×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. VI. Ο εισαγγελέας παγιδεύει τον Μίτια

9. VI. Ο εισαγγελέας παγιδεύει τον Μίτια

Άρχισε τότε κάτι εντελώς αναπάντεχο κι εκπληκτικό για το Μίτια. Ένα λεπτό πριν δε θα μπορούσε καν να φανταστεί πως θα 'ταν δυνατό να του φερθούν έτσι, αυτουνού, του Μίτια Καραμάζοβ! Το κυριότερο ήταν που όλη αυτή η ιστορία είχε κάτι το ταπεινωτικό, και από μέρος τους «μια υπεροψία και περιφρόνηση». Δε θα τον πείραζε φυσικά αν ήταν να βγάλει μονάχα το σακάκι του. Όμως εκείνοι τον παρακαλέσανε να γδυθεί πιο πολύ. Κι ούτε τον παρακαλέσανε. Ουσιαστικά τον διατάξανε. O Μίτια το κατάλαβε πολύ καλά αυτό. Όμως υποτάχτηκε ολότελα και δεν είπε λέξη, δείχνοντάς τους μ' αυτό τον τρόπο την περηφάνεια και την περιφρόνησή του. Πίσω απ' το παραβάν μπήκανε, εκτός από το Νικολάι Παρφιόνοβιτς και τον εισαγγελέα, μερικοί χωροφύλακες.

«Αυτοί βέβαια θα 'ναι για να επιβάλουν την τάξη», σκέφτηκε ο Μίτια, «ίσως όμως να τους φέρανε και για κανέναν άλλο λόγο».

— Λοιπόν, μπας και θέλετε να βγάλω και το πουκάμισο; ρώτησε απότομα, μα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν του απάντησε.

Εκείνη τη στιγμή εξέταζε προσεκτικά με τον εισαγγελέα τη ρεντιγκότα, το παντελόνι, το γιλέκο, το πηλήκιο κι ήταν φανερό πως ενδιαφέρθηκαν κι οι δυο τους τρομερά μ' αυτή την έρευνα. «Καθόλου δε με λογαριάζουν», σκέφτηκε ο Μίτια. «Ούτε τους απαραίτητους τύπους της ευγένειας δεν κρατάνε».

— Σας ρωτάω για δεύτερη φορά: Πρέπει ή όχι να βγάλω το πουκάμισο; πρόφερε ακόμα πιο τραχιά και φουρκισμένα.

— Μην ανησυχείτε, θα σας πούμε εμείς τι πρέπει να κάνετε, απάντησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κάπως αυταρχικά.

Τουλάχιστο του Μίτια έτσι του φάνηκε.

Στο μεταξύ ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας ανταλλάζανε σιγανά τις γνώμες τους. Στη ρεντιγκότα, ιδιαίτερα στην αριστερή μεριά από πίσω, βρήκανε μεγάλες κηλίδες αίμα. Το αίμα είχε ξεραθεί κι είχε κοκαλώσει και το ύφασμα εκεί ήταν ζαρωμένο ακόμα. Στο παντελόνι, το ίδιο. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς ψαχούλεψε μονάχος μ' εξαιρετική φροντίδα μπροστά στους χωροφύλακες το γιακά, όλες τις διπλές και τις ραφές της ρεντιγκότας και του παντελονιού. Ήταν φανερό πως έψαχνε για κάτι —για χρήματα βέβαια. Το κυριότερο ήταν που λέγανε κει μπροστά στο Μίτια πως μπορεί να 'χε κρύψει λεφτά μέσα στη φόδρα των ρούχων του.

«Λες κι είμαι κλέφτης κι όχι αξιωματικός», γκρίνιασε από μέσα του.

Λέγανε μπροστά του τις γνώμες τους με καταπληχτική ειλικρίνεια. O γραφέας λόγου χάρη, που βρέθηκε κι αυτός πίσω απ' το παραβάν, είπε στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς να προσέξει το πηλήκιο.

— Τον θυμάστε το Γρίντενκα, το γραμματικό; Το καλοκαίρι τον στείλανε να φέρει τους μιστούς όλης της υπηρεσίας. Όταν γύρισε είπε πως μέθυσε και τα 'χασε. Και πού νομίζετε πως τα βρήκανε; Είχε βάλει τα κατοστάρικα μέσα στα σιρίτια του πηλήκιου αφού τα 'στρίψε καλά-καλά σα σωληνάκια».

Αυτή την περίπτωση του Γρίντενκα τη θυμόταν πολύ καλά ο εισαγγελέας κι ο ανακριτής. Γι' αυτό βάλανε κατά μέρος το πηλήκιο του Μίτια κι αποφάσισαν να το ξαναψάξουν επισταμένα αργότερα καθώς κι όλα τ' άλλα ρούχα.

— Για σταθείτε, ξεφώνισε ξάφνου ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς παρατηρώντας το γυρισμένο μανίκι του πουκάμισου του Μίτια, που 'ταν γεμάτο αίματα. Επιτρέψτε μου να δω. Τι είναι αυτό;

Αίμα;

— Αίμα, απάντησε απότομα ο Μίτια.

— Δηλαδή τι αίμα είν' αυτό... και γιατί γυρίσατε προς τα μέσα το μανίκι;

O Μίτια διηγήθηκε πως λέρωσε το μανίκι του όταν ψηλαφούσε το κούτελο του Γρηγόρη και το γύρισε προς τα μέσα όταν έπλενε τα χέρια του στου Περχότιν.

— Θ' αναγκαστούμε λοιπόν να σας πάρουμε το πουκάμισο...

αυτό είναι πολύ σπουδαίο... θα χρειαστεί για τεκμήριο.

O Μίτια κοκκίνισε, κόρωσε.

— Θα μείνω γυμνός δηλαδή; φώναξε.

— Μην ανησυχείτε... θα το κανονίσουμε κάπως κι αυτό. Στο μεταξύ κάντε τον κόπο να βγάλετε τις κάλτσες σας.

— Μήπως αστειεύεστε; Είναι στ' αλήθεια τόσο απαραίτητο αυτό; είπε ο Μίτια και τα μάτια του αστράψανε.

— Δεν έχουμε καιρό γι' αστεία, είπε αυστηρά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Τι να γίνει, μια και χρειάζεται... εγώ... τραύλισε ο Μίτια κι αφού κάθισε στο κρεβάτι άρχισε να βγάζει τις κάλτσες του.

Ντρεπόταν αβάσταχτα: Όλοι ήταν ντυμένοι κι αυτός ξεντυμένος και, παράξενο, έτσι καθώς ήταν ξεντυμένος ένιωσε κι ο ίδιος ένοχο τον εαυτό του απέναντί τους και, το σπουδαιότερο, παραδέχτηκε ξάφνου πως πραγματικά ήταν κατώτερος απ' όλους τους και πως τώρα πια έχουν κάθε δικαίωμα να τον περιφρονούν.

«Όταν είναι όλοι γυμνοί δε ντρέπεσαι, μα όταν εσύ μονάχα είσαι ξεντυμένος κι όλοι σε κοιτάζουν —αίσχος!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Λες και βλέπω όνειρο. Στα όνειρά μου είδα πολλές φορές πως καταντροπιάζομαι έτσι».

