×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. IV. Δοκιμασία δεύτερη

9. IV. Δοκιμασία δεύτερη

Δε θα με πιστέψετε αν σας πω πόσο πολύ μας ενθαρρύνετε μ' αυτή σας την προθυμία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς... άρχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς ζωηρά και με φανερή ευχαρίστηση, που έλαμψε στα μεγάλα, ανοιχτόγκριζα, πολύ μυωπικά, εδώ που τα λέμε, μάτια του. Λίγο πριν είχε βγάλει τα γυαλιά του. Έχετε πολύ δίκιο υποστηρίζοντας πως χρειάζεται αμοιβαία εμπιστοσύνη που χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να καρποφορήσει μια ανάκριση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος θέλει και ελπίζει πως έχει τις δυνατότητες ν' αποδείξει την αθωότητά του. Εμείς θα κάνουμε ό,τι περνάει απ' το χέρι μας... Νομίζω δα πως αυτό το διαπιστώσατε κιόλας απ' την ως τα τώρα διεξαγωγή της ανάκρισης... Συμφωνείτε, Ιππόλυτε Κυρίλοβιτς; είπε γυρίζοντας ξαφνικά στον εισαγγελέα.

— Μα και βέβαια, τι λόγος, συμφώνησε κι ο εισαγγελέας με κάποια ξηρότητα σε σύγκριση με την ορμητικότητα του Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

Εδώ πρέπει να κάνω τούτη την παρατήρηση: O νεοφερμένος Νικολάι Παρφιόνοβιτς, απ' τις πρώτες κιόλας μέρες που 'ρθε στην πολιτεία μας, ένιωσε για τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, τον εισαγγελέα, έναν εξαιρετικό σεβασμό κι έπιασε μαζί του εγκάρδιες σχεδόν φιλίες. Ήταν ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που πίστεψε απόλυτα σχεδόν στο ψυχολογικό και ρητορικό ταλέντο του «αδικημένου απ' τους ανώτερους» Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς. Πίστευε ακόμα πως πραγματικά ήταν παραγνωρισμένος. Είχε ακούσει να μιλάνε γι' αυτόν απ' την Πετρούπολη ακόμα. Γι' αυτό κιόλας ο νεαρός Νικολάι Παρφιόνοβιτς ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που αγάπησε ο «αδικημένος μας» εισαγγελέας. Καθώς έρχονταν στο ξενοδοχείο προφτάσανε και συμφώνησαν για μερικά ζητήματα σχετικά με τη διεξαγωγή της ανάκρισης. Τώρα, καθισμένος μπροστά στο τραπέζι, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αντιλαμβάνονταν αμέσως τον κάθε υπαινιγμό, τον κάθε μορφασμό του ανωτέρου συναδέλφου του, την κάθε λέξη, το κάθε βλέμμα, το κάθε κλείσιμο του ματιού.

— Αφήστε με μονάχα, κύριοι, να σας τα εξιστορήσω όλα μόνος μου και μη με διακόπτετε με μικρολεπτομέρειες, και θα σας τα εκθέσω όλα αμέσως, κόχλαζε —ο Μίτια.

— Θαυμάσια. Σας ευχαριστώ. Μα προτού ακούσουμε τη διήγησή σας, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσουμε ακόμα ένα γεγονός που είναι για μας πολύ αξιοσημείωτο. Θέλω να πω για κείνα τα δέκα ρούβλια που δανειστήκατε χθες κατά τις πέντε απ' το φίλο σας Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν δίνοντάς του για ενέχυρο τα πιστόλια σας.

— Ναι, κύριοι, τα 'δωσα για ενέχυρο. Τα 'δωσα ενέχυρο για δέκα ρούβλια. Και τι μ' αυτό; Μόλις γύρισα στην πολιτεία πήγα και τα δανείστηκα εκείνα τα δέκα ρούβλια...

— Ώστε γυρίσατε στην πολιτεία; Δηλαδή είχατε φύγει;

— Μάλιστα, κύριοι, σαράντα βέρστια έκανα, δεν το ξέρατε αυτό;

Ο εισαγγελέας κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα.

— Θα θέλατε να μας περιγράφετε με τη σειρά όλη τη χθεσινή σας ημέρα αρχίζοντας απ' το πρωί; Επιτρέψτε μου λόγου χάρη να ρωτήσω: Γιατί απουσιάσατε απ' την πολιτεία; Πότε φύγατε; Πότε γυρίσατε... κι όλα τα σχετικά.

—Μα γιατί λοιπόν δεν το ρωτούσατε αυτό απ' την αρχή; είπε ο Μίτια και γέλασε δυνατά. Αν θέλετε μάλιστα μπορώ ν' αρχίσω τη διήγηση όχι απ' το χθεσινό πρωί μα απ' το προχθεσινό και τότε θα καταλάβετε πού και γιατί πήγα. Προχτές, κύριοι, πήγα στον έμπορο Σαμσόνοβ για να δανειστώ απ' αυτόν τρεις χιλιάδες προσφέροντάς του μια σίγουρη εγγύηση. Βλέπετε, κύριοι, έπρεπε να βρω όσο γρηγορότερα μπορούσα αυτά τα λεφτά...

— Επιτρέψτε μου, τον διέκοψε ευγενικά ο εισαγγελέας. Γιατί σας χρειάστηκε έτσι ξαφνικά αυτό το ποσό, δηλαδή ειδικά τρεις χιλιάδες ρούβλια;

— Αχ, κύριοι, δεν θα 'πρεπε να με ρωτάτε τέτοιες λεπτομέρειες: Πώς, πότε, και γιατί τόσα κι όχι λιγότερα ή περισσότερα, κι όλ' αυτά τ' ασήμαντα... αν πάμε έτσι ούτε τρεις τόμοι δε θα μου φτάνανε για να τα περιγράψω, τι λέω, θα χρειαστεί κι επίλογος!

Όλ' αυτά τα είπε ο Μίτια ανοιχτόκαρδα μα και με την ανυπόμονη οικειότητα ενός ανθρώπου που θέλει να πει όλη την αλήθεια κι έχει τις καλύτερες προθέσεις.

— Κύριοι, είπε ξαφνικά σα να κατάλαβε πως δε μίλησε καλά· μη συνερίζεστε το απότομο φέρσιμό μου. Να 'στε βέβαιοι πως σας σέβομαι και καταλαβαίνω καλά την τωρινή μου θέση. Μη νομίζετε πως είμαι μεθυσμένος. Τώρα πια ξεμέθυσα. Μα και μεθυσμένος να 'μουν πάλι δε θα 'χε σημασία. Γιατί με μένα συμβαίνει τούτο:

Σα μεθύσω-αμυαλιά

(κι όμως χάνω εξυπνάδες).

Ξεμεθάω-να μυαλά

(κι όλο χάνω κουταμάρες).

