×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. IX. Παίρνουν τον Μίτια

9. IX. Παίρνουν τον Μίτια

Όταν υπογράφτηκαν τα πρακτικά, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς γύρισε μ' επισημότητα στον κατηγορούμενο και του διάβασε το «Ένταλμα» που έλεγε πως την τάδε ημερομηνία, στο τάδε μέρος, ο ανακριτής του τάδε δικαστηρίου, αφού εξέτασε τον τάδε (δηλαδή το Μίτια) ο οποίος κατηγορείται για το τάδε και το τάδε (όλες οι κατηγορίες ήταν γραμμένες λεπτομερειακά) και λαμβάνοντας υπ' όψη του πως ο κατηγορούμενος αρνιέται ότι είναι ένοχος, δεν έφερε όμως κανένα στοιχείο για ν' αποδείξει την αθωότητά του, ενώ απεναντίας οι μάρτυρες (οι τάδε) και τα γεγονότα (τα τάδε), αποδείχνουν την ενοχή του, δια ταύτα, έχοντας υπ' όψη του τα τάδε άρθρα του Ποινικού Κώδικος κ.τ.λ, αποφασίζει: Για να μην μπορέσει ο τάδε (ο Μίτια) να διαφύγει απ' την ανάκριση και τη δίκη, να κλειστεί στην τάδε φυλακή, αφού ανακοινωθεί στον κατηγορούμενο η απόφαση αυτή, να δοθεί ένα αντίγραφο στον εισαγγελέα κ.τ.λ, κ.τ.λ. Με δυο λόγια αναγγείλανε στο Μίτια πως τον συλλαμβάνουν και πως θα τον πάνε τώρα στην πολιτεία όπου και θα τον κλείσουν σ' ένα πολύ δυσάρεστο μέρος. O Μίτια τ' άκουσε όλα προσεχτικά και μονάχα ανασήκωσε τους ώμους.

— Τι να γίνει, κύριοι; Δε φταίτε σεις... είμαι έτοιμος. Καταλαβαίνω πως δε σας μένει τίποτ' άλλο να κάνετε.

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς του εξήγησε καλότροπα πως θα τον πάει τώρ' αμέσως στην πολιτεία ο υπαστυνόμος Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς που κατά καλή τους τύχη βρέθηκε δω πέρα.

— Σταθείτε, τον διέκοψε ξαφνικά ο Μίτια και πρόφερε μ' ένα ασυγκράτητο πάθος μιλώντας σ' όλους όσοι βρίσκονταν στο δωμάτιο: Κύριοι, όλοι μας είμαστε άσπλαχνοι, όλοι μας είμαστε θεριά ανήμερα, όλοι μας αναγκάζουμε τους ανθρώπους να κλαίνε, τις μάνες και τα βυζανιάρικα παιδιά, όμως απ' όλους —έστω, το παραδέχομαι, ας είμαι γω ο πιο τιποτένιος! Έστω! Κάθε μέρα της ζωής μου, χτυπούσα το στήθος μου και υποσχόμουνα να διορθωθώ και κάθε μέρα ξανάκανα και πάλι τις ίδιες βρομιές. Καταλαβαίνω τώρα πως σε ανθρώπους σαν και μένα τους πρέπει ένα χτύπημα, ένα γερό χτύπημα της μοίρας, μια θηλιά που να τους γραπώσει και να τους σφίξει. Ποτέ, ποτέ μου δεν θα καλυτέρευα από μόνος μου: Όμως τ' αστροπελέκι χτύπησε. Δέχομαι τη δοκιμασία και τη δημόσια καταισχύνη. Θέλω να υποφέρω και να ξεπλύνω έτσι τα κρίματά μου! Γιατί μπορεί και να τα ξεπλύνω, κύριοι, ψέματα; Όμως ακούστε το για τελευταία φορά: Είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου. Δέχομαι την τιμωρία όχι γιατί τον σκότωσα μα γιατί ήθελα να τον σκοτώσω κι ίσως και πραγματικά να τον σκότωνα... Όμως παρ' όλ' αυτά έχω σκοπό να παλέψω μαζί σας και να το ξέρετε. Θα παλέψω μαζί σας ως το τέλος κι ύστερα πια ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Χαίρετε, κύριοι, μη μου θυμώνετε που στην ανάκριση φώναζα... ω, ήμουνα τότε τόσο ανόητος ακόμα. Σ' ένα λεπτό θα 'μαι φυλακισμένος, μα τώρα ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ, όντας ακόμα λεύτερος, σας δίνει το χέρι του για τελευταία φορά. Χαιρετώντας εσάς, θ' αποχαιρετήσω τους ανθρώπους!...