Μα το να βγάλει τις κάλτσες ήταν πια σωστό μαρτύριο γι' αυτόν. Οι κάλτσες ήταν βρόμικες μα και τα εσώρουχα το ίδιο και τώρα όλοι το βλέπανε αυτό. Μα το σπουδαιότερο ήταν που κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τα πόδια του, από μικρός νόμιζε πως τα δάχτυλα και των δυο του ποδιών ήταν πολύ μεγάλα και τερατόμορφα, ιδιαίτερα ένα χοντρό νύχι στο δεξί πόδι, ένα πλακουτσωτό και γυρισμένο προς τα κάτω νύχι που τώρα θα το βλέπανε όλοι τους. Δεν μπορούσε να υποφέρει αυτή τη ντροπή κι άρχισε επίτηδες να φέρεται πιο αγροίκα. Έβγαλε απότομα το πουκάμισό του.

— Θέλετε να με ψάξετε και κάπου αλλού; Ή, μήπως ντρέπεστε;

— Όχι, προς το παρόν δε χρειάζεται.

— Και θα μείνω έτσι γυμνός; πρόσθεσε ο Μίτια μανιασμένος. — Ναι, αυτό προς το παρόν είναι απαραίτητο... Καθίστε για λίγο δω πέρα... μπορείτε να πάρετε μια κουβέρτα απ' το κρεβάτι και να τυλιχτείτε και γω... εγώ στο μεταξύ θα τα κανονίσω όλα.

Όλα τα πράματα τα δείξανε στους χωροφύλακες, γράψανε το πρακτικό της έρευνας και τέλος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς βγήκε. Τα ρούχα τα πήρανε. Βγήκε κι ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς. Μείνανε με το Μίτια μονάχα οι χωροφύλακες και τον κοιτάζανε σιωπηλά κι επίμονα. O Μίτια τυλίχτηκε στην κουβέρτα. Κρύωνε. Τα γυμνά του πόδια ξεπετάγονταν έξω απ' την κουβέρτα και δεν τα κατάφερνε να τα σκεπάσει. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς αργούσε βασανιστικά, «λες και με παίρνει για κάνα σκύλο», έτριζε τα δόντια του ο Μίτια.

«Αυτός ο κανάγιας ο εισαγγελέας, έφυγε κι αυτός, από περιφρόνηση ασφαλώς. Σιχάθηκε, φαίνεται, να βλέπει έναν γυμνό».

Ωστόσο ο Μίτια περίμενε πως αφού εξετάσουν κει πέρα τα ρούχα του θα του τα ξαναδώσουν. O καθένας λοιπόν το καταλαβαίνει πόσο αγανάχτησε όταν είδε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς να γυρίζει μαζί μ' ένα χωροφύλακα που κουβαλούσε άλλα ρούχα.

— Να λοιπόν που σας έφερα και ρούχα, είπε κείνος φανερά ευχαριστημένος που τα κατάφερε τόσο όμορφα. Σας τα παραχωρεί ο κύριος Καλγκάνοβ. Μας έδωσε κι ένα καθαρό πουκάμισο. Ευτυχώς που βρεθήκανε όλ' αυτά στη βαλίτσα του.

Τα εσώρουχα και τις κάλτσες σας μπορείτε να τα κρατήσετε.

O Μίτια κόρωσε.

— Δε θέλω ξένα ρούχα! φώναξε άγρια. Δώστε μου τα δικά μου!

— Αδύνατο.

— Δώστε μου τα δικά μου. Στο διάολο ο Καλγκάνοβ και τα ρούχα του μαζί!

Κάνανε πολλήν ώρα να τον καθησυχάσουν. Τέλος τα καταφέρανε. Του δώσανε να καταλάβει πως τα ρούχα του, μιας κι ήταν ματωμένα «έπρεπε να συμπεριληφθούν στα τεκμήρια» και πως «ούτε καν έχουν δικαίωμα να τον αφήσουν να τα ξαναφορέσει... μιας και δεν ξέρουν ακόμα πώς θα τελειώσει όλη τούτη η υπόθεση». O Μίτια πείστηκε τελικά πως έτσι είναι. Σώπασε, έγινε σκυθρωπός κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Παρατήρησε μονάχα καθώς φόραγε το σακάκι πως έχει καλύτερο ύφασμα απ' το δικό του που ήταν και παλιό και πως δεν θα το 'θελε να νομίσουν ότι «επωφελήθηκε απ' την ευκαιρία». Εκτός απ' αυτό ήταν και «ταπεινωτικά» στενά.

— «Μπας και θέλετε να γίνω των σκυλιών μασκαράς... για να διασκεδάσετε εσείς;»

Του είπανε πως και δω υπερβάλλει τα πράγματα, πως ο κύριος Καλγκάνοβ αν κι είναι ψηλότερος απ' αυτόν, όμως η διαφορά είναι πολύ μικρή και το μόνο άσχημο θα 'ναι που το παντελόνι θα του 'ρθει λιγάκι μακρύ. Μα η ρεντιγκότα αποδείχτηκε πραγματικά στενή στους ώμους.

— Φτου, να πάρει ο διάολος. Ούτε να κουμπωθείς δεν μπορείς, γκρίνιασε και πάλι ο Μίτια. Κάντε μου τη χάρη να πείτε τώρα αμέσως στον κύριο Καλγκάνοβ πως εγώ δεν είχα καθόλου σκοπό να του ζητήσω τα ρούχα του μα πως μ' αναγκάσανε να μασκαρευτώ.

— Το καταλαβαίνει πολύ καλά και λυπάται... δηλαδή δε λυπάται για τα ρούχα του μα για όλ' αυτά που έγιναν... μάσησε τα λόγια του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν λυπάται κι αν δε λυπάται.

Πού θα πάμε τώρα; Ή, μήπως θα κάτσουμε δω μέσα;

Τον παρακάλεσαν να ξαναπάει στην προηγούμενη θέση του. O Μίτια βγήκε σκυθρωπός και θυμωμένος και προσπαθούσε να μην κοιτάει κανέναν. Φορώντας το ξένο κουστούμι ένιωθε τον εαυτό του καταντροπιασμένο ακόμα και μπροστά σ' αυτούς τους μουζίκους και τον Τρύφωνα Μπορίσιτς, που το πρόσωπό του φάνηκε για μια στιγμή στην πόρτα κι ύστερα εξαφανίστηκε και πάλι.

«Ήρθε να κοιτάξει το μασκαρά», σκέφτηκε ο Μίτια.

Κάθισε στην καρέκλα του. Όλ' αυτά του φαίνονταν παράδοξα κι εφιαλτικά. Νόμιζε πως έχανε τα λογικά του.

— Λοιπόν τι θα γίνει τώρα; Μήπως θ' αρχίσετε να με μαστιγώνετε; Άλλο τίποτα δε μένει να μου κάνετε, είπε θυμωμένα γυρίζοντας προς το μέρος του εισαγγελέα.

Στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς ούτε να μιλήσει πια δεν ήθελε, σα να μην τον καταδεχόταν. «Το παράκανε ο άτιμος. Εξέτασε απ' όλες τις μεριές τις κάλτσες μου και σα να μην έφτανε αυτό πρόσταξε να τις αναποδογυρίσουν για να δουν όλοι πόσο βρόμικες είναι!»

— Τώρα θα πρέπει να εξετάσουμε τους μάρτυρες, πρόφερε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς σα ν' απαντούσε στην ερώτηση του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Ναι, πρόφερε σκεφτικά ο εισαγγελέας σαν κάτι να συλλογιζόταν κι αυτός.

— Εμείς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για το καλό σας, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· μα αφού αρνείστε τόσο κατηγορηματικά να μας εξηγήσετε από πού βρέθηκαν κείνα τα χρήματα, έχουμε τώρα την υποχρέωση...

— Τι πέτρα είν' αυτή που 'χετε στο δαχτυλίδι σας; τον διέκοψε ξάφνου ο Μίτια, λες και μόλις τώρα είχε τελειώσει κάποια βαθυστόχαστη σκέψη, δείχνοντας ένα απ' τα τρία δαχτυλίδια που φορούσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς στο δεξί του χέρι.

