×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 8. VIII. Παραλήρημα

8. VIII. Παραλήρημα

Τότε άρχισε ένα όργιο σχεδόν, γλέντι τρικούβερτο. Η Γκρούσενκα ήταν η πρώτη που φώναξε να της δώσουν κρασί:

«Θέλω να πιώ, να πιώ και να μεθύσω και να το ρίξουμ' έξω, Μίτια, όπως και τότε. Θυμάσαι, Μίτια, θυμάσαι;»

O Μίτια παραληρούσε σχεδόν και προαισθανόταν την «ευτυχία του». Για να λέμε την αλήθεια, η Γκρούσενκα όλο και τον έδιωχνε από κοντά της.

«Τράβα και γλέντα, πες τους να χορεύουν, όλοι να γλεντάνε, να ξεφαντώνουν. Όπως και τότε, όπως και τότε!» εξακολουθούσε να φωνάζει.

Βρισκόταν σε τρομερή έξαψη. O Μίτια ορμούσε να δώσει διαταγές. Η χορωδία είχε μαζευτεί στο διπλανό δωμάτιο. Και τούτο γιατί το σαλόνι όπου κάθονταν τώρα ήταν στενάχωρο, έτσι μάλιστα που το 'χαν χωρίσει στα δυο μ' ένα τσίτινο παραβάν. Πίσω απ' το παραβάν ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι με μαλακό στρώμα και πολλά μαξιλάρια. Άλλοτε υπήρχαν κρεβάτια και στα τέσσερα «καλά» δωμάτια του σπιτιού. Η Γκρούσενκα κάθισε δίπλα στην πόρτα —την πολυθρόνα τής την πήγε κει ο Μίτια: Εκεί ακριβώς καθόταν και «τότε» τη μέρα του πρώτου τους γλεντιού και κοίταζε τους χορευτές και τη χορωδία. Τα κορίτσια που 'χαν έρθει, ήταν εδώ και την άλλη φορά, οι Εβραίοι με τα βιολιά και τα τσέμπαλα φτάσανε κι αυτοί, ήρθε επιτέλους και το φορτίο με τα κρασιά κι οι μεζέδες. O Μίτια έτρεχε δω και κει. Μπαίνανε στο δωμάτιο και ξένοι μουζίκοι και χωριάτισσες. Όλοι αυτοί είχαν πέσει πια για ύπνο μα σηκώθηκαν κι ήρθαν εδώ γιατί μυριστήκανε πλούσιο κέρασμα, όπως και τότε, εδώ κι ένα μήνα. O Μίτια χαιρετούσε κι αγκάλιαζε τους γνωστούς του, που θυμόταν πως τους είχε ξαναδεί, άνοιγε μπουκάλια και γέμιζε το ποτήρι του καθενός που θα τύχαινε μπροστά του. Τη σαμπάνια μονάχα τα κορίτσια την κυνηγούσανε, οι μουζίκοι προτιμούσαν το ρούμι και το κονιάκ κι ιδιαίτερα το ζεστό ποντς. O Μίτια πρόσταξε να ψήσουν σοκολάτα για όλα τα κορίτσια και να 'χουν συνεχώς έτοιμα τρία σαμοβάρια για το τσάι και το ποντς έτσι που όποιος ερχόταν να 'χει τσάι και ποντς όσο τραβάει η καρδιά του. Με δυο λόγια άρχισε μια ασυνάρτητη κι αλλόκοτη φασαρία, μα ο Μίτια λες και βρισκόταν στο στοιχείο του, κι όσο πιο ασυνάρτητα γίνονταν όλα, τόσο αυτός ζωήρευε. Αν κείνη τη στιγμή τού ζητούσε κανένας μουζίκος λεφτά, θα 'βγαζε αμέσως το μάτσο του και θ' άρχιζε να μοιράζει δεξιά κι αριστερά. Γι' αυτό, φαίνεται, ο Τρύφωνας Μπορίσιτς δεν έφευγε στιγμή από κοντά του. Αυτός το 'χε πάρει απόφαση πια πως δε θα κοιμηθεί τούτη τη νύχτα, όμως έπινε λίγο (ένα ποτηράκι ποντς κατέβασε μονάχα) κι επαγρυπνούσε προσεχτικά με τον τρόπο του για τα συμφέροντα του Μίτια. Όταν έβλεπε πως χρειάζεται η επέμβασή του τού μίλαγε δουλικά και τον έπειθε να μην κερνάει όπως «τότε» τους μουζίκους «τσιγάρα και κρασί του Ρήνου» και, Θεός φυλάξοι, να μην τους δίνει λεφτά. Αγανακτούσε πολύ που τα κορίτσια πίνανε λικέρ και τρώγανε καραμέλες.

«Ψωριάρες είν' όλες τους, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς», έλεγε. «Άμα θέλω τις διώχνω με τις κλωτσιές και τις προστάζω να μου πουν κι ευχαριστώ».

O Μίτια ξαναθυμήθηκε τον Αντρέι και πρόσταξε να του δώσουν ποντς. «Τον έχω προσβάλει» έλεγε και ξανάλεγε μ' αδυνατισμένη και συγκινημένη φωνή. O Καλγκάνοβ στην αρχή δεν ήθελε να πιει κι η χορωδία των κοριτσιών δεν του άρεσε καθόλου μα, όταν ήπιε κάνα δυο ποτήρια σαμπάνια, ευθύμησε τρομερά, πήγαινε πέρα δώθε στα δωμάτια, γελούσε και τα 'βρισκε περίφημα όλα, και τα τραγούδια και τη μουσική. O Μαξίμοβ είχε έρθει στο κέφι και δεν έφευγε από κοντά του. Η Γκρούσενκα, που άρχιζε κι αυτή να μεθάει, έδειχνε τον Καλγκάνοβ στο Μίτια:

«Τι χαριτωμένο, τι υπέροχο αγοράκι που είναι!»

Και ο Μίτια έτρεχε ενθουσιασμένος να φιλήσει τον Καλγκάνοβ και το Μαξίμοβ. Ω, προαισθανόταν και περίμενε πολλά. Αυτή δεν του 'χε πει τίποτα ακόμα και μάλιστα ήταν φανερό πως όλο και ανέβαλλε να του το πει, μονάχα πού και πού τον κοίταζε χαδιάρικα με τα φλογερά της μάτια. Τέλος, τον άρπαξε ξαφνικά απ' το χέρι και τον τράβηξε κοντά της. Καθόταν στην πολυθρόνα της, κοντά στην πόρτα.

— Πώς μπήκες έτσι όταν ήρθες, ε; Πόσο τρόμαξα! Τι; Είχες σκοπό να τον αφήσεις να με πάρει, ε; Ήθελες να τον αφήσεις;

— Δεν ήθελα να καταστρέψω την ευτυχία σου! της ψιθύριζε ο Μίτια μαγεμένος.

Μα κείνη δε νοιαζόταν καθόλου για την απάντησή του.

— Καλά, τράβα τώρα... γλέντησε, τον ξανάδιωξε αυτή, και μην κλαις, θα σε ξαναφωνάξω.

Ο Μίτια έφυγε τρέχοντας κι αυτή άρχισε και πάλι ν' ακούει τα τραγούδια και να κοιτάζει τους χορούς. Όμως τον παρακολουθούσε με το βλέμμα όπου και να πήγαινε και σ' ένα τέταρτο τον ξαναφώναζε πάλι κι αυτός ξαναρχόταν τρέχοντας κοντά της.

— Κάτσε τώρα δω δίπλα μου και διηγήσου μου πώς έμαθες χτες πως έφυγα κι ερχόμουν δω πέρα. Ποιος σου το 'πε πρώτος;

Κι ο Μίτια άρχισε να της τα διηγείται όλα, ασύνδετα, άταχτα, με έξαψη. Όμως διηγόταν κάπως παράξενα, έσμιγε συχνά τα φρύδια του και κόμπιαζε.

— Γιατί κατσουφιάζεις; ρώτησε αυτή.

— Τίποτα... άφησα έναν άρρωστο κει πέρα. Αν γινόταν καλά, αν ήξερα πως θα γίνει καλά, τώρ' αμέσως θα 'δινα δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου!

— Ε, ο Θεός μαζί του μια κι είναι άρρωστος. Μα αλήθεια λοιπόν ήθελες να σκοτωθείς αύριο; Τι ανόητος που είσαι! Και γιατί τάχα; Εγώ κάτι τέτοιους άμυαλους σαν και σένα αγαπάω, του ψιθύριζε με γλώσσα που 'χε κάπως βαρύνει. Ώστε για μένα είσαι έτοιμος να κάνεις το καθετί, ε; Μα στ' αλήθεια, ανοητούλη μου, ήθελες να σκοτωθείς αύριο το πρωί; Όχι, καλύτερα περίμενε λιγάκι, ίσως αύριο να σου πω μια λεξούλα... δε θα σου την πω σήμερα, αύριο θα σου την πω. Εσύ θα 'θελες να σου την πω τώρα, ε; Όχι, δε θέλω να το μάθεις από σήμερα... Μα άντε, πήγαινε τώρα, γλέντησε.

Όμως μια φορά τον φώναξε κάπως απορημένη κι ανήσυχη.

— Γιατί είσαι θλιμμένος; Το βλέπω πως δεν έχεις κέφι ... Ναι, ναι, το βλέπω, πρόσθεσε κοιτάζοντάς τον προσεχτικά στα μάτια. Αν κι αγκαλιάζεις και φιλάς κει πέρα τους μουζίκους και φωνάζεις, όμως εγώ το βλέπω πως κάτι έχεις. Μη σκέφτεσαι τίποτα, γλέντα, εγώ είμαι εύθυμη, γλέντα και συ... Κάποιον αγαπάω από δω μέσα. Μαντεύεις ποιος είναι; Αχ, κοίτα κει: τ' αγόρι μου αποκοιμήθηκε, μέθυσε ο καλούλης μου.

Έλεγε για τον Καλγκάνοβ. Εκείνος είχε πραγματικά μεθύσει κι αποκοιμήθηκε για λίγο κει που καθόταν στο ντιβάνι. Και δεν κοιμήθηκε μονάχα απ' το κρασί, τον είχε πιάσει ξαφνικά μια μελαγχολία, ή όπως το 'λεγε ο ίδιος, μια «ακεφιά». Αιτία ήταν και τα τραγούδια που όσο πήγαιναν γίνονταν όλο και πιο ανοιχτά και σκαμπρόζικα. Μα κι οι χοροί το ίδιο: Δυο κορίτσια μασκαρεύτηκαν σαν αρκούδες κι η Στεπανίντα, μια κοπέλα ζωηρή και μπριόζα, παράσταινε τον αρκουδιάρη. Βαστούσε ένα ραβδί στο χέρι κι άρχισε να τις «επιδείχνει».

«Χόρευε, Μάρω, χόρευε», φώναζε αυτή, «αλλιώς θα σου τις βρέξω!»

Οι αρκούδες πέσανε στο τέλος κατάχαμα μ' έναν εντελώς πια ανάρμοστο τρόπο. Όλοι οι μουζίκοι κι οι χωριάτισσες γέλασαν θορυβώδικα.

«Ας κάνουν το κέφι τους», έλεγε αποφθεγματικά η Γκρούσενκα με μιαν έκφραση μακαριότητας, «λίγες φορές τους δίνεται κι αυτωνών η ευκαιρία να γλεντήσουν».

O Καλγκάνοβ όμως είχε το ύφος ανθρώπου που κάτι τον λέρωσε.

«Γουρουνιές είναι όλ' αυτά τα λαϊκά», παρατήρησε φεύγοντας. «Είναι τ' ανοιξιάτικα παιχνίδια τους που τα παίζουν γλεντώντας τις λευκές νύχτες».

Όμως περισσότερο απ' όλα δεν του άρεσε ένα «καινούργιο» τραγουδάκι με ζωηρό ρεφραίν για χορό όπου ένας αφέντης ρωτούσε τα κορίτσια:

Ένας αφέντης ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Μα τα κορίτσια βρίσκανε πως δεν μπορεί ν' αγαπήσει κανείς έναν αφέντη:

O αφέντης θα με δέρνει και πολύ θε να πονάω

πώς λοιπόν θα το μπορέσω τον αφέντη ν' αγαπάω;

Πέρασε ύστερα ένας τσιγγάνος και ρώτησε κι αυτός:

Ένας τσιγγάνος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Μα ούτε και τον τσιγγάνο μπορεί ν' αγαπήσει κανείς:

O τσιγγάνος είναι κλέφτης και στη φυλακή θα πάει

γιατί τάχα η καρδιά μου για 'ναν τέτοιο να πονάει;

Περάσανε πολλοί και ρωτάγανε τα κορίτσια, ακόμα κι ένας φαντάρος:

Ένας φαντάρος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Όμως το φαντάρο τον διώξανε με περιφρόνηση:

O φαντάρος έχει όπλο και στον πόλεμο θα πάει

Τότε γω θα μείνω μόνη και ποιος πια θα με...

