×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (2)

5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (2)

Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. Εσύ απόρριψες και το 'να και τ' άλλο και το τρίτο κι έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ' έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: “Ει υιός ει τού Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· γέγραπται γάρ ότι τοις άγγελοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών άρουσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου, και αποκριθείς είπεν αυτώ ό Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου”. Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόρριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σαν Θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Ω, το κατάλαβες τότε πως κι ένα βήμα να 'κανες, και μια κίνηση να 'κανες για να πέσεις κάτω, θα 'ταν σαν να 'βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θα 'χανες όλη Σου την πίστη σ' Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ' αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιον πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν' απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωής, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, το 'ξερες πως ο άθλος Σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης και έλπιζες πως ο άνθρωπος, ακολουθώντας το παράδειγμά Σου, θα μπορέσει να πιστεύει στο Θεό χωρίς να 'χει ανάγκη από θαύματα. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ' αρνηθεί παρευθύς και το Θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το Θεό όσο τα θαύματα. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. Δεν κατέβηκες απ' το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: “Κατέβα απ' το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Εσύ”. Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ' αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Νά, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Κοίταξέ τους: ποιον πήγες ν' ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ' ό,τι τον νόμισες! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι κι Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σαν να 'παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ' τον εαυτό Του! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα 'δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα 'ταν μικρότερο. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. Τι σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνεια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλό τους. Μα θα 'ρθει κι ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλα αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά. Θ' ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν με αίμα τη γη. Μα στο τέλος θ' αντιληφθούν τ' ανόητα παιδιά πως αν και είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. Μουσκεμένοι στ' ανόητα δάκριά τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωσή τους και η λέξη αυτή θα 'ναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ίδια τον εαυτό της γι' αυτήν. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, νά ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων ύστερα από τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους! O μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο όραμά του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα 'τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να περηφανεύεσαι γι' αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης και υπέροχης θυσίας εν ονόματι Σου. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες και ήταν και Θεοί. Αμ οι άλλοι; Και τι φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν εκείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους και η αγάπη, μα το μυστήριο, στο οποίο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κι ενάντια στη συνείδησή τους. Αυτό και κάναμε. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. Και οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ' τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε βάσανα. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι; Λέγε. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδειά μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάχτησε δε θέλω την αγάπη Σου γιατί και γω δεν Σ' αγαπώ. Γιατί να σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου πω, Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου. Άκου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, νά το μυστικό μας. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ' αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντάς Σου όλα τα γήινα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ' όλα αυτά. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, και η γη θα 'χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ό,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Δηλαδή: ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδησή του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν' αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητά της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ' τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Τιμούρ και οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σαν λαίλαπα απ' τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμέλιωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα 'δινες την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί τη συνείδησή τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους; Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντάς το Σ' απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. Ω, θα περάσουν ακόμα πολλοί αιώνες έκτροπων του ελεύθερου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Μα τότε ακριβώς θα 'ρθει σερνάμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. Κι εμείς θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ' αυτό θα 'ναι γραμμένο: “Μυστήριο!” Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ' όλους. Εξάλλου να 'ναι κι έτσι; Πόσοι απ' αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντάς Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ' άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει; Ενώ σε μας όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. Ω, θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Τι λες λοιπόν; Θα 'χουμε δίκιο ή όχι; Θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο, γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη και η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ' αυτούς, οι πιο ατίθασοι και οι πιο άγριοι, θα αυτοκαταστραφούν οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: “Ναι, είχατε δίκιο, σεις μονάχα κατέχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Σώστε μας απ' τον εαυτό μας”. Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε απ' αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θα 'ναι στ' αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ' τα χέρια μας! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά. Θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! Κι όσο δε θα το καταλαβαίνουν αυτό οι άνθρωποι θα 'ναι δυστυχισμένοι. Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Λέγε: Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κι έτσι πλάστηκαν. Ω, θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες να 'ναι περήφανοι. Θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ' όλες. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από την κλώσσα. Θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. Θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν' αμαρτάνουν. Θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θα 'ναι συγχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδειά μας. Τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε. Όσο για την τιμωρία γι' αυτά τ' αμαρτήματα —ας γίνει κι αυτό—, θα την πάρουμε πάνω μας. Θα την πάρουμε πάνω μας κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο Θεό. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά (όλα αυτά ανάλογα με την υπακοή τους) και εκείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησής τους- όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν κι εμείς θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ' τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. Κι όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θα 'μαστε δυστυχισμένοι. Θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κι εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θα 'χουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. Θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα, θα σβήσουν εν ονόματι Σου και πέρα απ' τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ίσα ίσα ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θα 'ναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Λένε και προφητεύουν πως θα 'ρθεις και θα ξανανικήσεις, θα 'ρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους κι εμείς σώσαμε τους πάντες. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το “μιαρό” κορμί της. Μα τότε εγώ θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνώρισαν την αμαρτία. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: “Δίκασέ μας, αν μπορείς κι αν τολμάς”. Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ' αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ' τους εκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ' τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να “συμπληρώσω τον αριθμό”. Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν και η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συνδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. Γιατί αν υπάρχει κανένας που να αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. Αύριο θα Σε κάψω. Dixi (Είπα)».

O Ιβάν σταμάτησε. Μιλώντας είχε ενθουσιαστεί και τα 'πε με έξαψη. Όταν όμως τέλειωσε, ξαφνικά χαμογέλασε. O Αλιόσα, που άκουγε σιωπηλός και που τελικά ταράχτηκε και προσπάθησε πολλές φορές να διακόψει τον αδερφό του, μα συγκρατιόταν, άρχισε ξαφνικά να μιλάει σαν να ξεπετάχτηκε από κει που τον είχαν δεμένο.

— Μα... αυτό είναι παραλογισμός! φώναξε κοκκινίζοντας. Το ποίημά σου είναι εγκώμιο για τον Ιησού κι όχι μομφή... όπως το θέλησες εσύ. Και ποιος θα πιστέψει αυτά που λες για την ελευθερία; Έτσι, έτσι τάχα πρέπει να νιώθουμε; Μήπως είναι έτσι στην Ορθοδοξία;... Αυτό είναι Ρώμη, μα ούτε πάλι κι όλη η Ρώμη, αυτό δεν είναι αλήθεια. Αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι του καθολικισμού, είναι οι ιεροεξεταστές, οι ιησουίτες!... Μα κι ούτε μπορεί να υπάρξει ποτέ ένα τόσο φανταστικό πρόσωπο όσο ο ιεροεξεταστής σου. Τι αμαρτίες είναι αυτές των ανθρώπων που τις παίρνουν πάνω τους; Ποιοι είναι αυτοί οι φορείς του μυστικού; Αυτοί που επωμίστηκαν κάποια κατάρα για χάρη της ευτυχίας των ανθρώπων; Ποιος τους είδε; Τους ξέρουμε τους ιησουίτες, γι' αυτούς λένε πολύ άσχημα πράγματα. Μα τέτοιοι είναι όπως τους παρουσιάζεις; Κάθε άλλο, καθόλου... Αυτοί είναι απλώς και μόνον η ρωμαϊκή στρατιά για τη μελλοντική γήινη αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον πρωθιερέα της Ρώμης... νά το ιδανικό τους, μα χωρίς κανένα μυστήριο, χωρίς καμιάν ανώτερη οδύνη... Είναι μια απλούστατη δίψα εξουσίας, των γήινων χυδαίων αγαθών, της καθυπόταξης... ένα είδος μελλοντικής δουλοπαροικίας με τον όρο αυτοί να γίνουν τσιφλικάδες... αυτό είναι όλο κι όλο που θέλουν. Ίσως ούτε καν πιστεύουν σε θεό. O ιεροεξεταστής σου που υποφέρει είναι μια σκέτη φαντασία...

— Μα στάσου, στάσου λοιπόν, έλεγε γελώντας ο Ιβάν, γιατί όλη τούτη η έξαψη; Λες πως είναι φαντασία. Ας είναι. Και βέβαια φαντασία είναι. Μα επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω: Μπορεί τάχα να το πιστεύεις πραγματικά πως όλη τούτη η καθολική κίνηση των τελευταίων αιώνων έγινε πραγματικά μονάχα απ' την επιθυμία της κατάχτησης της εξουσίας με σκοπό την απόχτηση των χυδαίων αγαθών; Μήπως ο πάτερ Παΐσιος σού τα 'μαθε όλα αυτά;

— Όχι, όχι. Απεναντίας, ο πάτερ Παΐσιος έλεγε κάτι σαν το δικό σου... μα φυσικά όχι το ίδιο, εντελώς αλλιώτικο ήταν, συνήλθε ξαφνικά ο Αλιόσα.

— Πολυτιμότατη ωστόσο αυτή η πληροφορία σου, παρ' όλο που λες πως ήταν «εντελώς αλλιώτικο». Μα σε ρωτάω τούτο: Γιατί τάχα οι ιησουίτες σου και οι ιεροεξεταστές να συνενώθηκαν μονάχα για τα χυδαία υλικά αγαθά; Γιατί να μην τύχει να υπάρξει ανάμεσά τους κι ένας που να βασανίζεται και να υποφέρει και ν' αγαπάει την ανθρωπότητα; Υπόθεσε πως βρέθηκε κι ένας μονάχα ανάμεσα σ' όλους αυτούς που θέλανε τα υλικά και τα χυδαία αγαθά, έστω κι ένας μονάχα σαν το γέρο μου τον ιεροεξεταστή, που έφαγε ο ίδιος αγριόριζες στην έρημο και κατατυραννίστηκε ώσπου να νικήσει τη σάρκα του για να κάνει τον εαυτό του ελεύθερο και τέλειο. Υπόθεσε πως αυτός, ωστόσο, σ' ολάκερη τη ζωή του αγαπούσε την ανθρωπότητα και πως ξαφνικά είδε και κατάλαβε πως δεν είναι μεγάλη ηθική ικανοποίηση να γίνει τέλειος για να πειστεί την ίδια εκείνη στιγμή πως τα εκατομμύρια των άλλων πλασμάτων του Θεού μείνανε πλασμένα έτσι μόνο και μόνο για κοροϊδία, πως ποτέ δε θα βρούνε τη δύναμη για τα βγάλουν πέρα με την ελευθερία τους, πως απ' τους αξιολύπητους στασιαστές ποτέ δε θα γεννηθούν οι γίγαντες που χρειάζονται για να τελειώσει το χτίσιμο του πύργου και πως ο μεγάλος ιδεαλιστής δεν ονειρεύτηκε την αρμονία του γι' αυτά τα κουτάβια. Όταν τα κατάλαβε όλα αυτά, ξαναγύρισε και πήγε με το μέρος των... έξυπνων ανθρώπων. Μήπως δεν μπορούσε να συμβεί αυτό;

— Με ποιους πήγε, με ποιους έξυπνους ανθρώπους; φώναξε σχεδόν αλλόφρων ο Αλιόσα. Δεν είναι καθόλου έξυπνοι κι ούτε έχουν κανένα μυστήριο ή μυστικό... Μονάχα την αθεΐα τους ίσως. Νά όλο κι όλο το μυστικό τους. O ιεροεξεταστής σου δεν πιστεύει στο Θεό, νά όλο κι όλο το μυστικό του.

