×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. III. Οι δοκιμασίες μιας ψυχής. Δοκιμασία πρώτη

9. III. Οι δοκιμασίες μιας ψυχής. Δοκιμασία πρώτη

O Μίτια λοιπόν καθότανε και μ' αγριεμένο βλέμμα κοίταζε γύρω χωρίς να καταλαβαίνει τι του λέγανε. Ξάφνου σηκώθηκε, σήκωσε ψηλά τα χέρια του και φώναξε:

— Αθώος! Γι' αυτό το αίμα είμαι αθώος! Για το αίμα του πατέρα μου είμαι αθώος... Ήθελα να τον σκοτώσω μα είμαι αθώος! Δεν είμαι γω.

Μα μόλις πρόφτασε να τα φωνάξει αυτά, όρμησε μέσα η Γκρούσενκα που ως τα τότε είχε μείνει πίσω απ' το παραβάν κι έπεσε αμέσως στα γόνατα, μπροστά στο Διοικητή.

— Εγώ, εγώ η καταραμένη φταίω! ξεφώνισε με μια σπαραχτική κραυγή κλαίγοντας κι απλώνοντας σ' όλους τα χέρια της.

— Εξαιτίας μου σκότωσε!... Εγώ τον καταβασάνισα και τον έκανα να φτάσει ως εκεί! Βασάνισα κι εκείνον τον κακομοίρη το γερομακαρίτη και τον έφερα ως εκεί. Από την κακία μου τα 'κανα όλ' αυτά. Εγώ φταίω! Εγώ είμαι η πρώτη και κυριότερη ένοχη!

— Ναι, εσύ είσαι η ένοχη! Εσύ είσαι η κυριότερη κακούργα! Εσύ η κολασμένη, η διεφθαρμένη... ούρλιαζε απειλώντας την με το χέρι ο Διοικητής, μα τώρα πια τον σταματήσανε με περισσότερη ενεργητικότητα. O εισαγγελέας μάλιστα τον άδραξε απ' τα μπράτσα.

— Αυτό πια είναι εντελώς απαράδεχτο, Μιχαήλ Μακάροβιτς, φώναξε. Εμποδίζετε την κανονική διεξαγωγή της ανακρίσεως... προκαλείτε σύγχυση... έλεγε σχεδόν λαχανιάζοντας.

— Θα λάβω μέτρα, πρέπει να ληφθούν μέτρα, να ληφθούν μέτρα! αγανακτούσε κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αλλιώς, μα την αλήθεια, δε γίνεται!...

— Μαζί να μας δικάσετε! εξακολουθούσε να φωνάζει σαν αλλοπαρμένη η Γκρούσενκα, μένοντας ακόμα γονατιστή. Μαζί να μας καταδικάσετε, τώρα είμαι έτοιμη να πάω μαζί του και στο θάνατο ακόμα!

— Γκρούσα μου, ζωή μου, αίμα μου, άγιο πλάσμα! είπε ο Μίτια και γονατίζοντας δίπλα της την έσφιξε στην αγκαλιά του. Μην την πιστεύετε, φώναξε· αυτή δε φταίει σε τίποτα, δεν έκανε τίποτα, τίποτα!

Θυμόταν αργότερα πως τον τράβηξαν από κοντά της με τη βία κάμποσοι άνθρωποι και κείνη τη βγάλανε απ' το δωμάτιο. Όταν συνήλθε και πάλι, καθόταν πια μπροστά σ' ένα τραπέζι. Δίπλα του και πίσω του στέκονταν κάτι άνθρωποι με μετάλλινες κονκάρδες. Απέναντί του, απ' την άλλη μεριά του τραπεζιού, στο ντιβάνι, καθόταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, ο ανακριτής, κι όλο προσπαθούσε να τον πείσει να πιει λίγο νερό απ' το ποτήρι που βρισκόταν μπροστά του.

«Θα σας δροσίσει και θα σας ησυχάσει, μη φοβάστε, μην ανησυχείτε», πρόσθετε μ' εξαιρετική ευγένεια. O Μίτια παρατήρησε ξάφνου, (το θυμόταν κι αργότερα αυτό), και δοκίμασε μεμιάς ζωηρή περιέργεια για τα μεγάλα δαχτυλίδια του. Το ένα είχε έναν αμέθυστο και τ' άλλο ένα πετράδι κίτρινο, λαμπερό και διάφανο. Το θυμόταν πολλές φορές αργότερα κι απορούσε που αυτά τα δαχτυλίδια τραβούσαν ακαταμάχητα το βλέμμα του, ακόμα και σ' όλες εκείνες τις τρομερές ώρες της ανάκρισης, τόσο που για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ' αυτά και να τα ξεχάσει. Λες και ήταν απαραίτητα για την τωρινή του θέση... Αριστερά, δίπλα στο Μίτια, στη θέση που καθόταν στην αρχή-αρχή ο Μαξίμοβ, καθόταν τώρα ο εισαγγελέας και δεξιά, στη θέση που καθόταν η Γκρούσενκα, κάθισε ένας κοκκινοπρόσωπος νέος που φορούσε ένα πολύ τριμμένο σακάκι που 'μοιαζε με κυνηγετικό και μπροστά του βρέθηκε ένα καλαμάρι και χαρτί. Αποδείχτηκε πως αυτός ήταν ο γραμματέας του ανακριτή που τον είχε φέρει κι αυτόν μαζί του. O Διοικητής στεκόταν τώρα κοντά στο παράθυρο, στην άλλη άκρη του δωματίου, δίπλα στον Καλγκάνοβ που καθότανε σε μια καρέκλα.

— Πιείτε λίγο νερό! ξανάπε μαλακά για δέκατη φορά ο ανακριτής.

— Ήπια, καλοί μου κύριοι, ήπια... μα... τι περιμένετε λοιπόν, κύριοι, συντρίψτε με, τιμωρείστε με, αποφασίστε τη μοίρα μου! φώναξε ο Μίτια κοιτάζοντας επίμονα τον ανακριτή με φοβερά ακίνητα και διεσταλμένα μάτια.

— Ώστε επιμένετε πως δε σκοτώσατε τον πατέρα σας, το Φιόντορ Παύλοβιτς; ρώτησε μαλακά μα επίμονα ο ανακριτής.

— Είμαι αθώος! Είμαι ένοχος για κάποιο άλλο αίμα που έχυσα, το αίμα ενός άλλου γέρου, μα όχι του πατέρα μου. Μετανοώ! Τον σκότωσα, τον σκότωσα τον γέρο, τον σκότωσα και τον έριξα καταγής... Όμως είναι αφόρητο να πληρώσω γι' αυτό το αίμα και το άλλο, το τρομερό αίμα που δεν έχυσα. Είναι τρομερή η κατηγορία σας καλοί μου κύριοι, αυτό είναι τρομερό κι απροσδόκητο χτύπημα για μένα! Μα ποιος τον σκότωσε λοιπόν τον πατέρα μου; Ποιος τον σκότωσε; Ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει εκτός από μένα; Θαύμα, ακατανόητο, αδύνατο!...

— Μα ναι, ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει... άρχισε να λέει ο ανακριτής, όμως ο εισαγγελέας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς (ο αντιεισαγγελέας δηλαδή, μα θα τον λέμε και μεις για συντομία εισαγγελέα), αφού αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον ανακριτή, πρόφερε γυρίζοντας στο Μίτια.

— Άδικα ανησυχείτε για το γερο-υπηρέτη, το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς. Μάθετε πως ζει, ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και παρ' όλα τα βαριά χτυπήματα, που όπως μας είπε κι ο ίδιος κι όπως τα ομολογήσατε τώρα και μόνος σας, του καταφέρατε, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ζήσει. Έτσι είπε τουλάχιστον ο γιατρός.

— Ζει; Ώστε ζει! ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια χτυπώντας τα χέρια του.

Όλο το πρόσωπό του φωτίστηκε.

— Θεέ μου, σ' ευχαριστώ για τούτο το τρισμέγιστο θαύμα σου που 'κανες για χάρη μου, για χάρη ενός αμαρτωλού και κακούργου σαν και μένα, εισακούοντας την προσευχή μου!... Ναι, ναι, είναι γιατί προσευχήθηκα- όλη τη νύχτα προσευχόμουν!...

Και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. Πνιγόταν σχεδόν.

— Λοιπόν απ' αυτόν τον ίδιο το Γρηγόρη πήραμε τούτη τη σπουδαία κατάθεση για σας που... άρχισε να λέει ο εισαγγελέας, μα ο Μίτια σηκώθηκε ξάφνου όρθιος.

— Δυο λεπτά, καλοί μου κύριοι, για όνομα του Θεού, αφήστε με μονάχα για δυο λεπτά. Θα τρέξω και θα της πω...

