×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. II. Ο συναγερμός

9. II. Ο συναγερμός

O διοικητής μας Μιχαήλ Μακάροβιτς Μακάροβ, απόστρατος αντισυνταγματάρχης που 'χε μετονομαστεί Αυλικός Σύμβουλος, ήταν ένας άνθρωπος χήρος κι αγαθός. Ήρθε στην πολιτεία μας μόλις πριν από τρία χρόνια μα είχε κατακτήσει κιόλας τη γενική συμπάθεια. Κυρίως γιατί ήξερε να σμίγει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κάθε μέρα είχε μουσαφίρηδες στο σπίτι του, τόσο που νόμιζε κανείς πως χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να ζήσει. Κάθε μέρα κάποιος θα 'τρωγε μαζί του, δυο ή κι ένας μουσαφίρης· μονάχος του δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι. Έδινε κι επίσημα γεύματα με τις πιο διαφορετικές και πολλές φορές μάλιστα τις πιο καταπληκτικές προφάσεις. Τα φαγητά δεν ήταν και πολύ σπουδαία, ήταν όμως άφθονα, και τα κρασιά, αν και δε διακρίνονταν από άποψη ποιότητας, αντιστάθμιζαν τούτο το μειονέκτημα με την ποσότητα. Στο αντρέ βρισκόταν ένα μπιλιάρδο και πολύ καθωσπρέπει επίπλωση. Είχε ακόμα και εικόνες εγγλέζικων ιπποδρομιακών αλόγων με μαύρες κορνίζες στους τοίχους, πράμα που, όπως είναι γνωστό, αποτελεί την απαραίτητη διακόσμηση σε κάθε δωμάτιο μπιλιάρδου ενός εργένη. Κάθε βράδυ, έστω και σ' ένα μονάχα τραπεζάκι, θα παίζανε χαρτιά. Όμως πολύ συχνά εκεί μαζευόταν κι όλη η καλή κοινωνία της πολιτείας μας. Τότε έρχονταν και τα κορίτσια με τις μητέρες τους και χόρευαν. O Μιχαήλ Μακάροβιτς αν και χηρευαμένος ζούσε σαν οικογενειάρχης. Είχε μαζί του την κόρη του —από καιρό χήρα κι αυτή— και τις δυο κόρες της, εγγονές τού Μιχαήλ Μακάροβιτς. Οι κοπέλες ήταν κιόλας σωστές δεσποινίδες κι είχαν τελειώσει τις σπουδές τους. Εύθυμες, με αρκετά ευχάριστο παρουσιαστικό και, αν και το ξέραν όλοι πως δεν έχουν καθόλου προίκα, προσείλκυαν στο σπίτι του παππού τους την κοσμική μας νεολαία. O Μιχαήλ Μακάροβιτς δεν είχε και μεγάλες ικανότητες, όμως τη δουλειά του την έκανε όχι χειρότερα από πολλούς άλλους. Κι αν θέλουμε να πούμε όλη την αλήθεια, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως ήταν πολύ λίγο μορφωμένος και μάλιστα αρκετά ανέμελος σ' ό,τι αφορά τα όρια της διοικητικής του αρμοδιότητας. Μερικές απ' τις σύγχρονες μεταρρυθμίσεις όχι μονάχα δεν μπορούσε να τις καταλάβει μα τις εφάρμοζε κιόλας με σημαντικές παρανοήσεις. Κι αυτό όχι γιατί ήταν εξαιρετικά ανίκανος μα γιατί από φυσικού του ήταν ανέμελος και γιατί ακόμα δεν έβρισκε καιρό να εμβαθύνει στο πνεύμα των νέων νόμων. «Είμαι περισσότερο στρατιωτικός στην ψυχή, καλοί μου κύριοι, παρά πολιτικός», έλεγε ο ίδιος. Ακόμα και για την αγροτική μεταρρύθμιση δεν είχε σχηματίσει μια σταθερή και οριστική αντίληψη, και τις λεπτομέρειές της τις μάθαινε χρόνο με το χρόνο πάνω στην πρακτική εφαρμογή, παρ' όλο που κι ο ίδιος ήταν τσιφλικάς. O Πιοτρ Ίλιτς ήταν βέβαιος πως κείνο το βράδυ στο σπίτι του Μιχαήλ Μακάροβιτς θα συναντούσε κάποιον επισκέπτη. Δεν ήξερε μονάχα ποιον ακριβώς. Και να που κείνο το βράδυ ακριβώς έτυχε να 'ναι μαζεμένοι στο τραπέζι του παιχνιδιού όλοι εκείνοι που θα του χρειάζονταν: ο εισαγγελέας, ο γιατρός της περιοχής Βαρβίνσκη, ένας νέος που μόλις είχε έρθει απ' την Πετρούπολη, ένας απ' τους αριστούχους της εκεί Ιατρικής Ακαδημίας. O εισαγγελέας, δηλαδή ο βοηθός του εισαγγελέα, μα που όλοι στην πολιτεία μας τον λέγανε εισαγγελέα, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, ήταν ένας άνθρωπος αρκετά ιδιόρρυθμος, όχι πολύ ηλικιωμένος, μόλις τριάντα πέντε χρονώ, προφυματικός, παντρεμένος με μια πολύ χοντρή γυναίκα. Παιδιά, δεν είχαν. Φιλότιμος, πολύ εύθικτος, πολύ μυαλωμένος ωστόσο και μάλιστα και πονόψυχος. Φαίνεται πως το μόνο του ελάττωμα ήταν πως είχε πολύ μεγάλη ιδέα για την αξία του. Να γιατί φαινόταν πάντα ανήσυχος. Είχε μάλιστα κάποιες ανώτερες και καλλιτεχνικές, ούτως ειπείν, αξιώσεις, πως είναι βαθύς ψυχολόγος, γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και πως είναι προικισμένος με μιαν ιδιαίτερη ικανότητα σ' ό,τι αφορά την ψυχολογία του εγκληματία και του εγκλήματος. Σ' αυτό το σημείο νόμιζε τον εαυτό του κάπως αδικημένο. Είχε την πεποίθηση πως δεν τον εκτίμησαν όσο θα 'πρεπε στην υπηρεσία του, ήταν βέβαιος πως δεν μπόρεσαν να τον εκτιμήσουν σωστά οι ανώτεροι του και πως είχε εχθρούς. Σε στιγμές βαθιάς απογοήτευσης απειλούσε πως θα γίνει δικηγόρος και θ' ασχοληθεί με τις υποθέσεις του κακουργοδικείου. Η αναπάντεχη υπόθεση του φόνου του Καραμάζοβ τον ανατάραξε ολόκληρον: «Να μια υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει γνωστή σ' όλη τη Ρωσία». Αυτά όμως τα λέω προτρέχοντας κάπως.

