×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 9. ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ: Ι. Η αρχή της καριέρας...

9. ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ: Ι. Η αρχή της καριέρας...

Ι. Η αρχή της καριέρας του δημόσιου υπαλλήλου Περχότιν

O Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν που τον αφήσαμε να χτυπάει μ' όλη του τη δύναμη τη γερή και καλομανταλωμένη εξώπορτα της εμπόρισσας Μορόζοβα, κατάφερε φυσικά στο τέλος να τον ακούσουν και να του ανοίξουν. Η Φένια, που δεν της είχε περάσει ακόμα η τρομάρα απ' αυτά που 'χαν γίνει εδώ και δυο ώρες κι ανησυχούσε γι' αυτά που ήταν να γίνουν δεν είχε πέσει ακόμη για ύπνο. Τώρα που άκουσε τους αναπάντεχους χτύπους στην εξώπορτα, ο τρόμος της έφτασε σχεδόν στην υστερία: Φαντάστηκε πως ερχόταν πάλι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς (παρ' όλο που τον είχε δει με τα μάτια της να φεύγει με τ' αμάξι), γιατί κανένας άλλος δεν μπορούσε να χτυπάει με τόσο «θράσος». Έτρεξε στον επιστάτη, που 'χε ξυπνήσει κι αυτός και πήγαινε πια ν' ανοίξει την πόρτα, κι άρχισε να τον ικετεύει να μην αφήσει κανένα να μπει μέσα. Μα ο επιστάτης, αφού ρώτησε ποιος χτυπάει κι έμαθε ποιος είναι και πως θέλει να μιλήσει στη Φεντόσια Μάρκοβνα για μια πολύ σπουδαία υπόθεση, αποφάσισε τελικά να του ανοίξει. Όταν μπήκε στην κουζίνα —ήρθε μαζί κι ο επιστάτης, ύστερα από παράκληση της Φένιας —άρχισε να τη ρωτάει κι αμέσως έμαθε το πιο σημαντικό: Πως δηλαδή, όταν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έφυγε τρέχοντας για να βρει τη Γκρούσενκα, άρπαξε μαζί του και το γουδοχέρι. Μα σαν γύρισε δεν το 'χε πια και τα χέρια του ήταν ματωμένα:

«Και το αίμα έσταζε απ' τα χέρια του», ξεφώνιζε η Φένια που φαίνεται πως μονάχη της έφτιαξε αυτή τη λεπτομέρεια με την ταραγμένη της φαντασία.

Όμως τα ματωμένα χέρια τα 'χε δει και μόνος του ο Πιοτρ Ίλιτς μονάχα που δεν έσταζαν αίμα και τον είχε βοηθήσει να τα πλύνει. Μα το σπουδαίο δεν ήταν αν είχαν στεγνώσει γρήγορα ή όχι. Το σπουδαίο ήταν να εξακριβωθεί πού είχε πάει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με το γουδοχέρι. Στου Φιόντορ Παύλοβιτς άραγε; Ποιες ήταν οι αποδείξεις που το πιστοποιούσαν αυτό; Σ' αυτό το σημείο ο Πιοτρ Ίλιτς επέμενε πολύ και αν και τελικά δεν κατάφερε να μάθει τίποτα θετικό, βεβαιώθηκε σχεδόν πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν μπορεί παρά να 'χε πάει στο σπίτι του πατέρα του. Πάει να πει λοιπόν πως κάτι συνέβηκε κει πέρα.

«Όταν γύρισε», εξακολουθούσε να λέει ταραγμένη η Φένια, «και γω του τα ομολόγησα όλα, τον ρώτησα: Γιατί καλέ μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είναι ματωμένα τα χέρια σας;» Κι αυτός τάχα της απάντησε πως αυτό είναι αίμα ανθρώπινο και πως μόλις πριν από λίγο σκότωσε άνθρωπο. «Μου τα ομολόγησε όλα, είπε πως μετανιώνει και ξαφνικά έφυγε τρέχοντας σαν τρελός. Εγώ έκατσα και σκεφτόμουνα: Πού τρέχει τώρα σαν τρελός; Θα πάει στο Μόκρογιε, σκέφτηκα, και θα σκοτώσει κει πέρα την κυρά μου. Έτρεξα τότε και γω να τον παρακαλέσω να μη σκοτώσει την κυρά μου και τον βρήκα έξω απ' το μπακάλικο των Πλότνικοβ και τα χέρια του δεν ήταν πια ματωμένα». (Η Φένια το παρατήρησε αυτό και το θυμότανε).

Η γριά, η γιαγιά της Φένιας, επιβεβαίωσε όσο μπορούσε τα λεγόμενά της εγγονής της. Αφού ρώτησε μερικές ακόμα λεπτομέρειες, ο Πιοτρ Ίλιτς βγήκε απ' το σπίτι πιο ταραγμένος και πιο ανήσυχος και απ' όσο είχε έρθει.

Θα νόμιζε κανείς πως το λογικότερο τώρα θα 'ταν να πάει στου Φιόντορ Παύλοβιτς και να μάθει μήπως συνέβηκε τίποτα κει πέρα και αν ναι, τότε τι ακριβώς συνέβηκε. Κι όταν θα βεβαιωνόταν απόλυτα, να πάει στο Διοικητή της Αστυνομίας. Όμως η νύχτα ήταν σκοτεινή, η εξώπορτα του Φιόντορ Παύλοβιτς διπλομανταλωμένη, θα 'πρεπε και πάλι να χτυπήσει. Μα το Φιόντορ Παύλοβιτς δεν τον γνώριζε και τόσο καλά. Και τι θα γίνει αν του ανοίξουν κι αποδειχτεί πως δε συνέβηκε τίποτα; O Φιόντορ Παύλοβιτς θ' αρχίσει αύριο κιόλας τις ειρωνείες του και θα διηγιέται σ' όλη την πολιτεία πως χτες τα μεσάνυχτα τον σήκωσε απ' το κρεβάτι κάποιος υπάλληλος Περχότιν για να μάθει μήπως τον δολοφονήσανε. Σκάνδαλο! Κι ο Πιοτρ Ίλιτς φοβόταν τα σκάνδαλα περισσότερο απ' το καθετί σ' αυτό τον κόσμο. Πάρ' όλ' αυτά το αίσθημα που τον έσπρωχνε ήταν τόσο δυνατό που, αφού χτύπησε το πόδι του με μια κίνηση οργής κι έβρισε τον εαυτό του, όρμησε σε καινούργια κατεύθυνση. Όμως δεν πήγαινε στου Φιόντορ Παύλοβιτς μα στην κυρία Χοχλάκοβα. Αν εκείνη, σκεφτόταν, απαντήσει αρνητικά στην ερώτηση του: «Δώσατε σήμερα τρεις χιλιάδες στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, την τάδε ώρα;» —τότε θα πάει κατευθείαν στον Διοικητή χωρίς να περάσει από του Φιόντορ Παύλοβιτς. Αν πει πως ναι, τότε θα τ' αναβάλει όλα γι' αύριο και θα γυρίσει σπίτι του. Είναι φανερό πως αποφασίζοντας ο νεαρός υπάλληλος να πάει νυχτιάτικα, σχεδόν στις έντεκα, στο σπίτι μιας εντελώς άγνωστής του κοσμικής κυρίας, να τη σηκώσει ίσως απ' το κρεβάτι για να τη ρωτήσει αν έδωσε ή όχι τρεις χιλιάδες, κινδύνευε πολύ περισσότερο να δημιουργήσει σκάνδαλο παρά αν πήγαινε στου Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα έτσι γίνεται καμιά φορά, ιδιαίτερα σε παρόμοιες περιστάσεις με τους πιο προσεχτικούς και τους πιο φλεγματικούς ανθρώπους. Όμως ο Πιοτρ Ίλιτς δεν ήταν πια καθόλου φλεγματικός κείνη τη στιγμή! Θυμόταν αργότερα σ' όλη του τη ζωή πως η ακατανίκητη ανησυχία του, που τον κυρίεψε σιγά-σιγά κατάντησε στο τέλος να του γίνει βάσανο και τον έκανε να ενεργεί ενάντια στη θέλησή του. Εννοείται πως παρ' όλ' αυτά, έβριζε τον εαυτό του που πήγαινε σ' αυτή την κυρία, όμως «θα φτάσω ως το τέλος, θα ξεμπερδέψω πια μ' αυτή την υπόθεση!» έλεγε για δέκατη φορά, τρίζοντας τα δόντια του. Και πραγματικά έκανε όπως έλεγε: Έφτασε ως το τέλος.

