×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως...

6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως...

β) Ολίγα περί της επιδράσεως της Αγίας Γραφής εις τον βίον του στάρετς Ζωσιμά

Έμεινα τότε μόνος με τη μητερούλα μου. Σε λίγο καιρό καλοί φίλοι την συμβούλεψαν και της είπαν πως μια και σας έμεινε ένας μονάχα, γιος και μια και δεν είστε φτωχιά κι έχετε κάποια περιουσία, γιατί να μην στείλετε το γιόκα σας στην Πετρούπολη, όπως κάνουν όλοι; Μένοντας εδώ ίσως και να του στερήσετε μια λαμπρή τύχη. Της ρίξανε ακόμα την ιδέα να μπω στη Στρατιωτική Σχολή για να καταταγώ στην αυτοκρατορική φρουρά. Η μητέρα πολύν καιρό δεν μπορούσε να τ' αποφασίσει: δεν της έκανε καρδιά ν' αποχωριστεί κι απ' τον τελευταίο της γιο. Τέλος ωστόσο τ' αποφάσισε, αν κι έκλαψε πολύ. Νόμιζε πως αφήνοντάς με να φύγω, φροντίζει για την ευτυχία μου. Με πήγε στην Πετρούπολη και μ' έβαλε στη Σχολή. Από τότε δεν την ξανάδα, γιατί πέθανε σε τρία χρόνια, τρία χρόνια θλίψης και αγωνίας και για τους δυο μας. Απ' το πατρικό μου απεκόμισα μονάχα τις πολυτιμότερες αναμνήσεις, γιατί δεν υπάρχουν πολυτιμότερες αναμνήσεις για τον άνθρωπο απ' τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας στο πατρικό του σπίτι, κι αυτό γίνεται πάντα, αρκεί να βασιλεύει στην οικογένεια έστω κι ελάχιστη ομόνοια κι αγάπη. Μα κι απ' τη χειρότερη οικογένεια μπορείς να διατηρήσεις πολύτιμες αναμνήσεις, φτάνει μονάχα η ίδια η ψυχή σου να 'ναι ικανή ν' αναζητεί το αξιότερο. Ανάμεσα στις οικογενειακές μου αναμνήσεις συγκαταλέγω και την Ιερά Ιστορία που γι' αυτήν δοκίμαζα μεγάλη περιέργεια τότε στο πατρικό μου σπίτι σαν ήμουν παιδί. Είχα τότε ένα βιβλίο Ιεράς Ιστορίας με θαυμάσιες ζωγραφιές που ο τίτλος του ήταν: Εκατόν τέσσαρες ιεραί, ιστορίαι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Σ' αυτό το βιβλίο έμαθα να διαβάζω. Και τώρα ακόμα το 'χω μαζί μου, εδώ στο ράφι είναι, το φυλάω σαν πολύτιμο ενθύμιο. Μα και πριν ακόμα μάθω να διαβάζω, θυμάμαι πώς ένιωσα για πρώτη φορά τη θρησκευτική κατάνυξη, όταν ήμουν μόλις οχτώ χρονώ. Με είχε πάει η μητέρα μόνο μου (δε θυμάμαι πού ήταν τότε ο αδερφός μου) στο ναό του Κυρίου, μια Μεγάλη Δευτέρα. Η μέρα ήταν ξάστερη και γω, καθώς τα θυμάμαι τώρα, μου φαίνεται πως ξαναβλέπω το θυμίαμα ν' ανεβαίνει αργά προς τα πάνω, κι απ' το θόλο, από 'να στενό παραθυράκι, να ξεχύνονται οι αχτίδες του Θεού. Και καθώς το θυμίαμα έφτανε ως τις αχτίδες, θαρρούσες πως έλειωνε μέσα τους. Κοίταζα με συγκίνηση και για πρώτη φορά στη ζωή μου δέχτηκα τότε στην ψυχή μου το σπόρο του Θείου Λόγου με κατανόηση. Ένας έφηβος προχώρησε στη μέση του ναού μ' ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια, τόσο μεγάλο που τότε μου φάνηκε πως το σήκωνε με κόπο, το 'βαλε πάνω στο αναλόγιο, τ' άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει· και ξαφνικά εγώ τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάτι κατάλαβα απ' αυτά που διαβάζουν στον Οίκο του Κυρίου. Ζούσε στη χώρα ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής και είχε τόσο βιός, τόσες καμήλες, τόσα πρόβατα και τόσους όνους και τα παιδιά του χαίρονταν κι αυτός τ' αγαπούσε πολύ και παρακαλούσε γι' αυτά το Θεό: φοβόταν μην τυχόν κι αμαρτήσουν στη χαρά τους. Μα νά που ο Διάβολος ανεβαίνει μαζί με τους γιους του Θεού στο Θεό και του λέει πως διέτρεξε όλη τη γη και τα υπό την γην.

— Προσέσχες τη διανοία σου κατά τού παιδός μου Ιώβ; τον ρωτάει ο Θεός.

Και καυχήθηκε ο Θεός στο διάβολο δείχνοντάς του τον άγιο τον δούλο Του Ιώβ. O διάβολος εκάγχασε με τα λόγια τούτα του Θεού:

— Απόστειλον την χείρα σου και αίψαι πάντων, ων έχειν ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει.

Τότε λοιπόν ο Θεός του παρέδωσε τον δίκαιό του, τον τόσο αγαπημένο του, κι ο Διάβολος έπληξε τα παιδιά του και τα ζωντανά του και σκόρπισε την περιουσία του, όλα μαζί ξαφνικά σαν από οργή Θεού κι ο Ιώβ ξέσκισε τα ρούχα του κι έπεσε στα γόνατα λέγοντας:

— Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφείλατο ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο - εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας!

Πατέρες και δάσκαλοί μου, συγχωρέστε μου τα τωρινά μου δάκρυα, μα μου φαίνεται πως όλα τα παιδικά μου χρόνια ξανάρχονται και πάλι μπροστά μου. Αναπνέω και τώρα, όπως ανάπνεα και τότε, με το παιδικό οχτάχρονο στήθος μου και νιώθω, όπως και τότε, έκπληξη, ταραχή και χαρά. Μου είχαν τόσο μαγέψει τότε τη φαντασία μου οι καμήλες, ο Σατανάς που μιλούσε έτσι με το Θεό κι ο Θεός που παρέδωσε έτσι τον δούλο του στην απώλεια κι ο δούλος του που αναφωνούσε:

— Εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας, παρ' όλο που έτσι τον τιμωρούσε.

Και υστέρα εκείνα τα ήρεμα και γλυκά τραγούδια «Εισάκουσόν με, Κύριε» και πάλι το λιβάνι απ' το θυμιατήρι του ιερέα και οι προσευχές με τις γονυκλισίες! Από τότε —και χτες ακόμα άνοιξα εκείνο το βιβλίο— δεν μπορώ να διαβάσω αυτή την υπεράγια ιστορία χωρίς να δακρύσω. Τι μεγαλείο κρύβει μέσα της, τι μυστήριο!

Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. Άκουσα αργότερα τους σαρκαστές και τους χλευαστές να λένε τούτα τ' αλαζονικά λόγια:

— Πώς μπόρεσε ο Θεός να παραδώσει στο Διάβολο τον πιο αγαπητό απ' τους αγίους του, και να τον αφήσει να του πάρει τα παιδιά του, να τον αρρωστήσει και να γεμίσει το κορμί του πληγές, τόσο που τις έξυνε μ' ένα κεραμίδι για να βγάλει το πύον τους; Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Μονάχα να καυχηθεί στο Σατανά: Κοίτα τι μαρτύρια είναι άξιος να υποφέρει ένας άγιος δικός μου για χάρη μου!