— Η πέτρα; ρώτησε κατάπληκτος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, κείνη κει... στο μεσαίο δάχτυλο, με τις φλεβίτσες, τι πέτρα είναι; επέμενε ο Μίτια κάπως ερεθισμένα σαν πεισματάρικο παιδί.

— Είναι θαμπό τοπάζι, χαμογέλασε και πάλι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, θέλετε να το βγάλω να το δείτε από κοντά;...

— Όχι, όχι μην το βγάζετε! φώναξε άγρια ο Μίτια που κατάλαβε ξαφνικά τι κάνει και θύμωσε με τον εαυτό του· μην το βγάζετε, δεν υπάρχει λόγος... Να πάρει ο διάολος... Κύριοι, μου μαγαρίσατε την ψυχή. Νομίζετε πως θα σας το 'κρυβα αν πραγματικά είχα σκοτώσει τον πατέρα μου, πως θα 'λεγα ψέματα και θα προσπαθούσα να ξεφύγω με πονηριές; Όχι, δεν είναι απ' αυτούς που ξέρετε ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να το υποφέρει. Αν ήμουν ένοχος δε θα περίμενα να ρθείτε εσείς εδώ πέρα, δε θα περίμενα το ξημέρωμα όπως είχα σκοπό, μα θα ξέκανα τον εαυτό μου πολύ νωρίτερα! Αυτό το νιώθω τώρα γιατί έχω πείρα. Κι είκοσι χρόνια να ζούσα δε θα μάθαινα τόσα πολλά όσα έμαθα τούτη την καταραμένη νύχτα!... Νομίζετε πως θα καθόμουν τώρα να σας μιλάω όπως σας μιλάω και θα σας κοίταζα όπως σας κοιτάζω αν πραγματικά είχα σκοτώσει τον πατέρα μου τη στιγμή που κι ο τυχαίος ακόμα φόνος του Γρηγόρη δεν μ' άφηνε σε ησυχία όλη τη νύχτα; Και δεν ήταν μονάχα ο φόβος, ω, δεν ήταν μονάχα ο φόβος της τιμωρίας σας! Αίσχος! Και θέλετε ύστερα απ' όλ' αυτά να πω σε χλευαστές σαν και σας, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα, και δεν πιστεύουν τίποτα, να πω σε τυφλοπόντικους και χλευαστές μιαν άλλη κρυφή ντροπή μου, μια ντροπή ακόμα πάνω στις τόσες άλλες; Όχι, δεν θα πω τίποτα, έστω κι αν η αποκάλυψη του μυστικού μου θα μ' έσωζε απ' την κατηγορία σας. Κάλλιο να πάω στο κάτεργο! Εκείνος του άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του πατέρα μου, εκείνος τον σκότωσε και τον λήστεψε. Ποιος ήταν αυτός; Βασανίζομαι να το μαντέψω μα δεν ξέρω τι να υποθέσω. Όμως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ δεν ήταν, βάλτε το καλά στο νου σας. Αυτά είναι όλα που μπορώ να σας πω. Φτάνει, φτάνει πια, αφήστε με ήσυχο... Εξορίστε με, σκοτώστε με, μα μη μ' εκνευρίζετε περισσότερο. Από δω και μπρος δε λέω λέξη πια. Φωνάξτε τους μάρτυρές σας!

O Μίτια πρόφερε τον αναπάντεχο μονόλογό του σα να 'χε αποφασίσει να σωπάσει τελειωτικά πια. O εισαγγελέας όλη την ώρα που μίλαγε τον κοίταζε προσεκτικά και, μόλις ο Μίτια σώπασε, είπε ξαφνικά με τον πιο ψύχραιμο και ήρεμο τρόπο, σα να έλεγε την πιο συνηθισμένη κουβέντα.

— Αναφορικά μ' αυτή την ανοιγμένη πόρτα, μπορούμε τώρα να σας πούμε, μιας κι έγινε κουβέντα, μιαν εξαιρετικά περίεργη μα και σημαντική πληροφορία, τόσο για μας όσο και για σας, που μας έδωσε ο γερο-Γρηγόρης Βασίλιεβιτς. Όταν συνήλθε μας είπε καθαρά —κι επέμενε στην άποψή του όταν τον ξαναρωτήσαμε— πως όταν βγήκε στο χαγιάτι κι άκουσε θόρυβο στον κήπο, αποφάσισε να πάει εκεί απ' το πορτάκι που είχε μείνει ανοιχτό. Μπαίνοντας στον κήπο, πριν ακόμα σας παρατηρήσει καθώς φεύγατε τρέχοντας στο σκοτάδι, όπως μας το είπατε κι ο ίδιος, απ' τ' ανοιχτό παράθυρο, απ' όπου είδατε τον πατέρα σας, αυτός, ο Γρηγόρης, ρίχνοντας ένα βλέμμα στ' αριστερά είδε πως το παράθυρο ήταν πραγματικά ανοιχτό, μα είδε ταυτόχρονα και την πόρτα ορθάνοιχτη —σημειώστε πως η πόρτα βρισκόταν πολύ πιο κοντά του καθώς στεκόταν στην είσοδο του κήπου— κείνη την ίδια πόρτα που εσείς μας είπατε πως ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόσαστε στον κήπο. Δε σας κρύβω πως ο Βασίλιεβ βεβαιώνει ότι θα πρέπει να βγήκατε απ' αυτήν ίσα-ίσα την πόρτα, αν κι ο ίδιος δεν το 'δε φυσικά αυτό με τα μάτια του γιατί όταν σας παρατήρησε βρισκόσασταν κιόλας στη μέση σχεδόν του κήπου και τρέχατε προς το φράχτη...

Ο Μίτια πολύ πριν τελειώσει ο εισαγγελέας είχε πεταχτεί απ' τη θέση του και στεκόταν όρθιος.

— Βλακείες! ούρλιαξε ξάφνου παράφορα. Αυτό είναι αδιάντροπο ψέμα! Δεν μπορεί να είδε την πόρτα ανοιχτή γιατί τότε ήταν κλεισμένη... Ψέματα λέει!

— Νομίζω πως έχω υποχρέωση να σας ξαναπώ ότι ο μάρτυρας είναι σίγουρος. Δεν αμφιβάλλει καθόλου κι επιμένει. Τον ρωτήσαμε και τον ξαναρωτήσαμε κάμποσες φορές γι' αυτό το ζήτημα.

— Ειδικά εγώ τον ρώτησα πάρα πολλές φορές! βεβαίωσε με ζέση ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ψέματα, ψέματα! Ή, θέλησε να με συκοφαντήσει ή είναι φαντασίωση ενός τρελού, ένα απ' τα δυο, εξακολουθούσε να φωνάζει ο Μίτια. Το πράμα είναι φανερό. Έτσι πληγωμένος, ματωμένος, δεν ξέρει τι λέει, παραμιλάει, όταν συνήλθε φαντάστηκε πως την είδε ανοιχτή... Παραμιλάει, σας λέω.

— Ναι, όμως δεν είδε ανοιχτή την πόρτα όταν συνήλθε απ' το χτύπημα μα πριν, τότε που μόλις έμπαινε στον κήπο.

— Μα είναι ψέμα, σας λέω, ψέμα. Αυτό δεν μπορεί να 'ταν! Από κακία θέλει να με συκοφαντήσει... Δεν μπορεί να την είδε... Εγώ δε βγήκα απ' την πόρτα... έλεγε λαχανιασμένα ο Μίτια.