Χα-χα! Μα σα να βλέπω, κύριοι, πως δεν έχω ακόμα το δικαίωμα ν' αστειεύομαι μαζί σας, μια και δεν αποδείχτηκε ακόμα η αθωότητά μου. Τι νομίζετε; Έχω και γω την προσωπική μου αξιοπρέπεια. Καταλαβαίνω δα τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ μας. Όσο και να 'ναι, εσείς με θεωρείτε εγκληματία ακόμα, πά' να πει πως δεν είμαι καθόλου ίσος με σας. Έχετε απ' την άλλη μεριά την εντολή να με επιτηρείτε. Δε θα με παινέψετε βέβαια γι' αυτό που έκανα στο Γρηγόρη. Δεν επιτρέπεται φυσικά να σπάει ο καθένας ατιμώρητα τα κεφάλια των γέρων. Το ξέρω πως θα με δικάσετε γι' αυτό και θα με καταδικάσετε σ' έξι μήνες ή κι ένα χρόνο φυλακή, δεν ξέρω τι θ' αποφασίσετε, όμως δε θα στερηθώ τα δικαιώματά μου, δε θα τα στερηθώ, έτσι δεν είναι, κύριε εισαγγελέα; Για όλ' αυτά λοιπόν, κύριοι, καταλαβαίνω βέβαια τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσά μας. Όμως παραδεχτείτε και σεις πως και τον ίδιο το Θεό μπορείτε να μπερδέψετε με κάτι τέτοιες ερωτήσεις. Πού πήγες, πώς πήγες, γιατί πήγες; Θα μπερδευτώ στη στιγμή αν πάμε έτσι και σεις θα γράψετε τη λαθεμένη μου απάντηση. Και ποιο θα 'ναι το αποτέλεσμα; Μηδέν. Στο κάτω-κάτω αν υποτεθεί πως αρχίζω να φλυαρώ, αφήστε με να συνεχίσω, είμαι βέβαιος, κύριοι, πως σα μορφωμένοι κι ευγενικοί άνθρωποι θα με συγχωρέσετε. Τελειώνοντας θα σας απευθύνω μια τελευταία παράκληση. Αφήστε, κύριοι, αυτή την τυπικότητα στην ανάκριση. Τι κάνετε δηλαδή; Αρχίζετε από μερικές μίζερες κι ασήμαντες ερωτήσεις. Πώς σηκώθηκες, τι έφαγες, πώς έφτυσες, πού έφτυσες, κι «όταν ναρκωθεί η προσοχή του εγκληματίου» τον ρωτάτε ξαφνικά κι αναπάντεχα. «Ποιον σκότωσες; Ποιον λήστεψες;» Χα-χα! Αυτό είν' όλο κι όλο το επίσημο σύστημά σας, ο κλασικός σας κανόνας. Πάνω σ' αυτό είναι θεμελιωμένη όλη σας η πονηριά. Όμως μονάχα τους μουζίκους μπορείτε να ναρκώσετε με παρόμοιες ερωτήσεις, όχι εμένα. Γιατί εγώ έχω υπηρετήσει και καταλαβαίνω απ' αυτά τα πράγματα, χα-χα! Μη θυμώνετε, κύριοι. Με συγχωρείτε για την αυθάδειά μου, έτσι δεν είναι; φώναξε κοιτάζοντάς τους με μια καταπληκτική σχεδόν αγαθότητα. Γιατί πώς δηλαδή; O Μίτκα Καραμάζοβ τα είπε αυτά, πάει να πει πως μπορείς να τον συγχωρέσεις. Αν τα 'λεγε κανένας μυαλωμένος άνθρωπος, θα 'ταν βέβαια ασυγχώρητος, όμως μιας και τα 'πε ο Μίτκα, συγχωρεμένος να ναι! Χα-χα!

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς άκουγε και γέλαγε κι αυτός. O εισαγγελέας, αν και δε γελούσε, παρατηρούσε καλά-καλά το Μίτια σα να 'θελε να μη χάσει λέξη απ' τα λεγόμενά του, να μη χάσει την παραμικρή αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του, την παραμικρή κίνησή του.

— Μα νομίζω πως έτσι αρχίσαμε και μεις, απάντησε εξακολουθώντας να γελάει ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Δεν προσπαθήσαμε καθόλου να σας μπερδέψουμε ρωτώντας σας πώς σηκωθήκατε αυτό το πρωί και τι φάγατε. Απεναντίας αρχίσαμε αμέσως απ' το ουσιαστικό, απ' το πιο ουσιαστικό.

— Το καταλαβαίνω, το κατάλαβα και το εξετίμησα. Κι ακόμα περισσότερο εκτιμάω την τωρινή σας καλοσύνη, μια καλοσύνη απεριόριστη που μονάχα οι ευγενικές ψυχές διαθέτουν. Μαζευτήκαμε δω πέρα τρεις ευγενικοί άνθρωποι, ας συνεχίσουμε λοιπόν με αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση, κι ας συζητήσουμε σα μορφωμένοι και κοσμικοί κύριοι που τους συνδέει η ευγενική τους καταγωγή και η τιμή. Όπως και να 'ναι, επιτρέψτε μου να σας θεωρώ σαν τους καλύτερους φίλους μου τούτη τη στιγμή της ζωής μου, τούτη τη στιγμή της ταπείνωσής μου! Δε νομίζω να σας θίγει αυτό, κύριοι. Σας θίγει;

— Κάθε άλλο, όλ' αυτά τα είπατε πολύ ωραία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, επιδοκίμασε σοβαρά κι επίσημα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς!

— Τις μικρολεπτομέρειες, κύριοι, όλες αυτές τις δικολαβικές λεπτομέρειες ας τις αφήσουμε κατά μέρος, αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Μίτια —αλλιώς ένας διάολος ξέρει πού θα καταλήξουμε, ψέματα;

— Θα έχω πάντα υπ' όψη μου τη λογικότατη συμβουλή σας, ανακατεύτηκε ξαφνικά στην κουβέντα ο εισαγγελέας· όμως επιμένω ακόμα στην ερώτησή μου. Μας είναι εντελώς απαραίτητο να μάθουμε για ποιον ακριβώς λόγο σάς χρειάστηκε εκείνο το ποσό, δηλαδή ειδικά εκείνες οι τρεις χιλιάδες;

— Γιατί μου χρειάστηκε; Για τον ένα ή για τον άλλο λόγο... ε, για να ξοφλήσω ένα χρέος μου.

— Σε ποιο πρόσωπο;

— Αυτό αρνιέμαι να σας το πω, κύριοι! Κι όχι πως δεν μπορώ να το πω ή δεν τολμάω ή φοβάμαι πως θα φανερωθεί κάτι σε βάρος μου γιατί όλ' αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Μα δε θα σας το πω, γιατί είναι ζήτημα αρχής. Αυτό έχει σχέση μονάχα με την ιδιωτική μου ζωή και δεν θα σας επιτρέψω ν' ανακατευτείτε στις ιδιωτικές μου υποθέσεις. Αυτή είναι η αρχή μου. Η ερώτησή σας δεν έχει σχέση με το γεγονός που πάτε να εξετάσετε και το καθετί που δεν έχει σχέση με το γεγονός, αναφέρεται στην ιδιωτική μου ζωή! Ήθελα να ξοφλήσω ένα χρέος, ένα χρέος τιμής. Μα σε ποιον, αυτό δε θα το πω.

— Επιτρέψτε μας να το σημειώσουμε, είπε ο εισαγγελέας.

— Παρακαλώ, ελεύθερα. Έτσι και να το σημειώσετε. Πως δε θα το πω, δε θα το πω ποτέ μου. Γράψτε, κύριοι, πως το θεωρώ ατιμία να το πω. Καιρό για χάσιμο που 'χετε μ' αυτά τα γραψίματα, μα την αλήθεια!