Μα αυτό ίσα ίσα είναι το μεγαλείο, πως εδώ υπάρχει ένα μυστήριο. Μια φευγαλέα γήινη μορφή συναντιέται εδώ με την αιώνια αλήθεια. Μπροστά στην αλήθεια της γης πραγματώνεται μια πράξη αιώνιας αλήθειας. Εδώ ο πλάστης, όπως και τις πρώτες μέρες της δημιουργίας, σαν τέλειωνε το έργο της κάθε μέρας κι επαινούσε τον εαυτό του λέγοντας: «Καλό είναι αυτό που έφτιαξα», κοιτάει τον Ιώβ και πάλι παινεύεται για το δημιούργημά του. Κι ο Ιώβ, δοξάζοντας τον Κύριο, δεν υπηρετεί μονάχα Αυτόν μα κι όλη την δημιουργία Του, από γεννεάς εις γεννεάν και εις τους αιώνας των αιώνων. Γιατί αυτό ακριβώς του είχε προοριστεί. Θεέ μου, τι βιβλίο και τι διδαχές! Αυτή η Αγία Γραφή, τι θαύμα και τι δύναμη δόθηκε μ' αυτήν στον άνθρωπο! Λες και είναι ένα ανάγλυφο του κόσμου και του ανθρώπου και των ανθρώπινων χαρακτήρων. Όλα έχουν κατονομαστεί εκεί κι όλα έχουν καθοριστεί για τον αιώνα τον άπαντα. Και πόσα μυστήρια που έχουν λυθεί και αποκαλυφθεί! O Θεός ξανασηκώνει τον Ιώβ, του δίνει καινούργια πλούτη, περνάνε πολλά χρόνια και νά, του δίνει άλλα παιδιά κι αυτός τ' αγαπάει.

— Θεέ μου, μα πώς μπόρεσε, θα 'λεγε κανείς, ν' αγαπήσει τούτα τα καινούργια παιδιά, αφού εκείνα τα πρώτα δεν υπάρχουν; Όταν τα θυμάται, είναι τάχα δυνατό να 'ναι πλέρια ευτυχισμένος όπως ήταν πριν, όσο κι αν αγαπάει τα καινούργια παιδιά του;

Ε, λοιπόν είναι, είναι δυνατό. Η παλιά λύπη, από μια μυστηριώδη δύναμη της ανθρώπινης ζωής, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μια γλυκιά, τρυφερή χαρά. Το φλογερό νεανικό αίμα το διαδέχονται τα μειλίχια, ξάστερα γηρατειά: δοξάζω την καθημερινή ανατολή του ήλιου και η καρδιά μου τον υμνολογεί όπως και πρώτα, μα τώρα πια αγαπώ περισσότερο τη δύση του, τις μακριές πλάγιες αχτίδες του και μαζί μ' αυτές τις ήρεμες τρυφερές αναμνήσεις, τις αγαπητές μορφές της πολύχρονης κι ευλογημένης ζωής μου. Και πάνω απ' όλα είναι η αλήθεια του Θεού, η αλήθεια που πραΰνει, ειρηνεύει και συγχωρεί τα πάντα! Η ζωή μου τελειώνει, το ξέρω και το βλέπω, μα νιώθω την κάθε μέρα που μου απομένει πως η επίγεια ζωή συναντιέται με μια καινούργια ζωή, ατελεύτητη, άγνωστη, μα τόσο κοντινή, που η προαίσθησή της κάνει την ψυχή μου να δονείται από χαρά, το πνεύμα μου ν' αχτινοβολεί και την καρδιά μου να κλαίει από αγαλλίαση... Φίλοι και δάσκαλοι, άκουσα πολλές φορές, και τώρα τελευταία τ' άκουγα συχνότερα, πως οι ιερείς μας και ιδιαίτερα των χωριών, παραπονιούνται πικρά πως δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό που παίρνουν και πως έτσι εξευτελίζονται, και λένε ακόμα —το διάβασα κιόλας ο ίδιος— πως τάχα δεν μπορούν πια να ερμηνεύουν στο λαό τη Γραφή γιατί οι απολαβές τους δεν τους φτάνουν, και πως αν άρχισαν να 'ρχονται οι λουθηρανοί και οι αιρετικοί και ν' αποπλανούν το ποίμνιό τους, ε, ας το αποπλανούν μια που οι απολαβές τους είναι ανεπαρκείς. Θεέ μου! —σκέφτομαι— ας αυξηθούν οι τόσο πολύτιμες γι' αυτούς απολαβές (γιατί και τα δικά τους παράπονα είναι δίκαια), όμως «αληθώς λέγω υμίν:· για όλα αυτά το μισό φταίξιμο είναι δικό μας! Γιατί ας παραδεχτούμε πως ο ιερέας δεν έχει καιρό, πως έχει δίκιο λέγοντας ότι τσακίζεται στη δουλειά και στις διάφορες εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Μα δεν είναι δυνατόν να δουλεύει συνέχεια. Θα του μένει σίγουρα μια ώρα τη βδομάδα για να θυμηθεί και το Θεό. Κι ούτε πάλι δουλεύει όλο το χρόνο συνέχεια. Μπορούσε μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, το βράδι, να καλέσει στο σπίτι του έστω και τα παιδιά μονάχα στην αρχή και να τους μιλήσει. Θα το μάθαιναν αυτό οι πατεράδες τους και θα πήγαιναν κι αυτοί. Κι ούτε χρειάζονται να χτιστούν μέγαρα για να γίνει αυτό. Μπορεί να τους δεχτεί και στην ίζμπα του. Κι ούτε θα πρέπει να φοβάται πως θα του βρωμίσουν την ίζμπα του. Για μιαν ώρα όλη κι όλη θα τους φιλοξενήσει. Θα μπορούσε ν' ανοίξει τότε αυτό το βιβλίο και να τους διαβάσει χωρίς υπέρσοφες κουβέντες και χωρίς οίηση και χωρίς να επαίρεται γι' αυτό, μα συγκινημένα και τρυφερά, νιώθοντας κι ο ίδιος χαρά που τους διαβάζει και εκείνοι τον ακούν και τον καταλαβαίνουν, αγαπώντας κι ο ίδιος τούτες τις ρήσεις, σταματώντας μονάχα πού και πού για να εξηγήσει μια λέξη που δεν την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι. Κι ας μην ανησυχεί, όλα θα τα καταλάβουν, όλα θα τα καταλάβει η ορθόδοξη καρδιά! Ας τους διαβάσει για τον Αβραάμ και τη Σάρα, για τον Ισαάκ και τη Ρεβέκα, για το πώς ο Ιακώβ πήγαινε στον Λάβαν και πάλεψε στ' όνειρό του με τον Κύριο και είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος» και τα λόγια του θα εντυπωθούν στο ευλαβικό πνεύμα των απλών ανθρώπων. Ας τους διαβάσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, για το πώς τ' αδέρφια πουλήσανε για δούλο τον ίδιο τον αδερφό τους, τον μικρό Ιωσήφ, τον ερμηνευτή των ονείρων και μεγάλο προφήτη, και πως είπανε στον πατέρα, δείχνοντας τα ματωμένα ρούχα του, ότι τον καταξέσκισε ένα άγριο θηρίο. Ας τους διαβάσει πώς ήρθαν αργότερα τ' αδέρφια στην Αίγυπτο για να βρουν ψωμί και πώς βρήκαν τον Ιωσήφ μεγάλο άρχοντα πια στο παλάτι, δεν τον γνώρισαν, κι εκείνος τους βασάνισε, τους κατηγόρησε, κράτησε τον αδερφό του Βενιαμίν, κι όλα αυτά από αγάπη, από αγάπη:

— Σας αγαπάω και γι' αυτό σας παιδεύω.

Γιατί όλη του τη ζωή θυμόταν πως τον πουλήσανε κάπου εκεί στην φλογισμένη έρημο, κοντά στο πηγάδι, στους εμπόρους και πως αυτός έκλαιγε και ικέτευε τ' αδέρφια του να μην τον πουλήσουν σκλάβο σε ξένη χώρα. Και νά που τώρα, όταν τους ξανάδε ύστερα από τόσα χρόνια, τους ξαναγάπησε άμετρα, μα τους βασάνιζε και τους παίδευε, όλο αγαπώντας τους. Τέλος φεύγει από κοντά τους μην μπορώντας να υποφέρει αυτό το μαρτύριο, πέφτει στην κλίνη του και βάζει τα κλάματα. Ύστερα σκουπίζει τα μάτια του και βγαίνει λάμποντας από χαρά και τους αναγγέλλει:

— Αδέρφια μου, είμαι ο Ιωσήφ, ο αδερφός σας!

