×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. V. Δοκιμασία Τρίτη

9. V. Δοκιμασία Τρίτη

O Μίτια αν κι άρχισε να μιλάει δύσθυμα, ωστόσο προσπαθούσε να μην ξεχάσει και να μην παραλείψει ούτε μια λεπτομέρεια απ' τη διήγησή του. Διηγήθηκε πώς σκαρφάλωσε στο φράχτη του κήπου του πατέρα του και πήδηξε μέσα, πώς έφτασε ως το παράθυρο και περιέγραψε όλα όσα είδε κι έκανε δίπλα σ' εκείνο το παράθυρο. Τους μίλησε με καθαρότητα κι ακρίβεια για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του που τον ανατάραζαν εκείνες τις στιγμές μέσα στον κήπο όταν τόσο βασανιστικά ήθελε να μάθει αν η Γκρούσενκα ήταν στου πατέρα του ή όχι. Μα παράξενο: O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον ακούγανε τώρα τρομερά συγκρατημένοι, τον κοιτάζανε ανέκφραστα, ερωτήσεις του κάνανε ελάχιστες. O Μίτια δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απ' την έκφραση των προσώπων τους.

«Φαίνεται πως πειράχτηκαν και θυμώσανε», σκέφτηκε. «Ε, στο διάολο!»

Όταν τους διηγήθηκε ότι στο τέλος αποφάσισε να χτυπήσει το σύνθημα για να ειδοποιήσει τον πατέρα του πως ήρθε τάχα η Γκρούσενκα για ν' ανοίξει εκείνος το παράθυρο, ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν προσέξανε καθόλου τη λέξη σύνθημα, σα να μην κατάλαβαν καθόλου τι σημασία έχει εδώ τούτη η λέξη. Τόσο που του Μίτια του 'κανε εντύπωση. Όταν έφτασε τέλος στο σημείο όπου είδε τον πατέρα του να σκύβει απ' το παράθυρο, ένιωσε ένα αβάσταχτο μίσος κι άρπαξε το γουδοχέρι που είχε στην τσέπη του, ξάφνου, σα να το έκανε επίτηδες σταμάτησε. Καθόταν και κοίταζε τον τοίχο. Το 'ξερε πως εκείνοι έχουν καρφώσει πάνω του τα βλέμματά τους.

— Λοιπόν, είπε ο ανακριτής· αρπάξατε το όπλο και... και τι έγινε ύστερα;

— Ύστερα; Μα ύστερα τον σκότωσα... του 'δωσα μια στο κούτελο και του 'σπασα το κρανίο... Έτσι δεν το νομίζετε; είπε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Τον ξανάπιασε και πάλι ο θυμός του.

— Εμείς έτσι νομίζουμε, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ας είναι. Εσείς πώς λέτε πως έγινε;

O Μίτια χαμήλωσε τα μάτια του και σώπασε για πολλήν ώρα.

— Εγώ λέω, κύριοι, εγώ λέω πως συνέβη τούτο, άρχισε να λέει σιγανά. Δεν ξέρω πώς έγινε, είτε τίποτα δάκρυα είτε οι προσευχές της μητέρας μου πέτυχαν αυτή τη χάρη απ' το Θεό, είτε μ' ασπάστηκε κάποιο καλό πνεύμα, μα το γεγονός είναι ότι ο διάολος νικήθηκε. Έφυγα απ' το παράθυρο κι έτρεξα προς το μέρος του φράχτη... O πατέρας μου τρόμαξε, τότε μόλις με διέκρινε, έβγαλε μια κραυγή και τραβήχτηκε μέσα απότομα· αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Και γω πέρασα απ' τον κήπο κι έφτασα στο φράχτη... εκεί ήταν που μ' έφτασε ο Γρηγόρης, όταν πια είχα καβαλικέψει το φράχτη...

Εδώ κοίταξε επιτέλους τους ακροατές του. Εκείνοι φαίνονταν να τον παρατηρούν με μεγάλη μα ατάραχη προσοχή. Κάποιο ρίγος αγανάκτησης πέρασε απ' την ψυχή του Μίτια.

— Σα να βλέπω, κύριοι, πως με περιγελάτε, είπε αναπάντεχα.

— Γιατί το νομίζετε αυτό; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν πιστεύετε ούτε λέξη απ' αυτά που σας είπα, να γιατί. Το καταλαβαίνω δα πως τώρα είναι που 'φτασα στο κυριότερο σημείο: O γέρος κοίτεται κει πέρα με σπασμένο το κεφάλι και γω, αφού σας περιέγραψα με τραγικό τρόπο το πώς ήθελα να τον σκοτώσω και πώς έβγαλα πια το γουδοχέρι απ' την τσέπη μου, σας λέω τώρα πως έφυγα ξάφνου απ' το παράθυρο βάζοντάς το στα πόδια... Σωστό ποίημα! Σε στίχους θ' άξιζε να γραφτεί! Μπορεί να πιστέψει κανείς τα λόγια ενός παρόμοιου παλικαρά; Χα-χα! Μα την αλήθεια, κύριοι, δεν μπορεί παρά να γελάτε μαζί μου!

Και στράφηκε απότομα πάνω στην καρέκλα του, έτσι που η καρέκλα έτριξε.

—Μήπως παρατηρήσατε, άρχισε ξάφνου να λέει ο εισαγγελέας σα να μην πρόσεξε την ταραχή του Μίτια, μήπως προσέξατε όταν φεύγατε απ' το παράθυρο αν η πόρτα που βγάζει στον

κήπο, στην άλλη άκρη του σπιτιού, ήταν ανοιχτή; — Όχι, δεν ήταν ανοιχτή.

— Δεν ήταν;

— Απεναντίας ήταν διπλομανταλωμένη, ποιος τάχα θα μπορούσε να την ανοίξει; Μπα, η πόρτα... μα για σταθείτε! είπε σαν κάτι να σκέφτηκε ξαφνικά και σχεδόν ανατρίχιασε —μα

μήπως εσείς τη βρήκατε ανοιχτή την πόρτα;

— Ανοιχτή.

— Μα ποιος μπορεί να την άνοιξε λοιπόν αν δεν την ανοίξατε σεις; είπε ξάφνου ο Μίτια τρομερά απορημένος.

— Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη κι ο φονιάς του πατέρα σας μπήκε από κει χωρίς αμφιβολία κι αφού έκανε το έγκλημα, έφυγε απ' τον ίδιο δρόμο, πρόφερε αργά ο εισαγγελέας τονίζοντας κάθε συλλαβή. Σ' αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Σίγουρα ο φόνος έγινε μέσα στο δωμάτιο κι όχι απ' το παράθυρο. Αυτό είναι ολοφάνερο από την επιτόπια έρευνα που κάναμε, απ' τη θέση που βρέθηκε το πτώμα κι απ' όλα. Σ' αυτό δε χωράει αμφιβολία.

O Μίτια ήταν κατάπληκτος.

— Μα αυτό είναι αδύνατο, κύριοι! φώναξε σα να τα 'χασε εντελώς εγώ... εγώ δεν μπήκα μέσα... σας βεβαιώνω πως η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόμουνα στον κήπο και τη στιγμή που έφευγα από κει. Εγώ στεκόμουνα κάτω απ' το παράθυρο κι από κει τον είδα. Αυτό έκανα μονάχα, αυτό... Θυμάμαι όλα όσα γίνανε ως την τελευταία στιγμή. Μα κι αν δε θυμόμουνα, το ίδιο θα 'τανε γιατί το ξέρω, γιατί τα συνθήματα μονάχα ο Σμερντιακόβ και γω τα ξέραμε κι ακόμα κείνος, ο μακαρίτης δηλαδή, κι αυτός, αν δεν άκουγε το σύνθημα, δε θ' άνοιγε σε κανέναν!

— Συνθήματα; Τι συνθήματα είν' αυτά; είπε ο εισαγγελέας με μιαν υστερική σχεδόν περιέργεια κι έχασε στο λεπτό όλη τη συγκρατημένη του αξιοπρέπεια.

Ρώτησε δειλά, σα να σερνόταν προσεχτικά προς το θύμα του. Κατάλαβε πως πρόκειται για κάποιο πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν το 'ξερε ακόμα και φοβήθηκε αμέσως τρομερά πως ο Μίτια δεν θα 'θελε ίσως να του το αποκαλύψει.

— Α, ώστε δεν το ξέρετε! είπε ο Μίτια κλείνοντάς του το μάτι και χαμογελώντας κοροϊδευτικά και μοχθηρά. Και τι θα γίνει αν δε σας το πω; Από ποιον θα το μάθετε τότε; Τούτα τα συνθήματα τα 'ξερε μονάχα ο μακαρίτης, ο Σμερντιακόβ και γω. Βέβαια τα ξέρει κι ο Θεός, όμως αυτός φυσικά δεν θα σας τα πει. Κι όμως τούτη η λεπτομέρεια έχει ενδιαφέρον, ένας διάολος το ξέρει σε τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει, χα-χα! Ησυχάστε, καλοί μου κύριοι, θα σας τα πω, οι φόβοι σας είναι γελοίοι. Δε με ξέρετε καλά εμένα! Έχετε να κάνετε μ' έναν υπόδικο, που μονάχος του σας παρέχει ενδείξεις εναντίον του, κάνει κακό του κεφαλιού του! Ναι, γιατί εγώ, βλέπετε, είμαι ιππότης, όμως εσείς δεν είσαστε!

O εισαγγελέας τα κατάπιε όλα γιατί έτρεμε από ανυπομονησία να μάθει την καινούργια λεπτομέρεια. O Μίτια τούς διηγήθηκε με ακρίβεια όλα όσα αφορούσαν τα συνθήματα που σοφίστηκε ο Φιόντορ Παύλοβιτς για να μπορεί να τον ειδοποιεί ο Σμερντιακόβ. Εξήγησε τι ακριβώς σήμαινε το κάθε χτύπημα και χτύπησε τα συνθήματα στο τραπέζι. Όταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς τον ρώτησε αν χτύπησε στο παράθυρο το σύνθημα που σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε», ο Μίτια απάντησε πως αυτό ίσα-ίσα το σύνθημα χτύπησε.

