×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. VII. «Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο κ' η κουβέντα ακόμα έχει εν

5. VII. «Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο κ' η κουβέντα ακόμα έχει εν

Μά και η ομιλία του το ίδιο. Μόλις μπήκε στη σάλα, συνάντησε τον Φιόντορ Παύλοβιτς κι άρχισε ξαφνικά να του φωνάζει κουνώντας τα χέρια του:

— Πάω πάνω στο δωμάτιό μου, δε θα μείνω μαζί σας, χαίρετε, και πέρασε από μπροστά του, προσπαθώντας μάλιστα να μην κοιτάξει τον πατέρα του.

Μπορεί εκείνη τη στιγμή να του ήταν μισητός ο γέρος, μα μια τέτοια ασυγκάλυπτη εκδήλωση των εχθρικών του αισθημάτων ήταν αναπάντεχη ακόμα και για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. Κι ο γέρος φαίνεται πως στ' αλήθεια κάτι ήθελε να του πει, βιαζόταν μάλιστα, γι' αυτό είχε βγει να τον συναντήσει στη σάλα. Μα σαν άκουσε μια τέτοια φιλοφρόνηση, σταμάτησε σιωπηλός και κοίταξε κοροϊδευτικά το γιόκα του ώσπου εκείνος ανέβηκε τη σκάλα.

— Τι του 'ρθε; ρώτησε βιαστικά τον Σμερντιακόβ που μπήκε πίσω απ' τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

— Κάτι έχει και θύμωσε, ποιος μπορεί να τον καταλάβει; μουρμούρισε εκείνος αποφεύγοντας ν' απαντήσει καθαρά.

— Στο διάολο λοιπόν! Δε πα να θυμώνει! Φέρε το σαμοβάρι κι άδειασέ μου τη γωνιά. Γρήγορα. Μήπως έχουμε κανένα νεότερο; Κι άρχισαν κείνες οι ερωτήσεις που 'λεγε στα παράπονά του μόλις πριν από λίγο ο Σμερντιακόβ στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, δηλαδή για την αναμενόμενη επισκέπτρια. Δε θα τις ξαναπούμε λοιπόν εδώ πέρα. Σε μισή ώρα το σπίτι ήταν κλειδωμένο κι ο μισοπάλαβος γεροντάκος έκοβε βόλτες στο δωμάτιό του, προσμένοντας με αγωνία πως από στιγμή σε στιγμή θ' ακουστούν τα πέντε συμφωνημένα χτυπήματα. Πού και πού κοίταζε απ' τα παράθυρα, μα δεν έβλεπε τίποτα άλλο έξω από τη σκοτεινή νύχτα.

Ήταν πολύ αργά πια, μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν κοιμόταν. Σκεφτόταν. Εκείνη τη νύχτα πλάγιασε αργά, κατά τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. Μα εμείς δε θα κάτσουμε να περιγράφουμε την πορεία των σκέψεών του. Εξάλλου δεν είναι καιρός ακόμα να εισχωρήσουμε σ' αυτή την ψυχή: όλα με τη σειρά τους. Μα κι αν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε τις σκέψεις του, θα δυσκολευόμασταν πολύ γιατί αυτές δεν ήταν σκέψεις, μα κάτι πολύ ακαθόριστο και το κυριότερο, πολύ ταραγμένο. Το αισθανόταν κι ο ίδιος πως έχασε κάθε ειρμό στους συλλογισμούς του. Τον βασάνιζαν επίσης διάφορες παράξενες και σχεδόν εντελώς αναπάντεχες επιθυμίες- λόγου χάρη: Είχαν περάσει πια τα μεσάνυχτα όταν του 'ρθε ξαφνικά η επίμονη κι αβάσταχτη επιθυμία να κατέβει κάτω, ν' ανοίξει την πόρτα, να πάει στην πτέρυγα και να σπάσει στο ξύλο τον Σμερντιακόβ, μα αν τον ρωτούσατε γιατί το 'θελε αυτό, δε θα μπορούσε ούτε ο ίδιος να σας πει μιαν αιτία, εκτός ίσως πως τούτος ο λακές του 'γινε αφόρητος και τον μίσησε τόσο όσο θα μισούσε εκείνον που τον πρόσβαλε με το χειρότερο τρόπο. Απ' την άλλη μεριά αυτή τη νύχτα έπιανε αρκετές φορές τον εαυτό του να νιώθει μιαν ανεξήγητη και ταπεινωτική δειλία που —αυτό το αισθανόταν —τον έκανε να χάνει ξαφνικά ακόμα και τις σωματικές του δυνάμεις. Το κεφάλι του γύριζε και τον πονούσε. Κάποιο μίσος πίεζε την ψυχή σου, σάμπως να ετοιμαζόταν να εκδικηθεί κανέναν. Μισούσε ακόμα και τον Αλιόσα, όταν θυμόταν την κουβέντα τους, μισούσε πού και πού και τον εαυτό του τον ίδιο. Για την Κατερίνα Ιβάνοβνα ξέχασε σχεδόν να σκεφτεί κι αργότερα απορούσε πολύ γι' αυτό. Κι απορούσε γιατί θυμόταν πολύ καλά πως ακόμα χτες το πρωί, όταν καυχήθηκε τόσο απερίσκεπτα στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνα, πως αύριο θα φύγει για τη Μόσχα, την ίδια εκείνη στιγμή είχε ψιθυρίσει μέσα του: «Βλακείες λες, δε θα πας κι ούτε θα σου είναι τόσο εύκολο να σπάσεις τούτους τους δεσμούς, όπως κοκορεύεσαι τώρα πως θα κάνεις». Όταν ύστερα από καιρό θυμόταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εκείνη την νύχτα, ερχόταν στο μυαλό του και τούτο, πράγμα που του 'φερνε μεγάλη σιχαμάρα: Σηκωνόταν πού και πού απ' το ντιβάνι και σιγά σιγά, λες και φοβόταν τρομερά, λες και κάποιος τον παρακολουθούσε, άνοιγε την πόρτα, έβγαινε στη σκάλα κι άκουγε τι γινόταν κάτω, στα κάτω δωμάτια, πώς θορυβούσε και περπατούσε πέρα δώθε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, άκουγε για πολλή ώρα, κάπου πέντε λεπτά συνέχεια, με κάποια παράξενη περιέργεια, κρατώντας την αναπνοή του και με καρδιοχτύπι. Και φυσικά δεν ήξερε ούτε κι ο ίδιος γιατί τα 'κανε όλα αυτά και γιατί κρυφάκουγε. Αυτό το «φέρσιμο» το 'λεγε αργότερα σ' όλη του τη ζωή «σιχαμερό» και σ' όλη του τη ζωή το θεωρούσε βαθιά μέσα του, στ' απόκρυφα της ψυχής του, σαν το πιο ποταπό φέρσιμο της ζωής του. Μα τον ίδιο τον Φιόντορ Παύλοβιτς ούτε καν τον μισούσε εκείνη τη στιγμή, μονάχα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθε μια ακατανίκητη περιέργεια: πώς περπατάει τώρα εκεί κάτω στο δωμάτιό του, τι να κάνει τώρα λόγου χάρη στο δωμάτιό του; Τον φανταζόταν να πλησιάζει στο παράθυρο και να κοιτάζει μέσα στη νύχτα και ύστερα να σταματάει στη μέση της κάμαρας και να περιμένει, να περιμένει ν' ακούσει το χτύπημα. O Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε γι' αυτή τη δουλειά στη σκάλα κάπου δυο φορές. Όταν όλα ησύχασαν κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς πλάγιασε —ήταν κάπου δύο η ώρα— έπεσε κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στο κρεβάτι με την επιθυμία να κοιμηθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα, γιατί ένιωθε τον εαυτό του τσακισμένο. Έτσι κι έγινε: κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς όνειρα, μα ξύπνησε νωρίς, κατά τις εφτά, όταν πια είχε φέξει. Όταν άνοιξε τα μάτια ένιωσε —κι αυτό τον έκανε ν' απορήσει— μια μεγάλη ευεξία κι ενεργητικότητα. Σηκώθηκε γρήγορα και ντύθηκε βιαστικά, ύστερα έβγαλε τη βαλίτσα του και, χωρίς να χάνει καιρό, άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματά του. Τα ρούχα του τα 'χαν φέρει χτες ίσα ίσα απ' την πλύστρα. O Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμογέλασε μάλιστα που ήρθαν έτσι τα πράγματα: δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για την αναπάντεχη αναχώρησή του. Γιατί η αναχώρηση ήταν στ' αλήθεια αναπάντεχη. Αν κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έλεγε χτες (στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, στον Αλιόσα και ύστερα στον Σμερντιακόβ) πως αύριο θα φύγει, όταν πλάγιαζε χτες το βράδι, θυμόταν πολύ καλά πως εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόταν καθόλου να φύγει, ή τουλάχιστον καθόλου δε φανταζόταν πως μόλις θα σηκωθεί το πρωί η πρώτη του κίνηση θα 'ταν να τακτοποιήσει τη βαλίτσα του. Τέλος, η βαλίτσα κι ο σάκος ετοιμάστηκαν. Ήταν κάπου εννιά η ώρα όταν μπήκε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα με τη συνηθισμένη καθημερινή της ερώτηση:

— Πού επιθυμείτε το τσάι σας; Εδώ ή θα κατεβείτε κάτω;

O Ιβάν Φιοντόροβιτς κατέβηκε. Φαινόταν σχεδόν εύθυμος, αν και οι κινήσεις και τα λόγια του ήταν κάπως ασύνδετα και βιαστικά. Χαιρέτησε εγκάρδια τον πατέρα του, ζήτησε μάλιστα να μάθει για την υγεία του. Μα πριν εκείνος προφτάσει να του απαντήσει, του ανακοίνωσε πως σε μιαν ώρα φεύγει για τη Μόσχα, για πάντα, και πως τον παρακαλεί να στείλει για τ' άλογα. O γέρος άκουσε την είδηση χωρίς την παραμικρότερη έκπληξη και ξέχασε κι αυτούς ακόμα τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, που απαιτούσαν να λυπηθεί για την αναχώρηση του γιόκα του. Απεναντίας θυμήθηκε μονομιάς μια προσωπική του υπόθεση:

— Αχ, τι άνθρωπος είσαι και συ! Δε μου το 'λεγες από χτες... όμως το ίδιο κάνει, θα τα κανονίσουμε και τώρα. Κάνε μου μια μεγάλη χάρη, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου, πέρασε από την Τσερμασνιά. Δεν έχεις παρά να στρίψεις αριστερά όταν φτάσεις στο σταθμό της Βαλόβια, κι από εκεί είναι δώδεκα βέρστια όλα κι όλα ως την Τσερμασνιά.

