόμα πως δε με νοιάζει καθόλου για τα πρακτικά και πως το φωνάζω: είναι παλιάνθρωπος! φώναζε ο Μίτια.

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς, αν και τα σημείωσε αυτά στα πρακτικά, όμως έδειξε σ' αυτό το επεισόδιο αξιέπαινο πρακτικό πνεύμα και τακτ. Ύστερα από μιαν αυστηρή παρατήρηση στο Μίτια έπαψε να ρωτάει για τη ρομαντική πλευρά της υπόθεσης και πέρασε στην ουσία. Οι ανακριτές ενδιαφέρθηκαν τρομερά για μια κατάθεση των Πολωνών, δηλαδή για την προσπάθεια του Μίτια να δωροδοκήσει τον παν Μουσιαλόβιτς προτείνοντάς του τρεις χιλιάδες «αέρα» για να φύγει, με τη συμφωνία να του δώσει εφτακόσια ρούβλια στο χέρι και τα υπόλοιπα δυο χιλιάδες τρακόσια «αύριο το πρωί στην πολιτεία». Και το υποσχόταν αυτό δίνοντας το λόγο της τιμής του, και βεβαιώνοντας πως πάνω του δεν έχει τόσα λεφτά μα τα 'χει στην πολιτεία. O Μίτια εξάφθηκε και παρατήρησε πως δεν υποσχέθηκε κατηγορηματικά ότι θα τα 'δινε τα λεφτά αύριο, μα ο παν Βρουμπλέβσκη επιβεβαίωσε την κατάθεση του φίλου του κι ο Μίτια, αφού σκέφτηκε για λίγο, παραδέχτηκε σκυθρωπά πως μπορεί να 'γινε κι έτσι γιατί ήταν ξαναμμένος. O εισαγγελέας άκουγε με μεγάλη προσοχή τούτη την κατάθεση: Η ανάκριση έβλεπε τώρα (όπως και πραγματικά το παραδέχτηκαν αργότερα) πως τα μισά ή ένα μέρος απ' τις τρεις χιλιάδες που είχε ο Μίτια μπορεί και στ' αλήθεια να τα 'χε κρύψει στην πολιτεία ή ακόμα και στο Μόκρογιε κι έτσι εξηγιόταν και κείνο το λεπτό για την ανάκριση σημείο, πως δηλαδή του Μίτια του 'χαν μείνει μονάχα οχτακόσια ρούβλια. Ως τα τώρα αυτή ήταν η μόνη, αν και ασήμαντη φυσικά, ένδειξη σε όφελος του Μίτια. Τώρα όμως και αυτή ακόμα η μοναδική ένδειξη γκρεμίστηκε. Όταν ο εισαγγελέας ρώτησε το Μίτια πού θα 'βρισκε τα υπόλοιπα δυο χιλιάδες τρακόσια ρούβλια για να τα δώσει στον Πολωνό αφού ο ίδιος έλεγε πως δεν είχε παρά μονάχα χίλια πεντακόσια κι όμως παρ' όλ' αυτά έδινε το λόγο της τιμής του πως θα τα 'δινε, ο Μίτια απάντησε πως είχε σκοπό να προτείνει αύριο στον «Πολωνέζο» όχι μετρητά μα ένα συμβόλαιο όπου θα του παραχωρούσε με κανονική συμβολαιογραφική πράξη τα δικαιώματά του στην Τσερμασνιά, κείνα τα ίδια δηλαδή δικαιώματα που είχε προτείνει κιόλας στο Σαμσόνοβ και στη Χοχλάκοβα. O εισαγγελέας δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και χαμογέλασε μ' αυτή την «αφέλεια της υπεκφυγής».

— Και νομίζετε πως θα δεχόταν να πάρει αυτά τα «δικαιώματα» αντί για τις δυο χιλιάδες τρακόσια ρούβλια σε μετρητά;

— Και βέβαια θα δεχόταν, είπε με θέρμη ο Μίτια.

Μα για σκεφτείτε το, εδώ δεν είναι μονάχα δυο, είναι τέσσερις, τι λέω, έξι χιλιάδες που θα μπορούσε να τσεπώσει! Θα 'βρισκε αμέσως τους δικολάβους του, τους Πολωνούς και τους Εβραίους, που όχι μονάχα τις δυο χιλιάδες μα κι όλη την Τσερμασνιά θ' άρπαζαν απ' το γέρο.

Εννοείται πως την κατάθεση του παν Μουσιαλόβιτς την καταγράψανε στα πρακτικά μ' όλες τις λεπτομέρειες. Ύστερα απ' αυτό άφησαν τους Πολωνούς να φύγουν. Όσο για την κλοπή στα χαρτιά, ούτε την ανάφεραν σχεδόν. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τους χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και δε θέλησε να τους ενοχλήσει με μικροπράματα, αφού όλ' αυτά δεν ήταν τίποτ' άλλο από χαρτοπαιχτικοί καυγάδες που έγιναν σε στιγμή μεθυσιού. Λες κι έγιναν λίγες απρέπειες στο γλέντι κείνης της νύχτας... Έτσι τα διακόσια ρούβλια έμειναν στην τσέπη των πάνυ.

Φωνάξανε ύστερα το γερο-Μαξίμοβ. Ήρθε καταφοβισμένος και τους πλησίασε με μικρά βηματάκια- φαινόταν θλιμμένος και αναπουπουλιασμένος. Όλη την ώρα βρισκόταν κάτω μαζί με τη Γκρούσενκα, καθόταν δίπλα της και σώπαινε μονάχα «πού και πού άρχιζε να μιξοκλαίει και σκούπιζε τα μάτια του με το μαντίλι του με τα μπλε καρό», όπως διηγόταν αργότερα ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Τόσο που η ίδια η Γκρούσενκα βάλθηκε να τον παρηγορεί και να τον καθησυχάζει: O γεροντάκος είπε αμέσως κλαίγοντας πως παραδέχεται ότι πήρε δανεικά απ' το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς «δέκα ρούβλια γιατί, βλέπετε, είμαι φτωχός» και πως είναι πρόθυμος να τα επιστρέψει... Στην άμεση ερώτηση του Νικολάι Παρφιόνοβιτς αν παρατήρησε πόσα ακριβώς ήταν τα λεφτά που είχε στο χέρι του ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς (μια κι αυτός τα είδε κείνα τα χρήματα από πολύ κοντά όταν έπαιρνε τα δανεικά), ο Μαξίμοβ απάντησε με μεγάλη βεβαιότητα πως τα λεφτά ήταν «είκοσι χιλιάδες».

— Έχετε ξαναδεί ποτέ σας είκοσι χιλιάδες; ρώτησε χαμογελώντας ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Πώς, και βέβαια. Είδα, μα δεν ήταν είκοσι, ήταν εφτά, τότε που η γυναίκα μου έβαλε ενέχυρο το χωριουδάκι μου. Μ' άφησε μονάχα από μακριά να τα δω. Ήθελε να μου καυχηθεί δηλαδή. Το μάτσο ήταν μεγάλο, όλο κατοστάρικα. Και του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς όλο κατοστάρικα ήταν...