Εδώ υπήρχε μια λέξη που σίγουρα θα την έκοβε η Λογοκρισία. Όμως τα κορίτσια τραγούδησαν κι αυτό τα δίστιχο με μεγάλη αφέλεια κι ειλικρίνεια. Το κοινό ενθουσιάστηκε. Τελικά, τυχερός στάθηκε ο έμπορος:

Κι ο έμπορος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Κι αποδείχτηκε πως τα κορίτσια πολύ τον αγαπάνε γιατί, μάτια μου:

Ένας έμπορος πουλάει και χαλά θα τη βολεύει

Κι όποια σπίτι του θα ζει, δε θα ζει, θα βασιλεύει

O Καλγκάνοβ θύμωσε:

— Αυτό πια το τραγούδι είναι εντελώς της εποχής μας. Θα 'θελα να ξέρω ποιος τους τα γράφει! O σιδηροδρομικός λείπει μονάχα κι ο Εβραίος. Αυτοί σίγουρα θα τα καταφέρνανε καλά.

Και σχεδόν προσβλημένος πρόσθεσε πως τον έπιασε ακεφιά, έκατσε στο ντιβάνι και τον πήρε ο ύπνος. Τ' όμορφο πρόσωπό του είχε χλομιάσει λιγάκι έτσι καθώς το 'χε γείρει στο προσκέφαλο του ντιβανιού.

— Κοίτα τι ομορφούλης που είναι, έλεγε η Γκρούσενκα πλησιάζοντάς τον μαζί με το Μίτια. Πριν έρθεις του χτένιζα τα μαλλάκια του. Σα λινάρι είναι τα μαλλιά του και πυκνά, πολύ πυκνά...

Και σκύβοντας τρυφερά απάνω του τον φίλησε στο μέτωπο. O Καλγκάνοβ άνοιξε αμέσως τα μάτια του, την κοίταξε, ανασηκώθηκε και ρώτησε ανήσυχος:

— Πού είναι ο Μαξίμοβ;

— Αυτόν μονάχα έχει στο νου του, είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μα κάτσε και μαζί μου δυο λεπτά. Μίτια, τρέχα να βρεις το Μαξίμοβ του.

O Μαξίμοβ τριγύριζε όλη την ώρα κοντά στα κορίτσια. Πού και πού έτρεχε κι έπινε λικέρ. Είχε πιει κιόλας δυο φλιτζάνια σοκολάτα. Το προσωπάκι του είχε κοκκινίσει, η μύτη του κατακόκκινη, τα μάτια υγρά κι όλο γλύκα. Ήρθε τρέχοντας κοντά στο τραπέζι κι είπε πως θέλει να χορέψει σαμποτιέ και να του παίξουν «ένα μοτιβάκι».

— Γιατί βέβαια εγώ απ' τα μικράτα μου έχω σπουδάσει όλους τους καθωσπρέπει χορούς...

— Άντε, άντε και συ μαζί του λοιπόν, Μίτια. Εγώ θα κοιτάζω από δω πώς θα χορέψει.

— Όχι, θα πάω και γω να δω, φώναξε ο Καλγκάνοβ αποκρούοντας με τον πιο αφελή τρόπο την πρόταση της Γκρούσενκας να κάτσει μαζί της.

Πήγαν όλοι να κοιτάξουν. O Μαξίμοβ πραγματικά χόρεψε το σαμποτιέ μα κανένας εκτός απ' το Μίτια δεν ενθουσιάστηκε. Όλος ο χορός δεν ήταν τίποτ' άλλο από πηδήματα και στρεβλώματα των ποδιών. Σε κάθε πήδημα χτύπαγε με την παλάμη του τη σόλα τού παπουτσιού. Του Καλγκάνοβ καθόλου δεν του άρεσε, μα ο Μίτια γέμισε φιλιά το χορευτή.

— Σ' ευχαριστώ. Μήπως κουράστηκες; Τι κοιτάς εκεί; Μήπως θέλεις κανένα σοκολατάκι, ε; Κανένα πουράκι;

— Ένα τσιγαράκι.

— Να πιείς δε θέλεις τίποτα;

— Ναι, λίγο λικεράκι θα πάρω... Δεν έχετε σοκολατίνια;

— Εκεί στο τραπέζι είν' όλα. Πήγαινε και διάλεξε ό,τι θέλεις, ψυχούλα μου!

— Όχι, θέλω από κείνα, πώς τα λένε; Με βανίλια... από κείνα για τους γέρους... χι— χι!

— Όχι, φιλαράκο μου, τέτοια ιδιαίτερα δεν έχουμε.

— Ακούστε! είπε ο γεροντάκος κι έσκυψε ξαφνικά στ' αυτί του Μίτια. Εκείνη κει η κοπελίτσα, η Μαρούσκα, χι—χι, μήπως θα μπορούσα, αν γίνεται δηλαδής, να γνωριστώ μαζί της... από καλοσύνη σας.

— Άκου κει τι ορέχτηκε! Όχι, φιλαράκο μου, σε γελάσανε.

— Δεν κάνω δα σε κανέναν κακό, ψιθύρισε παραπονιάρικα ο Μαξίμοβ.

— Ας είναι, ας είναι. Εδώ, φίλε μου, χορεύουνε και τραγουδάνε μονάχα. Όμως γιατί όχι, διάολε; Περίμενε... Τρώγε προς το

παρόν, πίνε γλέντα. Μήπως χρειάζεσαι λεφτά;

— Αργότερα αν θέλατε... χαμογέλασε ο Μαξίμοβ.

— Καλά, καλά...

Το κεφάλι του Μίτια έκαιγε. Βγήκε στην ξύλινη γαλαρία. O καθαρός αέρας τον συνέφερε κάπως. Στεκόταν μονάχος του στη γωνιά, στο σκοτάδι, και ξαφνικά έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι του. Ξάφνου οι σκόρπιες σκέψεις του συγκεντρώθηκαν κι όλα φωτίστηκαν. Το φως ήταν τρομερό. Τρομαχτικό!

«Αν πρόκειται να σκοτωθώ τότε τι περιμένω»; σκέφτηκε. «Θα πάω τώρα να πάρω το πιστόλι, θα ξανάρθω εδώ και θα. ξεμπερδεύω σε τούτη τη βρόμικη και σκοτεινή γωνιά».

Ένα λεπτό σχεδόν δεν ήξερε τι ν' αποφασίσει. Τότε που 'ρχότανε εδώ πέρα τον βασάνιζε κιόλας η επαίσχυντη πράξη του, η κλοπή και κείνο το αίμα. Το αίμα!... Όμως τότε δεν υπόφερε τόσο, ω, όχι! Γιατί τότε όλα πια είχαν τελειώσει. Τότε την είχε χάσει, την είχε παραχωρήσει στον άλλον, είχε χαθεί πια γι' αυτόν, είχε εξαφανιστεί. Ω, τότε η καταδίκη του ήταν πιο εύκολη, φαινόταν τουλάχιστον απαραίτητη, αναπότρεπτη. Γιατί ποιος ο λόγος να εξακολουθήσει να ζει; Μα τώρα; Μήπως τώρα είναι το ίδιο; Τώρα δεν υπήρχε πια ο άλλος, κείνο το σκιάχτρο που δεν τον άφηνε σε ησυχία, κείνος ο «πρώτος» της κι αναμφισβήτητος, κείνος ο μοιραίος άνθρωπος εξαφανίστηκε πια και δεν έμεινε ούτε ίχνος του. Το τρομερό σκιάχτρο είχε καταντήσει τώρα τιποτένιο και κωμικό. Το κουβαλήσανε στην κρεβατοκάμαρα και το κλειδώσανε. Δε θα γυρίσει ποτέ πια. Εκείνη ντρέπεται, κι απ' το βλέμμα της το βλέπει πια καθαρά ποιον αγαπάει. Λοιπόν, τώρα είναι ίσα-ίσα καιρός να ζήσει κανείς, όμως... όμως δεν μπορεί να ζήσει, ω κατάρα!

«Θεέ μου, κάνε να ξαναζήσει κείνος που έπεσε δίπλα στο φράχτη! Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο! Κι άλλη φορά έκανες θαύματα, Θεέ μου, για να σώσεις αμαρτωλούς σαν και μένα! Ω, αν ζει ο γέρος! Τότε το άλλο αίσχος θα το ξεπλύνω, θα επιστρέψω τα κλεμμένα χρήματα, θα τα δώσω πίσω, θα τα βρω ο κόσμος να χαλάσει... Δε θα μείνει ούτε ίχνος απ' όλη αυτή τη ντροπή. Μονάχα στην καρδιά μου θα μείνει, στον αιώνα τον άπαντα! Μα όχι, όχι. Όλ' αυτά είναι απραγματοποίητα, μικρόψυχα όνειρα. Ω, κατάρα!»

Όμως κάποια φωτεινή αχτίδα ελπίδας έλαμψε μέσα στις μαύρες του σκέψεις. Όρμησε μέσα, εκεί που ήταν εκείνη, η παντοτινή του βασίλισσα!

«Μήπως τάχα μια ώρα, ένα λεπτό της αγάπης της δεν αξίζει όλη την υπόλοιπη ζωή έστω κι αν πρόκειται να περάσει μέσα στα μαρτύρια της ντροπής;»

Τούτη η ανατριχιαστική ερώτηση κυρίεψε την καρδιά του.

«Ας πάω σ' αυτήν, σ' αυτήν μονάχα. Να τη βλέπω, να την ακούω και να μη σκέφτομαι τίποτα, να τα ξεχάσω όλα· ας είναι μονάχα για τούτη τη νύχτα, για μια ώρα, για ένα λεπτό!»

Προτού μπει καλά-καλά στο δωμάτιο, έπεσε πάνω στον Τρύφωνα Μπορίσιτς. Αυτός του φάνηκε κάπως σκυθρωπός κι ανήσυχος. Φαίνεται πως γύρευε το Μίτια.

— Τι έχεις, Μπορίσιτς; Μήπως με γύρευες;

— Όχι, όχι εσάς... σα να τα 'χασε άξαφνα ο ξενοδόχος, γιατί να σας γυρεύω; Μα... πού είχατε πάει;

— Γιατί είσαι τόσο άκεφος; Μήπως θύμωσες; Σε λίγο θα πας

να κοιμηθείς, μη χολοσκάς... Τι ώρα είναι;

— Μα θα 'ναι τρεις περίπου. Ίσως και κάτι παραπάνω.

— Τελειώνουμε, τελειώνουμε.

— Μα σας παρακαλώ, μην ανησυχείτε. Καθίστε όσο θέλετε... «Τι έχει;» σκέφτηκε ο Μίτια κι έτρεξε στο δωμάτιο όπου χόρευαν οι κοπέλες.

Όμως εκείνη δεν ήταν εκεί. Ούτε και στο γαλάζιο δωμάτιο. Μονάχα ο Καλγκάνοβ λαγοκοιμόταν στο ντιβάνι. O Μίτια κοίταξε πίσω απ' το παραβάν. Εκεί ήταν. Καθόταν στη γωνιά, πάνω σ' ένα σεντούκι κι έχοντας τα χέρια και το κεφάλι πάνω στο κρεβάτι που βρισκόταν δίπλα· έκλαιγε πικρά προσπαθώντας μ' όλη της τη δύναμη να πνίξει τους λυγμούς της για να μην την ακούσουν. Βλέποντας το Μίτια του 'κανε νόημα να πλησιάσει κι όταν εκείνος έτρεξε κοντά της τον άρπαξε απ' το χέρι.

— Μίτια, Μίτια, και γω τον αγαπούσα! άρχισε να του ψιθυρίζει. Τον αγαπούσα τόσο, όλο τούτο τον καιρό, όλα, όλ' αυτά τα πέντε χρόνια! Αυτόν αγαπούσα άραγε ή μονάχα το θυμό μου; Όχι, αυτόν. Αυτόν! Ψέματα λέω πως αγαπούσα το θυμό μου μονάχα κι όχι αυτόν! Μίτια, τότε ήμουνα μόλις δεκαεφτά χρονώ, τότε ήταν τόσο χαδιάρης μαζί μου, τόσο εύθυμος, μου τραγουδούσε... Ή μήπως έτσι μου φάνηκε επειδή ήμουνα μικρή κι ανόητη; Όμως τώρα, Θεέ μου, δεν είναι κείνος... εντελώς αλλιώτικος. Και το πρόσωπό του άλλαξε ακόμα. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Όταν ερχόμουνα δω πέρα με τ' αμάξι του Τιμοφέι σ' όλο το δρόμο σκεφτόμουνα: «Πώς θα τον αντικρύζω. Τι θα του πω; Πώς θα κοιτάξει ο ένας τον άλλον;...» Η ψυχή μου σφιγγότανε μα σαν ήρθα δω πέρα λες και με περιέλουσε με βρομόνερα. Σου μιλάει και νομίζεις πως είναι δάσκαλος: Όλες του οι κουβέντες σοβαρές, σπουδαίες, με δέχτηκε μ' έναν τόσο επίσημο τρόπο που τα 'χασα. Δεν ήξερα πώς ν' ανοίξω κουβέντα. Στην αρχή νόμιζα πως ντρεπότανε γιατί ήταν και κείνος ο ψηλός Πολωνός μαζί του. Καθόμουνα, τους κοίταζα και σκεφτόμουνα: Πώς γίνεται και δεν ξέρω τώρα τι να τους πω; Ξέρεις; Η γυναίκα του τον χάλασε έτσι. Να, εκείνη που γι' αυτήν με παράτησε και την παντρεύτηκε... Αυτή τον έκανε κι άλλαξε τόσο. Μίτια, αχ, τι ντροπή! Ωχ, ντρέπομαι, Μίτια, ντρέπομαι για όλη μου τη ζωή! Καταραμένα, καταραμένα ας είναι κείνα τα πέντε χρόνια, καταραμένα! είπε και ξανάβαλε πάλι τα κλάματα, μα το χέρι του Μίτια δεν τ' άφηνε, το κράταγε γερά.