— Με συγχωρείτε μα δεν μπορώ: ως το σιδηρόδρομο είναι ογδόντα βέρστια και το τραίνο φεύγει για τη Μόσχα στις εφτά το βράδι. Μόλις που προφταίνω.

— Θα πας αύριο, έστω και μεθαύριο. Τι βιάζεσαι; Σήμερα όμως στρίψε για την Τσερμασνιά. Τι σου κοστίζει να καθησυχάσεις τον πατέρα σου; Αν δεν είχα δουλειές εδώ, θα 'χα πεταχτεί προ πολλού και μόνος μου, γιατί πρόκειται για μια σπουδαία και βιαστική υπόθεση, όμως δεν μπορώ να λείψω από δω... Έχω, βλέπεις, ένα δάσος εκεί πέρα, σε δυο μέρη, στο Μπεγκίτσεβ και στο Ντιάτσκινο. Οι Μασλόβ, ο γέρος με το γιό του, οι έμποροι, μου δίνουν μονάχα οχτώ χιλιάδες για την ξυλεία, μα πέρσι κιόλας παραλίγο να βρω αγοραστή με δώδεκα χιλιάδες. Όμως αυτός δεν είναι ντόπιος, αυτό είναι το σπουδαίο. Οι ντόπιοι δεν έχουν που αλλού να δώσουν το πράμα και λοιπόν οι Μασλόβ κουμαντάρουν. Θες δε θες, πρέπει να πουλήσεις στην τιμή που σου δίνουν. Κι ούτε που τολμάει κανένας απ' τους ντόπιους να δώσει καλύτερη τιμή. (Οι Μασλόβ, βλέπεις, έχουν κατοσταριές τις χιλιάδες τα ρούβλια). Το λοιπόν ο παπάς του Ιλίνσκη μου 'γραψε την περασμένη Πέμπτη πως έφτασε κει πέρα ο Γκόρστκιν, ένας εμποράκος, τον ξέρω, μα το σπουδαίο είναι πως δεν βαστάει απ' τα μέρη μας μα απ' το Πογκρεμπόβ, θα πει λοιπόν πως δε φοβάται τους Μασλόβ, γιατί δεν είναι ντόπιος. Έντεκα χιλιάδες, λέει, θα δώσει για το δάσος, τ' ακούς; Και θα μείνει εδώ, γράφει ο παπάς, μονάχα μια βδομάδα ακόμα. Αν πήγαινες λοιπόν και τα συμφώναγες μαζί του...

— Γράψτε στον παπά και κείνος θα τα κανονίσει.

— Δεν ξέρει από τέτοιες δουλειές. Αυτός ο γέρος δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα. Είναι χρυσός άνθρωπος, μπορώ να του εμπιστευτώ και τούτη τη στιγμή ακόμα είκοσι χιλιάδες χωρίς απόδειξη, όμως δεν κόβει το μάτι του, κι ένα μωρό μπορεί να του τη φέρει. Και είναι ωστόσο μορφωμένος άνθρωπος. Αυτός ο Γκόρστκιν σού δίνει την εντύπωση μουζίκου, φοράει ένα μπλε σουρτούκο, χωρίς μανίκια, μονάχα που από χαραχτήρα είναι άτιμος, εδώ είναι ίσα ίσα η συμφορά μας. Όλο ψέματα λέει. Μερικές φορές σου ξεφουρνίζει τόσα ψέματα που μένεις με το στόμα ανοιχτό και δεν καταλαβαίνεις για ποιο λόγο τα 'πε όλα αυτά. Πρόπερσι σκαρφίστηκε πως πέθανε η γυναίκα του και πως ξαναπαντρεύτηκε, κι όμως φαντάσου, τίποτα απ' αυτά δεν έγινε. Ποτέ δεν πέθανε η γυναίκα του, ζει και τώρα ακόμα και τον δέρνει μια φορά κάθε τρεις μέρες. Και τώρα λοιπόν πρέπει να μάθουμε τούτο: Ψέματα λέει ή αλήθεια πως θέλει να τ' αγοράσει και πως θα δώσει έντεκα χιλιάδες;

— Μα και γω δεν κάνω τίποτα σ' αυτήν την περίπτωση, και μένα δεν κόβει το μάτι μου.

— Στάσου λοιπόν, μη βιάζεσαι, θα τα καταφέρεις γιατί εγώ θα σου πω όλα τα χούγια του, του Γκόρστκιν δηλαδή· εγώ νταραβερίζομαι από καιρό τώρα μαζί του. Πρέπει να κοιτάς όλη την ώρα το γενάκι του. Έχει ένα κοκκινωπό αραιό, βρώμικο γενάκι. Όταν το γενάκι του τρέμει κι αυτός μιλάει θυμωμένα, θα πει πως όλα παν καλά, θέλει να τελειώνει με τη δουλειά. Μα αν χαϊδεύει το γενάκι με τ' αριστερό του χέρι και σιγογελάει, θα πει πως θέλει να σου τη σκάσει, κάνει ζαβολιές. Στα μάτια ποτέ μην τον κοιτάζεις, απ' τα μάτια του τίποτα δεν θα καταλάβεις, είναι πάντα τους σα θολό νερό, μπαγαπόντης. Κοίταζε το γενάκι του. Θα σου γράψω ένα σημείωμα και συ θα του το δώσεις. Τον λένε Γκόρστκιν, μα τ' όνομά του δεν είναι αυτό, είναι Λιαγκάβι (κυνηγόσκυλο), όμως εσύ μην του λες πως είναι Λιαγκάβι, γιατί θα πειραχτεί. Όταν συμφωνήσεις μαζί του και δεις πως όλα πάνε καλά, να μου γράψεις αμέσως. Μονάχα αυτό να μου γράψεις: «Δε λέει ψέματα». Να επιμένεις στις έντεκα, ένα χιλιάρικο μπορείς να του κάνεις σκόντο, παραπάνω όχι. Σκέψου: οχτώ κι έντεκα. Τρεις χιλιάδες διαφορά. Αυτές τις τρεις χιλιάδες λες και τις βρήκα στο δρόμο. Ύστερα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις αγοραστή και τα λεφτά μού χρειάζονται πώς και τι. Όταν με ειδοποιήσεις πως μιλάει σοβαρά, θα κλέψω όπως όπως λίγες ώρες από δω και θα πεταχτώ να τελειώσω τη δουλειά. Μα τώρα γιατί να πάω εκεί πέρα, μια κι όλα αυτά μπορεί να 'ναι μονάχα φαντασίες του παπά; Λοιπόν θα πας ή όχι;

— Δεν έχω καιρό, απαλλάξτε με απ' αυτό.

— Αχ, κάνε μια χάρη στον πατέρα σου, θα σ' ευγνωμονώ! Κανένας σας δεν έχει καρδιά, να τι λέω γω! Τι σου κοστίζει αν χάσεις μια ή δυο μέρες; Πού πας τώρα; Στη Βενετιά; Δε θα γκρεμιστεί δα η Βενετιά σου σε δυο μέρες. Θα 'στελνα τον Αλιόσκα, μα τι καταλαβαίνει ο Αλιόσκα απ' αυτές τις δουλειές; Σε στέλνω εσένα μόνο και μόνο γιατί είσαι έξυπνος άνθρωπος.

Μήπως δεν το βλέπω τάχα; Δεν πουλάς βέβαια ξυλεία μα είσαι ανοιχτομάτης. Εδώ χρειάζεται μονάχα να δεις: μιλάει σοβαρά ή όχι; Και σου το ξαναλέω: Θα κοιτάς το γενάκι, κι αν κουνιέται, θα πει πως μιλάει σοβαρά.

— Ώστε μονάχος σας με σπρώχνετε σ' αυτή την καταραμένη την Τσερμασνιά, ε; αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο.

O Φιόντορ Παύλοβιτς δεν παρατήρησε ή έκανε πως δεν παρατήρησε τη μοχθηρία, μα το χαμόγελο το εκμεταλλεύτηκε. — Θα πας λοιπόν; Θα πας; Τώρα αμέσως θα σου γράψω το σημείωμα.

— Δεν ξέρω αν θα πάω. Δεν ξέρω, θα τ' αποφασίσω στο δρόμο.

— Γιατί στο δρόμο; Αποφάσισε τώρα, καλέ μου, αποφάσισε! Άμα τα κανονίσεις γράψε μου δυο αράδες, δώστες στον παππά και κείνος θα μου τις στείλει στο λεπτό. Ύστερα δε σε κρατάω πια. Τράβα στη Βενετιά σου. O παππάς θα σε στείλει πίσω ως το σταθμό της Βαλόβια με δικά του άλογα...

O Φιόντορ Παύλοβιτς ήταν ενθουσιασμένος, έγραψε το σημείωμα, έστειλε για τ' άλογα, τον κέρασε κονιάκ με μεζέδες. Όταν ο γέρος ήταν χαρούμενος άρχιζε πάντα τις διαχύσεις, μα τώρα φαινόταν σαν να συγκρατιόταν. Για τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς λόγου χάρη δεν είπε λέξη. Όσο για το χωρισμό, δε συγκινήθηκε καθόλου. Σχεδόν δεν έβρισκε τι να πει. O Ιβάν Φιοντόροβιτς το παρατήρησε αυτό: «Με βαρέθηκε, καθώς φαίνεται», σκέφτηκε. Μονάχα όταν τον αποχαιρετούσε πια στο κατώφλι, έδειξε διάθεση για φιλήματα. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βιάστηκε να του δώσει το χέρι για να αποφύγει τους ασπασμούς.

O γέρος το κατάλαβε αμέσως και συγκρατήθηκε.