— Μας συγχωρείτε, μα τώρα αυτό με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γίνει! φώναξε τσιρίζοντας σχεδόν ο Νικολάι Παρφιόνιτς και σηκώθηκε κι αυτός όρθιος.

Τον Μίτια τον αρπάξανε οι άνθρωποι με τις κονκάρδες. Όμως αυτός δεν είχε σκοπό να φέρει αντίσταση και ξανακάθισε μονάχος του...

— Κρίμα! Ήθελα να τη δω έστω και για μια στιγμή... ήθελα να της πω πως ξεπλύθηκε, εξαφανίστηκε αυτό το αίμα που μου σπάραζε όλη τη νύχτα την καρδιά και να μάθει πως δεν είμαι πια φονιάς! Γιατί, κύριοι, πρέπει να ξέρετε πως είναι αρραβωνιαστικιά μου! πρόφερε μ' ενθουσιασμό και κατάνυξη και τους κοίταξε όλους. Ω, σας ευχαριστώ, καλοί μου κύριοι! Ω, πώς μ' αναγεννήσατε, πώς μ' αναστήσατε μ' αυτό που μου είπατε μόλις τώρα! Αυτός ο γέρος με ντάντευε και μ' έπλενε στη σκάφη. Όταν με παράτησαν όλοι, τότε που ήμουν τριών χρονών, αυτός στάθηκε αληθινός πατέρας μου!...

— Ώστε λοιπόν εσείς... άρχισε πάλι ο ανακριτής.

— Με συγχωρείτε, καλοί μου κύριοι, αφήστε με ακόμα ένα λεπτό, τον διέκοψε ο Μίτια.

Έβαλε τους αγκώνες στο τραπέζι και σκέπασε με τις παλάμες του το πρόσωπο.

— Αφήστε με μια στιγμή να καταλάβω τι μου γίνεται, αφήστε με να πάρω ανάσα, κύριοι. Όλ' αυτά με ταράξανε τρομερά, άνθρωπος είμαι και γω, δεν είμαι πετσί ταμπούρλου.

— Ίσως λίγο νεράκι... ψέλλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

O Μίτια ξεσκέπασε το πρόσωπό του και γέλασε. Το βλέμμα του ήταν ζωηρό λες κι έγινε άλλος άνθρωπος μέσα σε μια στιγμή. Άλλαξε ακόμα κι ο τόνος της φωνής του. Τώρα καθόταν απέναντί τους σαν ίσος τους, ίσος μ' όλους αυτούς τους παλιούς του γνώριμους, όπως ακριβώς θα καθόταν αν βρίσκονταν όλοι τους σε μια κοσμική συγκέντρωση χτες όταν ακόμα δεν είχε γίνει τίποτα. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Διοικητής δεχόταν μ' ευχάριστηση το Μίτια όταν αυτός είχε πρωτόρθει στην πολιτεία μας, μα αργότερα, ιδιαίτερα τον τελευταίο μήνα, ο Μίτια δεν τον επισκεφτόταν καθόλου σχεδόν κι ο Διοικητής όταν τον συναντούσε κάπου, στο δρόμο λόγου χάρη, σούφρωνε τα φρύδια και μονάχα από ευγένεια τον αντιχαιρετούσε, πράγμα που ο Μίτια το 'χε προσέξει πολύ καλά. Με τον εισαγγελέα ήταν ακόμη λιγότερο γνωστός, μα τη γυναίκα του, μια κυρία αλλόκοτη και νευρική, την επισκεπτόταν καμιά φορά. (Η αλήθεια είναι πως τούτες οι επισκέψεις ήταν πολύ τυπικές κι ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε καλά-καλά γιατί πήγαινε στο σπίτι της). Εκείνη τον δεχόταν φιλόφρονα και για κάποιον άγνωστο λόγο έδειχνε πως ενδιαφέρεται γι' αυτόν ως τις τελευταίες μέρες. Με τον ανακριτή δεν είχε προφτάσει να γνωριστεί ακόμα, τον είχε συναντήσει ωστόσο κι είχε μιλήσει μαζί του κάνα δυο φορές. Και τις δυο, είχαν μιλήσει για γυναίκες.

— Όπως βλέπω, Νικολάι Παρφιόνιτς, είσαστε μάστορας στη δουλειά σας, είπε ο Μίτια και ξάφνου γέλασε εύθυμα. Μα τώρα θα σας βοηθήσω κι ο ίδιος. Ω, καλοί μου κύριοι, αναστήθηκα... Και μη με παρεξηγείτε που σας μιλάω τόσο απλά, χωρίς να κρατάω τους τύπους. Εξάλλου είμαι και λιγάκι μεθυσμένος, αυτό πρέπει να τ' ομολογήσω. Νομίζω πως είχα την τιμή... την τιμή και την ευχαρίστηση να σας συναντήσω, Νικολάι Παρφιόνιτς, στο σπίτι του συγγενή μου Μιούσοβ... Κύριοι, καλοί μου κύριοι, δεν έχω την αξίωση να με θεωρείτε ίσο σας, καταλαβαίνω πολύ καλά τη θέση μου. Έχετε για μένα... αν βέβαια μίλησε εναντίον μου ο Γρηγόρης... τότε έχετε, μα και βέβαια έχετε για μένα μια τρομερή υποψία! Φρίκη, φρίκη! Τι; Νομίζετε πως δεν το καταλαβαίνω; Όμως ας αρχίσουμε, κύριοι, θα τα ξεκαθαρίσουμε τώρα όλα στο λεπτό γιατί, ακούστε με, ακούστε με, καλοί μου κύριοι:

Αφού ξέρω πως είμαι αθώος δεν μπορεί παρά να τελειώσουμε στο λεπτό. Ψέματα; Ψέματα;

O Μίτια μίλαγε γρήγορα και πολύ, νευρικά και με διαχυτικότητα κι έδειχνε πως θεωρεί τους ακροατές του τους καλύτερους φίλους του.

— Ώστε λοιπόν ως τα τώρα μπορούμε να γράψουμε πως απορρίπτετε κατηγορηματικά την κατηγορία που σας βαρύνει, είπε υποβλητικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και σκύβοντας προς το μέρος του γραφέα τού υπαγόρεψε σιγανά τι πρέπει να σημειώσει.

— Να γράψετε; Θέλετε να το γράψετε αυτό; Γιατί όχι; Γράψτε το, είμαι σύμφωνος, είμαι απόλυτα σύμφωνος, κύριοι... Μονάχα που... Σταθείτε, σταθείτε, γράψτε το έτσι: Είμαι ένοχος που χτύπησα και πλήγωσα τον καημένο το γέρο. Είμαι ένοχος. Κι ακόμα μέσα μου, στο βάθος της καρδιάς μου... όμως αυτό δεν χρειάζεται να γραφτεί (είπε και γύρισε ξάφνου στο γραφέα), αυτό πια είναι ιδιωτική μου υπόθεση, κύριοι, αυτό πια δεν σας ενδιαφέρει, αυτό που 'χω στα βάθη της καρδιάς μου δηλαδή... Μα για το φόνο του γερο-πατέρα μου, δεν είμαι ένοχος! Αυτό είναι εξωφρενική σκέψη! Εντελώς εξωφρενική!... Θα σας το αποδείξω και θα πεισθείτε στο λεπτό. Θα γελάτε, κύριοι, θα χαχανίζετε κι οι ίδιοι με την υποψία σας!...

— Ησυχάστε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο ανακριτής σα να 'θελε να καταπνίξει την παραφορά του Μίτια με τη δική του ηρεμία. Προτού συνεχίσουμε την ανάκριση, θα επιθυμούσα, αν βέβαια θα θελήσετε να μας απαντήσετε, ν' ακούσω από σας την επιβεβαίωση τούτου του γεγονότος. Ότι δηλαδή, καθώς φαίνεται, δεν αγαπούσατε το μακαρίτη Φιόντορ Παύλοβιτς, είχατε μαζί του συνεχείς καυγάδες... Εδώ τουλάχιστο, μόλις ένα τέταρτο πριν, είπατε και μονάχος σας πως είχατε σκοπό να τον σκοτώσετε: «Δεν τον σκότωσα», φωνάξατε, «μα ήθελα να τον σκοτώσω!»

— Το φώναξα αυτό; Ωχ, μπορεί και να το φώναξα, κύριοι! Ναι, δυστυχώς ήθελα να τον σκοτώσω, πολλές φορές το θέλησα... δυστυχώς, δυστυχώς!