Η φωνή του άρχισε να τρέμει και πραγματικά πρότεινε το χέρι του, μα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, που στεκόταν πιο κοντά του από κάθε άλλον, έκρυψε με μια σπασμωδική κίνηση τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη του. O Μίτια το παρατήρησε αμέσως αυτό κι ανατρίχιασε. Αμέσως κατέβασε κι αυτός το χέρι του.

— Η ανάκριση δεν τελείωσε ακόμα, άρχισε να ψελλίζει ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κάπως ντροπιασμένος· θα συνεχίσουμε ακόμα και στην πολιτεία κι εγώ φυσικά από μέρος μου σας εύχομαι καλή επιτυχία... στην προσπάθειά σας ν' αποδείξετε πως είσαστε αθώος... Ειδικά εσάς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είμαι πάντα έτοιμος να σας θεωρήσω, πώς να το πω, περισσότερο δυστυχισμένο παρά ένοχο... Όλοι μας εδώ είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε πως κατά βάθος είσαστε ένας τίμιος νέος. Όμως, αλίμονο, τα πάθη σας σας παρασύρανε παραπάνω απ' όσο έπρεπε….

O μικρόσωμος Νικολάι Παρφιόνοβιτς είπε τα τελευταία λόγια με μεγάλη αξιοπρέπεια. O Μίτια σκέφτηκε για μια στιγμή πως τούτο το «παλιόπαιδο» θα τον πάρει τώρα αγκαζέ, θα τον πάει στην άλλη γωνιά και θα συνεχίσουν κει πέρα την κουβέντα τους για τα «κορίτσια». Μα μήπως λίγες αλλόκοτες σκέψεις περνάνε απ' το μυαλό κανενός, σκέψεις εντελώς άσχετες με την περίσταση; Αυτό συμβαίνει ακόμα και με τους εγκληματίες που τους οδηγούν στο ικρίωμα.

— Κύριοι, ξέρω πως είσαστε καλόκαρδοι και πονόψυχοι· θα μου επιτρέψετε να τη δω, να την αποχαιρετήσω για τελευταία φορά;

— Και βέβαια, μονάχα που επειδή... με δυο λόγια τώρα πια θα πρέπει να βρισκόμαστε και μείς μπροστά...

— Ας είναι.

Φέρανε τη Γκρούσενκα· όμως ο αποχαιρετισμός ήταν σύντομος, λιγόλογος κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος. Η Γκρούσενκα υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στο Μίτια.

— Σου είπα πως είμαι δική σου και θα μείνω για πάντα δική σου, θα σ' ακολουθήσω όπου κι αν σε στείλουν. Αντίο, εσύ που κατάστρεψες τον εαυτό σου, μόλο που είσαι αθώος.

Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια της δάκρυσαν.

— Συγχώρα με, Γκρούσα, που σ' αγάπησα, συγχώρα με που με την αγάπη μου κατάστρεψα και σένα!

O Μίτια ήθελε να πει και κάτι ακόμα μα ξαφνικά σταμάτησε και βγήκε απ' το δωμάτιο. Τον τριγυρίσανε αμέσως άνθρωποι που τον επιτηρούσαν αδιάκοπα. Κάτω, κοντά στο κατώφλι όπου είχε καταφτάσει χτες με τόση φασαρία η τρόικα του Αντρέι, στεκόταν τώρα δυο αμάξια. O Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς, ένας άνθρωπος κοντόχοντρος, με παχύ, πλαδαρό πρόσωπο, ήταν φουρκισμένος —κάτι στραβό είχαν κάνει οι αμαξάδες— θύμωνε και φώναζε. Με αρκετά βάναυσο τόνο είπε στο Μίτια να μπει στο αμάξι.