— Μίτια, καλέ μου, μη φεύγεις, στάσου, θέλω δυο λόγια να σου πω, ψιθύρισε· σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της και τον κοίταξε: Άκου. Πες μου, ποιον αγαπώ; Είναι δω ένας άνθρωπος π' αγαπώ. Ποιος είναι; Αυτό θέλω να μου πεις.

Το πρησμένο απ' τα δάκρυα πρόσωπό της φωτίστηκε μ' ένα χαμόγελο. Τα μάτια της λάμψανε μέσα στο μισοσκόταδο.

— Πριν από λίγο μπήκε μέσα ένα γεράκι κι η καρδιά μου σφίχτηκε. «Να, ανόητη, να κείνος που αγαπάς», έτσι μου ψιθύρισε ευθύς η καρδιά μου. Μπήκες εσύ κι όλα φωτίστηκαν. «Μα τι φοβάται;» σκεφτόμουνα. Γιατί εσύ φοβήθηκες, κατατρόμαξες, δεν ήξερες πώς να μιλήσεις. «Δε φοβάται βέβαια αυτούς», σκέφτηκα. Μήπως υπάρχει άνθρωπος που να τον φοβάσαι; «Εμένα είναι που φοβάται», σκέφτηκα «μονάχα εμένα». Γιατί βέβαια θα διηγήθηκε η Φένια σε σένα τον κουτούτσικο αυτά που φώναξα στον Αλιόσα απ' το παράθυρο. Πως αγάπησα για μιαν ωρίτσα το Μίτιενκα και τώρα πάω ν' αγαπήσω... έναν άλλον. Μίτια, Μίτια, πώς το μπόρεσα αυτό, πώς το μπόρεσα η ανόητη να σκεφτώ πως θ' αγαπούσα άλλον ύστερ' από σένα; Με συγχωρείς, Μίτια; Με συγχωρείς ή όχι; Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς;

Αναπήδησε και τον άρπαξε και με τα δυο της χέρια απ' τους ώμους. O Μίτια, άλαλος απ' την έκστασή του, την κοίταξε στα μάτια, κοίταξε το πρόσωπό της, το χαμόγελό της και, ξαφνικά, την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.

— Θα με συγχωρέσεις που σε βασάνιζα; Απ' το κακό μου σας βασάνιζα όλους. Κείνον το γεροντάκο, επίτηδες, απ' το κακό μου τον ξετρέλανα... Θυμάσαι πώς ήπιες μια φορά στο σπίτι μου κι έσπασες το ποτήρι; Το θυμήθηκα αυτό και έσπασα και γω σήμερα ένα ποτήρι. Έπινα στην υγειά της «άτιμης καρδιάς μου». Μίτια, γεράκι μου, γιατί δε με φιλάς; Μια φορά με φίλησε και σταμάτησε, κοιτάει, ακούει... Τι τ' όφελος να μ' ακούς! Φίλα με, φίλα με δυνατά, έτσι. Άμα είναι ν' αγαπάς, αγάπα μ' όλη την καρδιά σου! Τώρα θα γίνω σκλάβα σου, θα 'μαι σκλάβα σου σ' όλη μου τη ζωή! Ωραία είναι να 'σαι σκλάβα!... Φίλα με! Χτύπα με, βασάνισέ με, κάνε με ό,τι θέλεις... Ωχ, και στ' αλήθεια μ' αξίζει να με βασανίζουν... Στάσου! Περίμενε, αργότερα, ύστερα, δε θέλω έτσι... είπε ξαφνικά και τον έσπρωξε. Φεύγα, Μίτκα, τώρα θα πάω να πιώ κρασί, θέλω να μεθύσω, θα μεθύσω και θα χορέψω. Το θέλω, το θέλω!

Του ξέφυγε και παραμερίζοντας το παραβάν μπήκε στο δωμάτιο. O Μίτια βγήκε στο κατόπι της σα μεθυσμένος.

«Ας γίνει, ας γίνει ό,τι γίνει. Για ένα λεπτό της αγάπης της δίνω ολάκερο τον κόσμο», σκέφτηκε ο Μίτια.

Πραγματικά η Γκρούσενκα ήπιε μονορούφι ακόμα ένα ποτήρι σαμπάνια και ξάφνου αποζαλίστηκε. Έκατσε στην πολυθρόνα της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Τα μάγουλά της άναψαν, τα χείλη της φλογίστηκαν, τα λαμπερά της μάτια θολώσανε και το φιλήδονο βλέμμα της σαγήνευε. Ακόμα κι ο Καλγκάνοβ ένιωσε να δαγκώνεται η καρδιά του και την πλησίασε.

— Άκουσες πως σε φίλησα πριν από λίγο, όταν κοιμόσουνα; του είπε. Τώρα μέθυσα... Εσύ δε μέθυσες; O Μίτια γιατί δεν πίνει; Γιατί δεν πίνεις, Μίτια; Εγώ ήπια και συ δεν πίνεις...

— Είμαι μεθυσμένος! Από σένα μεθυσμένος, μα τώρα θέλω να μεθύσω και με κρασί.

Ήπιε ακόμα ένα ποτήρι και —του φάνηκε παράξενο και του ίδιου— μέθυσε μ' αυτό το τελευταίο ποτήρι. Μέθυσε ξαφνικά ως εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς ξεμέθυστος, το θυμόταν κι ο ίδιος. Απ' αυτή τη στιγμή όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω του σα να βρισκόταν σε παραλήρημα. Περπατούσε, γελούσε, κουβέντιαζε μ' όλους και όλ' αυτά τα 'κανε σα να μην είχε συνείδηση του εαυτού του. Μονάχα ένα συναίσθημα, σταθερό και καυτερό, παρουσιαζόταν κάθε τόσο, «σαν αναμμένο κάρβουνο στην. ψυχή» θυμόταν κι έλεγε αργότερα. Την πλησίαζε, καθόταν κοντά της, την κοίταζε, την άκουγε... Αυτή μιλούσε πολύ, τους φώναζε όλους σιμά της, έκανε ξάφνου νόημα σε κανένα κορίτσι να την πλησιάσει κι όταν εκείνο ερχότανε, το φιλούσε ή έκανε πάνω της το σημείο του σταυρού. Λίγο ακόμα και θα 'βαζε τα κλάματα. Τη διασκέδαζε πολύ κι ο «γεροντάκος», όπως έλεγε το Μαξίμοβ. Αυτός έτρεχε κάθε λίγο και λιγάκι να της φιλήσει το χέρι και το κάθε δαχτυλάκι και στο τέλος χόρεψε και πάλι τραγουδώντας ο ίδιος έναν παλιό σκοπό. Με μεγάλη ζέση χοροπηδούσε στο ρεφραίν:

Το γουρουνάκι χριου-χριου-χριου

Το μοσχαράκι μου-μου-μου

Το παπάκι χβα-χβα-χβα

Η χηνούλα γκα-γκα-γκα

Μια κοτούλα μες στους σπόρους τριγυρνούσε Τιούρι-ριου, τιούρι-ριου τσαμπουνούσε

Άι, άι τσαμπουνούσε!

— Δώσ' του τίποτα, Μίτια, έλεγε η Γκρούσενκα. Δώσ' του, είναι φτωχός. Αχ, φτωχοί και ταπεινωμένοι!... Ξέρεις, Μίτια; Θα μπω σε μοναστήρι. Όχι, αλήθεια σ' το λέω, θα μπω. Σήμερα ο Αλιόσα μού είπε κάτι που θα το θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή... Ναι... Όμως σήμερα ας χορέψουμε. Αύριο στο μοναστήρι, μα σήμερα ας χορέψουμε. Θέλω να κάνω τρέλες, καλοί μου άνθρωποι. Ε, και τι μ' αυτό; O Θεός θα με συγχωρέσει. Αν ήμουνα Θεός θα συγχωρούσα όλους τους ανθρώπους. «Καλοί μου, αγαπητοί μου αμαρτωλοί, από σήμερα σας συγχωράω όλους», θα τους έλεγα. Όμως εγώ θα τραβούσα και θα ζήταγα συγνώμη: «Συγχωρέστε, καλοί μου άνθρωποι, μιαν ανόητη». Θεριό είμαι. Να τι είμαι. Θέλω να προσευχηθώ. Έδωσα ένα κρεμμυδάκι. Μια κακόψυχη σαν και μένα θέλει να προσευχηθεί! Μίτια, άσ' τες να χορεύουνε, μην τις εμποδίζεις. Όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είναι καλοί, όλοι ως τον τελευταίο. Όλα είναι όμορφα σ' αυτό τον κόσμο. Είναι όμορφα κι ας είμαστε τόσο κακοί εμείς. Είμαστε κακοί και καλοί μαζί, και κακοί και καλοί... Όχι, πέστε μου, θέλω να σας ρωτήσω, πλησιάστε όλοι και γω θα σας ρωτήσω. Πέστε μου τούτο δω: Γιατί είμαι τόσο καλή; Γιατί είμαι καλή, είμαι πολύ καλή... Λοιπόν; Γιατί είμαι τόσο καλή;

Έτσι ψέλλιζε η Γκρούσενκα και ζαλιζόταν όλο και περισσότερο και τέλος δήλωσε πως θέλει να χορέψει. Σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της και κλονίστηκε.

— Μίτια, μη μου δίνεις άλλο κρασί, και να σου ζητήσω μη μου δίνεις. Το κρασί δε χαρίζει την ηρεμία. Όλα γυρίζουνε, κι η σόμπα κι όλα γυρίζουνε. Θέλω να χορέψω. Ας έρθουν όλοι να δουν πώς θα χορέψω... πόσο όμορφα κι υπέροχα θα χορέψω...

Η πρόθεσή της ήταν. σοβαρή: Έβγαλε απ' την τσέπη to άσπρο βατιστένιο μαντιλάκι της και το πήρε στο δεξί της χέρι, κρατώντας το απ' την άκρη για να το κουνάει την ώρα του χορού. O Μίτια έδωσε δω και κει διαταγές, τα κορίτσια σωπάσανε κι ετοιμάστηκαν ν' αρχίσουν όλα μαζί το χορευτικό τραγούδι μόλις θα δινότανε το σύνθημα. O Μαξίμοβ, μαθαίνοντας πως θέλει να χορέψει η ίδια η Γκρούσενκα, άρχισε να τσιρίζει απ' τον ενθουσιασμό του κι ετοιμάστηκε να χοροπηδήσει κι αυτός μαζί της, τραγουδώντας:

Λεπτό-λεπτό το ποδαράκι,

τα πλευρά της ηχερά

και μια ουρίτσα αγκιστράκι.

Μα η Γκρούσενκα τον έδιωξε.

— Σ-ς! Γιατί δεν έρχονται, Μίτια; Ας έρθουν όλοι... να δουν. Φώναξε και κείνους, τους κλειδωμένους... Γιατί τους κλείδωσες; Πες τους πως χορεύω, ας έρθουν να δουν κι αυτοί πώς χορεύω...

O Μίτια πλησίασε παραπατώντας σχεδόν την πόρτα του δωματίου όπου ήταν κλεισμένοι οι Πολωνοί κι άρχισε να χτυπάει με τη γροθιά του.

— Έι, σεις... Ποντβισότσκηδες! Βγάτε έξω, θα χορέψει και σας φωνάζει.

— Κανάγια! φώναξε κάποιος από μέσα.

— Και συ είσαι αρχικανάγιας! Σαχλοκανάγιας, να τι είσαι.

— Καλά θα κάνατε να μη χλευάζετε την Πολωνία, είπε αποφθεγματικά ο Καλγκάνοβ που είχε γίνει κι αυτός στουπί.

— Σώπα συ, νεαρέ! Αν τον είπα κανάγια αυτό δε σημαίνει πως είπα κι όλη την Πολωνία κανάγια. Ένας κανάγιας δεν κάνει την Πολωνία. Σώπα, χαριτωμένο αγοράκι, την καραμέλα σου να τρως.

— Αχ, τι άνθρωποι! Γιατί δεν θέλουν να συμφιλιωθούν; είπε η Γκρούσενκα και προχώρησε προς τη μέση της κάμαρας για ν' αρχίσει το χορό.

Η χορωδία άρχισε το «Αχ, χαγιατάκι, χαγιατάκι!» Η Γκρούσενκα έριξε πίσω το κεφάλι, μισάνοιξε τα χείλη, χαμογέλασε, ανέμισε το μαντιλάκι της, μα ξαφνικά παραπάτησε κι έμεινε ασάλευτη στη θέση της στη μέση της καμάρας μην ξέροντας τι να κάνει.