Ήταν έντεκα ακριβώς όταν μπήκε στο σπίτι της κυρίας Χοχλάκοβας. Στην αυλή τον άφησαν να μπει αρκετά γρήγορα μα όταν ρώτησε αν κοιμάται πια η κυρία ή μήπως δεν πλάγιασε ακόμα, ο επιστάτης δεν μπόρεσε να του απαντήσει παρά μονάχα πως «συνήθως τέτοιαν ώρα κοιμούνται πια».

«Πηγαίνετε πάνω κι αναγγελθείτε. Αν θελήσουν να σας δεχτούν, θα σας δεχτούν. Αν δε θελήσουν, δε θα σας δεχτούν».

O Πιοτρ Ίλιτς ανέβηκε πάνω, όμως εδώ τα πράματα γίνανε πιο δύσκολα. O υπηρέτης δε θέλησε να πάει να τον αναγγείλει κι έστειλε την καμαριέρα. O Πιοτρ Ίλιτς την παρακάλεσε ευγενικά μα κι επίμονα, να πει στην κυρία της πως ήρθε ένας κυβερνητικός υπάλληλος Περχότιν για μιαν επείγουσα υπόθεση και πως αν αυτή η υπόθεση δεν ήταν τόσο σοβαρή ούτε θα τολμούσε καν να 'ρθει, «μ' αυτά τα λόγια, μ' αυτά τα ίδια λόγια να της το πείτε», παρακάλεσε την καμαριέρα. Εκείνη έφυγε. Αυτός περίμενε στο χολ. Η κυρία Χοχλάκοβα, αν και δεν είχε πέσει ακόμα για ύπνο, βρισκόταν όμως στην κρεβατοκάμαρά της. Ήταν ακόμα συγχυσμένη απ' την επίσκεψη του Μίτια και προαισθανόταν πως δε θ' αποφύγει την ημικρανία που την έπιανε συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όταν άκουσε τι της είπε η καμαριέρα, απόρησε πολύ μα πρόσταξε ερεθισμένη να μην τον δεχτούν παρ' όλο που η απροσδόκητη επίσκεψη σε μια τόσο προχωρημένη ώρα ενός αγνώστου της «υπαλλήλου» την έκανε να ενδιαφερθεί πολύ και κέντρισε την γυναικεία της περιέργεια. Μα ο Πιοτρ Ίλιτς έδειξε αυτή τη φορά πείσμα γαϊδουρινό. Όταν άκουσε την άρνηση, παρακάλεσε μ' εξαιρετική επιμονή να τον αναγγείλουν ακόμη μια φορά και να πουν στην κυρία «μ' αυτά ακριβώς τα λόγια» πως ήρθε «για μιαν εξαιρετικά σπουδαία υπόθεση κι ίσως να λυπηθεί αργότερα κι η ίδια αν δε θελήσει να τον δεχτεί τώρα». «Ήταν σα να γλιστρούσα σε μια κατηφοριά», διηγόταν αργότερα ο ίδιος ο Περχότιν. Η καμαριέρα, αφού τον καλοκοίταξε απορημένη, πήγε να τον αναγγείλει και για δεύτερη φορά. Η κυρία Χοχλάκοβα απόρησε ακόμα περισσότερο, σκέφτηκε, ρώτησε τι άνθρωπος είναι κι έμαθε πως «είναι ένας πολύ καλοντυμένος νέος κι ευγενικός». Ας παρατηρήσουμε εδώ «εν παρόδω» πως ο Πιοτρ Ίλιτς ήταν αρκετά ωραίος νέος και το 'ξερε κι ο ίδιος.

Η κυρία Χοχλάκοβα αποφάσισε να τον δεχτεί. Είχε φορέσει πια τη ρομπ-ντε-σαμπρ και τις παντούφλες της. Μα έριξε στους ώμους της ένα μαύρο σάλι. Τον «υπάλληλο» τον παρακάλεσαν να περάσει στο σαλόνι, στο ίδιο εκείνο όπου πριν από μερικές ώρες είχαν δεχτεί το Μίτια. Η οικοδέσποινα βγήκε και κοίταξε τον επισκέπτη της μ' αυστηρό κι ερωτηματικό βλέμμα. Χωρίς να του πει να καθίσει τον ρώτησε κατευθείαν: «Τι θέλετε;»

— Τόλμησα να σας ανησυχήσω, κυρία μου, αναφορικά με τον κοινό γνώριμό μας, το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ... άρχισε να λέει ο Περχότιν.

Μα μόλις πρόφερε αυτό τ' όνομα, στο πρόσωπο της οικοδέσποινας ζωγραφίστηκε ένας τρομερός εκνευρισμός και σχεδόν τσιρίζοντας τον διέκοψε αγαναχτισμένη:

— Πόσον καιρό ακόμα θα με βασανίζουν μ' αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο; φώναξε με παραφορά. Πώς τολμήσατε, ευγενέστατέ μου κύριε, πώς αποφασίσατε ν' ανησυχήσετε μιαν άγνωστή σας κυρία, στο σπίτι της και τέτοιαν ώρα... και να ρθείτε να της μιλήσετε για έναν άνθρωπο που εδώ, σ' αυτό το ίδιο το σαλόνι, μόλις τρεις ώρες πριν, ήρθε να με σκοτώσει, χτυπούσε τα πόδια του και βγήκε όπως κανείς δε βγαίνει από 'να καθωσπρέπει σπίτι; Ξέρετε, ευγενέστατέ μου κύριε, πως θα διαμαρτυρηθώ γι' αυτό το φέρσιμό σας; Δε θα περάσει έτσι αυτό. Αφήστε με αμέσως, παρακαλώ... Είμαι μητέρα και τώρα... τώρα...

