×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. VII. Το μεγάλο μυστικό του Μίτια. Η αποτυχία.

9. VII. Το μεγάλο μυστικό του Μίτια. Η αποτυχία.

— Κύριοι, άρχισε να λέει όντας ακόμα τρομερά ταραγμένος· αυτά τα λεφτά... θέλω να τα ομολογήσω όλα... αυτά τα λεφτά ήταν δικά μου.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον κοίταζαν κατάπληκτοι. Εντελώς άλλο περίμεναν ν' ακούσουν.

— Πώς μπορεί να 'ταν δικά σας, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος τ' ομολογήσατε, στις πέντε τ' απόγευμα πήγατε και...

— Ε, στο διάολο τ' απόγευμα κι η ομολογία μου, δε με νοιάζουν τώρα αυτά! Τούτα τα λεφτά ήταν δικά μου, δικά μου δηλαδή κλεμμένα δικά μου... θέλω να πω όχι δικά μου μα κλεμμένα, εγώ τα 'χα κλέψει κι ήταν χίλια πεντακόσια ρούβλια, και τα είχα πάνω μου, πάντα πάνω μου...

— Μα από πού τα πήρατε λοιπόν;

— Απ' το λαιμό μου, κύριοι, απ' το λαιμό μου, απ' αυτόν εδώ το λαιμό... Τα είχα κρεμασμένα δω στο λαιμό μου, ραμμένα σ'

ένα πανί, από καιρό πια, μήνας είναι που τα κουβαλούσα στο λαιμό μου με ντροπή και καταισχύνη!

— Μα από ποιον τα... οικειοποιηθήκατε λοιπόν;

— Θέλατε να πείτε «τα κλέψατε», ε; Τώρα πια πρέπει να λέτε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ναι, νομίζω πως πραγματικά τα έκλεψα, όμως αν το προτιμάτε, ας πούμε πως τα «οικειοποιήθηκα». Όμως έχω τη γνώμη πως τα 'κλεψα. Χτες το βράδυ τα 'κλεψα πια τελειωτικά.

— Χτες το βράδυ; Μα τώρα μόλις δεν είπατε πως είναι μήνας πια που τα... αποχτήσατε;

— Ναι, μα δεν τα 'κλεψα απ' τον πατέρα, μην ανησυχείτε, δεν τα πήρα απ' τον πατέρα, μα από κείνην. Αφήστε με να σας τα διηγηθώ και μη με διακόπτετε. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο να σας τα πω όλ' αυτά. Εδώ κι ένα μήνα με φωνάζει μια μέρα η Κατερίνα Ιβάνοβνα Βερχόβτσεβα, η πρώην αρραβωνιαστικιά μου... την ξέρετε;

— Πώς, πώς, μα και βέβαια.

— Το ξέρω πως την ξέρετε. Ευγενέστατη ψυχή, η πιο ευγενικιά και τίμια γυναίκα· όμως εμένα με μισεί από καιρό πια, ω, από καιρό, από καιρό... και με το δίκιο της, με το δίκιο της με μισεί.

— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα; ρώτησε απορώντας ο ανακριτής.

O εισαγγελέας τέντωσε τ' αυτιά του.

— Ω, μην προφέρετε τ' όνομά της επί ματαίω! Είμαι πρόστυχος που την ανακατεύω κι αυτήν σ' όλη τούτη την υπόθεση. Ναι, το 'βλεπα πως με μισούσε... από καιρό... απ' την πρώτη κιόλας φορά, από κείνη τη φορά στο σπίτι μου... Μα φτάνει, φτάνει, αυτό δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, εξάλλου ούτε και χρειάζεται καθόλου... Το μόνο του πρέπει να μάθετε είναι πως με φώναξε εδώ κι ένα μήνα, μου 'δωσε τρεις χιλιάδες για να τις στείλω στην αδερφή της και σε κάποιαν άλλη συγγενή της στη Μόσχα (λες και δεν μπορούσε να τα στείλει μονάχη της!) και γω... αυτό συνέβηκε ίσα-ίσα κείνη τη μοιραία μέρα της ζωής μου όταν... τέλος πάντων με δυο λόγια τότε που μόλις είχα αγαπήσει την άλλη, εκείνη, την τωρινή, που την έχετε τώρα κάτω, τη Γκρούσενκα... την έφερα τότε δω πέρα, στο Μόκρογιε, και γλέντησα τα μισά από κείνες τις καταραμένες τρεις χιλιάδες, δηλαδή χίλια πεντακόσια ρούβλια και τ' άλλα μισά τα φύλαξα. Αυτά λοιπόν τα χίλια πεντακόσια που κράτησα, τα 'χα κρεμασμένα απ' το λαιμό μου σα φυλαχτό. Χτες τα πήρα και τα γλέντησα. Τα ρέστα, δηλαδή τα οχτακόσια ρούβλια που κρατάτε σεις, Νικολάι Παρφιόνοβιτς, είναι όσα μείνανε απ' τα χίλια πεντακόσια που 'χα χτες.

— Επιτρέψτε μου να σας διακόψω... πώς τα λέτε τώρα αυτά ενώ όλοι ξέρουν πως εδώ κι ένα μήνα ξοδέψατε σε κείνο σας το γλέντι τρεις χιλιάδες, κι όχι χίλια πεντακόσια;

— Και ποιος το ξέρει αυτό; Ποιος τα μέτρησε; Ποιον έβαλα να τα μετρήσει;

— Μα σεις ο ίδιος το λέγατε σ' όλους πως ξοδέψατε σε κείνο το γλέντι ακριβώς τρεις χιλιάδες.

— Ναι, σωστά έτσι έλεγα, σ' όλη την πολιτεία το είπα κι όλη η πολιτεία έτσι έλεγε και δω ακόμα στο Μόκρογιε έτσι νομίζουν, πως ξόδεψα δηλαδή τρεις χιλιάδες. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν ξόδεψα τρεις μα μονάχα μιάμιση χιλιάδα και τ' άλλα τα 'ραψα μέσα στο φυλαχτό. Να πώς έγιναν τα πράματα, κύριοι, να από πού βρεθήκανε τα χτεσινά χρήματα...

— Αυτό είναι σχεδόν θαύμα... είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, πρόφερε επιτέλους ο εισαγγελέας· μήπως το εμπιστευτήκατε αυτό σε κανέναν πρωτύτερα... δηλαδή πως εδώ κι ένα μήνα κρατήσατε τα χίλια πεντακόσια ρούβλια;

— Σε κανέναν δεν το 'πα.

— Αυτό είναι παράξενο. Ώστε σε κανένα λοιπόν;

— Σε κανέναν. Κανένας δεν το 'ξερε.

— Μα γι' αυτό το αποσιωπήσατε; Τι σας έκανε να το κρατήσετε μυστικό; Θα εξηγηθώ σαφέστερα: Μας αποκαλύψατε επιτέλους το μυστικό σας, που όπως το αποκαλέσατε είναι «αίσχος» για σας, αν και στην πραγματικότητα —δηλαδή μιλώντας σχετικά— αυτή σας η πράξη, δηλαδή η οικειοποίηση των ξένων τριών χιλιάδων, που χωρίς αμφιβολία είχε προσωρινό χαρακτήρα, η πράξη σας αυτή, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστο, είναι μονάχα μια πράξη ελαφρόμυαλη όχι όμως και τόσο επαίσχυντη, όταν μάλιστα λάβει κανείς υπ' όψη του και το χαρακτήρα σας... Παραδέχομαι βέβαια πως είναι μια πράξη αξιόμεμπτη, όμως η κάθε αξιόμεμπτη πράξη δεν είναι κι επαίσχυντη... Γενικά θέλω να καταλήξω σε τούτο: Πολλοί το καταλάβαιναν πια σ' ολόκληρη την πολιτεία πως φάγατε κείνες τις τρεις χιλιάδες της κυρίας Βερχόβτσεβας, άκουσα και γω ο ίδιος αυτή την ιστορία... Κι ο Μιχαήλ Μακάροβιτς λόγου χάρη την άκουσε... Τόσο που κατάντησε πια όχι φήμη αλλά κουτσομπολιό ολόκληρης σχεδόν της πολιτείας. Αν δεν κάνω λάθος μάλιστα, και σεις ο ίδιος είπατε σε κάποιον πως κείνες τις τρεις χιλιάδες τις πήρατε απ' την κυρία Βερχόβτσεβα... Γι' αυτό κιόλας απορώ τόσο που το κρατούσατε έτσι μυστικό ως τα τώρα, προσδίδοντας σ ' αυτό το μυστικό σας και κάποιο χαρακτήρα φρίκης ακόμα... Είναι απίθανο ένα τέτοιο μυστικό να σας κόστιζε τόσο πολύ να το ομολογήσετε. .. γιατί μόλις τώρα φωνάζατε πως θα προτιμούσατε να πάτε στο κάτεργο παρά να τ' αποκαλύψετε...

O εισαγγελέας σώπασε. Ήταν ξαναμμένος. Δεν έκρυβε τη φούρκα του, το θυμό του σχεδόν, και τα είπε όλα χωρίς να νοιάζεται αν τα λέει όμορφα. Μίλαγε σχεδόν ασυνάρτητα και κομπιάζοντας.

— Το αίσχος δεν είναι στα χίλια πεντακόσια ρούβλια μα στο ότι τα ξεχώρισα από κείνες τις τρεις χιλιάδες, είπε σταθερά ο Μίτια.

— Μα τι έχει να κάνει αυτό; είπε ο εισαγγελέας και χαμογέλασε νευριασμένα. Τι το ιδιαίτερα αισχρό; Τι σημασία έχει αν από τις τρεις χιλιάδες που πήρατε μ' αξιόμεμπτο ή, αφού το προτιμάτε, μ' επαίσχυντο τρόπο ξεχωρίσατε και βάλατε κατά μέρος τα μισά; Το σπουδαίο είναι πως οικειοποιηθήκατε τις τρεις χιλιάδες κι όχι το τι τις κάνατε. Όμως, μιας και το 'φερε η κουβέντα, για ποιον ακριβώς λόγο το κάνατε αυτό, γιατί δηλαδή ξεχωρίσατε τα μισά; Γιατί, για ποιο σκοπό το κάνατε; Μπορείτε να μας εξηγήσετε;

— Ω, κύριοι, μα ο σκοπός ίσα-ίσα, η πρόθεση είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία! φώναξε ο Μίτια. Το ξεχώρισα από αισχρότητα, δηλαδή ύστερα από υπολογισμό, γιατί ο υπολογισμός σ' αυτή την περίπτωση είναι η αισχρότητα... Κι αυτό κράτησε έναν ολόκληρο μήνα!

— Δε σας καταλαβαίνω.

