×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (1)

5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (1)

Όμως και δω δε γίνεται ν' αρχίσω χωρίς πρόλογο, δηλαδή χωρίς φιλολογικό πρόλογο. Φτου να πάρει και να σηκώσει, γέλασε ο Ιβάν, συγγραφέας να σου πετύχει, μα την αλήθεια! Βλέπεις, η δράση γίνεται στον δέκατο έκτο αιώνα και τότε —αυτό το ξέρεις δα κι απ' το σχολείο— τότε ίσα ίσα το 'χαν συνήθειο στις ποιητικές τους συνθέσεις να κατεβάζουν τις επουράνιες δυνάμεις στη γη. Άσε πια τον Ντάντε. Στη Γαλλία, οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι καλόγεροι στα μοναστήρια δίνανε ολάκερες θεατρικές παραστάσεις, όπου εμφανίζανε επί σκηνής τη Μαντόνα, τους αγγέλους, τους άγιους, το Χριστό και τον ίδιο το Θεό. Τότε όλα αυτά γίνονταν με μεγάλη απλοϊκότητα. O Βίκτωρ Ουγκώ περιγράφει στην Παναγία των Παρισίων μια παράσταση που δόθηκε στη δημαρχία του Παρισιού, στα χρόνια του Λουδοβίκου ΧΙ, για να τιμηθεί η γέννηση του Δελφίνου. Η παράσταση ήταν ηθοπλαστική και δόθηκε δωρεάν για το λαό και είχε τίτλο: Le bon jugement de la très sainte et gracieuse Vierge Marie, (H ορθή κρίσις της Υπεραγίας και κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας), όπου και παρουσιάζεται η ίδια και εκφέρει την ορθή κρίση της. Και σε μας, στη Μόσχα, γίνονταν πότε πότε, στα πριν απ' τον Μεγάλο Πέτρο χρόνια, παρόμοιες παραστάσεις με θέματα απ' την Παλαιά Διαθήκη. Μα εκτός απ' τις θεατρικές παραστάσεις κυκλοφορούσαν τότε σ' όλον τον κόσμο πολλά διηγήματα και «στίχοι» όπου εμφανίζονταν οι άγιοι, οι άγγελοι κι αν υπήρχε ανάγκη κι όλες οι ουράνιες στρατιές. Στα μοναστήρια μας μεταφράζανε, αντιγράφανε και συνθέτανε ακόμα κάτι τέτοια ποιήματα. Και όλα αυτά από τον καιρό των Τατάρων ακόμα. Υπάρχει λόγου χάρη ένα μοναστηριακό ποίημα (παρμένο από τα ελληνικά φυσικά) με τίτλο: Ή επίσκεψις τής Θεοτόκου εις την Κόλασιν, με εικόνες και τόλμη αντάξια του Ντάντε. Η Θεομήτωρ επισκέπτεται την Κόλαση. O αρχάγγελος Μιχαήλ της κάνει τον οδηγό και την «περιάγει εις τα βασανιστήρια». Βλέπει τους αμαρτωλούς και τα μαρτύριά τους. Ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχει και μια πολύ αξιοσημείωτη κατηγορία που βρίσκεται στη φλεγόμενη λίμνη: Όσοι απ' αυτούς βυθίζονται τόσο πολύ στη λίμνη που δεν μπορούν να κολυμπήσουν και να βγουν, εκείνους «τους ξεχνάει πια κι ο Θεός»· τούτη η έκφραση έχει εξαιρετικό βάθος και δύναμη. Και νά που η Θεομήτωρ, συντριμμένη, πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας μπροστά στο θρόνο του Θεού και ζητάει χάρη για όλους όσους είδε στην Κόλαση, για όλους χωρίς καμιά διάκριση. Η συνομιλία Της με το Θεό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ικετεύει, επιμένει, κι όταν ο Θεός Τής δείχνει τα πόδια και τα χέρια του γιού Της όπου διακρίνονται ακόμα τα σημάδια από τα καρφιά και Τη ρωτάει πώς μπορεί να συγχωρέσει τους βασανιστές Του, Εκείνη διατάζει όλους τους άγιους, όλους τους μάρτυρες, όλους τους αγγέλους κι όλους τους αρχαγγέλους να πέσουν στα γόνατα και να παρακαλέσουν μαζί Της για να συγχωρεθούν όλοι χωρίς εξαίρεση. Τέλος πετυχαίνει απ' το Θεό και σταματάνε τα βασανιστήρια κάθε χρόνο απ' τη μεγάλη Παρασκευή ως την Αγία Τριάδα και οι αμαρτωλοί ευχαριστούν αμέσως απ' την Κόλαση τον Κύριο και Του φωνάζουν: «Δίκαιος ει, Κύριε, ότι ούτω εδίκασας». Λοιπόν και το δικό μου ποίημα θα 'ταν κάτι παρόμοιο, αν γραφόταν εκείνον τον καιρό. Εγώ παρουσιάζω στη σκηνή Εκείνον. Είναι αλήθεια πως δε βγάζει ούτε λέξη σ' όλο το ποίημα, μονάχα παρουσιάζεται και φεύγει. Έχουν περάσει πια δεκαπέντε αιώνες από τότε που 'δωσε την υπόσχεση να έλθει εν τη βασιλεία Του, δεκαπέντε αιώνες από τότε που ο προφήτης Του έγραψε: «'Αληθώς θα επιστρέψω ταχέως». «Περί δε τής ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ό πατήρ μου μόνος», όπως είπε κι ο ίδιος όταν βρισκόταν ακόμα επί της γης. Μα η ανθρωπότητα Τον περιμένει με την αλλοτινή πίστη και την αλλοτινή συγκίνηση. Ω, με πιο μεγάλη ακόμα πίστη, γιατί έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες από τότε που πάψανε πια να 'ρχονται απ' τον ουρανό οι υποθήκες για τον άνθρωπο:

Πίστευε ό,τι σου πει η καρδιά σου Ουράνιες υποθήκες δεν υπάρχουν.