— Να σας σκοτώσει! Ώστε θέλησε να σκοτώσει και σας;

— Τι; σκότωσε κιόλας κανέναν; ρώτησε ορμητικά η κυρία Χοχλάκοβα.

— Ευαρεστηθείτε να μ' ακούσετε, κυρία μου, δυο λεπτά μονάχα και θα σας τα εξηγήσω όλα με δυο λόγια, απάντησε σταθερά ο Περχότιν. Σήμερα, στις πέντε τ' απόγευμα, δάνεισα φιλικά στον κύριο Καραμάζοβ δέκα ρούβλια και ξέρω θετικά πως δεν είχε χρήματα. Όμως σήμερα κιόλας ξανάρθε σπίτι μου στις εννιά η ώρα κρατώντας στο χέρι του ένα πάκο κατοστάρικα που θα 'ταν περίπου δυο, ίσως και τρεις χιλιάδες ρούβλια. Τα χέρια και το πρόσωπό του ήταν καταματωμένα κι ο ίδιος φερόταν σαν παράφρων. Όταν τον ρώτησα πού τα βρήκε τόσα χρήματα μ' απάντησε θετικά πως τα πήρε πριν από λίγο από σας και πως τάχα του τα δώσατε για να πάει στα χρυσωρυχεία.

Μια αφάνταστη και νοσηρή ταραχή ζωγραφίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπο της κυρίας Χοχλάκοβας.

—Θεέ μου! Σκότωσε το γερο-πατέρα του! φώναξε χτυπώντας τα χέρια της. Ποτέ μου δεν του 'δωσα λεφτά, ποτέ μου! Ω, τρέξτε, τρέξτε! Ούτε λέξη μη μου λέτε πια! Σώστε τον γέρο, τρέξτε στον πατέρα του, τρέξτε!

— Επιτρέψτε μου, καλή μου κυρία, να σας ξαναρωτήσω: Δεν του δώσατε χρήματα; Θυμάστε καλά πως δεν του δώσατε τίποτα;

— Δεν του 'δωσα, δεν του 'δωσα! Του αρνήθηκα γιατί δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την πρότασή μου. Βγήκε σα φρενιασμένος χτυπώντας τα πόδια του. Όρμησε πάνω μου μα γω πρόφτασα και του ξέφυγα... Και θα σας πω ακόμα και τούτο μια κι από δω και μπρος δεν έχω σκοπό να σας κρύψω τίποτα: Πως δηλαδή μ' έφτυσε κιόλας, μπορείτε να το φανταστείτε αυτό; Μα τι στεκόμαστε λοιπόν; Αχ, καθίστε... Με συγχωρείτε που... Ή, μάλλον τρέξτε καλύτερα, τρέξτε, πρέπει να τρέξετε και να σώσετε το δυστυχισμένο γέρο από 'να φριχτό θάνατο!

— Μα αν τον σκότωσε πια;

— Αχ, Θεέ μου, σωστά το λέτε! Τι θα κάνουμε λοιπόν; Τι νομίζετε πως πρέπει τώρα να κάνουμε;

Στο μεταξύ έβαλε τον Πιοτρ Ίλιτς να κάτσει κι έκατσε κι η ίδια απέναντί του. O Πιοτρ Ίλιτς της διηγήθηκε σύντομα, όμως μ' αρκετή σαφήνεια, όλα όσα είδε κι άκουσε ο ίδιος, της είπε και για την επίσκεψή του στη Φένια και για το γουδοχέρι. Όλ' αυτά καταταράξανε την ταραγμένη κιόλας από πριν κυρία. Όλο ξεφώνιζε και σκέπαζε τα μάτια της με τις παλάμες της...

— Και φανταστείτε, όλ' αυτά τα προαισθανόμουν! Όλα τα προαισθάνομαι εγώ. Ότι φανταστώ συμβαίνει και στ' αλήθεια. Πόσες φορές κοιτάζοντας αυτόν τον τρομερό άνθρωπο σκεφτόμουνα: Να ένας άνθρωπος που στο τέλος θα με σκοτώσει. Και να που έγινε... Δηλαδή αν δεν με σκότωσε εμένα μα μονάχα τον πατέρα του, αυτό έγινε γιατί σίγουρα ο Θεός με προστάτεψε.

Ύστερα θα ντράπηκε κι ο ίδιος να με σκοτώσει γιατί εγώ, εδώ, σ' αυτό το ίδιο μέρος, του κρέμασα στο λαιμό ένα εικονισματάκι της Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας... Κείνη τη στιγμή ήμουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά κοντά στο θάνατο, γιατί, βλέπετε, στάθηκα εντελώς δίπλα του και κείνος μου τέντωσε το λαιμό του! Ξέρετε, Πιοτρ Ίλιτς... (με συγχωρείτε, νομίζω πως είπατε ότι σας λένε Πιοτρ Ίλιτς), ξέρετε, εγώ δεν πιστεύω στα θαύματα, όμως αυτό το εικονισματάκι κι αυτό το αναμφισβήτητο θαύμα που έγινε με μένα τώρα... αυτό με κάνει να τρέμω κι είμαι έτοιμη να πιστέψω πάλι σ' ό,τι θέλετε. Ακούσατε για τον στάρετς Ζωσιμά;... Όμως σα να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Φανταστείτε, είχε φορεμένο το εικονισματάκι κι όμως μ' έφτυσε... Βέβαια μ' έφτυσε μονάχα, δε με σκότωσε και ... και τώρα έφυγε και να πού πήγε! Όμως εμείς τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Πού πρέπει να πάμε; Πώς νομίζετε;

O Πιοτρ Ίλιτς σηκώθηκε λέγοντας πως θα πάει τώρα κατευθείαν στο Διοικητή της Αστυνομίας και θα του τα διηγηθεί όλα κι ας κάνει καλά εκείνος.

— Αχ, είναι ένας θαυμάσιος, ένας υπέροχος άνθρωπος. Τον ξέρω το Μιχαήλ Μακάροβιτς. Ναι, σ' αυτόν πρέπει να πάτε. Τι εφευρετικός που είσαστε, Πιοτρ Ίλιτς, και τι ωραία τα σκεφτήκατε όλ' αυτά! Ξέρετε; Εγώ ποτέ δεν θα το σκεφτόμουν αν βρισκόμουνα στη θέση σας!