«Άλλοτε, όταν τον κερνούσα στην ταβέρνα, είχε εντελώς άλλα μούτρα», σκέφτηκε ο Μίτια καθώς έμπαινε.

Κατέβηκε κι ο Τρύφων Μπορίσιτς. Κοντά στην πόρτα είχαν μαζευτεί αρκετοί μουζίκοι, κυράτσες, αμαξάδες που κοίταζαν όλοι τους το Μίτια.

— Γειά σας, καλοί μου άνθρωποι, τους φώναξε ξάφνου απ' το αμάξι ο Μίτια.

— Στο καλό, ακούστηκαν δυο τρεις φωνές.

— Γειά σου, Τρύφων Μπορίσιτς!

Μα ο Τρύφων Μπορίσιτς ούτε γύρισε καν, ίσως να 'ταν πολύ απασχολημένος. Φώναζε κι ήταν πολυάσχολος, γιατί το δεύτερο αμάξι που θα 'παιρνε τους δυο χωροφύλακες που θα συνοδεύανε το Μαυρίκιο Μαυρίκιεβιτς δεν ήταν ακόμα έτοιμο. O μουζικάκος που διατάχτηκε να οδηγήσει την τρόικα, φόραγε το κοντογούνι του και καυγάδιζε πως δεν πρέπει να πάει αυτός, μα ο Ακίμ. Όμως ο Ακίμ δεν ήταν εκεί. Τρέξανε να τον φωνάξουν. O μουζικάκος επέμενε και παρακαλούσε να περιμένουν.

— Έτσι είναι όλοι τους, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς· δεν έχουν τσίπα πάνω τους! φώναζε ο Τρύφων Μπορίσιτς. Προχτές ο Ακίμ σού 'δωσε εικοσπέντε καπίκια, εσύ πήγες και μπεκρούλιασες και τώρα φωνάζεις κιόλας. Τους παραχαϊδεύετε, καθώς βλέπω, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς, τους κανάγηδες. Να 'μουν εγώ στη θέση σας...

— Μα τι μας χρειάζεται η δεύτερη τρόικα; ανακατεύτηκε στην κουβέντα ο Μίτια. Μας φτάνει κι η μια, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς. Δεν πρόκειται να στο σκάσω, μη φοβάσαι. Τι χρειάζεται η φρουρά;

— Και γω σας συμβουλεύω, ευγενέστατε κύριε, να μάθετε πρώτα να μιλάτε, αν δεν μάθατε ακόμα. Από πού κι ως πού μου μιλάτε με το συ; Τις συμβουλές σας φυλάχτε τις γι' άλλη φορά… είπε ξαφνικά μ' άγριο τόνο ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς στο Μίτια, λες και τον ευχαριστούσε που του δινόταν η ευκαιρία να ξεσπάσει σε κάποιον.

O Μίτια σώπασε. Είχε γίνει κατακόκκινος. Σε λίγο άρχισε ξαφνικά να κρυώνει πολύ. Η βροχή είχε σταματήσει μα ο ουρανός ήταν ακόμα συννεφιασμένος κι ένας τσουχτερός αγέρας τον χτυπούσε καταπρόσωπο.

«Μπας κι έχω πυρετό;» σκέφτηκε ο Μίτια καθώς αναριγούσε.

Επιτέλους μπήκε στ' αμάξι κι ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς και σα να μην το παρατήρησε τάχα, έκατσε έτσι που στρίμωξε το Μίτια στη γωνιά. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν στις καλές του και δεν του άρεσε καθόλου η αγγαρεία που του αναθέσανε.

— Γειά σου, Τρύφων Μπορίσιτς! φώναξε και πάλι ο Μίτια και το 'νιωσε κι ο ίδιος πως δε φώναζε τώρα από καλοκάρδισμα μα απ' το θυμό του —φώναζε ενάντια στη θέλησή του.