Έμενε λοιπόν μονάχα η πίστη στη φωνή της καρδιάς! Εκείνη την εποχή, είναι αλήθεια, γίνονταν και πολλά θαύματα. Υπήρχαν άγιοι που γιατρεύανε αρρώστους με τρόπο θαυμαστό. Απ' τις βιογραφίες μερικών Δικαίων μαθαίνουμε πως τους επισκεπτόταν η ίδια η Βασίλισσα των Ουρανών. Όμως ο διάβολος δεν κοιμάται και η ανθρωπότητα αρχίζει ν' αμφιβάλλει πια γι' αυτά τα θαύματα. Εκείνον ακριβώς τον καιρό παρουσιάστηκε στο βορρά, στη Γερμανία, μια καινούργια και φοβερή αίρεση. Ένα τεράστιο άστρο: «Και έπεσεν εκ τού ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς (δηλ. ως ή Εκκλησία) επί τας πηγάς των υδάτων και ταύτα επικράνθησαν». Αυτές οι αιρέσεις άρχισαν ν' αρνιούνται με βλάσφημο τρόπο τα θαύματα. Μα όσοι μείνανε πιστοί, πιστεύουν ακόμα πιο φλογερά. Τα δάκρια της ανθρωπότητας εξακολουθούν όπως και πρώτα να φτάνουν ως Αυτόν, οι άνθρωποι Τον περιμένουν, Τον αγαπούν, ελπίζουνε σ' Αυτόν, διψούν να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για χάρη Του, όπως και πριν... Αιώνες τώρα παρακαλούσε η ανθρωπότητα με πίστη φλογερή: «Κύριε, Κύριε, επίφανε ημίν». Τόσους αιώνες απευθύνονταν προς Αυτόν, που Εκείνος, μέσα στην άμετρη ευσπλαχνία Του, αποφάσισε να κατέλθει και να επισκεφτεί τους προσευχόμενους. Είχε κατέβει και είχε επισκεφτεί ως τα τώρα μερικούς Δικαίους, μάρτυρες κι άγιους που βρίσκονταν ακόμα στη γη. Αυτό το διαβάζουμε και στους «βίους» τους. Στον τόπο μας ο Τιούτσεβ, που πίστευε βαθιά στην αλήθεια των λόγων Του, λέει πως:

Γυρτός απ' του σταυρού το βάρος

και με δούλου μορφή περπατώντας

σε διάβηκε παντού πατρίδα

την ευλογία Του σκορπώντας.

Το πως έτσι ακριβώς είχε γίνει, αυτό θα στο πω αργότερα. Μα νά που θέλησε να παρουσιαστεί έστω και για μια στιγμή στο λαό, στο λαό που υπόφερε, που βασανιζόταν, που ήταν βρωμερός κι αμαρτωλός, μα που Τον αγαπούσε με μια παιδιάστικη αγάπη. Τοποθετώ τη δράση στην Ισπανία, στη Σεβίλη, στην πιο τρομερή εποχή της Ιερής Εξέτασης, όταν προς δόξαν του θεού ανάβανε κάθε μέρα πυρές σ' όλη τη χώρα και

Πάνω σε μεγαλόπρεπες πυρές

καίγαν κακούς αιρετικούς.

Ω, αυτό βέβαια δεν ήταν εκείνη η κάθοδος με την οποία θα εμφανιστεί, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, στη συντέλεια των αιώνων, «εν όλη Του τη ουράνια δόξη» και που θα 'ναι αναπάντεχη, «ώσπερ γάρ ή αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών». Όχι. Θέλησε να επισκεφτεί έστω και για μια στιγμή τα τέκνα Του και μάλιστα εκεί ίσα ίσα όπου άρχισαν να τριζοβολάνε οι πυρές των αιρετικών. Είχε τη μεγαλοψυχία να εμφανιστεί και πάλι στους ανθρώπους με την ίδια εκείνη ανθρώπινη μορφή που βάδισε τρία ολόκληρα χρόνια πάνω στη γη, πριν από δεκαπέντε αιώνες. Κατεβαίνει στους «ηλιόλουστους δρόμους» της πολιτείας του Νότου, όπου την προηγούμενη ίσα ίσα μέρα, πάνω σε μια «μεγαλόπρεπη πυρά», μπροστά στο βασιλιά, στην Αυλή, στους ιππότες, στους καρδινάλιους και στις ωραιότατες Κυρίες των Τιμών, μπροστά στον πολυάριθμο πληθυσμό όλης της Σεβίλης, ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είχε κάψει κάπου εκατό αιρετικούς μονομιάς ad majorem gloriam Dei (πρός μεγαλυτέραν δόξαν τού Θεού). Παρουσιάστηκε αθόρυβα, χωρίς καμιάν επίδειξη, μα νά που όλοι (αυτό είναι παράξενο) Τον αναγνωρίζουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει ένα απ' τα καλύτερα κομμάτια του ποιήματος, να εξηγηθεί δηλαδή για ποιον ακριβώς λόγο Τον αναγνωρίζουν. O λαός συρρέει προς Αυτόν ακατανίκητα, Τον περιτριγυρίζει, μαζεύεται κοντά Του, Τον ακολουθεί.