— Αφού μάλιστα γνωρίζω και γω πολύ καλά το Διοικητή, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς μένοντας πάντα όρθιος και προφανώς πάσκιζε να γλιτώσει μιαν ώρα αρχύτερα απ' την ορμητική κυρία που δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να φύγει.

— Και ξέρετε, ξέρετε; φλυαρούσε αυτή. Να 'ρθετε και να μου πείτε τι θα δείτε και θ' ακούσετε κει πέρα... κι αυτά που θ' ανακαλυφτούν... και πώς θα τον δικάσουν και τι ποινή θα του βάλουν. Για πέστε μου. Έχουμε θανατική ποινή; Όμως να ρθείτε το δίχως άλλο, έστω και στις τρεις το πρωί, έστω και στις τέσσερις, και στις τεσσερισήμιση ακόμα... Να πείτε να με ξυπνήσουν, να με σκουντάνε μ' όλη τους τη δύναμη αν δε θέλω να ξυπνήσω... Ω, Θεέ μου! Μα νομίζω πως δε θα κλείσω μάτι πια. Ξέρετε τι λέω; Μήπως θα 'ταν καλύτερα να 'ρθω και γω τώρα μαζί σας;

— Ω... όχι, μονάχα αν θέλατε να μου γράφατε δυο λέξεις, για κάθε ενδεχόμενο και να βεβαιώνατε πως δε δώσατε καθόλου χρήματα στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς... ίσως αυτό να μην ήταν περιττό... για κάθε ενδεχόμενο...

— Έξοχα! είπε ενθουσιασμένη η κυρία Χοχλάκοβα κι έτρεξε στο γραφείο της. Και ξέρετε, με εκπλήττετε, με μαγεύετε κυριολεκτικά με την εξαιρετική ετοιμότητά σας, με την επιδεξιότητά σας σ' αυτές τις υποθέσεις... Εδώ υπηρετείτε; Πόσο είμαι ευχαριστημένη που η υπηρεσία σας είναι στην πολιτεία μας...

Και λέγοντάς τα αυτά έγραψε γρήγορα-γρήγορα σ' ένα φύλλο χαρτί τις παρακάτω γραμμές:

«Ποτέ στη ζωή μου δεν έδωσα δανεικά στο δυστυχισμένο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ (γιατί βέβαια, όπως και να 'ναι, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι τώρα δυστυχισμένος) ούτε και σήμερα του 'δωσα τρεις χιλιάδες ούτε και ποτέ άλλοτε, ποτέ, ποτέ! Όσο γι' αυτό, ορκίζομαι σ' ό,τι ιερό υπάρχει στον κόσμο μας.

Χοχλάκοβα».

— Ορίστε το σημείωμα! Είπε γυρίζοντας βιαστική στον Πιοτρ Ίλιτς. Πηγαίνετε γρήγορα, προφτάστε. Αυτό θα 'ναι μια θαυμάσια πράξη από μέρους σας.

Κι έκανε πάνω του τρεις φορές το σημείο του σταυρού. Βγήκε μάλιστα και τον ξεπροβόδισε ως το χολ.

— Πόσο σας ευγνωμονώ! Σας χρωστάω μεγάλη χάρη που ήρθατε πρώτ' από όλους σε μένα. Πώς έγινε να μη συναντηθούμε ως τα τώρα; Θα το θεωρούσα τιμή μου αν θα μπορούσα να σας δέχομαι και στο μέλλον. Πόσο είμαι ευχαριστημένη που υπηρετείτε στην πολιτεία μας... κι είστε τόσο ταχτικός, τόσο εφευρετικός... Μα εσάς πρέπει να σας εκτιμήσουν επιτέλους οι ανώτεροι σας, πρέπει να σας καταλάβουν... και πιστέψτε με, ό,τι θα περνούσε απ' το χέρι μου να κάνω για σας... Ω, αγαπώ τόσο πολύ τη νεολαία! Είμαι ερωτευμένη με τη νεολαία. Οι νέοι είναι τα θεμέλια όλης της Ρωσίας μας που τώρα υποφέρει, όλη κι όλη η ελπίδα της... Ω, πηγαίνετε, πηγαίνετε!

Μα ο Πιοτρ Ίλιτς βγήκε κιόλας τρέχοντας, αλλιώς δε θα τον άφηνε και τόσο γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, η κυρία Χοχλάκοβα του 'κανε αρκετά ευχάριστη εντύπωση, τόσο που καλμάρισε κάπως η ταραχή του, που βρέθηκε μπλεγμένος σε μια τόσο δυσάρεστη υπόθεση. Είναι γνωστό δα πως υπάρχουν γούστα και γούστα.

«Δεν είναι και τόσο ηλικιωμένη όσο λένε», σκέφτηκε μ' ευχαρίστηση. «Αν την έβλεπα με την κόρη της δε θα ξεχώριζα ποια είναι η μητέρα».

Όσο για την κυρία Χοχλάκοβα, αυτή πια ήταν καταγοητευμένη με τον νεαρό υπάλληλο.

«Τόση ικανότητα, τόση ακρίβεια, σε μια τόσο νεαρή ηλικία και στην εποχή μας. Κι όλ' αυτά μ' ένα τόσο ευχάριστο παρουσιαστικό και τρόπους! Λένε πως τάχα οι σημερινοί νέοι δεν είναι άξιοι για τίποτα, να λοιπόν ένα παράδειγμα» κ.τ.λ, κ.τ.λ.

Έτσι ξέχασε εντελώς «το τρομερό συμβάν» και μονάχα όταν πλάγιαζε πια θυμήθηκε και πάλι πόσο «κοντά είχε βρεθεί στο θάνατο» και ψιθύρισε:

«Αχ, αυτό είναι τρομερό, τρομερό!»

Όμως την πήρε αμέσως ο ύπνος και κοιμήθηκε γλυκά και ήσυχα. Εγώ βέβαια δε θα καθόμουνα να πω όλες αυτές τις ασήμαντες και επεισοδιακές λεπτομέρειες, αν αυτή η απίθανη συνάντηση του νεαρού υπαλλήλου και της χήρας που μόλις περιέγραψα δε γινόταν αιτία να θεμελιωθεί όλη η μελλοντική καριέρα αυτού του νέου του τόσο ταχτικού και μεθοδικού, πράμα που το θυμούνται με απορία ως τα τώρα ακόμα στην πολιτεία μας. Ίσως να πούμε και μεις πάνω σ' αυτό δυο λόγια όταν θα τελειώσουμε τη μακρά διήγησή μας για τους αδερφούς Καραμάζοβ.


9. ΕΝΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: Η ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΣΗ: Ι. Η αρχή της καριέρας... 9. FIRST BOOK: THE PRELIMINARY EXAMINATION: I. The beginning of the career...