Τον παράτησαν γρήγορα. Τέλος ήρθε κι η σειρά της Γκρούσενκας. Ήταν φανερό πως οι ανακριτές φοβόνταν την εντύπωση που θα μπορούσε να προκαλέσει η εμφάνισή της στο Μίτια και γι' αυτό ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς του μουρμούρισε μερικές παραινέσεις, όμως εκείνος έσκυψε σιωπηλά το κεφάλι σα να 'λεγε πως «δε θα συμβούν επεισόδια». Τη Γκρούσενκα την έφερε από κάτω ο ίδιος ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Το πρόσωπό της ήταν αυστηρό και σκυθρωπό. Φαινόταν ήσυχη και κάθισε σιωπηλή στην καρέκλα που της υπόδειξε απέναντί του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ήταν πολύ χλομή, φαίνεται πως κρύωνε γιατί όλο και τυλιγόταν ριγώντας στο υπέροχο μαύρο σάλι της. Πραγματικά είχε λίγο πυρετό και ρίγη. Ήταν η αρχή της μακριάς αρρώστιας που εκδηλώθηκε ύστερα απ' αυτή τη νύχτα. Το αυστηρό της ύφος, το ευθύ και σοβαρό της βλέμμα κι οι ήρεμοι τρόποι της, κάνανε σ' όλους πολύ καλή εντύπωση. Τόσο που ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς «μαγεύτηκε» κιόλας λιγάκι. Ομολογούσε αργότερα κι ο ίδιος πως τότε μονάχα κατάλαβε πόσο όμορφη ήταν αυτή η γυναίκα. Την είχε δει κι άλλες φορές ως τότε μα τη θεωρούσε κάτι σαν μια «επαρχιακή εταίρα». «Οι τρόποι της είναι εντελώς αριστοκρατικοί», άφησε να του ξεφύγει κάποτε πάνω στον ενθουσιασμό του σε μια παρέα κυριών. Όμως εκείνες τον ακούσανε πολύ θυμωμένες και τον είπανε αμέσως «μπερμπάντη», πράμα που τον ευχαρίστησε πολύ. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, η Γκρούσενκα έριξε ένα βλέμμα στο Μίτια, που την κοίταξε αμέσως ανήσυχος. Μα σαν είδε τη δική της ηρεμία, ησύχασε κι αυτός. Ύστερα απ' τις απαραίτητες προκαταρκτικές ερωτήσεις και παραινέσεις ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αν και κάπως κομπιάζοντας τη ρώτησε όσο μπορούσε πιο ευγενικά, «τι σχέσεις είχε με τον εν αποστρατεία υπολοχαγό Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ». Η Γκρούσενκα απάντησε ήρεμα και σταθερά:

— Ήταν ένας γνωστός μου και σα γνωστό μου τον δεχόμουνα τον τελευταίο μήνα στο σπίτι μου.

Στις άλλες ερωτήσεις απάντησε με μεγάλη ειλικρίνεια λέγοντας πως αν κι «ώρες-ώρες» ο Μίτια τής άρεσε, όμως αυτή δεν τον αγαπούσε και πως τον ξετρέλανε μόνο και μόνο «απ' την ποταπή μου κακία» όπως και τον άλλον, το «γεροντάκο». Έβλεπε πως ο Μίτια ζηλεύει πολύ το Φιόντορ Παύλοβιτς, όπως δα και κάθε άλλον, και μ' αυτό διασκέδαζε. Στου Φιόντορ Παύλοβιτς, δεν είχε καθόλου σκοπό να πάει, μονάχα τον κορόιδευε.

«Όλον αυτό το μήνα δεν είχα καιρό να σκέφτομαι αυτούς τους δυο. Περίμενα να 'ρθει ένας άλλος άντρας που ήταν ένοχος απέναντί μου... Μονάχα που νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να με ρωτάτε γι' αυτά τα πράματα», είπε τελειώνοντας, «γιατί όλα τούτα είναι προσωπικές μου υποθέσεις».

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς συμμορφώθηκε αμέσως. Δεν επέμεινε πια στα «ρομαντικά» σημεία κι άρχισε αμέσως να ρωτάει για το πιο σημαντικό απ' όλα, δηλαδή για τις τρεις χιλιάδες. Η Γκρούσενκα επιβεβαίωσε πως εδώ κι ένα μήνα είχαν ξοδευτεί στο Μόκρογιε τρεις χιλιάδες ρούβλια. Αυτή βέβαια δεν τα μέτρησε, όμως άκουσε τον ίδιο το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς να λέει πως τόσα ήταν.

— Μονάχα σε σας το είπε ή σας το 'πε μπροστά και σε άλλους ή μήπως τ' ακούσατε όταν το 'λεγε σε άλλους; ρώτησε αμέσως ο ανακριτής.

Η Γκρούσενκα απάντησε πως της το είπε και μπροστά σε άλλους και όταν ήταν μόνοι και πως τ' άκουσε να το λέει και σε άλλους.

— Μια φορά σας το είπε όταν ήσαστε μόνοι ή το επανέλαβε πολλές φορές; ρώτησε και πάλι ο εισαγγελέας, κι έμαθε πως η Γκρούσενκα τ' άκουσε πολλές φορές.

O Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Απ' τις επόμενες ερωτήσεις αποδείχτηκε πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα ήξερε ότι ο Μίτια πήρε τα λεφτά απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα.

— Μήπως ακούσατε ποτέ πως εδώ κι ένα μήνα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ξόδεψε λιγότερες από τρεις χιλιάδες ρούβλια και πως κράτησε τα μισά;

— Όχι, αυτό ποτέ δεν τ' άκουσα, απάντησε η Γκρούσενκα. Πρόσθεσε μάλιστα πως όλον εκείνο το μήνα ο Μίτια τής έλεγε πως δεν έχει ούτε καπίκι στην τσέπη του.

«Περίμενε πως θα πάρει λεφτά απ' τον πατέρα του», είπε τελειώνοντας η Γκρούσενκα.

— Μήπως είπε καμιά φορά μπροστά σας, έκανε μήπως κανέναν υπαινιγμό, διακινδύνεψε ξαφνικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, πως έχει σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα του;

— Ωχ, ναι. Το είπε, απάντησε αναστενάζοντας η Γκρούσενκα.

— Μια φορά ή πολλές;

— Πολλές φορές το είπε, πάντα όταν ήταν θυμωμένος.

— Και σεις πιστεύατε πως θα το κάνει;

— Όχι, ποτέ μου δεν το πίστεψα! απάντησε εκείνη σταθερά.

Είχα πάντα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη του.

— Επιτρέψτε μου, κύριοι, φώναξε ξάφνου ο Μίτια· επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια στην Αγκραφένα Αλεξάντροβ.

— Πέστε, του επέτρεψε ο Νικολάι. Παρφιόνοβιτς.

— Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, είπε ο Μίτια κι ανασηκώθηκε απ' την καρέκλα του- είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου! Όταν τα πρόφερε αυτά, ο Μίτια ξανακάθισε στην καρέκλα του. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε, γύρισε προς το μέρος όπου ήταν τα εικονίσματα και σταυροκοπήθηκε ευλαβικά!

— Δόξα σοί, Κύριε! πρόφερε με συγκινημένη φωνή.

Και προτού ξανακάτσει, γύρισε στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και πρόσθεσε:

— Αυτό που είπε τώρα πρέπει να το πιστέψετε. Τον ξέρω καλά εγώ. Μπορεί να του ξεφύγουν φλυαρίες έτσι στ' αστεία ή από πείσμα μα ενάντια στη συνείδησή του δε θα πει ποτέ ψέματα. Αυτό που θα σας πει να το πιστέψετε.

— Σ' ευχαριστώ, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Μου στήριξες την ψυχή! είπε ο Μίτια κι η φωνή του έτρεμε.

Όταν τη ρώτησαν για τα χτεσινά χρήματα, απάντησε πως δεν ξέρει πόσα ήταν μα πως άκουσε τον ίδιο να λέει σε πολλούς ότι είχε φέρει μαζί του τρεις χιλιάδες. Τη ρώτησαν αν ξέρει από πού είχε πάρει αυτά τα χρήματα και κείνη απάντησε πως της είπε ότι «τα 'κλεψε» απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Πρόσθεσε ακόμα πως αυτή τον καθησύχασε και του 'λεγε πως δεν τα 'κλεψε και πως τα λεφτά πρέπει αύριο κιόλας να τα επιστρέφει. O εισαγγελέας επέμενε και ρώτησε για ποια ακριβώς χρήματα της είπε πως έκλεψε: Για κείνα που ξόδεψε δω πέρα πριν από ένα μήνα ή για τα χθεσινά; Η Γκρούσενκα απάντησε πως της μίλησε για τα πρώτα, αυτή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε.

