×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 6. ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΝΑΣ PΩΣΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ι. O Στάρετς Ζωσιμά

6. ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΝΑΣ PΩΣΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ι. O Στάρετς Ζωσιμά

Ι. O Στάρετς Ζωσιμάς και οι Επισκέπτες του

Όταν ο Αλιόσα μπήκε με ταραγμένη και πονεμένη καρδιά στο κελί του στάρετς, σταμάτησε σχεδόν κατάπληκτος: Αντί να δει έναν ετοιμοθάνατο, έναν άρρωστο που είχε χάσει πια τις αισθήσεις του —όπως φοβόταν πως θα βρει τον στάρετς— τον είδε καθισμένο στην πολυθρόνα του. Το πρόσωπό του, αν και ήταν ρουφηγμένο απ' την εξάντληση, φαινόταν ζωηρό κι εύθυμο. Οι επισκέπτες του τον είχαν τριγυρίσει κι αυτός κουβέντιαζε μαζί τους ήσυχα και ήρεμα. Για να λέμε την αλήθεια, μόλις ένα τέταρτο πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι. Οι επισκέπτες είχαν μαζευτεί από νωρίτερα στο κελί του και περιμένανε να ξυπνήσει. Και τούτο γιατί ο πάτερ Παΐσιος τους είχε διαβεβαιώσει ρητά πως:

— O δάσκαλος θα σηκωθεί δίχως άλλο για να κουβεντιάσει ακόμα μια φορά με τους αγαπημένους του, όπως το είπε ο ίδιος και το υποσχέθηκε απ' το πρωί.

Αυτή την υπόσχεση, μα και κάθε λέξη του ετοιμοθάνατου στάρετς, ο πάτερ Παΐσιος την πίστευε ακράδαντα. Τόσο, που κι αν ακόμα τον έβλεπε να 'χει χάσει εντελώς τις αισθήσεις του, κι αν ακόμα έβλεπε πως δεν αναπνέει πια, έχοντας την υπόσχεσή του πως θα σηκωθεί άλλη μια φορά και θα τον αποχαιρετήσει, αυτός θα αρνιόταν να παραδεχτεί και το θάνατο ακόμα, περιμένοντας πάντα πως ο ετοιμοθάνατος θα συνέλθει και θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Το πρωί ο στάρετς Ζωσιμάς του είχε πει θετικά όταν πήγαινε να κοιμηθεί:

— Δε θα πεθάνω πριν κορέσω την επιθυμία μου να συνομιλήσω μαζί σας, πολυαγαπημένοι μου, πριν κοιτάξω τις αγαπητές σας μορφές και σας ανοίξω για μια ακόμα φορά την καρδιά μου.

Σ' αυτή τη συνομιλία, που ίσως να ήταν και η τελευταία, μαζεύτηκαν οι πιο πιστοί και οι πιο παλιοί του φίλοι. Ήταν τέσσερις: οι ιερομόναχοι πάτερ Ιωσήφ και πάτερ Παΐσιος, ο ηγούμενος της σκήτης πάτερ Μιχαήλ, όχι πολύ γέρος ακόμα, όχι και τόσο σοφός, από ασήμαντο σόι, μα με πνεύμα σταθερό, με πίστη ακλόνητη κι απλή, με ύφος τραχύ, μα με καρδιά γεμάτη τρυφερότητα, αν και την έκρυβε τούτη την τρυφερότητά του, λες και την ντρεπόταν. O τέταρτος ήταν ένας πολύ γέρος, καλόκαρδος καλόγερος, που βαστούσε από φτωχότατους χωριάτες, ο αδελφός Άνθιμος, σχεδόν αγράμματος, ήσυχος και σιωπηλός. Σπάνια κουβέντιαζε, ήταν ο πιο ταπεινός μέσα στους ταπεινούς και είχε ύφος ανθρώπου που 'χε τρομάξει μια για πάντα με κάτι μεγάλο και φοβερό, κάτι που δεν μπορούσε να σηκώσει το μυαλό του. Αυτόν τον αδιάκοπα σκιαγμένον άνθρωπο, ο πάτερ Ζωσιμάς τον αγαπούσε πολύ και σ' όλη του τη ζωή τού φερόταν μ' εξαιρετικό σεβασμό. Κι όμως, μ' αυτόν θα 'χε μιλήσει ίσως λιγότερο από κάθε άλλον, αν και είχε οδοιπορήσει μαζί του πολλά χρόνια σ' όλη την άγια Ρωσία. Αυτό έγινε εδώ και πολύ καιρό, πριν σαράντα χρόνια πάνω κάτω, όταν ο πάτερ Ζωσιμάς άρχισε για πρώτη φορά την καλογερική του δοκιμασία σ' ένα φτωχό, σχεδόν άγνωστο μοναστήρι της Καστραμά, όταν λίγο ύστερα συνόδεψε τον πάτερ Άνθιμο στις οδοιπορίες του για να μαζέψουν δωρεές για τη φτωχή μονή τους.

Όλοι τους τοποθετήθηκαν στο δεύτερο δωμάτιο του στάρετς, όπου βρισκόταν το κρεβάτι του, ένα δωμάτιο που, όπως το είπαμε και πιο πριν, ήταν αρκετά στενόχωρο, τόσο που οι τέσσερις τους (ο δόκιμος Πορφύριος έμενε όρθιος) μόλις χώρεσαν και κάτσανε στις καρέκλες που φέρανε απ' τ' άλλο δωμάτιο και τις βάλανε γύρω απ' την πολυθρόνα του στάρετς. Άρχισε πια να σκοτεινιάζει, το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τα καντήλια και τα κεριά που καίγανε μπροστά στα εικονίσματα. Βλέποντας πως ο Αλιόσα, που μόλις είχε μπει, τα 'χε χάσει και σταμάτησε στην πόρτα, ο στάρετς του χαμογέλασε χαρούμενα και του άπλωσε το χέρι.