— Τώρα λοιπόν έχετε το θεμέλιο για να χτίσετε ολόκληρο πύργο! είπε απότομα ο Μίτια και γύρισε πάλι με περιφρόνηση προς την άλλη μεριά.

— Κι αυτά τα συνθήματα τα ξέρατε μονάχα σεις, ο πατέρας σας κι ο υπηρέτης Σμερντιακόβ; Κανένας άλλος; ρώτησε για μιαν ακόμα φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, ο υπηρέτης Σμερντιακόβ κι ακόμα ο ουρανός. Σημειώστε, ο ουρανός. Αυτό δα χρειάζεται να σημειωθεί. Μα και σας θα σας χρειαστεί ο Θεός.

Τα γράψανε βέβαια όλ' αυτά, μα καθώς τα γράφανε, ο εισαγγελέας, σαν κάτι να σκέφτηκε αναπάντεχα κι είπε ξαφνικά.

— Αφού ήξερε αυτά τα συνθήματα κι ο Σμερντιακόβ και σεις. αρνιέστε τόσο επίμονα κάθε ανάμιξη στο φόνο του πατέρα σας, μήπως, λέω, είν' αυτός που μπήκε στο σπίτι αφού προηγούμενα χτύπησε συνθηματικά στην πόρτα κι ύστερα... έκανε το έγκλημα;

O Μίτια τον κοίταξε κοροϊδευτικά και με μίσος. Τον κοίταξε έτσι σιωπηλός για πολλήν ώρα, τόσο που ο εισαγγελέας ανοιγόκλεισε τα μάτια του.

— Τώρα μάλιστα! είπε επιτέλους ο Μίτια. Τον πιάσατε στη φάκα, χε-χε! Διαβάζω καθαρά τι σκέπτεστε, εισαγγελέα μου!

Σίγουρα θα νομίζατε πως θα πεταγόμουνα και θ' άδραχνα τούτη την ευκαιρία για να δικαιολογηθώ φωνάζοντας: «Αχ, ναι, ο Σμερντιακόβ είναι, αυτός είναι ο φονιάς», ομολογείστε πως έτσι σκεφτήκατε, ομολογείστε το. Τότε μονάχα θα συνεχίσω.

Μα ο εισαγγελέας δεν ομολόγησε. Σώπαινε και περίμενε.

—Λάθος κάνατε. Δε θα κατηγορήσω το Σμερντιακόβ! είπε ο Μίτια.

— Ούτε τον υποπτεύεστε καθόλου;

— Εσείς τον υποπτεύεστε;

— Τον υποπτευθήκαμε και αυτόν.

O Μίτια στύλωσε τα μάτια στο πάτωμα.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, πρόφερε σκυθρωπά. Ακούστε: Απ' την αρχή ακόμα, όταν βγήκα απ' αυτό το παραβάν και σας αντίκρισα, πέρασε από το κεφάλι μου τούτη η σκέψη: «O Σμερντιακόβ είναι!» Καθόμουνα εδώ πέρα και φώναζα πως είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου, κι όλο και σκεφτόμουν: «O Σμερντιακόβ είναι!» Και δεν έλεγε να ξεκολλήσει ο Σμερντιακόβ απ' τη σκέψη μου. Τέλος και τώρα μόλις ξανασκέφτηκα: «O Σμερντιακόβ είναι!» Όμως αυτό κράτησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως ύστερα σκέφτηκα: «Όχι, δεν είναι ο Σμερντιακόβ!» Δεν είναι δυνατό να το έκανε αυτός, κύριοι!

— Μήπως υποπτεύεστε τότε κανέναν άλλον; ρώτησε επιφυλακτικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν ξέρω αν το 'κανε άλλος ή το χέρι του Θεού ή του Σατανά, μα... δεν ήταν ο Σμερντιακόβ! είπε αποφασιστικά ο Μίτια.

— Μα γιατί βεβαιώνετε τόσο επίμονα κι είσαστε σίγουρος πως δεν είν' αυτός;

— Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Τέτοια εντύπωση έχω. Γιατί ο Σμερντιακόβ είναι ένας άνθρωπος τιποτένιος και δειλός. Δειλός δεν λέει τίποτα. Είναι ένα δίποδο άθροισμα όλη της δειλίας του κόσμου. Λες και τον γέννησε κότα. Μιλώντας μαζί μου, έτρεμε κάθε φορά μήπως τον σκοτώσω, ενώ εγώ ούτε το χέρι μου δε σήκωσα ποτέ πάνω του. Έπεφτε στα πόδια μου κι έκλαιγε, μου φίλαγε τούτα δω τα παπούτσια, ικετεύοντάς με «να μην τον φοβίζω». Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Ενώ εγώ του έκανα και δώρα ακόμα. Είναι μια βρεμένη κότα, ένας επιληπτικός μ' αδύναμο μυαλό, κι ένα παιδί οχτώ χρονώ θα μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο. Χαρακτήρα το λέτε αυτό; Δεν είναι ο Σμερντιακόβ, κύριοι, αυτός ούτε τα λεφτά δεν αγαπάει, όταν του χάριζα τίποτα, αυτός δεν το 'παιρνε... Κι εξάλλου γιατί να σκοτώσει το γέρο; Αφού μάλιστα ίσως να 'ναι νόθος γιος του, το ξέρατε αυτό;

— Την ακούσαμε αυτή τη φήμη. Μα και σεις είσαστε γιος του κι όμως το λέγατε σ' όλους πως θέλετε να τον σκοτώσετε.

— Πόντος για μένα! Ταπεινός και πρόστυχος πόντος! Μα δε φοβάμαι! Ω, κύριοι, σα να μου φαίνεται πως είναι πολύ πρόστυχο από μέρος σας να μου το λέτε έτσι κατάμουτρα! Είναι πρόστυχο γιατί εγώ ο ίδιος σας το είπα. Όχι μονάχα ήθελα μα και μπορούσα να τον σκοτώσω. Μήπως δεν σας ομολόγησα πως παραλίγο να τον σκότωνα; Όμως δεν τον σκότωσα, αυτό είναι το σπουδαίο, μ' έσωσε ο φύλακας-άγγελός μου... μα σεις δεν το λάβατε αυτό υπ' όψη σας... Κι αυτό είναι το πρόστυχο και το χυδαίο από μέρος σας! Γιατί δε σκότωσα, δε σκότωσα, δε σκότωσα! Τ' ακούτε, κύριε εισαγγελέα, δε σκότωσα!

Πνιγόταν. Πρώτη φορά σ' όλη τη διάρκεια της ανάκρισης είχε ταραχτεί τόσο.

— Και τι σας είπε, κύριοι, ο Σμερντιακόβ; είπε ξαφνικά αφού σώπασε για λίγο. Έχω το δικαίωμα να σας ρωτήσω;

— Έχετε το δικαίωμα να μας ρωτάτε για το καθετί που σχετίζεται με τα γεγονότα, απάντησε ο εισαγγελέας ψυχρά κι αυστηρά· και μεις, το ξαναλέω, έχουμε υποχρέωση να σας απαντήσουμε. Βρήκαμε τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που γι' αυτόν μας ρωτάτε, αναίσθητο στο κρεβάτι του. Τον είχε πιάσει μια πολύ δυνατή κρίση επιληψίας, η δέκατη ίσως από χτες. O γιατρός που ήταν μαζί μας εξέτασε τον άρρωστο και μας είπε πως ίσως να μη ζήσει ως το πρωί.

— Ε, αφού είναι έτσι, τότε τον πατέρα μου τον σκότωσε ο διάολος! του ξέφυγε ξάφνου του Μίτια, λες κι ίσαμε κείνη τη στιγμή ρωτούσε συνεχώς τον εαυτό του: «O Σμερντιακόβ ήτανε ή όχι;»

— Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό το ζήτημα, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα, αν θέλετε, συνεχίστε τη διήγησή σας.

O Μίτια ζήτησε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. Εκείνοι του το επιτρέψανε ευγενικά. Αφού ξεκουράστηκε, άρχισε πάλι την εξιστόρησή του. Μα ήταν φανερό πως υπόφερε. Ήταν καταβασανισμένος, προσβλημένος και ψυχικά αναστατωμένος. Σα να μη φτάνανε αυτά, ο εισαγγελέας, λες και το 'κανε επίτηδες, άρχισε να τον σταματάει κάθε λίγο και λιγάκι για να ξεψαχνίσει μερικές «μικρολεπτομέρειες». Μόλις πρόφτασε ο Μίτια να διηγηθεί πώς χτύπησε το Γρηγόρη στο κεφάλι όντας καθισμένος πάνω στο φράχτη κι ύστερα ξαναπήδησε πάλι μέσα στον κήπο κι έσκυψε πάνω απ' τον πεσμένο, ο εισαγγελέας τον σταμάτησε και τον παρακάλεσε να τους περιγράφει πιο λεπτομερειακά πώς ακριβώς καθότανε πάνω στο φράχτη. O Μίτια απόρησε.

— Μα καθόμουνα καβαλικευτά, το ένα πόδι απ' τη μια μεριά, το άλλο απ' την άλλη...

— Και το γουδοχέρι;

— Το γουδοχέρι το κράταγα στο χέρι μου.

— Δεν το 'χατε στην τσέπη σας; Το θυμάστε καλά αυτό; Για πέστε μας, πήρατε μεγάλη φόρα με το χέρι για να χτυπήσετε;

— Ασφαλώς μεγάλη, μα τι σας χρειάζεται αυτό;

— Θα θέλατε να καθίσετε στην καρέκλα ακριβώς όπως καθόσαστε τότε πάνω στο φράχτη και να μας παραστήσετε πώς σηκώσατε το χέρι, πώς χτυπήσατε και κατά πού;

— Με κοροϊδεύετε δηλαδή; ρώτησε ο Μίτια και τον κοίταξε υπεροπτικά.

Μα εκείνου ούτε το μάτι του δεν έπαιξε. O Μίτια γύρισε σπασμωδικά, καβαλίκεψε την καρέκλα κι έκανε τη χειρονομία.