— Θέλατε. Θα είχατε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε ποιες ακριβώς ήταν οι αιτίες που σας κάνανε να τρέφετε τόσο μίσος για το γεννήτορά σας;

— Μα τι να σας εξηγήσω, κύριοι! είπε ο Μίτια βλοσυρά κι ανασήκωσε τους ώμους του. Εγώ δεν έκρυβα δα τα αισθήματά μου, αυτό το ξέρει όλη η πολιτεία, το ξέρουν όλοι στην ταβέρνα. Δεν πάει πολύς καιρός που τα ξανάπα στο κελί του στάρετς Ζωσιμά... Το ίδιο κείνο απόγευμα χτύπησα τον πατέρα μου και παραλίγο να τον σκότωνα. Κι ορκίστηκα τότε πως θα ξανάρθω και θα τον σκοτώσω κι όλ' αυτά μπροστά σε μάρτυρες... Ω, χιλιάδες είναι οι μάρτυρες! Έναν ολόκληρο μήνα το φώναζα, όλοι μ' ακούσανε! Το γεγονός το βλέπουμε, το γεγονός μιλάει, φωνάζει, μα τα αισθήματα, κύριοι, τα αισθήματα είναι άλλο πράγμα. Βλέπετε, κύριοι, (έσμιξε τα φρύδια του ο Μίτια), νομίζω πως δεν έχετε δικαίωμα να με ρωτάτε για τα αισθήματά μου. Βέβαια καταλαβαίνω πως κάνετε το καθήκον σας, όμως αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, εσώτερη, ατομική, μα... μια και δεν έκρυψα και πρώτα τα αισθήματά μου... στην ταβέρνα λόγου χάρη τα 'λεγα στον καθένα που θα 'χε όρεξη να μ' ακούσει, δε θα το κρατήσω τώρα μυστικό. Βλέπετε, κύριοι, καταλαβαίνω δα πως σε μια τέτοια περίπτωση όλες οι ενδείξεις είναι εναντίον μου. Το 'λεγα σ' όλους πως θα τον σκοτώσω και να που ξαφνικά τον σκοτώσανε. Ποιος άλλος από μένα μπορεί να 'ναι λοιπόν ο ένοχος; Χα-χα! Σας συγχωρώ, κύριοι, σας δικαιολογώ απόλυτα. Γιατί και γω ο ίδιος απορώ και σπάω το κεφάλι μου. Ποιος τον σκότωσε τέλος πάντων αν όχι εγώ; Ψέματα; Αν δεν το 'κανα εγώ, τότε ποιος; Ποιος λοιπόν; Κύριοι, φώναξε ξαφνικά, θέλω να ξέρω, απαιτώ μάλιστα να μου πείτε, κύριοι: Πού τον σκοτώσανε; Πώς τον σκοτώσανε, με τι και πώς; ρώτησε βιαστικά κοιτάζοντας τον εισαγγελέα και τον ανακριτή.

— Τον βρήκαμε να κοίτεται στο πάτωμα, ανάσκελα, στο δωμάτιό του, με σπασμένο το κεφάλι, είπε ο εισαγγελέας.

—Αυτό είναι τρομερό! είπε ο Μίτια κι ανατρίχιασε. Έβαλε τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι κι έκρυψε το πρόσωπό του με το δεξί του χέρι.

— Λοιπόν συνεχίζουμε, τον διέκοψε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ώστε ποιες ήταν λοιπόν οι αιτίες που σας έκαναν να νιώθετε αυτό το μίσος; Αν δεν κάνω λάθος, λέγατε μπροστά σε κόσμο πως ήταν η ζήλεια. Έτσι;

— Μα ναι, η ζήλεια κι όχι μονάχα αυτό.

— Χρηματικές διαφορές;

— Ναι, κι αυτό.

— Αν δεν κάνω λάθος, μαλώσατε για τις τρεις χιλιάδες που τάχα σας κατακρατούσε απ' την κληρονομιά.

— Μονάχα τρεις; Πιο πολλές, πιο πολλές ήταν, βιάστηκε να πει ο Μίτια. Έξι, ίσως και δέκα. Το 'λεγα σ' όλους, σ' όλους το φώναζα! Όμως ας είναι, σκέφτηκα, ας συμβιβαστώ κι ας πάρω μονάχα τρεις. Χαλάλι του. Τούτες οι τρεις χιλιάδες μού ήταν εντελώς απαραίτητες... τόσο που κείνον το φάκελο με τις τρεις χιλιάδες, που ήξερα πως τον είχε κρύψει κάτω απ' το μαξιλάρι του και τον προόριζε για την Γκρούσενκα, τον θεωρούσα, κλεμμένο από μένα, ναι, έτσι είναι, κύριοι, τον θεωρούσα δικό μου, ιδιοκτησία μου...

O εισαγγελέας αντάλλαξε ένα βλέμμα όλο σημασία με τον ανακριτή και του 'κλεισε αδιόρατα το μάτι.

—`Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, είπε αμέσως ο ανακριτής.

Όμως τώρα επιτρέψτε μας να γράψουμε τούτη τη σημειωσούλα: ότι δηλαδή θεωρούσατε τούτα τα λεφτά σαν ιδιοκτησία σας.

— Γράφτε το, κύριοι, το καταλαβαίνω βέβαια πως κι αυτό είναι μια ένδειξη εναντίον μου, όμως εγώ δε φοβάμαι τις ενδείξεις, εγώ μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου. Τ' ακούτε; Εγώ ο ίδιος. Όμως αρχίζω να βλέπω, κύριοι, πως δεν καταλάβατε τι άνθρωπος είμαι, πρόσθεσε ξαφνικά σκυθρωπός και θλιμμένος. Σας μιλάει ένας τίμιος άνθρωπος και, το κυριότερο, αυτό να το 'χετε πάντα υπ' όψη σας, κύριοι, ένας άνθρωπος που έκανε του κόσμου τις προστυχιές μα που έμεινε πάντα τίμιος κι ευγενικός άνθρωπος, σαν άνθρωπος, μέσα του, βαθιά, δηλαδή με. μια λέξη δεν ξέρω πώς να το εκφράσω... Αυτό ίσα-ίσα με βασάνιζε σ' όλη μου τη ζωή: Πως διψούσα για τιμιότητα, μαρτύρησα, αν μπορώ να το πω έτσι, για την τιμιότητα, τη γύρευα με το φανάρι, με το φανάρι του Διογένη, μα παρ' όλ' αυτά, σ' όλη μου τη ζωή δεν έκανα παρά χυδαιότητες, όπως κι όλοι μας, κύριοι... δηλαδή εγώ μονάχα, κύριοι, όχι όλοι, μονάχα εγώ, λάθος έκανα, μονάχα εγώ, μονάχα εγώ!... Κύριοι, έχω πονοκέφαλο, είπε και το πρόσωπό του συσπάστηκε οδυνηρά. Βλέπετε, κύριοι, δεν μ' άρεσε το πρόσωπό του. Υπήρχε κάτι το άτιμο, το χλευαστικό, το κυνικά περιφρονητικό για καθετί ιερό, μια έλλειψη πίστης. Κάτι τι σιχαμερό, σιχαμερό! Μα τώρα που είναι νεκρός σκέφτομαι διαφορετικά.

— Πώς δηλαδή;

— Όχι διαφορετικά, μα λυπάμαι που τον μισούσα τόσο.

— Μετανοείτε μήπως;

— Όχι, δεν είναι πως μετανοώ, αυτό μην το γράφετε. Μα και γω δεν είμαι καλός, κύριοι, και εγώ δεν είμαι καλύτερος, δεν είχα λοιπόν το δικαίωμα να τον θεωρώ τόσο αποτροπιαστικό, αυτό είναι! Αυτό, αν θέλετε, μπορείτε να το γράψετε.

Λέγοντάς τα αυτά, ο Μίτια ξάφνου μελαγχόλησε. Από ώρα τώρα καθώς απαντούσε στις ερωτήσεις του ανακριτή γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός. Ξαφνικά, κείνην ακριβώς τη στιγμή, έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. Τη Γκρούσενκα την είχαν βγάλει έξω απ' το δωμάτιο μα δεν την είχαν πάει και πολύ μακριά, μόλις στην παραδιπλανή κάμαρα από κείνη τη γαλάζια όπου τώρα γινόταν η ανάκριση. Ήταν ένα μικρό καμαράκι μ' ένα παράθυρο, πίσω ακριβώς απ' το μεγάλο που είχε γίνει το γλέντι και χορεύανε τα κορίτσια. Η Γκρούσενκα καθόταν εκεί και μαζί της ήταν μονάχα ο Μαξίμοβ, που είχε μείνει κατάπληκτος απ' όσα γίνανε και κατατρομαγμένος είχε κουρνιάσει δίπλα της σα να γύρευε την προστασία της. Δίπλα στην πόρτα στεκόταν ένας χωροφύλακας. Η Γκρούσενκα έκλαιγε, και ξαφνικά όταν πια η απελπισία της έφτασε στο κατακόρυφο, πετάχτηκε απάνω, χτύπησε τα χέρια της και φωνάζοντας: «συμφορά μου!», όρμησε έξω απ' το δωμάτιο κι έτρεξε σε κείνον, στο Μίτια της. Αυτό έγινε τόσο αναπάντεχα που κανένας δεν πρόφτασε να την εμποδίσει. O Μίτια, ακούγοντας την κραυγή της, άρχισε να τρέμει ολόκληρος, πετάχτηκε απάνω, άρχισε να φωνάζει κι όρμησε προς το μέρος της, μην ξέροντας σχεδόν τι του γίνεται. Μα και πάλι δεν τους άφησαν ν' ανταμώσουν αν και προφτάσανε να δουν ο ένας τον άλλον. Τον αρπάξανε γερά απ' τα χέρια. Αυτός χτυπιόταν, πάλευε, προσπαθούσε να τους ξεφύγει, τόσο που χρειάστηκαν τρεις ή τέσσερις για να τον κρατήσουν. Την αρπάξανε και κείνη και ο Μίτια την είδε ν' απλώνει προς αυτόν τα χέρια και να φωνάζει καθώς την απομακρύνανε. Όταν συνήλθε, βρέθηκε στην προηγούμενη θέση του, μπροστά στο τραπέζι, απέναντι στον ανακριτή και ξεφώνιζε.