O εισαγγελέας γύρισε προς το μέρος του Νικολάι Παρφιόνοβιτς και του είπε υποβλητικά:

— Δείξτε το.

— Το αναγνωρίζετε αυτό; είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κι απίθωσε ξαφνικά στο τραπέζι ένα μεγάλο φάκελο από χοντρό χαρτί, με τρεις σφραγίδες από βουλοκέρι.

O φάκελος ήταν άδειος και σκισμένος στη μιαν άκρη. O Μίτια τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια.

— Αυτός... αυτός θα πρέπει να 'ναι ο φάκελος του πατέρα, μουρμούρισε· εδώ ήταν κείνες οι τρεις χιλιάδες... κι αν η επιγραφή... επιτρέψτε μου. «Στην πουλαδίτσα μου»... να, τρεις χιλιάδες, φώναζε, τρεις χιλιάδες. Βλέπετε;

— Πώς, και βέβαια το βλέπουμε, όμως δεν βρήκαμε λεφτά μέσα, ο φάκελος ήταν άδειος, πεταμένος στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, πίσω απ' το παραβάν.

Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Μίτια έμεινε κόκαλο.

— Κύριοι, ο Σμερντιακόβ είναι! φώναξε ξαφνικά μ' όλη του τη δύναμη. Αυτός σκότωσε κι αυτός έκανε τη ληστεία! Αυτός μονάχα ήξερε πού έκρυβε ο γέρος το φάκελο... Αυτός είναι, τώρα πια είμαι βέβαιος!

— Όμως και σεις ξέρατε πως υπήρχε ο φάκελος και μάλιστα πως ήταν κρυμμένος κάτω απ' το μαξιλάρι.

— Ποτέ μου δεν το 'ξερα, ποτέ δεν τον είχα δει, τώρα τον βλέπω για πρώτη φορά. Το 'ξερα μονάχα απ' αυτά που μου 'λεγε ο Σμερντιακόβ... Μονάχα αυτός ήξερε πού τον είχε κρυμμένον ο γέρος, εγώ δεν το 'ξερα, έλεγε ο Μίτια μη μπορώντας σχεδόν να πάρει ανάσα.

— Κι όμως σεις ο ίδιος μας είπατε πως ο φάκελος ήταν κάτω απ' το μαξιλάρι του πατέρα σας. Έτσι ακριβώς είπατε: «Κάτω απ' το μαξιλάρι». Πάει να πει λοιπόν ξέρατε πολύ καλά πού βρισκότανε.

— Έτσι και το γράψαμε! βεβαίωσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Βλακείες, ασυναρτησίες! Καθόλου δεν το 'ξερα πως ήταν κάτω απ' το μαξιλάρι.,. Μα μπορεί να μην ήταν κιόλας κάτω απ' το μαξιλάρι... Εγώ το 'πα έτσι στα κουτουρού. Τι λέει ο Σμερντιακόβ; Τον ρωτήσατε πού βρισκόταν ο φάκελος; Τι λέει ο Σμερντιακόβ; Αυτό είναι το σημαντικό... Όσο για μένα επίτηδες είπα ψέματα σε βάρος μου... Σας είπα ψέματα χωρίς να σκεφτώ πως μπορούσε και στ' αλήθεια να βρισκόταν κει πέρα... Αυτό γίνεται καμιά φορά, σου 'ρχονται στο στόμα κάποια λόγια και τα λες. Όμως μονάχα ο Σμερντιακόβ το 'ξερε, μονάχα ο Σμερντιακόβ και κανένας άλλος!... Ούτε και μένα μου είπε πού βρισκόταν ο φάκελος! Όμως αυτός είναι, αυτός. Σίγουρα αυτός έκανε το φόνο, τώρα πια το βλέπω καθαρά, ξεφώνιζε όλο και πιο παράφορα ο Μίτια, επαναλαμβάνοντας ασυνάρτητα τα λόγια του μ' έξαψη. Νιώστε το αυτό και συλλάβετέ τον γρήγορα, γρήγορα... Τον σκότωσε την ώρα που εγώ είχα φύγει κι ο Γρηγόρης κοιτόταν αναίσθητος, τώρα πια είναι φανερό... Χτύπησε συνθηματικά, κι ο πατέρας μου του άνοιξε... Γιατί αυτός ήταν ο μόνος που 'ξερε το σύνθημα κι ο πατέρας μου δε θ' άνοιγε σε κανέναν αν δεν του χτυπούσαν συνθηματικά...

— Όμως και πάλι ξεχνάτε το γεγονός, είπε ο εισαγγελέας το ίδιο συγκρατημένα μα σάμπως θριαμβεύοντας· ότι δεν υπήρχε λόγος να χτυπήσει συνθηματικά αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή απ' την ώρα ακόμα που εσείς βρισκόσασταν στον κήπο...

— Η πόρτα, η πόρτα, μουρμούρισε ο Μίτια.

Σώπασε και κοίταξε κατάματα τον εισαγγελέα. Έπεσε εξαντλημένος στην καρέκλα του. Έγινε γενική σιωπή.

— Ναι, η πόρτα!... Αυτό είναι σωστό φάντασμα! O Θεός είναι εναντίον μου! ξεφώνισε κοιτάζοντας ολότελα άπλανα πια μπροστά του.

— Βλέπετε, λοιπόν, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; πρόφερε σοβαρά ο εισαγγελέας. Σκεφτείτε το και μόνος σας. Απ' τη μια μεριά έχουμε τη μαρτυρία για την ανοιχτή πόρτα απ' όπου βγήκατε τρέχοντας και που τόσο μας στεναχωρεί γιατί είναι εις βάρος σας. Απ' την άλλη, η ακατανόητη κι επίμονη άρνησή σας να μας πείτε πού βρεθήκανε κείνα τα λεφτά τη στιγμή που μόλις πριν από τρεις ώρες βάλατε ενέχυρο —αυτό τ' ομολογήσατε ο ίδιος —τα πιστόλια σας για να πάρετε μονάχα δέκα ρούβλια! Έχοντας όλ' αυτά υπ' όψη σας βγάλατε μονάχος σας την απόφαση: Τι πρέπει να πιστέψουμε και τι να παραδεχτούμε; Μη μας κατηγορείτε πως είμαστε «ψυχροί, κυνικοί και σαρκαστές» και πως δεν είμαστε σε θέση να σας πιστέψουμε όταν μας ανοίγετε την καρδιά σας... Ελάτε και σεις στη θέση μας...

O Μίτια ήταν αφάνταστα ταραγμένος, είχε χλομιάσει.

— Καλά! φώναξε ξαφνικά- θα σας αποκαλύψω το μυστικό μου, θα σας πω από πού πήρα τα χρήματα!... Θα σας πω. την ντροπή μου για να μην κατηγορώ αργότερα ούτε σας ούτε τον εαυτό μου...

— Και να 'στε βέβαιος, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, άρχισε να λέει με κάπως συγκινημένη και χαρούμενη φωνή ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, πως κάθε ειλικρινής και πλήρης ομολογία σας, ειδικά τούτη τη στιγμή, μπορεί στο τέλος να επιδράσει και να ελαφρύνει τη θέση σας και μάλιστα εκτός απ' αυτό...

Όμως ο εισαγγελέας τον σκούντησε ελαφρά κάτω απ' το τραπέζι και κείνος πρόφτασε να σταματήσει έγκαιρα. Μα ο Μίτια ούτε που τον άκουγε.