— Να έτσι τον χτύπησα! Έτσι τον σκότωσα! Τι άλλο θέλετε από μένα;

— Σας ευχαριστώ. Θα έχετε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε για ποιον ακριβώς λόγο ξαναπηδήσατε στον κήπο; Τι σκοπό είχατε, τι υπολογίζατε να κάνετε;

— Ε, διάολε, πήδησα για να δω τον πληγωμένο... Δεν ξέρω γιατί!

— Όντας τόσο ταραγμένος; Κι ενώ το βάζατε στα πόδια;

— Ναι, όντας ταραγμένος κι ενώ το 'βαζα στα πόδια.

— Θέλατε να τον βοηθήσετε μήπως;

— Μπα, τι βοήθεια να του δώσω... Μα ίσως και γι' αυτό, δε θυμάμαι.

— Δεν ξέρατε τι κάνατε; Δηλαδή τα 'χατε χάσει μήπως;

— Κάθε άλλο. Τα θυμάμαι όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Πήδησα κάτω για να δω τι απόγινε και του σκούπισα το μέτωπο με το μαντίλι.

— Το είδαμε το μαντίλι σας. Ελπίζατε πως θα μπορούσατε να συνεφέρετε το χτυπημένο;

— Δεν ξέρω αν είχα μια τέτοια ελπίδα. Ήθελα μονάχα να βεβαιωθώ αν ζει ή όχι.

— Α, ώστε θέλατε να βεβαιωθείτε; Και λοιπόν;

— Δεν είμαι γιατρός, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Έφυγα νομίζοντας πως τον σκότωσα, μα να που αυτός συνήλθε.

— Πολύ ωραία, είπε τελειώνοντας ο εισαγγελέας. Σας ευχαριστώ. Αυτό μου χρειαζόταν. Τώρα κάντε τον κόπο να συνεχίσετε.

Αλίμονο, ο Μίτια ούτε το σκέφτηκε καν να τους διηγηθεί (αν και το θυμόταν) πως πήδησε στον κήπο από οίκτο και πως σκύβοντας πάνω απ' το γέρο πρόφερε και μερικές λέξεις συμπόνιας:

«Άδικα την έπαθες, γέρο, τι να γίνει, μείνε λοιπόν εδώ πέρα». O εισαγγελέας όμως έβγαλε τούτο το συμπέρασμα: Για να πηδήσει κάτω «σε μια τέτοια στιγμή κι όντας τόσο ταραγμένος», θα πει πως ήθελε να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. «Ποια λοιπόν θα έπρεπε να είναι η ενεργητικότητα, η αποφασιστικότητα, η ψυχραιμία, η πνευματική διαύγεια αυτού του ανθρώπου και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή...» κ.τ.λ, κ.τ.λ. O εισαγγελέας ήταν ευχαριστημένος. «Τον ερέθισα με μικρολεπτομέρειες», σκεφτότανε, «κι αυτός προδόθηκε».

O Μίτια συνέχισε με κόπο τη διήγησή του. Μα και πάλι τον διέκοψε τούτη τη φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Πώς μπήκατε στο σπίτι της υπηρέτριας Φεντόσιας Μάρκοβας με καταματωμένα τα χέρια σας κι όπως αποδείχτηκε αργότερα και το πρόσωπο;

— Μα τότε καθόλου δεν το παρατήρησα πως είμαι γεμάτος αίματα! απάντησε ο Μίτια.

— Αυτό δεν είναι παράξενο, συμβαίνει πολλές φορές, είπε ο εισαγγελέας κοιτάζοντας τον Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ακριβώς έτσι έγινε, αυτό το είπατε πολύ ωραία, κύριε εισαγγελέα μου, συμφώνησε ξαφνικά ο Μίτια.

Άρχισε τότε να διηγιέται πώς αποφάσισε να «παραμερίσει» και «ν' αφήσει να περάσουν οι ευτυχισμένοι». Μα τώρα δεν μπορούσε ν' ανοίξει την καρδιά του όπως πρώτα και να τους μιλήσει για «τη βασίλισσα της ψυχής του». Αυτό του ήταν αποτροπιαστικό μπροστά σ' αυτά τα ψυχρά πλάσματα, «όμοια με κοριούς που του ρουφούσαν το αίμα».

Γι' αυτό και απαντούσε στις επανειλημμένες ερωτήσεις τους σύντομα και ξερά.

— Ε, λοιπόν, αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω. Ποιος ο λόγος να εξακολουθήσω να ζω; Ήρθε ο πρώτος αγαπημένος της, ο αναμφισβήτητος, ο άνθρωπος που την πρόσβαλε μα που ύστερα από πέντε χρόνια ήρθε για να ξεπλύνει την προσβολή με το στεφάνωμα. Κατάλαβα λοιπόν πως όλα πια ήταν χαμένα... Ήταν κιόλας η ντροπή... κι ακόμα το αίμα του Γρηγόρη... Γιατί να ζήσω λοιπόν; Πήγα κι εξαγόρασα τα πιστόλια που 'χα βάλει ενέχυρο κι είχα σκοπό να φυτέψω τα χαράματα μια σφαίρα στο κεφάλι μου...

— Και τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο;

— Τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο. Όμως που να πάρει ο διάολος, κύριοι, ας τελειώνουμε καμιά φορά. Ήμουν αποφασισμένος να ξεμπερδεύω κατά τις πέντε το πρωί. Στου Περχότιν ετοίμασα και το χαρτάκι, τότε που γέμισα και το πιστόλι. Να το χαρτάκι, διαβάστε το. Αν και δεν τα λέω για σας αυτά! πρόσθεσε ξαφνικά με περιφρόνηση.

Έβγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου το χαρτί και το πέταξε στο τραπέζι. Εκείνοι το διαβάσανε με περιέργεια και, όπως συνηθίζεται, το επισυνάψανε στο φάκελο.

— Και δε σκεφτήκατε να πλύνετε τα χέρια σας ούτε κι όταν πηγαίνατε στου κυρίου Περχότιν; Δε φοβόσαστε δηλαδή μήπως σας υποπτευθούν;

— Να με υποπτευθούν; Και δεν πάει να με υποπτεύονταν; Έτσι κι έτσι εγώ θα 'ρχόμουνα δω πέρα και στις πέντε θα σκοτωνόμουνα, δε θα πρόφταιναν λοιπόν τίποτα να κάνουν. Γιατί αν δεν γινόταν αυτό που 'γινε με τον πατέρα μου, σεις δε θα μαθαίνατε τίποτα και δε θα 'ρχόσασταν εδώ πέρα. Ω, ο διάολος τα 'κανε όλα, αυτός σκότωσε τον πατέρα και σεις απ' αυτόν μάθατε τι συνέβη! Πώς φτάσατε αλήθεια τόσο γρήγορα;

— O κύριος Περχότιν μάς πληροφόρησε πως όταν μπήκατε στο σπίτι του κρατούσατε στα χέρια σας... στα ματωμένα χέρια σας... τα χρήματα... πολλά χρήματα... ένα πάκο κατοστάρικα και πως τα είδε όλ' αυτά και το παιδί που 'χει για υπηρέτη.

— Έτσι είναι, κύριοι, κάπως έτσι τα θυμάμαι και γω.

— Εδώ γεννιέται μια απορία. Θα μπορούσατε να μας πείτε, άρχισε να λέει μ' εξαιρετική ευγένεια ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· πού βρήκατε ξάφνου τόσα λεφτά τη στιγμή που όλα τα γεγονότα δείχνουν κι αποδεικνύεται ακόμα κι απ' τον υπολογισμό της ώρας πως δεν περάσατε σπίτι σας;

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε λίγο μ' αυτή την ερώτηση που έγινε τόσο απότομα μα δε διέκοψε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, δεν πήγα καθόλου στο σπίτι μου, είπε ο Μίτια φαινομενικά πολύ ήρεμα μα κοιτάζοντας το πάτωμα.

— Επιτρέψτε μας λοιπόν να επαναλάβουμε την ερώτηση, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς μ' ένα ύφος σερνάμενης πονηριάς. Πού βρήκατε ένα τέτοιο ποσό έτσι μονομιάς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος το παραδεχτήκατε στις πέντε τ' απόγευμα της ίδιας μέρας...

— Είχα ανάγκη από δέκα ρούβλια κι έδωσα ενέχυρο στον Περχότιν τα πιστόλια μου, ύστερα πήγα στην Χοχλάκοβα για να της ζητήσω τρεις χιλιάδες και κείνη δε μου 'δωσε και τα λοιπά και τα λοιπά, τον διέκοψε απότομα ο Μίτια. Ναι, κύριοι, δεν είχα πεντάρα και ξαφνικά βρέθηκα με χιλιάδες. Έτσι; Το βλέπω, κύριοι, πως τούτη τη στιγμή τρέμετε κι οι δυο σας: Και τι θα γίνει αν δε μας πει από πού τις πήρε; Δίκιο έχετε. Δεν θα σας το πω, κύριοι, καλά το μαντέψατε, δεν θα το μάθετε ποτέ, είπε ξάφνου ο Μίτια με μεγάλη αποφασιστικότητα.

Οι ανακριτές σωπάσανε για λίγο.

— Πρέπει να καταλάβετε, κύριε Καραμάζοβ, πως μας είναι εντελώς απαραίτητο να το ξέρουμε, πρόφερε αργά και ταπεινά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Το καταλαβαίνω, όμως δε θα σας το πω.

Ανακατεύτηκε κι ο εισαγγελέας και του υπενθύμισε πως ο ανακρινόμενος μπορεί βέβαια να μην απαντάει στις ερωτήσεις που του κάνουνε αν νομίζει πως αυτό τον συμφέρει κ.τ.λ, μα όταν λάβει κανείς υπ' όψη του πόσες υποψίες γεννάει αυτή η σιωπή τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για μια τόσο σπουδαία ερώτηση που...

— Και ούτω καθ' εξής, κύριοι, και ούτω καθ' εξής! Φτάνει, όλη αυτή τη διδαχή την έχω ξανακούσει! τον διέκοψε και πάλι ο Μίτια. Το καταλαβαίνω και μόνος μου πόσο σπουδαίο είν' αυτό το ζήτημα και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το πιο ουσιαστικό σημείο όμως παρ' όλ' αυτά, δε θα μιλήσω.