Τέλος την αφήσανε να φύγει. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς της δήλωσε με ζωηρότητα πως είναι λεύτερη και τώρ' αμέσως να γυρίσει στην πολιτεία και πως αν αυτός μπορεί να βοηθήσει σε κάτι, λόγου χάρη για το αμάξι ή για κάποιο συνοδό, αυτός από δικής του πλευράς...

— Σας είμαι υπόχρεη, είπε η Γκρούσενκα και του 'κανε μια μικρή υπόκλιση. Θα φύγω μαζί με κείνον το γεροντάκο, τον τσιφλικά. Μα πρώτα θα περιμένω δω, αν μου το επιτρέπετε, για να δω τι θα αποφασίσετε για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

Η Γκρούσενκα βγήκε. O Μίτια ήταν εντελώς ήσυχος, φαινόταν μάλιστα πως είχε πάρει κουράγιο. Όμως αυτό κράτησε πολύ λίγο. Όσο περνούσε η ώρα τον κυρίευε όλο και περισσότερο κάποια παράξενη σωματική αδυναμία. Τα μάτια του κλείσανε απ' την κούραση. Επιτέλους η εξέταση των μαρτύρων τελείωσε. Άρχισαν την τελειωτική σύνταξη των πρακτικών. O Μίτια σηκώθηκε απ' τη θέση του, πήγε στη γωνία, κοντά στο παραβάν, ξάπλωσε πάνω σ' ένα μεγάλο σεντούκι σκεπασμένο μ' ένα χαλί κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Είδε ένα παράξενο όνειρο ολότελα άσχετο με τον τόπο και τη στιγμή. Ταξίδευε τάχα κάπου μέσα στη στέπα όπου είχε υπηρετήσει άλλοτε. Πήγαινε μ' ένα αμάξι με δυο άλογα που το οδηγούσε ένας μουζίκος μέσα σε λάσπες. Μονάχα που ο Μίτια κρυώνει τάχα, είναι αρχές του Νοέμβρη, το χιόνι πέφτει σε χοντρές υγρές νιφάδες που λιώνουν αμέσως μέσα στη λάσπη. O μουζίκος καμτσικίζει τ' άλογα ζωηρά και κείνα τρέχουν γρήγορα. Έχει ένα κοκκινωπό γένι. Δεν είναι πολύ γέρος ακόμα, φαίνεται καμιά πενηνταριά χρονώ, φοράει ένα τριμμένο κοντογούνι. Και να που φαίνεται κει μπροστά τους ένα χωριουδάκι, οι ίζμπες είναι μαύρες, κατάμαυρες, οι μισές κατακαμένες, ξεπετάγονται μονάχα κάτι μαύρα δοκάρια. Στην είσοδο του χωριού έχουν σταθεί κει στην άκρη του δρόμου πολλές χωριάτισσες, όλες κοκαλιάρες, ρουφηγμένες, με κάτι καφετιά πρόσωπα. Ιδιαίτερα μια, εκεί στην άκρη-άκρη, ξερακιανή, ψηλή, φαίνεται να 'ναι καμιά σαρανταριά χρονώ μα μπορεί να μην είναι παραπάνω από είκοσι. Το πρόσωπό της είναι μακρουλό, αδύνατο, κρατάει στα χέρια της ένα μωρό που κλαίει. Τα στήθια της είναι στεγνά, δεν έχουν σταγόνα γάλα. Και το παιδάκι κλαίει, κλαίει και τεντώνει τα χεράκια του, τα γυμνά του χεράκια και σφίγγει τις μικρές γροθιές του που έχουν μελανιάσει απ' το κρύο.

— Γιατί κλαίνε; Για ποιο λόγο κλαίνε; ρωτάει ο Μίτια καθώς περνάνε βιαστικά μπροστά απ' τις γυναίκες.

— Το κούτσικο, απαντάει ο αμαξάς· το κούτσικο είναι που κλαίει.

Κι ο Μίτια απορεί που το 'πε έτσι με το δικό του, το χωριάτικο τρόπο, το 'πε «κούτσικο» κι όχι παιδάκι. Και του αρέσει που το 'πε κούτσικο: Έτσι δείχνει πιότερη συμπόνια.

— Μα γιατί κλαίει; ξαναρωτάει σα να 'ταν κανένας ανόητος ο Μίτια. Γιατί τα χεράκια του είναι γυμνά, γιατί δεν το τυλίγουν;

— Μα γιατί κρύωσε το κούτσικο, παλιώσανε τα ρουχαλάκια του και δεν το ζεσταίνουνε πια.

— Και γιατί να γίνεται αυτό; Γιατί; επιμένει να ρωτάει ο ανόητος Μίτια.

— Μα γιατί είναι φτωχοί, καήκανε τα σπίτια τους, δεν έχουν στάλα ψωμάκι και ζητιανεύουν. Μα ποιος να τους δώσει που όλοι δω χάσανε τα σπιτικά τους;

— Όχι, όχι, ξαναλέει ο Μίτια σα να μην καταλαβαίνει ακόμα. Πες μου: Γιατί στέκονται κει πέρα οι καμένες μητέρες, γιατί οι άνθρωποι είναι φτωχοί, γιατί 'ναι φτωχό το κούτσικο, γιατί η στέπα είναι γυμνή, γιατί δεν αγκαλιάζονται όλοι και δεν φιλιούνται, γιατί δεν τραγουδάνε χαρούμενα τραγούδια, γιατί μαύρισαν έτσι απ' τη μαύρη συμφορά, γιατί δεν ταΐζουν το κούτσικο;

Και το νιώθει μέσα του πως οι ερωτήσεις του είναι ανόητες και δεν έχουν κανένα ειρμό, όμως έτσι ακριβώς λαχταράει να ρωτήσει και νομίζει πως έτσι ακριβώς πρέπει να ρωτήσει. Και νιώθει ακόμη πως η καρδιά του πλημμυρίζει με κάποια πρωτόφαντη κατανυχτική τρυφερότητα, νιώθει πως θέλει να κλάψει, πως θέλει να κάνει κάτι σ' όλους, κάτι για να μην κλαίει πια το κούτσικο, για να μην κλαίει η μαύρη και κάτισχνη μάνα του παιδιού, για να μην υπάρχουν πια καθόλου δάκρυα από δω και μπρος σε κανέναν κι όλ' αυτά να γίνουν τώρα, τώρ' αμέσως χωρίς χρονοτριβές και χωρίς να λογαριάζει τα εμπόδια, μ' όλη την ασυγκρατησιά των Καραμάζοβ.

— Είμαι και γω μαζί σου, τώρα πια δε θα σ' αφήσω, σ' όλη μου τη ζωή μαζί σου θα 'μαι, ακούγονται δίπλα του τα αγαπημένα, γεμάτα αίσθημα λόγια της Γκρούσενκας. Η καρδιά του φλογίζεται ολόκληρη και τραβιέται προς κάποιο φως, θέλει να ζήσει, να ζήσει πολύ, ν' αρχίσει μια μεγάλη πορεία για κάπου, προς το καινούργιο φως που τον καλεί, κι όλ' αυτά όσο πιο γρήγορα γίνεται, γρήγορα, τώρ' αμέσως!

— Τι; Πού; αναφωνεί ανοίγοντας τα μάτια του.