— Καλώς το ήσυχό μου, το αγαπημένο μου, καλώς το. Το 'ξερα πως θα 'ρθεις.

O Αλιόσα τον πλησίασε, υποκλίθηκε μπροστά του ως το πάτωμα κι άρχισε να κλαίει. Κάτι σπάραζε στην καρδιά του, η ψυχή του τρεμούλιαζε και του ερχόταν να ξεσπάσει σ' αναφιλητά.

— Τι κάνεις εκεί; Έχεις ακόμα καιρό να με κλάψεις, χαμογέλασε ο στάρετς κι έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι του Αλιόσα. Δε βλέπεις που κάθομαι και κουβεντιάζω; Ίσως να ζήσω κι άλλα είκοσι χρόνια, όπως μου ευχήθηκε χτες εκείνη η καλή, η αγαθή Πανωμερίτισσα με το κοριτσάκι της, τη Λιζαβέτα, στην αγκαλιά. Μνήσθητι, Κύριε, της μητρός και της κόρης Λιζαβέτας! (έκανε το σταυρό του). Πορφύριε, πήγες τη δωρεά της εκεί που σου είπα;

Είχε θυμηθεί τα χτεσινά εξήντα καπίκια που του 'φερε εκείνη η εύθυμη προσκυνήτρια για να τα δώσει «σε κείνη που είναι πιο φτωχή από μένα». Αυτές οι ελεημοσύνες είναι επιτίμια που τα βάζει κανείς για έναν οποιονδήποτε λόγο στον εαυτό του και πρέπει τούτα τα λεφτά να τα κερδίσει με το μόχτο του. O στάρετς είχε στείλει τον Πορφύριο, το βράδυ κιόλας, σε μια φτωχή χήρα με παιδιά, που της είχε καεί το σπίτι της κι αναγκαζόταν να ζητιανεύει. O Πορφύριος βιάστηκε να τον ησυχάσει και να πει πως όλα γίνανε και πως της τα 'δωσε, σύμφωνα με την εντολή του, «εκ μέρους κάποιας άγνωστης ευεργέτριας».

— Σήκω, καλέ μου, εξακολούθησε να λέει ο στάρετς στον Αλιόσα, άσε με να σε κοιτάξω. Πήγες στους δικούς σου; Είδες τον αδερφό σου;

Του Αλιόσα του φάνηκε παράξενο που ρωτάει τόσο επίμονα για έναν μονάχα αδερφό του. Μα για ποιον λόγο; Ώστε γι' αυτόν ίσως τον αδερφό να τον έστειλε και χτες και σήμερα.

— Είδα τον έναν απ' τους αδερφούς μου, απάντησε ο Αλιόσα.

— Λέω για κείνον που ήταν χτες εδώ, τον μεγαλύτερο, που υποκλίθηκα μπροστά του.

— Αυτόν μονάχα χτες τον είδα. Σήμερα με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να τον βρω, είπε ο Αλιόσα.

— Βιάσου να τον βρεις, αύριο πάλι να πας και να βιαστείς, όλα να τα παρατήσεις και να βιαστείς. Ίσως να προφτάσεις και ν' αποτρέψεις τίποτα τρομερό. Χτες υποκλίθηκα μπροστά στο μεγάλο πόνο που τον περιμένει.

Σώπασε ξαφνικά και σάμπως κάτι να σκεφτόταν. Τα λόγια του ήταν παράξενα. O πάτερ Ιωσήφ, που είχε παρασταθεί χτες στην εδαφιαία υπόκλιση του στάρετς, άλλαξε ένα βλέμμα με τον πάτερ Παΐσιο. O Αλιόσα δεν βάσταξε:

— Πατέρα και δάσκαλέ μου, πρόφερε εξαιρετικά ταραγμένος, τα λόγια σας είναι πολύ σκοτεινά... Τι πόνος είναι αυτός που τον περιμένει;