Ι. Η αρχή της καριέρας του δημόσιου υπαλλήλου Περχότιν

O Πιοτρ Ίλιτς Περχότιν που τον αφήσαμε να χτυπάει μ' όλη του τη δύναμη τη γερή και καλομανταλωμένη εξώπορτα της εμπόρισσας Μορόζοβα, κατάφερε φυσικά στο τέλος να τον ακούσουν και να του ανοίξουν. Η Φένια, που δεν της είχε περάσει ακόμα η τρομάρα απ' αυτά που 'χαν γίνει εδώ και δυο ώρες κι ανησυχούσε γι' αυτά που ήταν να γίνουν δεν είχε πέσει ακόμη για ύπνο. Τώρα που άκουσε τους αναπάντεχους χτύπους στην εξώπορτα, ο τρόμος της έφτασε σχεδόν στην υστερία: Φαντάστηκε πως ερχόταν πάλι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς (παρ' όλο που τον είχε δει με τα μάτια της να φεύγει με τ' αμάξι), γιατί κανένας άλλος δεν μπορούσε να χτυπάει με τόσο «θράσος». Έτρεξε στον επιστάτη, που 'χε ξυπνήσει κι αυτός και πήγαινε πια ν' ανοίξει την πόρτα, κι άρχισε να τον ικετεύει να μην αφήσει κανένα να μπει μέσα. Μα ο επιστάτης, αφού ρώτησε ποιος χτυπάει κι έμαθε ποιος είναι και πως θέλει να μιλήσει στη Φεντόσια Μάρκοβνα για μια πολύ σπουδαία υπόθεση, αποφάσισε τελικά να του ανοίξει. Όταν μπήκε στην κουζίνα —ήρθε μαζί κι ο επιστάτης, ύστερα από παράκληση της Φένιας —άρχισε να τη ρωτάει κι αμέσως έμαθε το πιο σημαντικό: Πως δηλαδή, όταν ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έφυγε τρέχοντας για να βρει τη Γκρούσενκα, άρπαξε μαζί του και το γουδοχέρι. Μα σαν γύρισε δεν το 'χε πια και τα χέρια του ήταν ματωμένα:

«Και το αίμα έσταζε απ' τα χέρια του», ξεφώνιζε η Φένια που φαίνεται πως μονάχη της έφτιαξε αυτή τη λεπτομέρεια με την ταραγμένη της φαντασία.

Όμως τα ματωμένα χέρια τα 'χε δει και μόνος του ο Πιοτρ Ίλιτς μονάχα που δεν έσταζαν αίμα και τον είχε βοηθήσει να τα πλύνει. Μα το σπουδαίο δεν ήταν αν είχαν στεγνώσει γρήγορα ή όχι. Το σπουδαίο ήταν να εξακριβωθεί πού είχε πάει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς με το γουδοχέρι. Στου Φιόντορ Παύλοβιτς άραγε; Ποιες ήταν οι αποδείξεις που το πιστοποιούσαν αυτό; Σ' αυτό το σημείο ο Πιοτρ Ίλιτς επέμενε πολύ και αν και τελικά δεν κατάφερε να μάθει τίποτα θετικό, βεβαιώθηκε σχεδόν πως ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς δεν μπορεί παρά να 'χε πάει στο σπίτι του πατέρα του. Πάει να πει λοιπόν πως κάτι συνέβηκε κει πέρα.

«Όταν γύρισε», εξακολουθούσε να λέει ταραγμένη η Φένια, «και γω του τα ομολόγησα όλα, τον ρώτησα: Γιατί καλέ μου Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, είναι ματωμένα τα χέρια σας;» Κι αυτός τάχα της απάντησε πως αυτό είναι αίμα ανθρώπινο και πως μόλις πριν από λίγο σκότωσε άνθρωπο. «Μου τα ομολόγησε όλα, είπε πως μετανιώνει και ξαφνικά έφυγε τρέχοντας σαν τρελός. Εγώ έκατσα και σκεφτόμουνα: Πού τρέχει τώρα σαν τρελός; Θα πάει στο Μόκρογιε, σκέφτηκα, και θα σκοτώσει κει πέρα την κυρά μου. Έτρεξα τότε και γω να τον παρακαλέσω να μη σκοτώσει την κυρά μου και τον βρήκα έξω απ' το μπακάλικο των Πλότνικοβ και τα χέρια του δεν ήταν πια ματωμένα». (Η Φένια το παρατήρησε αυτό και το θυμότανε).

Η γριά, η γιαγιά της Φένιας, επιβεβαίωσε όσο μπορούσε τα λεγόμενά της εγγονής της. Αφού ρώτησε μερικές ακόμα λεπτομέρειες, ο Πιοτρ Ίλιτς βγήκε απ' το σπίτι πιο ταραγμένος και πιο ανήσυχος και απ' όσο είχε έρθει.

Θα νόμιζε κανείς πως το λογικότερο τώρα θα 'ταν να πάει στου Φιόντορ Παύλοβιτς και να μάθει μήπως συνέβηκε τίποτα κει πέρα και αν ναι, τότε τι ακριβώς συνέβηκε. Κι όταν θα βεβαιωνόταν απόλυτα, να πάει στο Διοικητή της Αστυνομίας. Όμως η νύχτα ήταν σκοτεινή, η εξώπορτα του Φιόντορ Παύλοβιτς διπλομανταλωμένη, θα 'πρεπε και πάλι να χτυπήσει. Μα το Φιόντορ Παύλοβιτς δεν τον γνώριζε και τόσο καλά. Και τι θα γίνει αν του ανοίξουν κι αποδειχτεί πως δε συνέβηκε τίποτα; O Φιόντορ Παύλοβιτς θ' αρχίσει αύριο κιόλας τις ειρωνείες του και θα διηγιέται σ' όλη την πολιτεία πως χτες τα μεσάνυχτα τον σήκωσε απ' το κρεβάτι κάποιος υπάλληλος Περχότιν για να μάθει μήπως τον δολοφονήσανε. Σκάνδαλο! Κι ο Πιοτρ Ίλιτς φοβόταν τα σκάνδαλα περισσότερο απ' το καθετί σ' αυτό τον κόσμο. Πάρ' όλ' αυτά το αίσθημα που τον έσπρωχνε ήταν τόσο δυνατό που, αφού χτύπησε το πόδι του με μια κίνηση οργής κι έβρισε τον εαυτό του, όρμησε σε καινούργια κατεύθυνση. Όμως δεν πήγαινε στου Φιόντορ Παύλοβιτς μα στην κυρία Χοχλάκοβα. Αν εκείνη, σκεφτόταν, απαντήσει αρνητικά στην ερώτηση του: «Δώσατε σήμερα τρεις χιλιάδες στον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, την τάδε ώρα;» —τότε θα πάει κατευθείαν στον Διοικητή χωρίς να περάσει από του Φιόντορ Παύλοβιτς. Αν πει πως ναι, τότε θα τ' αναβάλει όλα γι' αύριο και θα γυρίσει σπίτι του. Είναι φανερό πως αποφασίζοντας ο νεαρός υπάλληλος να πάει νυχτιάτικα, σχεδόν στις έντεκα, στο σπίτι μιας εντελώς άγνωστής του κοσμικής κυρίας, να τη σηκώσει ίσως απ' το κρεβάτι για να τη ρωτήσει αν έδωσε ή όχι τρεις χιλιάδες, κινδύνευε πολύ περισσότερο να δημιουργήσει σκάνδαλο παρά αν πήγαινε στου Φιόντορ Παύλοβιτς. Μα έτσι γίνεται καμιά φορά, ιδιαίτερα σε παρόμοιες περιστάσεις με τους πιο προσεχτικούς και τους πιο φλεγματικούς ανθρώπους. Όμως ο Πιοτρ Ίλιτς δεν ήταν πια καθόλου φλεγματικός κείνη τη στιγμή! Θυμόταν αργότερα σ' όλη του τη ζωή πως η ακατανίκητη ανησυχία του, που τον κυρίεψε σιγά-σιγά κατάντησε στο τέλος να του γίνει βάσανο και τον έκανε να ενεργεί ενάντια στη θέλησή του. Εννοείται πως παρ' όλ' αυτά, έβριζε τον εαυτό του που πήγαινε σ' αυτή την κυρία, όμως «θα φτάσω ως το τέλος, θα ξεμπερδέψω πια μ' αυτή την υπόθεση!» έλεγε για δέκατη φορά, τρίζοντας τα δόντια του. Και πραγματικά έκανε όπως έλεγε: Έφτασε ως το τέλος.