— Γιατί τα βάλατε μαζί της; Γιατί τη βασανίζετε; Δεν φταίει σε τίποτα, σε τίποτα...

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής προσπαθούσανε να τον καθησυχάσουν. Έτσι πέρασε κάμποση ώρα, κάπου δέκα λεπτά. Τέλος μπήκε βιαστικός στο δωμάτιο ο Μιχαήλ Μακάροβιτς κι είπε δυνατά και μ' έξαψη στον εισαγγελέα.

— Την πήγαμε στο κάτω πάτωμα. Μου επιτρέπετε, κύριοι, να πω δυο λόγια μονάχα σ' αυτόν το δυστυχισμένο; Μπροστά σας, κύριοι, μπροστά σας!

— Παρακαλώ, Μιχαήλ Μακάροβιτς, απάντησε ο ανακριτής. Εμείς δεν έχουμε καμιά αντίρρηση.

— Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, άκου, πατερούλη μου, άρχισε να λέει στο Μίτια ο Μιχαήλ Μακάροβιτς κι όλο το ταραγμένο του πρόσωπο έδειχνε πως νιώθει μια πατρική σχεδόν συμπόνια για το δύστυχο. Την Αγκραφένα Αλεξάντροβνά σου την πήγα μονάχος μου κάτω και την παρέδωσα στις κόρες του ξενοδόχου. Μαζί της βρίσκεται και κείνος ο γεροντάκος, ο Μαξίμοβ. Εγώ της μίλησα και ησύχασε, ακούς; Ησύχασε. Της εξήγησα και το κατάλαβε και μόνη της πως δεν πρέπει να σ' εμποδίζει, δεν πρέπει να σε θλίβει περισσότερο γιατί μπορεί να τα χάσεις και να πεις κατά λάθος κάτι εναντίον σου. Κατάλαβες; Με μια λέξη τής τα εξήγησα και κείνη κατάλαβε. Γιατί πρέπει να ξέρεις πως είναι έξυπνη, είναι καλόκαρδη, ήταν έτοιμη να μου φιλήσει τα χέρια και με παρακαλούσε να σε βοηθήσω. Αυτή η ίδια μ' έστειλε για να σου πω να μην ανησυχείς γι' αυτήν, μα και πρέπει, καλέ μου, να ησυχάσεις για να μπορέσω και γω να πάω και να της το πω πως ηρέμησες. Ώστε λοιπόν, ησύχασε. Εγώ την αδίκησα. Έχει χριστιανική ψυχή, ναι, κύριοι, είναι γλυκιά ψυχή κι αθώα. Τι να της πω λοιπόν, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Θα ηρεμήσεις ή όχι;

O αγαθός αυτός άνθρωπος είπε πολλά περιττά πράγματα, μα η λύπη της Γκρούσενκας, μια λύπη ανθρώπινη, άγγιξε την καλή του ψυχή, και τα μάτια του είχαν βουρκώσει. O Μίτια πετάχτηκε απ' τη θέση του κι όρμησε προς το μέρος του.

— Με συγχωρείτε, κύριοι, αφήστε με, ω, αφήστε με να μιλήσω! φώναξε. Έχετε αγγελική, αγγελική ψυχή, Μιχαήλ Μακάροβιτς, σας ευχαριστώ για το καλό που της κάνατε! Ναι, θα 'μαι ήρεμος, θα 'μαι χαρούμενος, πηγαίνετε και πέστε της —το ξέρω πως έχετε χρυσή καρδιά και θα πάτε να της το πείτε —πως είμαι χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, θ' αρχίσω τώρα κιόλας να γελάω, ξέροντας πως έχει κοντά της ένα φύλακα άγγελο σαν και σας. Τώρα θα ξεμπερδέψω γρήγορα-γρήγορα και μόλις με λευτερώσουνε, αμέσως θα τρέξω κοντά της, θα το δει, μονάχα ας περιμένει λιγάκι! Κύριοι, γύρισε ξαφνικά και είπε στον εισαγγελέα και στον ανακριτή· τώρα θα σας ανοίξω την καρδιά μου, όλα θα σας τα πω και θα ξεκαθαρίσουμε στο λεπτό την υπόθεση, θα ξαναγίνουμε φίλοι στο τέλος και θα 'μαστε χαρούμενοι, θα γελάμε κιόλας, ψέματα; Όμως, κύριοι, αυτή η γυναίκα είναι η βασίλισσα της ψυχής μου! Ω, επιτρέψτε μου να σας το πω, αυτό πια δεν μπορώ να το κρατήσω μυστικό... Το βλέπω δα πως βρίσκομαι με ευγενέστατους ανθρώπους, γι' αυτό και μπορώ να πω πως αυτή είναι το φως μου, τα άγια των αγίων μου. Ω, αν ξέρατε μονάχα! Ακούσατε την κραυγή της: «Μαζί σου ακόμα και στο θάνατο». Και τι της έδωσα εγώ, εγώ ο ζητιάνος, ο ξυπόλυτος, για ποιο λόγο μ' αγαπάει τόσο πολύ; Την αξίζω τάχα εγώ ο ασκημομούρης, ο άτιμος, μια τέτοια αγάπη; Τόσο που να 'ναι έτοιμη να 'ρθει μαζί μου και στο κάτεργο; Πριν από λίγο έπεσε στα γόνατα και κυλιότανε μπροστά στα πόδια σας για χάρη μου, αυτή που ήταν πάντα της τόσο περήφανη και που είναι αθώα! Πώς λοιπόν να μην τη λατρεύω, πώς να μην ποθώ να βρεθώ και πάλι κοντά της; Ω, συγχωρέστε με, κύριοι! Όμως τώρα, τώρα πια είμαι ήσυχος!

Έπεσε στην καρέκλα του και σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τις παλάμες, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Όμως αυτά του τα δάκρυα ήταν δάκρυα ευτυχίας. Συνήλθε αμέσως. O γερο-Διοικητής ήταν πολύ ευχαριστημένος, μα, καθώς φαίνεται, κι οι ανακριτές το ίδιο. Αισθάνονταν πως τώρα η ανάκριση θα μπει σε νέα φάση. Όταν ξεπροβόδισε ο Μίτια το Διοικητή ήταν στα αλήθεια χαρούμενος.

— Λοιπόν, κύριοι, τώρα είμαι εντελώς στη διάθεσή σας. Και... αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι μικρολεπτομέρειες, είμαι βέβαιος πως θα τα κανονίζαμε στο λεπτό. Επιμένω σ' αυτό, κύριοι. Είμαι στη διάθεσή σας μα χρειάζεται αμοιβαία εμπιστοσύνη, αλλιώς δε θα τελειώσουμε ποτέ. Για καλό δικό σας το λέω. Λοιπόν, ας αρχίσουμε, κύριοι, ας αρχίσουμε και, το κυριότερο, μην ψαχουλεύετε έτσι μέσα στην ψυχή μου, μην τη σπαράζετε για μικροπράματα. Ρωτάτε με μονάχα για την υπόθεση και τα γεγονότα και τότε γω θα σας δώσω αμέσως ικανοποιητικές απαντήσεις. Ας πάν' στο διάολο οι μικρολεπτομέρειες!

Έτσι αναφωνούσε ο Μίτια. Η ανάκριση ξανάρχισε.