— Δεν μπορώ... πρόφερε με μια βασανισμένη φωνή.

Συγχωρέστε με, δεν έχω δύναμη, δεν μπορώ... Εγώ φταίω... Έκανε μιαν υπόκλιση στη χορωδία, ύστερα άρχισε να υποκλίνεται σ' όλες τις μεριές:

— Έφταιξα... Συγχωρέστε με...

— Παράπιε η μικρή αφέντισσα, παράπιε η όμορφη μικρή αφέντισσα, ακούστηκαν μερικές φωνές.

— Τα κοπάνισε, βλέπεις, εξήγησε χαχανίζοντας στα κορίτσια ο Μαξίμοβ.

— Μίτια, πάρε με από δω... πάρε με, Μίτια, είπε η Γκρούσενκα σβήνοντας.

O Μίτια έτρεξε κοντά της, τη σήκωσε και πήγε με την πολύτιμη λεία του πίσω απ' το παραβάν.

«Τώρα πια καιρός να φύγω», σκέφτηκε ο Καλγκάνοβ και βγαίνοντας απ' το γαλάζιο δωμάτιο, έκλεισε πίσω του και τα δυο θυρόφυλλα.

Μα το γλέντι στη σάλα συνεχιζόταν όλο και πιο θορυβώδικο. O Μίτια απόθεσε τη Γκρούσενκα στο κρεβάτι και τη φίλησε στο στόμα.

— Μη μ' αγγίζεις... τραύλισε αυτή με ικετευτική φωνή. Μη μ' αγγίζεις όσο δεν είμαι δική σου ακόμα... Σου είπα πως είμαι δική σου, όμως εσύ μη μ' αγγίζεις... λυπήσου με... κοντά σ' αυτούς... κοντά σ' αυτούς δεν κάνει... κοντά σε κείνον... είναι αποκρουστικό...

— Υπακούω! Ούτε το σκέφτομαι πια!... ψιθύρισε ο Μίτια. Ναι, ναι, είναι αποκρουστικό, είναι ποταπό.

Κι εξακολουθώντας να την αγκαλιάζει γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι.

— Το 'ξερα. Είσαι ευγενικός κι ας είσαι θεριό ανήμερο... πρόφερε με δυσκολία η Γκρούσενκα. Πρέπει αυτό να γίνει τίμια... από δω και μπρος θα 'ναι όλα τίμια... και μεις πρέπει να 'μαστε τίμιοι, να 'μαστε και μεις πονόψυχοι, όχι θεριά μα πονόψυχοι... Πάρε με κι ας πάμε μακριά, πολύ μακριά, ακούς;... Δε θέλω εδώ... μακριά, μακριά...

— Ω, ναι, ναι, το δίχως άλλο! έλεγε ο Μίτια και την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Θα σε πάρω και θα φύγουμε... Ω, θα 'δινα τώρα τη ζωή μου για να ζήσω ένα χρόνο χωρίς να θυμάμαι κείνο το αίμα!

— Ποιο αίμα; ρώτησε απορημένη η Γκρούσενκα.

— Τίποτα! Γκρούσα, είπε ο Μίτια τρίζοντας τα δόντια του- εσύ θέλεις να γίνουν όλα τίμια, όμως εγώ είμαι κλέφτης. Έκλεψα λεφτά απ' την Κάτκα... Αίσχος, αίσχος.

— Απ' την Κάτκα; Απ' τη δεσποινίδα θες να πεις! Όχι, δεν της τα 'κλεψες. Δώσ' της τα πίσω, πάρε απ' τα δικά μου... Τι φωνάζεις; Τώρα όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Τι μας χρειάζονται τα λεφτά; Έτσι κι έτσι θα τα σκορπίσουμε στα γλέντια... Τέτοιοι είμαστε. Καλύτερα να πάμε και να οργώνουμε μαζί τη γης. Εγώ θέλω με τούτα δω τα χέρια να σκαλίζω τη γης. Πρέπει να μοχτήσουμε, τ' ακούς; Το πρόσταξε ο Αλιόσα. Δε θα 'μαι ερωμένη σου, θα 'μαι η πιστή σου γυναίκα, σκλάβα σου, θα δουλεύω για σένα. Θα πάμε στη δεσποινίδα και θα πέσουμε κι οι δυο στα πόδια της για να μας συγχωρέσει. Κι ύστερα θα φύγουμε. Μα αν δε μας συγχωρέσει, εμείς και πάλι θα φύγουμε. Να της πας τα χρήματα μα να μ' αγαπάς εμένα... Εκείνη μην την αγαπάς. Μην την αγαπάς πια. Αν την αγαπήσεις θα την πνίξω... θα της βγάλω και τα δυο της μάτια με μια καρφίτσα...

— Εσένα αγαπώ, μονάχα εσένα, και στη Σιβηρία θα σ' αγαπάω...

— Γιατί στη Σιβηρία; Μα γιατί όχι; Και στη Σιβηρία αν θέλεις... Το ίδιο κάνει... Θα δουλεύουμε... Στη Σιβηρία έχει χιόνι πολύ... Μ' αρέσει να ταξιδεύω με έλκηθρο... και να 'χει κουδουνάκια... Ακούς το κουδουνάκι;... Πού αντηχεί έτσι; Κάποιοι έρχονται... Να τώρα δεν ακούγεται πια.

Έκλεισε αδύναμη τα μάτια και ξαφνικά την πήρε για λίγο ο ύπνος. Το κουδουνάκι πραγματικά ακουγόταν από κάπου μακριά και ξαφνικά σταμάτησε. O Μίτια έγειρε το κεφάλι του στο στήθος της. Δεν παρατήρησε πως το κουδουνάκι έπαψε ν' ακούγεται ούτε πως ξαφνικά σταματήσανε τα τραγούδια κι οι μεθυσμένες κραυγές. Τώρα σ' όλο το σπίτι κάποια νεκρική ησυχία ακολούθησε τη μεθυσμένη χλαλοή. Η Γκρούσενκα άνοιξε τα μάτια.

— Τι συμβαίνει; Κοιμόμουνα; Ναι... Το κουδουνάκι... Κοιμόμουνα κι είδα ένα όνειρο: Ταξίδευα, λέει, με έλκηθρο... αντηχούσε το κουδουνάκι και γω νύσταζα. Ήμουν τάχα μαζί με τον αγαπημένο μου, με σένα. Κι ήταν μακριά... μακριά... Σ' αγκάλιαζα και σε φιλούσα, σφιγγόμουνα κοντά σου, κρύωνα τάχα και το χιόνι, το χιόνι σπιθοβολούσε. .. Ξέρεις πώς σπιθοβολάει το χιόνι τη νύχτα και το φεγγάρι να κοιτάει από κει ψηλά... Και λες δεν είσαι πια στη γης... Ξυπνώ κι ο αγαπημένος μου είναι κοντά μου, τι όμορφο...

— Κοντά σου, ψιθύρισε ο Μίτια φιλώντας το φόρεμά της, το στήθος της, τα χέρια της.

Όπου ξαφνικά του φάνηκε κάτι παράξενο: Του φάνηκε πως αυτή κοιτάει κατευθείαν μπροστά της, μα όχι αυτόν, όχι το πρόσωπό του μα πάνω απ' το κεφάλι του επίμονα, σαν να κάρφωσε κάπου το βλέμμα της. Το πρόσωπό της πήρε μιαν απορημένη έκφραση, σχεδόν τρομαγμένη.

— Μίτια, ποιος είν' αυτός που μας κοιτάει από κει πέρα; του ψιθύρισε ξαφνικά.

O Μίτια γύρισε κι είδε πως πραγματικά κάποιος είχε παραμερίσει το παραβάν και τους παρατηρούσε. Διακρίνονταν και κάτι άλλοι δίπλα του. O Μίτια αναπήδησε, σηκώθηκε, και πλησίασε τον άγνωστο.

— Ελάτε δω σας παρακαλώ, είπε κάποια φωνή όχι πολύ δυνατά μα σταθερά κι επίμονα.

O Μίτια βγήκε απ' το παραβάν κι έμεινε καρφωμένος στη θέση του. Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο κόσμο, όμως δεν ήταν εκείνοι που τραγουδούσαν και χόρευαν. Ένιωσε ένα σύγκρυο στην πλάτη του κι ανατρίχιασε. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους γνώρισε αμέσως. Να, αυτός ο ψηλός κι ασπρομάλλης γέρος με το παλτό και το πηλήκιο και την κονκάρδα είναι ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Μιχαήλ Μακάριτς. Εκείνος ο κομψός χτικιάρης με τα καλογυαλισμένα παπούτσια είναι ο αντεισαγγελέας. «Έχει ένα χρονόμετρο που αξίζει τετρακόσια ρούβλια. Μας το έδειξε κάποτε». Αυτός ο νεαρός, ο κοντός με τα γυαλιά... O Μίτια ξέχασε το επίθετό του, όμως τον ξέρει κι αυτόν, τον έχει δει κι άλλοτε. Είναι ο ανακριτής, λίγον καιρό έχει που ήρθε στην πολιτεία. Κατευθείαν απ' τη Νομική Σχολή. Και κείνος εκεί είναι ο ενωμοτάρχης, ο Μαυρίκιος Μαυρίντς, αυτόν πια τον ξέρει καλά, είναι γνωστός του. Όμως αυτοί οι άλλοι με τις μεταλλικές κονκάρδες γιατί ήρθανε; Κι αυτοί οι δυο άλλοι, μουζίκοι... Και να εκεί στο βάθος, κοντά στην πόρτα ο Καλγκάνοβ κι ο Τρύφωνας Μπορίσιτς...

— Κύριοι... Τι συμβαίνει, κύριοι; πρόφερε ο Μίτια, μα ξαφνικά σα να μην είχε συνείδηση του εαυτού του, φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε.

— Κα-τα-λα-βαίνω!

O νεαρός με τα γυαλιά προχώρησε ξάφνου μπροστά και πλησιάζοντας το Μίτια άρχισε να λέει με επισημότητα μα και κάπως βιαστικά.

— Ήρθαμε για να σας... με δυο λόγια θα σας παρακαλέσω να πλησιάσετε εδώ, εδώ στο ντιβάνι... Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να εξηγηθούμε μαζί σας.

— Ο γέρος! φώναξε ο Μίτια σαν παλαβός. O γέρος και το αίμα του!... Κα-τα-λα-βαίνω!

Και σα να τον χτύπησε αστροπελέκι έκατσε, ή μάλλον έπεσε στην καρέκλα που ήταν εκεί δίπλα του.

— Καταλαβαίνεις! Κατάλαβε! Πατροκτόνε, έκτρωμα, το αίμα του γερο-πατέρα σου σε κυνηγάει! ούρλιαξε αναπάντεχα ο γέρο-Διοικητής. Ήταν έξω φρενών, κατακόκκινος κι έτρεμε σύγκορμος.

— Μα τι κάνετε κει; φώναξε ο νεαρός με τα γυαλιά. Μιχαήλ Μακάριτς, Μιχαήλ Μακάριτς! Δε γίνονται έτσι οι δουλειές, δε γίνονται έτσι... Σας παρακαλώ, αφήστε με μένα... Ποτέ δεν περίμενα από σας ένα τέτοιο επεισόδιο.

— Όμως αυτό είναι σωστός εφιάλτης, κύριοι, σωστός εφιάλτης! ξεφώνισε ο Διοικητής. Κοιτάξτε τον. Νυχτιάτικα, μεθυσμένος, με μια γυναίκα του δρόμου, βουτηγμένος στο αίμα του πατέρα του! Εφιάλτης... Εφιάλτης!

— Σας παρακαλώ και πάλι, αγαπητέ μου Μιχαήλ Μακάριτς, συγκρατηθείτε, άρχισε να λέει ψιθυριστά ο αντεισαγγελέας στο γέρο. Αλλιώς θ' αναγκαστώ να λάβω...

Μα ο κοντός ανακριτής δεν τον άφησε να τελειώσει. Γύρισε προς το μέρος του Μίτια και πρόφερε ηχερά, σταθερά κι επίσημα:

— Κύριε υπολοχαγέ εν αποστρατεία Καραμάζοβ, έχω υποχρέωση να σας ανακοινώσω ότι κατηγορείσθε διά τον φόνο του πατρός σας, του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, επισυμβάντος αυτήν τη νύχτα...

Είπε και κάτι άλλο, ο αντεισαγγελέας σα να πρόσθεσε κι αυτός λίγα λόγια, μα ο Μίτια, αν και τους άκουγε, δεν τους καταλάβαινε πια. Τους κοίταζε όλους μ' αγριεμένο βλέμμα...