Ήταν έντεκα ακριβώς όταν μπήκε στο σπίτι της κυρίας Χοχλάκοβας. Στην αυλή τον άφησαν να μπει αρκετά γρήγορα μα όταν ρώτησε αν κοιμάται πια η κυρία ή μήπως δεν πλάγιασε ακόμα, ο επιστάτης δεν μπόρεσε να του απαντήσει παρά μονάχα πως «συνήθως τέτοιαν ώρα κοιμούνται πια».

«Πηγαίνετε πάνω κι αναγγελθείτε. Αν θελήσουν να σας δεχτούν, θα σας δεχτούν. Αν δε θελήσουν, δε θα σας δεχτούν».

O Πιοτρ Ίλιτς ανέβηκε πάνω, όμως εδώ τα πράματα γίνανε πιο δύσκολα. O υπηρέτης δε θέλησε να πάει να τον αναγγείλει κι έστειλε την καμαριέρα. O Πιοτρ Ίλιτς την παρακάλεσε ευγενικά μα κι επίμονα, να πει στην κυρία της πως ήρθε ένας κυβερνητικός υπάλληλος Περχότιν για μιαν επείγουσα υπόθεση και πως αν αυτή η υπόθεση δεν ήταν τόσο σοβαρή ούτε θα τολμούσε καν να 'ρθει, «μ' αυτά τα λόγια, μ' αυτά τα ίδια λόγια να της το πείτε», παρακάλεσε την καμαριέρα. Εκείνη έφυγε. Αυτός περίμενε στο χολ. Η κυρία Χοχλάκοβα, αν και δεν είχε πέσει ακόμα για ύπνο, βρισκόταν όμως στην κρεβατοκάμαρά της. Ήταν ακόμα συγχυσμένη απ' την επίσκεψη του Μίτια και προαισθανόταν πως δε θ' αποφύγει την ημικρανία που την έπιανε συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις. Όταν άκουσε τι της είπε η καμαριέρα, απόρησε πολύ μα πρόσταξε ερεθισμένη να μην τον δεχτούν παρ' όλο που η απροσδόκητη επίσκεψη σε μια τόσο προχωρημένη ώρα ενός αγνώστου της «υπαλλήλου» την έκανε να ενδιαφερθεί πολύ και κέντρισε την γυναικεία της περιέργεια. Μα ο Πιοτρ Ίλιτς έδειξε αυτή τη φορά πείσμα γαϊδουρινό. Όταν άκουσε την άρνηση, παρακάλεσε μ' εξαιρετική επιμονή να τον αναγγείλουν ακόμη μια φορά και να πουν στην κυρία «μ' αυτά ακριβώς τα λόγια» πως ήρθε «για μιαν εξαιρετικά σπουδαία υπόθεση κι ίσως να λυπηθεί αργότερα κι η ίδια αν δε θελήσει να τον δεχτεί τώρα». «Ήταν σα να γλιστρούσα σε μια κατηφοριά», διηγόταν αργότερα ο ίδιος ο Περχότιν. Η καμαριέρα, αφού τον καλοκοίταξε απορημένη, πήγε να τον αναγγείλει και για δεύτερη φορά. Η κυρία Χοχλάκοβα απόρησε ακόμα περισσότερο, σκέφτηκε, ρώτησε τι άνθρωπος είναι κι έμαθε πως «είναι ένας πολύ καλοντυμένος νέος κι ευγενικός». Ας παρατηρήσουμε εδώ «εν παρόδω» πως ο Πιοτρ Ίλιτς ήταν αρκετά ωραίος νέος και το 'ξερε κι ο ίδιος.

Η κυρία Χοχλάκοβα αποφάσισε να τον δεχτεί. Είχε φορέσει πια τη ρομπ-ντε-σαμπρ και τις παντούφλες της. Μα έριξε στους ώμους της ένα μαύρο σάλι. Τον «υπάλληλο» τον παρακάλεσαν να περάσει στο σαλόνι, στο ίδιο εκείνο όπου πριν από μερικές ώρες είχαν δεχτεί το Μίτια. Η οικοδέσποινα βγήκε και κοίταξε τον επισκέπτη της μ' αυστηρό κι ερωτηματικό βλέμμα. Χωρίς να του πει να καθίσει τον ρώτησε κατευθείαν: «Τι θέλετε;»

— Τόλμησα να σας ανησυχήσω, κυρία μου, αναφορικά με τον κοινό γνώριμό μας, το Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ... άρχισε να λέει ο Περχότιν.

Μα μόλις πρόφερε αυτό τ' όνομα, στο πρόσωπο της οικοδέσποινας ζωγραφίστηκε ένας τρομερός εκνευρισμός και σχεδόν τσιρίζοντας τον διέκοψε αγαναχτισμένη:

— Πόσον καιρό ακόμα θα με βασανίζουν μ' αυτόν τον απαίσιο άνθρωπο; φώναξε με παραφορά. Πώς τολμήσατε, ευγενέστατέ μου κύριε, πώς αποφασίσατε ν' ανησυχήσετε μιαν άγνωστή σας κυρία, στο σπίτι της και τέτοιαν ώρα... και να ρθείτε να της μιλήσετε για έναν άνθρωπο που εδώ, σ' αυτό το ίδιο το σαλόνι, μόλις τρεις ώρες πριν, ήρθε να με σκοτώσει, χτυπούσε τα πόδια του και βγήκε όπως κανείς δε βγαίνει από 'να καθωσπρέπει σπίτι; Ξέρετε, ευγενέστατέ μου κύριε, πως θα διαμαρτυρηθώ γι' αυτό το φέρσιμό σας; Δε θα περάσει έτσι αυτό. Αφήστε με αμέσως, παρακαλώ... Είμαι μητέρα και τώρα... τώρα...