Στο γειτονικό δωμάτιο καθόταν με τις δεσποινίδες ο νεαρός ανακριτής μας, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς Νιελιούντοβ, που 'χε έρθει μόλις πριν από δυο μήνες στην πολιτεία μας απ' την Πετρούπολη. Αργότερα τα διηγόνταν κι απορούσαν μάλιστα που όλ' αυτά τα πρόσωπα είχαν μαζευτεί, επίτηδες λες, το βράδυ κείνο του «εγκλήματος» στο σπίτι της εκτελεστικής αρχής. Κι όμως το πράμα ήταν πολύ πιο απλό κι έγινε με τον πιο φυσικό τρόπο: Ήταν η δεύτερη πια μέρα που πονάγανε τα δόντια της γυναίκας του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς, και βέβαια αυτός κάπου έπρεπε να πάει για να γλιτώσει απ' τα βογγητά της. Όσο για το γιατρό, αυτός κάθε βράδυ έπαιζε χαρτιά γιατί απλούστατα ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς Νιελιούντοβ πάλι από προχτές ακόμα είχε αποφασίσει να πάει κείνο το βράδυ στο σπίτι του Μιχαήλ Μακάροβιτς, περαστικός τάχα, να τους πει μια καλησπέρα, και να κάνει εντύπωση στη μεγαλύτερη κόρη, την Όλγα Μιχάηλοβνα, λέγοντάς της ξαφνικά πως ξέρει το μυστικό της, ξέρει δηλαδή πως έχει σήμερα τα γενέθλιά της και πως αυτή επίτηδες το 'κρυψε για να μη διοργανώσει καμιά χορευτική εσπερίδα. Θα μπορούσαν να γίνουν πολλά αστεία και να ειπωθούν πολλοί υπαινιγμοί για την ηλικία της. Θα της έλεγε πως τάχα φοβάται μη μάθουνε πόσω χρονών είναι, πως τώρα που ξέρει το μυστικό θα πάει αύριο κιόλας να το διαλαλήσει σ' όλη την πολιτεία κ.τ.λ, κ.τ.λ. O χαριτωμένος αυτός νεαρός ήταν σωστό «ζιζάνιο», έτσι μάλιστα τον αποκαλούσαν οι κυρίες και φαίνεται πως αυτό του άρεσε πολύ. Για να λέμε την αλήθεια, ήταν πολύ καθωσπρέπει, από καλή οικογένεια, με καλή ανατροφή και καλά αισθήματα και, αν κι ήταν αρκετά γλεντζές, έκανε ό,τι έκανε με πολύ αθωότητα κι ευπρέπεια. Ήταν κοντός και μικροκαμωμένος. Στα λεπτά και χλομά του δάχτυλα γυάλιζαν πάντοτε κάμποσα εξαιρετικά μεγάλα δαχτυλίδια. Όταν όμως εκτελούσε τα καθήκοντά του, έπαιρνε πολύ επίσημο ύφος, λες και θεωρούσε το λειτούργημά του σαν κάτι το ιερό. Είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να κάνει τους φονιάδες και τους άλλους κακοποιούς των λαϊκών στρωμάτων να τα χάνουν την ώρα της ανάκρισης και τα κατάφερνε να προκαλεί αν όχι το σεβασμό τους τουλάχιστο την έκπληξή τους. Μόλις ο Πιοτρ Ίλιτς μπήκε στο σπίτι του Διοικητή, έμεινε κατάπληκτος: Είδε πως όλοι κει μέσα τα ήξεραν όλα. Πραγματικά, είχαν παρατήσει τα χαρτιά, όλοι ήταν όρθιοι και συζητούσαν ακόμα κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς είχε αφήσει τις δεσποινίδες κι είχε την πιο επιθετική κι ορμητική όψη. O Πιοτρ Ίλιτς έμαθε πως κείνο το ίδιο βράδυ είχε δολοφονηθεί ο γέρος Φιόντορ Παύλοβιτς και πως ο δολοφόνος τον λήστεψε. Αυτό μαθεύτηκε μόλις πριν από λίγο. Τα πράγματα έγιναν έτσι:

Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, η γυναίκα του Γρηγόρη, την ώρα που εκείνος κοιτόταν δίπλα στο φράχτη, αν και κοιμότανε βαθιά στο κρεβάτι της και θα μπορούσε να κοιμάται έτσι ως το πρωί, ξύπνησε ωστόσο ξαφνικά και σηκώθηκε. Την ξύπνησε ένα τρομερό επιληπτικό ουρλιαχτό του Σμερντιακόβ που κοιτόταν αναίσθητος στο διπλανό δωμάτιο. Μ' ένα τέτοιο ουρλιαχτό άρχιζαν πάντα οι κρίσεις του. Αυτά τα ουρλιάσματα τρόμαζαν πάντα τη Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι είχαν πολύ δυσάρεστη επίδραση πάνω της. Ποτέ της δεν μπόρεσε να τα συνηθίσει. Πετάχτηκε μισοκοιμισμένη ακόμα απ' το κρεβάτι της και μην ξέροντας σχεδόν τι της γίνεται, όρμησε στο καμαράκι του Σμερντιακόβ. Όμως εκεί μέσα ήταν κατασκότεινα, ακούγονταν μονάχα ο ρόγχος του άρρωστου κι οι σπασμοί του. Τότε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα έβαλε τις φωνές κι άρχισε να καλεί τον άντρα της μα ξάφνου θυμήθηκε πως ο Γρηγόρης δεν ήταν στο κρεβάτι όταν αυτή σηκώθηκε. Έτρεξε κι άρχισε να ψαχουλεύει για να βεβαιωθεί. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Πάει να πει πως έφυγε λοιπόν. Μα πού πήγε; Έτρεξε στο κατώφλι και τον φώναξε από κει με σιγανή φωνή. Φυσικά δεν της απάντησε κανένας, άκουσε όμως από κάπου μακριά, μέσα απ' τον κήπο, κάτι στεναγμούς. Αφουγκράστηκε. Οι στεναγμοί ξανακούστηκαν κι ήταν πια φανερό πως έρχονταν απ' τον κήπο.

«Θεέ μου, είναι όπως τότε με τη Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια!» σκέφτηκε για μια στιγμή αλαφιασμένη. Κατέβηκε δειλά-δειλά τα σκαλοπάτια κι είδε πως το πορτάκι του κήπου ήταν ανοιχτό.

«Σίγουρα είναι κει ο καλός μου», σκέφτηκε.

Πλησίασε στην πόρτα και τότε άκουσε καθαρά πως ο Γρηγόρης τη φώναζε: «Μάρθα, Μάρθα!» με μια παράξενη φωνή που έμοιαζε με βόγγο και που την κατατρόμαξε.