8. VIII. Παραλήρημα 8. VIII. Delirium

Τότε άρχισε ένα όργιο σχεδόν, γλέντι τρικούβερτο. Η Γκρούσενκα ήταν η πρώτη που φώναξε να της δώσουν κρασί:

«Θέλω να πιώ, να πιώ και να μεθύσω και να το ρίξουμ' έξω, Μίτια, όπως και τότε. Θυμάσαι, Μίτια, θυμάσαι;»

O Μίτια παραληρούσε σχεδόν και προαισθανόταν την «ευτυχία του». Για να λέμε την αλήθεια, η Γκρούσενκα όλο και τον έδιωχνε από κοντά της.

«Τράβα και γλέντα, πες τους να χορεύουν, όλοι να γλεντάνε, να ξεφαντώνουν. Όπως και τότε, όπως και τότε!» εξακολουθούσε να φωνάζει.

Βρισκόταν σε τρομερή έξαψη. O Μίτια ορμούσε να δώσει διαταγές. Η χορωδία είχε μαζευτεί στο διπλανό δωμάτιο. Και τούτο γιατί το σαλόνι όπου κάθονταν τώρα ήταν στενάχωρο, έτσι μάλιστα που το 'χαν χωρίσει στα δυο μ' ένα τσίτινο παραβάν. Πίσω απ' το παραβάν ήταν ένα μεγάλο κρεβάτι με μαλακό στρώμα και πολλά μαξιλάρια. Άλλοτε υπήρχαν κρεβάτια και στα τέσσερα «καλά» δωμάτια του σπιτιού. Η Γκρούσενκα κάθισε δίπλα στην πόρτα —την πολυθρόνα τής την πήγε κει ο Μίτια: Εκεί ακριβώς καθόταν και «τότε» τη μέρα του πρώτου τους γλεντιού και κοίταζε τους χορευτές και τη χορωδία. Τα κορίτσια που 'χαν έρθει, ήταν εδώ και την άλλη φορά, οι Εβραίοι με τα βιολιά και τα τσέμπαλα φτάσανε κι αυτοί, ήρθε επιτέλους και το φορτίο με τα κρασιά κι οι μεζέδες. O Μίτια έτρεχε δω και κει. Μπαίνανε στο δωμάτιο και ξένοι μουζίκοι και χωριάτισσες. Όλοι αυτοί είχαν πέσει πια για ύπνο μα σηκώθηκαν κι ήρθαν εδώ γιατί μυριστήκανε πλούσιο κέρασμα, όπως και τότε, εδώ κι ένα μήνα. O Μίτια χαιρετούσε κι αγκάλιαζε τους γνωστούς του, που θυμόταν πως τους είχε ξαναδεί, άνοιγε μπουκάλια και γέμιζε το ποτήρι του καθενός που θα τύχαινε μπροστά του. Τη σαμπάνια μονάχα τα κορίτσια την κυνηγούσανε, οι μουζίκοι προτιμούσαν το ρούμι και το κονιάκ κι ιδιαίτερα το ζεστό ποντς. O Μίτια πρόσταξε να ψήσουν σοκολάτα για όλα τα κορίτσια και να 'χουν συνεχώς έτοιμα τρία σαμοβάρια για το τσάι και το ποντς έτσι που όποιος ερχόταν να 'χει τσάι και ποντς όσο τραβάει η καρδιά του. Με δυο λόγια άρχισε μια ασυνάρτητη κι αλλόκοτη φασαρία, μα ο Μίτια λες και βρισκόταν στο στοιχείο του, κι όσο πιο ασυνάρτητα γίνονταν όλα, τόσο αυτός ζωήρευε. Αν κείνη τη στιγμή τού ζητούσε κανένας μουζίκος λεφτά, θα 'βγαζε αμέσως το μάτσο του και θ' άρχιζε να μοιράζει δεξιά κι αριστερά. Γι' αυτό, φαίνεται, ο Τρύφωνας Μπορίσιτς δεν έφευγε στιγμή από κοντά του. Αυτός το 'χε πάρει απόφαση πια πως δε θα κοιμηθεί τούτη τη νύχτα, όμως έπινε λίγο (ένα ποτηράκι ποντς κατέβασε μονάχα) κι επαγρυπνούσε προσεχτικά με τον τρόπο του για τα συμφέροντα του Μίτια. Όταν έβλεπε πως χρειάζεται η επέμβασή του τού μίλαγε δουλικά και τον έπειθε να μην κερνάει όπως «τότε» τους μουζίκους «τσιγάρα και κρασί του Ρήνου» και, Θεός φυλάξοι, να μην τους δίνει λεφτά. Αγανακτούσε πολύ που τα κορίτσια πίνανε λικέρ και τρώγανε καραμέλες.

«Ψωριάρες είν' όλες τους, Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς», έλεγε. «Άμα θέλω τις διώχνω με τις κλωτσιές και τις προστάζω να μου πουν κι ευχαριστώ».

O Μίτια ξαναθυμήθηκε τον Αντρέι και πρόσταξε να του δώσουν ποντς. «Τον έχω προσβάλει» έλεγε και ξανάλεγε μ' αδυνατισμένη και συγκινημένη φωνή. O Καλγκάνοβ στην αρχή δεν ήθελε να πιει κι η χορωδία των κοριτσιών δεν του άρεσε καθόλου μα, όταν ήπιε κάνα δυο ποτήρια σαμπάνια, ευθύμησε τρομερά, πήγαινε πέρα δώθε στα δωμάτια, γελούσε και τα 'βρισκε περίφημα όλα, και τα τραγούδια και τη μουσική. O Μαξίμοβ είχε έρθει στο κέφι και δεν έφευγε από κοντά του. Η Γκρούσενκα, που άρχιζε κι αυτή να μεθάει, έδειχνε τον Καλγκάνοβ στο Μίτια:

«Τι χαριτωμένο, τι υπέροχο αγοράκι που είναι!»

Και ο Μίτια έτρεχε ενθουσιασμένος να φιλήσει τον Καλγκάνοβ και το Μαξίμοβ. Ω, προαισθανόταν και περίμενε πολλά. Αυτή δεν του 'χε πει τίποτα ακόμα και μάλιστα ήταν φανερό πως όλο και ανέβαλλε να του το πει, μονάχα πού και πού τον κοίταζε χαδιάρικα με τα φλογερά της μάτια. Τέλος, τον άρπαξε ξαφνικά απ' το χέρι και τον τράβηξε κοντά της. Καθόταν στην πολυθρόνα της, κοντά στην πόρτα.

— Πώς μπήκες έτσι όταν ήρθες, ε; Πόσο τρόμαξα! Τι; Είχες σκοπό να τον αφήσεις να με πάρει, ε; Ήθελες να τον αφήσεις;

— Δεν ήθελα να καταστρέψω την ευτυχία σου! της ψιθύριζε ο Μίτια μαγεμένος.

Μα κείνη δε νοιαζόταν καθόλου για την απάντησή του.

— Καλά, τράβα τώρα... γλέντησε, τον ξανάδιωξε αυτή, και μην κλαις, θα σε ξαναφωνάξω.

Ο Μίτια έφυγε τρέχοντας κι αυτή άρχισε και πάλι ν' ακούει τα τραγούδια και να κοιτάζει τους χορούς. Όμως τον παρακολουθούσε με το βλέμμα όπου και να πήγαινε και σ' ένα τέταρτο τον ξαναφώναζε πάλι κι αυτός ξαναρχόταν τρέχοντας κοντά της.

— Κάτσε τώρα δω δίπλα μου και διηγήσου μου πώς έμαθες χτες πως έφυγα κι ερχόμουν δω πέρα. Ποιος σου το 'πε πρώτος;

Κι ο Μίτια άρχισε να της τα διηγείται όλα, ασύνδετα, άταχτα, με έξαψη. Όμως διηγόταν κάπως παράξενα, έσμιγε συχνά τα φρύδια του και κόμπιαζε.

— Γιατί κατσουφιάζεις; ρώτησε αυτή.

— Τίποτα... άφησα έναν άρρωστο κει πέρα. Αν γινόταν καλά, αν ήξερα πως θα γίνει καλά, τώρ' αμέσως θα 'δινα δέκα χρόνια απ' τη ζωή μου!

— Ε, ο Θεός μαζί του μια κι είναι άρρωστος. Μα αλήθεια λοιπόν ήθελες να σκοτωθείς αύριο; Τι ανόητος που είσαι! Και γιατί τάχα; Εγώ κάτι τέτοιους άμυαλους σαν και σένα αγαπάω, του ψιθύριζε με γλώσσα που 'χε κάπως βαρύνει. Ώστε για μένα είσαι έτοιμος να κάνεις το καθετί, ε; Μα στ' αλήθεια, ανοητούλη μου, ήθελες να σκοτωθείς αύριο το πρωί; Όχι, καλύτερα περίμενε λιγάκι, ίσως αύριο να σου πω μια λεξούλα... δε θα σου την πω σήμερα, αύριο θα σου την πω. Εσύ θα 'θελες να σου την πω τώρα, ε; Όχι, δε θέλω να το μάθεις από σήμερα... Μα άντε, πήγαινε τώρα, γλέντησε.

Όμως μια φορά τον φώναξε κάπως απορημένη κι ανήσυχη.

— Γιατί είσαι θλιμμένος; Το βλέπω πως δεν έχεις κέφι ... Ναι, ναι, το βλέπω, πρόσθεσε κοιτάζοντάς τον προσεχτικά στα μάτια. Αν κι αγκαλιάζεις και φιλάς κει πέρα τους μουζίκους και φωνάζεις, όμως εγώ το βλέπω πως κάτι έχεις. Μη σκέφτεσαι τίποτα, γλέντα, εγώ είμαι εύθυμη, γλέντα και συ... Κάποιον αγαπάω από δω μέσα. Μαντεύεις ποιος είναι; Αχ, κοίτα κει: τ' αγόρι μου αποκοιμήθηκε, μέθυσε ο καλούλης μου.

Έλεγε για τον Καλγκάνοβ. Εκείνος είχε πραγματικά μεθύσει κι αποκοιμήθηκε για λίγο κει που καθόταν στο ντιβάνι. Και δεν κοιμήθηκε μονάχα απ' το κρασί, τον είχε πιάσει ξαφνικά μια μελαγχολία, ή όπως το 'λεγε ο ίδιος, μια «ακεφιά». Αιτία ήταν και τα τραγούδια που όσο πήγαιναν γίνονταν όλο και πιο ανοιχτά και σκαμπρόζικα. Μα κι οι χοροί το ίδιο: Δυο κορίτσια μασκαρεύτηκαν σαν αρκούδες κι η Στεπανίντα, μια κοπέλα ζωηρή και μπριόζα, παράσταινε τον αρκουδιάρη. Βαστούσε ένα ραβδί στο χέρι κι άρχισε να τις «επιδείχνει».

«Χόρευε, Μάρω, χόρευε», φώναζε αυτή, «αλλιώς θα σου τις βρέξω!»

Οι αρκούδες πέσανε στο τέλος κατάχαμα μ' έναν εντελώς πια ανάρμοστο τρόπο. Όλοι οι μουζίκοι κι οι χωριάτισσες γέλασαν θορυβώδικα.

«Ας κάνουν το κέφι τους», έλεγε αποφθεγματικά η Γκρούσενκα με μιαν έκφραση μακαριότητας, «λίγες φορές τους δίνεται κι αυτωνών η ευκαιρία να γλεντήσουν».

O Καλγκάνοβ όμως είχε το ύφος ανθρώπου που κάτι τον λέρωσε.

«Γουρουνιές είναι όλ' αυτά τα λαϊκά», παρατήρησε φεύγοντας. «Είναι τ' ανοιξιάτικα παιχνίδια τους που τα παίζουν γλεντώντας τις λευκές νύχτες».

Όμως περισσότερο απ' όλα δεν του άρεσε ένα «καινούργιο» τραγουδάκι με ζωηρό ρεφραίν για χορό όπου ένας αφέντης ρωτούσε τα κορίτσια:

Ένας αφέντης ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Μα τα κορίτσια βρίσκανε πως δεν μπορεί ν' αγαπήσει κανείς έναν αφέντη:

O αφέντης θα με δέρνει και πολύ θε να πονάω

πώς λοιπόν θα το μπορέσω τον αφέντη ν' αγαπάω;

Πέρασε ύστερα ένας τσιγγάνος και ρώτησε κι αυτός:

Ένας τσιγγάνος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Μα ούτε και τον τσιγγάνο μπορεί ν' αγαπήσει κανείς:

O τσιγγάνος είναι κλέφτης και στη φυλακή θα πάει

γιατί τάχα η καρδιά μου για 'ναν τέτοιο να πονάει;

Περάσανε πολλοί και ρωτάγανε τα κορίτσια, ακόμα κι ένας φαντάρος:

Ένας φαντάρος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Όμως το φαντάρο τον διώξανε με περιφρόνηση:

O φαντάρος έχει όπλο και στον πόλεμο θα πάει

Τότε γω θα μείνω μόνη και ποιος πια θα με...