Μα ο Τρύφων Μπορίσιτς στεκόταν κορδωμένος, με τα χέρια πίσω και κοίταζε αυστηρά το Μίτια. Δεν αποκρίθηκε.

— Γειά σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ώρα καλή! αντήχησε ξάφνου η φωνή του Καλγκάνοβ που βγήκε τρέχοντας από κάπου. Φτάνοντας δίπλα στ' αμάξι, έδωσε το χέρι στο Μίτια. Ήταν ξεσκούφωτος. O Μίτια πρόφτασε να τ' αρπάξει και να του το σφίξει.

— Γειά σου, καλέ μου άνθρωπε, δε θα ξεχάσω ποτέ τη μεγαλοψυχία σου! φώναξε αυτός συγκινημένα.

Μα τ' αμάξι ξεκίνησε και τα χέρια τους χωρίστηκαν. Τα κουδουνάκια αντήχησαν —έπαιρναν το Μίτια.

O Καλγκάνοβ έτρεξε στον προθάλαμο, κάθισε σε μια γωνιά, έσκυψε το κεφάλι, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες του κι άρχισε να κλαίει. Καθόταν έτσι κι έκλαιγε πολλήν ώρα, έκλαιγε σα να 'ταν μικρό παιδί κι όχι νέος είκοσι χρονώ. Ω, πίστευε σχεδόν εντελώς στην ενοχή του Μίτια!

«Τι είναι οι άνθρωποι, Θεέ μου, τι ανθρώπους μπορείς να περιμένεις πια ύστερ' απ' αυτό;» αναφωνούσε μέσα σε βαθιά πίκρα, σχεδόν απελπισία.

Κείνη τη στιγμή ούτε να ζει δεν ήθελε σ' αυτό τον κόσμο.

«Αξίζει τάχα; Αξίζει;» αναφωνούσε ο πικραμένος νέος.


9. IX. Παίρνουν τον Μίτια

Όταν υπογράφτηκαν τα πρακτικά, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς γύρισε μ' επισημότητα στον κατηγορούμενο και του διάβασε το «Ένταλμα» που έλεγε πως την τάδε ημερομηνία, στο τάδε μέρος, ο ανακριτής του τάδε δικαστηρίου, αφού εξέτασε τον τάδε (δηλαδή το Μίτια) ο οποίος κατηγορείται για το τάδε και το τάδε (όλες οι κατηγορίες ήταν γραμμένες λεπτομερειακά) και λαμβάνοντας υπ' όψη του πως ο κατηγορούμενος αρνιέται ότι είναι ένοχος, δεν έφερε όμως κανένα στοιχείο για ν' αποδείξει την αθωότητά του, ενώ απεναντίας οι μάρτυρες (οι τάδε) και τα γεγονότα (τα τάδε), αποδείχνουν την ενοχή του, δια ταύτα, έχοντας υπ' όψη του τα τάδε άρθρα του Ποινικού Κώδικος κ.τ.λ, αποφασίζει: Για να μην μπορέσει ο τάδε (ο Μίτια) να διαφύγει απ' την ανάκριση και τη δίκη, να κλειστεί στην τάδε φυλακή, αφού ανακοινωθεί στον κατηγορούμενο η απόφαση αυτή, να δοθεί ένα αντίγραφο στον εισαγγελέα κ.τ.λ, κ.τ.λ. Με δυο λόγια αναγγείλανε στο Μίτια πως τον συλλαμβάνουν και πως θα τον πάνε τώρα στην πολιτεία όπου και θα τον κλείσουν σ' ένα πολύ δυσάρεστο μέρος. O Μίτια τ' άκουσε όλα προσεχτικά και μονάχα ανασήκωσε τους ώμους.

— Τι να γίνει, κύριοι; Δε φταίτε σεις... είμαι έτοιμος. Καταλαβαίνω πως δε σας μένει τίποτ' άλλο να κάνετε.

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς του εξήγησε καλότροπα πως θα τον πάει τώρ' αμέσως στην πολιτεία ο υπαστυνόμος Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς που κατά καλή τους τύχη βρέθηκε δω πέρα.