— Λοιπόν, ο Θεός μαζί σου, ο Θεός μαζί σου! έλεγε και ξανάλεγε καθώς στεκόταν στο κατώφλι. Θα 'ρθεις καμιά φορά να με ξαναδείς όσο ζω; Ψέματα; Να 'ρθεις, να 'ρθεις, θα χαρώ πολύ. Ε, ο Χριστός μαζί σου!

O Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στ' αμάξι.

— Γειά σου Ιβάν, μη με κακολογείς και πολύ! φώναξε για τελευταία φορά ο πατέρας.

Είχαν βγει να τον αποχαιρετήσουν όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού: ο Σμερντιακόβ, η Μάρθα κι ο Γρηγόρης. O Ιβάν Φιοντόροβιτς έδωσε σ' όλους από δέκα ρούβλια. Όταν πια είχε κάτσει στ' αμάξι, ο Σμερντιακόβ έτρεξε να του διορθώσει το χαλί.

— Βλέπεις... στην Τσερμασνιά πάω... είπε ξαφνικά δίχως να το θέλει ο Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Του ξέφυγε όπως και χτες με κάποιο μάλιστα μικρό νευρικό γέλιο. Αυτό το θυμόταν για πολύ καιρό αργότερα.

— Σωστά το λένε λοιπόν πως μ' έναν έξυπνο άνθρωπο και η κουβέντα έχει ενδιαφέρον, απάντησε σταθερά ο Σμερντιακόβ κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

Τ' αμάξι ξεκίνησε. Σε λίγο τ' άλογα κάλπαζαν. O ταξιδιώτης ένιωθε μια θολούρα στην ψυχή του μα κοίταζε αχόρταγα τριγύρω του, τα χωράφια, τους λόφους, τα δέντρα, ένα κοπάδι αγριόχηνες που πετούσαν ψηλά στον καθάριο ουρανό. Και ξαφνικά ένιωσε τόσο καλά! Δοκίμασε να πιάσει κουβέντα με τον αμαξά και κάτι που απάντησε ο μουζίκος τον έκανε να ενδιαφερθεί πολύ, μα ύστερα από λίγο κατάλαβε πως όλα αυτά μπήκαν απ' το ένα αυτί του και βγήκαν απ' το άλλο και πως αυτός, για να λέει την αλήθεια, ούτε κατάλαβε καν τι του απάντησε ο μουζίκος. Σώπασε, καλά ήταν κι έτσι: ο αέρας καθαρός, φρέσκος, δροσερός, ο ουρανός ασυννέφιαστος. Απ' το μυαλό του πέρασαν για μια στιγμή οι μορφές του Αλιόσα και της Κατερίνας Ιβάνοβνα. Μα αυτός χαμογέλασε γλυκά, φύσηξε πάνω στις αγαπημένες εικόνες κι αυτές πέταξαν μακριά: «Έχουμε καιρό να τους σκεφτούμε κι αυτούς», είπε μέσα του. Φτάσανε γρήγορα ως τον πρώτο σταθμό, αλλάξανε άλογα και πήραν το δρόμο για τη Βαλόβια; «Γιατί έχει ενδιαφέρον να κουβεντιάσει κανείς μ' έναν έξυπνο άνθρωπο; Τι ήθελε να πει μ' αυτό;» σκέφτηκε ξαφνικά και η ανάσα του κόπηκε. «Και γω γιατί του ανάφερα πως πάω στην Τσερμασνιά;» Φτάσανε καλπάζοντας στη Βαλόβια. O Ιβάν Φιοντόροβιτς κατέβηκε και τον τριγύρισαν αμέσως οι αμαξάδες προτείνοντάς του να τον πάνε με ελεύθερα άλογα στην Τσερμασνιά, δώδεκα βέρστια απ' τον καρόδρομο. Είπε σ' έναν να ζέψει. Είχε μπει κιόλας στο σπιτάκι του σταθμάρχη, κοίταξε γύρω, έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του σταθμάρχη μα ξαφνικά ξαναβγήκε στο χαγιάτι.

— Δεν πάω στην Τσερμασνιά. Τι λέτε, παιδιά, θα προφτάσω το τρένο των εφτά;

— Θα φτάσουμε ίσα ίσα στην ώρα. Να ζέψουμε;

— Ζέψε γρήγορα. Μήπως θα πάει κανένας από σας αύριο στην πολιτεία;

— Πώς δεν θα πάει. Να, ο Μίτρη θα πάει.

— Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη, Μίτρη; Πέρνα απ' τον πατέρα μου, τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, και πες του πως δεν πήγα στην Τσερμασνιά. Μπορείς να το κάνεις;

— Γιατί να μην περάσω; Θα περάσω. Τον Φιόντορ Παύλοβιτς είναι καιρός πια που τον ξέρω.

— Πάρε και τούτα δω να πιείς κάνα τσάι γιατί εκείνος ίσως να μη σου δώσει... είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και γέλασε εύθυμα.

— Καλά το λέτε, δε θα μου δώσει, γέλασε ο Μίτρη. Ευχαριστώ, αφεντικό, θα πάω το δίχως άλλο...

Στις εφτά το βράδι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στο τρένο της Μόσχας.

«Ας πάνε να χαθούν όλα τα περασμένα. Τέλειωσα για πάντα με τον κόσμο του παρελθόντος. Δε θέλω να τον ξέρω ούτε και ν' ακούσω τίποτα γι' αυτόν. Θα πάω σ' έναν καινούργιο κόσμο, σε καινούργια μέρη και θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου!» Μα αντί να ενθουσιαστεί, η ψυχή του σκυθρώπιασε ξαφνικά τόσο πολύ και η καρδιά του ήταν τόσο λυπημένη όσο ποτέ άλλοτε. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν. Το βαγόνι πετούσε, και μονάχα τα χαράματα, όταν έμπαινε πια στη Μόσχα, σαν να συνήλθε:

«Είμαι ένας ελεεινός!» ψιθύρισε μέσα του.

O Φιόντορ Παύλοβιτς, αφού ξεπροβόδισε το γιόκα του, έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Δυό ολάκερες ώρες ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένο τον εαυτό του κι έπινε κονιάκ. Μα ξάφνου έγινε στο σπίτι κάτι πολύ δυσάρεστο για όλους, που 'κανε και τον Φιόντορ Παύλοβιτς άνω κάτω: O Σμερντιακόβ θέλησε να κατέβει στο υπόγειο κι έπεσε απ' το απάνω σκαλοπάτι. Πάλι καλά που εκείνη την στιγμή βρέθηκε στην αυλή η Μάρθα Ιγνάτιεβνα και τον άκουσε. Το πέσιμο δεν το 'δε μα άκουσε την κραυγή, μια κραυγή ιδιαίτερη, παράξενη, όμως γνωστή πια από καιρό, την κραυγή του επιληπτικού όταν τον πιάνει η κρίση. Τον έπιασε τάχα η κρίση τη στιγμή που κατέβαινε τα σκαλοπάτια και γι' αυτό κατρακύλησε κάτω; Έ μήπως έπεσε πρώτα κι απ' αυτό του 'ρθε η κρίση; Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει κανείς. Τον βρήκανε πάντως μέσα στο υπόγειο να τρέμει και να χτυπιέται με αφρούς στο στόμα. Στην αρχή νόμισαν πως θα 'σπασε κανένα χέρι ή κανένα πόδι και θα τσακίστηκε, όμως τον «φύλαξε ο Θεός», όπως είπε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα: Τίποτα δεν έπαθε, μονάχα που ήταν δύσκολο να τον πάρουν και να τον βγάλουν απ' το υπόγειο. Μα φώναξαν τους γειτόνους να τους βοηθήσουν κι όπως όπως τον ανέβασαν. O Φιόντορ Παύλοβιτς βρισκόταν εκεί πέρα σ' όλη τούτη την ιστορία, βοήθησε κι ο ίδιος και ήταν φανερό πως κατατρόμαξε και σχεδόν τα 'χε χαμένα. Όμως ο άρρωστος δεν συνερχόταν: Οι σπασμοί του παύανε για λίγο, μα τον ξανάπιαναν πάλι. Όλοι λοιπόν είπαν πως θα γίνει εκείνο που 'γινε και πέρσι, όταν έπεσε από τη σοφίτα. Θυμήθηκαν πως τότε του βάζαν πάγο στο κεφάλι. Πάγος βρέθηκε ακόμα στο υπόγειο και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα καταπιάστηκε με τούτη τη δουλειά. Κατά το βράδυ ο Φιόντορ Παύλοβιτς, έστειλε να φωνάξουν τον γιατρό Χερτσενστούμπε που ήρθε αμέσως. Αφού εξέτασε προσεχτικά τον άρρωστο (ήταν ο πιο προσεχτικός γιατρός όλης της περιφέρειας, ένας αξιοσέβαστος γεροντάκος), έβγαλε το συμπέρασμα πως η κρίση δεν είναι από τις συνηθισμένες, πως «μπορεί να καταστεί επικίνδυνος» και πως προς το παρόν αυτός, ο Χερτσενστούμπε, δεν τα καταλαβαίνει όλα ακόμα, μα πως αύριο το πρωί, αν δεν φέρουν αποτέλεσμα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, θα πάρει την απόφαση να μεταχειριστεί άλλα. Τον άρρωστο τον ξαπλώσανε στην πτέρυγα, σ' ένα δωμάτιο δίπλα στην κάμαρα όπου ‘μέναν ο Γρηγόρης και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. Ύστερα, όλη η μέρα του Φιόντορ Παύλοβιτς πέρασε στραβά κι ανάποδα: Το φαΐ το μαγείρεψε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα και η σούπα, αν τη σύγκρινε κανείς με κείνη που 'φτιαχνε ο Σμερντιακόβ, ήταν «σαν απονέρια» και η κότα έγινε τόσο ξεροψημένη που ούτε να τη μασήσει δεν μπορούσε κανείς. Στα πικρά μα και δίκαια παράπονα του αφεντικού της η Μάρθα Ιγνάτιεβνα απαντούσε πως η κότα ήταν κι από μόνη της πολύ γέρικη και πως αυτή δεν σπούδασε ποτέ της μάγειρας. Το βράδυ παρουσιάστηκε κι άλλο βάσανο: Είπαν στον Φιόντορ Παύλοβιτς πως ο Γρηγόρης, που ήταν αδιάθετος από προχτές, κρεβατώθηκε για καλά, πιάστηκε η μέση του. O Φιόντορ Παύλοβιτς τέλειωσε το τσάι του όσο μπόρεσε νωρίτερα και κλειδώθηκε μονάχος του στο σπίτι. Περίμενε τώρα με τρομερή αγωνία. Και τούτο γιατί εκείνο το βράδυ ήταν σχεδόν σίγουρος πως θα 'ρθει η Γκρούσενκα. O Σμερντιακόβ τουλάχιστο τον βεβαίωσε νωρίς ακόμα το πρωί πως «τώρα πια υποσχέθηκε να 'ρθει». Η καρδιά του αδιόρθωτου γεροντάκου χτυπούσε με αγωνία, περπατούσε μέσα στ' άδεια του δωμάτια κι αφουγκραζόταν. Έπρεπε να προσέχει πολύ: O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μπορεί να την παραφύλαγε κάπου εκεί κοντά. Ώστε μόλις εκείνη θα χτυπούσε στο παράθυρο (O Σμερντιακόβ βεβαίωσε προχτές ακόμα τον Φιόντορ Παύλοβιτς πως της είπε πού και πώς να χτυπήσει), έπρεπε ν' ανοίξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα την πόρτα και να μην την καθυστερήσει ούτε δευτερόλεπτο για να μη φοβηθεί τίποτα —Θεός φυλάξοι— και ξαναφύγει. O Φιόντορ Παύλοβιτς είχε πολλές σκοτούρες μα ποτέ ως τα τώρα η καρδιά του δεν κολυμπούσε σε πιο γλυκιά ελπίδα: γιατί μπορούσε στα σίγουρα σχεδόν να πει κανείς πως τούτη πια τη φορά θα ρχόταν οπωσδήποτε!...