9. III. Οι δοκιμασίες μιας ψυχής. Δοκιμασία πρώτη 9. III. The trials of a soul. Trial one

O Μίτια λοιπόν καθότανε και μ' αγριεμένο βλέμμα κοίταζε γύρω χωρίς να καταλαβαίνει τι του λέγανε. Ξάφνου σηκώθηκε, σήκωσε ψηλά τα χέρια του και φώναξε:

— Αθώος! Γι' αυτό το αίμα είμαι αθώος! Για το αίμα του πατέρα μου είμαι αθώος... Ήθελα να τον σκοτώσω μα είμαι αθώος! Δεν είμαι γω.

Μα μόλις πρόφτασε να τα φωνάξει αυτά, όρμησε μέσα η Γκρούσενκα που ως τα τότε είχε μείνει πίσω απ' το παραβάν κι έπεσε αμέσως στα γόνατα, μπροστά στο Διοικητή.

— Εγώ, εγώ η καταραμένη φταίω! ξεφώνισε με μια σπαραχτική κραυγή κλαίγοντας κι απλώνοντας σ' όλους τα χέρια της.

— Εξαιτίας μου σκότωσε!... Εγώ τον καταβασάνισα και τον έκανα να φτάσει ως εκεί! Βασάνισα κι εκείνον τον κακομοίρη το γερομακαρίτη και τον έφερα ως εκεί. Από την κακία μου τα 'κανα όλ' αυτά. Εγώ φταίω! Εγώ είμαι η πρώτη και κυριότερη ένοχη!

— Ναι, εσύ είσαι η ένοχη! Εσύ είσαι η κυριότερη κακούργα! Εσύ η κολασμένη, η διεφθαρμένη... ούρλιαζε απειλώντας την με το χέρι ο Διοικητής, μα τώρα πια τον σταματήσανε με περισσότερη ενεργητικότητα. O εισαγγελέας μάλιστα τον άδραξε απ' τα μπράτσα.

— Αυτό πια είναι εντελώς απαράδεχτο, Μιχαήλ Μακάροβιτς, φώναξε. Εμποδίζετε την κανονική διεξαγωγή της ανακρίσεως... προκαλείτε σύγχυση... έλεγε σχεδόν λαχανιάζοντας.

— Θα λάβω μέτρα, πρέπει να ληφθούν μέτρα, να ληφθούν μέτρα! αγανακτούσε κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Αλλιώς, μα την αλήθεια, δε γίνεται!...

— Μαζί να μας δικάσετε! εξακολουθούσε να φωνάζει σαν αλλοπαρμένη η Γκρούσενκα, μένοντας ακόμα γονατιστή. Μαζί να μας καταδικάσετε, τώρα είμαι έτοιμη να πάω μαζί του και στο θάνατο ακόμα!

— Γκρούσα μου, ζωή μου, αίμα μου, άγιο πλάσμα! είπε ο Μίτια και γονατίζοντας δίπλα της την έσφιξε στην αγκαλιά του. Μην την πιστεύετε, φώναξε· αυτή δε φταίει σε τίποτα, δεν έκανε τίποτα, τίποτα!

Θυμόταν αργότερα πως τον τράβηξαν από κοντά της με τη βία κάμποσοι άνθρωποι και κείνη τη βγάλανε απ' το δωμάτιο. Όταν συνήλθε και πάλι, καθόταν πια μπροστά σ' ένα τραπέζι. Δίπλα του και πίσω του στέκονταν κάτι άνθρωποι με μετάλλινες κονκάρδες. Απέναντί του, απ' την άλλη μεριά του τραπεζιού, στο ντιβάνι, καθόταν ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς, ο ανακριτής, κι όλο προσπαθούσε να τον πείσει να πιει λίγο νερό απ' το ποτήρι που βρισκόταν μπροστά του.

«Θα σας δροσίσει και θα σας ησυχάσει, μη φοβάστε, μην ανησυχείτε», πρόσθετε μ' εξαιρετική ευγένεια. O Μίτια παρατήρησε ξάφνου, (το θυμόταν κι αργότερα αυτό), και δοκίμασε μεμιάς ζωηρή περιέργεια για τα μεγάλα δαχτυλίδια του. Το ένα είχε έναν αμέθυστο και τ' άλλο ένα πετράδι κίτρινο, λαμπερό και διάφανο. Το θυμόταν πολλές φορές αργότερα κι απορούσε που αυτά τα δαχτυλίδια τραβούσαν ακαταμάχητα το βλέμμα του, ακόμα και σ' όλες εκείνες τις τρομερές ώρες της ανάκρισης, τόσο που για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ' αυτά και να τα ξεχάσει. Λες και ήταν απαραίτητα για την τωρινή του θέση... Αριστερά, δίπλα στο Μίτια, στη θέση που καθόταν στην αρχή-αρχή ο Μαξίμοβ, καθόταν τώρα ο εισαγγελέας και δεξιά, στη θέση που καθόταν η Γκρούσενκα, κάθισε ένας κοκκινοπρόσωπος νέος που φορούσε ένα πολύ τριμμένο σακάκι που 'μοιαζε με κυνηγετικό και μπροστά του βρέθηκε ένα καλαμάρι και χαρτί. Αποδείχτηκε πως αυτός ήταν ο γραμματέας του ανακριτή που τον είχε φέρει κι αυτόν μαζί του. O Διοικητής στεκόταν τώρα κοντά στο παράθυρο, στην άλλη άκρη του δωματίου, δίπλα στον Καλγκάνοβ που καθότανε σε μια καρέκλα.

— Πιείτε λίγο νερό! ξανάπε μαλακά για δέκατη φορά ο ανακριτής.

— Ήπια, καλοί μου κύριοι, ήπια... μα... τι περιμένετε λοιπόν, κύριοι, συντρίψτε με, τιμωρείστε με, αποφασίστε τη μοίρα μου! φώναξε ο Μίτια κοιτάζοντας επίμονα τον ανακριτή με φοβερά ακίνητα και διεσταλμένα μάτια.

— Ώστε επιμένετε πως δε σκοτώσατε τον πατέρα σας, το Φιόντορ Παύλοβιτς; ρώτησε μαλακά μα επίμονα ο ανακριτής.

— Είμαι αθώος! Είμαι ένοχος για κάποιο άλλο αίμα που έχυσα, το αίμα ενός άλλου γέρου, μα όχι του πατέρα μου. Μετανοώ! Τον σκότωσα, τον σκότωσα τον γέρο, τον σκότωσα και τον έριξα καταγής... Όμως είναι αφόρητο να πληρώσω γι' αυτό το αίμα και το άλλο, το τρομερό αίμα που δεν έχυσα. Είναι τρομερή η κατηγορία σας καλοί μου κύριοι, αυτό είναι τρομερό κι απροσδόκητο χτύπημα για μένα! Μα ποιος τον σκότωσε λοιπόν τον πατέρα μου; Ποιος τον σκότωσε; Ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει εκτός από μένα; Θαύμα, ακατανόητο, αδύνατο!...

— Μα ναι, ποιος θα μπορούσε να τον σκοτώσει... άρχισε να λέει ο ανακριτής, όμως ο εισαγγελέας Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς (ο αντιεισαγγελέας δηλαδή, μα θα τον λέμε και μεις για συντομία εισαγγελέα), αφού αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον ανακριτή, πρόφερε γυρίζοντας στο Μίτια.

— Άδικα ανησυχείτε για το γερο-υπηρέτη, το Γρηγόρη Βασίλιεβιτς. Μάθετε πως ζει, ξαναβρήκε τις αισθήσεις του και παρ' όλα τα βαριά χτυπήματα, που όπως μας είπε κι ο ίδιος κι όπως τα ομολογήσατε τώρα και μόνος σας, του καταφέρατε, δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα ζήσει. Έτσι είπε τουλάχιστον ο γιατρός.

— Ζει; Ώστε ζει! ούρλιαξε ξάφνου ο Μίτια χτυπώντας τα χέρια του.

Όλο το πρόσωπό του φωτίστηκε.

— Θεέ μου, σ' ευχαριστώ για τούτο το τρισμέγιστο θαύμα σου που 'κανες για χάρη μου, για χάρη ενός αμαρτωλού και κακούργου σαν και μένα, εισακούοντας την προσευχή μου!... Ναι, ναι, είναι γιατί προσευχήθηκα- όλη τη νύχτα προσευχόμουν!...

Και σταυροκοπήθηκε τρεις φορές. Πνιγόταν σχεδόν.

— Λοιπόν απ' αυτόν τον ίδιο το Γρηγόρη πήραμε τούτη τη σπουδαία κατάθεση για σας που... άρχισε να λέει ο εισαγγελέας, μα ο Μίτια σηκώθηκε ξάφνου όρθιος.

— Δυο λεπτά, καλοί μου κύριοι, για όνομα του Θεού, αφήστε με μονάχα για δυο λεπτά. Θα τρέξω και θα της πω...

— Μας συγχωρείτε, μα τώρα αυτό με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να γίνει! φώναξε τσιρίζοντας σχεδόν ο Νικολάι Παρφιόνιτς και σηκώθηκε κι αυτός όρθιος.