— Σταθείτε, τον διέκοψε ξαφνικά ο Μίτια και πρόφερε μ' ένα ασυγκράτητο πάθος μιλώντας σ' όλους όσοι βρίσκονταν στο δωμάτιο: Κύριοι, όλοι μας είμαστε άσπλαχνοι, όλοι μας είμαστε θεριά ανήμερα, όλοι μας αναγκάζουμε τους ανθρώπους να κλαίνε, τις μάνες και τα βυζανιάρικα παιδιά, όμως απ' όλους —έστω, το παραδέχομαι, ας είμαι γω ο πιο τιποτένιος! Έστω! Κάθε μέρα της ζωής μου, χτυπούσα το στήθος μου και υποσχόμουνα να διορθωθώ και κάθε μέρα ξανάκανα και πάλι τις ίδιες βρομιές. Καταλαβαίνω τώρα πως σε ανθρώπους σαν και μένα τους πρέπει ένα χτύπημα, ένα γερό χτύπημα της μοίρας, μια θηλιά που να τους γραπώσει και να τους σφίξει. Ποτέ, ποτέ μου δεν θα καλυτέρευα από μόνος μου: Όμως τ' αστροπελέκι χτύπησε. Δέχομαι τη δοκιμασία και τη δημόσια καταισχύνη. Θέλω να υποφέρω και να ξεπλύνω έτσι τα κρίματά μου! Γιατί μπορεί και να τα ξεπλύνω, κύριοι, ψέματα; Όμως ακούστε το για τελευταία φορά: Είμαι αθώος για το αίμα του πατέρα μου. Δέχομαι την τιμωρία όχι γιατί τον σκότωσα μα γιατί ήθελα να τον σκοτώσω κι ίσως και πραγματικά να τον σκότωνα... Όμως παρ' όλ' αυτά έχω σκοπό να παλέψω μαζί σας και να το ξέρετε. Θα παλέψω μαζί σας ως το τέλος κι ύστερα πια ας γίνει το θέλημα του Κυρίου. Χαίρετε, κύριοι, μη μου θυμώνετε που στην ανάκριση φώναζα... ω, ήμουνα τότε τόσο ανόητος ακόμα. Σ' ένα λεπτό θα 'μαι φυλακισμένος, μα τώρα ο Ντιμήτρι Καραμάζοβ, όντας ακόμα λεύτερος, σας δίνει το χέρι του για τελευταία φορά. Χαιρετώντας εσάς, θ' αποχαιρετήσω τους ανθρώπους!...

Η φωνή του άρχισε να τρέμει και πραγματικά πρότεινε το χέρι του, μα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, που στεκόταν πιο κοντά του από κάθε άλλον, έκρυψε με μια σπασμωδική κίνηση τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη του. O Μίτια το παρατήρησε αμέσως αυτό κι ανατρίχιασε. Αμέσως κατέβασε κι αυτός το χέρι του.

— Η ανάκριση δεν τελείωσε ακόμα, άρχισε να ψελλίζει ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς κάπως ντροπιασμένος· θα συνεχίσουμε ακόμα και στην πολιτεία κι εγώ φυσικά από μέρος μου σας εύχομαι καλή επιτυχία... στην προσπάθειά σας ν' αποδείξετε πως είσαστε αθώος... Ειδικά εσάς, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είμαι πάντα έτοιμος να σας θεωρήσω, πώς να το πω, περισσότερο δυστυχισμένο παρά ένοχο... Όλοι μας εδώ είμαστε έτοιμοι να παραδεχτούμε πως κατά βάθος είσαστε ένας τίμιος νέος. Όμως, αλίμονο, τα πάθη σας σας παρασύρανε παραπάνω απ' όσο έπρεπε….