Ας τους διαβάσει ύστερα για το πόσο χάρηκε ο γέρος Ιακώβ σαν έμαθε πως ζει ακόμα το αγαπημένο του παιδί και πως τράβηξε για την Αίγυπτο, παρατώντας και την πατρίδα του ακόμα, και πέθανε στην ξένη γη, κληροδοτώντας στους αιώνες τον πιο μεγάλο λόγο, που τον κρατούσε σ' όλη του τη ζωή κρυμμένο μυστικά στη μειλίχια και φοβισμένη καρδιά του, πως απ' τη γεννιά του, απ' τον Ιούδα, θα προέλθει Εκείνος που Τον προσδοκά όλος ο κόσμος, ο Συμφιλιωτής και Σωτήρας του! Πατέρες και δάσκαλοι, συγχωρέστε με και μη θυμώνετε που κάθομαι και τ' αραδιάζω όλα αυτά σαν μικρό παιδί, ενώ εσείς τα ξέρετε προ πολλού και θα μπορούσατε και μένα να μου τα διδάξετε εκατό φορές πιο καλά και όμορφα. Μα είναι απ' τον ενθουσιασμό μου που μιλάω έτσι και συγχωρέστε μου αυτά τα δάκρια γιατί τ' αγαπώ το βιβλίο! Ας κλάψει κι εκείνος, ο ιερέας του Θεού, και θα δει πως θα συγκινηθούν οι καρδιές των ανθρώπων που τον ακούν. Μονάχα ένας μικρός σπόρος χρειάζεται, ένας μικρούτσικος σπόρος: ας ρίξει αυτόν τον σπόρο στην ψυχή του απλού ανθρώπου και δε θα πεθάνει, θα ζει πάντα εκεί πέρα, σ' όλη του τη ζωή, θα μείνει εκεί μες στο σκοτάδι, μέσα στη δυσωδία των κριμάτων του σαν φωτερό σημείο, σαν μια μεγάλη υπενθύμιση. Κι ούτε χρειάζεται να του τα εξηγήσει κανείς και να τον διδάξει. Θα τα καταλάβει μόνος του έτσι απλά όπως είναι. Μήπως τάχα νομίζετε πως δε θα σας καταλάβει ο απλός άνθρωπος; Δοκιμάστε και διαβάστε του τη συγκινητική ιστορία της πεντάμορφης Εσθήρ και της υπεροπτικής Βαστχί, ή τη θαυμαστή διήγηση για τον προφήτη Ιωνά και το κήτος. Μην ξεχνάτε ακόμα να τους διαβάσετε τις παραβολές του Κυρίου, ιδιαίτερα απ' το Ευαγγέλιο του Λουκά (έτσι έκανα εγώ) και ύστερα απ' τις Πράξεις των Αποστόλων τη μεταστροφή του Σαούλ (αυτό το δίχως άλλο, το δίχως άλλο!) και τέλος απ' τα Συναξάρια τη ζωή του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού, και της Μαρίας της Αιγύπτιας, της πιο μεγάλης απ' τις μεγάλες, της χαρούμενης μάρτυρος, της θεολήπτου και χριστοφόρου. Μ' αυτές τις απλές ιστορίες θα τον αιχμαλωτίσεις κι όλα αυτά με μιαν ώρα την εβδομάδα, παραβλέποντας το μικρό σου μισθό, με μιαν ωρίτσα μονάχα. Και τότε θα δει μονάχος του πως ο απλός λαός είναι μεγαλόδωρος και ευγνώμων και θα τον ανταμείψει στο εκατονταπλάσιο, ενθυμούμενος το ζήλο του ιερέα του και τα συγκινημένα λόγια του· θα τον βοηθήσει στο χωράφι του, στο σπίτι του, μα και σε σεβασμό θα τον ανταμείψει περισσότερο, νά λοιπόν που και οι αποδοχές του έτσι θ' αυξηθούν. Το πράγμα είναι τόσο απλό που πολλές φορές φοβόμαστε και να το πούμε γιατί νομίζουμε πως οι άλλοι θα γελάσουν μαζί μας κι όμως πόσο όλα αυτά είναι σωστά! Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό, δεν πιστεύει και στον λαό Του. Μα όποιος πιστέψει στο λαό Του, εκείνος θα πιστέψει και στην αγιότητά Του, έστω κι αν ως τότε δεν πίστευε καθόλου σ' αυτήν. Μονάχα ο λαός και η μελλούμενη πνευματική του δύναμη θα κάνει τους αθεϊστές μας, που απαρνήθηκαν την πατρική τους γη, να ξαναγυρίσουν σ' αυτήν. Μα τι αξίζει ο λόγος του Χριστού χωρίς το παράδειγμα; O λαός θα χαθεί αν του λείψει ο λόγος του Θεού γιατί η ψυχή του διψάει τη διδαχή και τον ωραίο ενστερνισμό της. Όταν ήμουν νέος, εδώ και σαράντα χρόνια πάνω κάτω, οδοιπορούσαμε με τον πάτερ Άνθιμο σ' όλη τη Ρωσία, μαζεύοντας για το μοναστήρι μας δωρεές. Μια φορά κονέψαμε για τη νύχτα στον όχτο ενός μεγάλου πλωτού ποταμού μαζί με τους ψαράδες. Στην παρέα μας ήρθε κι ένα καλοκαμωμένο παλικάρι, χωρικός, που φαινόταν να 'ναι δεκαοχτώ χρονώ. Βιαζότανε να φτάσει την άλλη μέρα στον τόπο της δουλειάς του. Θα τραβούσε τη μαούνα κάποιου έμπορα. Τον έβλεπα που κοίταζε με καλοσύνη και το βλέμμα του ήταν απονήρευτο. Ήταν μια νύχτα ξάστερη, ήσυχη, ζεστή —Ιούλιος μήνας— το ποτάμι ήταν φαρδύ, ένας αχνός ανέβαινε και μας δρόσιζε, πού και πού πλατάγιζε ελαφρά κανένα ψαράκι, τα πουλιά είχαν σωπάσει, όλα ήταν ήρεμα, απαλά, λες και κάνανε την προσευχή τους στο Θεό. Εγώ κι εκείνο το παλικάρι ξαγρυπνούσαμε και πιάσαμε κουβέντα για την ομορφιά τούτου του κόσμου και για το μεγάλο του μυστήριο. Το κάθε χορταράκι, το κάθε ζουζούνι, το μερμήγκι, η χρυσαφένια μέλισσα, όλα ξέρουν θαυμάσια το δρόμο τους κι ας μην έχουν καθόλου μυαλό, μαρτυρούν το θεϊκό μυστήριο, το πραγματοποιούν αδιάκοπα αυτά τα ίδια, του 'λεγα. Και βλέπω που το παλικάρι ενθουσιάστηκε. Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει το δάσος, τα πουλάκια του. Πρώτα κυνηγούσε πουλιά, καταλάβαινε το κάθε τους σφύριγμα, ήξερε να φωνάζει κοντά του το κάθε πουλάκι.

— Δεν ξέρω τίποτα πιο όμορφο απ' το δάσος, μου λέει, δεν ξέρω, μα πάλι κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι...

— Σωστά, του απαντάω, κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι, όλα είναι καλά κι ωραία γιατί όλα είναι η αλήθεια. Κοίτα, του λέω, το άλογο: είναι ένα μεγάλο ζώο, τόσο κοντινό στον άνθρωπο, κοίτα το βόδι που τρέφει τον άνθρωπο, που δουλεύει γι' αυτόν σκυφτό, στοχαστικό, κοίταξε τη μορφή τους: τι τρυφερότητα, τι μεγάλη αφοσίωση που 'χουν για τον άνθρωπο μ' όλο που εκείνος τα χτυπάει καμιά φορά άσπλαχνα, τι άκακη, τι εύπιστη και τι όμορφη που είναι η μορφή τους. Είναι συγκινητικό να ξέρεις πως αυτά είναι αναμάρτητα, γιατί όλα είναι τέλεια, όλα εκτός απ' τον άνθρωπο είναι αναμάρτητα και ο Χριστός ήταν μαζί τους πριν έρθει σε μας.