5. VII. «Μ' έναν έξυπνο άνθρωπο κ' η κουβέντα ακόμα έχει εν 5. VII. "With a clever man, and the talk is still in 5. VII. "Avec un homme intelligent, et le discours est encore en

Μά και η ομιλία του το ίδιο. But so was his speech. Μόλις μπήκε στη σάλα, συνάντησε τον Φιόντορ Παύλοβιτς κι άρχισε ξαφνικά να του φωνάζει κουνώντας τα χέρια του: As soon as he entered the hall, he met Fyodor Pavlovic and suddenly started shouting at him, waving his hands:

— Πάω πάνω στο δωμάτιό μου, δε θα μείνω μαζί σας, χαίρετε, και πέρασε από μπροστά του, προσπαθώντας μάλιστα να μην κοιτάξει τον πατέρα του. - I'm going up to my room, I'm not staying with you, goodbye," and she walked past him, even trying not to look at his father.

Μπορεί εκείνη τη στιγμή να του ήταν μισητός ο γέρος, μα μια τέτοια ασυγκάλυπτη εκδήλωση των εχθρικών του αισθημάτων ήταν αναπάντεχη ακόμα και για τον Φιόντορ Παύλοβιτς. He may have hated the old man at that moment, but such an undisguised manifestation of his hostile feelings was unexpected even for Fyodor Pavlovitch. Κι ο γέρος φαίνεται πως στ' αλήθεια κάτι ήθελε να του πει, βιαζόταν μάλιστα, γι' αυτό είχε βγει να τον συναντήσει στη σάλα. And the old man seemed to really want to tell him something, he was in a hurry, so he had gone out to meet him in the hall. Μα σαν άκουσε μια τέτοια φιλοφρόνηση, σταμάτησε σιωπηλός και κοίταξε κοροϊδευτικά το γιόκα του ώσπου εκείνος ανέβηκε τη σκάλα. But when he heard such a compliment, he stopped in silence and looked mockingly at his son until he went up the stairs.

— Τι του 'ρθε; ρώτησε βιαστικά τον Σμερντιακόβ που μπήκε πίσω απ' τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. - What's got into him?" he asked hastily to Smerdiakov, who came in behind Ivan Fyodorovich.

— Κάτι έχει και θύμωσε, ποιος μπορεί να τον καταλάβει; μουρμούρισε εκείνος αποφεύγοντας ν' απαντήσει καθαρά. - Something's wrong with him and he's angry, who can understand him?He muttered, avoiding a clear answer.

— Στο διάολο λοιπόν! Δε πα να θυμώνει! Φέρε το σαμοβάρι κι άδειασέ μου τη γωνιά. Get the samovar and get out of my corner. Γρήγορα. Μήπως έχουμε κανένα νεότερο; Κι άρχισαν κείνες οι ερωτήσεις που 'λεγε στα παράπονά του μόλις πριν από λίγο ο Σμερντιακόβ στον Ιβάν Φιοντόροβιτς, δηλαδή για την αναμενόμενη επισκέπτρια. Do we have any news? And those questions began which Smerdiakov was asking Ivan Fyodorovich in his complaints just a moment ago, namely about the expected visitor. Δε θα τις ξαναπούμε λοιπόν εδώ πέρα. So we won't mention them here again. Σε μισή ώρα το σπίτι ήταν κλειδωμένο κι ο μισοπάλαβος γεροντάκος έκοβε βόλτες στο δωμάτιό του, προσμένοντας με αγωνία πως από στιγμή σε στιγμή θ' ακουστούν τα πέντε συμφωνημένα χτυπήματα. In half an hour the house was locked and the half-mad old man was pacing his room, anxiously expecting that the five agreed knocks would be heard at any moment. Πού και πού κοίταζε απ' τα παράθυρα, μα δεν έβλεπε τίποτα άλλο έξω από τη σκοτεινή νύχτα. Now and then he looked out of the windows, but he could see nothing but the dark night.