— Ας είναι κι έτσι. Επιτέλους το κατάλαβες. Και πραγματικά έτσι είναι όλο κι όλο το μυστικό, μα μήπως τάχα δεν είναι μαρτύριο αυτό, έστω και για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, που σπατάλησε όλη του τη ζωή στην έρημο και δεν μπόρεσε να γιατρευτεί απ' την αγάπη του για την ανθρωπότητα; Τις τελευταίες μέρες της ζωής του πείθεται ατράνταχτα πως μονάχα οι συμβουλές του μεγάλου και τρομερού πνεύματος θα μπορούσαν να επιβάλουν μιαν υποφερτή κάπως τάξη για τους αδύναμους στασιαστές, «τα μισοτελειωμένα δοκιμαστικά πλάσματα, που φτιάχτηκαν για κοροϊδία». Και νά που, όντας βέβαιος γι' αυτό, βλέπει πως πρέπει να ακολουθήσει τις υποδείξεις του σοφού πνεύματος, του τρομερού πνεύματος του θανάτου και της καταστροφής, και γι' αυτό ν' αποδεχτεί το ψέμα και την απάτη και να οδηγεί συνειδητά πια τους ανθρώπους στο θάνατο και στο μηδέν και ταυτόχρονα να τους ξεγελάει σ' όλο το δρόμο για να μην καταλάβουν πού τους οδηγεί, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να νομίζουν αυτοί οι αξιολύπητοι τυφλοί (στην πορεία τους τουλάχιστο) πως είναι ευτυχισμένοι. Και πρόσεξε πως η απάτη γίνεται εν ονόματι Εκείνου, που στο ιδανικό Του τόσο φλογερά πίστευε ο γέρος σ' όλη του τη ζωή! Μήπως τάχα αυτό δεν είναι δυστυχία; Κι αν βρισκόταν έστω κι ένας μονάχα επικεφαλής αυτής της στρατιάς «που διψάει για εξουσία μόνο και μόνο για ν' αποχτήσει χυδαία αγαθά», δε θα 'ταν αρκετός αυτός ο ένας για να γίνει ολόκληρη τραγωδία; Όμως δεν είναι μονάχα αυτό: θα 'φτανε ένας τέτοιος αρχηγός για να βρεθεί επιτέλους η πραγματική καθοδηγήτρα ιδέα όλης της ρωμαϊκής υπόθεσης μ' όλες τις στρατιές και τους ιησουίτες της, η ανώτερη ιδέα αυτού του έργου; Στο λέω καθαρά πως πιστεύω ακράδαντα ότι ποτέ δεν λείψανε τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι απ' τους αρχηγούς του καθολικισμού. Ποιος ξέρει, ίσως κάτι τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι ν' ανέβηκαν καμιά φορά κι ως το αξίωμα του ρωμαϊκού πρωθιερέα. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτός ο καταραμένος γέρος, που αγαπάει τόσο επίμονα και με το δικό του τρόπο την ανθρωπότητα, να υπάρχει και τώρα με τη μορφή ολόκληρης ομάδας παρόμοιων μοναδικών γέρων. Κι αυτό δε γίνεται καθόλου τυχαία, μα υπάρχει ύστερα από κοινή συμφωνία, σαν μυστική ένωση, που έγινε από καιρό πια για να φυλάξει το μυστικό, για να το κρύψει απ' τους αδύνατους και δύστυχους ανθρώπους με το σκοπό να τους κάνει ευτυχισμένους. Αυτό σίγουρα υπάρχει, μα και πρέπει να υπάρχει. Φαντάζομαι πως και οι μασσώνοι θα 'χουν ένα παρόμοιο μυστικό και πως γι' αυτό οι καθολικοί δε χωνεύουν τόσο πολύ τους μασσώνους. Είναι γιατί τους βλέπουν σαν ανταγωνιστές, που διασπούν την ενότητα της ιδέας, τη στιγμή που θα 'πρεπε να υπάρχει ένα μονάχα ποίμνιο κι ένας ποιμήν... Μα, για να λέμε την αλήθεια, υπερασπίζοντας την ιδέα μου, έχω ύφος συγγραφέα που δεν άντεξε στην κριτική σου. Αρκετά λοιπόν.

— Ίσως και συ να 'σαι μασσώνος! είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα. Δεν πιστεύεις σε Θεό, πρόσθεσε με μεγάλη λύπη.

Του φάνηκε κιόλας πως ο αδερφός του τον κοίταζε κοροϊδευτικά.

— Πώς τελειώνει το ποίημά σου; ρώτησε ξαφνικά κοιτάζοντας το πάτωμα. Ή, μήπως τέλειωσε κιόλας;

— Ήθελα να το τελειώσω έτσι: Όταν ο ιεροεξεταστής σώπασε, περίμενε λίγο, νομίζοντας πως ο Αιχμάλωτός του θα του απαντήσει. Η σιωπή Του τον καταθλίβει. Έβλεπε πως τον άκουγε ο Φυλακισμένος όλη την ώρα, κοιτάζοντάς τον πράα και στοχαστικά ίσα στα μάτια και φαινότανε να μη θέλει να φέρει καμιάν αντίρρηση. O γέρος θα το 'θελε να του πει κάτι, ας ήταν και πικρό, ας ήταν και τρομερό. Μα Εκείνος ξαφνικά πλησιάζει σιωπηλός τον γέρο και τον φιλάει στα λιπόσαρκα γεροντικά χείλη του. Νά όλη η απάντησή Του. O γέρος ανατριχιάζει. Κάτι σαλεύει στις άκρες των χειλιών του. Πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει και Του λέει: «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια... καθόλου μην έρθεις... ποτέ, ποτέ!» Και Τον αφήνει να βγει «στους σκοτεινούς δρόμους της πολιτείας». O Αιχμάλωτος φεύγει.

— Κι ο γέρος;

— Το φιλί του καίει την καρδιά, μα ο γέρος δεν αλλάζει γνώμη.

— Και συ μαζί του, και συ; φώναξε θλιμμένα ο Αλιόσα.

O Ιβάν γέλασε.

— Μα όλα αυτά είναι βλακείες, Αλιόσα, είναι μονάχα ένα αλλοπρόσαλλο ποίημα ενός αλλοπρόσαλλου φοιτητή που δεν έγραψε ποτέ του δυο στίχους. Γιατί το παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά; Μπας και πιστεύεις στ' αλήθεια πως θα πάω τώρα σε κείνους, στους ιησουίτες, για να προσχωρήσω στην ομάδα που διορθώνει το έργο Του; Ω, Θεέ μου! Τι με νοιάζει εμένα; Στο είπα δα: Θέλω μονάχα να τραβήξω ως τα τριάντα μου και τότε τη σπάω την κούπα!

— Και τα τρυφερά νωπά φυλλαράκια, και τ' αγαπητά μνήματα, κι ο γαλάζιος ουρανός, και η γυναίκα που αγαπάς; Πώς θα ζήσεις λοιπόν; Με τι θα τ' αγαπάς; αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα. Με τέτοια κόλαση στην καρδιά και στο μυαλό θα το μπορέσεις τάχα; Όχι, φεύγεις ακριβώς για να ενωθείς μαζί τους... κι αν όχι θα σκοτωθείς μονάχος σου, δε θα βαστάξεις!

— Υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τ' αντέξει! πρόφερε με μια ψυχρή ειρωνεία ο Ιβάν.

— Ποια δύναμη;

— Η δύναμη των Καραμάζοβ... η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ.

— Θέλεις να πεις πως θα πνιγείς στην ακολασία, θα πνίξεις την ψυχή σου μέσα στη διαφθορά, έτσι; Έτσι;

— Ίσως κι αυτό... μονάχα που ως τα τριάντα ίσως και να τ' αποφύγω, όσο για ύστερα...

— Πώς θα τ' αποφύγεις λοιπόν; Με τι θα τ' αποφύγεις; Αυτό είναι αδύνατο με τις ιδέες που έχεις.

— Με τον τρόπο των Καραμάζοβ και πάλι.

— Θες να πεις πως «όλα επιτρέπονται;» Όλα επιτρέπονται, αυτό είναι; Αυτό;

O Ιβάν σκυθρώπιασε και ξαφνικά χλώμιασε κάπως παράξενα.

— Α, θυμήθηκες εκείνη τη χτεσινή φράση που τόσο πρόσβαλε τον Μιούσοβ... και που με τόση αφέλεια ξεπετάχτηκε και την ξανάπε ο Ντιμήτρι; είπε χαμογελώντας μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ναι, ίσως να 'ναι κι έτσι: «όλα επιτρέπονται». Μια και το είπα, δεν τ' αρνιέμαι. Μα και η εκδοχή του Μίτιενκα δεν ήταν πολύ άσχημη.

O Αλιόσα τον κοίταξε σωπαίνοντας.

— Φεύγοντας, αδερφέ μου, σκεφτόμουν πως σ' όλο τον κόσμο έχω εσένα τουλάχιστον, πρόφερε με ξαφνικό αίσθημα ο Ιβάν, μα τώρα βλέπω πως και στη δική σου καρδιά δεν έχω θέση, καλέ μου ερημίτη. Δεν αρνιέμαι το αξίωμα: «όλα επιτρέπονται». Μα τι μ' αυτό; Θα μ' αρνηθείς εσύ. Έτσι; Έτσι;

O Αλιόσα σηκώθηκε, τον πλησίασε και δίχως να πει λέξη τον φίλησε σιωπηλά στα χείλη.

— Είσαι λογοκλόπος! φώναξε ο Ιβάν και τον έπιασε ξαφνικά κάποιος ενθουσιασμός. Το 'κλεψες απ' το ποίημά μου! Πάντως σ' ευχαριστώ. Σήκω, Αλιόσα, πάμε. Καιρός να φεύγουμε.

Βγήκανε, μα σταμάτησαν στο κατώφλι της ταβέρνας.

— Νά τι θέλω ακόμα να σου πω, Αλιόσα, πρόφερε με σταθερή φωνή ο Ιβάν. Αν αξιωθώ ποτέ ν' αγαπήσω τα νωπά πράσινα φυλλαράκια, αυτό θα γίνει μόνο και μόνο γιατί θα θυμάμαι εσένα. Θα μου φτάνει που βρίσκεσαι κάπου εδώ για να μη βαρεθώ τη ζωή. Σου φτάνει αυτό; Αν θες πάρτο και σαν εξομολόγηση αγάπης. Μα τώρα συ θα τραβήξεις δεξιά και γω αριστερά. Φτάνει πια. Ακούς; Φτάνει. Δηλαδή αν τύχει και δε φύγω αύριο (νομίζω πως σίγουρα θα φύγω) και συναντηθούμε πάλι, να μη μου πεις τίποτα πια γι' αυτά τα ζητήματα. Στο ζητάω κατηγορηματικά. Και για τον αδερφό μας τον Ντιμήτρι σε παρακαλώ να μη μου ξανακάνεις κουβέντα, πρόσθεσε ξαφνικά ερεθισμένος. Όλα τα είπαμε, όλα τα κουβεντιάσαμε, έτσι δεν είναι; Κι εγώ από μέρους μου σου δίνω για όλα αυτά μιαν υπόσχεση: Όταν στα τριάντα μου θα θελήσω «να σπάσω την κούπα χάμω», τότε, όπου κι αν θα 'σαι, θα 'ρθω το δίχως άλλο να τα κουβεντιάσω άλλη μια φορά μαζί σου... έστω κι αν είναι να 'ρθω απ' την Αμερική. Αυτό να το ξέρεις. Θα 'ρθω επίτηδες. Θα μου είναι εξάλλου πολύ ενδιαφέρον να σε δω: πώς θα 'σαι τότε; Είναι, βλέπεις, αρκετά επίσημη η υπόσχεσή μου. Μα και πραγματικά μπορεί ν' αποχαιρετιόμαστε για εφτά ή και για δέκα χρόνια. Λοιπόν τράβα τώρα στον Pater Seraphicus σου που πεθαίνει. Ίσως πεθάνει χωρίς να σε ξαναδεί και μπορεί να θυμώσεις κιόλας μαζί μου που σε καθυστέρησα. Γειά σου, φίλησέ με ακόμα μια φορά, έτσι μπράβο, πήγαινε τώρα...