«Θεέ μου, φύλαξέ μας απ' το κακό», ψιθύρισε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι έτρεξε προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή. Έτσι λοιπόν βρήκε το Γρηγόρη. Μα δεν τον βρήκε κοντά στη μάντρα, δεν τον βρήκε στο μέρος όπου είχε πέσει, μα κάπου είκοσι βήματα πιο πέρα. Αργότερα αποδείχτηκε πως σύρθηκε όσο μπορούσε και φαίνεται πως αυτό το σούρσιμο κράτησε πολλήν ώρα γιατί ξανάχασε αρκετές φορές τις αισθήσεις του. Η Μάρθα διέκρινε αμέσως πως ήταν καταματωμένος και τότε πια έβαλε τις φωνές. Όμως ο Γρηγόρης της έλεγε μ' αδύνατη φωνή:

«Τον σκότωσε... σκότωσε τον πατέρα του... τι σκούζεις, ανόητη... τρέχα να φωνάξεις βοήθεια...»

Μα η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δεν έπαυε κι όλο φώναζε. Όπου ξαφνικά, βλέποντας πως το παράθυρο του αφεντικού είναι ανοιχτό κι έχει φως, έτρεξε προς τα κει φωνάζοντας το Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα όταν κοίταξε μέσα στο δωμάτιο, είδε ένα τρομαχτικό θέαμα: O αφέντης κοιτόταν ανάσκελα στο πάτωμα, ακίνητος. Η ανοιχτόχρωμη ρόμπα του και τ' άσπρο του πουκάμισο ήταν καταματωμένα στο στήθος. Το κερί που βρισκόταν στο τραπέζι φώτιζε το αίμα και τ' ακίνητο, νεκρό πρόσωπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Τότε πια την έπιασε φρίκη κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε απ' το παράθυρο, βγήκε απ' τον κήπο, άνοιξε την εξώπορτα κι έτρεξε στην γειτόνισσά της, τη Μάρια Koντράτιεβνα. Κι οι δυο γειτόνισσες, μάνα και κόρη, είχαν πλαγιάσει πια, μα ξυπνήσανε απ' τα δυνατά χτυπήματα στα παραθυρόφυλλα και απ' τις φωνές της Μάρθας Ιγνάτιεβνας. Αυτή άρχισε να μιλάει ασύνδετα, φωνάζοντας και τσιρίζοντας. Ωστόσο κατάφερε να τους δώσει να καταλάβουν τι έτρεξε και τις κάλεσε σε βοήθεια. Έτυχε κείνη τη νύχτα να κοιμάται στο σπίτι τους κι ο Θωμάς, που συνήθως αλήτευε δω και κει. Τον ξυπνήσανε αμέσως και τρέξανε όλοι τους στον τόπο του εγκλήματος. Στο δρόμο η Μάρια Κοντράτιεβνα θυμήθηκε πως κατά τις εννιά είχε ακούσει μια τρομερή και διαπεραστική κραυγή απ' τον κήπο τους. (Ήταν φυσικά η ίδια κείνη κραυγή του Γρηγόρη όταν αυτός αρπάχτηκε απ' το πόδι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που 'χε κιόλας σκαρφαλώσει πάνω στο φράχτη και φώναξε: «Πατροκτόνε!»).

«Άκουσα μια μεγάλη κραυγή κι ύστερα τίποτα», έλεγε τρέχοντας η Μάρια Κοντράτιεβνα.

Όταν φτάσανε στο μέρος που κοιτόταν ο Γρηγόρης, οι δυο γυναίκες, με τη βοήθεια του Θωμά, τον κουβαλήσανε στην πτέρυγα. Ανάψανε το φως κι είδαν πως ο Σμερντιακόβ δεν είχε ησυχάσει ακόμα και πως εξακολουθούν οι σπασμοί του. Τα μάτια του είχαν αλληθωρίσει, απ' το στόμα του βγαίναν αφροί. Πλύνανε το κεφάλι του Γρηγόρη με νερό και ξύδι και τότε αυτός ήρθε εντελώς στα σύγκαλά του κι αμέσως ρώτησε:

«Τον σκοτώσανε τον αφέντη;»

Οι δυο γυναίκες κι ο Θωμάς πήγαν να δουν. Μα μπαίνοντας στον κήπο παρατήρησαν πως κι η πόρτα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτη ενώ ξέρανε πως τ' αφεντικό κλείδωνε κάθε νύχτα από μέσα, μια βδομάδα τώρα κι ούτε στο Γρηγόρη επέτρεπε να μπει. Βλέποντας ανοιχτή αυτή την πόρτα που έβγαζε στον κήπο, όλοι τους, κι οι δυο γυναίκες κι ο Θωμάς, φοβήθηκαν να μπουν μέσα, «μη βρούνε κανένα μπελά». Όταν γύρισαν, ο Γρηγόρης τούς πρόσταξε να πάνε αμέσως στο Διοικητή της Αστυνομίας. Τότε έτρεξε η Μάρια Κοντράτιεβνα και τους έκανε όλους κει πέρα άνω κάτω. O Πιοτρ Ίλιτς έφτασε μόλις πέντε λεπτά αργότερα. Έτσι δεν ήρθε μονάχα με τις υποψίες και τα συμπεράσματά του μα σαν αυτόπτης μάρτυρας κι επιβεβαίωσε με τη διήγησή του τη γενική γνώμη για το ποιος είναι ο ένοχος (που κι ο ίδιος ο Πιοτρ Ίλιτς, για να λέμε την αλήθεια, αρνιότανε να το πιστέψει ως την τελευταία τούτη στιγμή).