— Με κάνετε κι απορώ. Όμως θα σας το εξηγήσω καλύτερα, ίσως και πραγματικά να 'ναι ακατανόητο. Προσέξτε με λοιπόν: Οικειοποιούμαι τις τρεις χιλιάδες, που μου τις εμπιστεύτηκαν γιατί με θεωρούσαν τίμιο, κάνω μ' αυτά τα λεφτά ένα γλέντι τρικούβερτο, τα σπαταλάω όλα· τ 'άλλο πρωί πάω και. της λέω: «Κάτια, είμαι ένοχος, ξόδεψα τις τρεις χιλιάδες σου στο γλέντι ως το τελευταίο καπίκι». Λοιπόν τι λέτε; Είναι ωραίο αυτό; Όχι, δεν είναι ωραίο· έτσι δείχνομαι άτιμος και μικρόψυχος, κτήνος σωστό που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του. Ψέματα; Ψέματα; Όμως πάρ' όλ' αυτά δεν είμαι κλέφτης! Δεν είμαι εντελώς κλέφτης· δε συμφωνείτε και σεις; Τα γλέντησα μα δεν τα 'κλεψα. Είναι ακόμα και μια άλλη, πολύ συμφερτική για μένα περίπτωση· παρακολουθείστε τη σκέψη μου γιατί αλλιώς και πάλι θα τα μπερδέψω —σα να μου φαίνεται πως ζαλίζομαι —είναι λοιπόν και μια δεύτερη περίπτωση: Ξοδεύω δω πέρα μονάχα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια, δηλαδή τα μισά. Την άλλη μέρα πάω και τις δίνω πίσω τ' άλλα μισά: «Κάτια, είμαι κανάγιας, ελαφρόμυαλος, κάθαρμα, πάρε τα μισά χρήματα, τ' άλλα μισά τα γλέντησα, πάει να πει λοιπόν πως θα σπαταλήσω και τ' άλλα, παρ' τα για να μην παρασυρθώ και πάλι!» Λοιπόν τι λέτε γι' αυτή την περίπτωση; Μπορείτε να με πείτε όπως θέλετε, και κτήνος και κανάγια, όμως κλέφτη δεν μπορείτε να με πείτε γιατί αν ήμουνα κλέφτης δε θα της γύριζα βέβαια τα μισά λεφτά μα θα τα κρατούσα και κείνα. Εξάλλου, βλέποντας εκείνη πως της έφερα τόσο γρήγορα τα μισά, θα μπορεί να 'ναι σίγουρη πως θα της επιστρέψω και τ' άλλα, κείνα δηλαδή που γλέντησα —όλη μου τη ζωή θα ψάχνω για να τα βρω, θα δουλέψω να τα βρω και θα της τα πάω. Έτσι μπορεί να 'μαι παλιάνθρωπος, όμως κλέφτης δεν είμαι, ό,τι θέλετε, μα κλέφτης δεν είμαι!

— Παραδέχομαι πως υπάρχει κάποια διαφορά, χαμογέλασε ειρωνικά ο εισαγγελέας. Όμως είναι και πάλι παράξενο που σεις τη νομίζετε τόσο μοιραία αυτή τη διαφορά.

— Ναι, νομίζω πως είναι μοιραία! Παλιάνθρωπος μπορεί να 'ναι ο καθένας, κι ίσως-ίσως είναι ο καθένας, μα κλέφτης μπορεί να γίνει μονάχα ένας αρχιπαλιάνθρωπος. Ας είναι, δεν ξέρω πώς να τις εκφράσω αυτές τις λεπτές διαφορές... Μονάχα που ο κλέφτης είναι πιο παλιάνθρωπος απ' τον παλιάνθρωπο. Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Ακούστε: Κουβαλάω πάνω μου τα χρήματα έναν ολόκληρο μήνα, μπορώ σε κάθε στιγμή ν' αποφασίσω να τα δώσω πίσω και τότε πια παύω να 'μαι παλιάνθρωπος, όμως όλο και δεν μπορώ να τ 'αποφασίσω, αυτό είναι το σπουδαίο, αν και κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου: «αποφάσισέ το, αποφάσισέ το, παλιάνθρωπε», κι όμως έναν ολόκληρο μήνα δεν μπορώ να πάρω την απόφαση, αυτό είναι! Λοιπόν πώς το νομίζετε; Είναι ωραίο αυτό, είναι καλό;

— Ας πούμε ότι δεν είναι καλό, αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά και δεν έχω καμιάν αντίρρηση, απάντησε συγκρατημένα ο εισαγγελέας. Μα και γενικά ας αφήσουμε κατά μέρος όλες αυτές τις λεπτότατες διαφορές κι ας ξανάρθουμε στα γεγονότα, αν βέβαια το θέλετε και σεις. Το γεγονός λοιπόν είναι πως ως τα τώρα δεν είχατε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε, αν και σας ρωτήσαμε, για ποιο λόγο κάνατε στην αρχή ένα τέτοιο ξεχώρισμα των τριών χιλιάδων, δηλαδή τα μισά τα γλεντήσατε και τα υπόλοιπα τα φυλάξατε; Ειδικά μας ενδιαφέρει να μάθουμε γιατί φυλάξατε τα μισά χρήματα; Σε τι σκοπεύατε να τα χρησιμοποιήσετε; Επιμένω σ' αυτή μου την ερώτηση, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Μα και βέβαια, δίκιο έχετε! φώναξε ο Μίτια χτυπώντας με το χέρι το μέτωπό του. Να με συγχωρείτε που σας βασανίζω τόσην ώρα και δε σας εξηγώ το σπουδαιότερο, αλλιώς θα καταλαβαίνατε στο λεπτό, γιατί στο σκοπό ίσα-ίσα, στην πρόθεση βρίσκεται όλο το αίσχος! Ήταν βλέπετε ανακατεμένος σ' όλ' αυτά κι ο γέρος, ο μακαρίτης, που προσπαθούσε να παρασύρει την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Εγώ ζήλευα, νόμιζα τότε πως ίσως να προτιμούσε εκείνον και όχι εμένα. Το λοιπόν σκεφτόμουνα κάθε μέρα: Τι θα γίνει αν ξάφνου πάρει την απόφασή της, αν κουραστεί να με βασανίζει κι έρθει να μου πει: «εσένα αγαπώ κι όχι εκείνον, πάρε με κι ας πάμε στην άκρη του κόσμου»; Και γω να 'χω μονάχα δυο εικοσαράκια! Με τι λεφτά να την πάρω να φύγουμε; Τι θα 'κανα τότε; Ήμουν χαμένος. Γιατί, βλέπετε, τότε δεν την ήξερα και δεν την καταλάβαινα, νόμιζα πως θέλει λεφτά και πως δε θα μου συγχωρούσε ποτέ τη φτώχεια μου. Τότε λοιπόν ξεχώρισα και γω τα μισά χρήματα και τα 'ραψα σ' ένα πανάκι, τα 'ραψα ψύχραιμα, υπολογιστικά, πριν πάω να μεθοκοπήσω κι ύστερα με το υπόλοιπο μισό πήγα και γλέντησα! Ό,τι θέλετε πέστε σεις, όμως αυτό ήταν παλιανθρωπιά! Καταλάβατε τώρα;

O εισαγγελέας γέλασε δυνατά, το ίδιο κι ο ανακριτής.

— Εγώ νομίζω πως ήταν πολύ λογική και ηθική αυτή η πράξη σας, που ξεχωρίσατε δηλαδή τα μισά για να μην τα ξοδέψετε κι αυτά στο γλέντι, είπε χαχανίζοντας ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τι κακό υπάρχει σ' όλ' αυτά;

— Μα το κακό είναι που έκλεψα, αυτό είναι! Ω, Θεέ μου, καταντάει φριχτό που δε θέλετε να με καταλάβετε! Όλο τον καιρό που κρέμονταν τα χίλια πεντακόσια ρούβλια στο λαιμό μου, μέσα στο πανάκι, κάθε μέρα και κάθε ώρα έλεγα στον εαυτό μου: «Είσαι κλέφτης, είσαι κλέφτης!» Γι' αυτό κιόλας φερόμουνα τόσο άγρια όλον εκείνο το μήνα, γι' αυτό καυγάδιζα στην ταβέρνα, γι' αυτό έδειρα τον πατέρα μου. Γιατί αισθανόμουνα πως είμαι κλέφτης! Ακόμα και στον Αλιόσα, τον αδερφό μου, δεν είχα το κουράγιο ν' αποκαλύψω αυτό το μυστικό μου: Τόσο πολύ με βασάνιζε η σκέψη πως είμαι πρόστυχος και λωποδύτης! Όμως μάθετε και τούτο: Όλον εκείνον τον καιρό που είχα τα λεφτά πάνω μου έλεγα κάθε μέρα και κάθε ώρα στον εαυτό μου: «Κι όμως όχι, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ίσως και να μην είσαι ακόμα κλέφτης». Γιατί; Μα γιατί αύριο κιόλας μπορείς να πας και να δώσεις αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια στην Κάτια. Και λοιπόν χτες μονάχα τ' αποφάσισα να βγάλω το φυλαχτό απ' το λαιμό μου, καθώς πήγαινα απ' τη Φένια στου Περχότιν. Ως τα τότε όλο και δεν τ' αποφάσιζα να το κάνω. Και μόλις το 'βγαλα, κείνην ακριβώς τη στιγμή, έγινα τελειωτικά πια κι αναμφισβήτητα κλέφτης, κλέφτης κι άτιμος για όλη μου τη ζωή. Γιατί; Γιατί μόλις έσκισα το πανάκι, χάθηκε πια κάθε ελπίδα μου πως θα μπορούσα να πάω στην Κάτια και να της πω: «Είμαι παλιάνθρωπος μα κλέφτης δεν είμαι!» Με καταλαβαίνετε τώρα, με καταλαβαίνετε;

— Και για ποιο λόγο τ' αποφασίσατε αυτό χτες το βράδυ; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Γιατί; Αστεία ερώτηση: Γιατί απλούστατα καταδίκασα τον εαυτό μου σε θάνατο. Θα σκοτωνόμουνα δω πέρα στις πέντε η ώρα το πρωί. «Δεν έχει σημασία, σκέφτηκα, αν θα πεθάνω παλιάνθρωπος ή τίμιος!» Κι όμως όχι! Αποδείχτηκε πως δεν είναι το ίδιο! Δε με βασάνιζε τόσο πολύ —με πιστεύετε τάχα, κύριοι;— όλην αυτή τη νύχτα πως σκότωσα το γερο-υπηρέτη και πως ίσως-ίσως θα μ' εξορίζανε στη Σιβηρία, (και πότε; Όταν κέρδισα πια την αγάπη μου και μου ανοίχτηκαν οι ουρανοί!). Ω, κι αυτό με βασάνιζε, μα όχι και τόσο. Όχι τόσο, όσο αυτή η καταραμένη συναίσθηση πως πήρα τελειωτικά εκείνα τα καταραμένα χρήματα, τα ξόδεψα και κατά συνέπεια ήμουν πια οριστικά κι αμετάκλητα κλέφτης! Ω, κύριοι, σας το ξαναλέω κι η καρδιά μου ματώνει: Πολλά πράματα έμαθα αυτή τη νύχτα! Έμαθα πως όχι μονάχα είναι αδύνατο να ζεις όταν είσαι παλιάνθρωπος μα πως όταν είσαι παλιάνθρωπος είναι αδύνατο και να πεθάνεις... Μάλιστα, κύριοι, πρέπει να πεθαίνει τίμια κανείς!...