Τον Μίτια τον αρπάξανε οι άνθρωποι με τις κονκάρδες. Όμως αυτός δεν είχε σκοπό να φέρει αντίσταση και ξανακάθισε μονάχος του...

— Κρίμα! Ήθελα να τη δω έστω και για μια στιγμή... ήθελα να της πω πως ξεπλύθηκε, εξαφανίστηκε αυτό το αίμα που μου σπάραζε όλη τη νύχτα την καρδιά και να μάθει πως δεν είμαι πια φονιάς! Γιατί, κύριοι, πρέπει να ξέρετε πως είναι αρραβωνιαστικιά μου! πρόφερε μ' ενθουσιασμό και κατάνυξη και τους κοίταξε όλους. Ω, σας ευχαριστώ, καλοί μου κύριοι! Ω, πώς μ' αναγεννήσατε, πώς μ' αναστήσατε μ' αυτό που μου είπατε μόλις τώρα! Αυτός ο γέρος με ντάντευε και μ' έπλενε στη σκάφη. Όταν με παράτησαν όλοι, τότε που ήμουν τριών χρονών, αυτός στάθηκε αληθινός πατέρας μου!...

— Ώστε λοιπόν εσείς... άρχισε πάλι ο ανακριτής.

— Με συγχωρείτε, καλοί μου κύριοι, αφήστε με ακόμα ένα λεπτό, τον διέκοψε ο Μίτια.

Έβαλε τους αγκώνες στο τραπέζι και σκέπασε με τις παλάμες του το πρόσωπο.

— Αφήστε με μια στιγμή να καταλάβω τι μου γίνεται, αφήστε με να πάρω ανάσα, κύριοι. Όλ' αυτά με ταράξανε τρομερά, άνθρωπος είμαι και γω, δεν είμαι πετσί ταμπούρλου.

— Ίσως λίγο νεράκι... ψέλλισε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς.

O Μίτια ξεσκέπασε το πρόσωπό του και γέλασε. Το βλέμμα του ήταν ζωηρό λες κι έγινε άλλος άνθρωπος μέσα σε μια στιγμή. Άλλαξε ακόμα κι ο τόνος της φωνής του. Τώρα καθόταν απέναντί τους σαν ίσος τους, ίσος μ' όλους αυτούς τους παλιούς του γνώριμους, όπως ακριβώς θα καθόταν αν βρίσκονταν όλοι τους σε μια κοσμική συγκέντρωση χτες όταν ακόμα δεν είχε γίνει τίποτα. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο Διοικητής δεχόταν μ' ευχάριστηση το Μίτια όταν αυτός είχε πρωτόρθει στην πολιτεία μας, μα αργότερα, ιδιαίτερα τον τελευταίο μήνα, ο Μίτια δεν τον επισκεφτόταν καθόλου σχεδόν κι ο Διοικητής όταν τον συναντούσε κάπου, στο δρόμο λόγου χάρη, σούφρωνε τα φρύδια και μονάχα από ευγένεια τον αντιχαιρετούσε, πράγμα που ο Μίτια το 'χε προσέξει πολύ καλά. Με τον εισαγγελέα ήταν ακόμη λιγότερο γνωστός, μα τη γυναίκα του, μια κυρία αλλόκοτη και νευρική, την επισκεπτόταν καμιά φορά. (Η αλήθεια είναι πως τούτες οι επισκέψεις ήταν πολύ τυπικές κι ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε καλά-καλά γιατί πήγαινε στο σπίτι της). Εκείνη τον δεχόταν φιλόφρονα και για κάποιον άγνωστο λόγο έδειχνε πως ενδιαφέρεται γι' αυτόν ως τις τελευταίες μέρες. Με τον ανακριτή δεν είχε προφτάσει να γνωριστεί ακόμα, τον είχε συναντήσει ωστόσο κι είχε μιλήσει μαζί του κάνα δυο φορές. Και τις δυο, είχαν μιλήσει για γυναίκες.

— Όπως βλέπω, Νικολάι Παρφιόνιτς, είσαστε μάστορας στη δουλειά σας, είπε ο Μίτια και ξάφνου γέλασε εύθυμα. Μα τώρα θα σας βοηθήσω κι ο ίδιος. Ω, καλοί μου κύριοι, αναστήθηκα... Και μη με παρεξηγείτε που σας μιλάω τόσο απλά, χωρίς να κρατάω τους τύπους. Εξάλλου είμαι και λιγάκι μεθυσμένος, αυτό πρέπει να τ' ομολογήσω. Νομίζω πως είχα την τιμή... την τιμή και την ευχαρίστηση να σας συναντήσω, Νικολάι Παρφιόνιτς, στο σπίτι του συγγενή μου Μιούσοβ... Κύριοι, καλοί μου κύριοι, δεν έχω την αξίωση να με θεωρείτε ίσο σας, καταλαβαίνω πολύ καλά τη θέση μου. Έχετε για μένα... αν βέβαια μίλησε εναντίον μου ο Γρηγόρης... τότε έχετε, μα και βέβαια έχετε για μένα μια τρομερή υποψία! Φρίκη, φρίκη! Τι; Νομίζετε πως δεν το καταλαβαίνω; Όμως ας αρχίσουμε, κύριοι, θα τα ξεκαθαρίσουμε τώρα όλα στο λεπτό γιατί, ακούστε με, ακούστε με, καλοί μου κύριοι:

Αφού ξέρω πως είμαι αθώος δεν μπορεί παρά να τελειώσουμε στο λεπτό. Ψέματα; Ψέματα;

O Μίτια μίλαγε γρήγορα και πολύ, νευρικά και με διαχυτικότητα κι έδειχνε πως θεωρεί τους ακροατές του τους καλύτερους φίλους του.

— Ώστε λοιπόν ως τα τώρα μπορούμε να γράψουμε πως απορρίπτετε κατηγορηματικά την κατηγορία που σας βαρύνει, είπε υποβλητικά ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς και σκύβοντας προς το μέρος του γραφέα τού υπαγόρεψε σιγανά τι πρέπει να σημειώσει.

— Να γράψετε; Θέλετε να το γράψετε αυτό; Γιατί όχι; Γράψτε το, είμαι σύμφωνος, είμαι απόλυτα σύμφωνος, κύριοι... Μονάχα που... Σταθείτε, σταθείτε, γράψτε το έτσι: Είμαι ένοχος που χτύπησα και πλήγωσα τον καημένο το γέρο. Είμαι ένοχος. Κι ακόμα μέσα μου, στο βάθος της καρδιάς μου... όμως αυτό δεν χρειάζεται να γραφτεί (είπε και γύρισε ξάφνου στο γραφέα), αυτό πια είναι ιδιωτική μου υπόθεση, κύριοι, αυτό πια δεν σας ενδιαφέρει, αυτό που 'χω στα βάθη της καρδιάς μου δηλαδή... Μα για το φόνο του γερο-πατέρα μου, δεν είμαι ένοχος! Αυτό είναι εξωφρενική σκέψη! Εντελώς εξωφρενική!... Θα σας το αποδείξω και θα πεισθείτε στο λεπτό. Θα γελάτε, κύριοι, θα χαχανίζετε κι οι ίδιοι με την υποψία σας!...

— Ησυχάστε, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είπε ο ανακριτής σα να 'θελε να καταπνίξει την παραφορά του Μίτια με τη δική του ηρεμία. Προτού συνεχίσουμε την ανάκριση, θα επιθυμούσα, αν βέβαια θα θελήσετε να μας απαντήσετε, ν' ακούσω από σας την επιβεβαίωση τούτου του γεγονότος. Ότι δηλαδή, καθώς φαίνεται, δεν αγαπούσατε το μακαρίτη Φιόντορ Παύλοβιτς, είχατε μαζί του συνεχείς καυγάδες... Εδώ τουλάχιστο, μόλις ένα τέταρτο πριν, είπατε και μονάχος σας πως είχατε σκοπό να τον σκοτώσετε: «Δεν τον σκότωσα», φωνάξατε, «μα ήθελα να τον σκοτώσω!»

— Το φώναξα αυτό; Ωχ, μπορεί και να το φώναξα, κύριοι! Ναι, δυστυχώς ήθελα να τον σκοτώσω, πολλές φορές το θέλησα... δυστυχώς, δυστυχώς!