9. VI. Ο εισαγγελέας παγιδεύει τον Μίτια 9. VI. The prosecutor traps Mitia

Άρχισε τότε κάτι εντελώς αναπάντεχο κι εκπληκτικό για το Μίτια. Ένα λεπτό πριν δε θα μπορούσε καν να φανταστεί πως θα 'ταν δυνατό να του φερθούν έτσι, αυτουνού, του Μίτια Καραμάζοβ! Το κυριότερο ήταν που όλη αυτή η ιστορία είχε κάτι το ταπεινωτικό, και από μέρος τους «μια υπεροψία και περιφρόνηση». Δε θα τον πείραζε φυσικά αν ήταν να βγάλει μονάχα το σακάκι του. Όμως εκείνοι τον παρακαλέσανε να γδυθεί πιο πολύ. Κι ούτε τον παρακαλέσανε. Ουσιαστικά τον διατάξανε. O Μίτια το κατάλαβε πολύ καλά αυτό. Όμως υποτάχτηκε ολότελα και δεν είπε λέξη, δείχνοντάς τους μ' αυτό τον τρόπο την περηφάνεια και την περιφρόνησή του. Πίσω απ' το παραβάν μπήκανε, εκτός από το Νικολάι Παρφιόνοβιτς και τον εισαγγελέα, μερικοί χωροφύλακες.

«Αυτοί βέβαια θα 'ναι για να επιβάλουν την τάξη», σκέφτηκε ο Μίτια, «ίσως όμως να τους φέρανε και για κανέναν άλλο λόγο».

— Λοιπόν, μπας και θέλετε να βγάλω και το πουκάμισο; ρώτησε απότομα, μα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν του απάντησε.

Εκείνη τη στιγμή εξέταζε προσεκτικά με τον εισαγγελέα τη ρεντιγκότα, το παντελόνι, το γιλέκο, το πηλήκιο κι ήταν φανερό πως ενδιαφέρθηκαν κι οι δυο τους τρομερά μ' αυτή την έρευνα. «Καθόλου δε με λογαριάζουν», σκέφτηκε ο Μίτια. «Ούτε τους απαραίτητους τύπους της ευγένειας δεν κρατάνε».

— Σας ρωτάω για δεύτερη φορά: Πρέπει ή όχι να βγάλω το πουκάμισο; πρόφερε ακόμα πιο τραχιά και φουρκισμένα.

— Μην ανησυχείτε, θα σας πούμε εμείς τι πρέπει να κάνετε, απάντησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κάπως αυταρχικά.

Τουλάχιστο του Μίτια έτσι του φάνηκε.

Στο μεταξύ ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας ανταλλάζανε σιγανά τις γνώμες τους. Στη ρεντιγκότα, ιδιαίτερα στην αριστερή μεριά από πίσω, βρήκανε μεγάλες κηλίδες αίμα. Το αίμα είχε ξεραθεί κι είχε κοκαλώσει και το ύφασμα εκεί ήταν ζαρωμένο ακόμα. Στο παντελόνι, το ίδιο. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς ψαχούλεψε μονάχος μ' εξαιρετική φροντίδα μπροστά στους χωροφύλακες το γιακά, όλες τις διπλές και τις ραφές της ρεντιγκότας και του παντελονιού. Ήταν φανερό πως έψαχνε για κάτι —για χρήματα βέβαια. Το κυριότερο ήταν που λέγανε κει μπροστά στο Μίτια πως μπορεί να 'χε κρύψει λεφτά μέσα στη φόδρα των ρούχων του.

«Λες κι είμαι κλέφτης κι όχι αξιωματικός», γκρίνιασε από μέσα του.

Λέγανε μπροστά του τις γνώμες τους με καταπληχτική ειλικρίνεια. O γραφέας λόγου χάρη, που βρέθηκε κι αυτός πίσω απ' το παραβάν, είπε στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς να προσέξει το πηλήκιο.

— Τον θυμάστε το Γρίντενκα, το γραμματικό; Το καλοκαίρι τον στείλανε να φέρει τους μιστούς όλης της υπηρεσίας. Όταν γύρισε είπε πως μέθυσε και τα 'χασε. Και πού νομίζετε πως τα βρήκανε; Είχε βάλει τα κατοστάρικα μέσα στα σιρίτια του πηλήκιου αφού τα 'στρίψε καλά-καλά σα σωληνάκια».

Αυτή την περίπτωση του Γρίντενκα τη θυμόταν πολύ καλά ο εισαγγελέας κι ο ανακριτής. Γι' αυτό βάλανε κατά μέρος το πηλήκιο του Μίτια κι αποφάσισαν να το ξαναψάξουν επισταμένα αργότερα καθώς κι όλα τ' άλλα ρούχα.

— Για σταθείτε, ξεφώνισε ξάφνου ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς παρατηρώντας το γυρισμένο μανίκι του πουκάμισου του Μίτια, που 'ταν γεμάτο αίματα. Επιτρέψτε μου να δω. Τι είναι αυτό;

Αίμα;

— Αίμα, απάντησε απότομα ο Μίτια.

— Δηλαδή τι αίμα είν' αυτό... και γιατί γυρίσατε προς τα μέσα το μανίκι;

O Μίτια διηγήθηκε πως λέρωσε το μανίκι του όταν ψηλαφούσε το κούτελο του Γρηγόρη και το γύρισε προς τα μέσα όταν έπλενε τα χέρια του στου Περχότιν.

— Θ' αναγκαστούμε λοιπόν να σας πάρουμε το πουκάμισο...

αυτό είναι πολύ σπουδαίο... θα χρειαστεί για τεκμήριο.

O Μίτια κοκκίνισε, κόρωσε.

— Θα μείνω γυμνός δηλαδή; φώναξε.

— Μην ανησυχείτε... θα το κανονίσουμε κάπως κι αυτό. Στο μεταξύ κάντε τον κόπο να βγάλετε τις κάλτσες σας.

— Μήπως αστειεύεστε; Είναι στ' αλήθεια τόσο απαραίτητο αυτό; είπε ο Μίτια και τα μάτια του αστράψανε.

— Δεν έχουμε καιρό γι' αστεία, είπε αυστηρά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Τι να γίνει, μια και χρειάζεται... εγώ... τραύλισε ο Μίτια κι αφού κάθισε στο κρεβάτι άρχισε να βγάζει τις κάλτσες του.

Ντρεπόταν αβάσταχτα: Όλοι ήταν ντυμένοι κι αυτός ξεντυμένος και, παράξενο, έτσι καθώς ήταν ξεντυμένος ένιωσε κι ο ίδιος ένοχο τον εαυτό του απέναντί τους και, το σπουδαιότερο, παραδέχτηκε ξάφνου πως πραγματικά ήταν κατώτερος απ' όλους τους και πως τώρα πια έχουν κάθε δικαίωμα να τον περιφρονούν.

«Όταν είναι όλοι γυμνοί δε ντρέπεσαι, μα όταν εσύ μονάχα είσαι ξεντυμένος κι όλοι σε κοιτάζουν —αίσχος!» έλεγε και ξανάλεγε μέσα του. «Λες και βλέπω όνειρο. Στα όνειρά μου είδα πολλές φορές πως καταντροπιάζομαι έτσι».

Μα το να βγάλει τις κάλτσες ήταν πια σωστό μαρτύριο γι' αυτόν. Οι κάλτσες ήταν βρόμικες μα και τα εσώρουχα το ίδιο και τώρα όλοι το βλέπανε αυτό. Μα το σπουδαιότερο ήταν που κι ο ίδιος δεν αγαπούσε τα πόδια του, από μικρός νόμιζε πως τα δάχτυλα και των δυο του ποδιών ήταν πολύ μεγάλα και τερατόμορφα, ιδιαίτερα ένα χοντρό νύχι στο δεξί πόδι, ένα πλακουτσωτό και γυρισμένο προς τα κάτω νύχι που τώρα θα το βλέπανε όλοι τους. Δεν μπορούσε να υποφέρει αυτή τη ντροπή κι άρχισε επίτηδες να φέρεται πιο αγροίκα. Έβγαλε απότομα το πουκάμισό του.