O Μίτια είχε χλομιάσει. Το πρόσωπό του ήταν εξουθενωμένο και καταβασανισμένο, παρ' όλο που 'χε μιλήσει μ' έξαψη.

— Αρχίζω να σας καταλαβαίνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε μακρόσυρτα ο εισαγγελέας σάμπως με κάποια συμπόνια· όμως νομίζω πως όλ' αυτά είναι δική σας φαντασία, φταίνε τα νεύρα σας, τ' αρρωστημένα νεύρα σας... Γιατί, λόγου χάρη, για ν' απαλλαγείτε απ' το βάσανο που σας τυραννούσε έναν ολόκληρο μήνα, γιατί δεν πήγατε να δώσετε τα μισά λεφτά σε κείνη που σας εμπιστεύτηκε τα χρήματα κι όταν πια θα εξηγιόσαστε μαζί της γιατί, μια κι η κατάστασή σας ήταν τόσο φριχτή όπως τη λέτε, γιατί να μη δοκιμάζατε ένα συνδυασμό που φαίνεται τόσο φυσικός και τον σκέφτεται κανείς απ' την πρώτη στιγμή, να της ζητήσετε δηλαδή το ποσό που σας χρειαζόταν αφού πρωτύτερα παραδεχόσαστε τίμια κι ειλικρινά το λάθος σας; Αυτή, όντας μεγαλόψυχη και βλέποντας τη μεγάλη ανάγκη που έχετε, δε θα σας αρνιόταν βέβαια. Σίγουρα θα σας τα 'δινε τα χρήματα, αν μάλιστα της υπογράφατε κανένα γραμμάτιο ή στο κάτω-κάτω αν της δίνατε την ίδια κείνη εγγύηση που προτείνατε στον έμπορα Σαμσόνοβ και στην κυρία Χοχλάκοβα. Γιατί και τώρα ακόμα θεωρείτε αυτή την εγγύηση τίμια, έτσι δεν είναι;

O Μίτια κοκκίνισε μονομιάς.

— Ώστε λοιπόν για τόσο παλιάνθρωπο μ' έχετε; Δεν μπορεί να το λέτε αυτό στα σοβαρά! πρόφερε αγανακτισμένα κοιτάζοντας τον εισαγγελέα κατάματα σα να μην πίστευε πως όσα άκουσε τα είπε αυτός.

— Σας βεβαιώνω πως δεν αστειεύομαι... Γιατί νομίζετε πως δεν το είπα στα σοβαρά; απόρησε με τη σειρά του κι ο εισαγγελέας. — Ω, πόσο πρόστυχο θα 'ταν αυτό! Το ξέρετε, κύριοι, πως με βασανίζετε; Ας είναι, θα σας τα πω όλα, θα σας ομολογήσω τώρα πια όλη την καταχθόνια σκέψη μου, όμως αυτό θα το κάνω για να σας ντροπιάσω. Θα απορήσετε κι οι ίδιοι μέχρι ποιο σημείο αισχρότητας μπορούν να φτάσουν οι συνδυασμοί των ανθρώπινων αισθημάτων. Μάθετε λοιπόν πως τον σκέφτηκα και μόνος μου αυτόν το συνδυασμό, αυτόν ακριβώς που μόλις τώρα μου είπατε, κύριε εισαγγελέα! Ναι, κύριοι, αυτό τον καταραμένο μήνα μού πέρασε κι αυτή η σκέψη, και σχεδόν τ' αποφάσισα να πάω στην Κάτια, τόσο πρόστυχος ήμουνα! Μα να πάω να τη βρω, να της ομολογήσω πως την απάτησα, και γι' αυτή την απάτη, για να μπορέσω να πραγματοποιήσω αυτή την απάτη, για να πληρώσω τα έξοδα αυτής της απάτης να πάω και να ζητήσω λεφτά απ' αυτή την ίδια, απ' την Κάτια. (Να ζητήσω, τ' ακούτε; Να ζητήσω!) Και να φύγω αμέσως με την άλλη, με την αντίζηλό της που μισεί την Κάτια και την έχει προσβάλει... μα ελάτε στα σύγκαλά σας. Τρελαθήκατε, κύριε εισαγγελέα!

— Ναι, βέβαια, δεν σκέφτηκα πως... αυτή τη γυναικεία ζήλεια... αν πραγματικά μπορούσε να υπάρχει ζήλεια σ' αυτή την περίπτωση όπως βεβαιώνετε... ναι, δεν αντιλέω, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει, είπε χαμογελώντας ο εισαγγελέας.

— Μα αυτό πια θα 'τανε τόσο μεγάλη βρομιά, είπε ο Μίτια χτυπώντας άγρια τη γροθιά του στο τραπέζι, που και γω δεν ξέρω πώς να την ονομάσω! Και το ξέρετε τάχα πως αυτή μπορεί και να μου 'δινε αυτά τα λεφτά, τι λέω, και βέβαια θα μου τα 'δινε, θα μου τα 'δινε για να μ' εκδικηθεί, για την ηδονή της εκδίκησης θα μου τα 'δινε, από περιφρόνηση, γιατί κι αυτή έχει μια καταχθόνια ψυχή κι είναι πολύ φλογερή καρδιά! Εγώ βέβαια θα 'παιρνα τα χρήματα, ω, ναι, θα τα 'παιρνα και τότε σ' όλη μου τη ζωή, ω Θεέ μου! Με συγχωρείτε, κύριοι, αν φωνάζω έτσι είναι γιατί όλ' αυτά δεν είναι πολύς καιρός που τα σκέφτηκα, προχθές μόλις, τη νύχτα ακριβώς που 'χανα τον καιρό μου με το Λιαγκάβη, και το ξανασκέφτηκα και χτες, ναι, χτες, όλη τη μέρα το σκεφτόμουν ώσπου συνέβηκε κείνο...

— Τι συνέβη; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς περίεργος, μα ο Μίτια δεν τον άκουσε.

— Σας ομολόγησα κάτι τρομερό, συμπέρανε αυτός σκυθρωπά. Εκτιμείστε το λοιπόν, κύριοι. Μα δε φτάνει αυτό, δε φτάνει, να το εκτιμήσετε, πρέπει να το τιμήσετε κιόλας. Αν όχι, αν κι αυτό δε θα μιλήσει στις ψυχές σας, τότε πια θα πει πως δεν με σέβεστε καθόλου, κύριοι, και γω θα πεθάνω απ' την ντροπή μου που κάθισα και τα είπα όλ' αυτά σ' ανθρώπους σαν και σας! Ω, θ' αυτοκτονήσω! Μα το βλέπω, το βλέπω κιόλας πως δε με πιστεύετε! Τι κάνετε κει; Θέλετε κι αυτό να το γράψετε; φώναξε τρομαγμένα.

— Μα θα σημειώσουμε αυτά που μας είπατε, τον κοίταξε απορημένος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Δηλαδή πως ως την τελευταία στιγμή σκεφτόσαστε να πάτε στην κυρία Βερχόβτσεβα να της ζητήσετε αυτό το ποσό... Σας βεβαιώνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πως αυτό έχει μεγάλη σημασία για μας, όλη δηλαδή η αφήγησή σας... μα και για σας έχει σημασία, ιδιαίτερα για σας είναι σημαντικό.

— Σπλαχνιστείτε με, κύριοι, είπε ο Μίτια και χτύπησε τα χέρια του. Αυτό τουλάχιστο μην το γράφετε, δεν έχετε λίγη ντροπή πάνω σας; Εγώ τώρα, (πώς να το πω;) έσκισα στα δυο την ψυχή μου μπροστά σας και σεις πάτε να επωφεληθείτε και τη σκαλίζετε με τα δάχτυλά σας... Ω, Θεέ μου!

Σκέπασε απελπισμένος το πρόσωπο με τα χέρια του.

— Μην ανησυχείτε τόσο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο εισαγγελέας· όλα όσα γράφουμε τώρα, στο τέλος θα σας τα διαβάσουμε και σ' όσα δε θα συμφωνείτε θα τ' αλλάξουμε σύμφωνα με τη δική σας υπόδειξη. Τώρα θα σας ξαναρωτήσω για τρίτη φορά: Σε κανένα δεν είπατε πως ράψατε κείνα τα λεφτά στο φυλαχτό; Αυτό, ομολογώ, μου είναι σχεδόν αδύνατο να το πιστέψω.

— Σε κανέναν, σε κανέναν. Σας τα είπα όλα μα σεις δε θέλετε να με καταλάβετε. Αφήστε με ήσυχο.

— Όπως θέλετε, αυτό το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί κι έχουμε πολύν καιρό ακόμα μπροστά μας, μα τώρα σκεφτείτε το και μόνος σας. Μπορούμε να σας φέρουμε δεκάδες μάρτυρες που θα βεβαιώσουν πως σεις ο ίδιος λέγατε, φωνάζατε μάλιστα, ότι ξοδέψατε τότε τρεις χιλιάδες, τρεις κι όχι χίλια πεντακόσια ρούβλια, μα και τώρα, μόλις ήρθατε χτες εδώ πέρα το είπατε σε πολλούς πως φέρατε μαζί σας τρεις χιλιάδες...

— Όχι δεκάδες μα εκατοντάδες μάρτυρες μπορείτε να βρείτε, διακόσιους μάρτυρες, διακόσιοι άνθρωποι τ' ακούσανε, χίλιοι τ' ακούσανε! ξεφώνισε ο Μίτια.

— Βλέπετε λοιπόν; Όλοι, όλοι μπορούν να το βεβαιώσουν. Δε νομίζετε λοιπόν πως μια κι είναι όλοι, το πράμα έχει κάποια σημασία;

— Καμιά σημασία δεν έχει. Είπα ψέματα κι οι άλλοι επαναλάβανε το ψέμα μου.

— Μα για ποιο λόγο είπατε «ψέματα» όπως λέτε;

— Αυτό πια ένας διάολος το ξέρει. Ίσως για να καυχηθώ... που... που ξόδεψα τάχα τόσα πολλά για να γλεντήσω... Ίσως για να ξεχάσω τ' άλλα λεφτά που 'χα ραμμένα στο πανάκι... ναι, αυτός ίσα-ίσα είναι ο λόγος... διάολε... πόσες φορές με ρωτήσατε για το ίδιο πράγμα; Ε, είπα ψέματα, αυτό είναι όλο. Κι αφού το είπα την πρώτη φορά δεν ήθελα ύστερα να το διορθώσω. Γιατί λέει ψέματα ο άνθρωπος καμιά φορά;

— Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, να καταλάβει δηλαδή γιατί λέει ψέματα ο άνθρωπος, είπε με ύφος νουθεσίας ο εισαγγελέας. Πέστε μας ωστόσο, ήταν μεγάλο κείνο το φυλαχτό, όπως το λέτε, που κρεμόταν στο λαιμό σας;

— Όχι, δεν ήταν μεγάλο.