Εδώ υπήρχε μια λέξη που σίγουρα θα την έκοβε η Λογοκρισία. Όμως τα κορίτσια τραγούδησαν κι αυτό τα δίστιχο με μεγάλη αφέλεια κι ειλικρίνεια. Το κοινό ενθουσιάστηκε. Τελικά, τυχερός στάθηκε ο έμπορος:

Κι ο έμπορος ρώταγε τις όμορφες κοπέλες:

Μ' αγαπάτε, μ' αγαπάτε, βρε κοπέλες;

Κι αποδείχτηκε πως τα κορίτσια πολύ τον αγαπάνε γιατί, μάτια μου:

Ένας έμπορος πουλάει και χαλά θα τη βολεύει

Κι όποια σπίτι του θα ζει, δε θα ζει, θα βασιλεύει

O Καλγκάνοβ θύμωσε:

— Αυτό πια το τραγούδι είναι εντελώς της εποχής μας. Θα 'θελα να ξέρω ποιος τους τα γράφει! O σιδηροδρομικός λείπει μονάχα κι ο Εβραίος. Αυτοί σίγουρα θα τα καταφέρνανε καλά.

Και σχεδόν προσβλημένος πρόσθεσε πως τον έπιασε ακεφιά, έκατσε στο ντιβάνι και τον πήρε ο ύπνος. Τ' όμορφο πρόσωπό του είχε χλομιάσει λιγάκι έτσι καθώς το 'χε γείρει στο προσκέφαλο του ντιβανιού.

— Κοίτα τι ομορφούλης που είναι, έλεγε η Γκρούσενκα πλησιάζοντάς τον μαζί με το Μίτια. Πριν έρθεις του χτένιζα τα μαλλάκια του. Σα λινάρι είναι τα μαλλιά του και πυκνά, πολύ πυκνά...

Και σκύβοντας τρυφερά απάνω του τον φίλησε στο μέτωπο. O Καλγκάνοβ άνοιξε αμέσως τα μάτια του, την κοίταξε, ανασηκώθηκε και ρώτησε ανήσυχος:

— Πού είναι ο Μαξίμοβ;

— Αυτόν μονάχα έχει στο νου του, είπε γελώντας η Γκρούσενκα. Μα κάτσε και μαζί μου δυο λεπτά. Μίτια, τρέχα να βρεις το Μαξίμοβ του.

O Μαξίμοβ τριγύριζε όλη την ώρα κοντά στα κορίτσια. Πού και πού έτρεχε κι έπινε λικέρ. Είχε πιει κιόλας δυο φλιτζάνια σοκολάτα. Το προσωπάκι του είχε κοκκινίσει, η μύτη του κατακόκκινη, τα μάτια υγρά κι όλο γλύκα. Ήρθε τρέχοντας κοντά στο τραπέζι κι είπε πως θέλει να χορέψει σαμποτιέ και να του παίξουν «ένα μοτιβάκι».

— Γιατί βέβαια εγώ απ' τα μικράτα μου έχω σπουδάσει όλους τους καθωσπρέπει χορούς...

— Άντε, άντε και συ μαζί του λοιπόν, Μίτια. Εγώ θα κοιτάζω από δω πώς θα χορέψει.

— Όχι, θα πάω και γω να δω, φώναξε ο Καλγκάνοβ αποκρούοντας με τον πιο αφελή τρόπο την πρόταση της Γκρούσενκας να κάτσει μαζί της.

Πήγαν όλοι να κοιτάξουν. O Μαξίμοβ πραγματικά χόρεψε το σαμποτιέ μα κανένας εκτός απ' το Μίτια δεν ενθουσιάστηκε. Όλος ο χορός δεν ήταν τίποτ' άλλο από πηδήματα και στρεβλώματα των ποδιών. Σε κάθε πήδημα χτύπαγε με την παλάμη του τη σόλα τού παπουτσιού. Του Καλγκάνοβ καθόλου δεν του άρεσε, μα ο Μίτια γέμισε φιλιά το χορευτή.

— Σ' ευχαριστώ. Μήπως κουράστηκες; Τι κοιτάς εκεί; Μήπως θέλεις κανένα σοκολατάκι, ε; Κανένα πουράκι;

— Ένα τσιγαράκι.

— Να πιείς δε θέλεις τίποτα;

— Ναι, λίγο λικεράκι θα πάρω... Δεν έχετε σοκολατίνια;

— Εκεί στο τραπέζι είν' όλα. Πήγαινε και διάλεξε ό,τι θέλεις, ψυχούλα μου!

— Όχι, θέλω από κείνα, πώς τα λένε; Με βανίλια... από κείνα για τους γέρους... χι— χι!

— Όχι, φιλαράκο μου, τέτοια ιδιαίτερα δεν έχουμε.

— Ακούστε! είπε ο γεροντάκος κι έσκυψε ξαφνικά στ' αυτί του Μίτια. Εκείνη κει η κοπελίτσα, η Μαρούσκα, χι—χι, μήπως θα μπορούσα, αν γίνεται δηλαδής, να γνωριστώ μαζί της... από καλοσύνη σας.

— Άκου κει τι ορέχτηκε! Όχι, φιλαράκο μου, σε γελάσανε.

— Δεν κάνω δα σε κανέναν κακό, ψιθύρισε παραπονιάρικα ο Μαξίμοβ.

— Ας είναι, ας είναι. Εδώ, φίλε μου, χορεύουνε και τραγουδάνε μονάχα. Όμως γιατί όχι, διάολε; Περίμενε... Τρώγε προς το

παρόν, πίνε γλέντα. Μήπως χρειάζεσαι λεφτά;

— Αργότερα αν θέλατε... χαμογέλασε ο Μαξίμοβ.

— Καλά, καλά...

Το κεφάλι του Μίτια έκαιγε. Βγήκε στην ξύλινη γαλαρία. O καθαρός αέρας τον συνέφερε κάπως. Στεκόταν μονάχος του στη γωνιά, στο σκοτάδι, και ξαφνικά έπιασε με τα δυο του χέρια το κεφάλι του. Ξάφνου οι σκόρπιες σκέψεις του συγκεντρώθηκαν κι όλα φωτίστηκαν. Το φως ήταν τρομερό. Τρομαχτικό!

«Αν πρόκειται να σκοτωθώ τότε τι περιμένω»; σκέφτηκε. «Θα πάω τώρα να πάρω το πιστόλι, θα ξανάρθω εδώ και θα. ξεμπερδεύω σε τούτη τη βρόμικη και σκοτεινή γωνιά».

Ένα λεπτό σχεδόν δεν ήξερε τι ν' αποφασίσει. Τότε που 'ρχότανε εδώ πέρα τον βασάνιζε κιόλας η επαίσχυντη πράξη του, η κλοπή και κείνο το αίμα. Το αίμα!... Όμως τότε δεν υπόφερε τόσο, ω, όχι! Γιατί τότε όλα πια είχαν τελειώσει. Τότε την είχε χάσει, την είχε παραχωρήσει στον άλλον, είχε χαθεί πια γι' αυτόν, είχε εξαφανιστεί. Ω, τότε η καταδίκη του ήταν πιο εύκολη, φαινόταν τουλάχιστον απαραίτητη, αναπότρεπτη. Γιατί ποιος ο λόγος να εξακολουθήσει να ζει; Μα τώρα; Μήπως τώρα είναι το ίδιο; Τώρα δεν υπήρχε πια ο άλλος, κείνο το σκιάχτρο που δεν τον άφηνε σε ησυχία, κείνος ο «πρώτος» της κι αναμφισβήτητος, κείνος ο μοιραίος άνθρωπος εξαφανίστηκε πια και δεν έμεινε ούτε ίχνος του. Το τρομερό σκιάχτρο είχε καταντήσει τώρα τιποτένιο και κωμικό. Το κουβαλήσανε στην κρεβατοκάμαρα και το κλειδώσανε. Δε θα γυρίσει ποτέ πια. Εκείνη ντρέπεται, κι απ' το βλέμμα της το βλέπει πια καθαρά ποιον αγαπάει. Λοιπόν, τώρα είναι ίσα-ίσα καιρός να ζήσει κανείς, όμως... όμως δεν μπορεί να ζήσει, ω κατάρα!

«Θεέ μου, κάνε να ξαναζήσει κείνος που έπεσε δίπλα στο φράχτη! Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο! Κι άλλη φορά έκανες θαύματα, Θεέ μου, για να σώσεις αμαρτωλούς σαν και μένα! Ω, αν ζει ο γέρος! Τότε το άλλο αίσχος θα το ξεπλύνω, θα επιστρέψω τα κλεμμένα χρήματα, θα τα δώσω πίσω, θα τα βρω ο κόσμος να χαλάσει... Δε θα μείνει ούτε ίχνος απ' όλη αυτή τη ντροπή. Μονάχα στην καρδιά μου θα μείνει, στον αιώνα τον άπαντα! Μα όχι, όχι. Όλ' αυτά είναι απραγματοποίητα, μικρόψυχα όνειρα. Ω, κατάρα!»

Όμως κάποια φωτεινή αχτίδα ελπίδας έλαμψε μέσα στις μαύρες του σκέψεις. Όρμησε μέσα, εκεί που ήταν εκείνη, η παντοτινή του βασίλισσα!

«Μήπως τάχα μια ώρα, ένα λεπτό της αγάπης της δεν αξίζει όλη την υπόλοιπη ζωή έστω κι αν πρόκειται να περάσει μέσα στα μαρτύρια της ντροπής;»

Τούτη η ανατριχιαστική ερώτηση κυρίεψε την καρδιά του.

«Ας πάω σ' αυτήν, σ' αυτήν μονάχα. Να τη βλέπω, να την ακούω και να μη σκέφτομαι τίποτα, να τα ξεχάσω όλα· ας είναι μονάχα για τούτη τη νύχτα, για μια ώρα, για ένα λεπτό!»

Προτού μπει καλά-καλά στο δωμάτιο, έπεσε πάνω στον Τρύφωνα Μπορίσιτς. Αυτός του φάνηκε κάπως σκυθρωπός κι ανήσυχος. Φαίνεται πως γύρευε το Μίτια.

— Τι έχεις, Μπορίσιτς; Μήπως με γύρευες;

— Όχι, όχι εσάς... σα να τα 'χασε άξαφνα ο ξενοδόχος, γιατί να σας γυρεύω; Μα... πού είχατε πάει;

— Γιατί είσαι τόσο άκεφος; Μήπως θύμωσες; Σε λίγο θα πας

να κοιμηθείς, μη χολοσκάς... Τι ώρα είναι;

— Μα θα 'ναι τρεις περίπου. Ίσως και κάτι παραπάνω.

— Τελειώνουμε, τελειώνουμε.

— Μα σας παρακαλώ, μην ανησυχείτε. Καθίστε όσο θέλετε... «Τι έχει;» σκέφτηκε ο Μίτια κι έτρεξε στο δωμάτιο όπου χόρευαν οι κοπέλες.

Όμως εκείνη δεν ήταν εκεί. Ούτε και στο γαλάζιο δωμάτιο. Μονάχα ο Καλγκάνοβ λαγοκοιμόταν στο ντιβάνι. O Μίτια κοίταξε πίσω απ' το παραβάν. Εκεί ήταν. Καθόταν στη γωνιά, πάνω σ' ένα σεντούκι κι έχοντας τα χέρια και το κεφάλι πάνω στο κρεβάτι που βρισκόταν δίπλα· έκλαιγε πικρά προσπαθώντας μ' όλη της τη δύναμη να πνίξει τους λυγμούς της για να μην την ακούσουν. Βλέποντας το Μίτια του 'κανε νόημα να πλησιάσει κι όταν εκείνος έτρεξε κοντά της τον άρπαξε απ' το χέρι.

— Μίτια, Μίτια, και γω τον αγαπούσα! άρχισε να του ψιθυρίζει. Τον αγαπούσα τόσο, όλο τούτο τον καιρό, όλα, όλ' αυτά τα πέντε χρόνια! Αυτόν αγαπούσα άραγε ή μονάχα το θυμό μου; Όχι, αυτόν. Αυτόν! Ψέματα λέω πως αγαπούσα το θυμό μου μονάχα κι όχι αυτόν! Μίτια, τότε ήμουνα μόλις δεκαεφτά χρονώ, τότε ήταν τόσο χαδιάρης μαζί μου, τόσο εύθυμος, μου τραγουδούσε... Ή μήπως έτσι μου φάνηκε επειδή ήμουνα μικρή κι ανόητη; Όμως τώρα, Θεέ μου, δεν είναι κείνος... εντελώς αλλιώτικος. Και το πρόσωπό του άλλαξε ακόμα. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Όταν ερχόμουνα δω πέρα με τ' αμάξι του Τιμοφέι σ' όλο το δρόμο σκεφτόμουνα: «Πώς θα τον αντικρύζω. Τι θα του πω; Πώς θα κοιτάξει ο ένας τον άλλον;...» Η ψυχή μου σφιγγότανε μα σαν ήρθα δω πέρα λες και με περιέλουσε με βρομόνερα. Σου μιλάει και νομίζεις πως είναι δάσκαλος: Όλες του οι κουβέντες σοβαρές, σπουδαίες, με δέχτηκε μ' έναν τόσο επίσημο τρόπο που τα 'χασα. Δεν ήξερα πώς ν' ανοίξω κουβέντα. Στην αρχή νόμιζα πως ντρεπότανε γιατί ήταν και κείνος ο ψηλός Πολωνός μαζί του. Καθόμουνα, τους κοίταζα και σκεφτόμουνα: Πώς γίνεται και δεν ξέρω τώρα τι να τους πω; Ξέρεις; Η γυναίκα του τον χάλασε έτσι. Να, εκείνη που γι' αυτήν με παράτησε και την παντρεύτηκε... Αυτή τον έκανε κι άλλαξε τόσο. Μίτια, αχ, τι ντροπή! Ωχ, ντρέπομαι, Μίτια, ντρέπομαι για όλη μου τη ζωή! Καταραμένα, καταραμένα ας είναι κείνα τα πέντε χρόνια, καταραμένα! είπε και ξανάβαλε πάλι τα κλάματα, μα το χέρι του Μίτια δεν τ' άφηνε, το κράταγε γερά.