O Ιβάν γύρισε ξαφνικά και πήρε τον δρόμο του, χωρίς να ξαναγυρίσει πια. Έφυγε με τον ίδιο τρόπο όπως είχε φύγει χτες ο Ντιμήτρι, αν και το χτεσινό ήταν εντελώς διαφορετικό. Αυτή η παράξενη σκέψη διαπέρασε σαν μια μικρή σαΐτα το θλιμμένο, εκείνη τη στιγμή, μυαλό του Αλιόσα. Έμεινε για λίγο στη θέση του κοιτάζοντας τον αδερφό του που έφευγε. Άγνωστο γιατί πρόσεξε ξαφνικά πως ο Ιβάν καθώς βάδιζε σαν να ταλαντευόταν και πως ο δεξιός του ώμος, σαν τον κοίταζες από πίσω, ήταν πιο χαμηλός απ' τον αριστερό. Ποτέ δεν το 'χε προσέξει αυτό ως τα τώρα. Μα ξαφνικά γύρισε κι αυτός κι έτρεξε προς το μοναστήρι. Άρχισε πια να σουρουπώνει για καλά και σχεδόν φοβόταν. Κάτι καινούργιο ανέβαινε σιγά σιγά μέσα του, κάτι που ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι ήταν. Άρχισε να φυσάει, όπως και χτες, και τα γέρικα πεύκα θορυβούσαν ζοφερά γύρω του όταν μπήκε στο δασάκι της σκήτης. Σχεδόν έτρεχε.

— Pater Seraphicus, αυτό το όνομα από κάπου το πήρε, από πού άραγε; σκέφτηκε ο Αλιόσα. Ιβάν, φτωχέ μου Ιβάν, πότε θα σε ξαναδώ... Νά και η σκήτη, Θεέ μου! Ναι, ναι, είναι αυτός, είναι ο Pater Seraphicus που θα με σώσει... απ' αυτόν και για πάντα!

Αργότερα το αναθυμόταν με μεγάλη απορία αρκετές φορές στη ζωή του και δεν καταλάβαινε πώς μπόρεσε τότε και ξέχασε εντελώς τον αδερφό του Ντιμήτρι, που μόλις λίγες ώρες πριν, το πρωί, είχε αποφασίσει να τον βρει οπωσδήποτε, έστω κι αν ήταν να μη γυρίσει καθόλου εκείνη τη νύχτα στο μοναστήρι.

5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (2) 5. V. The Grand Inquisitor (2) 5. V. De grootinquisiteur (2)