Ήταν πολύ αργά πια, μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν κοιμόταν. It was very late, but Ivan Fyodorovich was not asleep. Σκεφτόταν. Εκείνη τη νύχτα πλάγιασε αργά, κατά τις δυο μετά τα μεσάνυχτα. That night he went to bed late, about two after midnight. Μα εμείς δε θα κάτσουμε να περιγράφουμε την πορεία των σκέψεών του. But we will not sit here and describe the course of his thoughts. Εξάλλου δεν είναι καιρός ακόμα να εισχωρήσουμε σ' αυτή την ψυχή: όλα με τη σειρά τους. After all, it is not yet time to enter this soul: everything in its turn. Μα κι αν επιχειρούσαμε να περιγράψουμε τις σκέψεις του, θα δυσκολευόμασταν πολύ γιατί αυτές δεν ήταν σκέψεις, μα κάτι πολύ ακαθόριστο και το κυριότερο, πολύ ταραγμένο. But even if we tried to describe his thoughts, we would find it very difficult because they were not thoughts, but something very vague and, most importantly, very disturbed. Το αισθανόταν κι ο ίδιος πως έχασε κάθε ειρμό στους συλλογισμούς του. He himself felt that he had lost all coherence in his reasoning. Τον βασάνιζαν επίσης διάφορες παράξενες και σχεδόν εντελώς αναπάντεχες επιθυμίες- λόγου χάρη: Είχαν περάσει πια τα μεσάνυχτα όταν του 'ρθε ξαφνικά η επίμονη κι αβάσταχτη επιθυμία να κατέβει κάτω, ν' ανοίξει την πόρτα, να πάει στην πτέρυγα και να σπάσει στο ξύλο τον Σμερντιακόβ, μα αν τον ρωτούσατε γιατί το 'θελε αυτό, δε θα μπορούσε ούτε ο ίδιος να σας πει μιαν αιτία, εκτός ίσως πως τούτος ο λακές του 'γινε αφόρητος και τον μίσησε τόσο όσο θα μισούσε εκείνον που τον πρόσβαλε με το χειρότερο τρόπο. He was also tormented by various strange and almost totally unexpected desires; for example: It was now past midnight when he suddenly had the insistent and unbearable desire to go downstairs, open the door, go to the ward and beat up Smerdiakov, but if you asked him why he wanted to do this, he could not give you a reason himself, except perhaps that this lackey became unbearable to him and hated him as much as he would have hated the man who had insulted him in the worst way. Απ' την άλλη μεριά αυτή τη νύχτα έπιανε αρκετές φορές τον εαυτό του να νιώθει μιαν ανεξήγητη και ταπεινωτική δειλία που —αυτό το αισθανόταν —τον έκανε να χάνει ξαφνικά ακόμα και τις σωματικές του δυνάμεις. On the other hand, on this night he found himself several times feeling an inexplicable and humiliating cowardice which - he felt it - made him suddenly lose even his physical strength. Το κεφάλι του γύριζε και τον πονούσε. His head was spinning and it hurt him. Κάποιο μίσος πίεζε την ψυχή σου, σάμπως να ετοιμαζόταν να εκδικηθεί κανέναν. Some hatred was pressing on your soul, as if it were preparing to take revenge on someone. Μισούσε ακόμα και τον Αλιόσα, όταν θυμόταν την κουβέντα τους, μισούσε πού και πού και τον εαυτό του τον ίδιο. He even hated Alyosha when he remembered their conversation, he hated himself from time to time. Για την Κατερίνα Ιβάνοβνα ξέχασε σχεδόν να σκεφτεί κι αργότερα απορούσε πολύ γι' αυτό. He almost forgot to think about Katerina Ivanovna and later wondered about it. Κι απορούσε γιατί θυμόταν πολύ καλά πως ακόμα χτες το πρωί, όταν καυχήθηκε τόσο απερίσκεπτα στο σπίτι της Κατερίνας Ιβάνοβνα, πως αύριο θα φύγει για τη Μόσχα, την ίδια εκείνη στιγμή είχε ψιθυρίσει μέσα του: «Βλακείες λες, δε θα πας κι ούτε θα σου είναι τόσο εύκολο να σπάσεις τούτους τους δεσμούς, όπως κοκορεύεσαι τώρα πως θα κάνεις». And he wondered because he remembered very well that even yesterday morning, when he had boasted so recklessly at Katerina Ivanovna's house that he was leaving for Moscow tomorrow, at that very moment he had whispered to himself: "You are talking nonsense; you will not go, and it will not be so easy for you to break these ties as you now boast that you will do." Όταν ύστερα από καιρό θυμόταν ο Ιβάν Φιοντόροβιτς εκείνη την νύχτα, ερχόταν στο μυαλό του και τούτο, πράγμα που του 'φερνε μεγάλη σιχαμάρα: Σηκωνόταν πού και πού απ' το ντιβάνι και σιγά σιγά, λες και φοβόταν τρομερά, λες και κάποιος τον παρακολουθούσε, άνοιγε την πόρτα, έβγαινε στη σκάλα κι άκουγε τι γινόταν κάτω, στα κάτω δωμάτια, πώς θορυβούσε και περπατούσε πέρα δώθε ο Φιόντορ Παύλοβιτς, άκουγε για πολλή ώρα, κάπου πέντε λεπτά συνέχεια, με κάποια παράξενη περιέργεια, κρατώντας την αναπνοή του και με καρδιοχτύπι. When Ivan Fyodorovich remembered that night after a long time, this also came to his mind, which brought him great disgust: He would get up now and then from the divan and slowly, as if he were terribly afraid, as if someone were watching him, he would open the door, go out on the stairs and listen to what was going on downstairs, in the rooms below, how Fyodor Pavlovitch was rustling and walking to and fro, listening for a long time, about five minutes all the time, with some strange curiosity, holding his breath and heartbeat. Και φυσικά δεν ήξερε ούτε κι ο ίδιος γιατί τα 'κανε όλα αυτά και γιατί κρυφάκουγε. And of course he didn't know himself why he was doing all this and why he was eavesdropping. Αυτό το «φέρσιμο» το 'λεγε αργότερα σ' όλη του τη ζωή «σιχαμερό» και σ' όλη του τη ζωή το θεωρούσε βαθιά μέσα του, στ' απόκρυφα της ψυχής του, σαν το πιο ποταπό φέρσιμο της ζωής του. This "behavior" he would later call "disgusting" all his life and all his life he considered it deep inside, in the depths of his soul, as the most despicable behavior of his life. Μα τον ίδιο τον Φιόντορ Παύλοβιτς ούτε καν τον μισούσε εκείνη τη στιγμή, μονάχα που για κάποιον ανεξήγητο λόγο ένιωθε μια ακατανίκητη περιέργεια: πώς περπατάει τώρα εκεί κάτω στο δωμάτιό του, τι να κάνει τώρα λόγου χάρη στο δωμάτιό του; Τον φανταζόταν να πλησιάζει στο παράθυρο και να κοιτάζει μέσα στη νύχτα και ύστερα να σταματάει στη μέση της κάμαρας και να περιμένει, να περιμένει ν' ακούσει το χτύπημα. But he did not even hate Fyodor Pavlovitch himself at that moment, only that for some inexplicable reason he felt an irresistible curiosity: how is he walking down there in his room, what is he doing in his room? He imagined him approaching the window and looking into the night, and then stopping in the middle of the chamber and waiting, waiting to hear the knock. O Ιβάν Φιοντόροβιτς βγήκε γι' αυτή τη δουλειά στη σκάλα κάπου δυο φορές. Ivan Fyodorovich went out for this job on the ladder about twice. Όταν όλα ησύχασαν κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς πλάγιασε —ήταν κάπου δύο η ώρα— έπεσε κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς στο κρεβάτι με την επιθυμία να κοιμηθεί όσο γινόταν πιο γρήγορα, γιατί ένιωθε τον εαυτό του τσακισμένο. When all was quiet and Fyodor Pavlovich lay down -it was about two o'clock- Ivan Fyodorovich also fell into bed, wishing to go to sleep as quickly as possible, for he felt himself broken. Έτσι κι έγινε: κοιμήθηκε βαθιά, χωρίς όνειρα, μα ξύπνησε νωρίς, κατά τις εφτά, όταν πια είχε φέξει. So it was: he slept soundly, without dreams, but he woke early, at seven o'clock, when it was light. Όταν άνοιξε τα μάτια ένιωσε —κι αυτό τον έκανε ν' απορήσει— μια μεγάλη ευεξία κι ενεργητικότητα. When he opened his eyes he felt - and this made him wonder - a great well-being and energy. Σηκώθηκε γρήγορα και ντύθηκε βιαστικά, ύστερα έβγαλε τη βαλίτσα του και, χωρίς να χάνει καιρό, άρχισε να τακτοποιεί τα πράγματά του. He got up quickly and dressed hurriedly, then took out his suitcase and, without wasting time, began to put his things away. Τα ρούχα του τα 'χαν φέρει χτες ίσα ίσα απ' την πλύστρα. His clothes had just come from the laundry yesterday. O Ιβάν Φιοντόροβιτς χαμογέλασε μάλιστα που ήρθαν έτσι τα πράγματα: δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο για την αναπάντεχη αναχώρησή του. Ivan Fyodorovic was even smiling that things turned out this way: there was no obstacle to his unexpected departure. Γιατί η αναχώρηση ήταν στ' αλήθεια αναπάντεχη. Because the departure was really unexpected. Αν κι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς έλεγε χτες (στην Κατερίνα Ιβάνοβνα, στον Αλιόσα και ύστερα στον Σμερντιακόβ) πως αύριο θα φύγει, όταν πλάγιαζε χτες το βράδι, θυμόταν πολύ καλά πως εκείνη τη στιγμή δε σκεφτόταν καθόλου να φύγει, ή τουλάχιστον καθόλου δε φανταζόταν πως μόλις θα σηκωθεί το πρωί η πρώτη του κίνηση θα 'ταν να τακτοποιήσει τη βαλίτσα του. Although Ivan Fyodorovich had said yesterday (to Katerina Ivanovna, Aliosa and then to Smerdiakov) that he would leave tomorrow, when he was lying down last night, he remembered very well that at that moment he was not thinking of leaving at all, or at least he did not imagine at all that when he got up in the morning his first move would be to put his suitcase away. Τέλος, η βαλίτσα κι ο σάκος ετοιμάστηκαν. Finally, the suitcase and the bag were prepared. Ήταν κάπου εννιά η ώρα όταν μπήκε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα με τη συνηθισμένη καθημερινή της ερώτηση: It was about nine o'clock when Martha Ignatievna came in with her usual daily question:

— Πού επιθυμείτε το τσάι σας; Εδώ ή θα κατεβείτε κάτω; - Where do you want your tea? Here or downstairs?

O Ιβάν Φιοντόροβιτς κατέβηκε. Ivan Fyodorovich has come down. Φαινόταν σχεδόν εύθυμος, αν και οι κινήσεις και τα λόγια του ήταν κάπως ασύνδετα και βιαστικά. He seemed almost cheerful, though his movements and words were somewhat disjointed and hurried. Χαιρέτησε εγκάρδια τον πατέρα του, ζήτησε μάλιστα να μάθει για την υγεία του. He greeted his father cordially, and even asked to know about his health. Μα πριν εκείνος προφτάσει να του απαντήσει, του ανακοίνωσε πως σε μιαν ώρα φεύγει για τη Μόσχα, για πάντα, και πως τον παρακαλεί να στείλει για τ' άλογα. But before he could answer him, he announced that in an hour he was leaving for Moscow, forever, and that he begged him to send for the horses. O γέρος άκουσε την είδηση χωρίς την παραμικρότερη έκπληξη και ξέχασε κι αυτούς ακόμα τους κανόνες της καλής συμπεριφοράς, που απαιτούσαν να λυπηθεί για την αναχώρηση του γιόκα του. The old man heard the news without the slightest surprise and even forgot the rules of good behaviour, which required him to be sorry for his son's departure. Απεναντίας θυμήθηκε μονομιάς μια προσωπική του υπόθεση: Instead, he remembered at once a personal affair:

— Αχ, τι άνθρωπος είσαι και συ! - Oh, what a man you are! Δε μου το 'λεγες από χτες... όμως το ίδιο κάνει, θα τα κανονίσουμε και τώρα. You weren't telling me yesterday... but he's doing the same thing, so we're going to settle this now. Κάνε μου μια μεγάλη χάρη, να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου, πέρασε από την Τσερμασνιά. Do me a great favor, forgive me your dead, pass by Chermasnia. Δεν έχεις παρά να στρίψεις αριστερά όταν φτάσεις στο σταθμό της Βαλόβια, κι από εκεί είναι δώδεκα βέρστια όλα κι όλα ως την Τσερμασνιά. All you have to do is turn left when you get to the station of Valovia, and from there it's twelve versts all the way to Chermasnia.

— Με συγχωρείτε μα δεν μπορώ: ως το σιδηρόδρομο είναι ογδόντα βέρστια και το τραίνο φεύγει για τη Μόσχα στις εφτά το βράδι. - Excuse me, but I can't: it's eighty versts to the railway and the train leaves for Moscow at seven o'clock at night. Μόλις που προφταίνω. I'm barely keeping up.