Ανακάθεται στο σεντούκι και χαμογελάει φωτεινά, σα να συνήλθε από λιποθυμία. Από πάνω του στέκεται ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και τον προσκαλεί ν' ακούσει το πρακτικό και να το υπογράψει. O Μίτια κατάλαβε πως κοιμήθηκε μιαν ώρα, ίσως και περισσότερο. Μα το Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν τον άκουγε. Του 'κανε ξάφνου τρομερή εντύπωση που κάτω απ' το κεφάλι του βρέθηκε ένα μαξιλάρι που δεν υπήρχε πριν, όταν μη μπορώντας πια να βαστάξει απ' την κούραση είχε πλαγιάσει στο σεντούκι.

— Ποιος έφερε κι έβαλε το μαξιλάρι κάτω απ' το κεφάλι μου; Ποιος να ήταν αυτός ο τόσο πονόψυχος; ξεφώνισε μ' ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης κι η φωνή του έτρεμε.

Λες κι ένας Θεός ξέρει πόσο μεγάλη ευεργεσία του κάνανε. Δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο πονόψυχος άνθρωπος, ίσως κανένας χωροφύλακας ή ο γραφιάς του Νικολάι Παρφιόνοβιτς να φρόντισαν και να του βάλανε το μαξιλάρι από συμπόνια, όμως αυτός ένιωθε την ψυχή του να τρεμουλιάζει από δάκρυα ευγνωμοσύνης. Πλησίασε στο τραπέζι κι είπε πως θα υπογράψει οτιδήποτε.

— Είδα ένα καλό όνειρο, κύριοι, πρόφερε κάπως παράξενα και το πρόσωπό του σα να φωτίστηκε από χαρά!


9. VIII. Οι καταθέσεις των μαρτύρων. Το κούτσικο.

Η εξέταση των μαρτύρων άρχισε. Όμως από δω και πέρα δε θα συνεχίσουμε πια τόσο λεπτομερειακά τη διήγησή μας. Θα παραλείψουμε λοιπόν τις νουθεσίες του Νικολάι Παρφιόνοβιτς που πληροφορούσε τον κάθε μάρτυρα πως έπρεπε να πει την αλήθεια χωρίς φόβο και χωρίς πάθος και πως αργότερα θα χρειαστεί να επικυρώσει ενόρκως την κατάθεση του. Ακόμα πως ο κάθε μάρτυρας θα πρέπει να υπογράψει το πρακτικό της κατάθεσής του κ.τ.λ, κ.τ.λ. Θα παρατηρήσουμε μονάχα πως το κυριότερο σημείο που σ' αυτό εφιστούσαν πάντα οι ανακριτές την προσοχή των μαρτύρων ήταν για τις τρεις χιλιάδες: Αν δηλαδή ήταν τρεις οι χιλιάδες που ξόδεψε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς στο πρώτο του γλέντι, εδώ κι ένα μήνα, ή χίλια πεντακόσια ρούβλια. Επίσης, αν ήταν τρεις χιλιάδες αυτά που έφερε τώρα μαζί του ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ή χίλια πεντακόσια ρούβλια. Αλίμονο, όλες οι καταθέσεις ήταν σε βάρος του Μίτια, όλες ως την τελευταία. Μερικοί μάρτυρες μάλιστα κάνανε γνωστά μερικά καταπληκτικά σχεδόν γεγονότα που διαψεύδανε τους ισχυρισμούς του. Πρώτος απ' όλους εξετάστηκε ο Τρύφων Μπορίσιτς. Παρουσιάστηκε μπροστά στους ανακριτές χωρίς να φοβάται καθόλου, αντίθετα μ' ένα ύφος αυστηρό και γεμάτο αγανάκτηση ενάντια στον κατηγορούμενο, πράγμα που του πρόσδινε εξαιρετική ειλικρίνεια κι αξιοπρέπεια. Μίλαγε λίγο, συγκρατημένα, περίμενε πρώτα να τον ρωτήσουν κι απαντούσε με ακρίβεια και περίσκεψη. Σταθερά κι αδίστακτα κατάθεσε πως εδώ κι ένα μήνα δεν μπορεί να ξοδεύτηκαν λιγότερες από τρεις χιλιάδες, πως όλοι οι μουζίκοι δω πέρα μπορούν να το βεβαιώσουν πως τ' ακούσανε απ' τον ίδιο το «Μήτρι Φιοντόριτς».

«Μονάχα στις τσιγγάνες σκόρπισε αμέτρητα λεφτά. Μονάχα γι' αυτές θα του φύγανε σίγουρα πάνω από χίλια ρούβλια».

— Ούτε και πεντακόσια δεν θα 'δωσα σε δαύτες, είπε ο Μίτια σκυθρωπά- μονάχα που δεν τα μέτρησα τότε, ήμουνα μεθυσμένος. Κρίμα...

O Μίτια καθόταν τώρα στο πλάι με την πλάτη προς το παραβάν. Άκουγε σκυθρωπός, φαινόταν μελαγχολικός και κουρασμένος κι είχε ένα ύφος σα να έλεγε: «Ε, πέστε ό,τι θέλετε τώρα. Το ίδιο μου κάνει».

— Πάνω από χίλια ξοδέψατε, Μήτρι Φιοντόριτς, τον διέψευσε σταθερά ο Τρύφων Μπορίσιτς. Τα πετάγατε τα λεφτά δεξιά κι αριστερά χωρίς λόγο και κείνες τα μαζεύανε. Όλοι τους δα είναι κλέφτες και λωποδύτες, αλογοκλέφτες είναι, γι' αυτό και τους διώξανε από δω, αλλιώς ίσως κι οι ίδιοι θα μπορούσαν να μας πουν πόσα τσεπώσανε. Το είδα με τα μάτια μου τότε το μάτσο που κρατάγατε —δεν τα μέτρησα, αυτό το παραδέχομαι— όμως θυμάμαι πως με το μάτι φαίνονταν για πολύ περισσότερα από χίλια πεντακόσια... Πολύ παραπάνω! Πού χίλια πεντακόσια. Έχουμε δει δα και λόγου μας λεφτά στη ζωή μας και μπορούμε να κρίνουμε.

Όσο για το χτεσινό ποσό, ο Τρύφων Μπορίσιτς απάντησε πως ο ίδιος ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μόλις κατέβηκε απ' το αμάξι, του είπε πως έφερε μαζί του τρεις χιλιάδες.

— Είσαι βέβαιος, Τρύφων Μπορίσιτς; ρώτησε ο Μίτια. Έτσι σ' το είπα καθαρά και ξάστερα πως έφερα μαζί μου τρεις χιλιάδες;

— Μου το είπατε, Μήτρι Φιοντόριτς. Ήταν μπροστά κι ο Αντρέι όταν μου το λέγατε. Εδώ είναι ακόμα ο Αντρέι, δεν έφυγε, φωνάξτε τον και κείνον. Και κει, στη σάλα, όταν κερνούσατε τη χορωδία, φωνάξατε πως είναι το έκτο χιλιάρικο που ξοδεύετε δω πέρα μαζί με τα προηγούμενα δηλαδή, αυτό θα εννοούσατε βέβαια. O Στεπάν κι ο Συμεών τ' ακούσανε, μα κι ο Πιοτρ Φόμιτς Καλγκάνοβ στεκόταν κείνη τη στιγμή δίπλα σας, ίσως και κείνος να το θυμάται...

Η κατάθεση για το έκτο χιλιάρικο έκανε μεγάλη εντύπωση στους ανακριτές. Τους άρεσε αυτή η καινούργια διατύπωση: Τρεις και τρεις έξι, πάει να πει λοιπόν πως τότε ήταν τρεις, κι άλλες τόσες τώρα, όλες μαζί έξι, ήταν φανερό πια.