Αυτός περνάει σιωπηλός ανάμεσά τους μ' ένα σιωπηλό χαμόγελο απέραντης συμπόνοιας. O ήλιος της αγάπης καίει στην καρδιά Του, τα μάτια Του ακτινοβολούν το Φως, τη Σοφία και τη Δύναμη που συγκλονίζουν τις καρδιές των ανθρώπων, ξυπνώντας μέσα τους την αγάπη. Εκείνος απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί. Και φτάνει να Τον αγγίξουν ή μονάχα τα ενδύματά Του να ψαύσουν για να θεραπευτούν. Τότε μέσα απ' το πλήθος αναφωνεί ένας γέρος που ήταν τυφλός απ' τα παιδικά του χρόνια: «Κύριε, θεράπευσόν με ίνα Σε ιδώ και εγώ». Και τότε, λες και πέφτει το πέπλο που 'χε μπροστά στα μάτια του, κι ο τυφλός αναβλέπει. O λαός κλαίει και φιλάει το χώμα όπου Εκείνος βαδίζει. Τα παιδιά ρίχνουν μπροστά Του λουλούδια, ψάλλουν και Τον υμνούν: «Ωσανά!» «Είναι Αυτός, είναι Αυτός ο ίδιος», λένε και ξαναλένε όλοι, «πρέπει να 'ναι Αυτός, δεν μπορεί να 'ναι άλλος απ' Αυτόν». Σταματάει μπροστά στα προπύλαια της Μητρόπολης της Σεβίλης τη στιγμή που φέρνουν στο ναό με κλάματα και μοιρολόγια ένα μικρό άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται ανάμεσα στα λουλούδια ένα κοριτσάκι εφτά χρονώ, το μοναχοπαίδι ενός άρχοντα. «Αυτός θ' αναστήσει το παιδάκι σου» φωνάζουν στη μητέρα που κλαίει. O ιερέας που βγήκε να προϋπαντήσει το φέρετρο κοιτάει αμήχανος και συνοφρυωμένος. Μα νά που ακούγονται οι θρήνοι της μητέρας του πεθαμένου παιδιού. Πέφτει στα πόδια Του: «Αν είσαι συ Εκείνος, ανάστησε το παιδί μου!» αναφωνεί σηκώνοντας προς Αυτόν τα χέρια της. Η νεκρική πομπή σταματάει, κατεβάζουν το μικρό φέρετρο κάτω στα προπύλαια, δίπλα στα πόδια Του. Εκείνος κοιτάζει με συμπόνοια και τα χείλη Του προφέρουν σιγά για μια ακόμα φορά: «Το κοράσιον, έγειρε». «Και ευθέως ανέστη το κοράσιον». Το κοριτσάκι ανασηκώνεται μέσα στο φέρετρο, κάθεται και κοιτάει γύρω χαμογελώντας. Τα μάτια της κοιτάνε απορεμένα γύρω γύρω. Στα χέρια της κρατάει ένα μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα που τα 'χαν βάλει στο φέρετρο. O λαός αναταράζεται, φωνές, αναφυλλητά, και νά που εκείνη ίσα ίσα τη στιγμή περνάει απ' την πλατεία, μπροστά απ' τη Μητρόπολη, ο ίδιος ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής.

Είναι ένας γέρος κάπου ενενήντα χρονώ, ψηλός και στητός, με στεγνωμένο πρόσωπο, με βαθουλωμένα μάτια που μέσα τους λάμπει ακόμα κάποια φλόγα. Ω, δε φοράει τώρα τα υπέροχα άμφιά του όπως χτες που φάνταζε τόσο μεγαλόπρεπος μπροστά στο λαό, όταν έκαιγε τους εχθρούς της ρωμαϊκής πίστεως. Όχι, τούτη τη στιγμή φοράει μονάχα το παλιό, χοντροκαμωμένο, καλογερίστικο ράσο του. Πίσω του, στην καθορισμένη απόσταση, τον ακολουθούν οι σκυθρωποί βοηθοί του, οι δούλοι του και η «ιερή» φρουρά του. Σταματάει μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Τα είδε όλα, είδε που βάλανε το φέρετρο μπροστά στα πόδια Εκείνου, είδε που αναστήθηκε η μικρή και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σμίγει τα πυκνά άσπρα του φρύδια και τα μάτια του λάμπουν με μια δυσοίωνη αστραπή. Κάνει ένα νόημα και διατάζει τους φρουρούς να Τον συλλάβουν. Και νά, η δύναμή του είναι τόσο μεγάλη, κι ο λαός είναι τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που το πλήθος, υποταγμένο και τρεμάμενο, ανοίγει αμέσως μπροστά στους φρουρούς και εκείνοι, μέσα στην απόλυτη σιωπή που 'γινε ξαφνικά, σηκώνουν τα χέρια, Τον συλλαμβάνουν και Τον παίρνουν μαζί τους. Και το πλήθος σκύβει παρευθύς το κεφάλι σαν ένας άνθρωπος και υποκλίνεται ως τη γη μπροστά στον Ιεροεξεταστή. Αυτός ευλογεί σιωπηλός το λαό και συνεχίζει το δρόμο του. Η φρουρά φέρνει τον Αιχμάλωτο σε μια στενόχωρη σκοτεινή φυλακή στο παλιό κτίριο του Ιεροδικαστηρίου και τον κλείνουν μέσα. Περνάει η μέρα, έρχεται η σκοτεινή, ζεστή, άπνοη νύχτα της Σεβίλης. O αγέρας «μυρίζει δάφνη και λεμονιά». Μέσα στο πυκνό σκοτάδι ανοίγει ξαφνικά η σιδερένια πόρτα της φυλακής και μπαίνει μέσα αργά ο ίδιος ο γερο-ιεροεξεταστής με μιαν αναμμένη δάδα στο χέρι. Είναι μονάχος του, η πόρτα κλείνει αμέσως πίσω του. Σταματάει κοντά στην πόρτα και για πολύ, για ένα ή δυο λεπτά, Τον κοιτάει προσεκτικά στο πρόσωπο. Τέλος Τον πλησιάζει αργά αργά, στηρίζει τη δάδα στο τραπέζι και λέει:

— Εσύ είσαι; Εσύ; μα μην παίρνοντας καμιά απάντηση, προσθέτει γρήγορα: Μην απαντάς, σώπαινε. Μα και τι θα μπορούσες να πεις; Ξέρω πολύ καλά τι θα πεις. Μα ούτε κι έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε κείνα που 'χεις πει. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Γιατί για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και μονάχος Σου. Μα ξέρεις τάχα τι θα γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε θέλω να ξέρω: Αν είσαι Συ ή αν είσαι ομοίωμά Του μονάχα, μα αύριο θα Σε καταδικάσω και θα Σε κάψω πάνω στην πυρά, σαν τον χειρότερο αιρετικό, και εκείνος ο ίδιος ο λαός, που φιλούσε σήμερα τα πόδια Σου, αύριο κιόλας, μ' ένα μου μονάχα νεύμα, θα τρέξει και θα συνδαυλίσει την πυρά Σου. Το ξέρεις τάχα αυτό; Ναι, ίσως και να το ξέρεις, πρόσθεσε σκεφτικός κοιτάζοντας ακατάπαυστα, διαπεραστικά τον αιχμάλωτό του.