— Πόσο μεγάλο πάνω κάτω;

— Αν διπλώσετε στη μέση ένα κατοστάρικο θα καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν.

— Δεν θα 'ταν καλύτερα να μας δείχνατε τα κομμάτια του; Θα τα 'χετε βέβαια, ε;

— Φτου να πάρει και να σηκώσει... τι βλακείες είν' αυτές... δεν ξέρω πού είναι τώρα.

— Όμως επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Πού και πότε το βγάλατε απ' το λαιμό σας; Γιατί, βέβαια, όπως το είπατε κι ο ίδιος, δεν πήγατε στο σπίτι σας;

— Να, όταν βγήκα απ' το σπίτι της Φένιας και πήγαινα στον Περχότιν το 'βγαλα κει στο δρόμο και πήρα τα λεφτά.

— Μέσα στο σκοτάδι;

— Τι μου χρειαζόταν το φως; Το ξήλωσα με το δάχτυλο στο πι και φι.

— Χωρίς ψαλίδι, στο δρόμο;

— Στην πλατεία, αν δεν κάνω λάθος. Τι να το κάνω το ψαλίδι; Το πανί ήταν παλιό, σκίστηκε αμέσως.

— Και τι το κάνατε ύστερα αυτό το πανί;

— Το πέταξα.

— Πού ακριβώς;

— Μα στην πλατεία, σας λέω, στην πλατεία! Πού θέλετε να θυμάμαι σε ποιο ακριβώς σημείο της πλατείας; Και στο κάτω κάτω τι σας ενδιαφέρει αυτό;

— Αυτό είναι πολύ σημαντικό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Το τεκμήριο αυτό θα 'ταν μια απόδειξη σε όφελος σας. Πώς δε θέλετε να το καταλάβετε; Και ποιος σας βοήθησε να το ράψετε εδώ κι ένα μήνα;

— Κανένας δε με βοήθησε, μονάχος μου το 'ραψα.

— Ξέρετε να ράβετε;

— Ένας στρατιώτης πρέπει να ξέρει να ράβει, μα εδώ ούτε καν χρειάζεται να ξέρεις.

— Κι από πού το πήρατε το υλικό, δηλαδή κείνο το πανί όπου ράψατε τα χρήματα;

— Μήπως αστειεύεστε;

— Κάθε άλλο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Δεν είναι ώρα γι' αστεία.

— Δε θυμάμαι από πού το πήρα το πανί. Κάπου θα το βρήκα.

— Δε σας φαίνεται παράξενο που δεν το θυμάστε αυτό το τόσο σημαντικό;

— Μα το Θεό, σας λέω, δε θυμάμαι. Ίσως να έσκισα κανένα εσώρουχο.

— Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον: Θα μπορούσαμε αύριο κιόλας να ψάξουμε στο σπίτι σας και να βρούμε αυτό το πουκάμισο ίσως απ' όπου κόψατε το κομμάτι. Τι ύφασμα ήταν; Λινό ή μπαμπακερό;

— Πού να ξέρω τώρα τι ύφασμα ήταν; Για σταθείτε... Νομίζω πως δεν το 'κοψα από πουκάμισο. Ήταν μπαμπακερό... Μου φαίνεται πως έραψα τα χρήματα σ' ένα σκουφάκι της σπιτονοικοκυράς μου.

— Σ' ένα σκουφάκι της νοικοκυράς;

— Ναι, της το βούτηξα.

— Πώς δηλαδή το βουτήξατε;

— Ναι, σα να θυμάμαι τώρα πως πραγματικά της είχα βουτήξει ένα σκουφάκι για να το 'χω για πατσαβούρα, ίσως για να καθαρίζω τις πένες μου. Το πήρα κρυφά γιατί ήταν κουρέλι πια κι άχρηστο. Εκεί μέσα έραψα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια... Ναι, νομίζω πως σε κείνο ακριβώς το κουρέλι τα 'ραψα. Ένα παλιό, χιλιοπλυμένο μπαμπακερό κουρέλι ήτανε.

— Αυτό το θυμάστε καλά;

— Δεν ξέρω. Μου φαίνεται πως έτσι είναι. Μα στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν δεν είναι έτσι!

— Θα μπορούσε τουλάχιστον η σπιτονοικοκυρά σας να θυμηθεί πως έχασε αυτό το αντικείμενο;

— Καθόλου. Ποτέ της δεν το γύρεψε. Ήταν ένα κουρέλι, σας λέω, ένα κουρέλι που δεν άξιζε πεντάρα.

— Και τη βελόνα από πού την πήρατε; Τις κλωστές;

— Δε λέω λέξη πια. Φτάνει! θύμωσε πια για τα καλά ο Μίτια.

— Παράξενο πάντως που δε θυμάστε καθόλου σε ποιο ακριβώς μέρος πετάξατε αυτό το... φυλαχτό...

— Να διατάξετε αύριο κιόλας να σκουπίσουν την πλατεία κι ίσως το βρείτε, είπε ειρωνικά ο Μίτια. Φτάνει, κύριοι, φτάνει, πρόσθεσε εξουθενωμένος. Το βλέπω καθαρά πια: Δε με πιστέψατε! Ούτε λέξη δεν πιστέψατε απ' όσα σας είπα! Δε φταίτε σεις, εγώ φταίω. Γιατί ν' αρχίσω; Γιατί, γιατί βρόμισα τον εαυτό μου αποκαλύπτοντας το μυστικό μου; Εσείς με κοροϊδεύετε, το βλέπω απ' την έκφραση των ματιών σας. Εσείς, κύριε εισαγγελέα, με φέρατε ως εδώ! Πανηγυρίστε τώρα αν το βαστάει η καρδιά σας... Καταραμένοι να 'στε, βασανιστές!

Έσκυψε το κεφάλι κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής σωπαίνανε. Σε λίγο ανασήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε κάπως άπλανα. Το πρόσωπό του έδειχνε πως τώρα είχε βυθιστεί σε μιαν αθεράπευτη απελπισία κι έγινε σιωπηλός σα να μην καταλάβαινε τι του γινόταν. Όμως έπρεπε να τελειώνουν. Έπρεπε να εξετάσουν τώρα τους μάρτυρες. Ήταν κιόλας οχτώ η ώρα. Τα κεριά τα 'χαν σβήσει προ πολλού. O Μιχαήλ Μακάροβιτς κι ο Καλγκάνοβ, που όλη την ώρα μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο, τώρα είχαν βγει. O εισαγγελέας κι ο ανακριτής φαίνονταν πολύ κουρασμένοι. Το πρωινό ήταν σκοτεινό, όλος ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι έβρεχε με το τουλούμι. O Μίτια κοίταζε μ' άπλανο βλέμμα τα παράθυρα.

— Μπορώ να ρίξω μια ματιά απ' το παράθυρο; ρώτησε ξαφνικά το Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ω, παρακαλώ, όσες θέλετε, απάντησε αυτός.

O Μίτια σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Η βροχή μαστίγωνε τα πρασινωπά τζάμια. Ακριβώς κάτω απ' το παράθυρο φαινόταν ο λασπωμένος δρόμος, και πιο πέρα, μέσα στο βροχερό σύθαμπο, οι μαύρες φτωχικές ίσμπες που φάνταζαν πιο μαύρες και πιο φτωχές απ' τη βροχή. O Μίτια θυμήθηκε το «χρυσομάλλη Φοίβο» και πως ήθελε να σκοτωθεί όταν θα 'βγαίνε η πρώτη του αχτίδα: «σα να μου φαίνεται ένα τέτοιο πρωινό θα 'ταν πιο ταιριαστό», σκέφτηκε ειρωνικά και κούνησε κουρασμένα το χέρι του και ξάφνου γύρισε προς το μέρος των «βασανιστών».

— Κύριοι! φώναξε. Το βλέπω πια πως είμαι χαμένος. Όμως εκείνη; Πέστε μου, σας ικετεύω, τι θα γίνει με κείνη; Δε θα χαθεί βέβαια κι αυτή μαζί μου! Είναι αθώα, χτες δεν ήξερε τι έλεγε όταν φώναζε πως «αυτή φταίει για όλα». Δε φταίει σε τίποτα, σε τίποτα! Όλη τη νύχτα αυτό μ' ανησυχούσε καθώς μιλούσα μαζί σας... Μπορείτε, κάνει να μου πείτε τι θα απογίνει;

— Ησυχάστε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απάντησε αμέσως ο εισαγγελέας —προς το παρόν δεν έχουμε κανένα λόγο ν' ανησυχήσουμε το άτομο για το οποίο τόσο πολύ ενδιαφέρεστε. Ελπίζω πως κι αργότερα δε θα προκύψει τίποτα εναντίον της. Απεναντίας θα κάνουμε το καθετί που περνάει απ' το χέρι μας. Να είστε εντελώς ήσυχος.

— Σας ευχαριστώ, κύριοι, καλά το 'λεγα πως παρ' όλ' αυτά είσαστε τίμιοι και δίκαιοι άνθρωποι. Έφυγε πια τούτος ο βραχνάς απ' την ψυχή μου... Λοιπόν τι θα κάνουμε τώρα; Είμαι έτοιμος.

— Μα να, θα πρέπει να βιαστούμε. Πρέπει χωρίς χρονοτριβή ν' αρχίσουμε να εξετάζουμε τους μάρτυρες, Όλ' αυτά πρέπει να γίνουν επί παρουσία σας και...

— Τι θα λέγατε για ένα τσαγάκι; τον διέκοψε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αν δεν κάνω λάθος, μας αξίζει!

Αποφάσισαν, αν υπάρχει έτοιμο τσάι κάτω (ο Μιχαήλ Μακάροβιτς είχε κατέβει κιόλας γι' αυτή τη δουλειά) να πιούν από ένα ποτήρι κι ύστερα να «συνεχίσουν». Όσο για το κανονικό τσάι και τα «ορεχτικά» να το αναβάλουν για ευθετότερη ώρα. Τσάι υπήρχε κάτω και το φέρανε αμέσως.

O Μίτια στην αρχή αρνήθηκε να πιει το ποτήρι που του πρόσφερε ευγενικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, μα ύστερα ζήτησε ο ίδιος να του δώσουν και το 'πιε με βουλιμία. Γενικά φαινόταν καταπληκτικά εξαντλημένος. Θα νόμιζε κανείς πως όντας έτσι γεροδεμένος όπως ήταν δεν θα 'χε καμιά επίδραση πάνω του το ξενύχτι, έστω κι αν πέρασε από τόσες αγωνίες. Μα το αισθανόταν κι ο ίδιος πως μόλις κατάφερνε να κάθεται και να μην πέφτει. Ήταν στιγμές που νόμιζε πως όλα γυρίζουνε μπροστά στα μάτια του.

«Λίγο ακόμα και θ' αρχίσω να παραμιλάω», σκέφτηκε.


9. VII. Το μεγάλο μυστικό του Μίτια. Η αποτυχία. 9. VII. The great secret of Mitia. Failure.

— Κύριοι, άρχισε να λέει όντας ακόμα τρομερά ταραγμένος· αυτά τα λεφτά... θέλω να τα ομολογήσω όλα... αυτά τα λεφτά ήταν δικά μου.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον κοίταζαν κατάπληκτοι. Εντελώς άλλο περίμεναν ν' ακούσουν.