— Στο κάτω-κάτω εμάς δε μας πολυνοιάζει, κακό δικό σας κάνετε, είπε νευρικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, κύριοι, είπε ο Μίτια και σηκώνοντας τα μάτια του κοίταξε και τους δυο κατάματα. Το προαισθανόμουν απ' την αρχή πως εδώ θα τα χαλάσουμε. Μα στην αρχή, όταν άρχισα να σας τα διηγιέμαι όλα, το σημείο αυτό ήταν ακόμα μακριά, λες και βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και γω είχα την αφέλεια ν' αρχίσω με την πρόταση για μιαν «αμοιβαία εμπιστοσύνη». Τώρα το βλέπω κι ο ίδιος πως μια τέτοια εμπιστοσύνη ήταν αδύνατο να υπάρξει γιατί, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα, πάλι θα φτάναμε κάποτε σ' αυτό το καταραμένο εμπόδιο! Να λοιπόν που φτάσαμε! Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Φυσικά δε σας κατηγορώ, δεν μπορείτε βέβαια να με πιστέψετε χωρίς αποδείξεις. Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά!

Σώπασε σκυθρωπός.

— Δε θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας αποκαλύψετε τίποτα, να μας πείτε δυο λόγια για την αιτία που σας κάνει να σωπαίνετε, ενώ το καταλαβαίνετε κι ο ίδιος πόσο αυτό είναι επικίνδυνο για σας;

O Μίτια χαμογέλασε θλιμμένα και σκεφτικά.

— Έχω πολύ πιο καλή καρδιά απ' όσο νομίζετε, κύριοι- θα σας εξηγήσω το γιατί, αν και δεν τ' αξίζετε να σας τα λέει κανείς αυτά. Το αποσιωπώ, κύριοι, γιατί υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση ένα προσωπικό μου αίσχος. Αν απαντήσω από πού πήρα τούτα τα χρήματα, θ' αποκαλύψω μια τόσο επαίσχυντη πράξη μου που ούτε θα μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν ο φόνος κι η ληστεία του πατέρα μου, αν βέβαια τον σκότωνα και τον λήστευα. Να γιατί δεν μπορώ να μιλήσω. Από ντροπή δεν μπορώ. Τι πάτε να κάνετε, κύριοι, θέλετε κι αυτό να το γράψετε;

— Ναι, θα το σημειώσουμε, τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν θα 'πρεπε να το γράψετε αυτό που σας είπα, για το «αίσχος» δηλαδή. Σας άνοιξα την καρδιά μου από καλοσύνη μου, μπορούσα να μη σας πω τίποτα, όμως εγώ (πώς να το πω;) σας το χάρισα. Μα εσείς και δω ακόμα πάτε να βγάλετε απ' τη μύγα ξύγκι. Ε, γράψτε το λοιπόν, γράψτε ό,τι θέλετε, είπε περιφρονητικά σα να τους σιχαινόταν. Δε σας φοβάμαι καθόλου και... περηφανεύομαι γι' αυτό.

— Μήπως θα θέλατε να μας πείτε τι είδους αίσχος είν' αυτό; τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε.

— Ούτε λέξη πια, c' est fini, μην κοπιάζετε άδικα. Δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, ούτε σεις, ούτε κανένας. Φτάνει πια, κύριοι, δεν θα πω τίποτα από δω και πέρα.

Αυτό το 'πε πολύ αποφασιστικά. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν επέμενε, όμως απ' το βλέμμα του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς κατάλαβε αμέσως πως εκείνος δεν έχασε ακόμα κάθε ελπίδα. — Θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας πείτε πόσα λεφτά κρατούσατε στο χέρι σας όταν μπήκατε στο σπίτι του κυρίου Περχότιν, δηλαδή πόσα ακριβώς ρούβλια;

— Ούτ' αυτό μπορώ να σας το πω.

— Αν δεν κάνω λάθος, μιλήσατε στον κύριο Περχότιν για τρεις χιλιάδες που σας έδωσε τάχα η κυρία Χοχλάκοβα. Έτσι;

— Ίσως να 'ναι κι έτσι. Αφήστε με ήσυχο, κύριοι, δεν πρόκειται να σας πω πόσα ήταν τα λεφτά.

— Θα θέλατε τουλάχιστο να κάνατε τον κόπο να μας διηγηθείτε πώς ήρθατε δω πέρα και τι κάνατε όταν φτάσατε στο ξενοδοχείο;

— Ουφ, αυτά μπορούν να σας τα πουν όλοι δω πέρα. Όμως γιατί όχι; Νομίζω πως μπορώ και γω να σας τα διηγηθώ.

Τους τα διηγήθηκε, όμως εμείς δε θα παραθέσουμε δω τη διήγησή του. Διηγόταν σύντομα και ξερά. Για τους ενθουσιασμούς της αγάπης του δεν είπε λέξη. Είπε ωστόσο πως δεν είχε πια την πρώτη αποφασιστικότητα ν' αυτοκτονήσει «ύστερα απ' τα καινούργια γεγονότα». Μα κι οι ανακριτές δεν τον ενόχλησαν πολύ αυτή τη φορά. Ήταν φανερό πως κάτι άλλο τους ενδιέφερε.

—Όλ' αυτά θα τα εξετάσουμε και πάλι, θα επανέλθουμε σ' αυτό το ζήτημα όταν θ' ανακρίνουμε τους μάρτυρες. Αυτό φυσικά θα γίνει παρουσία σας, είπε τελειώνοντας τις ερωτήσεις του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα επιτρέψτε μας να σας παρακαλέσουμε να βγάλετε απ' τις τσέπες σας όλα σας τα πράματα και, το κυριότερο, όλα σας τα χρήματα.

— Τα χρήματα; Παρακαλώ, το καταλαβαίνω πως αυτό χρειάζεται. Απορώ μάλιστα που δε μου το ζητήσατε πριν. Αν και βέβαια όλη την ώρα καθόμουνα μπροστά σας και δεν θα 'φευγα. Να τα λεφτά μου, πάρτε τα και μετρείστε τα, νομίζω πως δεν έχω άλλα.

Τα 'βγαλε όλα απ' τις τσέπες του, ακόμα και τα ψιλά, δυο εικοσαράκια τα 'βγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου. Τα μετρήσανε και βρήκαν πως ήταν οχτακόσια τριάντα έξι ρούβλια και σαράντα καπίκια.

— Αυτά είναι όλα; ρώτησε ο ανακριτής.

— Αυτά!

— Είχατε την καλοσύνη να μας πείτε μόλις τώρα, απαριθμώντας τα έξοδά σας, πως στο μπακάλικο των Πλότνικοβ αφήσατε τριακόσια ρούβλια, στον Περχότιν δώσατε δέκα, στον αμαξά είκοσι, εδώ χάσατε διακόσια, ύστερα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τ' απαρίθμησε όλα. O Μίτια τον βοήθησε πρόθυμα. Θυμηθήκανε και βάλανε στο λογαριασμό και το τελευταίο καπίκι. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς έκανε γρήγορα γρήγορα την άθροιση.

— Πάει να πει λοιπόν πως μ' αυτά τα οχτακόσια είχατε στην αρχή περίπου χίλια πεντακόσια ρούβλια. Έτσι;

— Πάει να πει πως τόσα ήτανε, είπε απότομα ο Μίτια.

— Πώς τότε βεβαιώνουν όλοι πως ήταν πολύ περισσότερα;

— Ας βεβαιώνουν.

—Μα και σεις ο ίδιος έτσι λέγατε.

—Και γω έτσι έλεγα.

—Θα βεβαιωθούμε για όλ' αυτά όταν θ' ανακρίνουμε και τους άλλους. Για τα λεφτά σας μην ανησυχείτε, θα τα φυλάξουμε μεις και θα 'ναι στην διάθεσή σας όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση... αυτή που άρχισε... αν γίνει φανερό ή μάλλον αν αποδεχτεί πως σας ανήκουν. Και τώρα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς σηκώθηκε ξαφνικά κι ανακοίνωσε σταθερά στο Μίτια πως «είναι υποχρεωμένος κι έχει το καθήκον» να κάνει λεπτομερέστατη έρευνα «του κουστουμιού σας κι όλων των άλλων ενδυμάτων»...

—Παρακαλώ, κύριοι, θ' αναποδογυρίσω όλες τις τσέπες μου αν θέλετε.

Και πραγματικά άρχισε ν' αναποδογυρίζει τις τσέπες του.

— Είναι απαραίτητο να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Πώς; Να γδυθώ; Φτου, να πάρει ο διάολος! Μα γιατί δε με ψάχνετε κι έτσι; Δεν μπορεί να γίνει κι έτσι;

— Αδύνατο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πρέπει να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Όπως θέλετε, υποτάχτηκε σκυθρωπά ο Μίτια· μονάχα σας παρακαλώ να μη γίνει εδώ, μα πίσω απ' το παραβάν. Ποιος θα κάνει την έρευνα;

— Μα και βέβαια πίσω απ' το παραβάν, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και για να δείξει πως συμφωνεί, χαμήλωσε το κεφάλι.

Το μικροσκοπικό του πρόσωπο πήρε μιαν εξαιρετικά επίσημη έκφραση.


9. V. Δοκιμασία Τρίτη 9. V. Test Tuesday

O Μίτια αν κι άρχισε να μιλάει δύσθυμα, ωστόσο προσπαθούσε να μην ξεχάσει και να μην παραλείψει ούτε μια λεπτομέρεια απ' τη διήγησή του. Διηγήθηκε πώς σκαρφάλωσε στο φράχτη του κήπου του πατέρα του και πήδηξε μέσα, πώς έφτασε ως το παράθυρο και περιέγραψε όλα όσα είδε κι έκανε δίπλα σ' εκείνο το παράθυρο. Τους μίλησε με καθαρότητα κι ακρίβεια για τα συναισθήματα και τις ανησυχίες του που τον ανατάραζαν εκείνες τις στιγμές μέσα στον κήπο όταν τόσο βασανιστικά ήθελε να μάθει αν η Γκρούσενκα ήταν στου πατέρα του ή όχι. Μα παράξενο: O εισαγγελέας κι ο ανακριτής τον ακούγανε τώρα τρομερά συγκρατημένοι, τον κοιτάζανε ανέκφραστα, ερωτήσεις του κάνανε ελάχιστες. O Μίτια δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα απ' την έκφραση των προσώπων τους.