— Επιτρέψτε μας, ευγενέστατε κύριε, να σας προειδοποιήσουμε και να σας υπενθυμίσουμε για μιαν ακόμα φορά, αν βέβαια το αγνοείτε, είπε ο εισαγγελέας, πως έχετε κάθε δικαίωμα να μην απαντάτε στις ερωτήσεις που σας κάνουμε τώρα, και μεις απ' το μέρος μας δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να σας εξαναγκάσουμε ν' απαντήσετε στην περίπτωση που αρνιέστε να μας δώσετε απάντηση για τη μια ή την άλλη αιτία. Κρίνετε όπως θέλετε. Όμως έχουμε και μεις την υποχρέωση να σας εξηγήσουμε ότι, σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, ζημιώνετε σοβαρά τον εαυτό σας, όταν αρνιέστε να μας ξεκαθαρίσετε ορισμένα ζητήματα. Και τώρα παρακαλώ να συνεχίσουμε.

— Κύριοι, δεν πρέπει να νομίζετε πως θύμωσα... εγώ... άρχισε να ψελλίζει ο Μίτια αρκετά συγχυσμένος απ' αυτό το μάθημα· να τι συμβαίνει, κύριοι: Κείνος ο Σαμσόνοβ που πήγα σπίτι του... Δε θα παραθέσουμε βέβαια όλη τη διήγησή του εδώ πέρα μιας και τα γεγονότα είναι γνωστά πια στον αναγνώστη. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ανυπομονούσε να τα πει όλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μ' όλες τις λεπτομέρειες. Όμως επειδή καταγράφανε κάθε νέο στοιχείο που είχε ενδιαφέρον, τους ήταν απαραίτητο να τον διακόπτουν. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν έμενε καθόλου ευχαριστημένος απ' αυτές τις διακοπές, μα υποτασσόταν. Θύμωνε μα προς το παρόν ανοιχτόκαρδα. Είναι αλήθεια πως μερικές φορές ξεφώνιζε: «Κύριοι, αυτό και τον ίδιο το Θεό θα τον δαιμόνιζε» ή: «Κύριοι, δεν το καταλαβαίνετε πως έτσι μ' εκνευρίζετε άδικα;» Όμως εξακολουθούσε ακόμα να τους μιλάει καλόκαρδα. Τους διηγήθηκε λοιπόν πώς του «την έσκασε» προχτές ο Σαμσόνοβ. (Το καταλάβαινε πια πως πραγματικά του την έσκασε). O εισαγγελέας κι ο ανακριτής ενδιαφέρθηκαν εξαιρετικά όταν μάθανε πως πούλησε το ρολόι του για έξι ρούβλια για να εξοικονομήσει τα χρήματα του ταξιδιού —ως τα τότε δεν είχαν ιδέα γι' αυτό το γεγονός. O Μίτια ήταν καταγανακτισμένος που τον υποχρέωσαν να τους τα διηγηθεί όλ' αυτά με λεπτομέρειες που τις καταγράψανε κιόλας. Αυτό τους χρειαζόταν σα μια επιβεβαίωση του ότι και την προηγούμενη μέρα δεν είχε πεντάρα τσακιστή στην τσέπη του. Σιγά-σιγά ο Μίτια σκυθρώπιαζε. Ύστερα, αφού περιέγραψε την επίσκεψή του στο Λιαγκάβη και το πώς πέρασε τη νύχτα του στην ίζμπα κ.τ.λ, άρχισε να διηγιέται την επιστροφή του στην πολιτεία κι ακόμα, από μόνος του, χωρίς να του το ζητήσουν, άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τα μαρτύρια της ζήλειας του για τη Γκρούσενκα. Τον ακούγανε σιωπηλά και προσεχτικά και σημείωσαν ιδιαίτερα το γεγονός ότι από καιρό είχε εγκαταστήσει ένα παρατηρητήριο στον κήπο της Μάριας Κοντράτιεβνας και πως τις πληροφορίες τού τις έδινε ο Σμερντιακόβ. Για τη ζήλεια του μίλησε πολύ και με πάθος και, αν και ντρεπότανε που ανοίγει έτσι την καρδιά του και παραδίνει τα πιο μύχια συναισθήματά του στη «δημόσια ατίμωση», υπερνικούσε αυτή την ντροπή για να μην πει ψέματα. Τα αδιάφορα και αυστηρά βλέμματα του ανακριτή κι ιδιαίτερα του εισαγγελέα που 'χαν καρφωθεί απάνω του όσο αυτός διηγότανε, τον κατατάραξαν.

«Αυτό το παλιόπαιδο ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, που δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που του 'λεγα ένα σωρό ανοησίες για τις γυναίκες, κι αυτός ο χτικιάρης εισαγγελέας, δεν είναι άξιοι ν' ακούσουν αυτά που τους διηγιέμαι», σκέφτηκε για μια στιγμή μελαγχολικά, «αίσχος!» «Υπόμενε, ησύχασε και σώπα», τέλειωσε τη σκέψη του μ' αυτόν το στίχο, ξαναπήρε κουράγιο και συνέχισε.

Όταν έφτασε στην επίσκεψη που 'κανε στην κυρία Χοχλάκοβα, ξαναβρήκε και πάλι το κέφι του κι ήταν έτοιμος να τους πει γι' αυτή την κυρία ένα πρόσφατο ανέκδοτο που δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτή την υπόθεση, μα ο ανακριτής τον διέκοψε και τον παρακάλεσε ευγενικά να «μιλήσει για πιο ουσιώδη πράγματα». Τέλος, όταν περιέγραψε την απελπισία του και διηγήθηκε πως όταν έφυγε από τη Χοχλάκοβα σκέφτηκε ακόμα και «να σφάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον οποιονδήποτε για να βρει τις τρεις χιλιάδες», τον διακόψανε και πάλι και σημειώσανε πως «ήθελε να σφάξει». O Μίτια τούς άφησε να το γράψουν χωρίς να πει λέξη. Τέλος έφτασε και στο σημείο που έμαθε πως η Γκρούσενκα τον γέλασε κι έφυγε απ' του Σαμσόνοβ αμέσως, ενώ του 'χε πει πως θα μείνει στο σπίτι του γέρου ως τα μεσάνυχτα:

«Αν δε σκότωσα, κύριοι, κείνη τη στιγμή τη Φένια, αυτό το 'κανα μόνο και μόνο επειδή βιαζόμουνα», είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί.

Το σημειώσανε κι αυτό. O Μίτια περίμενε βλοσυρός ώσπου να το γράψουν κι άρχισε να διηγιέται πως έτρεξε στον κήπο του πατέρα του, όταν ξάφνου ο ανακριτής τον διέκοψε κι έβγαλε από μια μεγάλη τσάντα που ήταν κει δίπλα του, πάνω στο ντιβάνι, ένα μπακιρένιο γουδοχέρι.

— Το γνωρίζετε αυτό το αντικείμενο; είπε δείχνοντάς το στο Μίτια.

— Αχ, ναι, είπε αυτός χαμογελώντας σκυθρωπά· πώς να μην το γνωρίζω! Για δώστε μου να το καλοκοιτάξω... Στο διάολο, δε χρειάζεται!

— Ξεχάσατε να το αναφέρετε, παρατήρησε ο ανακριτής.