— Μα σοβαρά το λες, ρωτάει το παλικάρι, πως ο Χριστός είναι και μαζί τους;

— Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; του λέω εγώ. Γιατί ο Λόγος είναι για όλους: όλη η δημιουργία, όλα τα πλάσματα, κάθε φυλλαράκι στρέφεται προς τον Λόγο, υμνεί τον Κύριο, κλαίει στο Χριστό, εκτελώντας όλα αυτά με το μυστήριο της αναμάρτητης ύπαρξής του. Νά, στο δάσος, του λέω, πλανιέται η τρομερή αρκούδα, η άγρια και η φοβερή, κι όμως είναι εντελώς αθώα γι' αυτό.

Και του διηγήθηκα πώς ήρθε μια φορά μια αρκούδα σ' έναν μεγάλο άγιο που έσωζε την ψυχή του στο δάσος σ' ένα μικρό κελί. O άγιος συγκινήθηκε που την είδε, την πλησίασε άφοβα και της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί:

— Πήγαινε, σαν να της έλεγε, κι ο Χριστός μαζί σου, και το άγριο θεριό έφυγε υπάκουα και ταπεινά, χωρίς να του κάνει κακό.

Και το παλικάρι χάρηκε που 'φυγε και δεν του 'κανε κακό και που ο Χριστός ήταν μαζί της.

— Αχ, λέει, πόσο είναι όμορφο αυτό, πόσο είναι όμορφα και θαυμαστά όλα τα θεϊκά πράγματα!

Καθόταν εκεί συλλογισμένος ήρεμα και γλυκά. Είδα πως κατάλαβε. Και κοιμήθηκε δίπλα μου με ύπνον ελαφρύ, αναμάρτητο. Ευλόγησε, Θεέ μου, τη νεότητα! Προσευχήθηκα τότε γι' αυτόν πριν πέσω για ύπνο. Κύριε, στείλε το φως και την ειρήνη στους ανθρώπους σου!

6. ΙΙ. β) Ολίγα περί της επιδράσεως... 6. II. b) A little about the effect...

β) Ολίγα περί της επιδράσεως της Αγίας Γραφής εις τον βίον του στάρετς Ζωσιμά b) A little about the influence of the Bible on the life of the starets Zosima

Έμεινα τότε μόνος με τη μητερούλα μου. I was then left alone with my little mother. Σε λίγο καιρό καλοί φίλοι την συμβούλεψαν και της είπαν πως μια και σας έμεινε ένας μονάχα, γιος και μια και δεν είστε φτωχιά κι έχετε κάποια περιουσία, γιατί να μην στείλετε το γιόκα σας στην Πετρούπολη, όπως κάνουν όλοι; Μένοντας εδώ ίσως και να του στερήσετε μια λαμπρή τύχη. Some time later, good friends advised her and told her that since you have only one son left, and since you are not poor and have some property, why not send your son to Petersburg, as everyone else does? By staying here you might even deprive him of a brilliant fortune. Της ρίξανε ακόμα την ιδέα να μπω στη Στρατιωτική Σχολή για να καταταγώ στην αυτοκρατορική φρουρά. She even pitched the idea of me entering the Military School to join the Imperial Guard. Η μητέρα πολύν καιρό δεν μπορούσε να τ' αποφασίσει: δεν της έκανε καρδιά ν' αποχωριστεί κι απ' τον τελευταίο της γιο. The mother could not make up her mind for a long time: she did not have the heart to part with her last son. Τέλος ωστόσο τ' αποφάσισε, αν κι έκλαψε πολύ. Finally, however, he decided, though he cried a lot. Νόμιζε πως αφήνοντάς με να φύγω, φροντίζει για την ευτυχία μου. He thought that by letting me go, he was ensuring my happiness. Με πήγε στην Πετρούπολη και μ' έβαλε στη Σχολή. He took me to Petersburg and put me in the school. Από τότε δεν την ξανάδα, γιατί πέθανε σε τρία χρόνια, τρία χρόνια θλίψης και αγωνίας και για τους δυο μας. I have not seen her since, because she died in three years, three years of grief and anguish for both of us. Απ' το πατρικό μου απεκόμισα μονάχα τις πολυτιμότερες αναμνήσεις, γιατί δεν υπάρχουν πολυτιμότερες αναμνήσεις για τον άνθρωπο απ' τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας στο πατρικό του σπίτι, κι αυτό γίνεται πάντα, αρκεί να βασιλεύει στην οικογένεια έστω κι ελάχιστη ομόνοια κι αγάπη. From my father's house I have only the most precious memories, because there are no more precious memories for a man than the memories of his childhood in his father's house, and this is always the case, as long as there is even a minimum of harmony and love in the family. Μα κι απ' τη χειρότερη οικογένεια μπορείς να διατηρήσεις πολύτιμες αναμνήσεις, φτάνει μονάχα η ίδια η ψυχή σου να 'ναι ικανή ν' αναζητεί το αξιότερο. But even from the worst family you can keep precious memories, if only your own soul is capable of seeking the most precious. Ανάμεσα στις οικογενειακές μου αναμνήσεις συγκαταλέγω και την Ιερά Ιστορία που γι' αυτήν δοκίμαζα μεγάλη περιέργεια τότε στο πατρικό μου σπίτι σαν ήμουν παιδί. Among my family memories I include Sacred History, for which I was very curious at my parents' house as a child. Είχα τότε ένα βιβλίο Ιεράς Ιστορίας με θαυμάσιες ζωγραφιές που ο τίτλος του ήταν: Εκατόν τέσσαρες ιεραί, ιστορίαι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. I then had a book of sacred history with wonderful drawings whose title was: One hundred and four priests, histories of the Old and New Testament. Σ' αυτό το βιβλίο έμαθα να διαβάζω. In this book I learned to read. Και τώρα ακόμα το 'χω μαζί μου, εδώ στο ράφι είναι, το φυλάω σαν πολύτιμο ενθύμιο. And now I still have it with me, it's here on the shelf, I keep it as a precious keepsake. Μα και πριν ακόμα μάθω να διαβάζω, θυμάμαι πώς ένιωσα για πρώτη φορά τη θρησκευτική κατάνυξη, όταν ήμουν μόλις οχτώ χρονώ. But even before I learned to read, I remember how I first felt religious devotion when I was only eight years old. Με είχε πάει η μητέρα μόνο μου (δε θυμάμαι πού ήταν τότε ο αδερφός μου) στο ναό του Κυρίου, μια Μεγάλη Δευτέρα. My mother had taken me alone (I don't remember where my brother was then) to the temple of the Lord, one Holy Monday. Η μέρα ήταν ξάστερη και γω, καθώς τα θυμάμαι τώρα, μου φαίνεται πως ξαναβλέπω το θυμίαμα ν' ανεβαίνει αργά προς τα πάνω, κι απ' το θόλο, από 'να στενό παραθυράκι, να ξεχύνονται οι αχτίδες του Θεού. The day was clear, and I, as I remember it now, seem to me to see again the incense rising slowly upwards, and from the dome, through a narrow window, the rays of God's light pouring out. Και καθώς το θυμίαμα έφτανε ως τις αχτίδες, θαρρούσες πως έλειωνε μέσα τους. And as the incense reached the rays, you thought it was melting in them. Κοίταζα με συγκίνηση και για πρώτη φορά στη ζωή μου δέχτηκα τότε στην ψυχή μου το σπόρο του Θείου Λόγου με κατανόηση. I looked on with emotion and for the first time in my life I received the seed of the Divine Word in my soul with understanding. Ένας έφηβος προχώρησε στη μέση του ναού μ' ένα μεγάλο βιβλίο στα χέρια, τόσο μεγάλο που τότε μου φάνηκε πως το σήκωνε με κόπο, το 'βαλε πάνω στο αναλόγιο, τ' άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει· και ξαφνικά εγώ τότε, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κάτι κατάλαβα απ' αυτά που διαβάζουν στον Οίκο του Κυρίου. A teenager walked into the middle of the temple with a large book in his hands, so large that it seemed to me at the time that he was lifting it with difficulty, put it on the lectern, opened it and began to read; and suddenly I then, for the first time in my life, understood something of what they read in the House of the Lord. Ζούσε στη χώρα ένας άνθρωπος δίκαιος και ευσεβής και είχε τόσο βιός, τόσες καμήλες, τόσα πρόβατα και τόσους όνους και τα παιδιά του χαίρονταν κι αυτός τ' αγαπούσε πολύ και παρακαλούσε γι' αυτά το Θεό: φοβόταν μην τυχόν κι αμαρτήσουν στη χαρά τους. There lived in the country a just and pious man and had so much life, so many camels, so many sheep and so many mules, and his children were happy and he loved them very much and prayed to God for them: he was afraid that they might sin in their joy. Μα νά που ο Διάβολος ανεβαίνει μαζί με τους γιους του Θεού στο Θεό και του λέει πως διέτρεξε όλη τη γη και τα υπό την γην. But behold, the devil goes up with the sons of God to God and tells him that he has gone over all the earth and the things under the earth.