Ρωτήσανε όλους τους μουζίκους που υπόδειξε ο Τρύφων Μπορίσιτς, το Στεπάν, το Συμεών, τον αμαξά Αντρέι και τον Πιοτρ Φόμιτς Καλγκάνοβ. Οι μουζίκοι κι ο αμαξάς επιβεβαίωσαν τη μαρτυρία του Τρύφωνα Μπορίσιτς. Εκτός απ' αυτό, σημειώσανε ιδιαίτερα και τη διήγηση του Αντρέι για την κουβέντα που έγινε στ' αμάξι καθώς έρχονταν στο Μόκρογιε όταν ο Μίτια τον ρώτησε:

«O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ θα πάει στην Κόλαση ή όχι;»

O «ψυχολόγος» Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς τ' άκουσε όλ' αυτά χαμογελώντας ανεπαίσθητα και στο τέλος πρότεινε να «συμπεριλάβουν κι αυτή τη διήγηση στις καταθέσεις».

O Καλγκάνοβ μπήκε απρόθυμα, στραβομουτσουνιασμένος, γκρινιάρης και μιλούσε με τον εισαγγελέα και το Νικολάι Παρφιόνοβιτς σα να τους έβλεπε για πρώτη φορά στη ζωή του, ενώ τους ήξερε από καιρό και τους συναντούσε κάθε μέρα. Μόλις άρχισε, δήλωσε ορθά κοφτά «πως δεν ξέρει τίποτα για όλ' αυτά κι ούτε θέλει να ξέρει». Όμως αποδείχτηκε πως είχε ακούσει αυτό που είχε πει ο Μίτια για το έκτο χιλιάρικο κι ομολόγησε πως κείνη τη στιγμή στεκόταν δίπλα στο Μίτια. Για το πόσα λεφτά κρατούσε στα χέρια του ο Μίτια, είπε πως «δεν ξέρει πόσα ήταν». Επιβεβαίωσε πως οι Πολωνοί κλέψανε στα χαρτιά και πως απ' τη στιγμή που τους κλείσανε στο πλαϊνό δωμάτιο οι σχέσεις του Μίτια και της Αγκραφένας Αλεξάντροβνας έσιαξαν και πως το είπε κι η ίδια ότι τον αγαπάει. Για την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα μίλαγε συγκρατημένα και με σεβασμό σα να ταν μια κυρία του καλύτερου κόσμου κι ούτε μια φορά δεν επέτρεψε στον εαυτό του να την ονομάσει «Γκρούσενκα». Πάρ' όλο που ο νέος διηγόταν πολύ ανόρεχτα, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς τον ανέκρινε πολλήν ώρα κι από αυτόν μονάχα έμαθε όλες τις λεπτομέρειες του (ας το πούμε έτσι) «ρομάντζου» του Μίτια εκείνης της νύχτας. O Μίτια ούτε μια φορά δε διέκοψε τον Καλγκάνοβ. Τέλος τον αφήσανε κι αυτός έφυγε φανερά καταγανακτησμένος.

Εξετάσανε και τους Πολωνούς. Αυτοί, αν και είχαν πέσει για ύπνο, δεν είχαν αποκοιμηθεί, κι όταν καταφτάσανε οι αστυνομικοί ντύθηκαν βιαστικά και συγυρίστηκαν καταλαβαίνοντας πως ασφαλώς θα τους καλέσουν. Παρουσιάστηκαν μ' ένα ύφος αξιοπρεπές αν και κάπως φοβισμένοι. O κυριότερος, δηλαδή ο κοντός Πολωνός, αποδείχτηκε πως ήταν συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος δωδέκατου βαθμού, πως είχε υπηρετήσει κτηνίατρος στη Σιβηρία και πως τ' όνομά του ήταν Μουσιαλόβιτς. Όσο για τον παν Βρουμπλέβσκη ήταν οδοντογιατρός που εξασκούσε ελεύθερα το επάγγελμά του. Πάρ' όλο που τους ρωτούσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, αυτοί απαντούσαν γυρίζοντας προς το μέρος του Μιχαήλ Μακάροβιτς που στεκόταν παράμερα αποκαλώντας τον συνεχώς «πάνιε συνταγματάρχη», γιατί φαίνεται πως τον πήρανε για ανώτερο απ' όλους εκεί μέσα. Μονάχα όταν ο ίδιος ο Μιχαήλ Μακάροβιτς τους εξήγησε μερικές φορές πως δεν πρέπει ν' αποτείνονται σ' αυτόν, καταλάβανε επιτέλους πως πρέπει ν' απευθύνονται στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αποδείχτηκε πως ξέρανε πολύ καλά τα ρούσικα, μονάχα που μερικές λέξεις τις προφέρανε λίγο ιδιότροπα. Για τις σχέσεις του με την Γκρούσενκα, τις αλλοτινές και τις τωρινές, ο παν Μουσιαλόβιτς άρχισε να μιλάει με ζωηρότητα και υπεροψία τόσο που ο Μίτια δεν κρατήθηκε και φώναξε πως δε θα επιτρέψει σ' έναν «παλιάνθρωπο» να μιλάει έτσι όσο βρίσκεται κι αυτός μπροστά. O παν Μουσιαλόβιτς πρόσεξε αμέσως τη λέξη «παλιάνθρωπος» και τους παρακάλεσε να τα γράψουν όλα στα πραχτικά. O Μίτια έβραζε απ' το θυμό του.

— Ναι, παλιάνθρωπος και παλιάνθρωπος. Γράψτε το αυτό και γράψτε ακόμα πως δε με νοιάζει καθόλου για τα πρακτικά και πως το φωνάζω: είναι παλιάνθρωπος! φώναζε ο Μίτια.

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς, αν και τα σημείωσε αυτά στα πρακτικά, όμως έδειξε σ' αυτό το επεισόδιο αξιέπαινο πρακτικό πνεύμα και τακτ. Ύστερα από μιαν αυστηρή παρατήρηση στο Μίτια έπαψε να ρωτάει για τη ρομαντική πλευρά της υπόθεσης και πέρασε στην ουσία. Οι ανακριτές ενδιαφέρθηκαν τρομερά για μια κατάθεση των Πολωνών, δηλαδή για την προσπάθεια του Μίτια να δωροδοκήσει τον παν Μουσιαλόβιτς προτείνοντάς του τρεις χιλιάδες «αέρα» για να φύγει, με τη συμφωνία να του δώσει εφτακόσια ρούβλια στο χέρι και τα υπόλοιπα δυο χιλιάδες τρακόσια «αύριο το πρωί στην πολιτεία». Και το υποσχόταν αυτό δίνοντας το λόγο της τιμής του, και βεβαιώνοντας πως πάνω του δεν έχει τόσα λεφτά μα τα 'χει στην πολιτεία. O Μίτια εξάφθηκε και παρατήρησε πως δεν υποσχέθηκε κατηγορηματικά ότι θα τα 'δινε τα λεφτά αύριο, μα ο παν Βρουμπλέβσκη επιβεβαίωσε την κατάθεση του φίλου του κι ο Μίτια, αφού σκέφτηκε για λίγο, παραδέχτηκε σκυθρωπά πως μπορεί να 'γινε κι έτσι γιατί ήταν ξαναμμένος. O εισαγγελέας άκουγε με μεγάλη προσοχή τούτη την κατάθεση: Η ανάκριση έβλεπε τώρα (όπως και πραγματικά το παραδέχτηκαν αργότερα) πως τα μισά ή ένα μέρος απ' τις τρεις χιλιάδες που είχε ο Μίτια μπορεί και στ' αλήθεια να τα 'χε κρύψει στην πολιτεία ή ακόμα και στο Μόκρογιε κι έτσι εξηγιόταν και κείνο το λεπτό για την ανάκριση σημείο, πως δηλαδή του Μίτια του 'χαν μείνει μονάχα οχτακόσια ρούβλια. Ως τα τώρα αυτή ήταν η μόνη, αν και ασήμαντη φυσικά, ένδειξη σε όφελος του Μίτια. Τώρα όμως και αυτή ακόμα η μοναδική ένδειξη γκρεμίστηκε. Όταν ο εισαγγελέας ρώτησε το Μίτια πού θα 'βρισκε τα υπόλοιπα δυο χιλιάδες τρακόσια ρούβλια για να τα δώσει στον Πολωνό αφού ο ίδιος έλεγε πως δεν είχε παρά μονάχα χίλια πεντακόσια κι όμως παρ' όλ' αυτά έδινε το λόγο της τιμής του πως θα τα 'δινε, ο Μίτια απάντησε πως είχε σκοπό να προτείνει αύριο στον «Πολωνέζο» όχι μετρητά μα ένα συμβόλαιο όπου θα του παραχωρούσε με κανονική συμβολαιογραφική πράξη τα δικαιώματά του στην Τσερμασνιά, κείνα τα ίδια δηλαδή δικαιώματα που είχε προτείνει κιόλας στο Σαμσόνοβ και στη Χοχλάκοβα. O εισαγγελέας δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και χαμογέλασε μ' αυτή την «αφέλεια της υπεκφυγής».