— Θα πας αύριο, έστω και μεθαύριο. - You'll go tomorrow, even the day after tomorrow. Τι βιάζεσαι; Σήμερα όμως στρίψε για την Τσερμασνιά. What's your hurry? But today turn for Chermasnia. Τι σου κοστίζει να καθησυχάσεις τον πατέρα σου; Αν δεν είχα δουλειές εδώ, θα 'χα πεταχτεί προ πολλού και μόνος μου, γιατί πρόκειται για μια σπουδαία και βιαστική υπόθεση, όμως δεν μπορώ να λείψω από δω... Έχω, βλέπεις, ένα δάσος εκεί πέρα, σε δυο μέρη, στο Μπεγκίτσεβ και στο Ντιάτσκινο. What does it cost you to reassure your father? If I had no business here, I should have been long ago thrown out, and alone, for it is an important and urgent matter, but I cannot be absent from here I have, you see, a forest over there, in two places, at Begichev and Diatchkino. Οι Μασλόβ, ο γέρος με το γιό του, οι έμποροι, μου δίνουν μονάχα οχτώ χιλιάδες για την ξυλεία, μα πέρσι κιόλας παραλίγο να βρω αγοραστή με δώδεκα χιλιάδες. The Maslovs, the old man and his son, the merchants, give me only eight thousand for the timber, but last year I almost found a buyer for twelve thousand. Όμως αυτός δεν είναι ντόπιος, αυτό είναι το σπουδαίο. But he's not a local, that's the great thing. Οι ντόπιοι δεν έχουν που αλλού να δώσουν το πράμα και λοιπόν οι Μασλόβ κουμαντάρουν. The locals have nowhere else to give the stuff away, so the Maslovs are running the show. Θες δε θες, πρέπει να πουλήσεις στην τιμή που σου δίνουν. Like it or not, you have to sell at the price they give you. Κι ούτε που τολμάει κανένας απ' τους ντόπιους να δώσει καλύτερη τιμή. And none of the locals dare to give a better price. (Οι Μασλόβ, βλέπεις, έχουν κατοσταριές τις χιλιάδες τα ρούβλια). (The Maslovs, you see, have hundreds of thousands of rubles). Το λοιπόν ο παπάς του Ιλίνσκη μου 'γραψε την περασμένη Πέμπτη πως έφτασε κει πέρα ο Γκόρστκιν, ένας εμποράκος, τον ξέρω, μα το σπουδαίο είναι πως δεν βαστάει απ' τα μέρη μας μα απ' το Πογκρεμπόβ, θα πει λοιπόν πως δε φοβάται τους Μασλόβ, γιατί δεν είναι ντόπιος. So the priest of Ilinsky wrote me last Thursday that Gorstkin, a merchant, I know him, but the great thing is that he is not from here but from Pogrebov, so he will say that he is not afraid of the Maslovs, because he is not a native. Έντεκα χιλιάδες, λέει, θα δώσει για το δάσος, τ' ακούς; Και θα μείνει εδώ, γράφει ο παπάς, μονάχα μια βδομάδα ακόμα. He says he'll give eleven thousand for the forest, you hear? And he'll stay here, the priest writes, just one more week. Αν πήγαινες λοιπόν και τα συμφώναγες μαζί του... So if you went and made up with him...

— Γράψτε στον παπά και κείνος θα τα κανονίσει. - Write to the priest and he will arrange it.

— Δεν ξέρει από τέτοιες δουλειές. - He doesn't know about this kind of business. Αυτός ο γέρος δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα. This old man doesn't know where the four go. Είναι χρυσός άνθρωπος, μπορώ να του εμπιστευτώ και τούτη τη στιγμή ακόμα είκοσι χιλιάδες χωρίς απόδειξη, όμως δεν κόβει το μάτι του, κι ένα μωρό μπορεί να του τη φέρει. He is a golden man, I can trust him with twenty thousand even now without a receipt, but he doesn't cut his eye, and a baby can fool him. Και είναι ωστόσο μορφωμένος άνθρωπος. And yet he is an educated man. Αυτός ο Γκόρστκιν σού δίνει την εντύπωση μουζίκου, φοράει ένα μπλε σουρτούκο, χωρίς μανίκια, μονάχα που από χαραχτήρα είναι άτιμος, εδώ είναι ίσα ίσα η συμφορά μας. This Gorstkin gives you the impression of a musketeer, he wears a blue surplice, without sleeves, only he's dishonest, here he's just our misfortune. Όλο ψέματα λέει. Μερικές φορές σου ξεφουρνίζει τόσα ψέματα που μένεις με το στόμα ανοιχτό και δεν καταλαβαίνεις για ποιο λόγο τα 'πε όλα αυτά. Sometimes he tells you so many lies that you are left with your mouth hanging open and you don't understand why he said all that. Πρόπερσι σκαρφίστηκε πως πέθανε η γυναίκα του και πως ξαναπαντρεύτηκε, κι όμως φαντάσου, τίποτα απ' αυτά δεν έγινε. The year before last he made up that his wife died and that he remarried, and yet, guess what, none of that happened. Ποτέ δεν πέθανε η γυναίκα του, ζει και τώρα ακόμα και τον δέρνει μια φορά κάθε τρεις μέρες. His wife never died, she is still alive and beats him once every three days. Και τώρα λοιπόν πρέπει να μάθουμε τούτο: Ψέματα λέει ή αλήθεια πως θέλει να τ' αγοράσει και πως θα δώσει έντεκα χιλιάδες; And now then we must know this: is he lying or telling the truth that he wants to buy it and that he will give eleven thousand?

— Μα και γω δεν κάνω τίποτα σ' αυτήν την περίπτωση, και μένα δεν κόβει το μάτι μου. - But I don't do anything in this case, and I don't mind either.

— Στάσου λοιπόν, μη βιάζεσαι, θα τα καταφέρεις γιατί εγώ θα σου πω όλα τα χούγια του, του Γκόρστκιν δηλαδή· εγώ νταραβερίζομαι από καιρό τώρα μαζί του. - So wait, don't be in a hurry, you'll make it, because I'll tell you all his hoodoo, Gorstkin that is; I've been fooling around with him for a long time now. Πρέπει να κοιτάς όλη την ώρα το γενάκι του. You have to watch his beard all the time. Έχει ένα κοκκινωπό αραιό, βρώμικο γενάκι. It has a reddish sparse, dirty beard. Όταν το γενάκι του τρέμει κι αυτός μιλάει θυμωμένα, θα πει πως όλα παν καλά, θέλει να τελειώνει με τη δουλειά. When his beard is shaking and he talks angrily, he will say that everything is fine, he wants to get on with the job. Μα αν χαϊδεύει το γενάκι με τ' αριστερό του χέρι και σιγογελάει, θα πει πως θέλει να σου τη σκάσει, κάνει ζαβολιές. But if he strokes his beard with his left hand and smoulders, he'll say he wants to get away from you, he's cheating. Στα μάτια ποτέ μην τον κοιτάζεις, απ' τα μάτια του τίποτα δεν θα καταλάβεις, είναι πάντα τους σα θολό νερό, μπαγαπόντης. Never look him in the eyes, from his eyes you won't understand anything, he is always like muddy water, a trickster. Κοίταζε το γενάκι του. He was looking at his beard. Θα σου γράψω ένα σημείωμα και συ θα του το δώσεις. I'll write you a note and you give it to him. Τον λένε Γκόρστκιν, μα τ' όνομά του δεν είναι αυτό, είναι Λιαγκάβι (κυνηγόσκυλο), όμως εσύ μην του λες πως είναι Λιαγκάβι, γιατί θα πειραχτεί. His name is Gorstkin, but that's not his name, it's Liagavi (hound dog), but don't tell him it's Liagavi, or he'll be offended. Όταν συμφωνήσεις μαζί του και δεις πως όλα πάνε καλά, να μου γράψεις αμέσως. When you agree with him and see that everything is going well, write to me immediately. Μονάχα αυτό να μου γράψεις: «Δε λέει ψέματα». Just write me that: "He's not lying." Να επιμένεις στις έντεκα, ένα χιλιάρικο μπορείς να του κάνεις σκόντο, παραπάνω όχι. Stick to eleven, a grand you can stump him for, but not more than that. Σκέψου: οχτώ κι έντεκα. Think: eight and eleven. Τρεις χιλιάδες διαφορά. Αυτές τις τρεις χιλιάδες λες και τις βρήκα στο δρόμο. That's three thousand I thought I'd found on the street. Ύστερα, δεν είναι και τόσο εύκολο να βρεις αγοραστή και τα λεφτά μού χρειάζονται πώς και τι. After all, it's not so easy to find a buyer and I need the money. Όταν με ειδοποιήσεις πως μιλάει σοβαρά, θα κλέψω όπως όπως λίγες ώρες από δω και θα πεταχτώ να τελειώσω τη δουλειά. When you let me know he's serious, I'll just as soon steal a few hours from here and pop in to finish the job. Μα τώρα γιατί να πάω εκεί πέρα, μια κι όλα αυτά μπορεί να 'ναι μονάχα φαντασίες του παπά; Λοιπόν θα πας ή όχι; But why should I go there now, since all this could only be the priest's imagination? So are you going or not?

— Δεν έχω καιρό, απαλλάξτε με απ' αυτό. - I don't have time, spare me this.

— Αχ, κάνε μια χάρη στον πατέρα σου, θα σ' ευγνωμονώ! - Oh, do your father a favor, I'll be grateful! Κανένας σας δεν έχει καρδιά, να τι λέω γω! None of you have a heart, that's what I'm saying! Τι σου κοστίζει αν χάσεις μια ή δυο μέρες; Πού πας τώρα; Στη Βενετιά; Δε θα γκρεμιστεί δα η Βενετιά σου σε δυο μέρες. What does it cost you if you miss a day or two? Where are you going now? Venice? Your Venice won't fall apart in two days. Θα 'στελνα τον Αλιόσκα, μα τι καταλαβαίνει ο Αλιόσκα απ' αυτές τις δουλειές; Σε στέλνω εσένα μόνο και μόνο γιατί είσαι έξυπνος άνθρωπος. I'd send Alioska, but what does Alioska know about this business? I'm only sending you because you're a smart man.

Μήπως δεν το βλέπω τάχα; Δεν πουλάς βέβαια ξυλεία μα είσαι ανοιχτομάτης. Do I not see it? You don't sell lumber, but you're an open-minded man. Εδώ χρειάζεται μονάχα να δεις: μιλάει σοβαρά ή όχι; Και σου το ξαναλέω: Θα κοιτάς το γενάκι, κι αν κουνιέται, θα πει πως μιλάει σοβαρά. Here you only need to see: is he serious or not? And I'll say it again: You look at the beard, and if it moves, it means he's serious.

— Ώστε μονάχος σας με σπρώχνετε σ' αυτή την καταραμένη την Τσερμασνιά, ε; αναφώνησε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο. - "So you alone are pushing me into this cursed Chermasnia, eh?" exclaimed Ivan Fyodorovich with a wicked smile.

O Φιόντορ Παύλοβιτς δεν παρατήρησε ή έκανε πως δεν παρατήρησε τη μοχθηρία, μα το χαμόγελο το εκμεταλλεύτηκε. Fiodor Pavlovic didn't notice or pretended not to notice the malice, but the smile took advantage of it. — Θα πας λοιπόν; Θα πας; Τώρα αμέσως θα σου γράψω το σημείωμα. - So you're going? Are you? I'll write you the note right now.

— Δεν ξέρω αν θα πάω. Δεν ξέρω, θα τ' αποφασίσω στο δρόμο.