— Μίτια, καλέ μου, μη φεύγεις, στάσου, θέλω δυο λόγια να σου πω, ψιθύρισε· σήκωσε ξαφνικά το κεφάλι της και τον κοίταξε: Άκου. Πες μου, ποιον αγαπώ; Είναι δω ένας άνθρωπος π' αγαπώ. Ποιος είναι; Αυτό θέλω να μου πεις.

Το πρησμένο απ' τα δάκρυα πρόσωπό της φωτίστηκε μ' ένα χαμόγελο. Τα μάτια της λάμψανε μέσα στο μισοσκόταδο.

— Πριν από λίγο μπήκε μέσα ένα γεράκι κι η καρδιά μου σφίχτηκε. «Να, ανόητη, να κείνος που αγαπάς», έτσι μου ψιθύρισε ευθύς η καρδιά μου. Μπήκες εσύ κι όλα φωτίστηκαν. «Μα τι φοβάται;» σκεφτόμουνα. Γιατί εσύ φοβήθηκες, κατατρόμαξες, δεν ήξερες πώς να μιλήσεις. «Δε φοβάται βέβαια αυτούς», σκέφτηκα. Μήπως υπάρχει άνθρωπος που να τον φοβάσαι; «Εμένα είναι που φοβάται», σκέφτηκα «μονάχα εμένα». Γιατί βέβαια θα διηγήθηκε η Φένια σε σένα τον κουτούτσικο αυτά που φώναξα στον Αλιόσα απ' το παράθυρο. Πως αγάπησα για μιαν ωρίτσα το Μίτιενκα και τώρα πάω ν' αγαπήσω... έναν άλλον. Μίτια, Μίτια, πώς το μπόρεσα αυτό, πώς το μπόρεσα η ανόητη να σκεφτώ πως θ' αγαπούσα άλλον ύστερ' από σένα; Με συγχωρείς, Μίτια; Με συγχωρείς ή όχι; Μ' αγαπάς; Μ' αγαπάς;

Αναπήδησε και τον άρπαξε και με τα δυο της χέρια απ' τους ώμους. O Μίτια, άλαλος απ' την έκστασή του, την κοίταξε στα μάτια, κοίταξε το πρόσωπό της, το χαμόγελό της και, ξαφνικά, την έσφιξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.

— Θα με συγχωρέσεις που σε βασάνιζα; Απ' το κακό μου σας βασάνιζα όλους. Κείνον το γεροντάκο, επίτηδες, απ' το κακό μου τον ξετρέλανα... Θυμάσαι πώς ήπιες μια φορά στο σπίτι μου κι έσπασες το ποτήρι; Το θυμήθηκα αυτό και έσπασα και γω σήμερα ένα ποτήρι. Έπινα στην υγειά της «άτιμης καρδιάς μου». Μίτια, γεράκι μου, γιατί δε με φιλάς; Μια φορά με φίλησε και σταμάτησε, κοιτάει, ακούει... Τι τ' όφελος να μ' ακούς! Φίλα με, φίλα με δυνατά, έτσι. Άμα είναι ν' αγαπάς, αγάπα μ' όλη την καρδιά σου! Τώρα θα γίνω σκλάβα σου, θα 'μαι σκλάβα σου σ' όλη μου τη ζωή! Ωραία είναι να 'σαι σκλάβα!... Φίλα με! Χτύπα με, βασάνισέ με, κάνε με ό,τι θέλεις... Ωχ, και στ' αλήθεια μ' αξίζει να με βασανίζουν... Στάσου! Περίμενε, αργότερα, ύστερα, δε θέλω έτσι... είπε ξαφνικά και τον έσπρωξε. Φεύγα, Μίτκα, τώρα θα πάω να πιώ κρασί, θέλω να μεθύσω, θα μεθύσω και θα χορέψω. Το θέλω, το θέλω!

Του ξέφυγε και παραμερίζοντας το παραβάν μπήκε στο δωμάτιο. O Μίτια βγήκε στο κατόπι της σα μεθυσμένος.

«Ας γίνει, ας γίνει ό,τι γίνει. Για ένα λεπτό της αγάπης της δίνω ολάκερο τον κόσμο», σκέφτηκε ο Μίτια.

Πραγματικά η Γκρούσενκα ήπιε μονορούφι ακόμα ένα ποτήρι σαμπάνια και ξάφνου αποζαλίστηκε. Έκατσε στην πολυθρόνα της και χαμογελούσε ευτυχισμένη. Τα μάγουλά της άναψαν, τα χείλη της φλογίστηκαν, τα λαμπερά της μάτια θολώσανε και το φιλήδονο βλέμμα της σαγήνευε. Ακόμα κι ο Καλγκάνοβ ένιωσε να δαγκώνεται η καρδιά του και την πλησίασε.

— Άκουσες πως σε φίλησα πριν από λίγο, όταν κοιμόσουνα; του είπε. Τώρα μέθυσα... Εσύ δε μέθυσες; O Μίτια γιατί δεν πίνει; Γιατί δεν πίνεις, Μίτια; Εγώ ήπια και συ δεν πίνεις...

— Είμαι μεθυσμένος! Από σένα μεθυσμένος, μα τώρα θέλω να μεθύσω και με κρασί.

Ήπιε ακόμα ένα ποτήρι και —του φάνηκε παράξενο και του ίδιου— μέθυσε μ' αυτό το τελευταίο ποτήρι. Μέθυσε ξαφνικά ως εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς ξεμέθυστος, το θυμόταν κι ο ίδιος. Απ' αυτή τη στιγμή όλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω του σα να βρισκόταν σε παραλήρημα. Περπατούσε, γελούσε, κουβέντιαζε μ' όλους και όλ' αυτά τα 'κανε σα να μην είχε συνείδηση του εαυτού του. Μονάχα ένα συναίσθημα, σταθερό και καυτερό, παρουσιαζόταν κάθε τόσο, «σαν αναμμένο κάρβουνο στην. ψυχή» θυμόταν κι έλεγε αργότερα. Την πλησίαζε, καθόταν κοντά της, την κοίταζε, την άκουγε... Αυτή μιλούσε πολύ, τους φώναζε όλους σιμά της, έκανε ξάφνου νόημα σε κανένα κορίτσι να την πλησιάσει κι όταν εκείνο ερχότανε, το φιλούσε ή έκανε πάνω της το σημείο του σταυρού. Λίγο ακόμα και θα 'βαζε τα κλάματα. Τη διασκέδαζε πολύ κι ο «γεροντάκος», όπως έλεγε το Μαξίμοβ. Αυτός έτρεχε κάθε λίγο και λιγάκι να της φιλήσει το χέρι και το κάθε δαχτυλάκι και στο τέλος χόρεψε και πάλι τραγουδώντας ο ίδιος έναν παλιό σκοπό. Με μεγάλη ζέση χοροπηδούσε στο ρεφραίν:

Το γουρουνάκι χριου-χριου-χριου

Το μοσχαράκι μου-μου-μου

Το παπάκι χβα-χβα-χβα

Η χηνούλα γκα-γκα-γκα

Μια κοτούλα μες στους σπόρους τριγυρνούσε Τιούρι-ριου, τιούρι-ριου τσαμπουνούσε

Άι, άι τσαμπουνούσε!

— Δώσ' του τίποτα, Μίτια, έλεγε η Γκρούσενκα. Δώσ' του, είναι φτωχός. Αχ, φτωχοί και ταπεινωμένοι!... Ξέρεις, Μίτια; Θα μπω σε μοναστήρι. Όχι, αλήθεια σ' το λέω, θα μπω. Σήμερα ο Αλιόσα μού είπε κάτι που θα το θυμάμαι σ' όλη μου τη ζωή... Ναι... Όμως σήμερα ας χορέψουμε. Αύριο στο μοναστήρι, μα σήμερα ας χορέψουμε. Θέλω να κάνω τρέλες, καλοί μου άνθρωποι. Ε, και τι μ' αυτό; O Θεός θα με συγχωρέσει. Αν ήμουνα Θεός θα συγχωρούσα όλους τους ανθρώπους. «Καλοί μου, αγαπητοί μου αμαρτωλοί, από σήμερα σας συγχωράω όλους», θα τους έλεγα. Όμως εγώ θα τραβούσα και θα ζήταγα συγνώμη: «Συγχωρέστε, καλοί μου άνθρωποι, μιαν ανόητη». Θεριό είμαι. Να τι είμαι. Θέλω να προσευχηθώ. Έδωσα ένα κρεμμυδάκι. Μια κακόψυχη σαν και μένα θέλει να προσευχηθεί! Μίτια, άσ' τες να χορεύουνε, μην τις εμποδίζεις. Όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είναι καλοί, όλοι ως τον τελευταίο. Όλα είναι όμορφα σ' αυτό τον κόσμο. Είναι όμορφα κι ας είμαστε τόσο κακοί εμείς. Είμαστε κακοί και καλοί μαζί, και κακοί και καλοί... Όχι, πέστε μου, θέλω να σας ρωτήσω, πλησιάστε όλοι και γω θα σας ρωτήσω. Πέστε μου τούτο δω: Γιατί είμαι τόσο καλή; Γιατί είμαι καλή, είμαι πολύ καλή... Λοιπόν; Γιατί είμαι τόσο καλή;

Έτσι ψέλλιζε η Γκρούσενκα και ζαλιζόταν όλο και περισσότερο και τέλος δήλωσε πως θέλει να χορέψει. Σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της και κλονίστηκε.

— Μίτια, μη μου δίνεις άλλο κρασί, και να σου ζητήσω μη μου δίνεις. Το κρασί δε χαρίζει την ηρεμία. Όλα γυρίζουνε, κι η σόμπα κι όλα γυρίζουνε. Θέλω να χορέψω. Ας έρθουν όλοι να δουν πώς θα χορέψω... πόσο όμορφα κι υπέροχα θα χορέψω...

Η πρόθεσή της ήταν. σοβαρή: Έβγαλε απ' την τσέπη to άσπρο βατιστένιο μαντιλάκι της και το πήρε στο δεξί της χέρι, κρατώντας το απ' την άκρη για να το κουνάει την ώρα του χορού. O Μίτια έδωσε δω και κει διαταγές, τα κορίτσια σωπάσανε κι ετοιμάστηκαν ν' αρχίσουν όλα μαζί το χορευτικό τραγούδι μόλις θα δινότανε το σύνθημα. O Μαξίμοβ, μαθαίνοντας πως θέλει να χορέψει η ίδια η Γκρούσενκα, άρχισε να τσιρίζει απ' τον ενθουσιασμό του κι ετοιμάστηκε να χοροπηδήσει κι αυτός μαζί της, τραγουδώντας:

Λεπτό-λεπτό το ποδαράκι,

τα πλευρά της ηχερά

και μια ουρίτσα αγκιστράκι.

Μα η Γκρούσενκα τον έδιωξε.

— Σ-ς! Γιατί δεν έρχονται, Μίτια; Ας έρθουν όλοι... να δουν. Φώναξε και κείνους, τους κλειδωμένους... Γιατί τους κλείδωσες; Πες τους πως χορεύω, ας έρθουν να δουν κι αυτοί πώς χορεύω...

O Μίτια πλησίασε παραπατώντας σχεδόν την πόρτα του δωματίου όπου ήταν κλεισμένοι οι Πολωνοί κι άρχισε να χτυπάει με τη γροθιά του.

— Έι, σεις... Ποντβισότσκηδες! Βγάτε έξω, θα χορέψει και σας φωνάζει.

— Κανάγια! φώναξε κάποιος από μέσα.

— Και συ είσαι αρχικανάγιας! Σαχλοκανάγιας, να τι είσαι.

— Καλά θα κάνατε να μη χλευάζετε την Πολωνία, είπε αποφθεγματικά ο Καλγκάνοβ που είχε γίνει κι αυτός στουπί.

— Σώπα συ, νεαρέ! Αν τον είπα κανάγια αυτό δε σημαίνει πως είπα κι όλη την Πολωνία κανάγια. Ένας κανάγιας δεν κάνει την Πολωνία. Σώπα, χαριτωμένο αγοράκι, την καραμέλα σου να τρως.

— Αχ, τι άνθρωποι! Γιατί δεν θέλουν να συμφιλιωθούν; είπε η Γκρούσενκα και προχώρησε προς τη μέση της κάμαρας για ν' αρχίσει το χορό.