— Και νομίζετε πως θα δεχόταν να πάρει αυτά τα «δικαιώματα» αντί για τις δυο χιλιάδες τρακόσια ρούβλια σε μετρητά;

— Και βέβαια θα δεχόταν, είπε με θέρμη ο Μίτια.

Μα για σκεφτείτε το, εδώ δεν είναι μονάχα δυο, είναι τέσσερις, τι λέω, έξι χιλιάδες που θα μπορούσε να τσεπώσει! Θα 'βρισκε αμέσως τους δικολάβους του, τους Πολωνούς και τους Εβραίους, που όχι μονάχα τις δυο χιλιάδες μα κι όλη την Τσερμασνιά θ' άρπαζαν απ' το γέρο.

Εννοείται πως την κατάθεση του παν Μουσιαλόβιτς την καταγράψανε στα πρακτικά μ' όλες τις λεπτομέρειες. Ύστερα απ' αυτό άφησαν τους Πολωνούς να φύγουν. Όσο για την κλοπή στα χαρτιά, ούτε την ανάφεραν σχεδόν. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τους χρωστούσε μεγάλη ευγνωμοσύνη και δε θέλησε να τους ενοχλήσει με μικροπράματα, αφού όλ' αυτά δεν ήταν τίποτ' άλλο από χαρτοπαιχτικοί καυγάδες που έγιναν σε στιγμή μεθυσιού. Λες κι έγιναν λίγες απρέπειες στο γλέντι κείνης της νύχτας... Έτσι τα διακόσια ρούβλια έμειναν στην τσέπη των πάνυ.

Φωνάξανε ύστερα το γερο-Μαξίμοβ. Ήρθε καταφοβισμένος και τους πλησίασε με μικρά βηματάκια- φαινόταν θλιμμένος και αναπουπουλιασμένος. Όλη την ώρα βρισκόταν κάτω μαζί με τη Γκρούσενκα, καθόταν δίπλα της και σώπαινε μονάχα «πού και πού άρχιζε να μιξοκλαίει και σκούπιζε τα μάτια του με το μαντίλι του με τα μπλε καρό», όπως διηγόταν αργότερα ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Τόσο που η ίδια η Γκρούσενκα βάλθηκε να τον παρηγορεί και να τον καθησυχάζει: O γεροντάκος είπε αμέσως κλαίγοντας πως παραδέχεται ότι πήρε δανεικά απ' το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς «δέκα ρούβλια γιατί, βλέπετε, είμαι φτωχός» και πως είναι πρόθυμος να τα επιστρέψει... Στην άμεση ερώτηση του Νικολάι Παρφιόνοβιτς αν παρατήρησε πόσα ακριβώς ήταν τα λεφτά που είχε στο χέρι του ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς (μια κι αυτός τα είδε κείνα τα χρήματα από πολύ κοντά όταν έπαιρνε τα δανεικά), ο Μαξίμοβ απάντησε με μεγάλη βεβαιότητα πως τα λεφτά ήταν «είκοσι χιλιάδες».

— Έχετε ξαναδεί ποτέ σας είκοσι χιλιάδες; ρώτησε χαμογελώντας ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Πώς, και βέβαια. Είδα, μα δεν ήταν είκοσι, ήταν εφτά, τότε που η γυναίκα μου έβαλε ενέχυρο το χωριουδάκι μου. Μ' άφησε μονάχα από μακριά να τα δω. Ήθελε να μου καυχηθεί δηλαδή. Το μάτσο ήταν μεγάλο, όλο κατοστάρικα. Και του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς όλο κατοστάρικα ήταν...

Τον παράτησαν γρήγορα. Τέλος ήρθε κι η σειρά της Γκρούσενκας. Ήταν φανερό πως οι ανακριτές φοβόνταν την εντύπωση που θα μπορούσε να προκαλέσει η εμφάνισή της στο Μίτια και γι' αυτό ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς του μουρμούρισε μερικές παραινέσεις, όμως εκείνος έσκυψε σιωπηλά το κεφάλι σα να 'λεγε πως «δε θα συμβούν επεισόδια». Τη Γκρούσενκα την έφερε από κάτω ο ίδιος ο Μιχαήλ Μακάροβιτς. Το πρόσωπό της ήταν αυστηρό και σκυθρωπό. Φαινόταν ήσυχη και κάθισε σιωπηλή στην καρέκλα που της υπόδειξε απέναντί του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ήταν πολύ χλομή, φαίνεται πως κρύωνε γιατί όλο και τυλιγόταν ριγώντας στο υπέροχο μαύρο σάλι της. Πραγματικά είχε λίγο πυρετό και ρίγη. Ήταν η αρχή της μακριάς αρρώστιας που εκδηλώθηκε ύστερα απ' αυτή τη νύχτα. Το αυστηρό της ύφος, το ευθύ και σοβαρό της βλέμμα κι οι ήρεμοι τρόποι της, κάνανε σ' όλους πολύ καλή εντύπωση. Τόσο που ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς «μαγεύτηκε» κιόλας λιγάκι. Ομολογούσε αργότερα κι ο ίδιος πως τότε μονάχα κατάλαβε πόσο όμορφη ήταν αυτή η γυναίκα. Την είχε δει κι άλλες φορές ως τότε μα τη θεωρούσε κάτι σαν μια «επαρχιακή εταίρα». «Οι τρόποι της είναι εντελώς αριστοκρατικοί», άφησε να του ξεφύγει κάποτε πάνω στον ενθουσιασμό του σε μια παρέα κυριών. Όμως εκείνες τον ακούσανε πολύ θυμωμένες και τον είπανε αμέσως «μπερμπάντη», πράμα που τον ευχαρίστησε πολύ. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, η Γκρούσενκα έριξε ένα βλέμμα στο Μίτια, που την κοίταξε αμέσως ανήσυχος. Μα σαν είδε τη δική της ηρεμία, ησύχασε κι αυτός. Ύστερα απ' τις απαραίτητες προκαταρκτικές ερωτήσεις και παραινέσεις ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αν και κάπως κομπιάζοντας τη ρώτησε όσο μπορούσε πιο ευγενικά, «τι σχέσεις είχε με τον εν αποστρατεία υπολοχαγό Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ». Η Γκρούσενκα απάντησε ήρεμα και σταθερά:

— Ήταν ένας γνωστός μου και σα γνωστό μου τον δεχόμουνα τον τελευταίο μήνα στο σπίτι μου.