— Θέλατε. Θα είχατε την καλοσύνη να μας εξηγήσετε ποιες ακριβώς ήταν οι αιτίες που σας κάνανε να τρέφετε τόσο μίσος για το γεννήτορά σας;

— Μα τι να σας εξηγήσω, κύριοι! είπε ο Μίτια βλοσυρά κι ανασήκωσε τους ώμους του. Εγώ δεν έκρυβα δα τα αισθήματά μου, αυτό το ξέρει όλη η πολιτεία, το ξέρουν όλοι στην ταβέρνα. Δεν πάει πολύς καιρός που τα ξανάπα στο κελί του στάρετς Ζωσιμά... Το ίδιο κείνο απόγευμα χτύπησα τον πατέρα μου και παραλίγο να τον σκότωνα. Κι ορκίστηκα τότε πως θα ξανάρθω και θα τον σκοτώσω κι όλ' αυτά μπροστά σε μάρτυρες... Ω, χιλιάδες είναι οι μάρτυρες! Έναν ολόκληρο μήνα το φώναζα, όλοι μ' ακούσανε! Το γεγονός το βλέπουμε, το γεγονός μιλάει, φωνάζει, μα τα αισθήματα, κύριοι, τα αισθήματα είναι άλλο πράγμα. Βλέπετε, κύριοι, (έσμιξε τα φρύδια του ο Μίτια), νομίζω πως δεν έχετε δικαίωμα να με ρωτάτε για τα αισθήματά μου. Βέβαια καταλαβαίνω πως κάνετε το καθήκον σας, όμως αυτό είναι προσωπική μου υπόθεση, εσώτερη, ατομική, μα... μια και δεν έκρυψα και πρώτα τα αισθήματά μου... στην ταβέρνα λόγου χάρη τα 'λεγα στον καθένα που θα 'χε όρεξη να μ' ακούσει, δε θα το κρατήσω τώρα μυστικό. Βλέπετε, κύριοι, καταλαβαίνω δα πως σε μια τέτοια περίπτωση όλες οι ενδείξεις είναι εναντίον μου. Το 'λεγα σ' όλους πως θα τον σκοτώσω και να που ξαφνικά τον σκοτώσανε. Ποιος άλλος από μένα μπορεί να 'ναι λοιπόν ο ένοχος; Χα-χα! Σας συγχωρώ, κύριοι, σας δικαιολογώ απόλυτα. Γιατί και γω ο ίδιος απορώ και σπάω το κεφάλι μου. Ποιος τον σκότωσε τέλος πάντων αν όχι εγώ; Ψέματα; Αν δεν το 'κανα εγώ, τότε ποιος; Ποιος λοιπόν; Κύριοι, φώναξε ξαφνικά, θέλω να ξέρω, απαιτώ μάλιστα να μου πείτε, κύριοι: Πού τον σκοτώσανε; Πώς τον σκοτώσανε, με τι και πώς; ρώτησε βιαστικά κοιτάζοντας τον εισαγγελέα και τον ανακριτή.

— Τον βρήκαμε να κοίτεται στο πάτωμα, ανάσκελα, στο δωμάτιό του, με σπασμένο το κεφάλι, είπε ο εισαγγελέας.

—Αυτό είναι τρομερό! είπε ο Μίτια κι ανατρίχιασε. Έβαλε τον αγκώνα του πάνω στο τραπέζι κι έκρυψε το πρόσωπό του με το δεξί του χέρι.

— Λοιπόν συνεχίζουμε, τον διέκοψε ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς. Ώστε ποιες ήταν λοιπόν οι αιτίες που σας έκαναν να νιώθετε αυτό το μίσος; Αν δεν κάνω λάθος, λέγατε μπροστά σε κόσμο πως ήταν η ζήλεια. Έτσι;

— Μα ναι, η ζήλεια κι όχι μονάχα αυτό.

— Χρηματικές διαφορές;

— Ναι, κι αυτό.

— Αν δεν κάνω λάθος, μαλώσατε για τις τρεις χιλιάδες που τάχα σας κατακρατούσε απ' την κληρονομιά.

— Μονάχα τρεις; Πιο πολλές, πιο πολλές ήταν, βιάστηκε να πει ο Μίτια. Έξι, ίσως και δέκα. Το 'λεγα σ' όλους, σ' όλους το φώναζα! Όμως ας είναι, σκέφτηκα, ας συμβιβαστώ κι ας πάρω μονάχα τρεις. Χαλάλι του. Τούτες οι τρεις χιλιάδες μού ήταν εντελώς απαραίτητες... τόσο που κείνον το φάκελο με τις τρεις χιλιάδες, που ήξερα πως τον είχε κρύψει κάτω απ' το μαξιλάρι του και τον προόριζε για την Γκρούσενκα, τον θεωρούσα, κλεμμένο από μένα, ναι, έτσι είναι, κύριοι, τον θεωρούσα δικό μου, ιδιοκτησία μου...

O εισαγγελέας αντάλλαξε ένα βλέμμα όλο σημασία με τον ανακριτή και του 'κλεισε αδιόρατα το μάτι.

—`Θα ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, είπε αμέσως ο ανακριτής.

Όμως τώρα επιτρέψτε μας να γράψουμε τούτη τη σημειωσούλα: ότι δηλαδή θεωρούσατε τούτα τα λεφτά σαν ιδιοκτησία σας.

— Γράφτε το, κύριοι, το καταλαβαίνω βέβαια πως κι αυτό είναι μια ένδειξη εναντίον μου, όμως εγώ δε φοβάμαι τις ενδείξεις, εγώ μονάχος μου κατηγορώ τον εαυτό μου. Τ' ακούτε; Εγώ ο ίδιος. Όμως αρχίζω να βλέπω, κύριοι, πως δεν καταλάβατε τι άνθρωπος είμαι, πρόσθεσε ξαφνικά σκυθρωπός και θλιμμένος. Σας μιλάει ένας τίμιος άνθρωπος και, το κυριότερο, αυτό να το 'χετε πάντα υπ' όψη σας, κύριοι, ένας άνθρωπος που έκανε του κόσμου τις προστυχιές μα που έμεινε πάντα τίμιος κι ευγενικός άνθρωπος, σαν άνθρωπος, μέσα του, βαθιά, δηλαδή με. μια λέξη δεν ξέρω πώς να το εκφράσω... Αυτό ίσα-ίσα με βασάνιζε σ' όλη μου τη ζωή: Πως διψούσα για τιμιότητα, μαρτύρησα, αν μπορώ να το πω έτσι, για την τιμιότητα, τη γύρευα με το φανάρι, με το φανάρι του Διογένη, μα παρ' όλ' αυτά, σ' όλη μου τη ζωή δεν έκανα παρά χυδαιότητες, όπως κι όλοι μας, κύριοι... δηλαδή εγώ μονάχα, κύριοι, όχι όλοι, μονάχα εγώ, λάθος έκανα, μονάχα εγώ, μονάχα εγώ!... Κύριοι, έχω πονοκέφαλο, είπε και το πρόσωπό του συσπάστηκε οδυνηρά. Βλέπετε, κύριοι, δεν μ' άρεσε το πρόσωπό του. Υπήρχε κάτι το άτιμο, το χλευαστικό, το κυνικά περιφρονητικό για καθετί ιερό, μια έλλειψη πίστης. Κάτι τι σιχαμερό, σιχαμερό! Μα τώρα που είναι νεκρός σκέφτομαι διαφορετικά.

— Πώς δηλαδή;

— Όχι διαφορετικά, μα λυπάμαι που τον μισούσα τόσο.

— Μετανοείτε μήπως;

— Όχι, δεν είναι πως μετανοώ, αυτό μην το γράφετε. Μα και γω δεν είμαι καλός, κύριοι, και εγώ δεν είμαι καλύτερος, δεν είχα λοιπόν το δικαίωμα να τον θεωρώ τόσο αποτροπιαστικό, αυτό είναι! Αυτό, αν θέλετε, μπορείτε να το γράψετε.