— Μην είσαι περίεργος. Χτες μου φάνηκε πως είδα κάτι φοβερό... λες και το βλέμμα του καθρέφτισε όλη τη μοίρα του. Είχε ένα τέτοιο βλέμμα που... τόσο που η καρδιά μου έφριξε για μια στιγμή, γιατί ένιωσα τι προετοιμάζει αυτός ο άνθρωπος για τον εαυτό του. Μια ή δυο φορές στη ζωή μου είδα την ίδια έκφραση σε πρόσωπα άλλων... που σάμπως να εξέφραζε το πεπρωμένο εκείνων των ανθρώπων και, αλλοίμονο, το πεπρωμένο τους συνετελέσθη. Σ' έστειλα κοντά του, Αλεξέι, γιατί νόμιζα πως η αδερφική σου παρουσία θα τον βοηθούσε. Μα όλα είναι στα χέρια του Θεού, όλη μας η μοίρα απ' Αυτόν εξαρτάται. «Εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». Να το θυμάσαι αυτό. Ευλόγησα νοερά πολλές φορές στη ζωή μου τη μορφή σου Αλεξέι, μάθε το, πρόφερε ο στάρετς μ' ένα ήρεμο χαμόγελο. Για σένα σκέφτομαι τούτο: θα φύγεις απ' αυτούς τους τοίχους, μα θα παραμείνεις στον κόσμο καλόγερος. Θα 'χεις πολλούς εχθρούς, μα κι αυτοί ακόμα θα σ' αγαπήσουν. Η ζωή θα σου φέρει πολλές δυστυχίες, μα με αυτές ίσα ίσα θα γίνεις ευτυχισμένος και θα ευλογήσεις τη ζωή και θ' αναγκάσεις κι άλλους να την ευλογήσουν, κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο απ' όλα. Να τι είσαι. Πατέρες κι αδελφοί μου, είπε χαμογελώντας με καλοσύνη, ποτέ ως τα τώρα δεν είπα, ούτε και σ' αυτόν τον ίδιο, για ποιο λόγο μού ήταν τόσο αγαπητή η μορφή αυτού του νέου. Τώρα μονάχα θα το πω : η μορφή του ήταν για μένα κάτι σαν ανάμνηση και σαν προφητεία. Στις πρώτες μέρες της ζωής μου, όταν ακόμα ήμουν παιδί, είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό, που πέθανε πολύ νέος μπροστά στα μάτια μου, μόλις δεκαεφτά χρονώ. Κι αργότερα, στο διάβα της ζωής μου, πείστηκα σιγά σιγά πως εκείνος ο αδερφός μου στάθηκε κατά κάποιον τρόπο μια υπόδειξη της Θείας Πρόνοιας, γιατί αν δεν εμφανιζόταν στη ζωή μου, αν δεν είχε υπάρξει καθόλου, ποτέ ίσως δε θα 'χα γίνει μοναχός, και δε θα 'χα ακολουθήσει αυτή την άξια οδό. Κείνη η πρώτη παρουσία έγινε στα παιδικά μου χρόνια και νά που τώρα, στο τέρμα της πορείας μου, ξαναφάνηκε σαν μια επανάληψή της. Το θαυμαστό είναι, πατέρες και δάσκαλοί μου, που ο Αλεξέι δεν του μοιάζει και τόσο στο πρόσωπο, μα έχει τόσες ψυχικές ομοιότητες που πολλές φορές νόμιζα πως είχα μπροστά μου εκείνον τον ίδιο νέο, τον αδερφό μου, που ήρθε στο τέλος της πορείας μου να με ξαναβρεί με τρόπο μυστηριακό, για κάποια υπόμνηση και εμβάθυνση, τόσο που παραξενευόμουν και γω ο ίδιος με τον εαυτό μου και με την παράξενη τούτη ιδέα μου. Τ' ακούς, Πορφύριε; γύρισε και είπε στο δόκιμο που τον υπηρετούσε. Πολλές φορές είδα στο πρόσωπό σου κάτι σαν πίκρα επειδή αγαπώ πιο πολύ από σένα τον Αλεξέι. Τώρα το ξέρεις γιατί. Μα και σένα σ' αγαπώ —ξέρε το— και πολλές φορές θλιβόμουνα για την πίκρα σου. Τώρα, αγαπητοί μου επισκέπτες, θα 'θελα να μιλήσω σε σας γι' αυτόν τον νέο, τον αδερφό μου. Γιατί σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε πολυτιμότερη παρουσία απ' τη δική του, πιο προφητική και πιο συγκινητική. Η καρδιά μου είναι γεμάτη τρυφερότητα κι ατενίζω τούτη τη στιγμή όλη τη ζωή μου, λες και τη ζω πάλι απ' αρχής...

Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσω πως από τούτη την τελευταία συνομιλία του στάρετς με κείνους που τον επισκέφτηκαν την τελευταία μέρα της ζωής του διασώθηκε ένα μέρος γραφτό. Την έγραψε ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ λίγο ύστερα απ' το θάνατο του στάρετς για να του μείνει σαν ενθύμιο. Μα ήταν τάχα μονάχα εκείνη η τελευταία του ομιλία ή μήπως σ' αυτό του το σημείωμα παρενέβαλε κι άλλες κουβέντες του με το δάσκαλό του; Αυτό πια δεν μπορώ να το ξέρω. Πάντως όλη αυτή η ομιλία του στάρετς, που είναι γραμμένη στις σημειώσεις, ξετυλίγεται χωρίς διακοπές, σαν να διηγήθηκε όλη του τη ζωή στους φίλους του, ενώ, χωρίς αμφιβολία, σύμφωνα μάλιστα και με τα κατοπινά λόγια των ίδιων, τα πράγματα γίνανε κάπως διαφορετικά. Και τούτο γιατί η συνομιλία ήταν γενική εκείνο το βράδυ και, αν και οι επισκέπτες πολύ λίγο τον διέκοπταν, μιλούσαν πάντως κι αυτοί, παρεμβαίνοντας στη συνομιλία, ίσως μάλιστα να διηγήθηκαν κι αυτοί κάτι. Ύστερα, η διήγηση δεν μπορούσε να μην έχει καμιά διακοπή γιατί ο στάρετς λαχάνιαζε πότε πότε, έχανε τη φωνή του και μάλιστα ξαπλωνόταν στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί —χωρίς να κοιμηθεί όμως—, και οι επισκέπτες του μένανε στις θέσεις τους. Μια ή δυο φορές η κουβέντα διακόπηκε και διάβασαν κομμάτια απ' το Ευαγγέλιο, διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος. Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως κανένας τους δεν περίμενε πως ο στάρετς θα πεθάνει την ίδια εκείνη νύχτα. Και τούτο γιατί το τελευταίο εκείνο βράδυ της ζωής του, ύστερα απ' το βαθύ ύπνο της ημέρας, φάνηκε σαν να 'χε πάρει καινούργιες δυνάμεις που τον συγκρατούσαν σ' όλη τη μεγάλη εκείνη κουβέντα με τους φίλους του. Αυτό ήταν η τελευταία αναλαμπή, που κράτησε όμως πολύ λίγο, γιατί η ζωή του κόπηκε απότομα... Όμως γι' αυτά αργότερα. Τώρα θα 'θελα μονάχα να κάνω γνωστό πως προτίμησα να μην εξιστορήσω τις λεπτομέρειες εκείνης της συνομιλίας και να περιοριστώ στη διήγηση του στάρετς σύμφωνα με το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Θα 'ναι πιο σύντομο έτσι και πιο ξεκούραστο αν και, το ξαναλέω, ο Αλιόσα πήρε πολλά πράγματα κι απ' τις προηγούμενες κουβέντες του με τον στάρετς και τα πρόσθεσε εδώ.

6. ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΕΝΑΣ PΩΣΟΣ ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ι. O Στάρετς Ζωσιμά 6. BOOK SIX: A RUSSIAN CALLER: I. Staretz Zosima

Ι. O Στάρετς Ζωσιμάς και οι Επισκέπτες του Ι. Staretz Zosimas and his Visitors

Όταν ο Αλιόσα μπήκε με ταραγμένη και πονεμένη καρδιά στο κελί του στάρετς, σταμάτησε σχεδόν κατάπληκτος: Αντί να δει έναν ετοιμοθάνατο, έναν άρρωστο που είχε χάσει πια τις αισθήσεις του —όπως φοβόταν πως θα βρει τον στάρετς— τον είδε καθισμένο στην πολυθρόνα του. When Aliosha entered the starlet's cell with a troubled and aching heart, he stopped, almost in amazement: Instead of seeing a dying man, a sick man who had now lost consciousness-as he feared he would find the starlet-he saw him sitting in his armchair. Το πρόσωπό του, αν και ήταν ρουφηγμένο απ' την εξάντληση, φαινόταν ζωηρό κι εύθυμο. His face, though drained with exhaustion, looked lively and cheerful. Οι επισκέπτες του τον είχαν τριγυρίσει κι αυτός κουβέντιαζε μαζί τους ήσυχα και ήρεμα. His guests had been hanging around him and he was chatting with them quietly and calmly. Για να λέμε την αλήθεια, μόλις ένα τέταρτο πριν απ' τον ερχομό του Αλιόσα είχε σηκωθεί απ' το κρεβάτι. To tell the truth, just fifteen minutes before Aliosha's arrival he had gotten out of bed. Οι επισκέπτες είχαν μαζευτεί από νωρίτερα στο κελί του και περιμένανε να ξυπνήσει. Visitors had gathered in his cell earlier and were waiting for him to wake up. Και τούτο γιατί ο πάτερ Παΐσιος τους είχε διαβεβαιώσει ρητά πως: This is because Father Paisios had explicitly assured them that:

— O δάσκαλος θα σηκωθεί δίχως άλλο για να κουβεντιάσει ακόμα μια φορά με τους αγαπημένους του, όπως το είπε ο ίδιος και το υποσχέθηκε απ' το πρωί. - The teacher will rise without fail to chat once more with his loved ones, as he said and promised to do this morning.

Αυτή την υπόσχεση, μα και κάθε λέξη του ετοιμοθάνατου στάρετς, ο πάτερ Παΐσιος την πίστευε ακράδαντα. This promise, and every word of the dying starlet, Father Paisios believed it wholeheartedly. Τόσο, που κι αν ακόμα τον έβλεπε να 'χει χάσει εντελώς τις αισθήσεις του, κι αν ακόμα έβλεπε πως δεν αναπνέει πια, έχοντας την υπόσχεσή του πως θα σηκωθεί άλλη μια φορά και θα τον αποχαιρετήσει, αυτός θα αρνιόταν να παραδεχτεί και το θάνατο ακόμα, περιμένοντας πάντα πως ο ετοιμοθάνατος θα συνέλθει και θα εκπληρώσει την υπόσχεσή του. So much so, that even if he still saw him completely unconscious, and even if he still saw that he was no longer breathing, having his promise that he would get up once more and say goodbye to him, he would still refuse to admit death, always expecting that the dying man would wake up and fulfill his promise. Το πρωί ο στάρετς Ζωσιμάς του είχε πει θετικά όταν πήγαινε να κοιμηθεί: In the morning the starlet Zosimas had told him positively when he was going to sleep:

— Δε θα πεθάνω πριν κορέσω την επιθυμία μου να συνομιλήσω μαζί σας, πολυαγαπημένοι μου, πριν κοιτάξω τις αγαπητές σας μορφές και σας ανοίξω για μια ακόμα φορά την καρδιά μου. - I will not die before I satiate my desire to converse with you, my beloved ones, before I look at your dear forms and open my heart to you once again.