Στις άλλες ερωτήσεις απάντησε με μεγάλη ειλικρίνεια λέγοντας πως αν κι «ώρες-ώρες» ο Μίτια τής άρεσε, όμως αυτή δεν τον αγαπούσε και πως τον ξετρέλανε μόνο και μόνο «απ' την ποταπή μου κακία» όπως και τον άλλον, το «γεροντάκο». Έβλεπε πως ο Μίτια ζηλεύει πολύ το Φιόντορ Παύλοβιτς, όπως δα και κάθε άλλον, και μ' αυτό διασκέδαζε. Στου Φιόντορ Παύλοβιτς, δεν είχε καθόλου σκοπό να πάει, μονάχα τον κορόιδευε.

«Όλον αυτό το μήνα δεν είχα καιρό να σκέφτομαι αυτούς τους δυο. Περίμενα να 'ρθει ένας άλλος άντρας που ήταν ένοχος απέναντί μου... Μονάχα που νομίζω πως δεν υπάρχει λόγος να με ρωτάτε γι' αυτά τα πράματα», είπε τελειώνοντας, «γιατί όλα τούτα είναι προσωπικές μου υποθέσεις».

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς συμμορφώθηκε αμέσως. Δεν επέμεινε πια στα «ρομαντικά» σημεία κι άρχισε αμέσως να ρωτάει για το πιο σημαντικό απ' όλα, δηλαδή για τις τρεις χιλιάδες. Η Γκρούσενκα επιβεβαίωσε πως εδώ κι ένα μήνα είχαν ξοδευτεί στο Μόκρογιε τρεις χιλιάδες ρούβλια. Αυτή βέβαια δεν τα μέτρησε, όμως άκουσε τον ίδιο το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς να λέει πως τόσα ήταν.

— Μονάχα σε σας το είπε ή σας το 'πε μπροστά και σε άλλους ή μήπως τ' ακούσατε όταν το 'λεγε σε άλλους; ρώτησε αμέσως ο ανακριτής.

Η Γκρούσενκα απάντησε πως της το είπε και μπροστά σε άλλους και όταν ήταν μόνοι και πως τ' άκουσε να το λέει και σε άλλους.

— Μια φορά σας το είπε όταν ήσαστε μόνοι ή το επανέλαβε πολλές φορές; ρώτησε και πάλι ο εισαγγελέας, κι έμαθε πως η Γκρούσενκα τ' άκουσε πολλές φορές.

O Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Απ' τις επόμενες ερωτήσεις αποδείχτηκε πως η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα ήξερε ότι ο Μίτια πήρε τα λεφτά απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα.

— Μήπως ακούσατε ποτέ πως εδώ κι ένα μήνα ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ξόδεψε λιγότερες από τρεις χιλιάδες ρούβλια και πως κράτησε τα μισά;

— Όχι, αυτό ποτέ δεν τ' άκουσα, απάντησε η Γκρούσενκα. Πρόσθεσε μάλιστα πως όλον εκείνο το μήνα ο Μίτια τής έλεγε πως δεν έχει ούτε καπίκι στην τσέπη του.

«Περίμενε πως θα πάρει λεφτά απ' τον πατέρα του», είπε τελειώνοντας η Γκρούσενκα.

— Μήπως είπε καμιά φορά μπροστά σας, έκανε μήπως κανέναν υπαινιγμό, διακινδύνεψε ξαφνικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, πως έχει σκοπό να σκοτώσει τον πατέρα του;

— Ωχ, ναι. Το είπε, απάντησε αναστενάζοντας η Γκρούσενκα.

— Μια φορά ή πολλές;

— Πολλές φορές το είπε, πάντα όταν ήταν θυμωμένος.

— Και σεις πιστεύατε πως θα το κάνει;

— Όχι, ποτέ μου δεν το πίστεψα! απάντησε εκείνη σταθερά.

Είχα πάντα εμπιστοσύνη στην καλοσύνη του.

— Επιτρέψτε μου, κύριοι, φώναξε ξάφνου ο Μίτια· επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια στην Αγκραφένα Αλεξάντροβ.

— Πέστε, του επέτρεψε ο Νικολάι. Παρφιόνοβιτς.

— Αγκραφένα Αλεξάντροβνα, είπε ο Μίτια κι ανασηκώθηκε απ' την καρέκλα του- είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου! Όταν τα πρόφερε αυτά, ο Μίτια ξανακάθισε στην καρέκλα του. Η Γκρούσενκα σηκώθηκε, γύρισε προς το μέρος όπου ήταν τα εικονίσματα και σταυροκοπήθηκε ευλαβικά!

— Δόξα σοί, Κύριε! πρόφερε με συγκινημένη φωνή.

Και προτού ξανακάτσει, γύρισε στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και πρόσθεσε:

— Αυτό που είπε τώρα πρέπει να το πιστέψετε. Τον ξέρω καλά εγώ. Μπορεί να του ξεφύγουν φλυαρίες έτσι στ' αστεία ή από πείσμα μα ενάντια στη συνείδησή του δε θα πει ποτέ ψέματα. Αυτό που θα σας πει να το πιστέψετε.

— Σ' ευχαριστώ, Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Μου στήριξες την ψυχή! είπε ο Μίτια κι η φωνή του έτρεμε.

Όταν τη ρώτησαν για τα χτεσινά χρήματα, απάντησε πως δεν ξέρει πόσα ήταν μα πως άκουσε τον ίδιο να λέει σε πολλούς ότι είχε φέρει μαζί του τρεις χιλιάδες. Τη ρώτησαν αν ξέρει από πού είχε πάρει αυτά τα χρήματα και κείνη απάντησε πως της είπε ότι «τα 'κλεψε» απ' την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Πρόσθεσε ακόμα πως αυτή τον καθησύχασε και του 'λεγε πως δεν τα 'κλεψε και πως τα λεφτά πρέπει αύριο κιόλας να τα επιστρέφει. O εισαγγελέας επέμενε και ρώτησε για ποια ακριβώς χρήματα της είπε πως έκλεψε: Για κείνα που ξόδεψε δω πέρα πριν από ένα μήνα ή για τα χθεσινά; Η Γκρούσενκα απάντησε πως της μίλησε για τα πρώτα, αυτή τουλάχιστον έτσι κατάλαβε.

Τέλος την αφήσανε να φύγει. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς της δήλωσε με ζωηρότητα πως είναι λεύτερη και τώρ' αμέσως να γυρίσει στην πολιτεία και πως αν αυτός μπορεί να βοηθήσει σε κάτι, λόγου χάρη για το αμάξι ή για κάποιο συνοδό, αυτός από δικής του πλευράς...