— Πώς μπορεί να 'ταν δικά σας, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος τ' ομολογήσατε, στις πέντε τ' απόγευμα πήγατε και...

— Ε, στο διάολο τ' απόγευμα κι η ομολογία μου, δε με νοιάζουν τώρα αυτά! Τούτα τα λεφτά ήταν δικά μου, δικά μου δηλαδή κλεμμένα δικά μου... θέλω να πω όχι δικά μου μα κλεμμένα, εγώ τα 'χα κλέψει κι ήταν χίλια πεντακόσια ρούβλια, και τα είχα πάνω μου, πάντα πάνω μου...

— Μα από πού τα πήρατε λοιπόν;

— Απ' το λαιμό μου, κύριοι, απ' το λαιμό μου, απ' αυτόν εδώ το λαιμό... Τα είχα κρεμασμένα δω στο λαιμό μου, ραμμένα σ'

ένα πανί, από καιρό πια, μήνας είναι που τα κουβαλούσα στο λαιμό μου με ντροπή και καταισχύνη!

— Μα από ποιον τα... οικειοποιηθήκατε λοιπόν;

— Θέλατε να πείτε «τα κλέψατε», ε; Τώρα πια πρέπει να λέτε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Ναι, νομίζω πως πραγματικά τα έκλεψα, όμως αν το προτιμάτε, ας πούμε πως τα «οικειοποιήθηκα». Όμως έχω τη γνώμη πως τα 'κλεψα. Χτες το βράδυ τα 'κλεψα πια τελειωτικά.

— Χτες το βράδυ; Μα τώρα μόλις δεν είπατε πως είναι μήνας πια που τα... αποχτήσατε;

— Ναι, μα δεν τα 'κλεψα απ' τον πατέρα, μην ανησυχείτε, δεν τα πήρα απ' τον πατέρα, μα από κείνην. Αφήστε με να σας τα διηγηθώ και μη με διακόπτετε. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο να σας τα πω όλ' αυτά. Εδώ κι ένα μήνα με φωνάζει μια μέρα η Κατερίνα Ιβάνοβνα Βερχόβτσεβα, η πρώην αρραβωνιαστικιά μου... την ξέρετε;

— Πώς, πώς, μα και βέβαια.

— Το ξέρω πως την ξέρετε. Ευγενέστατη ψυχή, η πιο ευγενικιά και τίμια γυναίκα· όμως εμένα με μισεί από καιρό πια, ω, από καιρό, από καιρό... και με το δίκιο της, με το δίκιο της με μισεί.

— Η Κατερίνα Ιβάνοβνα; ρώτησε απορώντας ο ανακριτής.

O εισαγγελέας τέντωσε τ' αυτιά του.

— Ω, μην προφέρετε τ' όνομά της επί ματαίω! Είμαι πρόστυχος που την ανακατεύω κι αυτήν σ' όλη τούτη την υπόθεση. Ναι, το 'βλεπα πως με μισούσε... από καιρό... απ' την πρώτη κιόλας φορά, από κείνη τη φορά στο σπίτι μου... Μα φτάνει, φτάνει, αυτό δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, εξάλλου ούτε και χρειάζεται καθόλου... Το μόνο του πρέπει να μάθετε είναι πως με φώναξε εδώ κι ένα μήνα, μου 'δωσε τρεις χιλιάδες για να τις στείλω στην αδερφή της και σε κάποιαν άλλη συγγενή της στη Μόσχα (λες και δεν μπορούσε να τα στείλει μονάχη της!) και γω... αυτό συνέβηκε ίσα-ίσα κείνη τη μοιραία μέρα της ζωής μου όταν... τέλος πάντων με δυο λόγια τότε που μόλις είχα αγαπήσει την άλλη, εκείνη, την τωρινή, που την έχετε τώρα κάτω, τη Γκρούσενκα... την έφερα τότε δω πέρα, στο Μόκρογιε, και γλέντησα τα μισά από κείνες τις καταραμένες τρεις χιλιάδες, δηλαδή χίλια πεντακόσια ρούβλια και τ' άλλα μισά τα φύλαξα. Αυτά λοιπόν τα χίλια πεντακόσια που κράτησα, τα 'χα κρεμασμένα απ' το λαιμό μου σα φυλαχτό. Χτες τα πήρα και τα γλέντησα. Τα ρέστα, δηλαδή τα οχτακόσια ρούβλια που κρατάτε σεις, Νικολάι Παρφιόνοβιτς, είναι όσα μείνανε απ' τα χίλια πεντακόσια που 'χα χτες.

— Επιτρέψτε μου να σας διακόψω... πώς τα λέτε τώρα αυτά ενώ όλοι ξέρουν πως εδώ κι ένα μήνα ξοδέψατε σε κείνο σας το γλέντι τρεις χιλιάδες, κι όχι χίλια πεντακόσια;

— Και ποιος το ξέρει αυτό; Ποιος τα μέτρησε; Ποιον έβαλα να τα μετρήσει;

— Μα σεις ο ίδιος το λέγατε σ' όλους πως ξοδέψατε σε κείνο το γλέντι ακριβώς τρεις χιλιάδες.

— Ναι, σωστά έτσι έλεγα, σ' όλη την πολιτεία το είπα κι όλη η πολιτεία έτσι έλεγε και δω ακόμα στο Μόκρογιε έτσι νομίζουν, πως ξόδεψα δηλαδή τρεις χιλιάδες. Όμως η αλήθεια είναι πως δεν ξόδεψα τρεις μα μονάχα μιάμιση χιλιάδα και τ' άλλα τα 'ραψα μέσα στο φυλαχτό. Να πώς έγιναν τα πράματα, κύριοι, να από πού βρεθήκανε τα χτεσινά χρήματα...

— Αυτό είναι σχεδόν θαύμα... είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω, πρόφερε επιτέλους ο εισαγγελέας· μήπως το εμπιστευτήκατε αυτό σε κανέναν πρωτύτερα... δηλαδή πως εδώ κι ένα μήνα κρατήσατε τα χίλια πεντακόσια ρούβλια;

— Σε κανέναν δεν το 'πα.

— Αυτό είναι παράξενο. Ώστε σε κανένα λοιπόν;

— Σε κανέναν. Κανένας δεν το 'ξερε.

— Μα γι' αυτό το αποσιωπήσατε; Τι σας έκανε να το κρατήσετε μυστικό; Θα εξηγηθώ σαφέστερα: Μας αποκαλύψατε επιτέλους το μυστικό σας, που όπως το αποκαλέσατε είναι «αίσχος» για σας, αν και στην πραγματικότητα —δηλαδή μιλώντας σχετικά— αυτή σας η πράξη, δηλαδή η οικειοποίηση των ξένων τριών χιλιάδων, που χωρίς αμφιβολία είχε προσωρινό χαρακτήρα, η πράξη σας αυτή, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστο, είναι μονάχα μια πράξη ελαφρόμυαλη όχι όμως και τόσο επαίσχυντη, όταν μάλιστα λάβει κανείς υπ' όψη του και το χαρακτήρα σας... Παραδέχομαι βέβαια πως είναι μια πράξη αξιόμεμπτη, όμως η κάθε αξιόμεμπτη πράξη δεν είναι κι επαίσχυντη... Γενικά θέλω να καταλήξω σε τούτο: Πολλοί το καταλάβαιναν πια σ' ολόκληρη την πολιτεία πως φάγατε κείνες τις τρεις χιλιάδες της κυρίας Βερχόβτσεβας, άκουσα και γω ο ίδιος αυτή την ιστορία... Κι ο Μιχαήλ Μακάροβιτς λόγου χάρη την άκουσε... Τόσο που κατάντησε πια όχι φήμη αλλά κουτσομπολιό ολόκληρης σχεδόν της πολιτείας. Αν δεν κάνω λάθος μάλιστα, και σεις ο ίδιος είπατε σε κάποιον πως κείνες τις τρεις χιλιάδες τις πήρατε απ' την κυρία Βερχόβτσεβα... Γι' αυτό κιόλας απορώ τόσο που το κρατούσατε έτσι μυστικό ως τα τώρα, προσδίδοντας σ ' αυτό το μυστικό σας και κάποιο χαρακτήρα φρίκης ακόμα... Είναι απίθανο ένα τέτοιο μυστικό να σας κόστιζε τόσο πολύ να το ομολογήσετε. .. γιατί μόλις τώρα φωνάζατε πως θα προτιμούσατε να πάτε στο κάτεργο παρά να τ' αποκαλύψετε...

O εισαγγελέας σώπασε. Ήταν ξαναμμένος. Δεν έκρυβε τη φούρκα του, το θυμό του σχεδόν, και τα είπε όλα χωρίς να νοιάζεται αν τα λέει όμορφα. Μίλαγε σχεδόν ασυνάρτητα και κομπιάζοντας.

— Το αίσχος δεν είναι στα χίλια πεντακόσια ρούβλια μα στο ότι τα ξεχώρισα από κείνες τις τρεις χιλιάδες, είπε σταθερά ο Μίτια.

— Μα τι έχει να κάνει αυτό; είπε ο εισαγγελέας και χαμογέλασε νευριασμένα. Τι το ιδιαίτερα αισχρό; Τι σημασία έχει αν από τις τρεις χιλιάδες που πήρατε μ' αξιόμεμπτο ή, αφού το προτιμάτε, μ' επαίσχυντο τρόπο ξεχωρίσατε και βάλατε κατά μέρος τα μισά; Το σπουδαίο είναι πως οικειοποιηθήκατε τις τρεις χιλιάδες κι όχι το τι τις κάνατε. Όμως, μιας και το 'φερε η κουβέντα, για ποιον ακριβώς λόγο το κάνατε αυτό, γιατί δηλαδή ξεχωρίσατε τα μισά; Γιατί, για ποιο σκοπό το κάνατε; Μπορείτε να μας εξηγήσετε;

— Ω, κύριοι, μα ο σκοπός ίσα-ίσα, η πρόθεση είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία! φώναξε ο Μίτια. Το ξεχώρισα από αισχρότητα, δηλαδή ύστερα από υπολογισμό, γιατί ο υπολογισμός σ' αυτή την περίπτωση είναι η αισχρότητα... Κι αυτό κράτησε έναν ολόκληρο μήνα!

— Δε σας καταλαβαίνω.