Αποφάσισαν να δράσουν αμέσως. Διατάξανε τον υπαστυνόμο να πάρει αμέσως τέσσερις χωροφύλακες και μ' όλους τους τύπους, που δε θα κάτσω δω πέρα να τους αναφέρω, μπήκανε το σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς και κάνανε την επιτόπιο έρευνα. O γιατρός, που ήταν νέος κι ενεργητικός άνθρωπος, προσφέρθηκε μονάχος του να συνοδέψει τον εισαγγελέα και τον ανακριτή. Θα πω μονάχα αυτά τα λίγα: O Φιόντορ Παύλοβιτς βρέθηκε νεκρός, με σπασμένο το κεφάλι. Όμως με τι τον χτυπήσανε; Πιθανότερο φαινόταν να 'γινε ο φόνος με το ίδιο εκείνο όπλο που χτυπήθηκε αργότερα κι ο Γρηγόρης. Αφού άκουσαν το Γρηγόρη, που του παρασχέθηκε κάθε δυνατή ιατρική βοήθεια, πώς χτυπήθηκε κοντά στον φράχτη —τους τα διηγήθηκε χωρίς να παραλείψει πολλά πράγματα μα με αδύνατη και λαχανιασμένη φωνή— πήγανε και ψάξανε μ' ένα φανάρι κοντά στη μάντρα. Βρήκανε τότε το μπακιρένιο γουδοχέρι στο δρομάκι του κήπου, σ' ένα πολύ φανερό μέρος. Στο δωμάτιο όπου κοιτόταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν παρατήρησαν καμιάν ιδιαίτερη αταξία, όμως πίσω από το παραβάν, κοντά στο κρεβάτι του, βρήκανε ριγμένο στο πάτωμα ένα μεγάλο φάκελο από χοντρό χαρτί με την επιγραφή: «Στον άγγελό μου, τη Γκρούσενκα, αν θελήσει να 'ρθει», και από κάτω είχε γραφτεί, αργότερα καθώς φαίνεται, απ τον ίδιο τον Φιόντορ Παύλοβιτς: «και στην πουλαδίτσα μου». Πάνω στο φάκελο υπήρχαν τρεις μεγάλες σφραγίδες με βουλοκέρι μα ο φάκελος ήταν πια σκισμένος κι άδειος: Τα λεφτά τα είχαν πάρει. Βρήκανε στο πάτωμα και τη λεπτή ροζ κορδελίτσα που μ' αυτήν ήταν δεμένος ο φάκελος. Απ' αυτά που τους είπε ο Πιοτρ Ίλιτς, ένα πράγμα τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή του εισαγγελέα και του ανακριτή: Πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θ' αυτοκτονούσε τα χαράματα. Γιατί ο ίδιος το 'χε πει στον Πιοτρ Ίλιτς, γέμισε το πιστόλι μπροστά του, έγραψε το σημείωμα, το 'βαλε στην τσέπη του κ.τ.λ, κ.τ.λ. Κι όταν ο Πιοτρ Ίλιτς, που δεν ήθελε παρ' όλα αυτά να τον πιστέψει, τον φοβέρισε πως θα πάει και θα το πει σε κανέναν για ν' αποτρέψουν την αυτοκτονία, τότε ο ίδιος ο Μίτια χαμογελώντας ειρωνικά του είπε:

«Δε θα προλάβεις».

Πάει να πει λοιπόν πως έπρεπε να βιαστούν να πάνε στο Μόκρογιε για να συλλάβουν τον κακούργο προτού προλάβει να πραγματοποιήσει την πρόθεσή του.

«Είναι ολοφάνερο, ολοφάνερο!» έλεγε και ξανάλεγε ο εισαγγελέας με μεγάλη έξαψη. «Έτσι κάνουν όλες αυτές οι εξημμένες κεφαλές. Αύριο θα σκοτωθώ μα σήμερα ας το ρίξω έξω».

Όταν έμαθε με ποιον τρόπο αγόρασε απ' το μπακάλικο τα κρασιά και τα τρόφιμα, κόρωσε ακόμα περισσότερο.

«Θυμάστε κείνον το λεβέντη, κύριοι, που σκότωσε τον έμπορα Ολσούφιεβ, τον λήστεψε, του πήρε χίλια πεντακόσια ρούβλια κι η πρώτη του δουλειά ήταν να τρέξει στο κουρείο να κατσαρώσει τα μαλλιά του κι ύστερα, χωρίς να κρύβει καθόλου τα λεφτά, βαστώντας τα σχεδόν στο χέρι, έτρεξε ίσα στα κορίτσια!»

Θα τους καθυστερούσε όμως όλους η ανάκριση, η έρευνα στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς, οι διατυπώσεις κ.τ.λ. Όλ' αυτά χρειάζονταν καιρό και γι' αυτό στείλανε στο Μόκρογιε τον αγροτικό υπαστυνόμο Μαυρίκιο Μαυρίκιεβιτς Σμερτσόβ που έτυχε να 'ρθει χθες ίσα-ίσα στην πολιτεία για να πάρει το μισθό του. Του δώσανε τούτες τις οδηγίες: Όταν θα 'φτανε στο Μόκρογιε, θα παρακολουθούσε τον «κακούργο» χωρίς να δημιουργήσει κανένα θόρυβο ωσότου καταφτάσουν οι αρχές. Θα φρόντιζε να ετοιμάσει τους χωροφύλακες κ.τ.λ. Έτσι κι έκανε ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς. Έφτασε incognito και μονάχα στον Τρύφωνα Μπορίσιτς, που ήταν παλιός του γνώριμος, είπε λίγα πράγματα για την υπόθεση. Αυτό έγινε ακριβώς κείνη την ίδια ώρα που ο Μίτια συνάντησε μέσα στο σκοτάδι στο χαγιάτι τον ξενοδόχο που 'χε βγει σε αναζήτησή του και νόμισε πως διέκρινε μιαν αλλαγή στη στάση και στον τόνο του Τρύφωνα Μπορίσιτς. Έτσι ούτε ο Μίτια ούτε και κανένας άλλος ξέρανε πως τους παρακολουθούν. Όσο για το κουτί με τα πιστόλια, το 'χε πάρει από ώρα κιόλας ο Τρύφων Μπορίσιτς και το 'κρυψε. Και μόλις κατά τις πέντε το πρωί, τα χαράματα σχεδόν, φτάσανε οι αρχές, ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο εισαγγελέας κι ο ανακριτής με δυο τρόικες. O γιατρός έμεινε στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς έχοντας υπ' όψη του να κάνει νεκροψία μα το κυριότερο γιατί ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση του άρρωστου υπηρέτη Σμερντιακόβ:

«Κάτι τέτοιες άγριες και παρατεταμένες κρίσεις επιληψίας, που επαναλαμβάνονται αδιάκοπα δυο μερόνυχτα, σπάνια τις συναντάς και η περίπτωση αυτή ενδιαφέρει την επιστήμη», είπε στους άλλους με υπερβολική έξαψη όταν φεύγανε, και κείνοι τον συγχάρηκαν γελώντας για το εύρημα.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής θυμόνταν πολύ καλά πως ο γιατρός είχε προσθέσει με μεγάλη βεβαιότητα ότι ο Σμερντιακόβ δε θα βαστάξει ως το πρωί.

Τώρα, ύστερ' απ' αυτές τις πολλές μα, καθώς νομίζω, απαραίτητες εξηγήσεις, ξανάρθαμε και πάλι στο ίδιο σημείο της διήγησής μας όπου σταματήσαμε στο προηγούμενο βιβλίο.