Η χορωδία άρχισε το «Αχ, χαγιατάκι, χαγιατάκι!» Η Γκρούσενκα έριξε πίσω το κεφάλι, μισάνοιξε τα χείλη, χαμογέλασε, ανέμισε το μαντιλάκι της, μα ξαφνικά παραπάτησε κι έμεινε ασάλευτη στη θέση της στη μέση της καμάρας μην ξέροντας τι να κάνει.

— Δεν μπορώ... πρόφερε με μια βασανισμένη φωνή.

Συγχωρέστε με, δεν έχω δύναμη, δεν μπορώ... Εγώ φταίω... Έκανε μιαν υπόκλιση στη χορωδία, ύστερα άρχισε να υποκλίνεται σ' όλες τις μεριές:

— Έφταιξα... Συγχωρέστε με...

— Παράπιε η μικρή αφέντισσα, παράπιε η όμορφη μικρή αφέντισσα, ακούστηκαν μερικές φωνές.

— Τα κοπάνισε, βλέπεις, εξήγησε χαχανίζοντας στα κορίτσια ο Μαξίμοβ.

— Μίτια, πάρε με από δω... πάρε με, Μίτια, είπε η Γκρούσενκα σβήνοντας.

O Μίτια έτρεξε κοντά της, τη σήκωσε και πήγε με την πολύτιμη λεία του πίσω απ' το παραβάν.

«Τώρα πια καιρός να φύγω», σκέφτηκε ο Καλγκάνοβ και βγαίνοντας απ' το γαλάζιο δωμάτιο, έκλεισε πίσω του και τα δυο θυρόφυλλα.

Μα το γλέντι στη σάλα συνεχιζόταν όλο και πιο θορυβώδικο. O Μίτια απόθεσε τη Γκρούσενκα στο κρεβάτι και τη φίλησε στο στόμα.

— Μη μ' αγγίζεις... τραύλισε αυτή με ικετευτική φωνή. Μη μ' αγγίζεις όσο δεν είμαι δική σου ακόμα... Σου είπα πως είμαι δική σου, όμως εσύ μη μ' αγγίζεις... λυπήσου με... κοντά σ' αυτούς... κοντά σ' αυτούς δεν κάνει... κοντά σε κείνον... είναι αποκρουστικό...

— Υπακούω! Ούτε το σκέφτομαι πια!... ψιθύρισε ο Μίτια. Ναι, ναι, είναι αποκρουστικό, είναι ποταπό.

Κι εξακολουθώντας να την αγκαλιάζει γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι.

— Το 'ξερα. Είσαι ευγενικός κι ας είσαι θεριό ανήμερο... πρόφερε με δυσκολία η Γκρούσενκα. Πρέπει αυτό να γίνει τίμια... από δω και μπρος θα 'ναι όλα τίμια... και μεις πρέπει να 'μαστε τίμιοι, να 'μαστε και μεις πονόψυχοι, όχι θεριά μα πονόψυχοι... Πάρε με κι ας πάμε μακριά, πολύ μακριά, ακούς;... Δε θέλω εδώ... μακριά, μακριά...

— Ω, ναι, ναι, το δίχως άλλο! έλεγε ο Μίτια και την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Θα σε πάρω και θα φύγουμε... Ω, θα 'δινα τώρα τη ζωή μου για να ζήσω ένα χρόνο χωρίς να θυμάμαι κείνο το αίμα!

— Ποιο αίμα; ρώτησε απορημένη η Γκρούσενκα.

— Τίποτα! Γκρούσα, είπε ο Μίτια τρίζοντας τα δόντια του- εσύ θέλεις να γίνουν όλα τίμια, όμως εγώ είμαι κλέφτης. Έκλεψα λεφτά απ' την Κάτκα... Αίσχος, αίσχος.

— Απ' την Κάτκα; Απ' τη δεσποινίδα θες να πεις! Όχι, δεν της τα 'κλεψες. Δώσ' της τα πίσω, πάρε απ' τα δικά μου... Τι φωνάζεις; Τώρα όλα τα δικά μου είναι και δικά σου. Τι μας χρειάζονται τα λεφτά; Έτσι κι έτσι θα τα σκορπίσουμε στα γλέντια... Τέτοιοι είμαστε. Καλύτερα να πάμε και να οργώνουμε μαζί τη γης. Εγώ θέλω με τούτα δω τα χέρια να σκαλίζω τη γης. Πρέπει να μοχτήσουμε, τ' ακούς; Το πρόσταξε ο Αλιόσα. Δε θα 'μαι ερωμένη σου, θα 'μαι η πιστή σου γυναίκα, σκλάβα σου, θα δουλεύω για σένα. Θα πάμε στη δεσποινίδα και θα πέσουμε κι οι δυο στα πόδια της για να μας συγχωρέσει. Κι ύστερα θα φύγουμε. Μα αν δε μας συγχωρέσει, εμείς και πάλι θα φύγουμε. Να της πας τα χρήματα μα να μ' αγαπάς εμένα... Εκείνη μην την αγαπάς. Μην την αγαπάς πια. Αν την αγαπήσεις θα την πνίξω... θα της βγάλω και τα δυο της μάτια με μια καρφίτσα...

— Εσένα αγαπώ, μονάχα εσένα, και στη Σιβηρία θα σ' αγαπάω...

— Γιατί στη Σιβηρία; Μα γιατί όχι; Και στη Σιβηρία αν θέλεις... Το ίδιο κάνει... Θα δουλεύουμε... Στη Σιβηρία έχει χιόνι πολύ... Μ' αρέσει να ταξιδεύω με έλκηθρο... και να 'χει κουδουνάκια... Ακούς το κουδουνάκι;... Πού αντηχεί έτσι; Κάποιοι έρχονται... Να τώρα δεν ακούγεται πια.

Έκλεισε αδύναμη τα μάτια και ξαφνικά την πήρε για λίγο ο ύπνος. Το κουδουνάκι πραγματικά ακουγόταν από κάπου μακριά και ξαφνικά σταμάτησε. O Μίτια έγειρε το κεφάλι του στο στήθος της. Δεν παρατήρησε πως το κουδουνάκι έπαψε ν' ακούγεται ούτε πως ξαφνικά σταματήσανε τα τραγούδια κι οι μεθυσμένες κραυγές. Τώρα σ' όλο το σπίτι κάποια νεκρική ησυχία ακολούθησε τη μεθυσμένη χλαλοή. Η Γκρούσενκα άνοιξε τα μάτια.

— Τι συμβαίνει; Κοιμόμουνα; Ναι... Το κουδουνάκι... Κοιμόμουνα κι είδα ένα όνειρο: Ταξίδευα, λέει, με έλκηθρο... αντηχούσε το κουδουνάκι και γω νύσταζα. Ήμουν τάχα μαζί με τον αγαπημένο μου, με σένα. Κι ήταν μακριά... μακριά... Σ' αγκάλιαζα και σε φιλούσα, σφιγγόμουνα κοντά σου, κρύωνα τάχα και το χιόνι, το χιόνι σπιθοβολούσε. .. Ξέρεις πώς σπιθοβολάει το χιόνι τη νύχτα και το φεγγάρι να κοιτάει από κει ψηλά... Και λες δεν είσαι πια στη γης... Ξυπνώ κι ο αγαπημένος μου είναι κοντά μου, τι όμορφο...

— Κοντά σου, ψιθύρισε ο Μίτια φιλώντας το φόρεμά της, το στήθος της, τα χέρια της.

Όπου ξαφνικά του φάνηκε κάτι παράξενο: Του φάνηκε πως αυτή κοιτάει κατευθείαν μπροστά της, μα όχι αυτόν, όχι το πρόσωπό του μα πάνω απ' το κεφάλι του επίμονα, σαν να κάρφωσε κάπου το βλέμμα της. Το πρόσωπό της πήρε μιαν απορημένη έκφραση, σχεδόν τρομαγμένη.

— Μίτια, ποιος είν' αυτός που μας κοιτάει από κει πέρα; του ψιθύρισε ξαφνικά.

O Μίτια γύρισε κι είδε πως πραγματικά κάποιος είχε παραμερίσει το παραβάν και τους παρατηρούσε. Διακρίνονταν και κάτι άλλοι δίπλα του. O Μίτια αναπήδησε, σηκώθηκε, και πλησίασε τον άγνωστο.

— Ελάτε δω σας παρακαλώ, είπε κάποια φωνή όχι πολύ δυνατά μα σταθερά κι επίμονα.

O Μίτια βγήκε απ' το παραβάν κι έμεινε καρφωμένος στη θέση του. Όλο το δωμάτιο ήταν γεμάτο κόσμο, όμως δεν ήταν εκείνοι που τραγουδούσαν και χόρευαν. Ένιωσε ένα σύγκρυο στην πλάτη του κι ανατρίχιασε. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους γνώρισε αμέσως. Να, αυτός ο ψηλός κι ασπρομάλλης γέρος με το παλτό και το πηλήκιο και την κονκάρδα είναι ο Διοικητής της Αστυνομίας, ο Μιχαήλ Μακάριτς. Εκείνος ο κομψός χτικιάρης με τα καλογυαλισμένα παπούτσια είναι ο αντεισαγγελέας. «Έχει ένα χρονόμετρο που αξίζει τετρακόσια ρούβλια. Μας το έδειξε κάποτε». Αυτός ο νεαρός, ο κοντός με τα γυαλιά... O Μίτια ξέχασε το επίθετό του, όμως τον ξέρει κι αυτόν, τον έχει δει κι άλλοτε. Είναι ο ανακριτής, λίγον καιρό έχει που ήρθε στην πολιτεία. Κατευθείαν απ' τη Νομική Σχολή. Και κείνος εκεί είναι ο ενωμοτάρχης, ο Μαυρίκιος Μαυρίντς, αυτόν πια τον ξέρει καλά, είναι γνωστός του. Όμως αυτοί οι άλλοι με τις μεταλλικές κονκάρδες γιατί ήρθανε; Κι αυτοί οι δυο άλλοι, μουζίκοι... Και να εκεί στο βάθος, κοντά στην πόρτα ο Καλγκάνοβ κι ο Τρύφωνας Μπορίσιτς...

— Κύριοι... Τι συμβαίνει, κύριοι; πρόφερε ο Μίτια, μα ξαφνικά σα να μην είχε συνείδηση του εαυτού του, φώναξε όσο δυνατότερα μπορούσε.

— Κα-τα-λα-βαίνω!

O νεαρός με τα γυαλιά προχώρησε ξάφνου μπροστά και πλησιάζοντας το Μίτια άρχισε να λέει με επισημότητα μα και κάπως βιαστικά.

— Ήρθαμε για να σας... με δυο λόγια θα σας παρακαλέσω να πλησιάσετε εδώ, εδώ στο ντιβάνι... Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να εξηγηθούμε μαζί σας.

— Ο γέρος! φώναξε ο Μίτια σαν παλαβός. O γέρος και το αίμα του!... Κα-τα-λα-βαίνω!

Και σα να τον χτύπησε αστροπελέκι έκατσε, ή μάλλον έπεσε στην καρέκλα που ήταν εκεί δίπλα του.

— Καταλαβαίνεις! Κατάλαβε! Πατροκτόνε, έκτρωμα, το αίμα του γερο-πατέρα σου σε κυνηγάει! ούρλιαξε αναπάντεχα ο γέρο-Διοικητής. Ήταν έξω φρενών, κατακόκκινος κι έτρεμε σύγκορμος.

— Μα τι κάνετε κει; φώναξε ο νεαρός με τα γυαλιά. Μιχαήλ Μακάριτς, Μιχαήλ Μακάριτς! Δε γίνονται έτσι οι δουλειές, δε γίνονται έτσι... Σας παρακαλώ, αφήστε με μένα... Ποτέ δεν περίμενα από σας ένα τέτοιο επεισόδιο.

— Όμως αυτό είναι σωστός εφιάλτης, κύριοι, σωστός εφιάλτης! ξεφώνισε ο Διοικητής. Κοιτάξτε τον. Νυχτιάτικα, μεθυσμένος, με μια γυναίκα του δρόμου, βουτηγμένος στο αίμα του πατέρα του! Εφιάλτης... Εφιάλτης!

— Σας παρακαλώ και πάλι, αγαπητέ μου Μιχαήλ Μακάριτς, συγκρατηθείτε, άρχισε να λέει ψιθυριστά ο αντεισαγγελέας στο γέρο. Αλλιώς θ' αναγκαστώ να λάβω...

Μα ο κοντός ανακριτής δεν τον άφησε να τελειώσει. Γύρισε προς το μέρος του Μίτια και πρόφερε ηχερά, σταθερά κι επίσημα:

— Κύριε υπολοχαγέ εν αποστρατεία Καραμάζοβ, έχω υποχρέωση να σας ανακοινώσω ότι κατηγορείσθε διά τον φόνο του πατρός σας, του Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, επισυμβάντος αυτήν τη νύχτα...

Είπε και κάτι άλλο, ο αντεισαγγελέας σα να πρόσθεσε κι αυτός λίγα λόγια, μα ο Μίτια, αν και τους άκουγε, δεν τους καταλάβαινε πια. Τους κοίταζε όλους μ' αγριεμένο βλέμμα...