— Ε, διάολε, δεν είχα βέβαια σκοπό να σας το κρύψω. Αργά ή γρήγορα θα σας το έλεγα, δε νομίζετε και σεις; Μονάχα που το ξέχασα.

— Θα έχετε λοιπόν την καλοσύνη να μας διηγηθείτε με λεπτομέρειες πώς οπλιστήκατε;

— Γιατί όχι, κύριοι; Είμαι στη διάθεσή σας.

Κι ο Μίτια διηγήθηκε πώς πήρε το γουδοχέρι κι έφυγε τρέχοντας απ' την κουζίνα της Φένιας.

— Όμως με ποιο σκοπό πήρατε μαζί σας αυτό το αντικείμενο; Γιατί οπλιστήκατε μ' αυτό το όπλο;

— Ποιο σκοπό; Κανένα σκοπό! Τ' άρπαξα κι έφυγα τρέχοντας.

— Μα γιατί το πήρατε αφού δεν είχατε κανένα σκοπό;

Ένα πείσμα άρχισε να κυριεύει το Μίτια. Κοίταξε επίμονα το «παλιόπαιδο» και χαμογέλασε με κακία. Αυτό που τον πείραζε περισσότερο απ' το καθετί άλλο ήταν που έκατσε και διηγήθηκε σε «κάτι τέτοιους ανθρώπους» όλη την ιστορία της ζήλειας του με τόση ειλικρίνεια.

— Στα παλιά μου τα παπούτσια το γουδοχέρι, πρόφερε ξάφνου χωρίς να το καλοσκεφτεί.

— Κι όμως...

— Ε, το πήρα για να διώξω τα σκυλιά, ήταν και σκοτάδι... Για κάθε ενδεχόμενο, πώς το λένε.

— Παίρνετε κι άλλες φορές κανένα όπλο μαζί σας όταν βγαίνετε έξω μιας και φοβάστε τόσο πολύ το σκοτάδι;

— Βρε που να πάρει ο διάολος. Φτου! Μα την αλήθεια, κύριοι, είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς μαζί σας! ξεφώνισε ο Μίτια εξαιρετικά ερεθισμένος και γυρίζοντας προς το μέρος του γραφιά τού είπε παράφορα, κατακόκκινος απ' το θυμό του:

— Γράψε τώρα... τώρ' αμέσως... «πως άρπαξα το γουδοχέρι και έτρεξα να σκοτώσω τον πατέρα μου... το Φιόντορ Παύλοβιτς... σπάζοντάς του το κεφάλι!» Είστε ευχαριστημένοι τώρα, κύριοι; Ικανοποιηθήκατε; πρόφερε κοιτάζοντας προκλητικά τον ανακριτή και τον εισαγγελέα.

— Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως αυτά που είπατε τα είπατε γιατί οργιστήκατε και πεισμώσατε απ' τις ερωτήσεις μας, που τις θεωρείτε ασήμαντες μα που στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικές, του είπε ξερά ο εισαγγελέας.

— Μα προς Θεού, κύριοι! Πήρα το γουδοχέρι... Ε, και τι μ' αυτό; Γιατί παίρνει κανείς κάτι στο χέρι του σε παρόμοιες περιπτώσεις; Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω. Τ' άρπαξα και έφυγα τρέχοντας. Αυτό είναι όλο· ντροπή σας, κύριοι, passons, αλλιώς, στο λόγο μου, θα σταματήσω την αφήγηση!

Ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και στήριξε το κεφάλι στην παλάμη του. Καθόταν πλάγια και κοίταζε τον τοίχο, προσπαθώντας να καταπνίξει ένα δυσάρεστο συναίσθημα που τον κυρίευε. Πραγματικά, το 'θελε πολύ κείνη τη στιγμή να σηκωθεί και να τους πει πως δε θα ξαναβγάλει λέξη πια, «έστω κι αν με καταδικάσετε σε θάνατο».

— Βλέπετε, καλοί μου κύριοι, πρόφερε ξάφνου συγκρατώντας με δυσκολία το θυμό του· συμβαίνει τούτο: Σας ακούω τώρα και νομίζω... Βλέπω μερικές φορές στον ύπνο μου ένα όνειρο... ένα όνειρο που το βλέπω συχνά, πως τάχα κάποιος με κυνηγάει, κάποιος που τον φοβάμαι τρομερά, με κυνηγάει στο σκοτάδι, τη νύχτα, με γυρεύει και γω κρύβομαι πίσω από καμιά πόρτα ή πίσω απ' την ντουλάπα, κρύβομαι μ' έναν πολύ ταπεινωτικό τρόπο και το κυριότερο είναι πως εκείνος ξέρει πολύ καλά πού πήγα και κρύφτηκα μα κάνει τάχα επίτηδες πως δεν το ξέρει πού είμαι για να με βασανίζει περισσότερο απολαμβάνοντας τον τρόμο μου... Αυτό κάνετε και σεις τώρα! Το ίδιο καταντάει!

— Τέτοια όνειρα βλέπετε; ρώτησε ο εισαγγελέας.

— Ναι, τέτοια όνειρα βλέπω... Δε θα θέλατε μήπως να το γράψετε κι αυτό; είπε με σαρκασμό ο Μίτια.

— Όχι, δεν θα το γράψουμε, όμως, όπως και να 'ναι, πολύ περίεργα όνειρα βλέπετε.

— Τώρα πια δεν είναι όνειρο! Είναι πραγματικότητα, κύριοι, πραγματικότητα της καθημερινής ζωής! Είμαι λύκος και σεις είσαστε οι κυνηγοί. Μην τον αφήνετε λοιπόν να ξεφύγει.

— Κακώς κάνατε αυτή την παρομοίωση... άρχισε να λέει πολύ μαλακά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Καθόλου, κύριοι, καθόλου. Έχω δίκιο! είπε και πάλι μ' έξαψη ο Μίτια αν κι ήταν φανερό πως ξαλάφρωσε λίγο με το προηγούμενο ξέσπασμα του θυμού του κι άρχισε πάλι να γίνεται όλο και πιο καλοσυνάτος με την κάθε λέξη που πρόφερε.

— Έχετε κάθε δικαίωμα να μην πιστεύετε έναν κακούργο ή έναν υπόδικο, κύριοι, που τον τυραννάτε με τις ερωτήσεις σας, μα έναν ευγενικό άνθρωπο, κύριοι, με τις πιο ευγενικές εξάρσεις (αυτό το φωνάζω μ' όλη τη δύναμή μου!) —όχι! Έναν τέτοιον άνθρωπο δεν έχετε δικαίωμα να μην τον πιστεύετε... ναι, δεν το

'χετε... μα...

...σώπα, καρδιά μου υπόμενε, ησύχασε και σώπα!

— Λοιπόν τι λέτε; Να συνεχίσω; είπε σκυθρωπά.

— Μα και βέβαια, κάντε μας τη χάρη, απάντησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.