9. II. Ο συναγερμός 9. II. The alarm

O διοικητής μας Μιχαήλ Μακάροβιτς Μακάροβ, απόστρατος αντισυνταγματάρχης που 'χε μετονομαστεί Αυλικός Σύμβουλος, ήταν ένας άνθρωπος χήρος κι αγαθός. Ήρθε στην πολιτεία μας μόλις πριν από τρία χρόνια μα είχε κατακτήσει κιόλας τη γενική συμπάθεια. Κυρίως γιατί ήξερε να σμίγει όλα τα κοινωνικά στρώματα. Κάθε μέρα είχε μουσαφίρηδες στο σπίτι του, τόσο που νόμιζε κανείς πως χωρίς αυτούς δε θα μπορούσε να ζήσει. Κάθε μέρα κάποιος θα 'τρωγε μαζί του, δυο ή κι ένας μουσαφίρης· μονάχος του δεν καθόταν ποτέ στο τραπέζι. Έδινε κι επίσημα γεύματα με τις πιο διαφορετικές και πολλές φορές μάλιστα τις πιο καταπληκτικές προφάσεις. Τα φαγητά δεν ήταν και πολύ σπουδαία, ήταν όμως άφθονα, και τα κρασιά, αν και δε διακρίνονταν από άποψη ποιότητας, αντιστάθμιζαν τούτο το μειονέκτημα με την ποσότητα. Στο αντρέ βρισκόταν ένα μπιλιάρδο και πολύ καθωσπρέπει επίπλωση. Είχε ακόμα και εικόνες εγγλέζικων ιπποδρομιακών αλόγων με μαύρες κορνίζες στους τοίχους, πράμα που, όπως είναι γνωστό, αποτελεί την απαραίτητη διακόσμηση σε κάθε δωμάτιο μπιλιάρδου ενός εργένη. Κάθε βράδυ, έστω και σ' ένα μονάχα τραπεζάκι, θα παίζανε χαρτιά. Όμως πολύ συχνά εκεί μαζευόταν κι όλη η καλή κοινωνία της πολιτείας μας. Τότε έρχονταν και τα κορίτσια με τις μητέρες τους και χόρευαν. O Μιχαήλ Μακάροβιτς αν και χηρευαμένος ζούσε σαν οικογενειάρχης. Είχε μαζί του την κόρη του —από καιρό χήρα κι αυτή— και τις δυο κόρες της, εγγονές τού Μιχαήλ Μακάροβιτς. Οι κοπέλες ήταν κιόλας σωστές δεσποινίδες κι είχαν τελειώσει τις σπουδές τους. Εύθυμες, με αρκετά ευχάριστο παρουσιαστικό και, αν και το ξέραν όλοι πως δεν έχουν καθόλου προίκα, προσείλκυαν στο σπίτι του παππού τους την κοσμική μας νεολαία. O Μιχαήλ Μακάροβιτς δεν είχε και μεγάλες ικανότητες, όμως τη δουλειά του την έκανε όχι χειρότερα από πολλούς άλλους. Κι αν θέλουμε να πούμε όλη την αλήθεια, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως ήταν πολύ λίγο μορφωμένος και μάλιστα αρκετά ανέμελος σ' ό,τι αφορά τα όρια της διοικητικής του αρμοδιότητας. Μερικές απ' τις σύγχρονες μεταρρυθμίσεις όχι μονάχα δεν μπορούσε να τις καταλάβει μα τις εφάρμοζε κιόλας με σημαντικές παρανοήσεις. Κι αυτό όχι γιατί ήταν εξαιρετικά ανίκανος μα γιατί από φυσικού του ήταν ανέμελος και γιατί ακόμα δεν έβρισκε καιρό να εμβαθύνει στο πνεύμα των νέων νόμων. «Είμαι περισσότερο στρατιωτικός στην ψυχή, καλοί μου κύριοι, παρά πολιτικός», έλεγε ο ίδιος. Ακόμα και για την αγροτική μεταρρύθμιση δεν είχε σχηματίσει μια σταθερή και οριστική αντίληψη, και τις λεπτομέρειές της τις μάθαινε χρόνο με το χρόνο πάνω στην πρακτική εφαρμογή, παρ' όλο που κι ο ίδιος ήταν τσιφλικάς. O Πιοτρ Ίλιτς ήταν βέβαιος πως κείνο το βράδυ στο σπίτι του Μιχαήλ Μακάροβιτς θα συναντούσε κάποιον επισκέπτη. Δεν ήξερε μονάχα ποιον ακριβώς. Και να που κείνο το βράδυ ακριβώς έτυχε να 'ναι μαζεμένοι στο τραπέζι του παιχνιδιού όλοι εκείνοι που θα του χρειάζονταν: ο εισαγγελέας, ο γιατρός της περιοχής Βαρβίνσκη, ένας νέος που μόλις είχε έρθει απ' την Πετρούπολη, ένας απ' τους αριστούχους της εκεί Ιατρικής Ακαδημίας. O εισαγγελέας, δηλαδή ο βοηθός του εισαγγελέα, μα που όλοι στην πολιτεία μας τον λέγανε εισαγγελέα, ο Ιππόλυτος Κυρίλοβιτς, ήταν ένας άνθρωπος αρκετά ιδιόρρυθμος, όχι πολύ ηλικιωμένος, μόλις τριάντα πέντε χρονώ, προφυματικός, παντρεμένος με μια πολύ χοντρή γυναίκα. Παιδιά, δεν είχαν. Φιλότιμος, πολύ εύθικτος, πολύ μυαλωμένος ωστόσο και μάλιστα και πονόψυχος. Φαίνεται πως το μόνο του ελάττωμα ήταν πως είχε πολύ μεγάλη ιδέα για την αξία του. Να γιατί φαινόταν πάντα ανήσυχος. Είχε μάλιστα κάποιες ανώτερες και καλλιτεχνικές, ούτως ειπείν, αξιώσεις, πως είναι βαθύς ψυχολόγος, γνώστης της ανθρώπινης ψυχής και πως είναι προικισμένος με μιαν ιδιαίτερη ικανότητα σ' ό,τι αφορά την ψυχολογία του εγκληματία και του εγκλήματος. Σ' αυτό το σημείο νόμιζε τον εαυτό του κάπως αδικημένο. Είχε την πεποίθηση πως δεν τον εκτίμησαν όσο θα 'πρεπε στην υπηρεσία του, ήταν βέβαιος πως δεν μπόρεσαν να τον εκτιμήσουν σωστά οι ανώτεροι του και πως είχε εχθρούς. Σε στιγμές βαθιάς απογοήτευσης απειλούσε πως θα γίνει δικηγόρος και θ' ασχοληθεί με τις υποθέσεις του κακουργοδικείου. Η αναπάντεχη υπόθεση του φόνου του Καραμάζοβ τον ανατάραξε ολόκληρον: «Να μια υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει γνωστή σ' όλη τη Ρωσία». Αυτά όμως τα λέω προτρέχοντας κάπως.