«Φαίνεται πως πειράχτηκαν και θυμώσανε», σκέφτηκε. «Ε, στο διάολο!»

Όταν τους διηγήθηκε ότι στο τέλος αποφάσισε να χτυπήσει το σύνθημα για να ειδοποιήσει τον πατέρα του πως ήρθε τάχα η Γκρούσενκα για ν' ανοίξει εκείνος το παράθυρο, ο ανακριτής κι ο εισαγγελέας δεν προσέξανε καθόλου τη λέξη σύνθημα, σα να μην κατάλαβαν καθόλου τι σημασία έχει εδώ τούτη η λέξη. Τόσο που του Μίτια του 'κανε εντύπωση. Όταν έφτασε τέλος στο σημείο όπου είδε τον πατέρα του να σκύβει απ' το παράθυρο, ένιωσε ένα αβάσταχτο μίσος κι άρπαξε το γουδοχέρι που είχε στην τσέπη του, ξάφνου, σα να το έκανε επίτηδες σταμάτησε. Καθόταν και κοίταζε τον τοίχο. Το 'ξερε πως εκείνοι έχουν καρφώσει πάνω του τα βλέμματά τους.

— Λοιπόν, είπε ο ανακριτής· αρπάξατε το όπλο και... και τι έγινε ύστερα;

— Ύστερα; Μα ύστερα τον σκότωσα... του 'δωσα μια στο κούτελο και του 'σπασα το κρανίο... Έτσι δεν το νομίζετε; είπε και ξάφνου τα μάτια του λάμψανε.

Τον ξανάπιασε και πάλι ο θυμός του.

— Εμείς έτσι νομίζουμε, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ας είναι. Εσείς πώς λέτε πως έγινε;

O Μίτια χαμήλωσε τα μάτια του και σώπασε για πολλήν ώρα.

— Εγώ λέω, κύριοι, εγώ λέω πως συνέβη τούτο, άρχισε να λέει σιγανά. Δεν ξέρω πώς έγινε, είτε τίποτα δάκρυα είτε οι προσευχές της μητέρας μου πέτυχαν αυτή τη χάρη απ' το Θεό, είτε μ' ασπάστηκε κάποιο καλό πνεύμα, μα το γεγονός είναι ότι ο διάολος νικήθηκε. Έφυγα απ' το παράθυρο κι έτρεξα προς το μέρος του φράχτη... O πατέρας μου τρόμαξε, τότε μόλις με διέκρινε, έβγαλε μια κραυγή και τραβήχτηκε μέσα απότομα· αυτό το θυμάμαι πολύ καλά. Και γω πέρασα απ' τον κήπο κι έφτασα στο φράχτη... εκεί ήταν που μ' έφτασε ο Γρηγόρης, όταν πια είχα καβαλικέψει το φράχτη...

Εδώ κοίταξε επιτέλους τους ακροατές του. Εκείνοι φαίνονταν να τον παρατηρούν με μεγάλη μα ατάραχη προσοχή. Κάποιο ρίγος αγανάκτησης πέρασε απ' την ψυχή του Μίτια.

— Σα να βλέπω, κύριοι, πως με περιγελάτε, είπε αναπάντεχα.

— Γιατί το νομίζετε αυτό; ρώτησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν πιστεύετε ούτε λέξη απ' αυτά που σας είπα, να γιατί. Το καταλαβαίνω δα πως τώρα είναι που 'φτασα στο κυριότερο σημείο: O γέρος κοίτεται κει πέρα με σπασμένο το κεφάλι και γω, αφού σας περιέγραψα με τραγικό τρόπο το πώς ήθελα να τον σκοτώσω και πώς έβγαλα πια το γουδοχέρι απ' την τσέπη μου, σας λέω τώρα πως έφυγα ξάφνου απ' το παράθυρο βάζοντάς το στα πόδια... Σωστό ποίημα! Σε στίχους θ' άξιζε να γραφτεί! Μπορεί να πιστέψει κανείς τα λόγια ενός παρόμοιου παλικαρά; Χα-χα! Μα την αλήθεια, κύριοι, δεν μπορεί παρά να γελάτε μαζί μου!

Και στράφηκε απότομα πάνω στην καρέκλα του, έτσι που η καρέκλα έτριξε.

—Μήπως παρατηρήσατε, άρχισε ξάφνου να λέει ο εισαγγελέας σα να μην πρόσεξε την ταραχή του Μίτια, μήπως προσέξατε όταν φεύγατε απ' το παράθυρο αν η πόρτα που βγάζει στον

κήπο, στην άλλη άκρη του σπιτιού, ήταν ανοιχτή; — Όχι, δεν ήταν ανοιχτή.

— Δεν ήταν;

— Απεναντίας ήταν διπλομανταλωμένη, ποιος τάχα θα μπορούσε να την ανοίξει; Μπα, η πόρτα... μα για σταθείτε! είπε σαν κάτι να σκέφτηκε ξαφνικά και σχεδόν ανατρίχιασε —μα

μήπως εσείς τη βρήκατε ανοιχτή την πόρτα;

— Ανοιχτή.

— Μα ποιος μπορεί να την άνοιξε λοιπόν αν δεν την ανοίξατε σεις; είπε ξάφνου ο Μίτια τρομερά απορημένος.

— Η πόρτα ήταν ορθάνοιχτη κι ο φονιάς του πατέρα σας μπήκε από κει χωρίς αμφιβολία κι αφού έκανε το έγκλημα, έφυγε απ' τον ίδιο δρόμο, πρόφερε αργά ο εισαγγελέας τονίζοντας κάθε συλλαβή. Σ' αυτό δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Σίγουρα ο φόνος έγινε μέσα στο δωμάτιο κι όχι απ' το παράθυρο. Αυτό είναι ολοφάνερο από την επιτόπια έρευνα που κάναμε, απ' τη θέση που βρέθηκε το πτώμα κι απ' όλα. Σ' αυτό δε χωράει αμφιβολία.

O Μίτια ήταν κατάπληκτος.

— Μα αυτό είναι αδύνατο, κύριοι! φώναξε σα να τα 'χασε εντελώς εγώ... εγώ δεν μπήκα μέσα... σας βεβαιώνω πως η πόρτα ήταν κλειστή όλη την ώρα που βρισκόμουνα στον κήπο και τη στιγμή που έφευγα από κει. Εγώ στεκόμουνα κάτω απ' το παράθυρο κι από κει τον είδα. Αυτό έκανα μονάχα, αυτό... Θυμάμαι όλα όσα γίνανε ως την τελευταία στιγμή. Μα κι αν δε θυμόμουνα, το ίδιο θα 'τανε γιατί το ξέρω, γιατί τα συνθήματα μονάχα ο Σμερντιακόβ και γω τα ξέραμε κι ακόμα κείνος, ο μακαρίτης δηλαδή, κι αυτός, αν δεν άκουγε το σύνθημα, δε θ' άνοιγε σε κανέναν!

— Συνθήματα; Τι συνθήματα είν' αυτά; είπε ο εισαγγελέας με μιαν υστερική σχεδόν περιέργεια κι έχασε στο λεπτό όλη τη συγκρατημένη του αξιοπρέπεια.

Ρώτησε δειλά, σα να σερνόταν προσεχτικά προς το θύμα του. Κατάλαβε πως πρόκειται για κάποιο πολύ σημαντικό στοιχείο που δεν το 'ξερε ακόμα και φοβήθηκε αμέσως τρομερά πως ο Μίτια δεν θα 'θελε ίσως να του το αποκαλύψει.

— Α, ώστε δεν το ξέρετε! είπε ο Μίτια κλείνοντάς του το μάτι και χαμογελώντας κοροϊδευτικά και μοχθηρά. Και τι θα γίνει αν δε σας το πω; Από ποιον θα το μάθετε τότε; Τούτα τα συνθήματα τα 'ξερε μονάχα ο μακαρίτης, ο Σμερντιακόβ και γω. Βέβαια τα ξέρει κι ο Θεός, όμως αυτός φυσικά δεν θα σας τα πει. Κι όμως τούτη η λεπτομέρεια έχει ενδιαφέρον, ένας διάολος το ξέρει σε τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει, χα-χα! Ησυχάστε, καλοί μου κύριοι, θα σας τα πω, οι φόβοι σας είναι γελοίοι. Δε με ξέρετε καλά εμένα! Έχετε να κάνετε μ' έναν υπόδικο, που μονάχος του σας παρέχει ενδείξεις εναντίον του, κάνει κακό του κεφαλιού του! Ναι, γιατί εγώ, βλέπετε, είμαι ιππότης, όμως εσείς δεν είσαστε!

O εισαγγελέας τα κατάπιε όλα γιατί έτρεμε από ανυπομονησία να μάθει την καινούργια λεπτομέρεια. O Μίτια τούς διηγήθηκε με ακρίβεια όλα όσα αφορούσαν τα συνθήματα που σοφίστηκε ο Φιόντορ Παύλοβιτς για να μπορεί να τον ειδοποιεί ο Σμερντιακόβ. Εξήγησε τι ακριβώς σήμαινε το κάθε χτύπημα και χτύπησε τα συνθήματα στο τραπέζι. Όταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς τον ρώτησε αν χτύπησε στο παράθυρο το σύνθημα που σήμαινε πως «η Γκρούσενκα ήρθε», ο Μίτια απάντησε πως αυτό ίσα-ίσα το σύνθημα χτύπησε.

— Τώρα λοιπόν έχετε το θεμέλιο για να χτίσετε ολόκληρο πύργο! είπε απότομα ο Μίτια και γύρισε πάλι με περιφρόνηση προς την άλλη μεριά.