— Με κάνετε κι απορώ. Όμως θα σας το εξηγήσω καλύτερα, ίσως και πραγματικά να 'ναι ακατανόητο. Προσέξτε με λοιπόν: Οικειοποιούμαι τις τρεις χιλιάδες, που μου τις εμπιστεύτηκαν γιατί με θεωρούσαν τίμιο, κάνω μ' αυτά τα λεφτά ένα γλέντι τρικούβερτο, τα σπαταλάω όλα· τ 'άλλο πρωί πάω και. της λέω: «Κάτια, είμαι ένοχος, ξόδεψα τις τρεις χιλιάδες σου στο γλέντι ως το τελευταίο καπίκι». Λοιπόν τι λέτε; Είναι ωραίο αυτό; Όχι, δεν είναι ωραίο· έτσι δείχνομαι άτιμος και μικρόψυχος, κτήνος σωστό που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του. Ψέματα; Ψέματα; Όμως πάρ' όλ' αυτά δεν είμαι κλέφτης! Δεν είμαι εντελώς κλέφτης· δε συμφωνείτε και σεις; Τα γλέντησα μα δεν τα 'κλεψα. Είναι ακόμα και μια άλλη, πολύ συμφερτική για μένα περίπτωση· παρακολουθείστε τη σκέψη μου γιατί αλλιώς και πάλι θα τα μπερδέψω —σα να μου φαίνεται πως ζαλίζομαι —είναι λοιπόν και μια δεύτερη περίπτωση: Ξοδεύω δω πέρα μονάχα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια, δηλαδή τα μισά. Την άλλη μέρα πάω και τις δίνω πίσω τ' άλλα μισά: «Κάτια, είμαι κανάγιας, ελαφρόμυαλος, κάθαρμα, πάρε τα μισά χρήματα, τ' άλλα μισά τα γλέντησα, πάει να πει λοιπόν πως θα σπαταλήσω και τ' άλλα, παρ' τα για να μην παρασυρθώ και πάλι!» Λοιπόν τι λέτε γι' αυτή την περίπτωση; Μπορείτε να με πείτε όπως θέλετε, και κτήνος και κανάγια, όμως κλέφτη δεν μπορείτε να με πείτε γιατί αν ήμουνα κλέφτης δε θα της γύριζα βέβαια τα μισά λεφτά μα θα τα κρατούσα και κείνα. Εξάλλου, βλέποντας εκείνη πως της έφερα τόσο γρήγορα τα μισά, θα μπορεί να 'ναι σίγουρη πως θα της επιστρέψω και τ' άλλα, κείνα δηλαδή που γλέντησα —όλη μου τη ζωή θα ψάχνω για να τα βρω, θα δουλέψω να τα βρω και θα της τα πάω. Έτσι μπορεί να 'μαι παλιάνθρωπος, όμως κλέφτης δεν είμαι, ό,τι θέλετε, μα κλέφτης δεν είμαι!

— Παραδέχομαι πως υπάρχει κάποια διαφορά, χαμογέλασε ειρωνικά ο εισαγγελέας. Όμως είναι και πάλι παράξενο που σεις τη νομίζετε τόσο μοιραία αυτή τη διαφορά.

— Ναι, νομίζω πως είναι μοιραία! Παλιάνθρωπος μπορεί να 'ναι ο καθένας, κι ίσως-ίσως είναι ο καθένας, μα κλέφτης μπορεί να γίνει μονάχα ένας αρχιπαλιάνθρωπος. Ας είναι, δεν ξέρω πώς να τις εκφράσω αυτές τις λεπτές διαφορές... Μονάχα που ο κλέφτης είναι πιο παλιάνθρωπος απ' τον παλιάνθρωπο. Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Ακούστε: Κουβαλάω πάνω μου τα χρήματα έναν ολόκληρο μήνα, μπορώ σε κάθε στιγμή ν' αποφασίσω να τα δώσω πίσω και τότε πια παύω να 'μαι παλιάνθρωπος, όμως όλο και δεν μπορώ να τ 'αποφασίσω, αυτό είναι το σπουδαίο, αν και κάθε μέρα λέω στον εαυτό μου: «αποφάσισέ το, αποφάσισέ το, παλιάνθρωπε», κι όμως έναν ολόκληρο μήνα δεν μπορώ να πάρω την απόφαση, αυτό είναι! Λοιπόν πώς το νομίζετε; Είναι ωραίο αυτό, είναι καλό;

— Ας πούμε ότι δεν είναι καλό, αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά και δεν έχω καμιάν αντίρρηση, απάντησε συγκρατημένα ο εισαγγελέας. Μα και γενικά ας αφήσουμε κατά μέρος όλες αυτές τις λεπτότατες διαφορές κι ας ξανάρθουμε στα γεγονότα, αν βέβαια το θέλετε και σεις. Το γεγονός λοιπόν είναι πως ως τα τώρα δεν είχατε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε, αν και σας ρωτήσαμε, για ποιο λόγο κάνατε στην αρχή ένα τέτοιο ξεχώρισμα των τριών χιλιάδων, δηλαδή τα μισά τα γλεντήσατε και τα υπόλοιπα τα φυλάξατε; Ειδικά μας ενδιαφέρει να μάθουμε γιατί φυλάξατε τα μισά χρήματα; Σε τι σκοπεύατε να τα χρησιμοποιήσετε; Επιμένω σ' αυτή μου την ερώτηση, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Μα και βέβαια, δίκιο έχετε! φώναξε ο Μίτια χτυπώντας με το χέρι το μέτωπό του. Να με συγχωρείτε που σας βασανίζω τόσην ώρα και δε σας εξηγώ το σπουδαιότερο, αλλιώς θα καταλαβαίνατε στο λεπτό, γιατί στο σκοπό ίσα-ίσα, στην πρόθεση βρίσκεται όλο το αίσχος! Ήταν βλέπετε ανακατεμένος σ' όλ' αυτά κι ο γέρος, ο μακαρίτης, που προσπαθούσε να παρασύρει την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. Εγώ ζήλευα, νόμιζα τότε πως ίσως να προτιμούσε εκείνον και όχι εμένα. Το λοιπόν σκεφτόμουνα κάθε μέρα: Τι θα γίνει αν ξάφνου πάρει την απόφασή της, αν κουραστεί να με βασανίζει κι έρθει να μου πει: «εσένα αγαπώ κι όχι εκείνον, πάρε με κι ας πάμε στην άκρη του κόσμου»; Και γω να 'χω μονάχα δυο εικοσαράκια! Με τι λεφτά να την πάρω να φύγουμε; Τι θα 'κανα τότε; Ήμουν χαμένος. Γιατί, βλέπετε, τότε δεν την ήξερα και δεν την καταλάβαινα, νόμιζα πως θέλει λεφτά και πως δε θα μου συγχωρούσε ποτέ τη φτώχεια μου. Τότε λοιπόν ξεχώρισα και γω τα μισά χρήματα και τα 'ραψα σ' ένα πανάκι, τα 'ραψα ψύχραιμα, υπολογιστικά, πριν πάω να μεθοκοπήσω κι ύστερα με το υπόλοιπο μισό πήγα και γλέντησα! Ό,τι θέλετε πέστε σεις, όμως αυτό ήταν παλιανθρωπιά! Καταλάβατε τώρα;

O εισαγγελέας γέλασε δυνατά, το ίδιο κι ο ανακριτής.

— Εγώ νομίζω πως ήταν πολύ λογική και ηθική αυτή η πράξη σας, που ξεχωρίσατε δηλαδή τα μισά για να μην τα ξοδέψετε κι αυτά στο γλέντι, είπε χαχανίζοντας ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τι κακό υπάρχει σ' όλ' αυτά;

— Μα το κακό είναι που έκλεψα, αυτό είναι! Ω, Θεέ μου, καταντάει φριχτό που δε θέλετε να με καταλάβετε! Όλο τον καιρό που κρέμονταν τα χίλια πεντακόσια ρούβλια στο λαιμό μου, μέσα στο πανάκι, κάθε μέρα και κάθε ώρα έλεγα στον εαυτό μου: «Είσαι κλέφτης, είσαι κλέφτης!» Γι' αυτό κιόλας φερόμουνα τόσο άγρια όλον εκείνο το μήνα, γι' αυτό καυγάδιζα στην ταβέρνα, γι' αυτό έδειρα τον πατέρα μου. Γιατί αισθανόμουνα πως είμαι κλέφτης! Ακόμα και στον Αλιόσα, τον αδερφό μου, δεν είχα το κουράγιο ν' αποκαλύψω αυτό το μυστικό μου: Τόσο πολύ με βασάνιζε η σκέψη πως είμαι πρόστυχος και λωποδύτης! Όμως μάθετε και τούτο: Όλον εκείνον τον καιρό που είχα τα λεφτά πάνω μου έλεγα κάθε μέρα και κάθε ώρα στον εαυτό μου: «Κι όμως όχι, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ίσως και να μην είσαι ακόμα κλέφτης». Γιατί; Μα γιατί αύριο κιόλας μπορείς να πας και να δώσεις αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια στην Κάτια. Και λοιπόν χτες μονάχα τ' αποφάσισα να βγάλω το φυλαχτό απ' το λαιμό μου, καθώς πήγαινα απ' τη Φένια στου Περχότιν. Ως τα τότε όλο και δεν τ' αποφάσιζα να το κάνω. Και μόλις το 'βγαλα, κείνην ακριβώς τη στιγμή, έγινα τελειωτικά πια κι αναμφισβήτητα κλέφτης, κλέφτης κι άτιμος για όλη μου τη ζωή. Γιατί; Γιατί μόλις έσκισα το πανάκι, χάθηκε πια κάθε ελπίδα μου πως θα μπορούσα να πάω στην Κάτια και να της πω: «Είμαι παλιάνθρωπος μα κλέφτης δεν είμαι!» Με καταλαβαίνετε τώρα, με καταλαβαίνετε;

— Και για ποιο λόγο τ' αποφασίσατε αυτό χτες το βράδυ; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Γιατί; Αστεία ερώτηση: Γιατί απλούστατα καταδίκασα τον εαυτό μου σε θάνατο. Θα σκοτωνόμουνα δω πέρα στις πέντε η ώρα το πρωί. «Δεν έχει σημασία, σκέφτηκα, αν θα πεθάνω παλιάνθρωπος ή τίμιος!» Κι όμως όχι! Αποδείχτηκε πως δεν είναι το ίδιο! Δε με βασάνιζε τόσο πολύ —με πιστεύετε τάχα, κύριοι;— όλην αυτή τη νύχτα πως σκότωσα το γερο-υπηρέτη και πως ίσως-ίσως θα μ' εξορίζανε στη Σιβηρία, (και πότε; Όταν κέρδισα πια την αγάπη μου και μου ανοίχτηκαν οι ουρανοί!). Ω, κι αυτό με βασάνιζε, μα όχι και τόσο. Όχι τόσο, όσο αυτή η καταραμένη συναίσθηση πως πήρα τελειωτικά εκείνα τα καταραμένα χρήματα, τα ξόδεψα και κατά συνέπεια ήμουν πια οριστικά κι αμετάκλητα κλέφτης! Ω, κύριοι, σας το ξαναλέω κι η καρδιά μου ματώνει: Πολλά πράματα έμαθα αυτή τη νύχτα! Έμαθα πως όχι μονάχα είναι αδύνατο να ζεις όταν είσαι παλιάνθρωπος μα πως όταν είσαι παλιάνθρωπος είναι αδύνατο και να πεθάνεις... Μάλιστα, κύριοι, πρέπει να πεθαίνει τίμια κανείς!...