— Δεν καταλαβαίνω και πολύ καλά, Ιβάν. Τι σημαίνουν όλα αυτά; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα που άκουγε όλη την ώρα σιωπηλός. Είναι μονάχα μια αχαλίνωτη φαντασία ή κανένα λάθος του γέρου, κανένα ακατανόητο qui pro quo (παρεξήγηση);

— Πάρτο κι έτσι, γέλασε ο Ιβάν. Αφού σε παραχάιδεψε πια τόσο πολύ ο σύγχρονος ρεαλισμός που δεν μπορείς να υποφέρεις τίποτα φανταστικό, ας είναι και qui pro quo αφού το θέλεις έτσι. Η αλήθεια είναι, ξαναγέλασε πάλι, «πως ο γέρος έζησε ενενήντα χρόνια πια, είχε λοιπόν όλο τον καιρό η έμμονή του ιδέα να καταντήσει τρέλα. Κι ο Αιχμάλωτος μπορεί να του 'κανε κατάπληξη με το παρουσιαστικό Του. Μπορεί στο κάτω κάτω να 'ταν απλά και μόνο ένα παραλήρημα, μια τελευταία φαντασίωση του γέρου που 'χε εξαφθεί κιόλας απ' τις χτεσινές πυρές των εκατό αιρετικών. Μα μήπως τάχα για μας τους δυο υπάρχει καμιά διαφορά αν είναι qui pro quo ή αχαλίνωτη φαντασία; Το σπουδαίο είναι που ο γέρος πρέπει να εκφραστεί, πως ύστερα από ενενήντα χρόνια λέει επιτέλους φωναχτά εκείνο που σκεφτόταν σ' όλη του τη ζωή.

— Κι ο Αιχμάλωτος σωπαίνει; Τον κοιτάει και δε βγάζει λέξη;

— Μα είναι απαραίτητο κιόλας να γίνει έτσι, ξαναγέλασε ο Ιβάν. O ίδιος ο γέρος του λέει πως ούτε καν έχει το δικαίωμα να προσθέσει τίποτα σ' εκείνα που είναι κιόλας ειπωμένα. Αν θες να ξέρεις, αυτό ίσα ίσα είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ρωμαϊκού καθολικισμού, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον: «Όλα», σαν να του λένε, «τα μεταβίβασες στον Πάπα κι όλα πα να πει τα 'χει τώρα ο Πάπας και καλά θα κάνεις να μην έρθεις καθόλου, προς το παρόν τουλάχιστον, να μας ενοχλείς». Κάτι τέτοια όχι μονάχα τα λένε μα και τα γράφουν, οι Ιησουίτες τουλάχιστον: Αυτό το διάβασα ο ίδιος στα βιβλία των θεολόγων τους. «Έχεις τάχα το δικαίωμα να μας γνωστοποιήσεις έστω κι ένα απ' τα μυστικά του κόσμου απ' τον οποίο ήρθες;» Τον ρωτάει ο γέρος μου και του απαντάει μονάχος του: «Όχι, δεν έχεις, για να μην προσθέσεις σε κείνα που έχουν πια ειπωθεί και για να μην αφαιρέσεις απ' τους ανθρώπους την ελευθερία, που τόσο την υπερασπίστηκες όταν ήσουν στη γη. Ό,τι καινούργιο πεις τώρα, θα 'ναι πλήγμα για την ελευθερία της πίστης των ανθρώπων, γιατί θα φανεί σαν θαύμα, ενώ η ελευθερία της πίστης τους Σου ήταν ό,τι πολυτιμότερο και τότε ακόμα, εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια. Μήπως δεν είχες πει συχνά και Συ ο ίδιος τότε: "Θέλω να σας κάνω ελεύθερους"; Μα νά που τώρα είδες αυτούς τους "ελεύθερους ανθρώπους", προσθέτει ξαφνικά ο γέρος μ' ένα βαθυστόχαστο χαμόγελο. «Ναι, αυτή η δουλειά μάς κόστισε πολύ», συνέχισε κοιτάζοντάς Τον αυστηρά, «μα την αποτελειώσαμε επιτέλους εν ονόματι Σου. Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ' αυτή την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ' αυτή και τελειώσαμε για καλά. Δεν πιστεύεις πως τελειώσαμε για καλά; Με κοιτάς με πραότητα και δε μου κάνεις ούτε την τιμή ν' αγαναχτήσεις μαζί μου; Μάθε όμως πως τώρα ίσα ίσα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βέβαιοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, για την ελευθερία τους κι όμως αυτοί οι ίδιοι μας φέρανε την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Κι αυτό το πετύχαμε εμείς. Μα Εσύ αυτό ήθελες τάχα; Μια τέτοια ελευθερία θέλησες;»

— Πάλι δεν καταλαβαίνω, διέκοψε ο Αλιόσα, ειρωνεύεται, κοροϊδεύει;