— Να σας σκοτώσει! Ώστε θέλησε να σκοτώσει και σας;

— Τι; σκότωσε κιόλας κανέναν; ρώτησε ορμητικά η κυρία Χοχλάκοβα.

— Ευαρεστηθείτε να μ' ακούσετε, κυρία μου, δυο λεπτά μονάχα και θα σας τα εξηγήσω όλα με δυο λόγια, απάντησε σταθερά ο Περχότιν. Σήμερα, στις πέντε τ' απόγευμα, δάνεισα φιλικά στον κύριο Καραμάζοβ δέκα ρούβλια και ξέρω θετικά πως δεν είχε χρήματα. Όμως σήμερα κιόλας ξανάρθε σπίτι μου στις εννιά η ώρα κρατώντας στο χέρι του ένα πάκο κατοστάρικα που θα 'ταν περίπου δυο, ίσως και τρεις χιλιάδες ρούβλια. Τα χέρια και το πρόσωπό του ήταν καταματωμένα κι ο ίδιος φερόταν σαν παράφρων. Όταν τον ρώτησα πού τα βρήκε τόσα χρήματα μ' απάντησε θετικά πως τα πήρε πριν από λίγο από σας και πως τάχα του τα δώσατε για να πάει στα χρυσωρυχεία.

Μια αφάνταστη και νοσηρή ταραχή ζωγραφίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπο της κυρίας Χοχλάκοβας.

—Θεέ μου! Σκότωσε το γερο-πατέρα του! φώναξε χτυπώντας τα χέρια της. Ποτέ μου δεν του 'δωσα λεφτά, ποτέ μου! Ω, τρέξτε, τρέξτε! Ούτε λέξη μη μου λέτε πια! Σώστε τον γέρο, τρέξτε στον πατέρα του, τρέξτε!

— Επιτρέψτε μου, καλή μου κυρία, να σας ξαναρωτήσω: Δεν του δώσατε χρήματα; Θυμάστε καλά πως δεν του δώσατε τίποτα;

— Δεν του 'δωσα, δεν του 'δωσα! Του αρνήθηκα γιατί δεν μπόρεσε να εκτιμήσει την πρότασή μου. Βγήκε σα φρενιασμένος χτυπώντας τα πόδια του. Όρμησε πάνω μου μα γω πρόφτασα και του ξέφυγα... Και θα σας πω ακόμα και τούτο μια κι από δω και μπρος δεν έχω σκοπό να σας κρύψω τίποτα: Πως δηλαδή μ' έφτυσε κιόλας, μπορείτε να το φανταστείτε αυτό; Μα τι στεκόμαστε λοιπόν; Αχ, καθίστε... Με συγχωρείτε που... Ή, μάλλον τρέξτε καλύτερα, τρέξτε, πρέπει να τρέξετε και να σώσετε το δυστυχισμένο γέρο από 'να φριχτό θάνατο!

— Μα αν τον σκότωσε πια;

— Αχ, Θεέ μου, σωστά το λέτε! Τι θα κάνουμε λοιπόν; Τι νομίζετε πως πρέπει τώρα να κάνουμε;

Στο μεταξύ έβαλε τον Πιοτρ Ίλιτς να κάτσει κι έκατσε κι η ίδια απέναντί του. O Πιοτρ Ίλιτς της διηγήθηκε σύντομα, όμως μ' αρκετή σαφήνεια, όλα όσα είδε κι άκουσε ο ίδιος, της είπε και για την επίσκεψή του στη Φένια και για το γουδοχέρι. Όλ' αυτά καταταράξανε την ταραγμένη κιόλας από πριν κυρία. Όλο ξεφώνιζε και σκέπαζε τα μάτια της με τις παλάμες της...

— Και φανταστείτε, όλ' αυτά τα προαισθανόμουν! Όλα τα προαισθάνομαι εγώ. Ότι φανταστώ συμβαίνει και στ' αλήθεια. Πόσες φορές κοιτάζοντας αυτόν τον τρομερό άνθρωπο σκεφτόμουνα: Να ένας άνθρωπος που στο τέλος θα με σκοτώσει. Και να που έγινε... Δηλαδή αν δεν με σκότωσε εμένα μα μονάχα τον πατέρα του, αυτό έγινε γιατί σίγουρα ο Θεός με προστάτεψε.

Ύστερα θα ντράπηκε κι ο ίδιος να με σκοτώσει γιατί εγώ, εδώ, σ' αυτό το ίδιο μέρος, του κρέμασα στο λαιμό ένα εικονισματάκι της Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας... Κείνη τη στιγμή ήμουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά κοντά στο θάνατο, γιατί, βλέπετε, στάθηκα εντελώς δίπλα του και κείνος μου τέντωσε το λαιμό του! Ξέρετε, Πιοτρ Ίλιτς... (με συγχωρείτε, νομίζω πως είπατε ότι σας λένε Πιοτρ Ίλιτς), ξέρετε, εγώ δεν πιστεύω στα θαύματα, όμως αυτό το εικονισματάκι κι αυτό το αναμφισβήτητο θαύμα που έγινε με μένα τώρα... αυτό με κάνει να τρέμω κι είμαι έτοιμη να πιστέψω πάλι σ' ό,τι θέλετε. Ακούσατε για τον στάρετς Ζωσιμά;... Όμως σα να μου φαίνεται πως δεν ξέρω τι λέω... Φανταστείτε, είχε φορεμένο το εικονισματάκι κι όμως μ' έφτυσε... Βέβαια μ' έφτυσε μονάχα, δε με σκότωσε και ... και τώρα έφυγε και να πού πήγε! Όμως εμείς τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Πού πρέπει να πάμε; Πώς νομίζετε;

O Πιοτρ Ίλιτς σηκώθηκε λέγοντας πως θα πάει τώρα κατευθείαν στο Διοικητή της Αστυνομίας και θα του τα διηγηθεί όλα κι ας κάνει καλά εκείνος.

— Αχ, είναι ένας θαυμάσιος, ένας υπέροχος άνθρωπος. Τον ξέρω το Μιχαήλ Μακάροβιτς. Ναι, σ' αυτόν πρέπει να πάτε. Τι εφευρετικός που είσαστε, Πιοτρ Ίλιτς, και τι ωραία τα σκεφτήκατε όλ' αυτά! Ξέρετε; Εγώ ποτέ δεν θα το σκεφτόμουν αν βρισκόμουνα στη θέση σας!