Λέγοντάς τα αυτά, ο Μίτια ξάφνου μελαγχόλησε. Από ώρα τώρα καθώς απαντούσε στις ερωτήσεις του ανακριτή γινόταν όλο και πιο σκυθρωπός. Ξαφνικά, κείνην ακριβώς τη στιγμή, έγινε κάτι που κανένας δεν το περίμενε. Τη Γκρούσενκα την είχαν βγάλει έξω απ' το δωμάτιο μα δεν την είχαν πάει και πολύ μακριά, μόλις στην παραδιπλανή κάμαρα από κείνη τη γαλάζια όπου τώρα γινόταν η ανάκριση. Ήταν ένα μικρό καμαράκι μ' ένα παράθυρο, πίσω ακριβώς απ' το μεγάλο που είχε γίνει το γλέντι και χορεύανε τα κορίτσια. Η Γκρούσενκα καθόταν εκεί και μαζί της ήταν μονάχα ο Μαξίμοβ, που είχε μείνει κατάπληκτος απ' όσα γίνανε και κατατρομαγμένος είχε κουρνιάσει δίπλα της σα να γύρευε την προστασία της. Δίπλα στην πόρτα στεκόταν ένας χωροφύλακας. Η Γκρούσενκα έκλαιγε, και ξαφνικά όταν πια η απελπισία της έφτασε στο κατακόρυφο, πετάχτηκε απάνω, χτύπησε τα χέρια της και φωνάζοντας: «συμφορά μου!», όρμησε έξω απ' το δωμάτιο κι έτρεξε σε κείνον, στο Μίτια της. Αυτό έγινε τόσο αναπάντεχα που κανένας δεν πρόφτασε να την εμποδίσει. O Μίτια, ακούγοντας την κραυγή της, άρχισε να τρέμει ολόκληρος, πετάχτηκε απάνω, άρχισε να φωνάζει κι όρμησε προς το μέρος της, μην ξέροντας σχεδόν τι του γίνεται. Μα και πάλι δεν τους άφησαν ν' ανταμώσουν αν και προφτάσανε να δουν ο ένας τον άλλον. Τον αρπάξανε γερά απ' τα χέρια. Αυτός χτυπιόταν, πάλευε, προσπαθούσε να τους ξεφύγει, τόσο που χρειάστηκαν τρεις ή τέσσερις για να τον κρατήσουν. Την αρπάξανε και κείνη και ο Μίτια την είδε ν' απλώνει προς αυτόν τα χέρια και να φωνάζει καθώς την απομακρύνανε. Όταν συνήλθε, βρέθηκε στην προηγούμενη θέση του, μπροστά στο τραπέζι, απέναντι στον ανακριτή και ξεφώνιζε.

— Γιατί τα βάλατε μαζί της; Γιατί τη βασανίζετε; Δεν φταίει σε τίποτα, σε τίποτα...

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής προσπαθούσανε να τον καθησυχάσουν. Έτσι πέρασε κάμποση ώρα, κάπου δέκα λεπτά. Τέλος μπήκε βιαστικός στο δωμάτιο ο Μιχαήλ Μακάροβιτς κι είπε δυνατά και μ' έξαψη στον εισαγγελέα.

— Την πήγαμε στο κάτω πάτωμα. Μου επιτρέπετε, κύριοι, να πω δυο λόγια μονάχα σ' αυτόν το δυστυχισμένο; Μπροστά σας, κύριοι, μπροστά σας!

— Παρακαλώ, Μιχαήλ Μακάροβιτς, απάντησε ο ανακριτής. Εμείς δεν έχουμε καμιά αντίρρηση.

— Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, άκου, πατερούλη μου, άρχισε να λέει στο Μίτια ο Μιχαήλ Μακάροβιτς κι όλο το ταραγμένο του πρόσωπο έδειχνε πως νιώθει μια πατρική σχεδόν συμπόνια για το δύστυχο. Την Αγκραφένα Αλεξάντροβνά σου την πήγα μονάχος μου κάτω και την παρέδωσα στις κόρες του ξενοδόχου. Μαζί της βρίσκεται και κείνος ο γεροντάκος, ο Μαξίμοβ. Εγώ της μίλησα και ησύχασε, ακούς; Ησύχασε. Της εξήγησα και το κατάλαβε και μόνη της πως δεν πρέπει να σ' εμποδίζει, δεν πρέπει να σε θλίβει περισσότερο γιατί μπορεί να τα χάσεις και να πεις κατά λάθος κάτι εναντίον σου. Κατάλαβες; Με μια λέξη τής τα εξήγησα και κείνη κατάλαβε. Γιατί πρέπει να ξέρεις πως είναι έξυπνη, είναι καλόκαρδη, ήταν έτοιμη να μου φιλήσει τα χέρια και με παρακαλούσε να σε βοηθήσω. Αυτή η ίδια μ' έστειλε για να σου πω να μην ανησυχείς γι' αυτήν, μα και πρέπει, καλέ μου, να ησυχάσεις για να μπορέσω και γω να πάω και να της το πω πως ηρέμησες. Ώστε λοιπόν, ησύχασε. Εγώ την αδίκησα. Έχει χριστιανική ψυχή, ναι, κύριοι, είναι γλυκιά ψυχή κι αθώα. Τι να της πω λοιπόν, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Θα ηρεμήσεις ή όχι;

O αγαθός αυτός άνθρωπος είπε πολλά περιττά πράγματα, μα η λύπη της Γκρούσενκας, μια λύπη ανθρώπινη, άγγιξε την καλή του ψυχή, και τα μάτια του είχαν βουρκώσει. O Μίτια πετάχτηκε απ' τη θέση του κι όρμησε προς το μέρος του.

— Με συγχωρείτε, κύριοι, αφήστε με, ω, αφήστε με να μιλήσω! φώναξε. Έχετε αγγελική, αγγελική ψυχή, Μιχαήλ Μακάροβιτς, σας ευχαριστώ για το καλό που της κάνατε! Ναι, θα 'μαι ήρεμος, θα 'μαι χαρούμενος, πηγαίνετε και πέστε της —το ξέρω πως έχετε χρυσή καρδιά και θα πάτε να της το πείτε —πως είμαι χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, θ' αρχίσω τώρα κιόλας να γελάω, ξέροντας πως έχει κοντά της ένα φύλακα άγγελο σαν και σας. Τώρα θα ξεμπερδέψω γρήγορα-γρήγορα και μόλις με λευτερώσουνε, αμέσως θα τρέξω κοντά της, θα το δει, μονάχα ας περιμένει λιγάκι! Κύριοι, γύρισε ξαφνικά και είπε στον εισαγγελέα και στον ανακριτή· τώρα θα σας ανοίξω την καρδιά μου, όλα θα σας τα πω και θα ξεκαθαρίσουμε στο λεπτό την υπόθεση, θα ξαναγίνουμε φίλοι στο τέλος και θα 'μαστε χαρούμενοι, θα γελάμε κιόλας, ψέματα; Όμως, κύριοι, αυτή η γυναίκα είναι η βασίλισσα της ψυχής μου! Ω, επιτρέψτε μου να σας το πω, αυτό πια δεν μπορώ να το κρατήσω μυστικό... Το βλέπω δα πως βρίσκομαι με ευγενέστατους ανθρώπους, γι' αυτό και μπορώ να πω πως αυτή είναι το φως μου, τα άγια των αγίων μου. Ω, αν ξέρατε μονάχα! Ακούσατε την κραυγή της: «Μαζί σου ακόμα και στο θάνατο». Και τι της έδωσα εγώ, εγώ ο ζητιάνος, ο ξυπόλυτος, για ποιο λόγο μ' αγαπάει τόσο πολύ; Την αξίζω τάχα εγώ ο ασκημομούρης, ο άτιμος, μια τέτοια αγάπη; Τόσο που να 'ναι έτοιμη να 'ρθει μαζί μου και στο κάτεργο; Πριν από λίγο έπεσε στα γόνατα και κυλιότανε μπροστά στα πόδια σας για χάρη μου, αυτή που ήταν πάντα της τόσο περήφανη και που είναι αθώα! Πώς λοιπόν να μην τη λατρεύω, πώς να μην ποθώ να βρεθώ και πάλι κοντά της; Ω, συγχωρέστε με, κύριοι! Όμως τώρα, τώρα πια είμαι ήσυχος!

Έπεσε στην καρέκλα του και σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τις παλάμες, άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. Όμως αυτά του τα δάκρυα ήταν δάκρυα ευτυχίας. Συνήλθε αμέσως. O γερο-Διοικητής ήταν πολύ ευχαριστημένος, μα, καθώς φαίνεται, κι οι ανακριτές το ίδιο. Αισθάνονταν πως τώρα η ανάκριση θα μπει σε νέα φάση. Όταν ξεπροβόδισε ο Μίτια το Διοικητή ήταν στα αλήθεια χαρούμενος.

— Λοιπόν, κύριοι, τώρα είμαι εντελώς στη διάθεσή σας. Και... αν δεν υπήρχαν όλες αυτές οι μικρολεπτομέρειες, είμαι βέβαιος πως θα τα κανονίζαμε στο λεπτό. Επιμένω σ' αυτό, κύριοι. Είμαι στη διάθεσή σας μα χρειάζεται αμοιβαία εμπιστοσύνη, αλλιώς δε θα τελειώσουμε ποτέ. Για καλό δικό σας το λέω. Λοιπόν, ας αρχίσουμε, κύριοι, ας αρχίσουμε και, το κυριότερο, μην ψαχουλεύετε έτσι μέσα στην ψυχή μου, μην τη σπαράζετε για μικροπράματα. Ρωτάτε με μονάχα για την υπόθεση και τα γεγονότα και τότε γω θα σας δώσω αμέσως ικανοποιητικές απαντήσεις. Ας πάν' στο διάολο οι μικρολεπτομέρειες!

Έτσι αναφωνούσε ο Μίτια. Η ανάκριση ξανάρχισε.