Αυτές οι δυνάμεις είναι: το θαύμα, το μυστήριο και το κύρος. These powers are: wonder, mystery and prestige. Εσύ απόρριψες και το 'να και τ' άλλο και το τρίτο κι έδωσες μονάχος Σου το παράδειγμα για να κάνουν όλοι το ίδιο. You rejected both the one and the other and the third and You alone set the example for all to do the same. Όταν το τρομερό και πάνσοφο πνεύμα Σ' έβαλε στην κορφή του ναού και Σου είπε: “Ει υιός ει τού Θεού, βάλε σεαυτόν εντεύθεν κάτω· γέγραπται γάρ ότι τοις άγγελοις αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε, και ότι επί χειρών άρουσί σε, μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου, και αποκριθείς είπεν αυτώ ό Ιησούς ότι είρηται, ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου”. When the terrible and all-wise spirit placed You on the top of the temple and said to You: "He is the Son of God, put thyself on this side underneath: for it is written, that his angels shall keep thee, and that he shall keep thee, and that he shall guard thee with his hands, lest thou dash thy foot against a stone: and Jesus answered him, saying, Thou shalt not tempt the Lord thy God." Μα Εσύ, αφού άκουσες την πρόταση, την απόρριψες, δεν υπόκυψες στον πειρασμό και δε ρίχτηκες στο κενό. Ω, φέρθηκες βέβαια περήφανα και μεγαλόπρεπα, σαν Θεός, μα οι άνθρωποι, αυτό το αδύναμο γένος των στασιαστών, είναι τάχα θεοί; Ω, το κατάλαβες τότε πως κι ένα βήμα να 'κανες, και μια κίνηση να 'κανες για να πέσεις κάτω, θα 'ταν σαν να 'βαζες σε πειρασμό τον Κύριο και θα 'χανες όλη Σου την πίστη σ' Αυτόν και θα συντριβόσουν πάνω σ' αυτή τη γη που ήρθες να σώσεις και το σοφό πνεύμα, που Σε είχε βάλει σε πειρασμό, θα χαιρόταν. Oh, you have behaved proudly and majestically, like a god, but are men, that weak race of rebels, supposed to be gods? Oh, did you understand then that even if you took a step, and made a move to fall down, it would be as if you tempted the Lord, and lost all your faith in Him, and you would be crushed upon this earth you came to save, and the wise spirit that had tempted you would rejoice. Μα, το ξαναλέω, υπάρχουν άραγε πολλοί σαν και Σένα; Και μπόρεσες τάχα έστω και για μια μονάχα στιγμή να φανταστείς πως και οι άνθρωποι θα μπορούσαν να νικήσουν έναν τέτοιον πειρασμό; Μήπως τάχα η ανθρώπινη φύση είναι έτσι φτιαγμένη που ν' απορρίπτει το θαύμα ακόμα και στις τέτοιες τρομερές στιγμές της ζωής, και τις στιγμές των πιο τρομερών και των πιο βασικών ψυχικών προβλημάτων να τις αντιμετωπίζει μονάχα με την ελεύθερη απόφαση της καρδιάς; Ω, το 'ξερες πως ο άθλος Σου θα μείνει γραμμένος στα βιβλία, θα φτάσει ως τα βάθη των αιώνων κι ως τις εσχατιές της γης και έλπιζες πως ο άνθρωπος, ακολουθώντας το παράδειγμά Σου, θα μπορέσει να πιστεύει στο Θεό χωρίς να 'χει ανάγκη από θαύματα. But, I say again, are there many like you? And could you imagine, even for a single moment, that men could overcome such a temptation? Is human nature made in such a way that it rejects the miracle even in such terrible moments of life, and the moments of the most terrible and the most basic mental problems are faced only with the free decision of the heart? Oh, did you know that Your miracle would be written in books, would reach to the depths of the ages and to the ends of the earth, and you hoped that man, following Your example, would be able to believe in God without need of miracles. Μα δεν ήξερες πως μόλις ο άνθρωπος αρνηθεί το θαύμα, θ' αρνηθεί παρευθύς και το Θεό, γιατί ο άνθρωπος δε ζητάει τόσο το Θεό όσο τα θαύματα. But you did not know that as soon as man denies the miracle, he will deny God, because man does not seek God so much as he seeks miracles. Κι επειδή ο άνθρωπος δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα δημιουργήσει για τον εαυτό του νέα θαύματα, δικά του πια, και θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων, έστω κι αν είναι εκατό φορές στασιαστής, αιρετικός και άθεος. And because man does not have the power to remain without miracles, he will create for himself new miracles, now his own, and he will worship the manganisms, the spells of charlatans, even if he is a hundred times a rebel, heretic and atheist. Δεν κατέβηκες απ' το σταυρό όταν Σου φωνάζανε περιγελώντας και λοιδορώντας Σε: “Κατέβα απ' το σταυρό για να πιστέψουμε πως είσαι Εσύ”. You did not come down from the cross when they shouted at You, mocking and mocking You: "Come down from the cross so that we may believe that You are You." Δεν κατέβηκες γιατί και πάλι δε θέλησες να σκλαβώσεις τον άνθρωπο με το θαύμα και λαχταρώντας την ελεύθερη πίστη κι όχι αυτήν που γεννιέται από θαύμα. You did not come down because you still did not want to enslave man with the miracle and longing for free faith and not that which is born of a miracle. Λαχταρούσες την ελεύθερη αγάπη κι όχι τους δουλικούς ενθουσιασμούς του σκλάβου, του τρομοκρατημένου μπροστά σε μιαν ισχύ που τον συντρίβει. You longed for free love and not the slavish enthusiasms of the slave, terrified before a power that crushes him. Μα και δω εκτίμησες τους ανθρώπους τόσο που δεν τ' αξίζανε, γιατί φυσικά αυτοί είναι δούλοι αν και πλάστηκαν επαναστάτες. But here too, you appreciated the people so much that they didn't deserve it, because of course they are slaves even though they were created as revolutionaries. Κοίτα και κρίνε μονάχος Σου. Look and judge for Thyself. Νά, πέρασαν πια δεκαπέντε αιώνες. Well, it's been fifteen centuries. Κοίταξέ τους: ποιον πήγες ν' ανυψώσεις ως τον εαυτό Σου; Παίρνω όρκο πως ο άνθρωπος πλάστηκε πιο αδύναμος και πιο ταπεινός απ' ό,τι τον νόμισες! Look at them: whom have you tried to lift up as yourself? I swear that man was made weaker and humbler than you thought! Μπορεί, μπορεί τάχα να επιτελέσει ό,τι κι Εσύ; Εκτιμώντας τον τόσο πολύ φέρθηκες μαζί του σαν να 'παψες πια να τον συμπονείς γιατί του ζήτησες πάρα πολλά. Can it, can it supposedly perform what You did? Appreciating him so much, you have treated him as if you had ceased to sympathize with him because you asked too much of him. Και ποιος; Εκείνος που τον αγάπησε περισσότερο κι απ' τον εαυτό Του! And who? The One who loved him more than Himself! Αν τον εκτιμούσες λιγότερο, θα του ζητούσες λιγότερα και τότε θα 'δειχνες πως τον αγαπάς πιο πολύ, γιατί το βάρος που θα τον έβαζες να σηκώσει θα 'ταν μικρότερο. If you valued him less, you would ask less of him and then you would see that you loved him more, because the burden you would put on him would be less. Αυτός είναι αδύναμος και τιποτένιος. He is weak and weak and worthless. Τι σημαίνει αν τώρα επαναστατεί παντού ενάντια στην εξουσία μας και καυχιέται κιόλας γιατί είναι επαναστάτης; Αυτό είναι περηφάνεια ενός παιδιού, ενός σκολιαρόπαιδου. What does it mean if he is now rebelling everywhere against our power and even boasting that he is a revolutionary? That's the pride of a child, a scoliotic child. Είναι μικρά παιδιά που ξεσηκώθηκαν στην τάξη και διώξανε το δάσκαλό τους. These are little kids who got up in the classroom and kicked their teacher out. Μα θα 'ρθει κι ένα τέλος στον παιδιάστικο ενθουσιασμό τους κι όλα αυτά θα τους κοστίσουν ακριβά. But their childish enthusiasm will come to an end and all this will cost them dearly. Θ' ανατρέψουν τους ναούς και θα πλημμυρίσουν με αίμα τη γη. They will overthrow the temples and flood the earth with blood. Μα στο τέλος θ' αντιληφθούν τ' ανόητα παιδιά πως αν και είναι στασιαστές, είναι αδύναμοι στασιαστές που δεν μπορούν να βαστάξουν ούτε τη δική τους ανταρσία. But in the end the foolish children will realize that although they are rebels, they are weak rebels who cannot even carry their own rebellion. Μουσκεμένοι στ' ανόητα δάκριά τους, θα παραδεχτούν στο τέλος πως Εκείνος που τους έφτιαξε επαναστάτες, το δίχως άλλο θέλησε να τους περιγελάσει. Drenched in their silly tears, they will admit in the end that the One who made them rebels, no doubt wanted to mock them. Αυτό θα το πούνε μέσα στην απόγνωσή τους και η λέξη αυτή θα 'ναι μια βλασφημία που θα τους κάνει ακόμα πιο δυστυχισμένους, γιατί η ανθρώπινη φύση δεν ανέχεται τη βλασφημία και στο τέλος θα εκδικηθεί η ίδια τον εαυτό της γι' αυτήν. They will say that in their despair and that word will be a blasphemy that will make them even more miserable, because human nature will not tolerate blasphemy and in the end it will avenge itself for it. Ανησυχία λοιπόν, ταραχή, δυστυχία, νά ποια είναι η τωρινή μοίρα των ανθρώπων ύστερα από τα τόσα που υπόφερες για την ελευθερία τους! Worry then, unrest, unhappiness, what is the present fate of men after all you have endured for their freedom! O μεγάλος Σου προφήτης μέσα στο όραμά του λέει αλληγορικά πως είδε όλους τους πρώτους αναστημένους και πως από κάθε φυλή ήταν δώδεκα χιλιάδες. The great Suh prophet in his vision says allegorically that he saw all the first resurrected ones and that there were twelve thousand of each tribe. Μα αν ήταν τόσοι μονάχα, τότε θα 'τανε θεοί κατά κάποιον τρόπο κι όχι άνθρωποι. But if there were only so many of them, then they would be gods in a way, not humans. Αυτοί μπόρεσαν και σήκωσαν το σταυρό Σου, μπόρεσαν να υποφέρουν δεκάδες χρόνια στην πεινασμένη και γυμνή έρημο τρώγοντας ακρίδες κι αγριόριζες και φυσικά μπορείς να περηφανεύεσαι γι' αυτά τα παιδιά της ελευθερίας, της ελεύθερης αγάπης, της ελεύθερης και υπέροχης θυσίας εν ονόματι Σου. They were able to take up Your cross, they were able to suffer for dozens of years in the hungry and naked desert eating locusts and wild rice, and of course you can be proud of these children of freedom, of free love, of free and wonderful sacrifice in Your name. Θυμήσου όμως πως όλοι τους ήταν μονάχα μερικές χιλιάδες και ήταν και Θεοί. But remember that all of them were only a few thousand and they were also gods. Αμ οι άλλοι; Και τι φταίνε οι υπόλοιποι αδύναμοι άνθρωποι, που δεν μπόρεσαν να υποφέρουν εκείνα που υπόφεραν οι ισχυροί; Τί φταίει η αδύναμη ψυχή, που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα της τα τόσο τρομερά δώρα; Μα είναι δυνατόν να ήρθες μονάχα στους εκλεκτούς; Μα αν είναι έτσι τότε εδώ θα υπάρχει ένα μυστήριο, που εμείς δεν μπορούμε να το καταλάβουμε. What about the others? And what is the fault of the rest of the weak people, who could not suffer what the strong suffered? What is the fault of the weak soul that cannot contain within itself such terrible gifts? But is it possible that you came only to the chosen ones? But if so, then there must be a mystery here that we cannot understand. Κι αν υπάρχει μυστήριο, τότε κι εμείς έχουμε το δικαίωμα να διδάσκουμε το μυστήριο και να τους μαθαίνουμε πως δεν έχει αξία η ελεύθερη απόφαση της καρδιάς τους και η αγάπη, μα το μυστήριο, στο οποίο πρέπει να υποταχτούν τυφλά, ακόμα κι ενάντια στη συνείδησή τους. And if there is a mystery, then we too have the right to teach the mystery and to teach them that it is not the free decision of their heart and love that is of value, but the mystery to which they must blindly submit, even against their conscience. Αυτό και κάναμε. That's what we did. Διορθώσαμε το έργο Σου και το θεμελιώσαμε στο θαύμα, στο μυστήριο και στο κύρος. We have corrected Your work and founded it on wonder, mystery and prestige. Και οι άνθρωποι χάρηκαν που τους οδήγησαν και πάλι σαν αγέλη και που σήκωσαν επιτέλους απ' τις καρδιές τους το τόσο τρομερό δώρο που τους έφερε βάσανα. And the people rejoiced that they were led again as a herd and that they had at last lifted from their hearts the terrible gift that had brought them suffering. Είχαμε δίκιο διδάσκοντας και ενεργώντας έτσι; Λέγε. Were we right in teaching and acting like this? Say. Αναγνωρίζοντας τόσο ταπεινά την αδυναμία της ανθρωπότητας, ελαφρώνοντας με τόση αγάπη το φορτίο της, επιτρέποντας στην αδύναμη φύση της έστω και να αμαρτάνει με την άδειά μας, δεν της δείξαμε την αγάπη μας; Γιατί ήρθες λοιπόν τώρα να μας ενοχλήσεις; Και τι με κοιτάς σιωπηλά και στοχαστικά με τα πράα Σου μάτια; Αγανάχτησε δε θέλω την αγάπη Σου γιατί και γω δεν Σ' αγαπώ. By so humbly acknowledging the weakness of humanity, by so lovingly lightening its burden, by allowing its weak nature even to sin with our permission, have we not shown it our love? Why then have you come now to trouble us? And why dost thou look at me silently and thoughtfully with thy meek eyes? Indignantly I do not want Thy love, for I do not love Thee either. Γιατί να σου το κρύβω; Μήπως τάχα δεν ξέρω με ποιον μιλάω; Όλα όσα έχω να Σου πω, Εσύ τα ξέρεις κιόλας, αυτό το διαβάζω στα μάτια Σου. Why should I hide it from you? Do I not know who I'm talking to? Everything I have to tell You, You already know, I can read it in Your eyes. Μήπως μπορώ τάχα να Σου κρύψω το μυστικό μας; Ίσως όμως να θέλεις να τ' ακούσεις απ' το στόμα μου. Can I keep our secret from you? But maybe you want to hear it from my mouth. Άκου το λοιπόν: Δεν είμαστε με Εσένα μα με Εκείνον, νά το μυστικό μας. So listen to it: We are not with Thee but with Him, here is our secret. Από καιρό τώρα δεν είμαστε μαζί Σου μα με Εκείνον, είναι πια οχτώ αιώνες. For a long time now we are not with You but with Him, it is now eight centuries. Είναι οχτώ ακριβώς αιώνες από τότε που πήραμε από Εκείνον αυτό που Συ απόρριψες μ' αγανάχτηση, εκείνο το τελευταίο δώρο που Σου πρότεινε, δείχνοντάς Σου όλα τα γήινα βασίλεια: εμείς πήραμε από Εκείνον τη Ρώμη και το ξίφος του Καίσαρα, κι ανακηρύξαμε τους εαυτούς μας βασιλιάδες της γης, βασιλιάδες μοναδικούς, αν κι ως τα τώρα δεν προφτάσαμε να τελειώσουμε εντελώς το έργο μας. It is exactly eight centuries since we received from Him that which You rejected with indignation, that last gift which He proposed to You, showing You all the kingdoms of the earth: we have received from Him Rome and the sword of Caesar, and we have proclaimed ourselves kings of the earth, kings unique, although until now we have not had time to finish our work completely. Μα ποιος φταίει; Ω, το έργο αυτό είναι ακόμα στην αρχή του, άρχισε όμως παρ' όλα αυτά. But whose fault is it? Oh, this project is still in its infancy, but it has begun nonetheless. Πρέπει πολύ να περιμένουμε ακόμα ώσπου να συντελεστεί, και η γη θα 'χει ακόμα πολλά να υποφέρει, μα εμείς θα φτάσουμε στο σκοπό μας και θα γίνουμε Καίσαρες και τότε πια θα σκεφτούμε για την παγκόσμια ευτυχία. We have a long way to go before it is accomplished, and the earth will still have much to suffer, but we will reach our goal and become Caesars and then we will think of universal happiness. Όμως Εσύ μπορούσες και τότε ακόμα να πάρεις το ξίφος του Καίσαρα. But You could still take Caesar's sword even then. Γιατί αρνήθηκες αυτό το τελευταίο δώρο; Αν δεχόσουν αυτή την τρίτη συμβουλή του ισχυρού πνεύματος, θα ικανοποιούσες ό,τι αποζητάει ο άνθρωπος στη γη. Why did you refuse this last gift? If you had accepted this third counsel of the mighty spirit, you would have satisfied all that man on earth craves. Δηλαδή: ποιον να προσκυνήσει, σε ποιον να εναποθέσει τη συνείδησή του και με ποιον τρόπο να ενωθεί επιτέλους με τους συνανθρώπους του για ν' αποτελέσουν όλοι μιαν αναμφισβήτητη, γενική και ομονοούσα μυρμηγκοφωλιά. That is: whom to worship, to whom to place his conscience and in what way to finally unite with his fellow human beings so that they all form an undeniable, general and unanimous anthill. Γιατί η ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης είναι το τρίτο και τελευταίο μαρτύριο των ανθρώπων. For the need for world unification is the third and final torment of human beings. Πάντα η ανθρωπότητα, στη γενικότητά της, προσπαθούσε να συνενωθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Humanity, in its generality, has always tried to unite on a global scale. Υπήρξαν πολλοί λαοί με μεγάλη ιστορία, μα όσο πιο ψηλά ανέβαιναν αυτοί οι λαοί, τόσο πιο δυστυχισμένοι γίνονταν γιατί καταλάβαιναν περισσότερο απ' τους άλλους την ανάγκη της παγκόσμιας συνένωσης των ανθρώπων. There were many peoples with