Στο γειτονικό δωμάτιο καθόταν με τις δεσποινίδες ο νεαρός ανακριτής μας, ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς Νιελιούντοβ, που 'χε έρθει μόλις πριν από δυο μήνες στην πολιτεία μας απ' την Πετρούπολη. Αργότερα τα διηγόνταν κι απορούσαν μάλιστα που όλ' αυτά τα πρόσωπα είχαν μαζευτεί, επίτηδες λες, το βράδυ κείνο του «εγκλήματος» στο σπίτι της εκτελεστικής αρχής. Κι όμως το πράμα ήταν πολύ πιο απλό κι έγινε με τον πιο φυσικό τρόπο: Ήταν η δεύτερη πια μέρα που πονάγανε τα δόντια της γυναίκας του Ιππόλυτου Κυρίλοβιτς, και βέβαια αυτός κάπου έπρεπε να πάει για να γλιτώσει απ' τα βογγητά της. Όσο για το γιατρό, αυτός κάθε βράδυ έπαιζε χαρτιά γιατί απλούστατα ήταν μανιώδης χαρτοπαίχτης. O Νικολάι Παρφιόνοβιτς Νιελιούντοβ πάλι από προχτές ακόμα είχε αποφασίσει να πάει κείνο το βράδυ στο σπίτι του Μιχαήλ Μακάροβιτς, περαστικός τάχα, να τους πει μια καλησπέρα, και να κάνει εντύπωση στη μεγαλύτερη κόρη, την Όλγα Μιχάηλοβνα, λέγοντάς της ξαφνικά πως ξέρει το μυστικό της, ξέρει δηλαδή πως έχει σήμερα τα γενέθλιά της και πως αυτή επίτηδες το 'κρυψε για να μη διοργανώσει καμιά χορευτική εσπερίδα. Θα μπορούσαν να γίνουν πολλά αστεία και να ειπωθούν πολλοί υπαινιγμοί για την ηλικία της. Θα της έλεγε πως τάχα φοβάται μη μάθουνε πόσω χρονών είναι, πως τώρα που ξέρει το μυστικό θα πάει αύριο κιόλας να το διαλαλήσει σ' όλη την πολιτεία κ.τ.λ, κ.τ.λ. O χαριτωμένος αυτός νεαρός ήταν σωστό «ζιζάνιο», έτσι μάλιστα τον αποκαλούσαν οι κυρίες και φαίνεται πως αυτό του άρεσε πολύ. Για να λέμε την αλήθεια, ήταν πολύ καθωσπρέπει, από καλή οικογένεια, με καλή ανατροφή και καλά αισθήματα και, αν κι ήταν αρκετά γλεντζές, έκανε ό,τι έκανε με πολύ αθωότητα κι ευπρέπεια. Ήταν κοντός και μικροκαμωμένος. Στα λεπτά και χλομά του δάχτυλα γυάλιζαν πάντοτε κάμποσα εξαιρετικά μεγάλα δαχτυλίδια. Όταν όμως εκτελούσε τα καθήκοντά του, έπαιρνε πολύ επίσημο ύφος, λες και θεωρούσε το λειτούργημά του σαν κάτι το ιερό. Είχε την ιδιαίτερη ικανότητα να κάνει τους φονιάδες και τους άλλους κακοποιούς των λαϊκών στρωμάτων να τα χάνουν την ώρα της ανάκρισης και τα κατάφερνε να προκαλεί αν όχι το σεβασμό τους τουλάχιστο την έκπληξή τους. Μόλις ο Πιοτρ Ίλιτς μπήκε στο σπίτι του Διοικητή, έμεινε κατάπληκτος: Είδε πως όλοι κει μέσα τα ήξεραν όλα. Πραγματικά, είχαν παρατήσει τα χαρτιά, όλοι ήταν όρθιοι και συζητούσαν ακόμα κι ο Νικολάι Παρφιόνοβιτς είχε αφήσει τις δεσποινίδες κι είχε την πιο επιθετική κι ορμητική όψη. O Πιοτρ Ίλιτς έμαθε πως κείνο το ίδιο βράδυ είχε δολοφονηθεί ο γέρος Φιόντορ Παύλοβιτς και πως ο δολοφόνος τον λήστεψε. Αυτό μαθεύτηκε μόλις πριν από λίγο. Τα πράγματα έγιναν έτσι:

Η Μάρθα Ιγνάτιεβνα, η γυναίκα του Γρηγόρη, την ώρα που εκείνος κοιτόταν δίπλα στο φράχτη, αν και κοιμότανε βαθιά στο κρεβάτι της και θα μπορούσε να κοιμάται έτσι ως το πρωί, ξύπνησε ωστόσο ξαφνικά και σηκώθηκε. Την ξύπνησε ένα τρομερό επιληπτικό ουρλιαχτό του Σμερντιακόβ που κοιτόταν αναίσθητος στο διπλανό δωμάτιο. Μ' ένα τέτοιο ουρλιαχτό άρχιζαν πάντα οι κρίσεις του. Αυτά τα ουρλιάσματα τρόμαζαν πάντα τη Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι είχαν πολύ δυσάρεστη επίδραση πάνω της. Ποτέ της δεν μπόρεσε να τα συνηθίσει. Πετάχτηκε μισοκοιμισμένη ακόμα απ' το κρεβάτι της και μην ξέροντας σχεδόν τι της γίνεται, όρμησε στο καμαράκι του Σμερντιακόβ. Όμως εκεί μέσα ήταν κατασκότεινα, ακούγονταν μονάχα ο ρόγχος του άρρωστου κι οι σπασμοί του. Τότε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα έβαλε τις φωνές κι άρχισε να καλεί τον άντρα της μα ξάφνου θυμήθηκε πως ο Γρηγόρης δεν ήταν στο κρεβάτι όταν αυτή σηκώθηκε. Έτρεξε κι άρχισε να ψαχουλεύει για να βεβαιωθεί. Το κρεβάτι ήταν άδειο. Πάει να πει πως έφυγε λοιπόν. Μα πού πήγε; Έτρεξε στο κατώφλι και τον φώναξε από κει με σιγανή φωνή. Φυσικά δεν της απάντησε κανένας, άκουσε όμως από κάπου μακριά, μέσα απ' τον κήπο, κάτι στεναγμούς. Αφουγκράστηκε. Οι στεναγμοί ξανακούστηκαν κι ήταν πια φανερό πως έρχονταν απ' τον κήπο.

«Θεέ μου, είναι όπως τότε με τη Λιζαβέτα Σμερντιάστσαγια!» σκέφτηκε για μια στιγμή αλαφιασμένη. Κατέβηκε δειλά-δειλά τα σκαλοπάτια κι είδε πως το πορτάκι του κήπου ήταν ανοιχτό.

«Σίγουρα είναι κει ο καλός μου», σκέφτηκε.

Πλησίασε στην πόρτα και τότε άκουσε καθαρά πως ο Γρηγόρης τη φώναζε: «Μάρθα, Μάρθα!» με μια παράξενη φωνή που έμοιαζε με βόγγο και που την κατατρόμαξε.