O μικρόσωμος Νικολάι Παρφιόνοβιτς είπε τα τελευταία λόγια με μεγάλη αξιοπρέπεια. O Μίτια σκέφτηκε για μια στιγμή πως τούτο το «παλιόπαιδο» θα τον πάρει τώρα αγκαζέ, θα τον πάει στην άλλη γωνιά και θα συνεχίσουν κει πέρα την κουβέντα τους για τα «κορίτσια». Μα μήπως λίγες αλλόκοτες σκέψεις περνάνε απ' το μυαλό κανενός, σκέψεις εντελώς άσχετες με την περίσταση; Αυτό συμβαίνει ακόμα και με τους εγκληματίες που τους οδηγούν στο ικρίωμα.

— Κύριοι, ξέρω πως είσαστε καλόκαρδοι και πονόψυχοι· θα μου επιτρέψετε να τη δω, να την αποχαιρετήσω για τελευταία φορά;

— Και βέβαια, μονάχα που επειδή... με δυο λόγια τώρα πια θα πρέπει να βρισκόμαστε και μείς μπροστά...

— Ας είναι.

Φέρανε τη Γκρούσενκα· όμως ο αποχαιρετισμός ήταν σύντομος, λιγόλογος κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος. Η Γκρούσενκα υποκλίθηκε βαθιά μπροστά στο Μίτια.

— Σου είπα πως είμαι δική σου και θα μείνω για πάντα δική σου, θα σ' ακολουθήσω όπου κι αν σε στείλουν. Αντίο, εσύ που κατάστρεψες τον εαυτό σου, μόλο που είσαι αθώος.

Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν, τα μάτια της δάκρυσαν.

— Συγχώρα με, Γκρούσα, που σ' αγάπησα, συγχώρα με που με την αγάπη μου κατάστρεψα και σένα!

O Μίτια ήθελε να πει και κάτι ακόμα μα ξαφνικά σταμάτησε και βγήκε απ' το δωμάτιο. Τον τριγυρίσανε αμέσως άνθρωποι που τον επιτηρούσαν αδιάκοπα. Κάτω, κοντά στο κατώφλι όπου είχε καταφτάσει χτες με τόση φασαρία η τρόικα του Αντρέι, στεκόταν τώρα δυο αμάξια. O Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς, ένας άνθρωπος κοντόχοντρος, με παχύ, πλαδαρό πρόσωπο, ήταν φουρκισμένος —κάτι στραβό είχαν κάνει οι αμαξάδες— θύμωνε και φώναζε. Με αρκετά βάναυσο τόνο είπε στο Μίτια να μπει στο αμάξι.

«Άλλοτε, όταν τον κερνούσα στην ταβέρνα, είχε εντελώς άλλα μούτρα», σκέφτηκε ο Μίτια καθώς έμπαινε.

Κατέβηκε κι ο Τρύφων Μπορίσιτς. Κοντά στην πόρτα είχαν μαζευτεί αρκετοί μουζίκοι, κυράτσες, αμαξάδες που κοίταζαν όλοι τους το Μίτια.

— Γειά σας, καλοί μου άνθρωποι, τους φώναξε ξάφνου απ' το αμάξι ο Μίτια.

— Στο καλό, ακούστηκαν δυο τρεις φωνές.

— Γειά σου, Τρύφων Μπορίσιτς!

Μα ο Τρύφων Μπορίσιτς ούτε γύρισε καν, ίσως να 'ταν πολύ απασχολημένος. Φώναζε κι ήταν πολυάσχολος, γιατί το δεύτερο αμάξι που θα 'παιρνε τους δυο χωροφύλακες που θα συνοδεύανε το Μαυρίκιο Μαυρίκιεβιτς δεν ήταν ακόμα έτοιμο. O μουζικάκος που διατάχτηκε να οδηγήσει την τρόικα, φόραγε το κοντογούνι του και καυγάδιζε πως δεν πρέπει να πάει αυτός, μα ο Ακίμ. Όμως ο Ακίμ δεν ήταν εκεί. Τρέξανε να τον φωνάξουν. O μουζικάκος επέμενε και παρακαλούσε να περιμένουν.