— Κι αυτά τα συνθήματα τα ξέρατε μονάχα σεις, ο πατέρας σας κι ο υπηρέτης Σμερντιακόβ; Κανένας άλλος; ρώτησε για μιαν ακόμα φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, ο υπηρέτης Σμερντιακόβ κι ακόμα ο ουρανός. Σημειώστε, ο ουρανός. Αυτό δα χρειάζεται να σημειωθεί. Μα και σας θα σας χρειαστεί ο Θεός.

Τα γράψανε βέβαια όλ' αυτά, μα καθώς τα γράφανε, ο εισαγγελέας, σαν κάτι να σκέφτηκε αναπάντεχα κι είπε ξαφνικά.

— Αφού ήξερε αυτά τα συνθήματα κι ο Σμερντιακόβ και σεις. αρνιέστε τόσο επίμονα κάθε ανάμιξη στο φόνο του πατέρα σας, μήπως, λέω, είν' αυτός που μπήκε στο σπίτι αφού προηγούμενα χτύπησε συνθηματικά στην πόρτα κι ύστερα... έκανε το έγκλημα;

O Μίτια τον κοίταξε κοροϊδευτικά και με μίσος. Τον κοίταξε έτσι σιωπηλός για πολλήν ώρα, τόσο που ο εισαγγελέας ανοιγόκλεισε τα μάτια του.

— Τώρα μάλιστα! είπε επιτέλους ο Μίτια. Τον πιάσατε στη φάκα, χε-χε! Διαβάζω καθαρά τι σκέπτεστε, εισαγγελέα μου!

Σίγουρα θα νομίζατε πως θα πεταγόμουνα και θ' άδραχνα τούτη την ευκαιρία για να δικαιολογηθώ φωνάζοντας: «Αχ, ναι, ο Σμερντιακόβ είναι, αυτός είναι ο φονιάς», ομολογείστε πως έτσι σκεφτήκατε, ομολογείστε το. Τότε μονάχα θα συνεχίσω.

Μα ο εισαγγελέας δεν ομολόγησε. Σώπαινε και περίμενε.

—Λάθος κάνατε. Δε θα κατηγορήσω το Σμερντιακόβ! είπε ο Μίτια.

— Ούτε τον υποπτεύεστε καθόλου;

— Εσείς τον υποπτεύεστε;

— Τον υποπτευθήκαμε και αυτόν.

O Μίτια στύλωσε τα μάτια στο πάτωμα.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, πρόφερε σκυθρωπά. Ακούστε: Απ' την αρχή ακόμα, όταν βγήκα απ' αυτό το παραβάν και σας αντίκρισα, πέρασε από το κεφάλι μου τούτη η σκέψη: «O Σμερντιακόβ είναι!» Καθόμουνα εδώ πέρα και φώναζα πως είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου, κι όλο και σκεφτόμουν: «O Σμερντιακόβ είναι!» Και δεν έλεγε να ξεκολλήσει ο Σμερντιακόβ απ' τη σκέψη μου. Τέλος και τώρα μόλις ξανασκέφτηκα: «O Σμερντιακόβ είναι!» Όμως αυτό κράτησε μόλις ένα δευτερόλεπτο. Αμέσως ύστερα σκέφτηκα: «Όχι, δεν είναι ο Σμερντιακόβ!» Δεν είναι δυνατό να το έκανε αυτός, κύριοι!

— Μήπως υποπτεύεστε τότε κανέναν άλλον; ρώτησε επιφυλακτικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν ξέρω αν το 'κανε άλλος ή το χέρι του Θεού ή του Σατανά, μα... δεν ήταν ο Σμερντιακόβ! είπε αποφασιστικά ο Μίτια.

— Μα γιατί βεβαιώνετε τόσο επίμονα κι είσαστε σίγουρος πως δεν είν' αυτός;

— Αυτή είναι η πεποίθησή μου. Τέτοια εντύπωση έχω. Γιατί ο Σμερντιακόβ είναι ένας άνθρωπος τιποτένιος και δειλός. Δειλός δεν λέει τίποτα. Είναι ένα δίποδο άθροισμα όλη της δειλίας του κόσμου. Λες και τον γέννησε κότα. Μιλώντας μαζί μου, έτρεμε κάθε φορά μήπως τον σκοτώσω, ενώ εγώ ούτε το χέρι μου δε σήκωσα ποτέ πάνω του. Έπεφτε στα πόδια μου κι έκλαιγε, μου φίλαγε τούτα δω τα παπούτσια, ικετεύοντάς με «να μην τον φοβίζω». Τι σημαίνουν αυτά τα λόγια; Ενώ εγώ του έκανα και δώρα ακόμα. Είναι μια βρεμένη κότα, ένας επιληπτικός μ' αδύναμο μυαλό, κι ένα παιδί οχτώ χρονώ θα μπορούσε να τον σπάσει στο ξύλο. Χαρακτήρα το λέτε αυτό; Δεν είναι ο Σμερντιακόβ, κύριοι, αυτός ούτε τα λεφτά δεν αγαπάει, όταν του χάριζα τίποτα, αυτός δεν το 'παιρνε... Κι εξάλλου γιατί να σκοτώσει το γέρο; Αφού μάλιστα ίσως να 'ναι νόθος γιος του, το ξέρατε αυτό;

— Την ακούσαμε αυτή τη φήμη. Μα και σεις είσαστε γιος του κι όμως το λέγατε σ' όλους πως θέλετε να τον σκοτώσετε.

— Πόντος για μένα! Ταπεινός και πρόστυχος πόντος! Μα δε φοβάμαι! Ω, κύριοι, σα να μου φαίνεται πως είναι πολύ πρόστυχο από μέρος σας να μου το λέτε έτσι κατάμουτρα! Είναι πρόστυχο γιατί εγώ ο ίδιος σας το είπα. Όχι μονάχα ήθελα μα και μπορούσα να τον σκοτώσω. Μήπως δεν σας ομολόγησα πως παραλίγο να τον σκότωνα; Όμως δεν τον σκότωσα, αυτό είναι το σπουδαίο, μ' έσωσε ο φύλακας-άγγελός μου... μα σεις δεν το λάβατε αυτό υπ' όψη σας... Κι αυτό είναι το πρόστυχο και το χυδαίο από μέρος σας! Γιατί δε σκότωσα, δε σκότωσα, δε σκότωσα! Τ' ακούτε, κύριε εισαγγελέα, δε σκότωσα!

Πνιγόταν. Πρώτη φορά σ' όλη τη διάρκεια της ανάκρισης είχε ταραχτεί τόσο.

— Και τι σας είπε, κύριοι, ο Σμερντιακόβ; είπε ξαφνικά αφού σώπασε για λίγο. Έχω το δικαίωμα να σας ρωτήσω;

— Έχετε το δικαίωμα να μας ρωτάτε για το καθετί που σχετίζεται με τα γεγονότα, απάντησε ο εισαγγελέας ψυχρά κι αυστηρά· και μεις, το ξαναλέω, έχουμε υποχρέωση να σας απαντήσουμε. Βρήκαμε τον υπηρέτη Σμερντιακόβ που γι' αυτόν μας ρωτάτε, αναίσθητο στο κρεβάτι του. Τον είχε πιάσει μια πολύ δυνατή κρίση επιληψίας, η δέκατη ίσως από χτες. O γιατρός που ήταν μαζί μας εξέτασε τον άρρωστο και μας είπε πως ίσως να μη ζήσει ως το πρωί.

— Ε, αφού είναι έτσι, τότε τον πατέρα μου τον σκότωσε ο διάολος! του ξέφυγε ξάφνου του Μίτια, λες κι ίσαμε κείνη τη στιγμή ρωτούσε συνεχώς τον εαυτό του: «O Σμερντιακόβ ήτανε ή όχι;»

— Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό το ζήτημα, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα, αν θέλετε, συνεχίστε τη διήγησή σας.

O Μίτια ζήτησε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί. Εκείνοι του το επιτρέψανε ευγενικά. Αφού ξεκουράστηκε, άρχισε πάλι την εξιστόρησή του. Μα ήταν φανερό πως υπόφερε. Ήταν καταβασανισμένος, προσβλημένος και ψυχικά αναστατωμένος. Σα να μη φτάνανε αυτά, ο εισαγγελέας, λες και το 'κανε επίτηδες, άρχισε να τον σταματάει κάθε λίγο και λιγάκι για να ξεψαχνίσει μερικές «μικρολεπτομέρειες». Μόλις πρόφτασε ο Μίτια να διηγηθεί πώς χτύπησε το Γρηγόρη στο κεφάλι όντας καθισμένος πάνω στο φράχτη κι ύστερα ξαναπήδησε πάλι μέσα στον κήπο κι έσκυψε πάνω απ' τον πεσμένο, ο εισαγγελέας τον σταμάτησε και τον παρακάλεσε να τους περιγράφει πιο λεπτομερειακά πώς ακριβώς καθότανε πάνω στο φράχτη. O Μίτια απόρησε.

— Μα καθόμουνα καβαλικευτά, το ένα πόδι απ' τη μια μεριά, το άλλο απ' την άλλη...

— Και το γουδοχέρι;

— Το γουδοχέρι το κράταγα στο χέρι μου.

— Δεν το 'χατε στην τσέπη σας; Το θυμάστε καλά αυτό; Για πέστε μας, πήρατε μεγάλη φόρα με το χέρι για να χτυπήσετε;

— Ασφαλώς μεγάλη, μα τι σας χρειάζεται αυτό;

— Θα θέλατε να καθίσετε στην καρέκλα ακριβώς όπως καθόσαστε τότε πάνω στο φράχτη και να μας παραστήσετε πώς σηκώσατε το χέρι, πώς χτυπήσατε και κατά πού;

— Με κοροϊδεύετε δηλαδή; ρώτησε ο Μίτια και τον κοίταξε υπεροπτικά.

Μα εκείνου ούτε το μάτι του δεν έπαιξε. O Μίτια γύρισε σπασμωδικά, καβαλίκεψε την καρέκλα κι έκανε τη χειρονομία.

— Να έτσι τον χτύπησα! Έτσι τον σκότωσα! Τι άλλο θέλετε από μένα;

— Σας ευχαριστώ. Θα έχετε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε για ποιον ακριβώς λόγο ξαναπηδήσατε στον κήπο; Τι σκοπό είχατε, τι υπολογίζατε να κάνετε;

— Ε, διάολε, πήδησα για να δω τον πληγωμένο... Δεν ξέρω γιατί!