— Καθόλου. Ίσα ίσα παινεύεται πως αυτός και οι όμοιοι του κατανίκησαν την ελευθερία και πως αυτό το έκαναν για την ευτυχία των ανθρώπων. Γιατί μονάχα τώρα (εννοεί βέβαια την Ιερή Εξέταση) στάθηκε δυνατό να σκεφτεί κανείς για πρώτη φορά για την ευτυχία των ανθρώπων. O άνθρωπος δημιουργήθηκε επαναστάτης. Μα μπορούν τάχα οι επαναστάτες να 'ναι ευτυχισμένοι; «Σε προειδοποιούσαν», Του λέει, «οι προειδοποιήσεις και οι συμβουλές δε Σου έλλειψαν, μα Εσύ δεν άκουσες τις προειδοποιήσεις, απαρνήθηκες το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους, μα ευτυχώς φεύγοντας παράδωσες σε μας τη δουλειά. Μας υποσχέθηκες, μας έδωσες το λόγο Σου, μας έδωσες το δικαίωμα του λύειν και δεσμείν και φυσικά δεν μπορείς ούτε να το σκεφτείς να μας το πάρεις πίσω. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;»

— Και τι σημαίνει: οι προειδοποιήσεις και οι συμβουλές δε Σου έλλειψαν; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Αυτό ίσα ίσα είναι το κυριότερο που έχει να πει ο γέρος. «Το φοβερό και σοφό πνεύμα, το πνεύμα της αυτοκαταστροφής και της ανυπαρξίας», συνεχίζει ο γέρος, «το μεγάλο πνεύμα μίλησε μαζί Σου στην έρημο και τα βιβλία μας λένε πως τάχα “Σ' έβαλε σε πειρασμό". Είναι σωστό αυτό; Και μήπως θα μπορούσε τάχα να ειπωθεί τίποτα πιο σωστό από εκείνα που Σου ανήγγειλε εκείνο το πνεύμα με τα τρία του ερωτήματα, που Εσύ απέκρουσες και που τα βιβλία τα λένε “πειρασμούς"; Κι όμως αν έγινε ποτέ στη γη ένα πραγματικά εκθαμβωτικό θαύμα, τούτο το θαύμα έγινε ίσα ίσα εκείνη την ημέρα των τριών πειρασμών. Το θαύμα έγινε μόνο και μόνο γιατί τέθηκαν εκείνα τα τρία ερωτήματα. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε, έτσι για δοκιμή μονάχα και για παράδειγμα, πως τα τρία εκείνα ερωτήματα του τρομερού πνεύματος χάθηκαν χωρίς να μείνει ούτε ίχνος τους στα βιβλία και πως θα 'πρεπε να τ' αποκαταστήσουμε, να τα σκεφτούμε και να τα εφεύρουμε εκ νέου για να τα καταγράψουμε πάλι στα βιβλία, κι αν γι' αυτό το σκοπό μαζεύαμε όλους τους σοφούς της γης, —τους κυβερνήτες, τους αρχιερείς, τους επιστήμονες, τους φιλόσοφους, τους ποιητές— προτείνοντάς τους να σκεφτούν και να εφεύρουν τρία ερωτήματα, τέτοια όμως που όχι μονάχα ν' ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητα εκείνου του περιστατικού μα να εκφράζουν κιόλας, μέσα σε τρεις λέξεις, σε τρεις μονάχα ανθρώπινες φράσεις, όλη τη μελλούμενη ιστορία του κόσμου και της ανθρωπότητας, νομίζεις τάχα πως όλη η σοφία της γης μαζεμένη θα μπορούσε να επινοήσει κάτι παρόμοιο σε δύναμη και βάθος με εκείνα τα τρία ερωτήματα, που Σου τεθήκανε από το κραταιό και σοφό πνεύμα στην έρημο; Και μόνο απ' αυτά τα ερωτήματα, μόνο απ' το θαύμα πως τεθήκανε, μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ' ένα πρόσκαιρο ανθρώπινο μυαλό μα με νου αιώνιο κι απόλυτο. Γιατί σ' αυτά τα τρία ερωτήματα συνοψίζεται κατά έναν τρόπο και προφητεύεται όλη η μελλούμενη ιστορία της ανθρωπότητας και δίνονται οι τρεις μορφές όπου θα συναντηθούν όλες οι άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης σ' όλη τη γη. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμα τόσο φανερό, γιατί το μέλλον ήταν άγνωστο, μα τώρα, όταν πια έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα έχουν τόσο καλά μαντευτεί και προφητευτεί σε κείνα τα τρία ερωτήματα και τόσο πολύ δικαιώθηκαν που δεν μπορείς ούτε να τους προσθέσεις ούτε να τους αφαιρέσεις τίποτα.