O Μίτια είχε χλομιάσει. Το πρόσωπό του ήταν εξουθενωμένο και καταβασανισμένο, παρ' όλο που 'χε μιλήσει μ' έξαψη.

— Αρχίζω να σας καταλαβαίνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε μακρόσυρτα ο εισαγγελέας σάμπως με κάποια συμπόνια· όμως νομίζω πως όλ' αυτά είναι δική σας φαντασία, φταίνε τα νεύρα σας, τ' αρρωστημένα νεύρα σας... Γιατί, λόγου χάρη, για ν' απαλλαγείτε απ' το βάσανο που σας τυραννούσε έναν ολόκληρο μήνα, γιατί δεν πήγατε να δώσετε τα μισά λεφτά σε κείνη που σας εμπιστεύτηκε τα χρήματα κι όταν πια θα εξηγιόσαστε μαζί της γιατί, μια κι η κατάστασή σας ήταν τόσο φριχτή όπως τη λέτε, γιατί να μη δοκιμάζατε ένα συνδυασμό που φαίνεται τόσο φυσικός και τον σκέφτεται κανείς απ' την πρώτη στιγμή, να της ζητήσετε δηλαδή το ποσό που σας χρειαζόταν αφού πρωτύτερα παραδεχόσαστε τίμια κι ειλικρινά το λάθος σας; Αυτή, όντας μεγαλόψυχη και βλέποντας τη μεγάλη ανάγκη που έχετε, δε θα σας αρνιόταν βέβαια. Σίγουρα θα σας τα 'δινε τα χρήματα, αν μάλιστα της υπογράφατε κανένα γραμμάτιο ή στο κάτω-κάτω αν της δίνατε την ίδια κείνη εγγύηση που προτείνατε στον έμπορα Σαμσόνοβ και στην κυρία Χοχλάκοβα. Γιατί και τώρα ακόμα θεωρείτε αυτή την εγγύηση τίμια, έτσι δεν είναι;

O Μίτια κοκκίνισε μονομιάς.

— Ώστε λοιπόν για τόσο παλιάνθρωπο μ' έχετε; Δεν μπορεί να το λέτε αυτό στα σοβαρά! πρόφερε αγανακτισμένα κοιτάζοντας τον εισαγγελέα κατάματα σα να μην πίστευε πως όσα άκουσε τα είπε αυτός.

— Σας βεβαιώνω πως δεν αστειεύομαι... Γιατί νομίζετε πως δεν το είπα στα σοβαρά; απόρησε με τη σειρά του κι ο εισαγγελέας. — Ω, πόσο πρόστυχο θα 'ταν αυτό! Το ξέρετε, κύριοι, πως με βασανίζετε; Ας είναι, θα σας τα πω όλα, θα σας ομολογήσω τώρα πια όλη την καταχθόνια σκέψη μου, όμως αυτό θα το κάνω για να σας ντροπιάσω. Θα απορήσετε κι οι ίδιοι μέχρι ποιο σημείο αισχρότητας μπορούν να φτάσουν οι συνδυασμοί των ανθρώπινων αισθημάτων. Μάθετε λοιπόν πως τον σκέφτηκα και μόνος μου αυτόν το συνδυασμό, αυτόν ακριβώς που μόλις τώρα μου είπατε, κύριε εισαγγελέα! Ναι, κύριοι, αυτό τον καταραμένο μήνα μού πέρασε κι αυτή η σκέψη, και σχεδόν τ' αποφάσισα να πάω στην Κάτια, τόσο πρόστυχος ήμουνα! Μα να πάω να τη βρω, να της ομολογήσω πως την απάτησα, και γι' αυτή την απάτη, για να μπορέσω να πραγματοποιήσω αυτή την απάτη, για να πληρώσω τα έξοδα αυτής της απάτης να πάω και να ζητήσω λεφτά απ' αυτή την ίδια, απ' την Κάτια. (Να ζητήσω, τ' ακούτε; Να ζητήσω!) Και να φύγω αμέσως με την άλλη, με την αντίζηλό της που μισεί την Κάτια και την έχει προσβάλει... μα ελάτε στα σύγκαλά σας. Τρελαθήκατε, κύριε εισαγγελέα!

— Ναι, βέβαια, δεν σκέφτηκα πως... αυτή τη γυναικεία ζήλεια... αν πραγματικά μπορούσε να υπάρχει ζήλεια σ' αυτή την περίπτωση όπως βεβαιώνετε... ναι, δεν αντιλέω, κάτι τέτοιο θα συμβαίνει, είπε χαμογελώντας ο εισαγγελέας.

— Μα αυτό πια θα 'τανε τόσο μεγάλη βρομιά, είπε ο Μίτια χτυπώντας άγρια τη γροθιά του στο τραπέζι, που και γω δεν ξέρω πώς να την ονομάσω! Και το ξέρετε τάχα πως αυτή μπορεί και να μου 'δινε αυτά τα λεφτά, τι λέω, και βέβαια θα μου τα 'δινε, θα μου τα 'δινε για να μ' εκδικηθεί, για την ηδονή της εκδίκησης θα μου τα 'δινε, από περιφρόνηση, γιατί κι αυτή έχει μια καταχθόνια ψυχή κι είναι πολύ φλογερή καρδιά! Εγώ βέβαια θα 'παιρνα τα χρήματα, ω, ναι, θα τα 'παιρνα και τότε σ' όλη μου τη ζωή, ω Θεέ μου! Με συγχωρείτε, κύριοι, αν φωνάζω έτσι είναι γιατί όλ' αυτά δεν είναι πολύς καιρός που τα σκέφτηκα, προχθές μόλις, τη νύχτα ακριβώς που 'χανα τον καιρό μου με το Λιαγκάβη, και το ξανασκέφτηκα και χτες, ναι, χτες, όλη τη μέρα το σκεφτόμουν ώσπου συνέβηκε κείνο...

— Τι συνέβη; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς περίεργος, μα ο Μίτια δεν τον άκουσε.

— Σας ομολόγησα κάτι τρομερό, συμπέρανε αυτός σκυθρωπά. Εκτιμείστε το λοιπόν, κύριοι. Μα δε φτάνει αυτό, δε φτάνει, να το εκτιμήσετε, πρέπει να το τιμήσετε κιόλας. Αν όχι, αν κι αυτό δε θα μιλήσει στις ψυχές σας, τότε πια θα πει πως δεν με σέβεστε καθόλου, κύριοι, και γω θα πεθάνω απ' την ντροπή μου που κάθισα και τα είπα όλ' αυτά σ' ανθρώπους σαν και σας! Ω, θ' αυτοκτονήσω! Μα το βλέπω, το βλέπω κιόλας πως δε με πιστεύετε! Τι κάνετε κει; Θέλετε κι αυτό να το γράψετε; φώναξε τρομαγμένα.

— Μα θα σημειώσουμε αυτά που μας είπατε, τον κοίταξε απορημένος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Δηλαδή πως ως την τελευταία στιγμή σκεφτόσαστε να πάτε στην κυρία Βερχόβτσεβα να της ζητήσετε αυτό το ποσό... Σας βεβαιώνω, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, πως αυτό έχει μεγάλη σημασία για μας, όλη δηλαδή η αφήγησή σας... μα και για σας έχει σημασία, ιδιαίτερα για σας είναι σημαντικό.

— Σπλαχνιστείτε με, κύριοι, είπε ο Μίτια και χτύπησε τα χέρια του. Αυτό τουλάχιστο μην το γράφετε, δεν έχετε λίγη ντροπή πάνω σας; Εγώ τώρα, (πώς να το πω;) έσκισα στα δυο την ψυχή μου μπροστά σας και σεις πάτε να επωφεληθείτε και τη σκαλίζετε με τα δάχτυλά σας... Ω, Θεέ μου!

Σκέπασε απελπισμένος το πρόσωπο με τα χέρια του.

— Μην ανησυχείτε τόσο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο εισαγγελέας· όλα όσα γράφουμε τώρα, στο τέλος θα σας τα διαβάσουμε και σ' όσα δε θα συμφωνείτε θα τ' αλλάξουμε σύμφωνα με τη δική σας υπόδειξη. Τώρα θα σας ξαναρωτήσω για τρίτη φορά: Σε κανένα δεν είπατε πως ράψατε κείνα τα λεφτά στο φυλαχτό; Αυτό, ομολογώ, μου είναι σχεδόν αδύνατο να το πιστέψω.

— Σε κανέναν, σε κανέναν. Σας τα είπα όλα μα σεις δε θέλετε να με καταλάβετε. Αφήστε με ήσυχο.

— Όπως θέλετε, αυτό το ζήτημα πρέπει να ξεκαθαριστεί κι έχουμε πολύν καιρό ακόμα μπροστά μας, μα τώρα σκεφτείτε το και μόνος σας. Μπορούμε να σας φέρουμε δεκάδες μάρτυρες που θα βεβαιώσουν πως σεις ο ίδιος λέγατε, φωνάζατε μάλιστα, ότι ξοδέψατε τότε τρεις χιλιάδες, τρεις κι όχι χίλια πεντακόσια ρούβλια, μα και τώρα, μόλις ήρθατε χτες εδώ πέρα το είπατε σε πολλούς πως φέρατε μαζί σας τρεις χιλιάδες...

— Όχι δεκάδες μα εκατοντάδες μάρτυρες μπορείτε να βρείτε, διακόσιους μάρτυρες, διακόσιοι άνθρωποι τ' ακούσανε, χίλιοι τ' ακούσανε! ξεφώνισε ο Μίτια.

— Βλέπετε λοιπόν; Όλοι, όλοι μπορούν να το βεβαιώσουν. Δε νομίζετε λοιπόν πως μια κι είναι όλοι, το πράμα έχει κάποια σημασία;

— Καμιά σημασία δεν έχει. Είπα ψέματα κι οι άλλοι επαναλάβανε το ψέμα μου.

— Μα για ποιο λόγο είπατε «ψέματα» όπως λέτε;

— Αυτό πια ένας διάολος το ξέρει. Ίσως για να καυχηθώ... που... που ξόδεψα τάχα τόσα πολλά για να γλεντήσω... Ίσως για να ξεχάσω τ' άλλα λεφτά που 'χα ραμμένα στο πανάκι... ναι, αυτός ίσα-ίσα είναι ο λόγος... διάολε... πόσες φορές με ρωτήσατε για το ίδιο πράγμα; Ε, είπα ψέματα, αυτό είναι όλο. Κι αφού το είπα την πρώτη φορά δεν ήθελα ύστερα να το διορθώσω. Γιατί λέει ψέματα ο άνθρωπος καμιά φορά;

— Αυτό είναι πολύ δύσκολο να το καταλάβει κανείς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, να καταλάβει δηλαδή γιατί λέει ψέματα ο άνθρωπος, είπε με ύφος νουθεσίας ο εισαγγελέας. Πέστε μας ωστόσο, ήταν μεγάλο κείνο το φυλαχτό, όπως το λέτε, που κρεμόταν στο λαιμό σας;

— Όχι, δεν ήταν μεγάλο.