— Αφού μάλιστα γνωρίζω και γω πολύ καλά το Διοικητή, είπε ο Πιοτρ Ίλιτς μένοντας πάντα όρθιος και προφανώς πάσκιζε να γλιτώσει μιαν ώρα αρχύτερα απ' την ορμητική κυρία που δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να φύγει.

— Και ξέρετε, ξέρετε; φλυαρούσε αυτή. Να 'ρθετε και να μου πείτε τι θα δείτε και θ' ακούσετε κει πέρα... κι αυτά που θ' ανακαλυφτούν... και πώς θα τον δικάσουν και τι ποινή θα του βάλουν. Για πέστε μου. Έχουμε θανατική ποινή; Όμως να ρθείτε το δίχως άλλο, έστω και στις τρεις το πρωί, έστω και στις τέσσερις, και στις τεσσερισήμιση ακόμα... Να πείτε να με ξυπνήσουν, να με σκουντάνε μ' όλη τους τη δύναμη αν δε θέλω να ξυπνήσω... Ω, Θεέ μου! Μα νομίζω πως δε θα κλείσω μάτι πια. Ξέρετε τι λέω; Μήπως θα 'ταν καλύτερα να 'ρθω και γω τώρα μαζί σας;

— Ω... όχι, μονάχα αν θέλατε να μου γράφατε δυο λέξεις, για κάθε ενδεχόμενο και να βεβαιώνατε πως δε δώσατε καθόλου χρήματα στο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς... ίσως αυτό να μην ήταν περιττό... για κάθε ενδεχόμενο...

— Έξοχα! είπε ενθουσιασμένη η κυρία Χοχλάκοβα κι έτρεξε στο γραφείο της. Και ξέρετε, με εκπλήττετε, με μαγεύετε κυριολεκτικά με την εξαιρετική ετοιμότητά σας, με την επιδεξιότητά σας σ' αυτές τις υποθέσεις... Εδώ υπηρετείτε; Πόσο είμαι ευχαριστημένη που η υπηρεσία σας είναι στην πολιτεία μας...

Και λέγοντάς τα αυτά έγραψε γρήγορα-γρήγορα σ' ένα φύλλο χαρτί τις παρακάτω γραμμές:

«Ποτέ στη ζωή μου δεν έδωσα δανεικά στο δυστυχισμένο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ (γιατί βέβαια, όπως και να 'ναι, πρέπει να παραδεχτούμε πως είναι τώρα δυστυχισμένος) ούτε και σήμερα του 'δωσα τρεις χιλιάδες ούτε και ποτέ άλλοτε, ποτέ, ποτέ! Όσο γι' αυτό, ορκίζομαι σ' ό,τι ιερό υπάρχει στον κόσμο μας.

Χοχλάκοβα».

— Ορίστε το σημείωμα! Είπε γυρίζοντας βιαστική στον Πιοτρ Ίλιτς. Πηγαίνετε γρήγορα, προφτάστε. Αυτό θα 'ναι μια θαυμάσια πράξη από μέρους σας.

Κι έκανε πάνω του τρεις φορές το σημείο του σταυρού. Βγήκε μάλιστα και τον ξεπροβόδισε ως το χολ.

— Πόσο σας ευγνωμονώ! Σας χρωστάω μεγάλη χάρη που ήρθατε πρώτ' από όλους σε μένα. Πώς έγινε να μη συναντηθούμε ως τα τώρα; Θα το θεωρούσα τιμή μου αν θα μπορούσα να σας δέχομαι και στο μέλλον. Πόσο είμαι ευχαριστημένη που υπηρετείτε στην πολιτεία μας... κι είστε τόσο ταχτικός, τόσο εφευρετικός... Μα εσάς πρέπει να σας εκτιμήσουν επιτέλους οι ανώτεροι σας, πρέπει να σας καταλάβουν... και πιστέψτε με, ό,τι θα περνούσε απ' το χέρι μου να κάνω για σας... Ω, αγαπώ τόσο πολύ τη νεολαία! Είμαι ερωτευμένη με τη νεολαία. Οι νέοι είναι τα θεμέλια όλης της Ρωσίας μας που τώρα υποφέρει, όλη κι όλη η ελπίδα της... Ω, πηγαίνετε, πηγαίνετε!

Μα ο Πιοτρ Ίλιτς βγήκε κιόλας τρέχοντας, αλλιώς δε θα τον άφηνε και τόσο γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, η κυρία Χοχλάκοβα του 'κανε αρκετά ευχάριστη εντύπωση, τόσο που καλμάρισε κάπως η ταραχή του, που βρέθηκε μπλεγμένος σε μια τόσο δυσάρεστη υπόθεση. Είναι γνωστό δα πως υπάρχουν γούστα και γούστα.

«Δεν είναι και τόσο ηλικιωμένη όσο λένε», σκέφτηκε μ' ευχαρίστηση. «Αν την έβλεπα με την κόρη της δε θα ξεχώριζα ποια είναι η μητέρα».

Όσο για την κυρία Χοχλάκοβα, αυτή πια ήταν καταγοητευμένη με τον νεαρό υπάλληλο.

«Τόση ικανότητα, τόση ακρίβεια, σε μια τόσο νεαρή ηλικία και στην εποχή μας. Κι όλ' αυτά μ' ένα τόσο ευχάριστο παρουσιαστικό και τρόπους! Λένε πως τάχα οι σημερινοί νέοι δεν είναι άξιοι για τίποτα, να λοιπόν ένα παράδειγμα» κ.τ.λ, κ.τ.λ.

Έτσι ξέχασε εντελώς «το τρομερό συμβάν» και μονάχα όταν πλάγιαζε πια θυμήθηκε και πάλι πόσο «κοντά είχε βρεθεί στο θάνατο» και ψιθύρισε:

«Αχ, αυτό είναι τρομερό, τρομερό!»

Όμως την πήρε αμέσως ο ύπνος και κοιμήθηκε γλυκά και ήσυχα. Εγώ βέβαια δε θα καθόμουνα να πω όλες αυτές τις ασήμαντες και επεισοδιακές λεπτομέρειες, αν αυτή η απίθανη συνάντηση του νεαρού υπαλλήλου και της χήρας που μόλις περιέγραψα δε γινόταν αιτία να θεμελιωθεί όλη η μελλοντική καριέρα αυτού του νέου του τόσο ταχτικού και μεθοδικού, πράμα που το θυμούνται με απορία ως τα τώρα ακόμα στην πολιτεία μας. Ίσως να πούμε και μεις πάνω σ' αυτό δυο λόγια όταν θα τελειώσουμε τη μακρά διήγησή μας για τους αδερφούς Καραμάζοβ.