»Δες τώρα και μόνος Σου ποιος είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που Σε ρωτούσε τότε; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα. Αν και δε στο λέω κατά λέξη, μα το νόημα ήταν τούτο: “Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ' αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο από την ελευθερία! Εσύ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη και υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν' αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να της δίνεις τα ψωμιά Σου”. Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ' τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θα 'ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος ουκ έπ' άρτω μόνον ζήσεται, μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: “Ποιος μοιάζει μ' αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού!” Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες και αιώνες και η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; “Χόρτασέ τους και τότε μονάχα να τους ζητάς αρετή!” Νά τι θα γράψουν στη σημαία που θα σηκώσουν εναντίον Σου και που μ' αυτήν θα γκρεμίσουν το ναό Σου. Στη θέση του ναού Σου θα υψωθεί ένα νέο οικοδόμημα, ένας καινούργιος φοβερός πύργος της Βαβέλ και, μόλο που κι αυτός δε θα τελειώσει όπως κι ο προηγούμενος, όμως παρ' όλα αυτά θα μπορούσες να τον αποφύγεις αυτόν τον νέο πύργο και να συντομέψεις κατά χίλια χρόνια τα βάσανα των ανθρώπων γιατί σε μας θα 'ρθουν πάλι, αφού καταβασανιστούν με τον πύργο τους! Θα 'ρθουν να μας βρουν κάτω απ' τη γη, στις κατακόμβες (γιατί τότε θα μας διώκουν και θα μας βασανίζουν πάλι) θα μας βρουν και θα μας εκλιπαρήσουν: “Δώστε μας να φάμε, γιατί εκείνοι που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας τη δώσανε”. Και τότε πια εμείς θ' αποτελειώσουμε το χτίσιμο του πύργου τους, γιατί θα τον αποτελειώσει μονάχα εκείνος που θα τους χορτάσει. Και θα τους χορτάσουμε μονάχα εμείς εν ονόματι Σου και ψευδόμενοι πως είναι εν ονόματι Σου. Ω, ποτέ, ποτέ τους δε θα χορτάσουν χωρίς εμάς. Καμιά επιστήμη δε θα τους δώσει ψωμί όσο θα μένουν ελεύθεροι, μα στο τέλος θα 'ρθουν να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μας και θα μας πουν: “Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας". Θα καταλάβουν επιτέλους μονάχοι τους πως η ελευθερία και το γήινο ψωμί ούτε κατά διάνοια δεν είναι δυνατό να επαρκέσουν για όλους, γιατί ποτέ, ποτέ τους δε θα το καταφέρουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! Θα πειστούν ακόμα πως ποτέ δε θα γίνουν ελεύθεροι γιατί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοί κι επαναστάτες. Συ τους υποσχέθηκες τον άρτον τον επουράνιον, μα Σου ξαναλέω: Μπορεί τάχα να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια αυτής της ανθρώπινης ράτσας, της ανίσχυρης, της πάντα χυδαίας και διεφθαρμένης; Κι αν εν ονόματι του επουράνιου άρτου θα Σε ακολουθήσουν οι χιλιάδες και μυριάδες τι θ' απογίνουν τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που είναι ανίκανα να προτιμήσουν τον επουράνιο άρτο απ' τον επίγειο; Ή, μήπως τάχα αγαπάς μονάχα τις δεκάδες χιλιάδες τους μεγάλους και ισχυρούς ενώ τα εκατομμύρια οι αδύναμοι, οι πολυάριθμοι σαν την άμμο της θάλασσας, που Σ' αγαπούν ωστόσο, θα πρέπει να χρησιμέψουν μονάχα σαν υλικό για τους μεγάλους και τους ισχυρούς; Όχι, εμείς αγαπάμε και τους αδύναμους. Είναι διεφθαρμένοι κι επαναστάτες μα τελικά αυτοί ίσα ίσα είναι που θα γίνουν υπάκουοι. Θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεούς τους, γιατί μπήκαμε επί κεφαλής τους και δεχτήκαμε το βάρος της ελευθερίας που εκείνοι τη φοβήθηκαν και να κυριαρχούμε πάνω τους, τόσο ανυπόφορο θα τους είναι στο τέλος να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε πως υπακούμε σε Σένα και πως εξουσιάζουμε εν ονόματι Σου. Θα τους εξαπατήσουμε και πάλι γιατί δε θα Σ' αφήσουμε πια να πλησιάσεις κοντά μας. Σ' αυτήν ακριβώς την απάτη θα συνίσταται η οδύνη μας, γιατί θα 'μαστε αναγκασμένοι να ψευδόμαστε. Νά τι σημαίνει εκείνο το πρώτο ερώτημα της ερήμου και νά τι απέκρουσες εν ονόματι της ελευθερίας που την έβαλες υπεράνω όλων. Κι όμως, σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται το μεγάλο μυστικό του κόσμου τούτου. Αν αποδεχόσουν τους “άρτους", θ' απαντούσες στη συμπαντική και προαιώνια ανθρώπινη λαχτάρα τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου, δηλαδή: “ποιον θα προσκυνήσω;” Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν. Γιατί εκείνο που βασανίζει αυτά τ' αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που εγώ ή ένας άλλος να μπορεί να το προσκυνήσει, μα να βρουν κάτι που να το πιστεύουν όλοι κι όλοι να το προσκυνάνε κι απαραίτητα αυτό να το κάνουν όλοι μαζί. Αυτή ίσα ίσα η ανάγκη της γενικής λατρείας είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά και όλης της ανθρωπότητας απ' την αρχή του κόσμου. Γι' αυτή τη γενική λατρεία εξολοθρεύουν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιουργούσαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: “Παρατήστε τους θεούς σας κι ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος κι εσάς και τους θεούς σας!" Κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμα κι όταν εξαφανιστούν από τον κόσμο οι θεοί: και τότε ακόμα θα γονατίσουν μπροστά σε είδωλα. Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί, τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που ο ίδιος με αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των ανθρώπων γίνεται μονάχα εκείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδησή τους. Με το ψωμί Σού δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: Θα 'δινες ψωμί κι ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ' το ψωμί, μα αν εκείνη την ίδια στιγμή καταχτούσε κανένας τη συνείδησή του, εκτός από Σένα, ω, τότε θα 'φτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα το ψωμί Σου και θ' ακολουθούσε εκείνον που γοήτευσε τη συνείδησή του. Σ' αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στέρεη γνώση του σκοπού για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θ' αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά. Αυτό είναι σωστό, μα τι βγήκε απ' αυτό; Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Η, μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο από την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. Και νά που αντί να βάλεις σταθερές βάσεις για τον ησυχασμό της ανθρώπινης συνείδησης μια για πάντα, τους πρόσφερες ό,τι πιο ασυνήθιστο, ενδεχόμενο και αόριστο, όλα εκείνα που ήταν ανώτερα από τις δυνάμεις των ανθρώπων, φέρθηκες λοιπόν σαν να μην τους αγαπούσες καθόλου. Και ποιος το 'κανε αυτό; Εκείνος που ήρθε να θυσιάσει τη ζωή Του για χάρη τους! Αντί να κυριέψεις την ανθρώπινη ελευθερία, Εσύ την πολλαπλασίασες και βάρυνες την ψυχή τους για τον αιώνα τον άπαντα με τα βάσανα τούτης της ελευθερίας. Θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά να αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ' απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω από το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής; Θα φωνάξουν στο τέλος πως η αλήθεια δε βρίσκεται σε Σένα, γιατί θα 'ταν αδύνατο να τους αφήσει κανείς σε μεγαλύτερη σύγχυση και αγωνία απ' όσο τους άφησες Εσύ, αφήνοντάς τους τόσες φροντίδες και τόσα άλυτα προβλήματα.