— Πόσο μεγάλο πάνω κάτω;

— Αν διπλώσετε στη μέση ένα κατοστάρικο θα καταλάβετε πόσο μεγάλο ήταν.

— Δεν θα 'ταν καλύτερα να μας δείχνατε τα κομμάτια του; Θα τα 'χετε βέβαια, ε;

— Φτου να πάρει και να σηκώσει... τι βλακείες είν' αυτές... δεν ξέρω πού είναι τώρα.

— Όμως επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Πού και πότε το βγάλατε απ' το λαιμό σας; Γιατί, βέβαια, όπως το είπατε κι ο ίδιος, δεν πήγατε στο σπίτι σας;

— Να, όταν βγήκα απ' το σπίτι της Φένιας και πήγαινα στον Περχότιν το 'βγαλα κει στο δρόμο και πήρα τα λεφτά.

— Μέσα στο σκοτάδι;

— Τι μου χρειαζόταν το φως; Το ξήλωσα με το δάχτυλο στο πι και φι.

— Χωρίς ψαλίδι, στο δρόμο;

— Στην πλατεία, αν δεν κάνω λάθος. Τι να το κάνω το ψαλίδι; Το πανί ήταν παλιό, σκίστηκε αμέσως.

— Και τι το κάνατε ύστερα αυτό το πανί;

— Το πέταξα.

— Πού ακριβώς;

— Μα στην πλατεία, σας λέω, στην πλατεία! Πού θέλετε να θυμάμαι σε ποιο ακριβώς σημείο της πλατείας; Και στο κάτω κάτω τι σας ενδιαφέρει αυτό;

— Αυτό είναι πολύ σημαντικό, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Το τεκμήριο αυτό θα 'ταν μια απόδειξη σε όφελος σας. Πώς δε θέλετε να το καταλάβετε; Και ποιος σας βοήθησε να το ράψετε εδώ κι ένα μήνα;

— Κανένας δε με βοήθησε, μονάχος μου το 'ραψα.

— Ξέρετε να ράβετε;

— Ένας στρατιώτης πρέπει να ξέρει να ράβει, μα εδώ ούτε καν χρειάζεται να ξέρεις.

— Κι από πού το πήρατε το υλικό, δηλαδή κείνο το πανί όπου ράψατε τα χρήματα;

— Μήπως αστειεύεστε;

— Κάθε άλλο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Δεν είναι ώρα γι' αστεία.

— Δε θυμάμαι από πού το πήρα το πανί. Κάπου θα το βρήκα.

— Δε σας φαίνεται παράξενο που δεν το θυμάστε αυτό το τόσο σημαντικό;

— Μα το Θεό, σας λέω, δε θυμάμαι. Ίσως να έσκισα κανένα εσώρουχο.

— Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον: Θα μπορούσαμε αύριο κιόλας να ψάξουμε στο σπίτι σας και να βρούμε αυτό το πουκάμισο ίσως απ' όπου κόψατε το κομμάτι. Τι ύφασμα ήταν; Λινό ή μπαμπακερό;

— Πού να ξέρω τώρα τι ύφασμα ήταν; Για σταθείτε... Νομίζω πως δεν το 'κοψα από πουκάμισο. Ήταν μπαμπακερό... Μου φαίνεται πως έραψα τα χρήματα σ' ένα σκουφάκι της σπιτονοικοκυράς μου.

— Σ' ένα σκουφάκι της νοικοκυράς;

— Ναι, της το βούτηξα.

— Πώς δηλαδή το βουτήξατε;

— Ναι, σα να θυμάμαι τώρα πως πραγματικά της είχα βουτήξει ένα σκουφάκι για να το 'χω για πατσαβούρα, ίσως για να καθαρίζω τις πένες μου. Το πήρα κρυφά γιατί ήταν κουρέλι πια κι άχρηστο. Εκεί μέσα έραψα τα χίλια πεντακόσια ρούβλια... Ναι, νομίζω πως σε κείνο ακριβώς το κουρέλι τα 'ραψα. Ένα παλιό, χιλιοπλυμένο μπαμπακερό κουρέλι ήτανε.

— Αυτό το θυμάστε καλά;

— Δεν ξέρω. Μου φαίνεται πως έτσι είναι. Μα στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν δεν είναι έτσι!

— Θα μπορούσε τουλάχιστον η σπιτονοικοκυρά σας να θυμηθεί πως έχασε αυτό το αντικείμενο;

— Καθόλου. Ποτέ της δεν το γύρεψε. Ήταν ένα κουρέλι, σας λέω, ένα κουρέλι που δεν άξιζε πεντάρα.

— Και τη βελόνα από πού την πήρατε; Τις κλωστές;

— Δε λέω λέξη πια. Φτάνει! θύμωσε πια για τα καλά ο Μίτια.

— Παράξενο πάντως που δε θυμάστε καθόλου σε ποιο ακριβώς μέρος πετάξατε αυτό το... φυλαχτό...

— Να διατάξετε αύριο κιόλας να σκουπίσουν την πλατεία κι ίσως το βρείτε, είπε ειρωνικά ο Μίτια. Φτάνει, κύριοι, φτάνει, πρόσθεσε εξουθενωμένος. Το βλέπω καθαρά πια: Δε με πιστέψατε! Ούτε λέξη δεν πιστέψατε απ' όσα σας είπα! Δε φταίτε σεις, εγώ φταίω. Γιατί ν' αρχίσω; Γιατί, γιατί βρόμισα τον εαυτό μου αποκαλύπτοντας το μυστικό μου; Εσείς με κοροϊδεύετε, το βλέπω απ' την έκφραση των ματιών σας. Εσείς, κύριε εισαγγελέα, με φέρατε ως εδώ! Πανηγυρίστε τώρα αν το βαστάει η καρδιά σας... Καταραμένοι να 'στε, βασανιστές!

Έσκυψε το κεφάλι κι έκρυψε το πρόσωπο στα χέρια του.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής σωπαίνανε. Σε λίγο ανασήκωσε το κεφάλι και τους κοίταξε κάπως άπλανα. Το πρόσωπό του έδειχνε πως τώρα είχε βυθιστεί σε μιαν αθεράπευτη απελπισία κι έγινε σιωπηλός σα να μην καταλάβαινε τι του γινόταν. Όμως έπρεπε να τελειώνουν. Έπρεπε να εξετάσουν τώρα τους μάρτυρες. Ήταν κιόλας οχτώ η ώρα. Τα κεριά τα 'χαν σβήσει προ πολλού. O Μιχαήλ Μακάροβιτς κι ο Καλγκάνοβ, που όλη την ώρα μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο, τώρα είχαν βγει. O εισαγγελέας κι ο ανακριτής φαίνονταν πολύ κουρασμένοι. Το πρωινό ήταν σκοτεινό, όλος ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος κι έβρεχε με το τουλούμι. O Μίτια κοίταζε μ' άπλανο βλέμμα τα παράθυρα.

— Μπορώ να ρίξω μια ματιά απ' το παράθυρο; ρώτησε ξαφνικά το Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ω, παρακαλώ, όσες θέλετε, απάντησε αυτός.

O Μίτια σηκώθηκε και πλησίασε στο παράθυρο. Η βροχή μαστίγωνε τα πρασινωπά τζάμια. Ακριβώς κάτω απ' το παράθυρο φαινόταν ο λασπωμένος δρόμος, και πιο πέρα, μέσα στο βροχερό σύθαμπο, οι μαύρες φτωχικές ίσμπες που φάνταζαν πιο μαύρες και πιο φτωχές απ' τη βροχή. O Μίτια θυμήθηκε το «χρυσομάλλη Φοίβο» και πως ήθελε να σκοτωθεί όταν θα 'βγαίνε η πρώτη του αχτίδα: «σα να μου φαίνεται ένα τέτοιο πρωινό θα 'ταν πιο ταιριαστό», σκέφτηκε ειρωνικά και κούνησε κουρασμένα το χέρι του και ξάφνου γύρισε προς το μέρος των «βασανιστών».

— Κύριοι! φώναξε. Το βλέπω πια πως είμαι χαμένος. Όμως εκείνη; Πέστε μου, σας ικετεύω, τι θα γίνει με κείνη; Δε θα χαθεί βέβαια κι αυτή μαζί μου! Είναι αθώα, χτες δεν ήξερε τι έλεγε όταν φώναζε πως «αυτή φταίει για όλα». Δε φταίει σε τίποτα, σε τίποτα! Όλη τη νύχτα αυτό μ' ανησυχούσε καθώς μιλούσα μαζί σας... Μπορείτε, κάνει να μου πείτε τι θα απογίνει;

— Ησυχάστε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απάντησε αμέσως ο εισαγγελέας —προς το παρόν δεν έχουμε κανένα λόγο ν' ανησυχήσουμε το άτομο για το οποίο τόσο πολύ ενδιαφέρεστε. Ελπίζω πως κι αργότερα δε θα προκύψει τίποτα εναντίον της. Απεναντίας θα κάνουμε το καθετί που περνάει απ' το χέρι μας. Να είστε εντελώς ήσυχος.

— Σας ευχαριστώ, κύριοι, καλά το 'λεγα πως παρ' όλ' αυτά είσαστε τίμιοι και δίκαιοι άνθρωποι. Έφυγε πια τούτος ο βραχνάς απ' την ψυχή μου... Λοιπόν τι θα κάνουμε τώρα; Είμαι έτοιμος.

— Μα να, θα πρέπει να βιαστούμε. Πρέπει χωρίς χρονοτριβή ν' αρχίσουμε να εξετάζουμε τους μάρτυρες, Όλ' αυτά πρέπει να γίνουν επί παρουσία σας και...

— Τι θα λέγατε για ένα τσαγάκι; τον διέκοψε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αν δεν κάνω λάθος, μας αξίζει!

Αποφάσισαν, αν υπάρχει έτοιμο τσάι κάτω (ο Μιχαήλ Μακάροβιτς είχε κατέβει κιόλας γι' αυτή τη δουλειά) να πιούν από ένα ποτήρι κι ύστερα να «συνεχίσουν». Όσο για το κανονικό τσάι και τα «ορεχτικά» να το αναβάλουν για ευθετότερη ώρα. Τσάι υπήρχε κάτω και το φέρανε αμέσως.

O Μίτια στην αρχή αρνήθηκε να πιει το ποτήρι που του πρόσφερε ευγενικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, μα ύστερα ζήτησε ο ίδιος να του δώσουν και το 'πιε με βουλιμία. Γενικά φαινόταν καταπληκτικά εξαντλημένος. Θα νόμιζε κανείς πως όντας έτσι γεροδεμένος όπως ήταν δεν θα 'χε καμιά επίδραση πάνω του το ξενύχτι, έστω κι αν πέρασε από τόσες αγωνίες. Μα το αισθανόταν κι ο ίδιος πως μόλις κατάφερνε να κάθεται και να μην πέφτει. Ήταν στιγμές που νόμιζε πως όλα γυρίζουνε μπροστά στα μάτια του.

«Λίγο ακόμα και θ' αρχίσω να παραμιλάω», σκέφτηκε.