a long history, but the higher these peoples rose, the more unhappy they became because they understood more than others the need for the universal unification of people. Οι μεγάλοι καταχτητές, οι Τιμούρ και οι Τσεγκίζ Χαν, περάσανε σαν λαίλαπα απ' τη γη προσπαθώντας να κυριέψουν την οικουμένη, μα κι αυτοί (αν και υποσυνείδητα) εκφράζανε αυτή την υπέρτατη ανάγκη της ανθρωπότητας για παγκόσμια συνένωση. The great conquerors, the Timur and the Chegiz Khan, passed through the earth like a torrent trying to conquer the world, but they too (albeit subconsciously) expressed this supreme need of humanity for global unification. Αν αποδεχόσουν τον κόσμο και την πορφύρα του Καίσαρα, θα θεμέλιωνες την παγκόσμια αυτοκρατορία και θα 'δινες την παγκόσμια ειρήνη. If you accepted the world and Caesar's purple, you would have founded the world empire and given world peace. Γιατί ποιος άλλος μπορεί να κυριαρχεί πάνω στους ανθρώπους, αν όχι εκείνος που κυριαρχεί τη συνείδησή τους και που κρατάει στα χέρια του το ψωμί τους; Ε, λοιπόν εμείς το πήραμε το ξίφος του Καίσαρα και παίρνοντάς το Σ' απαρνηθήκαμε φυσικά και ακολουθήσαμε Εκείνον. For who else can rule over men but he who rules their conscience and who holds their bread in his hands? Well, we have taken Caesar's sword, and in taking it we have naturally renounced You and followed Him. Ω, θα περάσουν ακόμα πολλοί αιώνες έκτροπων του ελεύθερου πνεύματος, της επιστήμης και της ανθρωποφαγίας. Oh, there will be many more centuries of aberrations of free spirit, science and man-eating. Γιατί, μια κι άρχισαν να χτίζουν τον πύργο της Βαβέλ τους χωρίς εμάς, θα καταλήξουν στην ανθρωποφαγία. Because, since they started building their tower of Babel without us, they will end up in man-eating. Μα τότε ακριβώς θα 'ρθει σερνάμενο το θηρίο και θα μας γλείψει τα πόδια και θα τα βρέξει με τα ματωμένα του δάκρια. But just then the beast will come crawling and lick our feet and wet them with his bloody tears. Κι εμείς θα κάτσουμε πάνω στο θηρίο και θα υψώσουμε το κύπελο που πάνω σ' αυτό θα 'ναι γραμμένο: “Μυστήριο!” Και τότε, μονάχα τότε θα φτάσει η μέρα που θα θεμελιωθεί για τους ανθρώπους η βασιλεία της ειρήνης και της ευτυχίας. And we will sit upon the beast and lift up the cup upon which is written: "Mystery!" And then, only then will the day arrive when the kingdom of peace and happiness will be established for men. Είσαι περήφανος για τους εκλεκτούς Σου, μα Εσύ έχεις μονάχα αυτούς τους εκλεκτούς, όμως εμείς θα χαρίσουμε την ειρήνη σ' όλους. You are proud of Your chosen ones, but You have only these chosen ones, but we will give peace to all. Εξάλλου να 'ναι κι έτσι; Πόσοι απ' αυτούς τους εκλεκτούς, τους ισχυρούς που θα μπορούσαν να γίνουν εκλεκτοί, κουράστηκαν τέλος περιμένοντάς Σε και ρίξανε και θα ρίξουν ακόμα τη δύναμη της ψυχής τους και τη φλόγα της καρδιάς τους σ' άλλον αγρό και θα καταλήξουν να υψώσουν εναντίον Σου την ελεύθερη σημαία τους, που Εσύ ο ίδιος την είχες υψώσει; Ενώ σε μας όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι και δε θα στασιάζουν πια, δε θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον, όπως γίνεται παντού στο βασίλειο της ελευθερίας Σου. After all, if that's the way it is? How many of these chosen ones, the mighty ones who could have been chosen, finally tired of waiting for Thee and threw and will still throw the strength of their soul and the fire of their heart into another field and will end up raising against Thee their free flag, which Thou Thyself had raised? While in us they will all be happy and will no longer stand still, no longer destroy one another, as is the case everywhere in the kingdom of Your freedom. Ω, θα τους πείσουμε πως μονάχα τότε θα γίνουν ελεύθεροι, όταν θα παραιτηθούν απ' την ελευθερία τους για χάρη μας και θα υποταχτούν σε μας. Oh, we will convince them that only then will they become free, when they give up their freedom for our sake and submit to us. Τι λες λοιπόν; Θα 'χουμε δίκιο ή όχι; Θα πειστούν και μόνοι τους πως έχουμε δίκιο, γιατί θα θυμηθούν ως ποιο φριχτό σημείο σκλαβιάς και ταραχής τους είχε φέρει η δική Σου ελευθερία. So what do you think? Are we going to be right or not? They will convince themselves that we are right, for they will remember to what a terrible point of slavery and unrest your freedom had brought them. Η ελευθερία, η ελεύθερη σκέψη και η επιστήμη θα τους κάνουν να χάσουν το δρόμο τους σε τέτοιες λόχμες, θα τους βάλουν μπροστά σε τέτοια θαύματα κι αξεδιάλυτα μυστήρια που μερικοί απ' αυτούς, οι πιο ατίθασοι και οι πιο άγριοι, θα αυτοκαταστραφούν οι άλλοι, οι ανυπόταχτοι μα αδύναμοι, θα καταστρέφουν ο ένας τον άλλον και οι υπόλοιποι, οι αδύναμοι και δυστυχισμένοι, θα συρθούν στα πόδια μας και θα μας φωνάξουν εκλιπαρώντας: “Ναι, είχατε δίκιο, σεις μονάχα κατέχατε το μυστικό Του και μεις γυρίζουμε σε σας. Freedom, free thought and science will make them lose their way in such hills, will put them before such wonders and unsolvable mysteries that some of them, the most unruly and the most savage, will self-destruct; the others, the unruly but weak, will destroy each other, and the rest, the weak and unhappy, will crawl to our feet and cry out in supplication: "Yes, you were right, you alone possessed His secret and we turn to you. Σώστε μας απ' τον εαυτό μας”. Save us from ourselves." Παίρνοντας από μας το ψωμί τους θα βλέπουν φυσικά ξεκάθαρα πως εμείς τους μοιράζουμε τα ψωμιά που πήραμε απ' αυτούς, τα ψωμιά που τα φτιάξανε με τα χέρια τους, και πως αυτά γίνονται χωρίς κανένα θαύμα, θα δούνε πως δε μεταβάλλουμε τις πέτρες σε ψωμιά μα θα 'ναι στ' αλήθεια πολύ ευχαριστημένοι, κι όχι τόσο γιατί θα παίρνουν τα ψωμιά, όσο γιατί θα τα παίρνουν απ' τα χέρια μας! Taking their bread from us they will of course see clearly that we are giving them the bread we took from them, the bread they made with their own hands, and that this is done without any miracle, they will see that we do not turn stones into bread but they will be very happy indeed, not so much because they will take the bread, but because they will take it from our hands! Γιατί θα θυμούνται πολύ καλά πως πρώτα, όταν δεν ήμασταν εμείς, αυτά τα ίδια τα ψωμιά που τα βγάζανε με τον ιδρώτα τους, μεταβάλλονταν στα χέρια τους σε πέτρες, μα όταν γύρισαν σε μας τότε οι πέτρες μεταβλήθηκαν στα χέρια τους σε ψωμιά. For they will remember very well that first, when we were not us, these very loaves of bread, which they made with their sweat, turned into stones in their hands, but when they came back to us then the stones turned into bread in their hands. Θα το εκτιμήσουν πολύ, πάρα πολύ, τι σπουδαίο είναι να υποταχτούν μια για πάντα! They will appreciate it very, very much, what a great thing it is to submit once and for all! Κι όσο δε θα το καταλαβαίνουν αυτό οι άνθρωποι θα 'ναι δυστυχισμένοι. And as long as they don't understand that, people will be unhappy. Ποιος όμως ήταν ο κυριότερος αίτιος που δεν το καταλάβαιναν αυτό; Λέγε: Ποιος σκόρπισε την αγέλη στους άγνωστους δρόμους; Μα η αγέλη θα μαζευτεί και πάλι και θα υποταχτεί ξανά, για πάντα τούτη τη φορά. But what was the main reason they didn't understand this? Say: Who scattered the herd on the unknown roads? But the herd will gather again and submit again, this time forever. Τότε θα τους δώσουμε μιαν ήρεμη και ταπεινή ευτυχία, την ευτυχία των αδύναμων πλασμάτων, μια κι έτσι πλάστηκαν. Then we will give them a quiet and humble happiness, the happiness of weak creatures, since that is how they were created. Ω, θα τους πείσουμε επιτέλους να μην περηφανεύονται. Oh, we'll finally convince them not to be proud. Γιατί Εσύ τους ανύψωσες και τους έμαθες να 'ναι περήφανοι. For You lifted them up and taught them to be proud. Θα τους αποδείξουμε πως είναι αδύναμοι, πως είναι μονάχα αξιολύπητα παιδιά, μα πως η παιδιάστικη ευτυχία είναι η πιο γλυκιά απ' όλες. We will prove to them that they are weak, that they are only pathetic children, but that childish happiness is the sweetest of all. Θα γίνουν τρομαγμένοι, δειλοί και θα μας κοιτάζουν και θα στριμώχνονται γύρω μας όπως τα κλωσσόπουλα γύρω από την κλώσσα. They will become frightened, cowardly and they will look at us and they will crowd around us like chicks around a spinning wheel. Θα μας θαυμάζουν και θα μας σκιάζονται και θα 'ναι περήφανοι γιατί είμαστε τόσο ισχυροί και τόσο σοφοί που μπορέσαμε να ημερέψουμε το τόσο ταραχώδικο και πολύπληθο κοπάδι τους. They will admire us and they will shadow us and they will be proud that we are so powerful and so wise that we have been able to tame their very turbulent and very numerous flock. Θα τρέμουν την οργή μας, το πνεύμα τους θα γίνει δειλό, τα μάτια τους θα κλαίνε τόσο εύκολα όσο των παιδιών και των γυναικών, μα το ίδιο εύκολα θα ευθυμούν και θα γελούν στο πρώτο μας νεύμα, με μια πάμφωτη χαρά και με παιδικά τραγούδια. They will fear our wrath, their spirit will become cowardly, their eyes will weep as easily as children's and women's, but they will as easily rejoice and laugh at our first nod, with a full-blown joy and children's songs. Ναι, θα τους αναγκάσουμε να δουλεύουν, μα στις σκόλες θα κάνουμε τη ζωή τους να κυλάει σαν παιδιάστικο παιχνίδι, με παιδικά τραγούδια, χορωδίες, μ' αθώους χορούς. Yes, we will force them to work, but in the moths we will make their lives run like a child's play, with children's songs, choirs, innocent dances. Ω, θα τους επιτρέψουμε και την αμαρτία, αυτοί είναι αδύναμοι κι ανίσχυροι και θα μας αγαπούν σαν παιδιά επειδή θα τους επιτρέψουμε ν' αμαρτάνουν. Oh, we will allow them to sin too, they are weak and powerless and they will love us like children because we will allow them to sin. Θα τους πούμε πως το κάθε κρίμα θα 'ναι συγχωρεμένο, αν θα γίνει με την άδειά μας. We will tell them that every pity will be forgiven if it is done with our permission. Τους επιτρέπουμε ν' αμαρτάνουν γιατί τους αγαπάμε. We allow them to sin because we love them. Όσο για την τιμωρία γι' αυτά τ' αμαρτήματα —ας γίνει κι αυτό—, θα την πάρουμε πάνω μας. As for the punishment for these sins - let that happen - we will take it upon ourselves. Θα την πάρουμε πάνω μας κι αυτοί θα μας λατρεύουν σαν ευεργέτες που θα δώσουν λόγο για τα δικά τους κρίματα μπροστά στο Θεό. We will take it upon ourselves and they will worship us as benefactors who will give an account of their own judgments before God. Και δε θα κρατάνε τίποτα μυστικό από μας. And they won't keep any secrets from us. Εμείς θα τους επιτρέπουμε ή θα τους απαγορεύουμε να ζούνε με τις γυναίκες τους ή τις ερωμένες τους, να κάνουν ή να μην κάνουν παιδιά (όλα αυτά ανάλογα με την υπακοή τους) και εκείνοι θα μας υπακούνε με χαρά τους. We will allow or forbid them to live with their wives or mistresses, to have or not have children (all according to their obedience) and they will obey us with joy. Θα μας αποκαλύψουν τα πιο βασανιστικά μυστικά της συνείδησής τους- όλα, όλα θα μας τα εξομολογηθούν κι εμείς θα βρούμε για όλα κάποια λύση κι αυτοί θα πιστέψουν στη λύση μας χαρούμενοι γιατί θα τους απαλλάξει απ' τη μεγάλη φροντίδα και τα τωρινά βάσανα της προσωπικής και ελεύθερης απόφασης. They will reveal to us the most tormenting secrets of their conscience; everything, everything will be confessed to us and we will find a solution for everything and they will believe in our solution, happy because it will relieve them of the great care and the present suffering of personal and free decision. Κι όλοι θα 'ναι ευτυχισμένοι, όλα τα εκατομμύρια των πλασμάτων, εκτός από μερικές εκατοντάδες χιλιάδες που τους κυβερνούν. And everyone will be happy, all the millions of creatures, except for a few hundred thousand who rule them. Γιατί μονάχα εμείς, εμείς που θα φυλάξουμε το μυστικό, μονάχα εμείς θα 'μαστε δυστυχισμένοι. Because only we, we who will keep the secret, only we will be unhappy. Θα υπάρχουν δισεκατομμύρια ευτυχισμένα μωρά κι εκατό χιλιάδες μάρτυρες που θα 'χουν επωμιστεί την κατάρα της γνώσης του καλού και του κακού. There will be billions of happy babies and a hundred thousand martyrs who will have shouldered the curse of knowing good and evil. Θα πεθάνουν ήσυχα ήσυχα, θα σβήσουν εν ονόματι Σου και πέρα απ' τον τάφο δε θα καταχτήσουν παρά μονάχα το θάνατο. They will die quietly in peace, they will be extinguished in Your name, and beyond the grave they will not be consumed except by death. Μα εμείς θα κρατήσουμε το μυστικό, και για τη δική τους ίσα ίσα ευτυχία θα τους δελεάζουμε με την επουράνια, αιώνια ανταμοιβή. But we will keep the secret, and for their equal happiness we will tempt them with the heavenly, eternal reward. Γιατί κι αν ακόμα υπάρχει κάτι στον άλλο κόσμο, δε θα 'ναι φυσικά για κάτι τέτοιους σαν κι αυτούς. Because if there's still something in the other world, it won't be for people like them, of course. Λένε και προφητεύουν πως θα 'ρθεις και θα ξανανικήσεις, θα 'ρθεις με τους εκλεκτούς Σου, με τους περήφανους και ισχυρούς Σου, μα εμείς θα πούμε πως αυτοί σώσανε μονάχα τον εαυτό τους κι εμείς σώσαμε τους πάντες. They say and prophesy that you will come and rise again, you will come with your chosen ones, with your proud and mighty ones, but we will say that they saved only themselves and we saved everyone. Λένε πως θα καταντροπιαστεί η πόρνη που κάθεται πάνω στο θηρίο και κρατάει στα χέρια της το μυστήριο, πως θα επαναστατήσουν ξανά οι αδύναμοι, πως θα ξεσκίσουν την πορφύρα της και θα γυμνώσουν το “μιαρό” κορμί της. They say that the whore who sits on the beast and holds the mystery in her hands will be defeated, that the weak will rebel again, that they will tear off her purple and bare her "pure" body. Μα τότε εγώ θα σηκωθώ και θα Σου δείξω τα δισεκατομμύρια των ευτυχισμένων παιδιών, που δεν γνώρισαν την αμαρτία. But then I will stand up and show You the billions of happy children who have not known sin. Και μεις, εμείς που πήραμε πάνω μας τα κρίματά τους για να τους κάνουμε ευτυχισμένους, θα σταθούμε μπροστά Σου και θα Σου πούμε: “Δίκασέ μας, αν μπορείς κι αν τολμάς”. And we, who have taken upon ourselves their judgments to make them happy, will stand before You and say, "Have mercy on us, if you can and if you dare." Μάθε πως δε Σε φοβάμαι. Know that I am not afraid of You. Μάθε πως και γω ήμουνα στην έρημο, πως και γω έζησα με ακρίδες κι αγριόριζες, πως και γω ευλογούσα την ελευθερία που μ' αυτήν Εσύ ευλόγησες τους ανθρώπους, πως και γω ετοιμαζόμουν να γίνω ένας απ' τους εκλεκτούς Σου, να γίνω ένας απ' τους ισχυρούς και τους μεγάλους, διψώντας να “συμπληρώσω τον αριθμό”. Know that I too was in the desert, that I too lived with locusts and wild animals, that I too blessed the freedom with which You blessed men, that I too was preparing to become one of Your chosen ones, to become one of the mighty and great, thirsting to "fill the number". Μα συνήλθα και δε θέλησα να υπηρετήσω την αφροσύνη. But I came to my senses and did not want to serve folly. Γύρισα και προσχώρησα στην ομάδα εκείνων που διορθώσανε το έργο Σου. I turned and joined the group of those who corrected Your work. Εγκατέλειψα τους περήφανους και επέστρεψα στους ταπεινούς για να τους κάνω ευτυχισμένους. I abandoned the proud and returned to the humble to make them happy. Όλα όσα Σου λέω θα γίνουν και η βασιλεία μας θα οικοδομηθεί. All that I tell You will be done and our kingdom will be built. Σου ξαναλέω πως αύριο κιόλας θα δεις αυτή την υπάκουη αγέλη να τρέχει με το πρώτο μου νεύμα και να συνδαυλίζει την πυρά όπου θα Σε κάψω, γιατί ήρθες να μας ενοχλήσεις. I tell you again that tomorrow you will see this obedient herd running at my first nod and fanning the flames where I will burn you, because you have come to disturb us. Γιατί αν υπάρχει κανένας που να αξίζει περισσότερο από κάθε άλλον την πυρά μας, αυτός είσαι Εσύ. For if there is anyone who deserves our fire more than anyone else, it is You. Αύριο θα Σε κάψω. Tomorrow I will burn you. Dixi (Είπα)». Dixi (I said)".