— Θέλετε να με ψάξετε και κάπου αλλού; Ή, μήπως ντρέπεστε;

— Όχι, προς το παρόν δε χρειάζεται.

— Και θα μείνω έτσι γυμνός; πρόσθεσε ο Μίτια μανιασμένος. — Ναι, αυτό προς το παρόν είναι απαραίτητο... Καθίστε για λίγο δω πέρα... μπορείτε να πάρετε μια κουβέρτα απ' το κρεβάτι και να τυλιχτείτε και γω... εγώ στο μεταξύ θα τα κανονίσω όλα.

Όλα τα πράματα τα δείξανε στους χωροφύλακες, γράψανε το πρακτικό της έρευνας και τέλος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς βγήκε. Τα ρούχα τα πήρανε. Βγήκε κι ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς. Μείνανε με το Μίτια μονάχα οι χωροφύλακες και τον κοιτάζανε σιωπηλά κι επίμονα. O Μίτια τυλίχτηκε στην κουβέρτα. Κρύωνε. Τα γυμνά του πόδια ξεπετάγονταν έξω απ' την κουβέρτα και δεν τα κατάφερνε να τα σκεπάσει. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς αργούσε βασανιστικά, «λες και με παίρνει για κάνα σκύλο», έτριζε τα δόντια του ο Μίτια.

«Αυτός ο κανάγιας ο εισαγγελέας, έφυγε κι αυτός, από περιφρόνηση ασφαλώς. Σιχάθηκε, φαίνεται, να βλέπει έναν γυμνό».

Ωστόσο ο Μίτια περίμενε πως αφού εξετάσουν κει πέρα τα ρούχα του θα του τα ξαναδώσουν. O καθένας λοιπόν το καταλαβαίνει πόσο αγανάχτησε όταν είδε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς να γυρίζει μαζί μ' ένα χωροφύλακα που κουβαλούσε άλλα ρούχα.

— Να λοιπόν που σας έφερα και ρούχα, είπε κείνος φανερά ευχαριστημένος που τα κατάφερε τόσο όμορφα. Σας τα παραχωρεί ο κύριος Καλγκάνοβ. Μας έδωσε κι ένα καθαρό πουκάμισο. Ευτυχώς που βρεθήκανε όλ' αυτά στη βαλίτσα του.

Τα εσώρουχα και τις κάλτσες σας μπορείτε να τα κρατήσετε.

O Μίτια κόρωσε.

— Δε θέλω ξένα ρούχα! φώναξε άγρια. Δώστε μου τα δικά μου!

— Αδύνατο.

— Δώστε μου τα δικά μου. Στο διάολο ο Καλγκάνοβ και τα ρούχα του μαζί!

Κάνανε πολλήν ώρα να τον καθησυχάσουν. Τέλος τα καταφέρανε. Του δώσανε να καταλάβει πως τα ρούχα του, μιας κι ήταν ματωμένα «έπρεπε να συμπεριληφθούν στα τεκμήρια» και πως «ούτε καν έχουν δικαίωμα να τον αφήσουν να τα ξαναφορέσει... μιας και δεν ξέρουν ακόμα πώς θα τελειώσει όλη τούτη η υπόθεση». O Μίτια πείστηκε τελικά πως έτσι είναι. Σώπασε, έγινε σκυθρωπός κι άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Παρατήρησε μονάχα καθώς φόραγε το σακάκι πως έχει καλύτερο ύφασμα απ' το δικό του που ήταν και παλιό και πως δεν θα το 'θελε να νομίσουν ότι «επωφελήθηκε απ' την ευκαιρία». Εκτός απ' αυτό ήταν και «ταπεινωτικά» στενά.

— «Μπας και θέλετε να γίνω των σκυλιών μασκαράς... για να διασκεδάσετε εσείς;»

Του είπανε πως και δω υπερβάλλει τα πράγματα, πως ο κύριος Καλγκάνοβ αν κι είναι ψηλότερος απ' αυτόν, όμως η διαφορά είναι πολύ μικρή και το μόνο άσχημο θα 'ναι που το παντελόνι θα του 'ρθει λιγάκι μακρύ. Μα η ρεντιγκότα αποδείχτηκε πραγματικά στενή στους ώμους.

— Φτου, να πάρει ο διάολος. Ούτε να κουμπωθείς δεν μπορείς, γκρίνιασε και πάλι ο Μίτια. Κάντε μου τη χάρη να πείτε τώρα αμέσως στον κύριο Καλγκάνοβ πως εγώ δεν είχα καθόλου σκοπό να του ζητήσω τα ρούχα του μα πως μ' αναγκάσανε να μασκαρευτώ.

— Το καταλαβαίνει πολύ καλά και λυπάται... δηλαδή δε λυπάται για τα ρούχα του μα για όλ' αυτά που έγιναν... μάσησε τα λόγια του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Στα παλιά μου τα παπούτσια κι αν λυπάται κι αν δε λυπάται.

Πού θα πάμε τώρα; Ή, μήπως θα κάτσουμε δω μέσα;

Τον παρακάλεσαν να ξαναπάει στην προηγούμενη θέση του. O Μίτια βγήκε σκυθρωπός και θυμωμένος και προσπαθούσε να μην κοιτάει κανέναν. Φορώντας το ξένο κουστούμι ένιωθε τον εαυτό του καταντροπιασμένο ακόμα και μπροστά σ' αυτούς τους μουζίκους και τον Τρύφωνα Μπορίσιτς, που το πρόσωπό του φάνηκε για μια στιγμή στην πόρτα κι ύστερα εξαφανίστηκε και πάλι.

«Ήρθε να κοιτάξει το μασκαρά», σκέφτηκε ο Μίτια.

Κάθισε στην καρέκλα του. Όλ' αυτά του φαίνονταν παράδοξα κι εφιαλτικά. Νόμιζε πως έχανε τα λογικά του.

— Λοιπόν τι θα γίνει τώρα; Μήπως θ' αρχίσετε να με μαστιγώνετε; Άλλο τίποτα δε μένει να μου κάνετε, είπε θυμωμένα γυρίζοντας προς το μέρος του εισαγγελέα.

Στο Νικολάι Παρφιόνοβιτς ούτε να μιλήσει πια δεν ήθελε, σα να μην τον καταδεχόταν. «Το παράκανε ο άτιμος. Εξέτασε απ' όλες τις μεριές τις κάλτσες μου και σα να μην έφτανε αυτό πρόσταξε να τις αναποδογυρίσουν για να δουν όλοι πόσο βρόμικες είναι!»

— Τώρα θα πρέπει να εξετάσουμε τους μάρτυρες, πρόφερε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς σα ν' απαντούσε στην ερώτηση του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς.

— Ναι, πρόφερε σκεφτικά ο εισαγγελέας σαν κάτι να συλλογιζόταν κι αυτός.

— Εμείς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, κάναμε ό,τι μπορούσαμε για το καλό σας, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· μα αφού αρνείστε τόσο κατηγορηματικά να μας εξηγήσετε από πού βρέθηκαν κείνα τα χρήματα, έχουμε τώρα την υποχρέωση...