— Προσέσχες τη διανοία σου κατά τού παιδός μου Ιώβ; τον ρωτάει ο Θεός. - Hast thou kept thy countenance upon my son Job? saith God to him.

Και καυχήθηκε ο Θεός στο διάβολο δείχνοντάς του τον άγιο τον δούλο Του Ιώβ. And God glorified the devil by showing him His holy servant Job. O διάβολος εκάγχασε με τα λόγια τούτα του Θεού: The devil was confounded at these words of God:

— Απόστειλον την χείρα σου και αίψαι πάντων, ων έχειν ή μην εις πρόσωπόν σε ευλογήσει. - Send forth thine hand, and smite all that hath or hath not blessed thee in thy face.

Τότε λοιπόν ο Θεός του παρέδωσε τον δίκαιό του, τον τόσο αγαπημένο του, κι ο Διάβολος έπληξε τα παιδιά του και τα ζωντανά του και σκόρπισε την περιουσία του, όλα μαζί ξαφνικά σαν από οργή Θεού κι ο Ιώβ ξέσκισε τα ρούχα του κι έπεσε στα γόνατα λέγοντας: So then God gave him his righteous man, his beloved, and the devil struck his children and his livestock and scattered his possessions, all at once as if in the wrath of God, and Job tore his clothes and fell on his knees, saying:

— Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι εκεί· ό Κύριος έδωκεν, ό Κύριος αφείλατο ως τω Κυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο - εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας! - Naked I went forth from my mother's womb, naked I went forth thither: the LORD gave, the LORD hath given, the LORD hath left, as the LORD gave, so it is done; blessed be the name of the LORD for ever and ever.

Πατέρες και δάσκαλοί μου, συγχωρέστε μου τα τωρινά μου δάκρυα, μα μου φαίνεται πως όλα τα παιδικά μου χρόνια ξανάρχονται και πάλι μπροστά μου. My fathers and teachers, forgive my present tears, but it seems to me that all my childhood years are coming back to me again. Αναπνέω και τώρα, όπως ανάπνεα και τότε, με το παιδικό οχτάχρονο στήθος μου και νιώθω, όπως και τότε, έκπληξη, ταραχή και χαρά. I am breathing now, as I was breathing then, with my childish eight-year-old chest, and I feel, as I did then, surprise, excitement and joy. Μου είχαν τόσο μαγέψει τότε τη φαντασία μου οι καμήλες, ο Σατανάς που μιλούσε έτσι με το Θεό κι ο Θεός που παρέδωσε έτσι τον δούλο του στην απώλεια κι ο δούλος του που αναφωνούσε: My imagination was so captivated at that time by the camels, by Satan talking to God like that, and by God giving his servant to perdition like that, and by his servant crying out:

— Εϊη το όνομα Κυρίου ευλογημένον εις τους αιώνας, παρ' όλο που έτσι τον τιμωρούσε. - May the name of the LORD be blessed for ever, though he thus punished him.

Και υστέρα εκείνα τα ήρεμα και γλυκά τραγούδια «Εισάκουσόν με, Κύριε» και πάλι το λιβάνι απ' το θυμιατήρι του ιερέα και οι προσευχές με τις γονυκλισίες! And then those calm and sweet songs "Hear me, Lord" and again the incense from the priest's censer and the prayers with the kneelings! Από τότε —και χτες ακόμα άνοιξα εκείνο το βιβλίο— δεν μπορώ να διαβάσω αυτή την υπεράγια ιστορία χωρίς να δακρύσω. Since then - and I still opened that book yesterday - I can't read this supreme story without tears. Τι μεγαλείο κρύβει μέσα της, τι μυστήριο! What greatness it hides within it, what a mystery!

Είναι κάτι που δεν μπορεί να φανταστεί κανείς. It is something that cannot be imagined. Άκουσα αργότερα τους σαρκαστές και τους χλευαστές να λένε τούτα τ' αλαζονικά λόγια: I later heard the scoffers and the scoffers say these arrogant words:

— Πώς μπόρεσε ο Θεός να παραδώσει στο Διάβολο τον πιο αγαπητό απ' τους αγίους του, και να τον αφήσει να του πάρει τα παιδιά του, να τον αρρωστήσει και να γεμίσει το κορμί του πληγές, τόσο που τις έξυνε μ' ένα κεραμίδι για να βγάλει το πύον τους; Κι όλα αυτά για ποιο λόγο; Μονάχα να καυχηθεί στο Σατανά: Κοίτα τι μαρτύρια είναι άξιος να υποφέρει ένας άγιος δικός μου για χάρη μου! - How could God deliver to the devil the most beloved of his saints, and let him take his children from him, make him sick, and fill his body with sores, so much so that he scratched them with a tile to get the pus out of them? And all for what purpose? Only to boast to Satan: See what torments a saint of mine is worthy to suffer for my sake!

Μα αυτό ίσα ίσα είναι το μεγαλείο, πως εδώ υπάρχει ένα μυστήριο. But that's just the great thing, that there's a mystery here. Μια φευγαλέα γήινη μορφή συναντιέται εδώ με την αιώνια αλήθεια. A fleeting earthly form meets here with eternal truth. Μπροστά στην αλήθεια της γης πραγματώνεται μια πράξη αιώνιας αλήθειας. In front of the truth of the earth an act of eternal truth is realized. Εδώ ο πλάστης, όπως και τις πρώτες μέρες της δημιουργίας, σαν τέλειωνε το έργο της κάθε μέρας κι επαινούσε τον εαυτό του λέγοντας: «Καλό είναι αυτό που έφτιαξα», κοιτάει τον Ιώβ και πάλι παινεύεται για το δημιούργημά του. Here the sculptor, as in the first days of creation, as if he were completing the work of each day and praising himself by saying: "Good is what I have made," he looks at Job and again praises himself for his creation. Κι ο Ιώβ, δοξάζοντας τον Κύριο, δεν υπηρετεί μονάχα Αυτόν μα κι όλη την δημιουργία Του, από γεννεάς εις γεννεάν και εις τους αιώνας των αιώνων. And Job, glorifying the Lord, serves not only Him, but all His creation, from generation to generation and for ever and ever. Γιατί αυτό ακριβώς του είχε προοριστεί. Because that's exactly what he was meant to do. Θεέ μου, τι βιβλίο και τι διδαχές! My God, what a book and what teachings! Αυτή η Αγία Γραφή, τι θαύμα και τι δύναμη δόθηκε μ' αυτήν στον άνθρωπο! This Bible, what a miracle and what power has been given to man by it! Λες και είναι ένα ανάγλυφο του κόσμου και του ανθρώπου και των ανθρώπινων χαρακτήρων. As if it is a relief of the world and of man and human characters. Όλα έχουν κατονομαστεί εκεί κι όλα έχουν καθοριστεί για τον αιώνα τον άπαντα. All things have been named there and all things have been determined for ever and ever. Και πόσα μυστήρια που έχουν λυθεί και αποκαλυφθεί! And how many mysteries that have been solved and revealed! O Θεός ξανασηκώνει τον Ιώβ, του δίνει καινούργια πλούτη, περνάνε πολλά χρόνια και νά, του δίνει άλλα παιδιά κι αυτός τ' αγαπάει. God raises Job up again, gives him new riches, many years pass, and here he is, giving him more children and he loves them.

— Θεέ μου, μα πώς μπόρεσε, θα 'λεγε κανείς, ν' αγαπήσει τούτα τα καινούργια παιδιά, αφού εκείνα τα πρώτα δεν υπάρχουν; Όταν τα θυμάται, είναι τάχα δυνατό να 'ναι πλέρια ευτυχισμένος όπως ήταν πριν, όσο κι αν αγαπάει τα καινούργια παιδιά του; - My God, but how could anyone love these new children, since those first ones do not exist? When he remembers them, is it possible that he can be as happy as he was before, no matter how much he loves his new children?