«Θεέ μου, φύλαξέ μας απ' το κακό», ψιθύρισε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα κι έτρεξε προς το μέρος απ' όπου ερχόταν η φωνή. Έτσι λοιπόν βρήκε το Γρηγόρη. Μα δεν τον βρήκε κοντά στη μάντρα, δεν τον βρήκε στο μέρος όπου είχε πέσει, μα κάπου είκοσι βήματα πιο πέρα. Αργότερα αποδείχτηκε πως σύρθηκε όσο μπορούσε και φαίνεται πως αυτό το σούρσιμο κράτησε πολλήν ώρα γιατί ξανάχασε αρκετές φορές τις αισθήσεις του. Η Μάρθα διέκρινε αμέσως πως ήταν καταματωμένος και τότε πια έβαλε τις φωνές. Όμως ο Γρηγόρης της έλεγε μ' αδύνατη φωνή:

«Τον σκότωσε... σκότωσε τον πατέρα του... τι σκούζεις, ανόητη... τρέχα να φωνάξεις βοήθεια...»

Μα η Μάρθα Ιγνάτιεβνα δεν έπαυε κι όλο φώναζε. Όπου ξαφνικά, βλέποντας πως το παράθυρο του αφεντικού είναι ανοιχτό κι έχει φως, έτρεξε προς τα κει φωνάζοντας το Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα όταν κοίταξε μέσα στο δωμάτιο, είδε ένα τρομαχτικό θέαμα: O αφέντης κοιτόταν ανάσκελα στο πάτωμα, ακίνητος. Η ανοιχτόχρωμη ρόμπα του και τ' άσπρο του πουκάμισο ήταν καταματωμένα στο στήθος. Το κερί που βρισκόταν στο τραπέζι φώτιζε το αίμα και τ' ακίνητο, νεκρό πρόσωπο του Φιόντορ Παύλοβιτς. Τότε πια την έπιασε φρίκη κι έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε απ' το παράθυρο, βγήκε απ' τον κήπο, άνοιξε την εξώπορτα κι έτρεξε στην γειτόνισσά της, τη Μάρια Koντράτιεβνα. Κι οι δυο γειτόνισσες, μάνα και κόρη, είχαν πλαγιάσει πια, μα ξυπνήσανε απ' τα δυνατά χτυπήματα στα παραθυρόφυλλα και απ' τις φωνές της Μάρθας Ιγνάτιεβνας. Αυτή άρχισε να μιλάει ασύνδετα, φωνάζοντας και τσιρίζοντας. Ωστόσο κατάφερε να τους δώσει να καταλάβουν τι έτρεξε και τις κάλεσε σε βοήθεια. Έτυχε κείνη τη νύχτα να κοιμάται στο σπίτι τους κι ο Θωμάς, που συνήθως αλήτευε δω και κει. Τον ξυπνήσανε αμέσως και τρέξανε όλοι τους στον τόπο του εγκλήματος. Στο δρόμο η Μάρια Κοντράτιεβνα θυμήθηκε πως κατά τις εννιά είχε ακούσει μια τρομερή και διαπεραστική κραυγή απ' τον κήπο τους. (Ήταν φυσικά η ίδια κείνη κραυγή του Γρηγόρη όταν αυτός αρπάχτηκε απ' το πόδι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς που 'χε κιόλας σκαρφαλώσει πάνω στο φράχτη και φώναξε: «Πατροκτόνε!»).

«Άκουσα μια μεγάλη κραυγή κι ύστερα τίποτα», έλεγε τρέχοντας η Μάρια Κοντράτιεβνα.

Όταν φτάσανε στο μέρος που κοιτόταν ο Γρηγόρης, οι δυο γυναίκες, με τη βοήθεια του Θωμά, τον κουβαλήσανε στην πτέρυγα. Ανάψανε το φως κι είδαν πως ο Σμερντιακόβ δεν είχε ησυχάσει ακόμα και πως εξακολουθούν οι σπασμοί του. Τα μάτια του είχαν αλληθωρίσει, απ' το στόμα του βγαίναν αφροί. Πλύνανε το κεφάλι του Γρηγόρη με νερό και ξύδι και τότε αυτός ήρθε εντελώς στα σύγκαλά του κι αμέσως ρώτησε:

«Τον σκοτώσανε τον αφέντη;»

Οι δυο γυναίκες κι ο Θωμάς πήγαν να δουν. Μα μπαίνοντας στον κήπο παρατήρησαν πως κι η πόρτα του σπιτιού ήταν ορθάνοιχτη ενώ ξέρανε πως τ' αφεντικό κλείδωνε κάθε νύχτα από μέσα, μια βδομάδα τώρα κι ούτε στο Γρηγόρη επέτρεπε να μπει. Βλέποντας ανοιχτή αυτή την πόρτα που έβγαζε στον κήπο, όλοι τους, κι οι δυο γυναίκες κι ο Θωμάς, φοβήθηκαν να μπουν μέσα, «μη βρούνε κανένα μπελά». Όταν γύρισαν, ο Γρηγόρης τούς πρόσταξε να πάνε αμέσως στο Διοικητή της Αστυνομίας. Τότε έτρεξε η Μάρια Κοντράτιεβνα και τους έκανε όλους κει πέρα άνω κάτω. O Πιοτρ Ίλιτς έφτασε μόλις πέντε λεπτά αργότερα. Έτσι δεν ήρθε μονάχα με τις υποψίες και τα συμπεράσματά του μα σαν αυτόπτης μάρτυρας κι επιβεβαίωσε με τη διήγησή του τη γενική γνώμη για το ποιος είναι ο ένοχος (που κι ο ίδιος ο Πιοτρ Ίλιτς, για να λέμε την αλήθεια, αρνιότανε να το πιστέψει ως την τελευταία τούτη στιγμή).