— Σας είμαι υπόχρεη, είπε η Γκρούσενκα και του 'κανε μια μικρή υπόκλιση. Θα φύγω μαζί με κείνον το γεροντάκο, τον τσιφλικά. Μα πρώτα θα περιμένω δω, αν μου το επιτρέπετε, για να δω τι θα αποφασίσετε για το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

Η Γκρούσενκα βγήκε. O Μίτια ήταν εντελώς ήσυχος, φαινόταν μάλιστα πως είχε πάρει κουράγιο. Όμως αυτό κράτησε πολύ λίγο. Όσο περνούσε η ώρα τον κυρίευε όλο και περισσότερο κάποια παράξενη σωματική αδυναμία. Τα μάτια του κλείσανε απ' την κούραση. Επιτέλους η εξέταση των μαρτύρων τελείωσε. Άρχισαν την τελειωτική σύνταξη των πρακτικών. O Μίτια σηκώθηκε απ' τη θέση του, πήγε στη γωνία, κοντά στο παραβάν, ξάπλωσε πάνω σ' ένα μεγάλο σεντούκι σκεπασμένο μ' ένα χαλί κι αμέσως τον πήρε ο ύπνος. Είδε ένα παράξενο όνειρο ολότελα άσχετο με τον τόπο και τη στιγμή. Ταξίδευε τάχα κάπου μέσα στη στέπα όπου είχε υπηρετήσει άλλοτε. Πήγαινε μ' ένα αμάξι με δυο άλογα που το οδηγούσε ένας μουζίκος μέσα σε λάσπες. Μονάχα που ο Μίτια κρυώνει τάχα, είναι αρχές του Νοέμβρη, το χιόνι πέφτει σε χοντρές υγρές νιφάδες που λιώνουν αμέσως μέσα στη λάσπη. O μουζίκος καμτσικίζει τ' άλογα ζωηρά και κείνα τρέχουν γρήγορα. Έχει ένα κοκκινωπό γένι. Δεν είναι πολύ γέρος ακόμα, φαίνεται καμιά πενηνταριά χρονώ, φοράει ένα τριμμένο κοντογούνι. Και να που φαίνεται κει μπροστά τους ένα χωριουδάκι, οι ίζμπες είναι μαύρες, κατάμαυρες, οι μισές κατακαμένες, ξεπετάγονται μονάχα κάτι μαύρα δοκάρια. Στην είσοδο του χωριού έχουν σταθεί κει στην άκρη του δρόμου πολλές χωριάτισσες, όλες κοκαλιάρες, ρουφηγμένες, με κάτι καφετιά πρόσωπα. Ιδιαίτερα μια, εκεί στην άκρη-άκρη, ξερακιανή, ψηλή, φαίνεται να 'ναι καμιά σαρανταριά χρονώ μα μπορεί να μην είναι παραπάνω από είκοσι. Το πρόσωπό της είναι μακρουλό, αδύνατο, κρατάει στα χέρια της ένα μωρό που κλαίει. Τα στήθια της είναι στεγνά, δεν έχουν σταγόνα γάλα. Και το παιδάκι κλαίει, κλαίει και τεντώνει τα χεράκια του, τα γυμνά του χεράκια και σφίγγει τις μικρές γροθιές του που έχουν μελανιάσει απ' το κρύο.

— Γιατί κλαίνε; Για ποιο λόγο κλαίνε; ρωτάει ο Μίτια καθώς περνάνε βιαστικά μπροστά απ' τις γυναίκες.

— Το κούτσικο, απαντάει ο αμαξάς· το κούτσικο είναι που κλαίει.

Κι ο Μίτια απορεί που το 'πε έτσι με το δικό του, το χωριάτικο τρόπο, το 'πε «κούτσικο» κι όχι παιδάκι. Και του αρέσει που το 'πε κούτσικο: Έτσι δείχνει πιότερη συμπόνια.

— Μα γιατί κλαίει; ξαναρωτάει σα να 'ταν κανένας ανόητος ο Μίτια. Γιατί τα χεράκια του είναι γυμνά, γιατί δεν το τυλίγουν;

— Μα γιατί κρύωσε το κούτσικο, παλιώσανε τα ρουχαλάκια του και δεν το ζεσταίνουνε πια.

— Και γιατί να γίνεται αυτό; Γιατί; επιμένει να ρωτάει ο ανόητος Μίτια.

— Μα γιατί είναι φτωχοί, καήκανε τα σπίτια τους, δεν έχουν στάλα ψωμάκι και ζητιανεύουν. Μα ποιος να τους δώσει που όλοι δω χάσανε τα σπιτικά τους;

— Όχι, όχι, ξαναλέει ο Μίτια σα να μην καταλαβαίνει ακόμα. Πες μου: Γιατί στέκονται κει πέρα οι καμένες μητέρες, γιατί οι άνθρωποι είναι φτωχοί, γιατί 'ναι φτωχό το κούτσικο, γιατί η στέπα είναι γυμνή, γιατί δεν αγκαλιάζονται όλοι και δεν φιλιούνται, γιατί δεν τραγουδάνε χαρούμενα τραγούδια, γιατί μαύρισαν έτσι απ' τη μαύρη συμφορά, γιατί δεν ταΐζουν το κούτσικο;

Και το νιώθει μέσα του πως οι ερωτήσεις του είναι ανόητες και δεν έχουν κανένα ειρμό, όμως έτσι ακριβώς λαχταράει να ρωτήσει και νομίζει πως έτσι ακριβώς πρέπει να ρωτήσει. Και νιώθει ακόμη πως η καρδιά του πλημμυρίζει με κάποια πρωτόφαντη κατανυχτική τρυφερότητα, νιώθει πως θέλει να κλάψει, πως θέλει να κάνει κάτι σ' όλους, κάτι για να μην κλαίει πια το κούτσικο, για να μην κλαίει η μαύρη και κάτισχνη μάνα του παιδιού, για να μην υπάρχουν πια καθόλου δάκρυα από δω και μπρος σε κανέναν κι όλ' αυτά να γίνουν τώρα, τώρ' αμέσως χωρίς χρονοτριβές και χωρίς να λογαριάζει τα εμπόδια, μ' όλη την ασυγκρατησιά των Καραμάζοβ.

— Είμαι και γω μαζί σου, τώρα πια δε θα σ' αφήσω, σ' όλη μου τη ζωή μαζί σου θα 'μαι, ακούγονται δίπλα του τα αγαπημένα, γεμάτα αίσθημα λόγια της Γκρούσενκας. Η καρδιά του φλογίζεται ολόκληρη και τραβιέται προς κάποιο φως, θέλει να ζήσει, να ζήσει πολύ, ν' αρχίσει μια μεγάλη πορεία για κάπου, προς το καινούργιο φως που τον καλεί, κι όλ' αυτά όσο πιο γρήγορα γίνεται, γρήγορα, τώρ' αμέσως!

— Τι; Πού; αναφωνεί ανοίγοντας τα μάτια του.

Ανακάθεται στο σεντούκι και χαμογελάει φωτεινά, σα να συνήλθε από λιποθυμία. Από πάνω του στέκεται ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και τον προσκαλεί ν' ακούσει το πρακτικό και να το υπογράψει. O Μίτια κατάλαβε πως κοιμήθηκε μιαν ώρα, ίσως και περισσότερο. Μα το Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν τον άκουγε. Του 'κανε ξάφνου τρομερή εντύπωση που κάτω απ' το κεφάλι του βρέθηκε ένα μαξιλάρι που δεν υπήρχε πριν, όταν μη μπορώντας πια να βαστάξει απ' την κούραση είχε πλαγιάσει στο σεντούκι.

— Ποιος έφερε κι έβαλε το μαξιλάρι κάτω απ' το κεφάλι μου; Ποιος να ήταν αυτός ο τόσο πονόψυχος; ξεφώνισε μ' ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης κι η φωνή του έτρεμε.

Λες κι ένας Θεός ξέρει πόσο μεγάλη ευεργεσία του κάνανε. Δεν έμαθε ποτέ ποιος ήταν ο πονόψυχος άνθρωπος, ίσως κανένας χωροφύλακας ή ο γραφιάς του Νικολάι Παρφιόνοβιτς να φρόντισαν και να του βάλανε το μαξιλάρι από συμπόνια, όμως αυτός ένιωθε την ψυχή του να τρεμουλιάζει από δάκρυα ευγνωμοσύνης. Πλησίασε στο τραπέζι κι είπε πως θα υπογράψει οτιδήποτε.

— Είδα ένα καλό όνειρο, κύριοι, πρόφερε κάπως παράξενα και το πρόσωπό του σα να φωτίστηκε από χαρά!