Ε, λοιπόν είναι, είναι δυνατό. Η παλιά λύπη, από μια μυστηριώδη δύναμη της ανθρώπινης ζωής, μεταβάλλεται σιγά σιγά σε μια γλυκιά, τρυφερή χαρά. The old sadness, from a mysterious force of human life, is slowly transformed into a sweet, tender joy. Το φλογερό νεανικό αίμα το διαδέχονται τα μειλίχια, ξάστερα γηρατειά: δοξάζω την καθημερινή ανατολή του ήλιου και η καρδιά μου τον υμνολογεί όπως και πρώτα, μα τώρα πια αγαπώ περισσότερο τη δύση του, τις μακριές πλάγιες αχτίδες του και μαζί μ' αυτές τις ήρεμες τρυφερές αναμνήσεις, τις αγαπητές μορφές της πολύχρονης κι ευλογημένης ζωής μου. The fiery youthful blood is succeeded by the meek, sober old age: I glorify the daily sunrise and my heart hymns it as before, but now I love more its setting, its long side rays, and with them the calm, tender memories, the dear forms of my long and blessed life. Και πάνω απ' όλα είναι η αλήθεια του Θεού, η αλήθεια που πραΰνει, ειρηνεύει και συγχωρεί τα πάντα! And above all, it is the truth of God, the truth that does good, makes peace and forgives all things! Η ζωή μου τελειώνει, το ξέρω και το βλέπω, μα νιώθω την κάθε μέρα που μου απομένει πως η επίγεια ζωή συναντιέται με μια καινούργια ζωή, ατελεύτητη, άγνωστη, μα τόσο κοντινή, που η προαίσθησή της κάνει την ψυχή μου να δονείται από χαρά, το πνεύμα μου ν' αχτινοβολεί και την καρδιά μου να κλαίει από αγαλλίαση... Φίλοι και δάσκαλοι, άκουσα πολλές φορές, και τώρα τελευταία τ' άκουγα συχνότερα, πως οι ιερείς μας και ιδιαίτερα των χωριών, παραπονιούνται πικρά πως δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό που παίρνουν και πως έτσι εξευτελίζονται, και λένε ακόμα —το διάβασα κιόλας ο ίδιος— πως τάχα δεν μπορούν πια να ερμηνεύουν στο λαό τη Γραφή γιατί οι απολαβές τους δεν τους φτάνουν, και πως αν άρχισαν να 'ρχονται οι λουθηρανοί και οι αιρετικοί και ν' αποπλανούν το ποίμνιό τους, ε, ας το αποπλανούν μια που οι απολαβές τους είναι ανεπαρκείς. My life is ending, I know it and I see it, but I feel every day that remains to me that the earthly life meets a new life, unending, unknown, but so close that the premonition of it makes my soul vibrate with joy, my spirit shine and my heart weep with joy... Friends and teachers, I have heard many times, and lately I have heard it more often, that our priests, especially in the villages, complain bitterly that they cannot live on the salary they receive and that they are thus humiliated, and they also say - I have read it myself - that they can no longer interpret the Scriptures to the people because their salaries are not enough, and that if the Lutherans and heretics have begun to come and seduce their flock, well, let them seduce them since their salaries are insufficient. Θεέ μου! Oh, my God! —σκέφτομαι— ας αυξηθούν οι τόσο πολύτιμες γι' αυτούς απολαβές (γιατί και τα δικά τους παράπονα είναι δίκαια), όμως «αληθώς λέγω υμίν:· για όλα αυτά το μισό φταίξιμο είναι δικό μας! -I think- let the rewards so precious to them be increased (for their complaints are just too), but "Verily I say unto you:- for all this half the blame is ours! Γιατί ας παραδεχτούμε πως ο ιερέας δεν έχει καιρό, πως έχει δίκιο λέγοντας ότι τσακίζεται στη δουλειά και στις διάφορες εκκλησιαστικές υπηρεσίες. Because let's admit that the priest has no time, that he is right in saying that he is busting his ass at work and at the various church services. Μα δεν είναι δυνατόν να δουλεύει συνέχεια. But it's not possible to work all the time. Θα του μένει σίγουρα μια ώρα τη βδομάδα για να θυμηθεί και το Θεό. He will certainly have an hour a week to remember God. Κι ούτε πάλι δουλεύει όλο το χρόνο συνέχεια. And it still doesn't work all year round all the time either. Μπορούσε μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, το βράδι, να καλέσει στο σπίτι του έστω και τα παιδιά μονάχα στην αρχή και να τους μιλήσει. At least once a week, in the evening, he could invite the children to his house at least once a week and talk to them. Θα το μάθαιναν αυτό οι πατεράδες τους και θα πήγαιναν κι αυτοί. Their fathers would learn that and they would go too. Κι ούτε χρειάζονται να χτιστούν μέγαρα για να γίνει αυτό. Nor do they need to build mansions to do this. Μπορεί να τους δεχτεί και στην ίζμπα του. He can even accept them in his root canal. Κι ούτε θα πρέπει να φοβάται πως θα του βρωμίσουν την ίζμπα του. And he shouldn't have to worry about getting his root beer dirty either. Για μιαν ώρα όλη κι όλη θα τους φιλοξενήσει. For one hour all and all will accommodate them. Θα μπορούσε ν' ανοίξει τότε αυτό το βιβλίο και να τους διαβάσει χωρίς υπέρσοφες κουβέντες και χωρίς οίηση και χωρίς να επαίρεται γι' αυτό, μα συγκινημένα και τρυφερά, νιώθοντας κι ο ίδιος χαρά που τους διαβάζει και εκείνοι τον ακούν και τον καταλαβαίνουν, αγαπώντας κι ο ίδιος τούτες τις ρήσεις, σταματώντας μονάχα πού και πού για να εξηγήσει μια λέξη που δεν την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι. He could then open this book and read them without superlatives and without praise and without boasting about it, but with emotion and tenderness, feeling himself happy that he is reading them and that they listen to him and understand him, loving these sayings, stopping only now and then to explain a word that ordinary people do not understand. Κι ας μην ανησυχεί, όλα θα τα καταλάβουν, όλα θα τα καταλάβει η ορθόδοξη καρδιά! And don't worry, everything will be understood, everything will be understood by the Orthodox heart! Ας τους διαβάσει για τον Αβραάμ και τη Σάρα, για τον Ισαάκ και τη Ρεβέκα, για το πώς ο Ιακώβ πήγαινε στον Λάβαν και πάλεψε στ' όνειρό του με τον Κύριο και είπε: «Ως φοβερός ο τόπος ούτος» και τα λόγια του θα εντυπωθούν στο ευλαβικό πνεύμα των απλών ανθρώπων. Let them read about Abraham and Sarah, about Isaac and Rebekah, about how Jacob went to Laban and wrestled in his dream with the Lord and said: "How dreadful is this place!" and his words will impress themselves on the reverent spirit of the common people. Ας τους διαβάσει, ιδιαίτερα στα παιδιά, για το πώς τ' αδέρφια πουλήσανε για δούλο τον ίδιο τον αδερφό τους, τον μικρό Ιωσήφ, τον ερμηνευτή των ονείρων και μεγάλο προφήτη, και πως είπανε στον πατέρα, δείχνοντας τα ματωμένα ρούχα του, ότι τον καταξέσκισε ένα άγριο θηρίο. Let them read, especially to the children, how the brothers sold their own brother, little Joseph, the interpreter of dreams and great prophet, into slavery, and how they told the father, showing his bloody clothes, that he had been torn by a wild beast. Ας τους διαβάσει πώς ήρθαν αργότερα τ' αδέρφια στην Αίγυπτο για να βρουν ψωμί και πώς βρήκαν τον Ιωσήφ μεγάλο άρχοντα πια στο παλάτι, δεν τον γνώρισαν, κι εκείνος τους βασάνισε, τους κατηγόρησε, κράτησε τον αδερφό του Βενιαμίν, κι όλα αυτά από αγάπη, από αγάπη: Let them read how later the brothers came to Egypt to find bread and how they found Joseph, now a great ruler in the palace, they did not know him, and he tortured them, accused them, kept his brother Benjamin, and all this out of love, out of love:

— Σας αγαπάω και γι' αυτό σας παιδεύω. - I love you and that's why I'm chastising you.