— Όντας τόσο ταραγμένος; Κι ενώ το βάζατε στα πόδια;

— Ναι, όντας ταραγμένος κι ενώ το 'βαζα στα πόδια.

— Θέλατε να τον βοηθήσετε μήπως;

— Μπα, τι βοήθεια να του δώσω... Μα ίσως και γι' αυτό, δε θυμάμαι.

— Δεν ξέρατε τι κάνατε; Δηλαδή τα 'χατε χάσει μήπως;

— Κάθε άλλο. Τα θυμάμαι όλα ως την τελευταία λεπτομέρεια. Πήδησα κάτω για να δω τι απόγινε και του σκούπισα το μέτωπο με το μαντίλι.

— Το είδαμε το μαντίλι σας. Ελπίζατε πως θα μπορούσατε να συνεφέρετε το χτυπημένο;

— Δεν ξέρω αν είχα μια τέτοια ελπίδα. Ήθελα μονάχα να βεβαιωθώ αν ζει ή όχι.

— Α, ώστε θέλατε να βεβαιωθείτε; Και λοιπόν;

— Δεν είμαι γιατρός, δεν μπόρεσα να καταλάβω. Έφυγα νομίζοντας πως τον σκότωσα, μα να που αυτός συνήλθε.

— Πολύ ωραία, είπε τελειώνοντας ο εισαγγελέας. Σας ευχαριστώ. Αυτό μου χρειαζόταν. Τώρα κάντε τον κόπο να συνεχίσετε.

Αλίμονο, ο Μίτια ούτε το σκέφτηκε καν να τους διηγηθεί (αν και το θυμόταν) πως πήδησε στον κήπο από οίκτο και πως σκύβοντας πάνω απ' το γέρο πρόφερε και μερικές λέξεις συμπόνιας:

«Άδικα την έπαθες, γέρο, τι να γίνει, μείνε λοιπόν εδώ πέρα». O εισαγγελέας όμως έβγαλε τούτο το συμπέρασμα: Για να πηδήσει κάτω «σε μια τέτοια στιγμή κι όντας τόσο ταραγμένος», θα πει πως ήθελε να βεβαιωθεί αν ζει ή όχι ο μοναδικός μάρτυρας του εγκλήματος. «Ποια λοιπόν θα έπρεπε να είναι η ενεργητικότητα, η αποφασιστικότητα, η ψυχραιμία, η πνευματική διαύγεια αυτού του ανθρώπου και μάλιστα σε μια τέτοια στιγμή...» κ.τ.λ, κ.τ.λ. O εισαγγελέας ήταν ευχαριστημένος. «Τον ερέθισα με μικρολεπτομέρειες», σκεφτότανε, «κι αυτός προδόθηκε».

O Μίτια συνέχισε με κόπο τη διήγησή του. Μα και πάλι τον διέκοψε τούτη τη φορά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Πώς μπήκατε στο σπίτι της υπηρέτριας Φεντόσιας Μάρκοβας με καταματωμένα τα χέρια σας κι όπως αποδείχτηκε αργότερα και το πρόσωπο;

— Μα τότε καθόλου δεν το παρατήρησα πως είμαι γεμάτος αίματα! απάντησε ο Μίτια.

— Αυτό δεν είναι παράξενο, συμβαίνει πολλές φορές, είπε ο εισαγγελέας κοιτάζοντας τον Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ακριβώς έτσι έγινε, αυτό το είπατε πολύ ωραία, κύριε εισαγγελέα μου, συμφώνησε ξαφνικά ο Μίτια.

Άρχισε τότε να διηγιέται πώς αποφάσισε να «παραμερίσει» και «ν' αφήσει να περάσουν οι ευτυχισμένοι». Μα τώρα δεν μπορούσε ν' ανοίξει την καρδιά του όπως πρώτα και να τους μιλήσει για «τη βασίλισσα της ψυχής του». Αυτό του ήταν αποτροπιαστικό μπροστά σ' αυτά τα ψυχρά πλάσματα, «όμοια με κοριούς που του ρουφούσαν το αίμα».

Γι' αυτό και απαντούσε στις επανειλημμένες ερωτήσεις τους σύντομα και ξερά.

— Ε, λοιπόν, αποφάσισα ν' αυτοκτονήσω. Ποιος ο λόγος να εξακολουθήσω να ζω; Ήρθε ο πρώτος αγαπημένος της, ο αναμφισβήτητος, ο άνθρωπος που την πρόσβαλε μα που ύστερα από πέντε χρόνια ήρθε για να ξεπλύνει την προσβολή με το στεφάνωμα. Κατάλαβα λοιπόν πως όλα πια ήταν χαμένα... Ήταν κιόλας η ντροπή... κι ακόμα το αίμα του Γρηγόρη... Γιατί να ζήσω λοιπόν; Πήγα κι εξαγόρασα τα πιστόλια που 'χα βάλει ενέχυρο κι είχα σκοπό να φυτέψω τα χαράματα μια σφαίρα στο κεφάλι μου...

— Και τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο;

— Τη νύχτα γλέντι τρικούβερτο. Όμως που να πάρει ο διάολος, κύριοι, ας τελειώνουμε καμιά φορά. Ήμουν αποφασισμένος να ξεμπερδεύω κατά τις πέντε το πρωί. Στου Περχότιν ετοίμασα και το χαρτάκι, τότε που γέμισα και το πιστόλι. Να το χαρτάκι, διαβάστε το. Αν και δεν τα λέω για σας αυτά! πρόσθεσε ξαφνικά με περιφρόνηση.

Έβγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου το χαρτί και το πέταξε στο τραπέζι. Εκείνοι το διαβάσανε με περιέργεια και, όπως συνηθίζεται, το επισυνάψανε στο φάκελο.

— Και δε σκεφτήκατε να πλύνετε τα χέρια σας ούτε κι όταν πηγαίνατε στου κυρίου Περχότιν; Δε φοβόσαστε δηλαδή μήπως σας υποπτευθούν;

— Να με υποπτευθούν; Και δεν πάει να με υποπτεύονταν; Έτσι κι έτσι εγώ θα 'ρχόμουνα δω πέρα και στις πέντε θα σκοτωνόμουνα, δε θα πρόφταιναν λοιπόν τίποτα να κάνουν. Γιατί αν δεν γινόταν αυτό που 'γινε με τον πατέρα μου, σεις δε θα μαθαίνατε τίποτα και δε θα 'ρχόσασταν εδώ πέρα. Ω, ο διάολος τα 'κανε όλα, αυτός σκότωσε τον πατέρα και σεις απ' αυτόν μάθατε τι συνέβη! Πώς φτάσατε αλήθεια τόσο γρήγορα;

— O κύριος Περχότιν μάς πληροφόρησε πως όταν μπήκατε στο σπίτι του κρατούσατε στα χέρια σας... στα ματωμένα χέρια σας... τα χρήματα... πολλά χρήματα... ένα πάκο κατοστάρικα και πως τα είδε όλ' αυτά και το παιδί που 'χει για υπηρέτη.

— Έτσι είναι, κύριοι, κάπως έτσι τα θυμάμαι και γω.

— Εδώ γεννιέται μια απορία. Θα μπορούσατε να μας πείτε, άρχισε να λέει μ' εξαιρετική ευγένεια ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς· πού βρήκατε ξάφνου τόσα λεφτά τη στιγμή που όλα τα γεγονότα δείχνουν κι αποδεικνύεται ακόμα κι απ' τον υπολογισμό της ώρας πως δεν περάσατε σπίτι σας;

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε λίγο μ' αυτή την ερώτηση που έγινε τόσο απότομα μα δε διέκοψε το Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ναι, δεν πήγα καθόλου στο σπίτι μου, είπε ο Μίτια φαινομενικά πολύ ήρεμα μα κοιτάζοντας το πάτωμα.

— Επιτρέψτε μας λοιπόν να επαναλάβουμε την ερώτηση, συνέχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς μ' ένα ύφος σερνάμενης πονηριάς. Πού βρήκατε ένα τέτοιο ποσό έτσι μονομιάς, τη στιγμή που όπως κι ο ίδιος το παραδεχτήκατε στις πέντε τ' απόγευμα της ίδιας μέρας...

— Είχα ανάγκη από δέκα ρούβλια κι έδωσα ενέχυρο στον Περχότιν τα πιστόλια μου, ύστερα πήγα στην Χοχλάκοβα για να της ζητήσω τρεις χιλιάδες και κείνη δε μου 'δωσε και τα λοιπά και τα λοιπά, τον διέκοψε απότομα ο Μίτια. Ναι, κύριοι, δεν είχα πεντάρα και ξαφνικά βρέθηκα με χιλιάδες. Έτσι; Το βλέπω, κύριοι, πως τούτη τη στιγμή τρέμετε κι οι δυο σας: Και τι θα γίνει αν δε μας πει από πού τις πήρε; Δίκιο έχετε. Δεν θα σας το πω, κύριοι, καλά το μαντέψατε, δεν θα το μάθετε ποτέ, είπε ξάφνου ο Μίτια με μεγάλη αποφασιστικότητα.

Οι ανακριτές σωπάσανε για λίγο.

— Πρέπει να καταλάβετε, κύριε Καραμάζοβ, πως μας είναι εντελώς απαραίτητο να το ξέρουμε, πρόφερε αργά και ταπεινά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Το καταλαβαίνω, όμως δε θα σας το πω.

Ανακατεύτηκε κι ο εισαγγελέας και του υπενθύμισε πως ο ανακρινόμενος μπορεί βέβαια να μην απαντάει στις ερωτήσεις που του κάνουνε αν νομίζει πως αυτό τον συμφέρει κ.τ.λ, μα όταν λάβει κανείς υπ' όψη του πόσες υποψίες γεννάει αυτή η σιωπή τη στιγμή μάλιστα που πρόκειται για μια τόσο σπουδαία ερώτηση που...