9. IV. Δοκιμασία δεύτερη 9. IV. Test two

Δε θα με πιστέψετε αν σας πω πόσο πολύ μας ενθαρρύνετε μ' αυτή σας την προθυμία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς... άρχισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς ζωηρά και με φανερή ευχαρίστηση, που έλαμψε στα μεγάλα, ανοιχτόγκριζα, πολύ μυωπικά, εδώ που τα λέμε, μάτια του. Λίγο πριν είχε βγάλει τα γυαλιά του. Έχετε πολύ δίκιο υποστηρίζοντας πως χρειάζεται αμοιβαία εμπιστοσύνη που χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να καρποφορήσει μια ανάκριση, ιδιαίτερα στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος θέλει και ελπίζει πως έχει τις δυνατότητες ν' αποδείξει την αθωότητά του. Εμείς θα κάνουμε ό,τι περνάει απ' το χέρι μας... Νομίζω δα πως αυτό το διαπιστώσατε κιόλας απ' την ως τα τώρα διεξαγωγή της ανάκρισης... Συμφωνείτε, Ιππόλυτε Κυρίλοβιτς; είπε γυρίζοντας ξαφνικά στον εισαγγελέα.

— Μα και βέβαια, τι λόγος, συμφώνησε κι ο εισαγγελέας με κάποια ξηρότητα σε σύγκριση με την ορμητικότητα του Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

Εδώ πρέπει να κάνω τούτη την παρατήρηση: O νεοφερμένος Νικολάι Παρφιόνοβιτς, απ' τις πρώτες κιόλας μέρες που 'ρθε στην πολιτεία μας, ένιωσε για τον Ιππόλυτο Κυρίλοβιτς, τον εισαγγελέα, έναν εξαιρετικό σεβασμό κι έπιασε μαζί του εγκάρδιες σχεδόν φιλίες. Ήταν ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που πίστεψε απόλυτα σχεδόν στο ψυχολογικό και ρητορικό ταλέντο του «αδικημένου απ' τους ανώτερους» Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς. Πίστευε ακόμα πως πραγματικά ήταν παραγνωρισμένος. Είχε ακούσει να μιλάνε γι' αυτόν απ' την Πετρούπολη ακόμα. Γι' αυτό κιόλας ο νεαρός Νικολάι Παρφιόνοβιτς ήταν ο μοναδικός άνθρωπος στον κόσμο που αγάπησε ο «αδικημένος μας» εισαγγελέας. Καθώς έρχονταν στο ξενοδοχείο προφτάσανε και συμφώνησαν για μερικά ζητήματα σχετικά με τη διεξαγωγή της ανάκρισης. Τώρα, καθισμένος μπροστά στο τραπέζι, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αντιλαμβάνονταν αμέσως τον κάθε υπαινιγμό, τον κάθε μορφασμό του ανωτέρου συναδέλφου του, την κάθε λέξη, το κάθε βλέμμα, το κάθε κλείσιμο του ματιού.

— Αφήστε με μονάχα, κύριοι, να σας τα εξιστορήσω όλα μόνος μου και μη με διακόπτετε με μικρολεπτομέρειες, και θα σας τα εκθέσω όλα αμέσως, κόχλαζε —ο Μίτια.

— Θαυμάσια. Σας ευχαριστώ. Μα προτού ακούσουμε τη διήγησή σας, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσουμε ακόμα ένα γεγονός που είναι για μας πολύ αξιοσημείωτο. Θέλω να πω για κείνα τα δέκα ρούβλια που δανειστήκατε χθες κατά τις πέντε απ' το φίλο σας Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν δίνοντάς του για ενέχυρο τα πιστόλια σας.

— Ναι, κύριοι, τα 'δωσα για ενέχυρο. Τα 'δωσα ενέχυρο για δέκα ρούβλια. Και τι μ' αυτό; Μόλις γύρισα στην πολιτεία πήγα και τα δανείστηκα εκείνα τα δέκα ρούβλια...

— Ώστε γυρίσατε στην πολιτεία; Δηλαδή είχατε φύγει;

— Μάλιστα, κύριοι, σαράντα βέρστια έκανα, δεν το ξέρατε αυτό;

Ο εισαγγελέας κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς αντάλλαξαν ένα γρήγορο βλέμμα.

— Θα θέλατε να μας περιγράφετε με τη σειρά όλη τη χθεσινή σας ημέρα αρχίζοντας απ' το πρωί; Επιτρέψτε μου λόγου χάρη να ρωτήσω: Γιατί απουσιάσατε απ' την πολιτεία; Πότε φύγατε; Πότε γυρίσατε... κι όλα τα σχετικά.

—Μα γιατί λοιπόν δεν το ρωτούσατε αυτό απ' την αρχή; είπε ο Μίτια και γέλασε δυνατά. Αν θέλετε μάλιστα μπορώ ν' αρχίσω τη διήγηση όχι απ' το χθεσινό πρωί μα απ' το προχθεσινό και τότε θα καταλάβετε πού και γιατί πήγα. Προχτές, κύριοι, πήγα στον έμπορο Σαμσόνοβ για να δανειστώ απ' αυτόν τρεις χιλιάδες προσφέροντάς του μια σίγουρη εγγύηση. Βλέπετε, κύριοι, έπρεπε να βρω όσο γρηγορότερα μπορούσα αυτά τα λεφτά...

— Επιτρέψτε μου, τον διέκοψε ευγενικά ο εισαγγελέας. Γιατί σας χρειάστηκε έτσι ξαφνικά αυτό το ποσό, δηλαδή ειδικά τρεις χιλιάδες ρούβλια;

— Αχ, κύριοι, δεν θα 'πρεπε να με ρωτάτε τέτοιες λεπτομέρειες: Πώς, πότε, και γιατί τόσα κι όχι λιγότερα ή περισσότερα, κι όλ' αυτά τ' ασήμαντα... αν πάμε έτσι ούτε τρεις τόμοι δε θα μου φτάνανε για να τα περιγράψω, τι λέω, θα χρειαστεί κι επίλογος!

Όλ' αυτά τα είπε ο Μίτια ανοιχτόκαρδα μα και με την ανυπόμονη οικειότητα ενός ανθρώπου που θέλει να πει όλη την αλήθεια κι έχει τις καλύτερες προθέσεις.

— Κύριοι, είπε ξαφνικά σα να κατάλαβε πως δε μίλησε καλά· μη συνερίζεστε το απότομο φέρσιμό μου. Να 'στε βέβαιοι πως σας σέβομαι και καταλαβαίνω καλά την τωρινή μου θέση. Μη νομίζετε πως είμαι μεθυσμένος. Τώρα πια ξεμέθυσα. Μα και μεθυσμένος να 'μουν πάλι δε θα 'χε σημασία. Γιατί με μένα συμβαίνει τούτο:

Σα μεθύσω-αμυαλιά

(κι όμως χάνω εξυπνάδες).

Ξεμεθάω-να μυαλά

(κι όλο χάνω κουταμάρες).