Γιατί όλη του τη ζωή θυμόταν πως τον πουλήσανε κάπου εκεί στην φλογισμένη έρημο, κοντά στο πηγάδι, στους εμπόρους και πως αυτός έκλαιγε και ικέτευε τ' αδέρφια του να μην τον πουλήσουν σκλάβο σε ξένη χώρα. For all his life he remembered how he had been sold somewhere out there in the fiery desert, near the well, to the merchants, and how he cried and begged his brothers not to sell him as a slave in a foreign land. Και νά που τώρα, όταν τους ξανάδε ύστερα από τόσα χρόνια, τους ξαναγάπησε άμετρα, μα τους βασάνιζε και τους παίδευε, όλο αγαπώντας τους. And now, when he saw them again after so many years, he loved them again, but he tortured and tormented them, loving them all the while. Τέλος φεύγει από κοντά τους μην μπορώντας να υποφέρει αυτό το μαρτύριο, πέφτει στην κλίνη του και βάζει τα κλάματα. Finally he leaves them, unable to bear this torment, he falls on his bed and cries. Ύστερα σκουπίζει τα μάτια του και βγαίνει λάμποντας από χαρά και τους αναγγέλλει: Then he wipes his eyes and comes out shining with joy and announces to them:

— Αδέρφια μου, είμαι ο Ιωσήφ, ο αδερφός σας! - My brothers, I am Joseph, your brother!

Ας τους διαβάσει ύστερα για το πόσο χάρηκε ο γέρος Ιακώβ σαν έμαθε πως ζει ακόμα το αγαπημένο του παιδί και πως τράβηξε για την Αίγυπτο, παρατώντας και την πατρίδα του ακόμα, και πέθανε στην ξένη γη, κληροδοτώντας στους αιώνες τον πιο μεγάλο λόγο, που τον κρατούσε σ' όλη του τη ζωή κρυμμένο μυστικά στη μειλίχια και φοβισμένη καρδιά του, πως απ' τη γεννιά του, απ' τον Ιούδα, θα προέλθει Εκείνος που Τον προσδοκά όλος ο κόσμος, ο Συμφιλιωτής και Σωτήρας του! Let them read afterwards of how glad old Jacob was to learn that his beloved child was still alive, and how he went to Egypt, leaving his own country even, and died in a foreign land, bequeathing to the ages the greatest word, that kept him all his life secretly hidden in his meek and fearful heart, that from his lineage, from Judas, would come the One whom all the world looks to, its Reconciler and Saviour! Πατέρες και δάσκαλοι, συγχωρέστε με και μη θυμώνετε που κάθομαι και τ' αραδιάζω όλα αυτά σαν μικρό παιδί, ενώ εσείς τα ξέρετε προ πολλού και θα μπορούσατε και μένα να μου τα διδάξετε εκατό φορές πιο καλά και όμορφα. Fathers and teachers, forgive me and do not be angry with me for sitting here and reciting all this like a little child, when you have known it for a long time and could have taught it to me a hundred times better and more beautifully. Μα είναι απ' τον ενθουσιασμό μου που μιλάω έτσι και συγχωρέστε μου αυτά τα δάκρια γιατί τ' αγαπώ το βιβλίο! But it is out of my excitement that I speak like this and forgive me these tears because I love the book! Ας κλάψει κι εκείνος, ο ιερέας του Θεού, και θα δει πως θα συγκινηθούν οι καρδιές των ανθρώπων που τον ακούν. Let him, the priest of God, weep too, and he will see how the hearts of the people who hear him will be moved. Μονάχα ένας μικρός σπόρος χρειάζεται, ένας μικρούτσικος σπόρος: ας ρίξει αυτόν τον σπόρο στην ψυχή του απλού ανθρώπου και δε θα πεθάνει, θα ζει πάντα εκεί πέρα, σ' όλη του τη ζωή, θα μείνει εκεί μες στο σκοτάδι, μέσα στη δυσωδία των κριμάτων του σαν φωτερό σημείο, σαν μια μεγάλη υπενθύμιση. Only a little seed is needed, a tiny seed: let him throw that seed into the soul of the ordinary man and he will not die, he will always live there, all his life, he will remain there in the darkness, in the stench of his judgments as a bright spot, as a great reminder. Κι ούτε χρειάζεται να του τα εξηγήσει κανείς και να τον διδάξει. Nor does he need anyone to explain it to him and teach him. Θα τα καταλάβει μόνος του έτσι απλά όπως είναι. He'll figure it out for himself just the way it is. Μήπως τάχα νομίζετε πως δε θα σας καταλάβει ο απλός άνθρωπος; Δοκιμάστε και διαβάστε του τη συγκινητική ιστορία της πεντάμορφης Εσθήρ και της υπεροπτικής Βαστχί, ή τη θαυμαστή διήγηση για τον προφήτη Ιωνά και το κήτος. Do you think that the common man will not understand you? Try and read him the touching story of the five-eyed Esther and the haughty Vashti, or the wondrous tale of the prophet Jonah and the sea serpent. Μην ξεχνάτε ακόμα να τους διαβάσετε τις παραβολές του Κυρίου, ιδιαίτερα απ' το Ευαγγέλιο του Λουκά (έτσι έκανα εγώ) και ύστερα απ' τις Πράξεις των Αποστόλων τη μεταστροφή του Σαούλ (αυτό το δίχως άλλο, το δίχως άλλο!) Don't forget to read to them the parables of the Lord, especially from the Gospel of Luke (that's what I did) and then from the Acts of the Apostles the conversion of Saul (that's what I did, that's what I did!) και τέλος απ' τα Συναξάρια τη ζωή του Αγίου Αλεξίου, του Ανθρώπου του Θεού, και της Μαρίας της Αιγύπτιας, της πιο μεγάλης απ' τις μεγάλες, της χαρούμενης μάρτυρος, της θεολήπτου και χριστοφόρου. and finally from the Synaxaries the life of St. Alexius, the Man of God, and of Mary of Egypt, the greatest of the great, the joyful martyr, the diviner and bearer of the Christ. Μ' αυτές τις απλές ιστορίες θα τον αιχμαλωτίσεις κι όλα αυτά με μιαν ώρα την εβδομάδα, παραβλέποντας το μικρό σου μισθό, με μιαν ωρίτσα μονάχα. With these simple stories you will capture him and all this for an hour a week, disregarding your small salary, with only one hour. Και τότε θα δει μονάχος του πως ο απλός λαός είναι μεγαλόδωρος και ευγνώμων και θα τον ανταμείψει στο εκατονταπλάσιο, ενθυμούμενος το ζήλο του ιερέα του και τα συγκινημένα λόγια του· θα τον βοηθήσει στο χωράφι του, στο σπίτι του, μα και σε σεβασμό θα τον ανταμείψει περισσότερο, νά λοιπόν που και οι αποδοχές του έτσι θ' αυξηθούν. And then he will see for himself that the common people are generous and grateful and will reward him a hundredfold, remembering the zeal of his priest and his moving words; they will help him in his field, in his house, but they will also reward him more in respect, so that his wages will be increased. Το πράγμα είναι τόσο απλό που πολλές φορές φοβόμαστε και να το πούμε γιατί νομίζουμε πως οι άλλοι θα γελάσουν μαζί μας κι όμως πόσο όλα αυτά είναι σωστά! The thing is so simple that sometimes we are afraid to say it because we think that others will laugh at us and yet how right it all is! Όποιος δεν πιστεύει στο Θεό, δεν πιστεύει και στον λαό Του. Whoever does not believe in God does not believe in His people. Μα όποιος πιστέψει στο λαό Του, εκείνος θα πιστέψει και στην αγιότητά Του, έστω κι αν ως τότε δεν πίστευε καθόλου σ' αυτήν. But whoever believes in His people will also believe in His holiness, even if until then he did not believe in it at all. Μονάχα ο λαός και η μελλούμενη πνευματική του δύναμη θα κάνει τους αθεϊστές μας, που απαρνήθηκαν την πατρική τους γη, να ξαναγυρίσουν σ' αυτήν. Only the people and their future spiritual power will make our atheists, who have renounced their native land, return to it. Μα τι αξίζει ο λόγος του Χριστού χωρίς το παράδειγμα; O λαός θα χαθεί αν του λείψει ο λόγος του Θεού γιατί η ψυχή του διψάει τη διδαχή και τον ωραίο ενστερνισμό της. But what is the word of Christ worth without the example? The people will perish if they lack the word of God because their souls thirst for doctrine and its beautiful embodiment. Όταν ήμουν νέος, εδώ και σαράντα χρόνια πάνω κάτω, οδοιπορούσαμε με τον πάτερ Άνθιμο σ' όλη τη Ρωσία, μαζεύοντας για το μοναστήρι μας δωρεές. When I was young, for forty years or so, Father Anthimos and I travelled all over Russia, collecting donations for our monastery. Μια φορά κονέψαμε για τη νύχτα στον όχτο ενός μεγάλου πλωτού ποταμού μαζί με τους ψαράδες. Once we camped for the night on the bank of a large floating river with the fishermen. Στην παρέα μας ήρθε κι ένα καλοκαμωμένο παλικάρι, χωρικός, που φαινόταν να 'ναι δεκαοχτώ χρονώ. In our company came a well-built lad, a peasant, who looked to be eighteen years old. Βιαζότανε να φτάσει την άλλη μέρα στον τόπο της δουλειάς του. He was in a hurry to get to his place of work the next day. Θα τραβούσε τη μαούνα κάποιου έμπορα. He was gonna pull a dealer's barge. Τον έβλεπα που κοίταζε με καλοσύνη και το βλέμμα του ήταν απονήρευτο. I could see him looking at me with kindness, and his eyes were solemn. Ήταν μια νύχτα ξάστερη, ήσυχη, ζεστή —Ιούλιος μήνας— το ποτάμι ήταν φαρδύ, ένας αχνός ανέβαινε και μας δρόσιζε, πού και πού πλατάγιζε ελαφρά κανένα ψαράκι, τα πουλιά είχαν σωπάσει, όλα ήταν ήρεμα, απαλά, λες και κάνανε την προσευχή τους στο Θεό. It was a clear, quiet, warm night -July month- the river was wide, a faint one was coming up and dewed us, now and then a little fish fluttered gently, the birds were silent, everything was calm, soft, as if they were praying to God. Εγώ κι εκείνο το παλικάρι ξαγρυπνούσαμε και πιάσαμε κουβέντα για την ομορφιά τούτου του κόσμου και για το μεγάλο του μυστήριο. The lad and I were lying awake talking about the beauty of this world and its great mystery. Το κάθε χορταράκι, το κάθε ζουζούνι, το μερμήγκι, η χρυσαφένια μέλισσα, όλα ξέρουν θαυμάσια το δρόμο τους κι ας μην έχουν καθόλου μυαλό, μαρτυρούν το θεϊκό μυστήριο, το πραγματοποιούν αδιάκοπα αυτά τα ίδια, του 'λεγα. Every blade of grass, every bug, the ant, the golden bee, they all know their way wonderfully well and even though they have no mind, they bear witness to the divine mystery, they carry it out unceasingly, I was telling him. Και βλέπω που το παλικάρι ενθουσιάστηκε. And I can see where the lad was thrilled. Μου εξομολογήθηκε πως αγαπάει το δάσος, τα πουλάκια του. He confessed to me that he loves the forest, his little birds. Πρώτα κυνηγούσε πουλιά, καταλάβαινε το κάθε τους σφύριγμα, ήξερε να φωνάζει κοντά του το κάθε πουλάκι. First he hunted birds, he understood their every whistle, he knew how to call each bird close to him.