Σ' αυτή τη συνομιλία, που ίσως να ήταν και η τελευταία, μαζεύτηκαν οι πιο πιστοί και οι πιο παλιοί του φίλοι. This conversation, which may have been his last, brought together his most loyal and oldest friends. Ήταν τέσσερις: οι ιερομόναχοι πάτερ Ιωσήφ και πάτερ Παΐσιος, ο ηγούμενος της σκήτης πάτερ Μιχαήλ, όχι πολύ γέρος ακόμα, όχι και τόσο σοφός, από ασήμαντο σόι, μα με πνεύμα σταθερό, με πίστη ακλόνητη κι απλή, με ύφος τραχύ, μα με καρδιά γεμάτη τρυφερότητα, αν και την έκρυβε τούτη την τρυφερότητά του, λες και την ντρεπόταν. There were four of them: the monks Father Joseph and Father Paisios, the abbot of the skete Father Michael, not very old yet, not very wise, from an insignificant family, but with a firm spirit, with a firm and simple faith, with a rough look, but with a heart full of tenderness, although he hid this tenderness, as if he was ashamed of it. O τέταρτος ήταν ένας πολύ γέρος, καλόκαρδος καλόγερος, που βαστούσε από φτωχότατους χωριάτες, ο αδελφός Άνθιμος, σχεδόν αγράμματος, ήσυχος και σιωπηλός. The fourth was a very old, kind-hearted monk, who was supported by poor peasants, brother Anthimos, almost illiterate, quiet and silent. Σπάνια κουβέντιαζε, ήταν ο πιο ταπεινός μέσα στους ταπεινούς και είχε ύφος ανθρώπου που 'χε τρομάξει μια για πάντα με κάτι μεγάλο και φοβερό, κάτι που δεν μπορούσε να σηκώσει το μυαλό του. He seldom talked, he was the humblest of the humble and had the look of a man who had been frightened once and for all by something big and terrible, something he could not lift his mind. Αυτόν τον αδιάκοπα σκιαγμένον άνθρωπο, ο πάτερ Ζωσιμάς τον αγαπούσε πολύ και σ' όλη του τη ζωή τού φερόταν μ' εξαιρετικό σεβασμό. This incessantly shaded man, Father Zosimas loved very much and throughout his life he treated him with extraordinary respect. Κι όμως, μ' αυτόν θα 'χε μιλήσει ίσως λιγότερο από κάθε άλλον, αν και είχε οδοιπορήσει μαζί του πολλά χρόνια σ' όλη την άγια Ρωσία. And yet, with him he would have spoken perhaps less than with any other, though he had travelled with him for many years throughout all of holy Russia. Αυτό έγινε εδώ και πολύ καιρό, πριν σαράντα χρόνια πάνω κάτω, όταν ο πάτερ Ζωσιμάς άρχισε για πρώτη φορά την καλογερική του δοκιμασία σ' ένα φτωχό, σχεδόν άγνωστο μοναστήρι της Καστραμά, όταν λίγο ύστερα συνόδεψε τον πάτερ Άνθιμο στις οδοιπορίες του για να μαζέψουν δωρεές για τη φτωχή μονή τους. This happened a long time ago, forty years ago more or less, when Father Zosimas first began his canonical probation in a poor, almost unknown monastery of Kastrama, when shortly afterwards he accompanied Father Anthimos on his travels to collect donations for their poor monastery.

Όλοι τους τοποθετήθηκαν στο δεύτερο δωμάτιο του στάρετς, όπου βρισκόταν το κρεβάτι του, ένα δωμάτιο που, όπως το είπαμε και πιο πριν, ήταν αρκετά στενόχωρο, τόσο που οι τέσσερις τους (ο δόκιμος Πορφύριος έμενε όρθιος) μόλις χώρεσαν και κάτσανε στις καρέκλες που φέρανε απ' τ' άλλο δωμάτιο και τις βάλανε γύρω απ' την πολυθρόνα του στάρετς. All of them were placed in the starets' second room, where his bed was, a room which, as we said before, was quite cramped, so much so that the four of them (Cadet Porphyrius was standing) just squeezed in and sat on the chairs brought from the other room and placed around the starets' armchair. Άρχισε πια να σκοτεινιάζει, το δωμάτιο φωτιζόταν απ' τα καντήλια και τα κεριά που καίγανε μπροστά στα εικονίσματα. It was getting dark, the room was lit by the candles and candles burning in front of the icons. Βλέποντας πως ο Αλιόσα, που μόλις είχε μπει, τα 'χε χάσει και σταμάτησε στην πόρτα, ο στάρετς του χαμογέλασε χαρούμενα και του άπλωσε το χέρι. Seeing that Alyosha, who had just entered, had lost it and stopped at the door, the starlet smiled cheerfully and held out his hand.

— Καλώς το ήσυχό μου, το αγαπημένο μου, καλώς το. - There's my quiet one, my favorite, there it is. Το 'ξερα πως θα 'ρθεις.

O Αλιόσα τον πλησίασε, υποκλίθηκε μπροστά του ως το πάτωμα κι άρχισε να κλαίει. Alyosha approached him, bowed before him to the floor and began to weep. Κάτι σπάραζε στην καρδιά του, η ψυχή του τρεμούλιαζε και του ερχόταν να ξεσπάσει σ' αναφιλητά. Something was breaking in his heart, his soul was trembling and he wanted to burst into sobs.