— Γιατί στο δρόμο; Αποφάσισε τώρα, καλέ μου, αποφάσισε! Άμα τα κανονίσεις γράψε μου δυο αράδες, δώστες στον παππά και κείνος θα μου τις στείλει στο λεπτό. When you have arranged it, write me two lines, give them to the priest, and he will send them to me in a minute. Ύστερα δε σε κρατάω πια. Then I'm not holding you anymore. Τράβα στη Βενετιά σου. Go to your Venice. O παππάς θα σε στείλει πίσω ως το σταθμό της Βαλόβια με δικά του άλογα... The old man will send you back to the station at Valovia on his own horses...

O Φιόντορ Παύλοβιτς ήταν ενθουσιασμένος, έγραψε το σημείωμα, έστειλε για τ' άλογα, τον κέρασε κονιάκ με μεζέδες. Fyodor Pavlovic was excited, wrote the note, sent it to the horses, bought him cognac with tidbits. Όταν ο γέρος ήταν χαρούμενος άρχιζε πάντα τις διαχύσεις, μα τώρα φαινόταν σαν να συγκρατιόταν. When the old man was happy he would always start to pour, but now he seemed to be holding back. Για τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς λόγου χάρη δεν είπε λέξη. He did not say a word about Dimitri Fyodorovich, for example. Όσο για το χωρισμό, δε συγκινήθηκε καθόλου. As for the separation, he was not moved at all. Σχεδόν δεν έβρισκε τι να πει. He almost couldn't find anything to say. O Ιβάν Φιοντόροβιτς το παρατήρησε αυτό: «Με βαρέθηκε, καθώς φαίνεται», σκέφτηκε. Ivan Fyodorovich noticed this: "He's bored of me, it seems," he thought. Μονάχα όταν τον αποχαιρετούσε πια στο κατώφλι, έδειξε διάθεση για φιλήματα. Only when he was saying goodbye to him on the doorstep did he show any inclination to kiss him. Μα ο Ιβάν Φιοντόροβιτς βιάστηκε να του δώσει το χέρι για να αποφύγει τους ασπασμούς. But Ivan Fyodorovich was quick to shake his hand to avoid the embrace.

O γέρος το κατάλαβε αμέσως και συγκρατήθηκε. The old man understood this immediately and restrained himself.

— Λοιπόν, ο Θεός μαζί σου, ο Θεός μαζί σου! - Well, God be with you, God be with you! έλεγε και ξανάλεγε καθώς στεκόταν στο κατώφλι. he said and said again as he stood on the threshold. Θα 'ρθεις καμιά φορά να με ξαναδείς όσο ζω; Ψέματα; Να 'ρθεις, να 'ρθεις, θα χαρώ πολύ. Will you ever come back and see me again while I'm alive? Is that a lie? Come, come, come, I'd love it. Ε, ο Χριστός μαζί σου!

O Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στ' αμάξι.

— Γειά σου Ιβάν, μη με κακολογείς και πολύ! - Hello Ivan, don't badmouth me too much! φώναξε για τελευταία φορά ο πατέρας. the father shouted for the last time.

Είχαν βγει να τον αποχαιρετήσουν όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού: ο Σμερντιακόβ, η Μάρθα κι ο Γρηγόρης. All the people of the house had come out to say goodbye: Smerdiakov, Martha and Gregory. O Ιβάν Φιοντόροβιτς έδωσε σ' όλους από δέκα ρούβλια. Ivan Fyodorovich gave everyone ten rubles each. Όταν πια είχε κάτσει στ' αμάξι, ο Σμερντιακόβ έτρεξε να του διορθώσει το χαλί. When he was seated in the car, Smerdiakov ran to fix the carpet.

— Βλέπεις... στην Τσερμασνιά πάω... είπε ξαφνικά δίχως να το θέλει ο Ιβάν Φιοντόροβιτς. - You see... I'm going to Chermasnia... said Ivan Fyodorovich suddenly without meaning to.

Του ξέφυγε όπως και χτες με κάποιο μάλιστα μικρό νευρικό γέλιο. He missed it as he did yesterday with some even a little nervous laughter. Αυτό το θυμόταν για πολύ καιρό αργότερα. He remembered this for a long time afterwards.

— Σωστά το λένε λοιπόν πως μ' έναν έξυπνο άνθρωπο και η κουβέντα έχει ενδιαφέρον, απάντησε σταθερά ο Σμερντιακόβ κοιτάζοντας διαπεραστικά τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. - "So they say rightly that with a clever man even conversation is interesting," replied Smerdiakov firmly, looking piercingly at Ivan Fyodorovich.

Τ' αμάξι ξεκίνησε. The car started. Σε λίγο τ' άλογα κάλπαζαν. Soon the horses were galloping. O ταξιδιώτης ένιωθε μια θολούρα στην ψυχή του μα κοίταζε αχόρταγα τριγύρω του, τα χωράφια, τους λόφους, τα δέντρα, ένα κοπάδι αγριόχηνες που πετούσαν ψηλά στον καθάριο ουρανό. The traveller felt a haze in his soul but he looked around him greedily at the fields, the hills, the trees, a flock of wild geese flying high in the clear sky. Και ξαφνικά ένιωσε τόσο καλά! And suddenly it felt so good! Δοκίμασε να πιάσει κουβέντα με τον αμαξά και κάτι που απάντησε ο μουζίκος τον έκανε να ενδιαφερθεί πολύ, μα ύστερα από λίγο κατάλαβε πως όλα αυτά μπήκαν απ' το ένα αυτί του και βγήκαν απ' το άλλο και πως αυτός, για να λέει την αλήθεια, ούτε κατάλαβε καν τι του απάντησε ο μουζίκος. He tried to make conversation with the coachman, and something the muzikos answered made him very interested, but after a while he realized that all this came in one ear and came out the other, and that he, to tell the truth, did not even understand what the muzikos answered. Σώπασε, καλά ήταν κι έτσι: ο αέρας καθαρός, φρέσκος, δροσερός, ο ουρανός ασυννέφιαστος. He was silent, and that was fine: the air was clean, fresh, cool, the sky was cloudless. Απ' το μυαλό του πέρασαν για μια στιγμή οι μορφές του Αλιόσα και της Κατερίνας Ιβάνοβνα. The figures of Aliosha and Katerina Ivanovna flashed through his mind for a moment. Μα αυτός χαμογέλασε γλυκά, φύσηξε πάνω στις αγαπημένες εικόνες κι αυτές πέταξαν μακριά: «Έχουμε καιρό να τους σκεφτούμε κι αυτούς», είπε μέσα του. But he smiled sweetly, blew on the beloved images and they flew away: "We haven't thought of them for a long time, too," he said to himself. Φτάσανε γρήγορα ως τον πρώτο σταθμό, αλλάξανε άλογα και πήραν το δρόμο για τη Βαλόβια; «Γιατί έχει ενδιαφέρον να κουβεντιάσει κανείς μ' έναν έξυπνο άνθρωπο; Τι ήθελε να πει μ' αυτό;» σκέφτηκε ξαφνικά και η ανάσα του κόπηκε. Did they quickly get to the first station, change horses and make their way to Valovia? "Why is it interesting to chat with a clever man? What did he mean by that?" he thought suddenly, and his breath caught. «Και γω γιατί του ανάφερα πως πάω στην Τσερμασνιά;» Φτάσανε καλπάζοντας στη Βαλόβια. "And why did I mention that I was going to Chermasnia?" They galloped to Valovia. O Ιβάν Φιοντόροβιτς κατέβηκε και τον τριγύρισαν αμέσως οι αμαξάδες προτείνοντάς του να τον πάνε με ελεύθερα άλογα στην Τσερμασνιά, δώδεκα βέρστια απ' τον καρόδρομο. Ivan Fyodorovich dismounted and was immediately taken around by the coachmen proposing to take him on free horses to Chermasnia, twelve versts from the carriage road. Είπε σ' έναν να ζέψει. He told one of them to warm up. Είχε μπει κιόλας στο σπιτάκι του σταθμάρχη, κοίταξε γύρω, έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του σταθμάρχη μα ξαφνικά ξαναβγήκε στο χαγιάτι. He had already entered the stationmaster's cottage, looked around, glanced at the stationmaster's wife, but suddenly he was back in the loggia.

— Δεν πάω στην Τσερμασνιά. - I'm not going to Chermasnia. Τι λέτε, παιδιά, θα προφτάσω το τρένο των εφτά; What do you say, guys, can I catch the seven o'clock train?

— Θα φτάσουμε ίσα ίσα στην ώρα. - We'll be just in time. Να ζέψουμε; Shall we warm up?

— Ζέψε γρήγορα. - Warm up quickly. Μήπως θα πάει κανένας από σας αύριο στην πολιτεία; Are any of you going to the state tomorrow?

— Πώς δεν θα πάει. Να, ο Μίτρη θα πάει. Here, Mitri will go.

— Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη, Μίτρη; Πέρνα απ' τον πατέρα μου, τον Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, και πες του πως δεν πήγα στην Τσερμασνιά. - Can you do me a favor, Mitri? Stop by my father, Fyodor Pavlovich Karamazov, and tell him I didn't go to Chermashnia. Μπορείς να το κάνεις; Can you do it?

— Γιατί να μην περάσω; Θα περάσω. - Why don't I come in? I will. Τον Φιόντορ Παύλοβιτς είναι καιρός πια που τον ξέρω. I have known Fyodor Pavlovic for a long time.

— Πάρε και τούτα δω να πιείς κάνα τσάι γιατί εκείνος ίσως να μη σου δώσει... είπε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς και γέλασε εύθυμα. - Here, take these and drink some tea, for he may not give you any... said Ivan Fyodorovich and laughed merrily.

— Καλά το λέτε, δε θα μου δώσει, γέλασε ο Μίτρη. - "Well said, he won't give me," laughed Mitri. Ευχαριστώ, αφεντικό, θα πάω το δίχως άλλο...

Στις εφτά το βράδι ο Ιβάν Φιοντόροβιτς μπήκε στο τρένο της Μόσχας. At seven in the evening Ivan Fyodorovich got on the train to Moscow.