— Έτσι είναι όλοι τους, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς· δεν έχουν τσίπα πάνω τους! φώναζε ο Τρύφων Μπορίσιτς. Προχτές ο Ακίμ σού 'δωσε εικοσπέντε καπίκια, εσύ πήγες και μπεκρούλιασες και τώρα φωνάζεις κιόλας. Τους παραχαϊδεύετε, καθώς βλέπω, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς, τους κανάγηδες. Να 'μουν εγώ στη θέση σας...

— Μα τι μας χρειάζεται η δεύτερη τρόικα; ανακατεύτηκε στην κουβέντα ο Μίτια. Μας φτάνει κι η μια, Μαυρίκιε Μαυρίκιεβιτς. Δεν πρόκειται να στο σκάσω, μη φοβάσαι. Τι χρειάζεται η φρουρά;

— Και γω σας συμβουλεύω, ευγενέστατε κύριε, να μάθετε πρώτα να μιλάτε, αν δεν μάθατε ακόμα. Από πού κι ως πού μου μιλάτε με το συ; Τις συμβουλές σας φυλάχτε τις γι' άλλη φορά… είπε ξαφνικά μ' άγριο τόνο ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς στο Μίτια, λες και τον ευχαριστούσε που του δινόταν η ευκαιρία να ξεσπάσει σε κάποιον.

O Μίτια σώπασε. Είχε γίνει κατακόκκινος. Σε λίγο άρχισε ξαφνικά να κρυώνει πολύ. Η βροχή είχε σταματήσει μα ο ουρανός ήταν ακόμα συννεφιασμένος κι ένας τσουχτερός αγέρας τον χτυπούσε καταπρόσωπο.

«Μπας κι έχω πυρετό;» σκέφτηκε ο Μίτια καθώς αναριγούσε.

Επιτέλους μπήκε στ' αμάξι κι ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς και σα να μην το παρατήρησε τάχα, έκατσε έτσι που στρίμωξε το Μίτια στη γωνιά. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν στις καλές του και δεν του άρεσε καθόλου η αγγαρεία που του αναθέσανε.

— Γειά σου, Τρύφων Μπορίσιτς! φώναξε και πάλι ο Μίτια και το 'νιωσε κι ο ίδιος πως δε φώναζε τώρα από καλοκάρδισμα μα απ' το θυμό του —φώναζε ενάντια στη θέλησή του.

Μα ο Τρύφων Μπορίσιτς στεκόταν κορδωμένος, με τα χέρια πίσω και κοίταζε αυστηρά το Μίτια. Δεν αποκρίθηκε.

— Γειά σας, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, ώρα καλή! αντήχησε ξάφνου η φωνή του Καλγκάνοβ που βγήκε τρέχοντας από κάπου. Φτάνοντας δίπλα στ' αμάξι, έδωσε το χέρι στο Μίτια. Ήταν ξεσκούφωτος. O Μίτια πρόφτασε να τ' αρπάξει και να του το σφίξει.

— Γειά σου, καλέ μου άνθρωπε, δε θα ξεχάσω ποτέ τη μεγαλοψυχία σου! φώναξε αυτός συγκινημένα.

Μα τ' αμάξι ξεκίνησε και τα χέρια τους χωρίστηκαν. Τα κουδουνάκια αντήχησαν —έπαιρναν το Μίτια.

O Καλγκάνοβ έτρεξε στον προθάλαμο, κάθισε σε μια γωνιά, έσκυψε το κεφάλι, έκρυψε το πρόσωπο στις παλάμες του κι άρχισε να κλαίει. Καθόταν έτσι κι έκλαιγε πολλήν ώρα, έκλαιγε σα να 'ταν μικρό παιδί κι όχι νέος είκοσι χρονώ. Ω, πίστευε σχεδόν εντελώς στην ενοχή του Μίτια!

«Τι είναι οι άνθρωποι, Θεέ μου, τι ανθρώπους μπορείς να περιμένεις πια ύστερ' απ' αυτό;» αναφωνούσε μέσα σε βαθιά πίκρα, σχεδόν απελπισία.

Κείνη τη στιγμή ούτε να ζει δεν ήθελε σ' αυτό τον κόσμο.

«Αξίζει τάχα; Αξίζει;» αναφωνούσε ο πικραμένος νέος.