O Ιβάν σταμάτησε. Ivan stopped. Μιλώντας είχε ενθουσιαστεί και τα 'πε με έξαψη. Talking, he was excited and excitedly told them. Όταν όμως τέλειωσε, ξαφνικά χαμογέλασε. But when he finished, he suddenly smiled. O Αλιόσα, που άκουγε σιωπηλός και που τελικά ταράχτηκε και προσπάθησε πολλές φορές να διακόψει τον αδερφό του, μα συγκρατιόταν, άρχισε ξαφνικά να μιλάει σαν να ξεπετάχτηκε από κει που τον είχαν δεμένο. Alyosha, who had been listening in silence and who finally became agitated and tried several times to interrupt his brother, but was restrained, suddenly began to speak as if he had jumped out from where he had been tied up.

— Μα... αυτό είναι παραλογισμός! - But... this is absurd! φώναξε κοκκινίζοντας. Το ποίημά σου είναι εγκώμιο για τον Ιησού κι όχι μομφή... όπως το θέλησες εσύ. Your poem is a praise of Jesus, not a rebuke... as you intended it to be. Και ποιος θα πιστέψει αυτά που λες για την ελευθερία; Έτσι, έτσι τάχα πρέπει να νιώθουμε; Μήπως είναι έτσι στην Ορθοδοξία;... Αυτό είναι Ρώμη, μα ούτε πάλι κι όλη η Ρώμη, αυτό δεν είναι αλήθεια. And who will believe what you say about freedom? Is that, is that how we're supposed to feel? Is that how it is in Orthodoxy? This is Rome, but not all of Rome, that is not true. Αυτό είναι το χειρότερο κομμάτι του καθολικισμού, είναι οι ιεροεξεταστές, οι ιησουίτες!... This is the worst part of Catholicism, it's the inquisitors, the Jesuits!.... Μα κι ούτε μπορεί να υπάρξει ποτέ ένα τόσο φανταστικό πρόσωπο όσο ο ιεροεξεταστής σου. But neither can there ever be such an imaginary person as your inquisitor. Τι αμαρτίες είναι αυτές των ανθρώπων που τις παίρνουν πάνω τους; Ποιοι είναι αυτοί οι φορείς του μυστικού; Αυτοί που επωμίστηκαν κάποια κατάρα για χάρη της ευτυχίας των ανθρώπων; Ποιος τους είδε; Τους ξέρουμε τους ιησουίτες, γι' αυτούς λένε πολύ άσχημα πράγματα. What are the sins of the people that they take upon themselves? Who are these bearers of the secret? Those who have borne some curse for the sake of the happiness of men? Who saw them? We know them, the Jesuits, they say very bad things about them. Μα τέτοιοι είναι όπως τους παρουσιάζεις; Κάθε άλλο, καθόλου... Αυτοί είναι απλώς και μόνον η ρωμαϊκή στρατιά για τη μελλοντική γήινη αυτοκρατορία με αυτοκράτορα τον πρωθιερέα της Ρώμης... νά το ιδανικό τους, μα χωρίς κανένα μυστήριο, χωρίς καμιάν ανώτερη οδύνη... Είναι μια απλούστατη δίψα εξουσίας, των γήινων χυδαίων αγαθών, της καθυπόταξης... ένα είδος μελλοντικής δουλοπαροικίας με τον όρο αυτοί να γίνουν τσιφλικάδες... αυτό είναι όλο κι όλο που θέλουν. But are they as you make them out to be? Not at all, not at all... They are merely the Roman army for the future earthly empire with the high priest of Rome as emperor... here is their ideal, but without any mystery, without any higher suffering... It is a simple thirst for power, for earthly vulgarities, for subjugation... a kind of future serfdom on condition that they become serfs... that's all they want. Ίσως ούτε καν πιστεύουν σε θεό. Maybe they don't even believe in a god. O ιεροεξεταστής σου που υποφέρει είναι μια σκέτη φαντασία... Your suffering inquisitor is a mere fantasy...

— Μα στάσου, στάσου λοιπόν, έλεγε γελώντας ο Ιβάν, γιατί όλη τούτη η έξαψη; Λες πως είναι φαντασία. - But wait, wait then, said Ivan laughing, why all this excitement? You say it's imagination. Ας είναι. Και βέβαια φαντασία είναι. Μα επίτρεψέ μου να σε ρωτήσω: Μπορεί τάχα να το πιστεύεις πραγματικά πως όλη τούτη η καθολική κίνηση των τελευταίων αιώνων έγινε πραγματικά μονάχα απ' την επιθυμία της κατάχτησης της εξουσίας με σκοπό την απόχτηση των χυδαίων αγαθών; Μήπως ο πάτερ Παΐσιος σού τα 'μαθε όλα αυτά; But let me ask you: Can you really believe that all this universal movement of the last few centuries has really been brought about only by the desire of the abuse of power for the sake of vile goods? Did Father Paisios teach you all this?

— Όχι, όχι. Απεναντίας, ο πάτερ Παΐσιος έλεγε κάτι σαν το δικό σου... μα φυσικά όχι το ίδιο, εντελώς αλλιώτικο ήταν, συνήλθε ξαφνικά ο Αλιόσα. On the contrary, Father Paisios used to say something like yours... but of course not the same, it was completely different, Alyosha suddenly came to his senses.

— Πολυτιμότατη ωστόσο αυτή η πληροφορία σου, παρ' όλο που λες πως ήταν «εντελώς αλλιώτικο». - Valuable, however, this information of yours, even though you say it was "completely different". Μα σε ρωτάω τούτο: Γιατί τάχα οι ιησουίτες σου και οι ιεροεξεταστές να συνενώθηκαν μονάχα για τα χυδαία υλικά αγαθά; Γιατί να μην τύχει να υπάρξει ανάμεσά τους κι ένας που να βασανίζεται και να υποφέρει και ν' αγαπάει την ανθρωπότητα; Υπόθεσε πως βρέθηκε κι ένας μονάχα ανάμεσα σ' όλους αυτούς που θέλανε τα υλικά και τα χυδαία αγαθά, έστω κι ένας μονάχα σαν το γέρο μου τον ιεροεξεταστή, που έφαγε ο ίδιος αγριόριζες στην έρημο και κατατυραννίστηκε ώσπου να νικήσει τη σάρκα του για να κάνει τον εαυτό του ελεύθερο και τέλειο. But I ask you this: why did your Jesuits and inquisitors unite only for the sake of vulgar material goods? Why should there not happen to be among them one who tortures and suffers and loves humanity? Suppose there was even a single one among all those who wanted material and vulgar goods, even a single one like my old inquisitor, who himself ate wild rice in the desert and was tortured until he conquered his flesh to make himself free and perfect. Υπόθεσε πως αυτός, ωστόσο, σ' ολάκερη τη ζωή του αγαπούσε την ανθρωπότητα και πως ξαφνικά είδε και κατάλαβε πως δεν είναι μεγάλη ηθική ικανοποίηση να γίνει τέλειος για να πειστεί την ίδια εκείνη στιγμή πως τα εκατομμύρια των άλλων πλασμάτων του Θεού μείνανε πλασμένα έτσι μόνο και μόνο για κοροϊδία, πως ποτέ δε θα βρούνε τη δύναμη για τα βγάλουν πέρα με την ελευθερία τους, πως απ' τους αξιολύπητους στασιαστές ποτέ δε θα γεννηθούν οι γίγαντες που χρειάζονται για να τελειώσει το χτίσιμο του πύργου και πως ο μεγάλος ιδεαλιστής δεν ονειρεύτηκε την αρμονία του γι' αυτά τα κουτάβια. He supposed that he, however, had loved humanity all his life and that he suddenly saw and understood that it was not a great moral satisfaction to become perfect, only to be convinced at that very moment that millions of God's other creatures were left that way only to be mocked, that they will never find the strength to make do with their freedom, that from the pathetic rebels will never be born the giants needed to finish building the tower, and that the great idealist never dreamed of his harmony for these puppies. Όταν τα κατάλαβε όλα αυτά, ξαναγύρισε και πήγε με το μέρος των... έξυπνων ανθρώπων. When he understood all this, he came back and joined the side of the... smart people. Μήπως δεν μπορούσε να συμβεί αυτό; Could this not have happened?