— Τι κάνεις εκεί; Έχεις ακόμα καιρό να με κλάψεις, χαμογέλασε ο στάρετς κι έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στο κεφάλι του Αλιόσα. - What are you doing? You haven't cried for a while yet, the starlet smiled and put his right hand on Alyosha's head. Δε βλέπεις που κάθομαι και κουβεντιάζω; Ίσως να ζήσω κι άλλα είκοσι χρόνια, όπως μου ευχήθηκε χτες εκείνη η καλή, η αγαθή Πανωμερίτισσα με το κοριτσάκι της, τη Λιζαβέτα, στην αγκαλιά. Can't you see where I'm sitting and chatting? Maybe I'll live another twenty years, as that kind, dear Panomeritsa woman with her little girl, Lizaveta, in her arms wished me yesterday. Μνήσθητι, Κύριε, της μητρός και της κόρης Λιζαβέτας! Remember, O Lord, the mother and daughter of Lizaveta! (έκανε το σταυρό του). (he made his cross). Πορφύριε, πήγες τη δωρεά της εκεί που σου είπα; Porphyrus, did you take her donation where I told you?

Είχε θυμηθεί τα χτεσινά εξήντα καπίκια που του 'φερε εκείνη η εύθυμη προσκυνήτρια για να τα δώσει «σε κείνη που είναι πιο φτωχή από μένα». He had remembered the sixty kopecks that that cheerful pilgrim brought him yesterday to give "to her who is poorer than I am." Αυτές οι ελεημοσύνες είναι επιτίμια που τα βάζει κανείς για έναν οποιονδήποτε λόγο στον εαυτό του και πρέπει τούτα τα λεφτά να τα κερδίσει με το μόχτο του. These alms are fines that one puts on oneself for whatever reason and one must earn this money by one's own efforts. O στάρετς είχε στείλει τον Πορφύριο, το βράδυ κιόλας, σε μια φτωχή χήρα με παιδιά, που της είχε καεί το σπίτι της κι αναγκαζόταν να ζητιανεύει. The starlet had sent Porphyry, even in the evening, to a poor widow with children, whose house had burned down and she was forced to beg. O Πορφύριος βιάστηκε να τον ησυχάσει και να πει πως όλα γίνανε και πως της τα 'δωσε, σύμφωνα με την εντολή του, «εκ μέρους κάποιας άγνωστης ευεργέτριας». Porphyry was quick to calm him down and say that everything had happened and that he had given it to her, according to his instructions, "on behalf of some unknown benefactress".

— Σήκω, καλέ μου, εξακολούθησε να λέει ο στάρετς στον Αλιόσα, άσε με να σε κοιτάξω. - Get up, dear," the starlet continued to say to Aliosha, "let me look at you. Πήγες στους δικούς σου; Είδες τον αδερφό σου; Did you go to your folks? Did you see your brother?

Του Αλιόσα του φάνηκε παράξενο που ρωτάει τόσο επίμονα για έναν μονάχα αδερφό του. Aliosha thought it strange that he should ask so persistently about an only brother. Μα για ποιον λόγο; Ώστε γι' αυτόν ίσως τον αδερφό να τον έστειλε και χτες και σήμερα. But what for? So that maybe that's why he sent the brother yesterday and today.

— Είδα τον έναν απ' τους αδερφούς μου, απάντησε ο Αλιόσα. - I saw one of my brothers, replied Aliosha.

— Λέω για κείνον που ήταν χτες εδώ, τον μεγαλύτερο, που υποκλίθηκα μπροστά του. - I'm talking about the one who was here yesterday, the older one, the one I bowed down to.

— Αυτόν μονάχα χτες τον είδα. - I only saw him yesterday. Σήμερα με κανέναν τρόπο δεν μπόρεσα να τον βρω, είπε ο Αλιόσα. Today I could not find him by any means, said Aliosha.

— Βιάσου να τον βρεις, αύριο πάλι να πας και να βιαστείς, όλα να τα παρατήσεις και να βιαστείς. - Hurry to find him, tomorrow go again and hurry, give up everything and hurry. Ίσως να προφτάσεις και ν' αποτρέψεις τίποτα τρομερό. Maybe you can catch up and prevent something terrible from happening. Χτες υποκλίθηκα μπροστά στο μεγάλο πόνο που τον περιμένει. Yesterday I bowed before the great pain that awaits him.

Σώπασε ξαφνικά και σάμπως κάτι να σκεφτόταν. He was suddenly silent and as if he was thinking about something. Τα λόγια του ήταν παράξενα. His words were strange. O πάτερ Ιωσήφ, που είχε παρασταθεί χτες στην εδαφιαία υπόκλιση του στάρετς, άλλαξε ένα βλέμμα με τον πάτερ Παΐσιο. Father Joseph, who had been present yesterday at the territorial bow of the starets, exchanged a look with Father Paisios. O Αλιόσα δεν βάσταξε: Alyosha didn't bruise:

— Πατέρα και δάσκαλέ μου, πρόφερε εξαιρετικά ταραγμένος, τα λόγια σας είναι πολύ σκοτεινά... Τι πόνος είναι αυτός που τον περιμένει; - My father and my teacher, pronounced extremely disturbed, your words are very dark... What pain is this that awaits him?