«Ας πάνε να χαθούν όλα τα περασμένα. "Let bygones be bygones. Τέλειωσα για πάντα με τον κόσμο του παρελθόντος. I am forever finished with the world of the past. Δε θέλω να τον ξέρω ούτε και ν' ακούσω τίποτα γι' αυτόν. I don't want to know him or hear anything about him. Θα πάω σ' έναν καινούργιο κόσμο, σε καινούργια μέρη και θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου!» Μα αντί να ενθουσιαστεί, η ψυχή του σκυθρώπιασε ξαφνικά τόσο πολύ και η καρδιά του ήταν τόσο λυπημένη όσο ποτέ άλλοτε. I will go to a new world, to new places and I will throw a black stone behind me!" But instead of being excited, his soul suddenly became so very gloomy and his heart was as sad as it had ever been. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν. All night long he was thinking. Το βαγόνι πετούσε, και μονάχα τα χαράματα, όταν έμπαινε πια στη Μόσχα, σαν να συνήλθε: The carriage was flying, and only at dawn, when it was entering Moscow, did it seem to recover:

«Είμαι ένας ελεεινός!» ψιθύρισε μέσα του. "I am a wretch!" he whispered to himself.

O Φιόντορ Παύλοβιτς, αφού ξεπροβόδισε το γιόκα του, έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Fiodor Pavlovic, after seeing his son off, was very pleased. Δυό ολάκερες ώρες ένιωθε σχεδόν ευτυχισμένο τον εαυτό του κι έπινε κονιάκ. For two whole hours he felt almost happy and drank brandy. Μα ξάφνου έγινε στο σπίτι κάτι πολύ δυσάρεστο για όλους, που 'κανε και τον Φιόντορ Παύλοβιτς άνω κάτω: O Σμερντιακόβ θέλησε να κατέβει στο υπόγειο κι έπεσε απ' το απάνω σκαλοπάτι. But suddenly something very unpleasant happened in the house, which turned Fyodor Pavlovitch upside down: Smerdiakov wanted to go down to the basement and fell from the top step. Πάλι καλά που εκείνη την στιγμή βρέθηκε στην αυλή η Μάρθα Ιγνάτιεβνα και τον άκουσε. It was a good thing that at that moment Martha Ignatievna was in the courtyard and listened to him. Το πέσιμο δεν το 'δε μα άκουσε την κραυγή, μια κραυγή ιδιαίτερη, παράξενη, όμως γνωστή πια από καιρό, την κραυγή του επιληπτικού όταν τον πιάνει η κρίση. The fall was not without a scream, a peculiar, strange, but long known, the scream of an epileptic when seizure strikes. Τον έπιασε τάχα η κρίση τη στιγμή που κατέβαινε τα σκαλοπάτια και γι' αυτό κατρακύλησε κάτω; Έ μήπως έπεσε πρώτα κι απ' αυτό του 'ρθε η κρίση; Αυτό δεν μπορούσε να το καταλάβει κανείς. Did the crisis hit him as he was coming down the stairs and that's why he fell down? Did he fall first and that's what gave him the seizure? That was beyond anyone's comprehension. Τον βρήκανε πάντως μέσα στο υπόγειο να τρέμει και να χτυπιέται με αφρούς στο στόμα. However, they found him in the basement shaking and foaming at the mouth. Στην αρχή νόμισαν πως θα 'σπασε κανένα χέρι ή κανένα πόδι και θα τσακίστηκε, όμως τον «φύλαξε ο Θεός», όπως είπε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα: Τίποτα δεν έπαθε, μονάχα που ήταν δύσκολο να τον πάρουν και να τον βγάλουν απ' το υπόγειο. At first they thought he would break an arm or a leg and get into a fight, but "God kept him safe", as Martha Ignatievna said: Nothing happened to him, except that it was difficult to get him out of the basement. Μα φώναξαν τους γειτόνους να τους βοηθήσουν κι όπως όπως τον ανέβασαν. But they called the neighbors to help them and they lifted him up. O Φιόντορ Παύλοβιτς βρισκόταν εκεί πέρα σ' όλη τούτη την ιστορία, βοήθησε κι ο ίδιος και ήταν φανερό πως κατατρόμαξε και σχεδόν τα 'χε χαμένα. Fyodor Pavlovic was there throughout this whole thing, he helped himself and it was obvious that he was scared out of his wits and almost lost it. Όμως ο άρρωστος δεν συνερχόταν: Οι σπασμοί του παύανε για λίγο, μα τον ξανάπιαναν πάλι. But the sick man did not recover: His convulsions ceased for a while, but they came back again. Όλοι λοιπόν είπαν πως θα γίνει εκείνο που 'γινε και πέρσι, όταν έπεσε από τη σοφίτα. So everyone said it would be the same thing that happened last year when he fell from the attic. Θυμήθηκαν πως τότε του βάζαν πάγο στο κεφάλι. They remembered how they used to put ice on his head. Πάγος βρέθηκε ακόμα στο υπόγειο και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα καταπιάστηκε με τούτη τη δουλειά. Ice was still found in the basement and Martha Ignatievna took up this work. Κατά το βράδυ ο Φιόντορ Παύλοβιτς, έστειλε να φωνάξουν τον γιατρό Χερτσενστούμπε που ήρθε αμέσως. In the evening Fiodor Pavlovic sent for doctor Herzensstube, who came immediately. Αφού εξέτασε προσεχτικά τον άρρωστο (ήταν ο πιο προσεχτικός γιατρός όλης της περιφέρειας, ένας αξιοσέβαστος γεροντάκος), έβγαλε το συμπέρασμα πως η κρίση δεν είναι από τις συνηθισμένες, πως «μπορεί να καταστεί επικίνδυνος» και πως προς το παρόν αυτός, ο Χερτσενστούμπε, δεν τα καταλαβαίνει όλα ακόμα, μα πως αύριο το πρωί, αν δεν φέρουν αποτέλεσμα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, θα πάρει την απόφαση να μεταχειριστεί άλλα. After carefully examining the sick man (he was the most attentive doctor in the whole district, a respectable old man), he concluded that the crisis was not one of the usual ones, that "he might become dangerous" and that for the moment he, Herzenstube, did not yet understand everything, but that tomorrow morning, if the means used did not work, he would take the decision to use other means. Τον άρρωστο τον ξαπλώσανε στην πτέρυγα, σ' ένα δωμάτιο δίπλα στην κάμαρα όπου ‘μέναν ο Γρηγόρης και η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. The sick man was laid down in the ward, in a room next to the chamber where Gregory and Martha Ignatievna lived. Ύστερα, όλη η μέρα του Φιόντορ Παύλοβιτς πέρασε στραβά κι ανάποδα: Το φαΐ το μαγείρεψε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα και η σούπα, αν τη σύγκρινε κανείς με κείνη που 'φτιαχνε ο Σμερντιακόβ, ήταν «σαν απονέρια» και η κότα έγινε τόσο ξεροψημένη που ούτε να τη μασήσει δεν μπορούσε κανείς. Then, Fiodor Pavlovic's whole day went wrong and backwards: Martha Ignatievna cooked the food, and the soup, if one compared it to the one that Smerdiakov made, was "like a piece of offal" and the chicken became so dry that one could not even chew it. Στα πικρά μα και δίκαια παράπονα του αφεντικού της η Μάρθα Ιγνάτιεβνα απαντούσε πως η κότα ήταν κι από μόνη της πολύ γέρικη και πως αυτή δεν σπούδασε ποτέ της μάγειρας. To the bitter but fair complaints of her boss, Martha Ignatievna replied that the hen was too old herself and that she had never studied to be a cook. Το βράδυ παρουσιάστηκε κι άλλο βάσανο: Είπαν στον Φιόντορ Παύλοβιτς πως ο Γρηγόρης, που ήταν αδιάθετος από προχτές, κρεβατώθηκε για καλά, πιάστηκε η μέση του. In the evening another suffering presented itself: They told Fiodor Pavlovic that Gregory, who had been indisposed since the day before yesterday, was well and truly bedridden, his back was caught. O Φιόντορ Παύλοβιτς τέλειωσε το τσάι του όσο μπόρεσε νωρίτερα και κλειδώθηκε μονάχος του στο σπίτι. Fiodor Pavlovic finished his tea as early as he could and locked himself in the house alone. Περίμενε τώρα με τρομερή αγωνία. He waited now in terrible suspense. Και τούτο γιατί εκείνο το βράδυ ήταν σχεδόν σίγουρος πως θα 'ρθει η Γκρούσενκα. That's because that night he was almost certain that Grussenka would come. O Σμερντιακόβ τουλάχιστο τον βεβαίωσε νωρίς ακόμα το πρωί πως «τώρα πια υποσχέθηκε να 'ρθει». Smerdyakov at least assured him early in the morning that "he had now promised to come." Η καρδιά του αδιόρθωτου γεροντάκου χτυπούσε με αγωνία, περπατούσε μέσα στ' άδεια του δωμάτια κι αφουγκραζόταν. The incorrigible old man's heart was beating in agony, walking through his empty rooms and listening. Έπρεπε να προσέχει πολύ: O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς μπορεί να την παραφύλαγε κάπου εκεί κοντά. She had to be very careful: Dimitri Fyodorovich might be lurking somewhere nearby. Ώστε μόλις εκείνη θα χτυπούσε στο παράθυρο (O Σμερντιακόβ βεβαίωσε προχτές ακόμα τον Φιόντορ Παύλοβιτς πως της είπε πού και πώς να χτυπήσει), έπρεπε ν' ανοίξει όσο μπορούσε πιο γρήγορα την πόρτα και να μην την καθυστερήσει ούτε δευτερόλεπτο για να μη φοβηθεί τίποτα —Θεός φυλάξοι— και ξαναφύγει. So that as soon as she would knock at the window (Smerdiakov assured Fyodor Pavlovitch the day before yesterday that he had told her where and how to knock), she had to open the door as quickly as she could and not delay it a second, so that she would not be afraid of anything - God forbid - and escape again. O Φιόντορ Παύλοβιτς είχε πολλές σκοτούρες μα ποτέ ως τα τώρα η καρδιά του δεν κολυμπούσε σε πιο γλυκιά ελπίδα: γιατί μπορούσε στα σίγουρα σχεδόν να πει κανείς πως τούτη πια τη φορά θα ρχόταν οπωσδήποτε!...