Αποφάσισαν να δράσουν αμέσως. Διατάξανε τον υπαστυνόμο να πάρει αμέσως τέσσερις χωροφύλακες και μ' όλους τους τύπους, που δε θα κάτσω δω πέρα να τους αναφέρω, μπήκανε το σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς και κάνανε την επιτόπιο έρευνα. O γιατρός, που ήταν νέος κι ενεργητικός άνθρωπος, προσφέρθηκε μονάχος του να συνοδέψει τον εισαγγελέα και τον ανακριτή. Θα πω μονάχα αυτά τα λίγα: O Φιόντορ Παύλοβιτς βρέθηκε νεκρός, με σπασμένο το κεφάλι. Όμως με τι τον χτυπήσανε; Πιθανότερο φαινόταν να 'γινε ο φόνος με το ίδιο εκείνο όπλο που χτυπήθηκε αργότερα κι ο Γρηγόρης. Αφού άκουσαν το Γρηγόρη, που του παρασχέθηκε κάθε δυνατή ιατρική βοήθεια, πώς χτυπήθηκε κοντά στον φράχτη —τους τα διηγήθηκε χωρίς να παραλείψει πολλά πράγματα μα με αδύνατη και λαχανιασμένη φωνή— πήγανε και ψάξανε μ' ένα φανάρι κοντά στη μάντρα. Βρήκανε τότε το μπακιρένιο γουδοχέρι στο δρομάκι του κήπου, σ' ένα πολύ φανερό μέρος. Στο δωμάτιο όπου κοιτόταν ο Φιόντορ Παύλοβιτς δεν παρατήρησαν καμιάν ιδιαίτερη αταξία, όμως πίσω από το παραβάν, κοντά στο κρεβάτι του, βρήκανε ριγμένο στο πάτωμα ένα μεγάλο φάκελο από χοντρό χαρτί με την επιγραφή: «Στον άγγελό μου, τη Γκρούσενκα, αν θελήσει να 'ρθει», και από κάτω είχε γραφτεί, αργότερα καθώς φαίνεται, απ τον ίδιο τον Φιόντορ Παύλοβιτς: «και στην πουλαδίτσα μου». Πάνω στο φάκελο υπήρχαν τρεις μεγάλες σφραγίδες με βουλοκέρι μα ο φάκελος ήταν πια σκισμένος κι άδειος: Τα λεφτά τα είχαν πάρει. Βρήκανε στο πάτωμα και τη λεπτή ροζ κορδελίτσα που μ' αυτήν ήταν δεμένος ο φάκελος. Απ' αυτά που τους είπε ο Πιοτρ Ίλιτς, ένα πράγμα τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή του εισαγγελέα και του ανακριτή: Πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς θ' αυτοκτονούσε τα χαράματα. Γιατί ο ίδιος το 'χε πει στον Πιοτρ Ίλιτς, γέμισε το πιστόλι μπροστά του, έγραψε το σημείωμα, το 'βαλε στην τσέπη του κ.τ.λ, κ.τ.λ. Κι όταν ο Πιοτρ Ίλιτς, που δεν ήθελε παρ' όλα αυτά να τον πιστέψει, τον φοβέρισε πως θα πάει και θα το πει σε κανέναν για ν' αποτρέψουν την αυτοκτονία, τότε ο ίδιος ο Μίτια χαμογελώντας ειρωνικά του είπε:

«Δε θα προλάβεις».

Πάει να πει λοιπόν πως έπρεπε να βιαστούν να πάνε στο Μόκρογιε για να συλλάβουν τον κακούργο προτού προλάβει να πραγματοποιήσει την πρόθεσή του.

«Είναι ολοφάνερο, ολοφάνερο!» έλεγε και ξανάλεγε ο εισαγγελέας με μεγάλη έξαψη. «Έτσι κάνουν όλες αυτές οι εξημμένες κεφαλές. Αύριο θα σκοτωθώ μα σήμερα ας το ρίξω έξω».

Όταν έμαθε με ποιον τρόπο αγόρασε απ' το μπακάλικο τα κρασιά και τα τρόφιμα, κόρωσε ακόμα περισσότερο.

«Θυμάστε κείνον το λεβέντη, κύριοι, που σκότωσε τον έμπορα Ολσούφιεβ, τον λήστεψε, του πήρε χίλια πεντακόσια ρούβλια κι η πρώτη του δουλειά ήταν να τρέξει στο κουρείο να κατσαρώσει τα μαλλιά του κι ύστερα, χωρίς να κρύβει καθόλου τα λεφτά, βαστώντας τα σχεδόν στο χέρι, έτρεξε ίσα στα κορίτσια!»

Θα τους καθυστερούσε όμως όλους η ανάκριση, η έρευνα στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς, οι διατυπώσεις κ.τ.λ. Όλ' αυτά χρειάζονταν καιρό και γι' αυτό στείλανε στο Μόκρογιε τον αγροτικό υπαστυνόμο Μαυρίκιο Μαυρίκιεβιτς Σμερτσόβ που έτυχε να 'ρθει χθες ίσα-ίσα στην πολιτεία για να πάρει το μισθό του. Του δώσανε τούτες τις οδηγίες: Όταν θα 'φτανε στο Μόκρογιε, θα παρακολουθούσε τον «κακούργο» χωρίς να δημιουργήσει κανένα θόρυβο ωσότου καταφτάσουν οι αρχές. Θα φρόντιζε να ετοιμάσει τους χωροφύλακες κ.τ.λ. Έτσι κι έκανε ο Μαυρίκιος Μαυρίκιεβιτς. Έφτασε incognito και μονάχα στον Τρύφωνα Μπορίσιτς, που ήταν παλιός του γνώριμος, είπε λίγα πράγματα για την υπόθεση. Αυτό έγινε ακριβώς κείνη την ίδια ώρα που ο Μίτια συνάντησε μέσα στο σκοτάδι στο χαγιάτι τον ξενοδόχο που 'χε βγει σε αναζήτησή του και νόμισε πως διέκρινε μιαν αλλαγή στη στάση και στον τόνο του Τρύφωνα Μπορίσιτς. Έτσι ούτε ο Μίτια ούτε και κανένας άλλος ξέρανε πως τους παρακολουθούν. Όσο για το κουτί με τα πιστόλια, το 'χε πάρει από ώρα κιόλας ο Τρύφων Μπορίσιτς και το 'κρυψε. Και μόλις κατά τις πέντε το πρωί, τα χαράματα σχεδόν, φτάσανε οι αρχές, ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο εισαγγελέας κι ο ανακριτής με δυο τρόικες. O γιατρός έμεινε στο σπίτι του Φιόντορ Παύλοβιτς έχοντας υπ' όψη του να κάνει νεκροψία μα το κυριότερο γιατί ενδιαφέρθηκε για την κατάσταση του άρρωστου υπηρέτη Σμερντιακόβ:

«Κάτι τέτοιες άγριες και παρατεταμένες κρίσεις επιληψίας, που επαναλαμβάνονται αδιάκοπα δυο μερόνυχτα, σπάνια τις συναντάς και η περίπτωση αυτή ενδιαφέρει την επιστήμη», είπε στους άλλους με υπερβολική έξαψη όταν φεύγανε, και κείνοι τον συγχάρηκαν γελώντας για το εύρημα.

O εισαγγελέας κι ο ανακριτής θυμόνταν πολύ καλά πως ο γιατρός είχε προσθέσει με μεγάλη βεβαιότητα ότι ο Σμερντιακόβ δε θα βαστάξει ως το πρωί.

Τώρα, ύστερ' απ' αυτές τις πολλές μα, καθώς νομίζω, απαραίτητες εξηγήσεις, ξανάρθαμε και πάλι στο ίδιο σημείο της διήγησής μας όπου σταματήσαμε στο προηγούμενο βιβλίο.