— Με ποιους πήγε, με ποιους έξυπνους ανθρώπους; φώναξε σχεδόν αλλόφρων ο Αλιόσα. - Who did he go with, what clever people?" cried Aliosha, almost frantically. Δεν είναι καθόλου έξυπνοι κι ούτε έχουν κανένα μυστήριο ή μυστικό... Μονάχα την αθεΐα τους ίσως. They're not smart at all and they don't have any mystery or secret... Only their atheism, perhaps. Νά όλο κι όλο το μυστικό τους. Here's their secret. O ιεροεξεταστής σου δεν πιστεύει στο Θεό, νά όλο κι όλο το μυστικό του. Your inquisitor doesn't believe in God, here's his secret.

— Ας είναι κι έτσι. - So be it. Επιτέλους το κατάλαβες. You finally figured it out. Και πραγματικά έτσι είναι όλο κι όλο το μυστικό, μα μήπως τάχα δεν είναι μαρτύριο αυτό, έστω και για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, που σπατάλησε όλη του τη ζωή στην έρημο και δεν μπόρεσε να γιατρευτεί απ' την αγάπη του για την ανθρωπότητα; Τις τελευταίες μέρες της ζωής του πείθεται ατράνταχτα πως μονάχα οι συμβουλές του μεγάλου και τρομερού πνεύματος θα μπορούσαν να επιβάλουν μιαν υποφερτή κάπως τάξη για τους αδύναμους στασιαστές, «τα μισοτελειωμένα δοκιμαστικά πλάσματα, που φτιάχτηκαν για κοροϊδία». And indeed this is the whole secret, but is it not a torment, even for a man like him, who wasted his whole life in the desert and could not be healed by his love for humanity? In the last days of his life he was firmly convinced that only the advice of the great and terrible spirit could impose a somewhat tolerable order on the weak mutineers, "the half-finished test creatures made for mockery." Και νά που, όντας βέβαιος γι' αυτό, βλέπει πως πρέπει να ακολουθήσει τις υποδείξεις του σοφού πνεύματος, του τρομερού πνεύματος του θανάτου και της καταστροφής, και γι' αυτό ν' αποδεχτεί το ψέμα και την απάτη και να οδηγεί συνειδητά πια τους ανθρώπους στο θάνατο και στο μηδέν και ταυτόχρονα να τους ξεγελάει σ' όλο το δρόμο για να μην καταλάβουν πού τους οδηγεί, κι όλα αυτά μόνο και μόνο για να νομίζουν αυτοί οι αξιολύπητοι τυφλοί (στην πορεία τους τουλάχιστο) πως είναι ευτυχισμένοι. And here he is, being sure of this, seeing that he must follow the suggestions of the wise spirit, the terrible spirit of death and destruction, and therefore to accept the lie and deception and to lead people consciously now to death and to nothing, and at the same time to deceive them all the way so that they do not understand where it is leading them, and all this only so that these pathetic blind men may think (in their course at least) that they are happy. Και πρόσεξε πως η απάτη γίνεται εν ονόματι Εκείνου, που στο ιδανικό Του τόσο φλογερά πίστευε ο γέρος σ' όλη του τη ζωή! And notice how the deception is done in the name of the One in whose ideal the old man believed so fervently all his life! Μήπως τάχα αυτό δεν είναι δυστυχία; Κι αν βρισκόταν έστω κι ένας μονάχα επικεφαλής αυτής της στρατιάς «που διψάει για εξουσία μόνο και μόνο για ν' αποχτήσει χυδαία αγαθά», δε θα 'ταν αρκετός αυτός ο ένας για να γίνει ολόκληρη τραγωδία; Όμως δεν είναι μονάχα αυτό: θα 'φτανε ένας τέτοιος αρχηγός για να βρεθεί επιτέλους η πραγματική καθοδηγήτρα ιδέα όλης της ρωμαϊκής υπόθεσης μ' όλες τις στρατιές και τους ιησουίτες της, η ανώτερη ιδέα αυτού του έργου; Στο λέω καθαρά πως πιστεύω ακράδαντα ότι ποτέ δεν λείψανε τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι απ' τους αρχηγούς του καθολικισμού. Isn't that unhappiness? And if there were even one single leader of this army "who thirsts for power only to obtain vulgar goods", would not that one person be enough to make a whole tragedy? But it is not only this: would such a leader be enough to find at last the real guiding idea of the whole Roman cause with all its armies and its Jesuits, the supreme idea of this work? I tell you plainly that I firmly believe that such unique men were never lacking among the leaders of Catholicism. Ποιος ξέρει, ίσως κάτι τέτοιοι μοναδικοί άνθρωποι ν' ανέβηκαν καμιά φορά κι ως το αξίωμα του ρωμαϊκού πρωθιερέα. Who knows, perhaps such unique people may have risen to the office of Roman high priest at one time or another. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτός ο καταραμένος γέρος, που αγαπάει τόσο επίμονα και με το δικό του τρόπο την ανθρωπότητα, να υπάρχει και τώρα με τη μορφή ολόκληρης ομάδας παρόμοιων μοναδικών γέρων. Who knows? Maybe this damned old man, who loves humanity so persistently and in his own way, exists now in the form of a whole group of similar unique old men. Κι αυτό δε γίνεται καθόλου τυχαία, μα υπάρχει ύστερα από κοινή συμφωνία, σαν μυστική ένωση, που έγινε από καιρό πια για να φυλάξει το μυστικό, για να το κρύψει απ' τους αδύνατους και δύστυχους ανθρώπους με το σκοπό να τους κάνει ευτυχισμένους. And this is not by chance at all, but by common agreement, like a secret union, made long ago to keep the secret, to hide it from weak and unfortunate people in order to make them happy. Αυτό σίγουρα υπάρχει, μα και πρέπει να υπάρχει. That certainly exists, but it must exist. Φαντάζομαι πως και οι μασσώνοι θα 'χουν ένα παρόμοιο μυστικό και πως γι' αυτό οι καθολικοί δε χωνεύουν τόσο πολύ τους μασσώνους. I imagine that the Masons have a similar secret and that's why Catholics don't like Masons so much. Είναι γιατί τους βλέπουν σαν ανταγωνιστές, που διασπούν την ενότητα της ιδέας, τη στιγμή που θα 'πρεπε να υπάρχει ένα μονάχα ποίμνιο κι ένας ποιμήν... Μα, για να λέμε την αλήθεια, υπερασπίζοντας την ιδέα μου, έχω ύφος συγγραφέα που δεν άντεξε στην κριτική σου. It's because they see them as competitors, who break the unity of the idea, when there should be only one flock and one shepherd... But, truth be told, in defending my idea, I have the look of a writer who couldn't stand up to your criticism. Αρκετά λοιπόν. So that's enough.

— Ίσως και συ να 'σαι μασσώνος! - Maybe you're a Mason too! είπε ξαφνικά χωρίς να το θέλει ο Αλιόσα. Alyosha suddenly said without meaning to. Δεν πιστεύεις σε Θεό, πρόσθεσε με μεγάλη λύπη. You don't believe in God, he added with great regret.

Του φάνηκε κιόλας πως ο αδερφός του τον κοίταζε κοροϊδευτικά. It even seemed to him that his brother was looking at him mockingly.

— Πώς τελειώνει το ποίημά σου; ρώτησε ξαφνικά κοιτάζοντας το πάτωμα. - How does your poem end?" he asked, suddenly looking at the floor. Ή, μήπως τέλειωσε κιόλας; Or, is it already over?

— Ήθελα να το τελειώσω έτσι: Όταν ο ιεροεξεταστής σώπασε, περίμενε λίγο, νομίζοντας πως ο Αιχμάλωτός του θα του απαντήσει. - I wanted to end it that way: When the inquisitor fell silent, he waited a moment, thinking that his Captive would answer him. Η σιωπή Του τον καταθλίβει. His silence oppresses him. Έβλεπε πως τον άκουγε ο Φυλακισμένος όλη την ώρα, κοιτάζοντάς τον πράα και στοχαστικά ίσα στα μάτια και φαινότανε να μη θέλει να φέρει καμιάν αντίρρηση. He could see that the Prisoner was listening to him all the time, looking him meekly and thoughtfully straight in the eye, and seemed to want to make no objection. O γέρος θα το 'θελε να του πει κάτι, ας ήταν και πικρό, ας ήταν και τρομερό. The old man would have wanted to tell him something, even if it was bitter, even if it was terrible. Μα Εκείνος ξαφνικά πλησιάζει σιωπηλός τον γέρο και τον φιλάει στα λιπόσαρκα γεροντικά χείλη του. But He suddenly approaches the old man in silence and kisses him on his thin old lips. Νά όλη η απάντησή Του. Here is His whole answer. O γέρος ανατριχιάζει. The old man shudders. Κάτι σαλεύει στις άκρες των χειλιών του. Something is loose at the corners of his lips. Πηγαίνει στην πόρτα, την ανοίγει και Του λέει: «Πήγαινε και μην ξανάρθεις πια... καθόλου μην έρθεις... ποτέ, ποτέ!» Και Τον αφήνει να βγει «στους σκοτεινούς δρόμους της πολιτείας». He goes to the door, opens it and says to Him: "Go and come no more... don't come at all... never, never!" And He lets Him go out "into the dark streets of the state." O Αιχμάλωτος φεύγει. The prisoner is leaving.

— Κι ο γέρος;

— Το φιλί του καίει την καρδιά, μα ο γέρος δεν αλλάζει γνώμη. - The kiss burns his heart, but the old man doesn't change his mind.

— Και συ μαζί του, και συ; φώναξε θλιμμένα ο Αλιόσα. - And you with him, and you?" cried Aliosha sadly.

O Ιβάν γέλασε.

— Μα όλα αυτά είναι βλακείες, Αλιόσα, είναι μονάχα ένα αλλοπρόσαλλο ποίημα ενός αλλοπρόσαλλου φοιτητή που δεν έγραψε ποτέ του δυο στίχους. - But this is all nonsense, Alyosha, it's just a fickle poem by a fickle student who never wrote two lines. Γιατί το παίρνεις τόσο πολύ στα σοβαρά; Μπας και πιστεύεις στ' αλήθεια πως θα πάω τώρα σε κείνους, στους ιησουίτες, για να προσχωρήσω στην ομάδα που διορθώνει το έργο Του; Ω, Θεέ μου! Why are you taking it so seriously? Do you really think I'm going to go to them now, the Jesuits, to join the team that is correcting His work? Oh, my God! Τι με νοιάζει εμένα; Στο είπα δα: Θέλω μονάχα να τραβήξω ως τα τριάντα μου και τότε τη σπάω την κούπα! What do I care? I told you so: All I want is to make it to my thirties and then I'll break the cup!