Χα-χα! Μα σα να βλέπω, κύριοι, πως δεν έχω ακόμα το δικαίωμα ν' αστειεύομαι μαζί σας, μια και δεν αποδείχτηκε ακόμα η αθωότητά μου. Τι νομίζετε; Έχω και γω την προσωπική μου αξιοπρέπεια. Καταλαβαίνω δα τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ μας. Όσο και να 'ναι, εσείς με θεωρείτε εγκληματία ακόμα, πά' να πει πως δεν είμαι καθόλου ίσος με σας. Έχετε απ' την άλλη μεριά την εντολή να με επιτηρείτε. Δε θα με παινέψετε βέβαια γι' αυτό που έκανα στο Γρηγόρη. Δεν επιτρέπεται φυσικά να σπάει ο καθένας ατιμώρητα τα κεφάλια των γέρων. Το ξέρω πως θα με δικάσετε γι' αυτό και θα με καταδικάσετε σ' έξι μήνες ή κι ένα χρόνο φυλακή, δεν ξέρω τι θ' αποφασίσετε, όμως δε θα στερηθώ τα δικαιώματά μου, δε θα τα στερηθώ, έτσι δεν είναι, κύριε εισαγγελέα; Για όλ' αυτά λοιπόν, κύριοι, καταλαβαίνω βέβαια τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσά μας. Όμως παραδεχτείτε και σεις πως και τον ίδιο το Θεό μπορείτε να μπερδέψετε με κάτι τέτοιες ερωτήσεις. Πού πήγες, πώς πήγες, γιατί πήγες; Θα μπερδευτώ στη στιγμή αν πάμε έτσι και σεις θα γράψετε τη λαθεμένη μου απάντηση. Και ποιο θα 'ναι το αποτέλεσμα; Μηδέν. Στο κάτω-κάτω αν υποτεθεί πως αρχίζω να φλυαρώ, αφήστε με να συνεχίσω, είμαι βέβαιος, κύριοι, πως σα μορφωμένοι κι ευγενικοί άνθρωποι θα με συγχωρέσετε. Τελειώνοντας θα σας απευθύνω μια τελευταία παράκληση. Αφήστε, κύριοι, αυτή την τυπικότητα στην ανάκριση. Τι κάνετε δηλαδή; Αρχίζετε από μερικές μίζερες κι ασήμαντες ερωτήσεις. Πώς σηκώθηκες, τι έφαγες, πώς έφτυσες, πού έφτυσες, κι «όταν ναρκωθεί η προσοχή του εγκληματίου» τον ρωτάτε ξαφνικά κι αναπάντεχα. «Ποιον σκότωσες; Ποιον λήστεψες;» Χα-χα! Αυτό είν' όλο κι όλο το επίσημο σύστημά σας, ο κλασικός σας κανόνας. Πάνω σ' αυτό είναι θεμελιωμένη όλη σας η πονηριά. Όμως μονάχα τους μουζίκους μπορείτε να ναρκώσετε με παρόμοιες ερωτήσεις, όχι εμένα. Γιατί εγώ έχω υπηρετήσει και καταλαβαίνω απ' αυτά τα πράγματα, χα-χα! Μη θυμώνετε, κύριοι. Με συγχωρείτε για την αυθάδειά μου, έτσι δεν είναι; φώναξε κοιτάζοντάς τους με μια καταπληκτική σχεδόν αγαθότητα. Γιατί πώς δηλαδή; O Μίτκα Καραμάζοβ τα είπε αυτά, πάει να πει πως μπορείς να τον συγχωρέσεις. Αν τα 'λεγε κανένας μυαλωμένος άνθρωπος, θα 'ταν βέβαια ασυγχώρητος, όμως μιας και τα 'πε ο Μίτκα, συγχωρεμένος να ναι! Χα-χα!

O Νικολάι Παρφιόνοβιτς άκουγε και γέλαγε κι αυτός. O εισαγγελέας, αν και δε γελούσε, παρατηρούσε καλά-καλά το Μίτια σα να 'θελε να μη χάσει λέξη απ' τα λεγόμενά του, να μη χάσει την παραμικρή αλλαγή στην έκφραση του προσώπου του, την παραμικρή κίνησή του.

— Μα νομίζω πως έτσι αρχίσαμε και μεις, απάντησε εξακολουθώντας να γελάει ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Δεν προσπαθήσαμε καθόλου να σας μπερδέψουμε ρωτώντας σας πώς σηκωθήκατε αυτό το πρωί και τι φάγατε. Απεναντίας αρχίσαμε αμέσως απ' το ουσιαστικό, απ' το πιο ουσιαστικό.

— Το καταλαβαίνω, το κατάλαβα και το εξετίμησα. Κι ακόμα περισσότερο εκτιμάω την τωρινή σας καλοσύνη, μια καλοσύνη απεριόριστη που μονάχα οι ευγενικές ψυχές διαθέτουν. Μαζευτήκαμε δω πέρα τρεις ευγενικοί άνθρωποι, ας συνεχίσουμε λοιπόν με αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση, κι ας συζητήσουμε σα μορφωμένοι και κοσμικοί κύριοι που τους συνδέει η ευγενική τους καταγωγή και η τιμή. Όπως και να 'ναι, επιτρέψτε μου να σας θεωρώ σαν τους καλύτερους φίλους μου τούτη τη στιγμή της ζωής μου, τούτη τη στιγμή της ταπείνωσής μου! Δε νομίζω να σας θίγει αυτό, κύριοι. Σας θίγει;

— Κάθε άλλο, όλ' αυτά τα είπατε πολύ ωραία, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, επιδοκίμασε σοβαρά κι επίσημα ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς!

— Τις μικρολεπτομέρειες, κύριοι, όλες αυτές τις δικολαβικές λεπτομέρειες ας τις αφήσουμε κατά μέρος, αναφώνησε ενθουσιασμένος ο Μίτια —αλλιώς ένας διάολος ξέρει πού θα καταλήξουμε, ψέματα;

— Θα έχω πάντα υπ' όψη μου τη λογικότατη συμβουλή σας, ανακατεύτηκε ξαφνικά στην κουβέντα ο εισαγγελέας· όμως επιμένω ακόμα στην ερώτησή μου. Μας είναι εντελώς απαραίτητο να μάθουμε για ποιον ακριβώς λόγο σάς χρειάστηκε εκείνο το ποσό, δηλαδή ειδικά εκείνες οι τρεις χιλιάδες;

— Γιατί μου χρειάστηκε; Για τον ένα ή για τον άλλο λόγο... ε, για να ξοφλήσω ένα χρέος μου.

— Σε ποιο πρόσωπο;

— Αυτό αρνιέμαι να σας το πω, κύριοι! Κι όχι πως δεν μπορώ να το πω ή δεν τολμάω ή φοβάμαι πως θα φανερωθεί κάτι σε βάρος μου γιατί όλ' αυτά δεν έχουν καμιά σημασία. Μα δε θα σας το πω, γιατί είναι ζήτημα αρχής. Αυτό έχει σχέση μονάχα με την ιδιωτική μου ζωή και δεν θα σας επιτρέψω ν' ανακατευτείτε στις ιδιωτικές μου υποθέσεις. Αυτή είναι η αρχή μου. Η ερώτησή σας δεν έχει σχέση με το γεγονός που πάτε να εξετάσετε και το καθετί που δεν έχει σχέση με το γεγονός, αναφέρεται στην ιδιωτική μου ζωή! Ήθελα να ξοφλήσω ένα χρέος, ένα χρέος τιμής. Μα σε ποιον, αυτό δε θα το πω.

— Επιτρέψτε μας να το σημειώσουμε, είπε ο εισαγγελέας.

— Παρακαλώ, ελεύθερα. Έτσι και να το σημειώσετε. Πως δε θα το πω, δε θα το πω ποτέ μου. Γράψτε, κύριοι, πως το θεωρώ ατιμία να το πω. Καιρό για χάσιμο που 'χετε μ' αυτά τα γραψίματα, μα την αλήθεια!