— Δεν ξέρω τίποτα πιο όμορφο απ' το δάσος, μου λέει, δεν ξέρω, μα πάλι κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι... - I don't know anything more beautiful than the forest, he says, I don't know, but everything else is beautiful...

— Σωστά, του απαντάω, κι όλα τ' άλλα όμορφα είναι, όλα είναι καλά κι ωραία γιατί όλα είναι η αλήθεια. - That's right, I answer, and everything else is beautiful, everything is good and beautiful because everything is the truth. Κοίτα, του λέω, το άλογο: είναι ένα μεγάλο ζώο, τόσο κοντινό στον άνθρωπο, κοίτα το βόδι που τρέφει τον άνθρωπο, που δουλεύει γι' αυτόν σκυφτό, στοχαστικό, κοίταξε τη μορφή τους: τι τρυφερότητα, τι μεγάλη αφοσίωση που 'χουν για τον άνθρωπο μ' όλο που εκείνος τα χτυπάει καμιά φορά άσπλαχνα, τι άκακη, τι εύπιστη και τι όμορφη που είναι η μορφή τους. Look, I say to him, at the horse: it is a great animal, so close to man, look at the ox that feeds man, that works for him crouching, contemplative, look at their form: what tenderness, what great devotion they have for man, even though he sometimes beats them ruthlessly, what harmless, what trustworthy and what beautiful form they have. Είναι συγκινητικό να ξέρεις πως αυτά είναι αναμάρτητα, γιατί όλα είναι τέλεια, όλα εκτός απ' τον άνθρωπο είναι αναμάρτητα και ο Χριστός ήταν μαζί τους πριν έρθει σε μας. It's touching to know that these are sinless, because everything is perfect, everything except man is sinless, and Christ was with them before he came to us.

— Μα σοβαρά το λες, ρωτάει το παλικάρι, πως ο Χριστός είναι και μαζί τους; - But are you serious, the lad asks, that Christ is with them?

— Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; του λέω εγώ. - And how else could it be done?I say to him. Γιατί ο Λόγος είναι για όλους: όλη η δημιουργία, όλα τα πλάσματα, κάθε φυλλαράκι στρέφεται προς τον Λόγο, υμνεί τον Κύριο, κλαίει στο Χριστό, εκτελώντας όλα αυτά με το μυστήριο της αναμάρτητης ύπαρξής του. For the Word is for everyone: all creation, all creatures, every leaf turns to the Word, praises the Lord, cries to Christ, performing all this in the mystery of his sinless existence. Νά, στο δάσος, του λέω, πλανιέται η τρομερή αρκούδα, η άγρια και η φοβερή, κι όμως είναι εντελώς αθώα γι' αυτό. Here, in the forest, I say, there is the terrible bear, the wild and terrible bear, and yet it is completely innocent of this.

Και του διηγήθηκα πώς ήρθε μια φορά μια αρκούδα σ' έναν μεγάλο άγιο που έσωζε την ψυχή του στο δάσος σ' ένα μικρό κελί. And I told him how once a bear came to a great saint who was saving his soul in the forest in a small cell. O άγιος συγκινήθηκε που την είδε, την πλησίασε άφοβα και της έδωσε ένα κομμάτι ψωμί: The saint was touched to see her, approached her fearlessly and gave her a piece of bread:

— Πήγαινε, σαν να της έλεγε, κι ο Χριστός μαζί σου, και το άγριο θεριό έφυγε υπάκουα και ταπεινά, χωρίς να του κάνει κακό. - Go, as if to say to her, and Christ with you, and the wild beast went away obediently and humbly, without harm.

Και το παλικάρι χάρηκε που 'φυγε και δεν του 'κανε κακό και που ο Χριστός ήταν μαζί της. And the lad was glad that she had gone away and had done him no harm, and that Christ was with her.

— Αχ, λέει, πόσο είναι όμορφο αυτό, πόσο είναι όμορφα και θαυμαστά όλα τα θεϊκά πράγματα! - Ah, he says, how beautiful this is, how beautiful and wondrous all divine things are!

Καθόταν εκεί συλλογισμένος ήρεμα και γλυκά. He was sitting there contemplating calmly and sweetly. Είδα πως κατάλαβε. I saw how he understood. Και κοιμήθηκε δίπλα μου με ύπνον ελαφρύ, αναμάρτητο. And he slept beside me with a light, sinless sleep. Ευλόγησε, Θεέ μου, τη νεότητα! Bless, O God, youth! Προσευχήθηκα τότε γι' αυτόν πριν πέσω για ύπνο. I then prayed for him before I went to bed. Κύριε, στείλε το φως και την ειρήνη στους ανθρώπους σου! Lord, send light and peace to your people!