— Μην είσαι περίεργος. - Don't be curious. Χτες μου φάνηκε πως είδα κάτι φοβερό... λες και το βλέμμα του καθρέφτισε όλη τη μοίρα του. Yesterday it seemed to me that I saw something terrible... as if his gaze mirrored his entire fate. Είχε ένα τέτοιο βλέμμα που... τόσο που η καρδιά μου έφριξε για μια στιγμή, γιατί ένιωσα τι προετοιμάζει αυτός ο άνθρωπος για τον εαυτό του. He had a look in his eyes that... so that my heart sank for a moment, for I felt what this man was preparing for himself. Μια ή δυο φορές στη ζωή μου είδα την ίδια έκφραση σε πρόσωπα άλλων... που σάμπως να εξέφραζε το πεπρωμένο εκείνων των ανθρώπων και, αλλοίμονο, το πεπρωμένο τους συνετελέσθη. Once or twice in my life I saw the same expression on other people's faces... that seemed to express the destiny of those people and, alas, their destiny was fulfilled. Σ' έστειλα κοντά του, Αλεξέι, γιατί νόμιζα πως η αδερφική σου παρουσία θα τον βοηθούσε. I sent you to him, Alexei, because I thought your brotherly presence would help him. Μα όλα είναι στα χέρια του Θεού, όλη μας η μοίρα απ' Αυτόν εξαρτάται. But everything is in God's hands, our whole destiny depends on Him. «Εάν μη ό κόκκος τού σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει· εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει». "If the grain of wheat fall not to the ground, it shall die alone; but if it die, it shall bear much fruit." Να το θυμάσαι αυτό. Ευλόγησα νοερά πολλές φορές στη ζωή μου τη μορφή σου Αλεξέι, μάθε το, πρόφερε ο στάρετς μ' ένα ήρεμο χαμόγελο. I have mentally blessed your form many times in my life, Alexei, know it," said the starlet with a calm smile. Για σένα σκέφτομαι τούτο: θα φύγεις απ' αυτούς τους τοίχους, μα θα παραμείνεις στον κόσμο καλόγερος. For you I think of this: you will go out from these walls, but you will remain in the world a monk. Θα 'χεις πολλούς εχθρούς, μα κι αυτοί ακόμα θα σ' αγαπήσουν. You will have many enemies, but they will still love you. Η ζωή θα σου φέρει πολλές δυστυχίες, μα με αυτές ίσα ίσα θα γίνεις ευτυχισμένος και θα ευλογήσεις τη ζωή και θ' αναγκάσεις κι άλλους να την ευλογήσουν, κι αυτό είναι το πιο σπουδαίο απ' όλα. Life will bring you many misfortunes, but with them you will be just as happy and you will bless life and make others bless it, and that is the greatest thing of all. Να τι είσαι. Πατέρες κι αδελφοί μου, είπε χαμογελώντας με καλοσύνη, ποτέ ως τα τώρα δεν είπα, ούτε και σ' αυτόν τον ίδιο, για ποιο λόγο μού ήταν τόσο αγαπητή η μορφή αυτού του νέου. "My fathers and brothers," he said, smiling kindly, "I have never told you until now, not even to himself, why I was so fond of this young man's figure. Τώρα μονάχα θα το πω : η μορφή του ήταν για μένα κάτι σαν ανάμνηση και σαν προφητεία. I will only say it now : his figure was for me something like a memory and a prophecy. Στις πρώτες μέρες της ζωής μου, όταν ακόμα ήμουν παιδί, είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό, που πέθανε πολύ νέος μπροστά στα μάτια μου, μόλις δεκαεφτά χρονώ. In the early days of my life, when I was still a child, I had an older brother who died very young before my eyes, only seventeen years old. Κι αργότερα, στο διάβα της ζωής μου, πείστηκα σιγά σιγά πως εκείνος ο αδερφός μου στάθηκε κατά κάποιον τρόπο μια υπόδειξη της Θείας Πρόνοιας, γιατί αν δεν εμφανιζόταν στη ζωή μου, αν δεν είχε υπάρξει καθόλου, ποτέ ίσως δε θα 'χα γίνει μοναχός, και δε θα 'χα ακολουθήσει αυτή την άξια οδό. And later, in the course of my life, I became convinced that that brother of mine was somehow a hint of Divine Providence, because if he had not appeared in my life, if he had not existed at all, I might never have become a monk, and I would never have followed this worthy path. Κείνη η πρώτη παρουσία έγινε στα παιδικά μου χρόνια και νά που τώρα, στο τέρμα της πορείας μου, ξαναφάνηκε σαν μια επανάληψή της. That first presence took place in my childhood and now, at the end of my career, it has reappeared as a repetition. Το θαυμαστό είναι, πατέρες και δάσκαλοί μου, που ο Αλεξέι δεν του μοιάζει και τόσο στο πρόσωπο, μα έχει τόσες ψυχικές ομοιότητες που πολλές φορές νόμιζα πως είχα μπροστά μου εκείνον τον ίδιο νέο, τον αδερφό μου, που ήρθε στο τέλος της πορείας μου να με ξαναβρεί με τρόπο μυστηριακό, για κάποια υπόμνηση και εμβάθυνση, τόσο που παραξενευόμουν και γω ο ίδιος με τον εαυτό μου και με την παράξενη τούτη ιδέα μου. The wonderful thing is, my fathers and teachers, that Alexei does not resemble him so much in face, but he has so many mental similarities that I often thought I had before me that same young man, my brother, who came at the end of my journey to find me again in a mysterious way, for some remembrance and deepening, so much so that I myself was surprised at myself and at this strange idea of mine. Τ' ακούς, Πορφύριε; γύρισε και είπε στο δόκιμο που τον υπηρετούσε. Do you hear it, Porphyry?" he turned and said to the cadet who served him. Πολλές φορές είδα στο πρόσωπό σου κάτι σαν πίκρα επειδή αγαπώ πιο πολύ από σένα τον Αλεξέι. Many times I have seen in your face something like bitterness because I love Alexei more than you do. Τώρα το ξέρεις γιατί. Μα και σένα σ' αγαπώ —ξέρε το— και πολλές φορές θλιβόμουνα για την πίκρα σου. But I love you too, know this, and have often grieved for your bitterness. Τώρα, αγαπητοί μου επισκέπτες, θα 'θελα να μιλήσω σε σας γι' αυτόν τον νέο, τον αδερφό μου. Now, my dear guests, I would like to talk to you about this young man, my brother. Γιατί σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε πολυτιμότερη παρουσία απ' τη δική του, πιο προφητική και πιο συγκινητική. For in all my life there has never been a more precious presence than his, more prophetic and more moving. Η καρδιά μου είναι γεμάτη τρυφερότητα κι ατενίζω τούτη τη στιγμή όλη τη ζωή μου, λες και τη ζω πάλι απ' αρχής... My heart is full of tenderness and I am looking at this moment at my whole life, as if I were living it all over again...

Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσω πως από τούτη την τελευταία συνομιλία του στάρετς με κείνους που τον επισκέφτηκαν την τελευταία μέρα της ζωής του διασώθηκε ένα μέρος γραφτό. Here I should note that from this last conversation between the starlet and those who visited him on the last day of his life, a portion of the scripture survives. Την έγραψε ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ λίγο ύστερα απ' το θάνατο του στάρετς για να του μείνει σαν ενθύμιο. It was written by Alexei Fyodorovich Karamazov shortly after the death of the starlet, to remain as a memento. Μα ήταν τάχα μονάχα εκείνη η τελευταία του ομιλία ή μήπως σ' αυτό του το σημείωμα παρενέβαλε κι άλλες κουβέντες του με το δάσκαλό του; Αυτό πια δεν μπορώ να το ξέρω. But was that only his last speech or did he include in this note other conversations with his teacher? That I can no longer know. Πάντως όλη αυτή η ομιλία του στάρετς, που είναι γραμμένη στις σημειώσεις, ξετυλίγεται χωρίς διακοπές, σαν να διηγήθηκε όλη του τη ζωή στους φίλους του, ενώ, χωρίς αμφιβολία, σύμφωνα μάλιστα και με τα κατοπινά λόγια των ίδιων, τα πράγματα γίνανε κάπως διαφορετικά. In any case, this whole speech of the starlet, written in the notes, unfolds without interruption, as if he had told his whole life to his friends, while, no doubt, and according to their later words, things became somewhat different. Και τούτο γιατί η συνομιλία ήταν γενική εκείνο το βράδυ και, αν και οι επισκέπτες πολύ λίγο τον διέκοπταν, μιλούσαν πάντως κι αυτοί, παρεμβαίνοντας στη συνομιλία, ίσως μάλιστα να διηγήθηκαν κι αυτοί κάτι. This is because the conversation was general that night and, although the visitors interrupted him very little, they too were talking, interfering in the conversation, perhaps even telling something. Ύστερα, η διήγηση δεν μπορούσε να μην έχει καμιά διακοπή γιατί ο στάρετς λαχάνιαζε πότε πότε, έχανε τη φωνή του και μάλιστα ξαπλωνόταν στο κρεβάτι για να ξεκουραστεί —χωρίς να κοιμηθεί όμως—, και οι επισκέπτες του μένανε στις θέσεις τους. Afterwards, the narrative could not have any interruption, for the starlet would pant now and then, lose his voice and even lie down on the bed to rest -but not sleep-, and his guests would stay in their seats. Μια ή δυο φορές η κουβέντα διακόπηκε και διάβασαν κομμάτια απ' το Ευαγγέλιο, διάβαζε ο πάτερ Παΐσιος. Once or twice the conversation was interrupted and they read parts of the Gospel, Father Paisios was reading. Είναι αξιοσημείωτο ακόμα πως κανένας τους δεν περίμενε πως ο στάρετς θα πεθάνει την ίδια εκείνη νύχτα. It is also noteworthy that neither of them expected the starlet to die that very night. Και τούτο γιατί το τελευταίο εκείνο βράδυ της ζωής του, ύστερα απ' το βαθύ ύπνο της ημέρας, φάνηκε σαν να 'χε πάρει καινούργιες δυνάμεις που τον συγκρατούσαν σ' όλη τη μεγάλη εκείνη κουβέντα με τους φίλους του. This was because on that last night of his life, after the deep sleep of the day, he seemed to have gained new powers that had held him back throughout that long conversation with his friends. Αυτό ήταν η τελευταία αναλαμπή, που κράτησε όμως πολύ λίγο, γιατί η ζωή του κόπηκε απότομα... Όμως γι' αυτά αργότερα. That was the last glimpse, but it lasted very briefly, because his life was cut short... But more of that later. Τώρα θα 'θελα μονάχα να κάνω γνωστό πως προτίμησα να μην εξιστορήσω τις λεπτομέρειες εκείνης της συνομιλίας και να περιοριστώ στη διήγηση του στάρετς σύμφωνα με το χειρόγραφο του Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Now I would just like to make it known that I preferred not to recount the details of that conversation and to confine myself to the narrative of the starets according to the manuscript of Alexei Fyodorovich Karamazov. Θα 'ναι πιο σύντομο έτσι και πιο ξεκούραστο αν και, το ξαναλέω, ο Αλιόσα πήρε πολλά πράγματα κι απ' τις προηγούμενες κουβέντες του με τον στάρετς και τα πρόσθεσε εδώ.