— Και τα τρυφερά νωπά φυλλαράκια, και τ' αγαπητά μνήματα, κι ο γαλάζιος ουρανός, και η γυναίκα που αγαπάς; Πώς θα ζήσεις λοιπόν; Με τι θα τ' αγαπάς; αναφώνησε θλιμμένα ο Αλιόσα. - And the tender fresh leaves, and the dear graves, and the blue sky, and the woman you love? So how will you live? With what will you love them?" cried Aliosha sadly. Με τέτοια κόλαση στην καρδιά και στο μυαλό θα το μπορέσεις τάχα; Όχι, φεύγεις ακριβώς για να ενωθείς μαζί τους... κι αν όχι θα σκοτωθείς μονάχος σου, δε θα βαστάξεις! With such hell in your heart and mind can you do it? No, you're leaving just to join them... and if not, you will kill yourself alone, you will not suffer!

— Υπάρχει μια δύναμη που όλα μπορεί να τ' αντέξει! - There is a power that can withstand anything! πρόφερε με μια ψυχρή ειρωνεία ο Ιβάν. Ivan uttered with a cold irony.

— Ποια δύναμη;

— Η δύναμη των Καραμάζοβ... η δύναμη της ποταπότητας των Καραμάζοβ. - The power of Karamazov... the power of Karamazov's vile.

— Θέλεις να πεις πως θα πνιγείς στην ακολασία, θα πνίξεις την ψυχή σου μέσα στη διαφθορά, έτσι; Έτσι; - You mean to say that you will drown yourself in debauchery, drown your soul in corruption, don't you? Wouldn't you?

— Ίσως κι αυτό... μονάχα που ως τα τριάντα ίσως και να τ' αποφύγω, όσο για ύστερα...

— Πώς θα τ' αποφύγεις λοιπόν; Με τι θα τ' αποφύγεις; Αυτό είναι αδύνατο με τις ιδέες που έχεις.

— Με τον τρόπο των Καραμάζοβ και πάλι.

— Θες να πεις πως «όλα επιτρέπονται;» Όλα επιτρέπονται, αυτό είναι; Αυτό;

O Ιβάν σκυθρώπιασε και ξαφνικά χλώμιασε κάπως παράξενα.

— Α, θυμήθηκες εκείνη τη χτεσινή φράση που τόσο πρόσβαλε τον Μιούσοβ... και που με τόση αφέλεια ξεπετάχτηκε και την ξανάπε ο Ντιμήτρι; είπε χαμογελώντας μ' ένα στραβό χαμόγελο. Ναι, ίσως να 'ναι κι έτσι: «όλα επιτρέπονται». Μια και το είπα, δεν τ' αρνιέμαι. Μα και η εκδοχή του Μίτιενκα δεν ήταν πολύ άσχημη.

O Αλιόσα τον κοίταξε σωπαίνοντας.

— Φεύγοντας, αδερφέ μου, σκεφτόμουν πως σ' όλο τον κόσμο έχω εσένα τουλάχιστον, πρόφερε με ξαφνικό αίσθημα ο Ιβάν, μα τώρα βλέπω πως και στη δική σου καρδιά δεν έχω θέση, καλέ μου ερημίτη. - "When I was leaving, my brother, I thought that in the whole world I had you at least," said Ivan with a sudden feeling, "but now I see that I have no place in your heart either, my good hermit. Δεν αρνιέμαι το αξίωμα: «όλα επιτρέπονται». I do not deny the office: "anything goes". Μα τι μ' αυτό; Θα μ' αρνηθείς εσύ. What about it? You'll deny me. Έτσι; Έτσι;

O Αλιόσα σηκώθηκε, τον πλησίασε και δίχως να πει λέξη τον φίλησε σιωπηλά στα χείλη. Aliosha stood up, approached him and without saying a word kissed him silently on the lips.

— Είσαι λογοκλόπος! φώναξε ο Ιβάν και τον έπιασε ξαφνικά κάποιος ενθουσιασμός. Ivan shouted and was suddenly seized with a certain excitement. Το 'κλεψες απ' το ποίημά μου! You stole it from my poem! Πάντως σ' ευχαριστώ. Σήκω, Αλιόσα, πάμε. Καιρός να φεύγουμε.

Βγήκανε, μα σταμάτησαν στο κατώφλι της ταβέρνας. They went out, but stopped at the doorway of the tavern.

— Νά τι θέλω ακόμα να σου πω, Αλιόσα, πρόφερε με σταθερή φωνή ο Ιβάν. - "Here's what else I want to tell you, Alyosha," Ivan said in a firm voice. Αν αξιωθώ ποτέ ν' αγαπήσω τα νωπά πράσινα φυλλαράκια, αυτό θα γίνει μόνο και μόνο γιατί θα θυμάμαι εσένα. If I ever deserve to love the fresh green leaves, it will only be because I will remember you. Θα μου φτάνει που βρίσκεσαι κάπου εδώ για να μη βαρεθώ τη ζωή. I'll settle for you being here somewhere so I don't get bored with life. Σου φτάνει αυτό; Αν θες πάρτο και σαν εξομολόγηση αγάπης. Is that enough for you? If you want to take it as a confession of love. Μα τώρα συ θα τραβήξεις δεξιά και γω αριστερά. But now you're going to pull right and I'm going to pull left. Φτάνει πια. That's enough. Ακούς; Φτάνει. Δηλαδή αν τύχει και δε φύγω αύριο (νομίζω πως σίγουρα θα φύγω) και συναντηθούμε πάλι, να μη μου πεις τίποτα πια γι' αυτά τα ζητήματα. That is, if it happens that I don't leave tomorrow (I think I will definitely leave) and we meet again, don't tell me anything more about these matters. Στο ζητάω κατηγορηματικά. I ask you unequivocally. Και για τον αδερφό μας τον Ντιμήτρι σε παρακαλώ να μη μου ξανακάνεις κουβέντα, πρόσθεσε ξαφνικά ερεθισμένος. And about our brother Dimitri, please don't speak to me again," he added, suddenly irritated. Όλα τα είπαμε, όλα τα κουβεντιάσαμε, έτσι δεν είναι; Κι εγώ από μέρους μου σου δίνω για όλα αυτά μιαν υπόσχεση: Όταν στα τριάντα μου θα θελήσω «να σπάσω την κούπα χάμω», τότε, όπου κι αν θα 'σαι, θα 'ρθω το δίχως άλλο να τα κουβεντιάσω άλλη μια φορά μαζί σου... έστω κι αν είναι να 'ρθω απ' την Αμερική. We've said it all, we've talked it all, haven't we? And I'll make you a promise for all this: when I'm in my thirties and want to "break the cup in half", then, wherever you are, I'll come and talk to you once more... even if I have to come from America. Αυτό να το ξέρεις. That you should know. Θα 'ρθω επίτηδες. I'll come on purpose. Θα μου είναι εξάλλου πολύ ενδιαφέρον να σε δω: πώς θα 'σαι τότε; Είναι, βλέπεις, αρκετά επίσημη η υπόσχεσή μου. Besides, it will be very interesting for me to see you: how will you be then? It is, you see, quite a solemn promise. Μα και πραγματικά μπορεί ν' αποχαιρετιόμαστε για εφτά ή και για δέκα χρόνια. But we can really say goodbye for seven or even ten years. Λοιπόν τράβα τώρα στον Pater Seraphicus σου που πεθαίνει. So go now to your dying Pater Seraphicus. Ίσως πεθάνει χωρίς να σε ξαναδεί και μπορεί να θυμώσεις κιόλας μαζί μου που σε καθυστέρησα. He may die without seeing you again and you may even be angry with me for delaying you. Γειά σου, φίλησέ με ακόμα μια φορά, έτσι μπράβο, πήγαινε τώρα... Hello, kiss me one more time, that's right, go now...

O Ιβάν γύρισε ξαφνικά και πήρε τον δρόμο του, χωρίς να ξαναγυρίσει πια. Ivan suddenly turned around and went his way, never to return. Έφυγε με τον ίδιο τρόπο όπως είχε φύγει χτες ο Ντιμήτρι, αν και το χτεσινό ήταν εντελώς διαφορετικό. He left in the same way as Dimitri had left yesterday, although yesterday's was completely different. Αυτή η παράξενη σκέψη διαπέρασε σαν μια μικρή σαΐτα το θλιμμένο, εκείνη τη στιγμή, μυαλό του Αλιόσα. This strange thought passed like a little shuttle through Aliosha's sad, at that moment, mind. Έμεινε για λίγο στη θέση του κοιτάζοντας τον αδερφό του που έφευγε. He stayed in his seat for a moment looking at his brother who was leaving. Άγνωστο γιατί πρόσεξε ξαφνικά πως ο Ιβάν καθώς βάδιζε σαν να ταλαντευόταν και πως ο δεξιός του ώμος, σαν τον κοίταζες από πίσω, ήταν πιο χαμηλός απ' τον αριστερό. Unknown why, he suddenly noticed that Ivan, as he walked, seemed to sway, and that his right shoulder, as you looked at him from behind, was lower than his left. Ποτέ δεν το 'χε προσέξει αυτό ως τα τώρα. He'd never noticed that until now. Μα ξαφνικά γύρισε κι αυτός κι έτρεξε προς το μοναστήρι. But suddenly he turned and ran towards the monastery. Άρχισε πια να σουρουπώνει για καλά και σχεδόν φοβόταν. It was beginning to get really bad and he was almost afraid. Κάτι καινούργιο ανέβαινε σιγά σιγά μέσα του, κάτι που ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι ήταν. Something new was slowly rising up inside him, something he didn't understand what it was. Άρχισε να φυσάει, όπως και χτες, και τα γέρικα πεύκα θορυβούσαν ζοφερά γύρω του όταν μπήκε στο δασάκι της σκήτης. It began to blow, as it had yesterday, and the old pine trees rustled gloomily around him as he entered the skete's grove. Σχεδόν έτρεχε. He was almost running.

— Pater Seraphicus, αυτό το όνομα από κάπου το πήρε, από πού άραγε; σκέφτηκε ο Αλιόσα. - Pater Seraphicus, he got that name from somewhere, I wonder where he got it from?Alyosha thought. Ιβάν, φτωχέ μου Ιβάν, πότε θα σε ξαναδώ... Νά και η σκήτη, Θεέ μου! Ivan, my poor Ivan, when will I see you again... There's the skete, my God! Ναι, ναι, είναι αυτός, είναι ο Pater Seraphicus που θα με σώσει... απ' αυτόν και για πάντα! Yes, yes, it is he, it is Pater Seraphicus who will save me... from him and forever!

Αργότερα το αναθυμόταν με μεγάλη απορία αρκετές φορές στη ζωή του και δεν καταλάβαινε πώς μπόρεσε τότε και ξέχασε εντελώς τον αδερφό του Ντιμήτρι, που μόλις λίγες ώρες πριν, το πρωί, είχε αποφασίσει να τον βρει οπωσδήποτε, έστω κι αν ήταν να μη γυρίσει καθόλου εκείνη τη νύχτα στο μοναστήρι. Later he recalled it with great wonder several times in his life, and he did not understand how he could then completely forget his brother Dimitri, who only a few hours before, in the morning, had decided to find him at all costs, even if he was not to return to the monastery that night at all.