— Τι πέτρα είν' αυτή που 'χετε στο δαχτυλίδι σας; τον διέκοψε ξάφνου ο Μίτια, λες και μόλις τώρα είχε τελειώσει κάποια βαθυστόχαστη σκέψη, δείχνοντας ένα απ' τα τρία δαχτυλίδια που φορούσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς στο δεξί του χέρι.

— Η πέτρα; ρώτησε κατάπληκτος ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, κείνη κει... στο μεσαίο δάχτυλο, με τις φλεβίτσες, τι πέτρα είναι; επέμενε ο Μίτια κάπως ερεθισμένα σαν πεισματάρικο παιδί.

— Είναι θαμπό τοπάζι, χαμογέλασε και πάλι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, θέλετε να το βγάλω να το δείτε από κοντά;...

— Όχι, όχι μην το βγάζετε! φώναξε άγρια ο Μίτια που κατάλαβε ξαφνικά τι κάνει και θύμωσε με τον εαυτό του· μην το βγάζετε, δεν υπάρχει λόγος... Να πάρει ο διάολος... Κύριοι, μου μαγαρίσατε την ψυχή. Νομίζετε πως θα σας το 'κρυβα αν πραγματικά είχα σκοτώσει τον πατέρα μου, πως θα 'λεγα ψέματα και θα προσπαθούσα να ξεφύγω με πονηριές; Όχι, δεν είναι απ' αυτούς που ξέρετε ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να το υποφέρει. Αν ήμουν ένοχος δε θα περίμενα να ρθείτε εσείς εδώ πέρα, δε θα περίμενα το ξημέρωμα όπως είχα σκοπό, μα θα ξέκανα τον εαυτό μου πολύ νωρίτερα! Αυτό το νιώθω τώρα γιατί έχω πείρα. Κι είκοσι χρόνια να ζούσα δε θα μάθαινα τόσα πολλά όσα έμαθα τούτη την καταραμένη νύχτα!... Νομίζετε πως θα καθόμουν τώρα να σας μιλάω όπως σας μιλάω και θα σας κοίταζα όπως σας κοιτάζω αν πραγματικά είχα σκοτώσει τον πατέρα μου τη στιγμή που κι ο τυχαίος ακόμα φόνος του Γρηγόρη δεν μ' άφηνε σε ησυχία όλη τη νύχτα; Και δεν ήταν μονάχα ο φόβος, ω, δεν ήταν μονάχα ο φόβος της τιμωρίας σας! Αίσχος! Και θέλετε ύστερα απ' όλ' αυτά να πω σε χλευαστές σαν και σας, που δεν καταλαβαίνουν τίποτα, και δεν πιστεύουν τίποτα, να πω σε τυφλοπόντικους και χλευαστές μιαν άλλη κρυφή ντροπή μου, μια ντροπή ακόμα πάνω στις τόσες άλλες; Όχι, δεν θα πω τίποτα, έστω κι αν η αποκάλυψη του μυστικού μου θα μ' έσωζε απ' την κατηγορία σας. Κάλλιο να πάω στο κάτεργο! Εκείνος του άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι του πατέρα μου, εκείνος τον σκότωσε και τον λήστεψε. Ποιος ήταν αυτός; Βασανίζομαι να το μαντέψω μα δεν ξέρω τι να υποθέσω. Όμως ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ δεν ήταν, βάλτε το καλά στο νου σας. Αυτά είναι όλα που μπορώ να σας πω. Φτάνει, φτάνει πια, αφήστε με ήσυχο... Εξορίστε με, σκοτώστε με, μα μη μ' εκνευρίζετε περισσότερο. Από δω και μπρος δε λέω λέξη πια. Φωνάξτε τους μάρτυρές σας!

O Μίτια πρόφερε τον αναπάντεχο μονόλογό του σα να 'χε αποφασίσει να σωπάσει τελειωτικά πια. O εισαγγελέας όλη την ώρα που μίλαγε τον κοίταζε προσεκτικά και, μόλις ο Μίτια σώπασε, είπε ξαφνικά με τον πιο ψύχραιμο και ήρεμο τρόπο, σα να έλεγε την πιο συνηθισμένη κουβέντα.

— Αναφορικά μ' αυτή την ανοιγμένη πόρτα, μπορούμε τώρα να σας πούμε, μιας κι έγινε κουβέντα, μιαν εξαιρετικά περίεργη μα και σημαντική πληροφορία, τόσο για μας όσο και για σας, που μας έδωσε ο γερο-Γρηγόρης Βασίλιεβιτς. Όταν συνήλθε μας είπε καθαρά —κι επέμενε στην άποψή του όταν τον ξαναρωτήσαμε— πως όταν βγήκε στο χαγιάτι κι άκουσε θόρυβο στον κήπο, αποφάσισε να πάει εκεί απ' το πορτάκι που είχε μείνει ανοιχτό. Μπαίνοντας στον κήπο, πριν ακόμα σας παρατηρήσει καθώς φεύγατε τρέχοντας στο σκοτάδι, όπως μας το είπατε κι ο ίδιος, απ' τ' ανοιχτό παράθυρο, απ' όπου είδατε τον πατέρα σας, αυτός, ο Γρηγόρης, ρίχνοντας ένα βλέμμα στ' αριστερά είδε πως το παράθυρο ήταν πραγματικά ανοιχτό, μα είδε ταυτόχρονα και την πόρτα ορθάνοιχτη —σημειώστε πως η πόρτα βρισκόταν πολύ πιο κοντά του καθώς στεκόταν στην είσοδο του κήπου— κείνη την ίδια πόρτα που εσείς μας είπατε πως ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόσαστε στον κήπο. Δε σας κρύβω πως ο Βασίλιεβ βεβαιώνει ότι θα πρέπει να βγήκατε απ' αυτήν ίσα-ίσα την πόρτα, αν κι ο ίδιος δεν το 'δε φυσικά αυτό με τα μάτια του γιατί όταν σας παρατήρησε βρισκόσασταν κιόλας στη μέση σχεδόν του κήπου και τρέχατε προς το φράχτη...

Ο Μίτια πολύ πριν τελειώσει ο εισαγγελέας είχε πεταχτεί απ' τη θέση του και στεκόταν όρθιος.

— Βλακείες! ούρλιαξε ξάφνου παράφορα. Αυτό είναι αδιάντροπο ψέμα! Δεν μπορεί να είδε την πόρτα ανοιχτή γιατί τότε ήταν κλεισμένη... Ψέματα λέει!

— Νομίζω πως έχω υποχρέωση να σας ξαναπώ ότι ο μάρτυρας είναι σίγουρος. Δεν αμφιβάλλει καθόλου κι επιμένει. Τον ρωτήσαμε και τον ξαναρωτήσαμε κάμποσες φορές γι' αυτό το ζήτημα.

— Ειδικά εγώ τον ρώτησα πάρα πολλές φορές! βεβαίωσε με ζέση ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ψέματα, ψέματα! Ή, θέλησε να με συκοφαντήσει ή είναι φαντασίωση ενός τρελού, ένα απ' τα δυο, εξακολουθούσε να φωνάζει ο Μίτια. Το πράμα είναι φανερό. Έτσι πληγωμένος, ματωμένος, δεν ξέρει τι λέει, παραμιλάει, όταν συνήλθε φαντάστηκε πως την είδε ανοιχτή... Παραμιλάει, σας λέω.

— Ναι, όμως δεν είδε ανοιχτή την πόρτα όταν συνήλθε απ' το χτύπημα μα πριν, τότε που μόλις έμπαινε στον κήπο.

— Μα είναι ψέμα, σας λέω, ψέμα. Αυτό δεν μπορεί να 'ταν! Από κακία θέλει να με συκοφαντήσει... Δεν μπορεί να την είδε... Εγώ δε βγήκα απ' την πόρτα... έλεγε λαχανιασμένα ο Μίτια.