— Επιτρέψτε μας, ευγενέστατε κύριε, να σας προειδοποιήσουμε και να σας υπενθυμίσουμε για μιαν ακόμα φορά, αν βέβαια το αγνοείτε, είπε ο εισαγγελέας, πως έχετε κάθε δικαίωμα να μην απαντάτε στις ερωτήσεις που σας κάνουμε τώρα, και μεις απ' το μέρος μας δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να σας εξαναγκάσουμε ν' απαντήσετε στην περίπτωση που αρνιέστε να μας δώσετε απάντηση για τη μια ή την άλλη αιτία. Κρίνετε όπως θέλετε. Όμως έχουμε και μεις την υποχρέωση να σας εξηγήσουμε ότι, σε περιπτώσεις σαν κι αυτή, ζημιώνετε σοβαρά τον εαυτό σας, όταν αρνιέστε να μας ξεκαθαρίσετε ορισμένα ζητήματα. Και τώρα παρακαλώ να συνεχίσουμε.

— Κύριοι, δεν πρέπει να νομίζετε πως θύμωσα... εγώ... άρχισε να ψελλίζει ο Μίτια αρκετά συγχυσμένος απ' αυτό το μάθημα· να τι συμβαίνει, κύριοι: Κείνος ο Σαμσόνοβ που πήγα σπίτι του... Δε θα παραθέσουμε βέβαια όλη τη διήγησή του εδώ πέρα μιας και τα γεγονότα είναι γνωστά πια στον αναγνώστη. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς ανυπομονούσε να τα πει όλα όσο πιο γρήγορα μπορούσε, μ' όλες τις λεπτομέρειες. Όμως επειδή καταγράφανε κάθε νέο στοιχείο που είχε ενδιαφέρον, τους ήταν απαραίτητο να τον διακόπτουν. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν έμενε καθόλου ευχαριστημένος απ' αυτές τις διακοπές, μα υποτασσόταν. Θύμωνε μα προς το παρόν ανοιχτόκαρδα. Είναι αλήθεια πως μερικές φορές ξεφώνιζε: «Κύριοι, αυτό και τον ίδιο το Θεό θα τον δαιμόνιζε» ή: «Κύριοι, δεν το καταλαβαίνετε πως έτσι μ' εκνευρίζετε άδικα;» Όμως εξακολουθούσε ακόμα να τους μιλάει καλόκαρδα. Τους διηγήθηκε λοιπόν πώς του «την έσκασε» προχτές ο Σαμσόνοβ. (Το καταλάβαινε πια πως πραγματικά του την έσκασε). O εισαγγελέας κι ο ανακριτής ενδιαφέρθηκαν εξαιρετικά όταν μάθανε πως πούλησε το ρολόι του για έξι ρούβλια για να εξοικονομήσει τα χρήματα του ταξιδιού —ως τα τότε δεν είχαν ιδέα γι' αυτό το γεγονός. O Μίτια ήταν καταγανακτισμένος που τον υποχρέωσαν να τους τα διηγηθεί όλ' αυτά με λεπτομέρειες που τις καταγράψανε κιόλας. Αυτό τους χρειαζόταν σα μια επιβεβαίωση του ότι και την προηγούμενη μέρα δεν είχε πεντάρα τσακιστή στην τσέπη του. Σιγά-σιγά ο Μίτια σκυθρώπιαζε. Ύστερα, αφού περιέγραψε την επίσκεψή του στο Λιαγκάβη και το πώς πέρασε τη νύχτα του στην ίζμπα κ.τ.λ, άρχισε να διηγιέται την επιστροφή του στην πολιτεία κι ακόμα, από μόνος του, χωρίς να του το ζητήσουν, άρχισε να περιγράφει με λεπτομέρειες τα μαρτύρια της ζήλειας του για τη Γκρούσενκα. Τον ακούγανε σιωπηλά και προσεχτικά και σημείωσαν ιδιαίτερα το γεγονός ότι από καιρό είχε εγκαταστήσει ένα παρατηρητήριο στον κήπο της Μάριας Κοντράτιεβνας και πως τις πληροφορίες τού τις έδινε ο Σμερντιακόβ. Για τη ζήλεια του μίλησε πολύ και με πάθος και, αν και ντρεπότανε που ανοίγει έτσι την καρδιά του και παραδίνει τα πιο μύχια συναισθήματά του στη «δημόσια ατίμωση», υπερνικούσε αυτή την ντροπή για να μην πει ψέματα. Τα αδιάφορα και αυστηρά βλέμματα του ανακριτή κι ιδιαίτερα του εισαγγελέα που 'χαν καρφωθεί απάνω του όσο αυτός διηγότανε, τον κατατάραξαν.

«Αυτό το παλιόπαιδο ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, που δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που του 'λεγα ένα σωρό ανοησίες για τις γυναίκες, κι αυτός ο χτικιάρης εισαγγελέας, δεν είναι άξιοι ν' ακούσουν αυτά που τους διηγιέμαι», σκέφτηκε για μια στιγμή μελαγχολικά, «αίσχος!» «Υπόμενε, ησύχασε και σώπα», τέλειωσε τη σκέψη του μ' αυτόν το στίχο, ξαναπήρε κουράγιο και συνέχισε.

Όταν έφτασε στην επίσκεψη που 'κανε στην κυρία Χοχλάκοβα, ξαναβρήκε και πάλι το κέφι του κι ήταν έτοιμος να τους πει γι' αυτή την κυρία ένα πρόσφατο ανέκδοτο που δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτή την υπόθεση, μα ο ανακριτής τον διέκοψε και τον παρακάλεσε ευγενικά να «μιλήσει για πιο ουσιώδη πράγματα». Τέλος, όταν περιέγραψε την απελπισία του και διηγήθηκε πως όταν έφυγε από τη Χοχλάκοβα σκέφτηκε ακόμα και «να σφάξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε τον οποιονδήποτε για να βρει τις τρεις χιλιάδες», τον διακόψανε και πάλι και σημειώσανε πως «ήθελε να σφάξει». O Μίτια τούς άφησε να το γράψουν χωρίς να πει λέξη. Τέλος έφτασε και στο σημείο που έμαθε πως η Γκρούσενκα τον γέλασε κι έφυγε απ' του Σαμσόνοβ αμέσως, ενώ του 'χε πει πως θα μείνει στο σπίτι του γέρου ως τα μεσάνυχτα:

«Αν δε σκότωσα, κύριοι, κείνη τη στιγμή τη Φένια, αυτό το 'κανα μόνο και μόνο επειδή βιαζόμουνα», είπε χωρίς να το καλοσκεφτεί.

Το σημειώσανε κι αυτό. O Μίτια περίμενε βλοσυρός ώσπου να το γράψουν κι άρχισε να διηγιέται πως έτρεξε στον κήπο του πατέρα του, όταν ξάφνου ο ανακριτής τον διέκοψε κι έβγαλε από μια μεγάλη τσάντα που ήταν κει δίπλα του, πάνω στο ντιβάνι, ένα μπακιρένιο γουδοχέρι.

— Το γνωρίζετε αυτό το αντικείμενο; είπε δείχνοντάς το στο Μίτια.