— Και ούτω καθ' εξής, κύριοι, και ούτω καθ' εξής! Φτάνει, όλη αυτή τη διδαχή την έχω ξανακούσει! τον διέκοψε και πάλι ο Μίτια. Το καταλαβαίνω και μόνος μου πόσο σπουδαίο είν' αυτό το ζήτημα και πως αυτό ίσα-ίσα είναι το πιο ουσιαστικό σημείο όμως παρ' όλ' αυτά, δε θα μιλήσω.

— Στο κάτω-κάτω εμάς δε μας πολυνοιάζει, κακό δικό σας κάνετε, είπε νευρικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Ας αφήσουμε τ' αστεία, κύριοι, είπε ο Μίτια και σηκώνοντας τα μάτια του κοίταξε και τους δυο κατάματα. Το προαισθανόμουν απ' την αρχή πως εδώ θα τα χαλάσουμε. Μα στην αρχή, όταν άρχισα να σας τα διηγιέμαι όλα, το σημείο αυτό ήταν ακόμα μακριά, λες και βρισκόταν μέσα σε ομίχλη, και γω είχα την αφέλεια ν' αρχίσω με την πρόταση για μιαν «αμοιβαία εμπιστοσύνη». Τώρα το βλέπω κι ο ίδιος πως μια τέτοια εμπιστοσύνη ήταν αδύνατο να υπάρξει γιατί, όπως και να 'ρχονταν τα πράγματα, πάλι θα φτάναμε κάποτε σ' αυτό το καταραμένο εμπόδιο! Να λοιπόν που φτάσαμε! Δεν μπορώ να σας απαντήσω. Φυσικά δε σας κατηγορώ, δεν μπορείτε βέβαια να με πιστέψετε χωρίς αποδείξεις. Αυτό το καταλαβαίνω πολύ καλά!

Σώπασε σκυθρωπός.

— Δε θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας αποκαλύψετε τίποτα, να μας πείτε δυο λόγια για την αιτία που σας κάνει να σωπαίνετε, ενώ το καταλαβαίνετε κι ο ίδιος πόσο αυτό είναι επικίνδυνο για σας;

O Μίτια χαμογέλασε θλιμμένα και σκεφτικά.

— Έχω πολύ πιο καλή καρδιά απ' όσο νομίζετε, κύριοι- θα σας εξηγήσω το γιατί, αν και δεν τ' αξίζετε να σας τα λέει κανείς αυτά. Το αποσιωπώ, κύριοι, γιατί υπάρχει σ' αυτή την υπόθεση ένα προσωπικό μου αίσχος. Αν απαντήσω από πού πήρα τούτα τα χρήματα, θ' αποκαλύψω μια τόσο επαίσχυντη πράξη μου που ούτε θα μπορούσε να συγκριθεί μ' αυτήν ο φόνος κι η ληστεία του πατέρα μου, αν βέβαια τον σκότωνα και τον λήστευα. Να γιατί δεν μπορώ να μιλήσω. Από ντροπή δεν μπορώ. Τι πάτε να κάνετε, κύριοι, θέλετε κι αυτό να το γράψετε;

— Ναι, θα το σημειώσουμε, τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Δεν θα 'πρεπε να το γράψετε αυτό που σας είπα, για το «αίσχος» δηλαδή. Σας άνοιξα την καρδιά μου από καλοσύνη μου, μπορούσα να μη σας πω τίποτα, όμως εγώ (πώς να το πω;) σας το χάρισα. Μα εσείς και δω ακόμα πάτε να βγάλετε απ' τη μύγα ξύγκι. Ε, γράψτε το λοιπόν, γράψτε ό,τι θέλετε, είπε περιφρονητικά σα να τους σιχαινόταν. Δε σας φοβάμαι καθόλου και... περηφανεύομαι γι' αυτό.

— Μήπως θα θέλατε να μας πείτε τι είδους αίσχος είν' αυτό; τραύλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

O εισαγγελέας στραβομουτσούνιασε.

— Ούτε λέξη πια, c' est fini, μην κοπιάζετε άδικα. Δεν είσαστε άξιοι να το μάθετε, ούτε σεις, ούτε κανένας. Φτάνει πια, κύριοι, δεν θα πω τίποτα από δω και πέρα.

Αυτό το 'πε πολύ αποφασιστικά. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν επέμενε, όμως απ' το βλέμμα του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς κατάλαβε αμέσως πως εκείνος δεν έχασε ακόμα κάθε ελπίδα. — Θα μπορούσατε τουλάχιστο να μας πείτε πόσα λεφτά κρατούσατε στο χέρι σας όταν μπήκατε στο σπίτι του κυρίου Περχότιν, δηλαδή πόσα ακριβώς ρούβλια;

— Ούτ' αυτό μπορώ να σας το πω.

— Αν δεν κάνω λάθος, μιλήσατε στον κύριο Περχότιν για τρεις χιλιάδες που σας έδωσε τάχα η κυρία Χοχλάκοβα. Έτσι;

— Ίσως να 'ναι κι έτσι. Αφήστε με ήσυχο, κύριοι, δεν πρόκειται να σας πω πόσα ήταν τα λεφτά.

— Θα θέλατε τουλάχιστο να κάνατε τον κόπο να μας διηγηθείτε πώς ήρθατε δω πέρα και τι κάνατε όταν φτάσατε στο ξενοδοχείο;

— Ουφ, αυτά μπορούν να σας τα πουν όλοι δω πέρα. Όμως γιατί όχι; Νομίζω πως μπορώ και γω να σας τα διηγηθώ.

Τους τα διηγήθηκε, όμως εμείς δε θα παραθέσουμε δω τη διήγησή του. Διηγόταν σύντομα και ξερά. Για τους ενθουσιασμούς της αγάπης του δεν είπε λέξη. Είπε ωστόσο πως δεν είχε πια την πρώτη αποφασιστικότητα ν' αυτοκτονήσει «ύστερα απ' τα καινούργια γεγονότα». Μα κι οι ανακριτές δεν τον ενόχλησαν πολύ αυτή τη φορά. Ήταν φανερό πως κάτι άλλο τους ενδιέφερε.

—Όλ' αυτά θα τα εξετάσουμε και πάλι, θα επανέλθουμε σ' αυτό το ζήτημα όταν θ' ανακρίνουμε τους μάρτυρες. Αυτό φυσικά θα γίνει παρουσία σας, είπε τελειώνοντας τις ερωτήσεις του ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Τώρα επιτρέψτε μας να σας παρακαλέσουμε να βγάλετε απ' τις τσέπες σας όλα σας τα πράματα και, το κυριότερο, όλα σας τα χρήματα.

— Τα χρήματα; Παρακαλώ, το καταλαβαίνω πως αυτό χρειάζεται. Απορώ μάλιστα που δε μου το ζητήσατε πριν. Αν και βέβαια όλη την ώρα καθόμουνα μπροστά σας και δεν θα 'φευγα. Να τα λεφτά μου, πάρτε τα και μετρείστε τα, νομίζω πως δεν έχω άλλα.

Τα 'βγαλε όλα απ' τις τσέπες του, ακόμα και τα ψιλά, δυο εικοσαράκια τα 'βγαλε απ' το τσεπάκι του γιλέκου. Τα μετρήσανε και βρήκαν πως ήταν οχτακόσια τριάντα έξι ρούβλια και σαράντα καπίκια.

— Αυτά είναι όλα; ρώτησε ο ανακριτής.

— Αυτά!

— Είχατε την καλοσύνη να μας πείτε μόλις τώρα, απαριθμώντας τα έξοδά σας, πως στο μπακάλικο των Πλότνικοβ αφήσατε τριακόσια ρούβλια, στον Περχότιν δώσατε δέκα, στον αμαξά είκοσι, εδώ χάσατε διακόσια, ύστερα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς τ' απαρίθμησε όλα. O Μίτια τον βοήθησε πρόθυμα. Θυμηθήκανε και βάλανε στο λογαριασμό και το τελευταίο καπίκι. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς έκανε γρήγορα γρήγορα την άθροιση.

— Πάει να πει λοιπόν πως μ' αυτά τα οχτακόσια είχατε στην αρχή περίπου χίλια πεντακόσια ρούβλια. Έτσι;

— Πάει να πει πως τόσα ήτανε, είπε απότομα ο Μίτια.

— Πώς τότε βεβαιώνουν όλοι πως ήταν πολύ περισσότερα;

— Ας βεβαιώνουν.

—Μα και σεις ο ίδιος έτσι λέγατε.

—Και γω έτσι έλεγα.

—Θα βεβαιωθούμε για όλ' αυτά όταν θ' ανακρίνουμε και τους άλλους. Για τα λεφτά σας μην ανησυχείτε, θα τα φυλάξουμε μεις και θα 'ναι στην διάθεσή σας όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση... αυτή που άρχισε... αν γίνει φανερό ή μάλλον αν αποδεχτεί πως σας ανήκουν. Και τώρα...

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς σηκώθηκε ξαφνικά κι ανακοίνωσε σταθερά στο Μίτια πως «είναι υποχρεωμένος κι έχει το καθήκον» να κάνει λεπτομερέστατη έρευνα «του κουστουμιού σας κι όλων των άλλων ενδυμάτων»...

—Παρακαλώ, κύριοι, θ' αναποδογυρίσω όλες τις τσέπες μου αν θέλετε.

Και πραγματικά άρχισε ν' αναποδογυρίζει τις τσέπες του.

— Είναι απαραίτητο να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Πώς; Να γδυθώ; Φτου, να πάρει ο διάολος! Μα γιατί δε με ψάχνετε κι έτσι; Δεν μπορεί να γίνει κι έτσι;

— Αδύνατο, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Πρέπει να βγάλετε τα ρούχα σας.

— Όπως θέλετε, υποτάχτηκε σκυθρωπά ο Μίτια· μονάχα σας παρακαλώ να μη γίνει εδώ, μα πίσω απ' το παραβάν. Ποιος θα κάνει την έρευνα;

— Μα και βέβαια πίσω απ' το παραβάν, είπε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και για να δείξει πως συμφωνεί, χαμήλωσε το κεφάλι.

Το μικροσκοπικό του πρόσωπο πήρε μιαν εξαιρετικά επίσημη έκφραση.