O εισαγγελέας γύρισε προς το μέρος του Νικολάι Παρφιόνοβιτς και του είπε υποβλητικά:

— Δείξτε το.

— Το αναγνωρίζετε αυτό; είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κι απίθωσε ξαφνικά στο τραπέζι ένα μεγάλο φάκελο από χοντρό χαρτί, με τρεις σφραγίδες από βουλοκέρι.

O φάκελος ήταν άδειος και σκισμένος στη μιαν άκρη. O Μίτια τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια.

— Αυτός... αυτός θα πρέπει να 'ναι ο φάκελος του πατέρα, μουρμούρισε· εδώ ήταν κείνες οι τρεις χιλιάδες... κι αν η επιγραφή... επιτρέψτε μου. «Στην πουλαδίτσα μου»... να, τρεις χιλιάδες, φώναζε, τρεις χιλιάδες. Βλέπετε;

— Πώς, και βέβαια το βλέπουμε, όμως δεν βρήκαμε λεφτά μέσα, ο φάκελος ήταν άδειος, πεταμένος στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι, πίσω απ' το παραβάν.

Για κάμποσα δευτερόλεπτα ο Μίτια έμεινε κόκαλο.

— Κύριοι, ο Σμερντιακόβ είναι! φώναξε ξαφνικά μ' όλη του τη δύναμη. Αυτός σκότωσε κι αυτός έκανε τη ληστεία! Αυτός μονάχα ήξερε πού έκρυβε ο γέρος το φάκελο... Αυτός είναι, τώρα πια είμαι βέβαιος!

— Όμως και σεις ξέρατε πως υπήρχε ο φάκελος και μάλιστα πως ήταν κρυμμένος κάτω απ' το μαξιλάρι.

— Ποτέ μου δεν το 'ξερα, ποτέ δεν τον είχα δει, τώρα τον βλέπω για πρώτη φορά. Το 'ξερα μονάχα απ' αυτά που μου 'λεγε ο Σμερντιακόβ... Μονάχα αυτός ήξερε πού τον είχε κρυμμένον ο γέρος, εγώ δεν το 'ξερα, έλεγε ο Μίτια μη μπορώντας σχεδόν να πάρει ανάσα.

— Κι όμως σεις ο ίδιος μας είπατε πως ο φάκελος ήταν κάτω απ' το μαξιλάρι του πατέρα σας. Έτσι ακριβώς είπατε: «Κάτω απ' το μαξιλάρι». Πάει να πει λοιπόν ξέρατε πολύ καλά πού βρισκότανε.

— Έτσι και το γράψαμε! βεβαίωσε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Βλακείες, ασυναρτησίες! Καθόλου δεν το 'ξερα πως ήταν κάτω απ' το μαξιλάρι.,. Μα μπορεί να μην ήταν κιόλας κάτω απ' το μαξιλάρι... Εγώ το 'πα έτσι στα κουτουρού. Τι λέει ο Σμερντιακόβ; Τον ρωτήσατε πού βρισκόταν ο φάκελος; Τι λέει ο Σμερντιακόβ; Αυτό είναι το σημαντικό... Όσο για μένα επίτηδες είπα ψέματα σε βάρος μου... Σας είπα ψέματα χωρίς να σκεφτώ πως μπορούσε και στ' αλήθεια να βρισκόταν κει πέρα... Αυτό γίνεται καμιά φορά, σου 'ρχονται στο στόμα κάποια λόγια και τα λες. Όμως μονάχα ο Σμερντιακόβ το 'ξερε, μονάχα ο Σμερντιακόβ και κανένας άλλος!... Ούτε και μένα μου είπε πού βρισκόταν ο φάκελος! Όμως αυτός είναι, αυτός. Σίγουρα αυτός έκανε το φόνο, τώρα πια το βλέπω καθαρά, ξεφώνιζε όλο και πιο παράφορα ο Μίτια, επαναλαμβάνοντας ασυνάρτητα τα λόγια του μ' έξαψη. Νιώστε το αυτό και συλλάβετέ τον γρήγορα, γρήγορα... Τον σκότωσε την ώρα που εγώ είχα φύγει κι ο Γρηγόρης κοιτόταν αναίσθητος, τώρα πια είναι φανερό... Χτύπησε συνθηματικά, κι ο πατέρας μου του άνοιξε... Γιατί αυτός ήταν ο μόνος που 'ξερε το σύνθημα κι ο πατέρας μου δε θ' άνοιγε σε κανέναν αν δεν του χτυπούσαν συνθηματικά...

— Όμως και πάλι ξεχνάτε το γεγονός, είπε ο εισαγγελέας το ίδιο συγκρατημένα μα σάμπως θριαμβεύοντας· ότι δεν υπήρχε λόγος να χτυπήσει συνθηματικά αφού η πόρτα ήταν ανοιχτή απ' την ώρα ακόμα που εσείς βρισκόσασταν στον κήπο...

— Η πόρτα, η πόρτα, μουρμούρισε ο Μίτια.

Σώπασε και κοίταξε κατάματα τον εισαγγελέα. Έπεσε εξαντλημένος στην καρέκλα του. Έγινε γενική σιωπή.

— Ναι, η πόρτα!... Αυτό είναι σωστό φάντασμα! O Θεός είναι εναντίον μου! ξεφώνισε κοιτάζοντας ολότελα άπλανα πια μπροστά του.

— Βλέπετε, λοιπόν, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; πρόφερε σοβαρά ο εισαγγελέας. Σκεφτείτε το και μόνος σας. Απ' τη μια μεριά έχουμε τη μαρτυρία για την ανοιχτή πόρτα απ' όπου βγήκατε τρέχοντας και που τόσο μας στεναχωρεί γιατί είναι εις βάρος σας. Απ' την άλλη, η ακατανόητη κι επίμονη άρνησή σας να μας πείτε πού βρεθήκανε κείνα τα λεφτά τη στιγμή που μόλις πριν από τρεις ώρες βάλατε ενέχυρο —αυτό τ' ομολογήσατε ο ίδιος —τα πιστόλια σας για να πάρετε μονάχα δέκα ρούβλια! Έχοντας όλ' αυτά υπ' όψη σας βγάλατε μονάχος σας την απόφαση: Τι πρέπει να πιστέψουμε και τι να παραδεχτούμε; Μη μας κατηγορείτε πως είμαστε «ψυχροί, κυνικοί και σαρκαστές» και πως δεν είμαστε σε θέση να σας πιστέψουμε όταν μας ανοίγετε την καρδιά σας... Ελάτε και σεις στη θέση μας...

O Μίτια ήταν αφάνταστα ταραγμένος, είχε χλομιάσει.

— Καλά! φώναξε ξαφνικά- θα σας αποκαλύψω το μυστικό μου, θα σας πω από πού πήρα τα χρήματα!... Θα σας πω. την ντροπή μου για να μην κατηγορώ αργότερα ούτε σας ούτε τον εαυτό μου...

— Και να 'στε βέβαιος, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, άρχισε να λέει με κάπως συγκινημένη και χαρούμενη φωνή ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, πως κάθε ειλικρινής και πλήρης ομολογία σας, ειδικά τούτη τη στιγμή, μπορεί στο τέλος να επιδράσει και να ελαφρύνει τη θέση σας και μάλιστα εκτός απ' αυτό...

Όμως ο εισαγγελέας τον σκούντησε ελαφρά κάτω απ' το τραπέζι και κείνος πρόφτασε να σταματήσει έγκαιρα. Μα ο Μίτια ούτε που τον άκουγε.