— Αχ, ναι, είπε αυτός χαμογελώντας σκυθρωπά· πώς να μην το γνωρίζω! Για δώστε μου να το καλοκοιτάξω... Στο διάολο, δε χρειάζεται!

— Ξεχάσατε να το αναφέρετε, παρατήρησε ο ανακριτής.

— Ε, διάολε, δεν είχα βέβαια σκοπό να σας το κρύψω. Αργά ή γρήγορα θα σας το έλεγα, δε νομίζετε και σεις; Μονάχα που το ξέχασα.

— Θα έχετε λοιπόν την καλοσύνη να μας διηγηθείτε με λεπτομέρειες πώς οπλιστήκατε;

— Γιατί όχι, κύριοι; Είμαι στη διάθεσή σας.

Κι ο Μίτια διηγήθηκε πώς πήρε το γουδοχέρι κι έφυγε τρέχοντας απ' την κουζίνα της Φένιας.

— Όμως με ποιο σκοπό πήρατε μαζί σας αυτό το αντικείμενο; Γιατί οπλιστήκατε μ' αυτό το όπλο;

— Ποιο σκοπό; Κανένα σκοπό! Τ' άρπαξα κι έφυγα τρέχοντας.

— Μα γιατί το πήρατε αφού δεν είχατε κανένα σκοπό;

Ένα πείσμα άρχισε να κυριεύει το Μίτια. Κοίταξε επίμονα το «παλιόπαιδο» και χαμογέλασε με κακία. Αυτό που τον πείραζε περισσότερο απ' το καθετί άλλο ήταν που έκατσε και διηγήθηκε σε «κάτι τέτοιους ανθρώπους» όλη την ιστορία της ζήλειας του με τόση ειλικρίνεια.

— Στα παλιά μου τα παπούτσια το γουδοχέρι, πρόφερε ξάφνου χωρίς να το καλοσκεφτεί.

— Κι όμως...

— Ε, το πήρα για να διώξω τα σκυλιά, ήταν και σκοτάδι... Για κάθε ενδεχόμενο, πώς το λένε.

— Παίρνετε κι άλλες φορές κανένα όπλο μαζί σας όταν βγαίνετε έξω μιας και φοβάστε τόσο πολύ το σκοτάδι;

— Βρε που να πάρει ο διάολος. Φτου! Μα την αλήθεια, κύριοι, είναι αδύνατο να μιλήσει κανείς μαζί σας! ξεφώνισε ο Μίτια εξαιρετικά ερεθισμένος και γυρίζοντας προς το μέρος του γραφιά τού είπε παράφορα, κατακόκκινος απ' το θυμό του:

— Γράψε τώρα... τώρ' αμέσως... «πως άρπαξα το γουδοχέρι και έτρεξα να σκοτώσω τον πατέρα μου... το Φιόντορ Παύλοβιτς... σπάζοντάς του το κεφάλι!» Είστε ευχαριστημένοι τώρα, κύριοι; Ικανοποιηθήκατε; πρόφερε κοιτάζοντας προκλητικά τον ανακριτή και τον εισαγγελέα.

— Καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως αυτά που είπατε τα είπατε γιατί οργιστήκατε και πεισμώσατε απ' τις ερωτήσεις μας, που τις θεωρείτε ασήμαντες μα που στην πραγματικότητα είναι πολύ σημαντικές, του είπε ξερά ο εισαγγελέας.

— Μα προς Θεού, κύριοι! Πήρα το γουδοχέρι... Ε, και τι μ' αυτό; Γιατί παίρνει κανείς κάτι στο χέρι του σε παρόμοιες περιπτώσεις; Εγώ τουλάχιστον δεν ξέρω. Τ' άρπαξα και έφυγα τρέχοντας. Αυτό είναι όλο· ντροπή σας, κύριοι, passons, αλλιώς, στο λόγο μου, θα σταματήσω την αφήγηση!

Ακούμπησε τον αγκώνα του στο τραπέζι και στήριξε το κεφάλι στην παλάμη του. Καθόταν πλάγια και κοίταζε τον τοίχο, προσπαθώντας να καταπνίξει ένα δυσάρεστο συναίσθημα που τον κυρίευε. Πραγματικά, το 'θελε πολύ κείνη τη στιγμή να σηκωθεί και να τους πει πως δε θα ξαναβγάλει λέξη πια, «έστω κι αν με καταδικάσετε σε θάνατο».

— Βλέπετε, καλοί μου κύριοι, πρόφερε ξάφνου συγκρατώντας με δυσκολία το θυμό του· συμβαίνει τούτο: Σας ακούω τώρα και νομίζω... Βλέπω μερικές φορές στον ύπνο μου ένα όνειρο... ένα όνειρο που το βλέπω συχνά, πως τάχα κάποιος με κυνηγάει, κάποιος που τον φοβάμαι τρομερά, με κυνηγάει στο σκοτάδι, τη νύχτα, με γυρεύει και γω κρύβομαι πίσω από καμιά πόρτα ή πίσω απ' την ντουλάπα, κρύβομαι μ' έναν πολύ ταπεινωτικό τρόπο και το κυριότερο είναι πως εκείνος ξέρει πολύ καλά πού πήγα και κρύφτηκα μα κάνει τάχα επίτηδες πως δεν το ξέρει πού είμαι για να με βασανίζει περισσότερο απολαμβάνοντας τον τρόμο μου... Αυτό κάνετε και σεις τώρα! Το ίδιο καταντάει!

— Τέτοια όνειρα βλέπετε; ρώτησε ο εισαγγελέας.

— Ναι, τέτοια όνειρα βλέπω... Δε θα θέλατε μήπως να το γράψετε κι αυτό; είπε με σαρκασμό ο Μίτια.

— Όχι, δεν θα το γράψουμε, όμως, όπως και να 'ναι, πολύ περίεργα όνειρα βλέπετε.

— Τώρα πια δεν είναι όνειρο! Είναι πραγματικότητα, κύριοι, πραγματικότητα της καθημερινής ζωής! Είμαι λύκος και σεις είσαστε οι κυνηγοί. Μην τον αφήνετε λοιπόν να ξεφύγει.

— Κακώς κάνατε αυτή την παρομοίωση... άρχισε να λέει πολύ μαλακά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

— Καθόλου, κύριοι, καθόλου. Έχω δίκιο! είπε και πάλι μ' έξαψη ο Μίτια αν κι ήταν φανερό πως ξαλάφρωσε λίγο με το προηγούμενο ξέσπασμα του θυμού του κι άρχισε πάλι να γίνεται όλο και πιο καλοσυνάτος με την κάθε λέξη που πρόφερε.

— Έχετε κάθε δικαίωμα να μην πιστεύετε έναν κακούργο ή έναν υπόδικο, κύριοι, που τον τυραννάτε με τις ερωτήσεις σας, μα έναν ευγενικό άνθρωπο, κύριοι, με τις πιο ευγενικές εξάρσεις (αυτό το φωνάζω μ' όλη τη δύναμή μου!) —όχι! Έναν τέτοιον άνθρωπο δεν έχετε δικαίωμα να μην τον πιστεύετε... ναι, δεν το

'χετε... μα...

...σώπα, καρδιά μου υπόμενε, ησύχασε και σώπα!

— Λοιπόν τι λέτε; Να συνεχίσω; είπε σκυθρωπά.

— Μα και βέβαια, κάντε μας τη χάρη, απάντησε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.