Ώστε λοιπόν, Εσύ ο ίδιος έβαλες τις βάσεις για την καταστροφή της βασιλείας Σου και μην κατηγορείς γι' αυτό κανέναν άλλον. Κι όμως τι Σου είχε προσφερθεί! Υπάρχουν τρεις δυνάμεις στον κόσμο που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύναμων στασιαστών, κι αυτό για τη δική τους την ευτυχία.


5. V. Ο Μέγας Ιεροεξεταστής (1) 5. V. The Grand Inquisitor (1) 5. V. El Gran Inquisidor (1)

Όμως και δω δε γίνεται ν' αρχίσω χωρίς πρόλογο, δηλαδή χωρίς φιλολογικό πρόλογο. Φτου να πάρει και να σηκώσει, γέλασε ο Ιβάν, συγγραφέας να σου πετύχει, μα την αλήθεια! Βλέπεις, η δράση γίνεται στον δέκατο έκτο αιώνα και τότε —αυτό το ξέρεις δα κι απ' το σχολείο— τότε ίσα ίσα το 'χαν συνήθειο στις ποιητικές τους συνθέσεις να κατεβάζουν τις επουράνιες δυνάμεις στη γη. Άσε πια τον Ντάντε. Στη Γαλλία, οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι καλόγεροι στα μοναστήρια δίνανε ολάκερες θεατρικές παραστάσεις, όπου εμφανίζανε επί σκηνής τη Μαντόνα, τους αγγέλους, τους άγιους, το Χριστό και τον ίδιο το Θεό. Τότε όλα αυτά γίνονταν με μεγάλη απλοϊκότητα. O Βίκτωρ Ουγκώ περιγράφει στην Παναγία των Παρισίων μια παράσταση που δόθηκε στη δημαρχία του Παρισιού, στα χρόνια του Λουδοβίκου ΧΙ, για να τιμηθεί η γέννηση του Δελφίνου. Η παράσταση ήταν ηθοπλαστική και δόθηκε δωρεάν για το λαό και είχε τίτλο: Le bon jugement de la très sainte et gracieuse Vierge Marie, (H ορθή κρίσις της Υπεραγίας και κεχαριτωμένης Παρθένου Μαρίας), όπου και παρουσιάζεται η ίδια και εκφέρει την ορθή κρίση της. Και σε μας, στη Μόσχα, γίνονταν πότε πότε, στα πριν απ' τον Μεγάλο Πέτρο χρόνια, παρόμοιες παραστάσεις με θέματα απ' την Παλαιά Διαθήκη. Μα εκτός απ' τις θεατρικές παραστάσεις κυκλοφορούσαν τότε σ' όλον τον κόσμο πολλά διηγήματα και «στίχοι» όπου εμφανίζονταν οι άγιοι, οι άγγελοι κι αν υπήρχε ανάγκη κι όλες οι ουράνιες στρατιές. Στα μοναστήρια μας μεταφράζανε, αντιγράφανε και συνθέτανε ακόμα κάτι τέτοια ποιήματα. Και όλα αυτά από τον καιρό των Τατάρων ακόμα. Υπάρχει λόγου χάρη ένα μοναστηριακό ποίημα (παρμένο από τα ελληνικά φυσικά) με τίτλο: Ή επίσκεψις τής Θεοτόκου εις την Κόλασιν, με εικόνες και τόλμη αντάξια του Ντάντε. Η Θεομήτωρ επισκέπτεται την Κόλαση. O αρχάγγελος Μιχαήλ της κάνει τον οδηγό και την «περιάγει εις τα βασανιστήρια». Βλέπει τους αμαρτωλούς και τα μαρτύριά τους. Ανάμεσα σ' αυτούς υπάρχει και μια πολύ αξιοσημείωτη κατηγορία που βρίσκεται στη φλεγόμενη λίμνη: Όσοι απ' αυτούς βυθίζονται τόσο πολύ στη λίμνη που δεν μπορούν να κολυμπήσουν και να βγουν, εκείνους «τους ξεχνάει πια κι ο Θεός»· τούτη η έκφραση έχει εξαιρετικό βάθος και δύναμη. Και νά που η Θεομήτωρ, συντριμμένη, πέφτει στα γόνατα κλαίγοντας μπροστά στο θρόνο του Θεού και ζητάει χάρη για όλους όσους είδε στην Κόλαση, για όλους χωρίς καμιά διάκριση. Η συνομιλία Της με το Θεό έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Ικετεύει, επιμένει, κι όταν ο Θεός Τής δείχνει τα πόδια και τα χέρια του γιού Της όπου διακρίνονται ακόμα τα σημάδια από τα καρφιά και Τη ρωτάει πώς μπορεί να συγχωρέσει τους βασανιστές Του, Εκείνη διατάζει όλους τους άγιους, όλους τους μάρτυρες, όλους τους αγγέλους κι όλους τους αρχαγγέλους να πέσουν στα γόνατα και να παρακαλέσουν μαζί Της για να συγχωρεθούν όλοι χωρίς εξαίρεση. Τέλος πετυχαίνει απ' το Θεό και σταματάνε τα βασανιστήρια κάθε χρόνο απ' τη μεγάλη Παρασκευή ως την Αγία Τριάδα και οι αμαρτωλοί ευχαριστούν αμέσως απ' την Κόλαση τον Κύριο και Του φωνάζουν: «Δίκαιος ει, Κύριε, ότι ούτω εδίκασας». Λοιπόν και το δικό μου ποίημα θα 'ταν κάτι παρόμοιο, αν γραφόταν εκείνον τον καιρό. Εγώ παρουσιάζω στη σκηνή Εκείνον. Είναι αλήθεια πως δε βγάζει ούτε λέξη σ' όλο το ποίημα, μονάχα παρουσιάζεται και φεύγει. Έχουν περάσει πια δεκαπέντε αιώνες από τότε που 'δωσε την υπόσχεση να έλθει εν τη βασιλεία Του, δεκαπέντε αιώνες από τότε που ο προφήτης Του έγραψε: «'Αληθώς θα επιστρέψω ταχέως». «Περί δε τής ημέρας εκείνης και ώρας ουδείς οίδεν, ουδέ οι άγγελοι των ουρανών, ει μη ό πατήρ μου μόνος», όπως είπε κι ο ίδιος όταν βρισκόταν ακόμα επί της γης. Μα η ανθρωπότητα Τον περιμένει με την αλλοτινή πίστη και την αλλοτινή συγκίνηση. Ω, με πιο μεγάλη ακόμα πίστη, γιατί έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες από τότε που πάψανε πια να 'ρχονται απ' τον ουρανό οι υποθήκες για τον άνθρωπο:

Πίστευε ό,τι σου πει η καρδιά σου Ουράνιες υποθήκες δεν υπάρχουν.

Έμενε λοιπόν μονάχα η πίστη στη φωνή της καρδιάς! Εκείνη την εποχή, είναι αλήθεια, γίνονταν και πολλά θαύματα. Υπήρχαν άγιοι που γιατρεύανε αρρώστους με τρόπο θαυμαστό. Απ' τις βιογραφίες μερικών Δικαίων μαθαίνουμε πως τους επισκεπτόταν η ίδια η Βασίλισσα των Ουρανών. Όμως ο διάβολος δεν κοιμάται και η ανθρωπότητα αρχίζει ν' αμφιβάλλει πια γι' αυτά τα θαύματα. Εκείνον ακριβώς τον καιρό παρουσιάστηκε στο βορρά, στη Γερμανία, μια καινούργια και φοβερή αίρεση. Ένα τεράστιο άστρο: «Και έπεσεν εκ τού ουρανού αστήρ μέγας καιόμενος ως λαμπάς (δηλ. ως ή Εκκλησία) επί τας πηγάς των υδάτων και ταύτα επικράνθησαν». Αυτές οι αιρέσεις άρχισαν ν' αρνιούνται με βλάσφημο τρόπο τα θαύματα. Μα όσοι μείνανε πιστοί, πιστεύουν ακόμα πιο φλογερά. Τα δάκρια της ανθρωπότητας εξακολουθούν όπως και πρώτα να φτάνουν ως Αυτόν, οι άνθρωποι Τον περιμένουν, Τον αγαπούν, ελπίζουνε σ' Αυτόν, διψούν να μαρτυρήσουν και να πεθάνουν για χάρη Του, όπως και πριν... Αιώνες τώρα παρακαλούσε η ανθρωπότητα με πίστη φλογερή: «Κύριε, Κύριε, επίφανε ημίν». Τόσους αιώνες απευθύνονταν προς Αυτόν, που Εκείνος, μέσα στην άμετρη ευσπλαχνία Του, αποφάσισε να κατέλθει και να επισκεφτεί τους προσευχόμενους. Είχε κατέβει και είχε επισκεφτεί ως τα τώρα μερικούς Δικαίους, μάρτυρες κι άγιους που βρίσκονταν ακόμα στη γη. Αυτό το διαβάζουμε και στους «βίους» τους. Στον τόπο μας ο Τιούτσεβ, που πίστευε βαθιά στην αλήθεια των λόγων Του, λέει πως:

Γυρτός απ' του σταυρού το βάρος

και με δούλου μορφή περπατώντας

σε διάβηκε παντού πατρίδα

την ευλογία Του σκορπώντας.

Το πως έτσι ακριβώς είχε γίνει, αυτό θα στο πω αργότερα. Μα νά που θέλησε να παρουσιαστεί έστω και για μια στιγμή στο λαό, στο λαό που υπόφερε, που βασανιζόταν, που ήταν βρωμερός κι αμαρτωλός, μα που Τον αγαπούσε με μια παιδιάστικη αγάπη. Τοποθετώ τη δράση στην Ισπανία, στη Σεβίλη, στην πιο τρομερή εποχή της Ιερής Εξέτασης, όταν προς δόξαν του θεού ανάβανε κάθε μέρα πυρές σ' όλη τη χώρα και

Πάνω σε μεγαλόπρεπες πυρές

καίγαν κακούς αιρετικούς.

Ω, αυτό βέβαια δεν ήταν εκείνη η κάθοδος με την οποία θα εμφανιστεί, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του, στη συντέλεια των αιώνων, «εν όλη Του τη ουράνια δόξη» και που θα 'ναι αναπάντεχη, «ώσπερ γάρ ή αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών». Όχι. Θέλησε να επισκεφτεί έστω και για μια στιγμή τα τέκνα Του και μάλιστα εκεί ίσα ίσα όπου άρχισαν να τριζοβολάνε οι πυρές των αιρετικών. Είχε τη μεγαλοψυχία να εμφανιστεί και πάλι στους ανθρώπους με την ίδια εκείνη ανθρώπινη μορφή που βάδισε τρία ολόκληρα χρόνια πάνω στη γη, πριν από δεκαπέντε αιώνες. Κατεβαίνει στους «ηλιόλουστους δρόμους» της πολιτείας του Νότου, όπου την προηγούμενη ίσα ίσα μέρα, πάνω σε μια «μεγαλόπρεπη πυρά», μπροστά στο βασιλιά, στην Αυλή, στους ιππότες, στους καρδινάλιους και στις ωραιότατες Κυρίες των Τιμών, μπροστά στον πολυάριθμο πληθυσμό όλης της Σεβίλης, ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είχε κάψει κάπου εκατό αιρετικούς μονομιάς ad majorem gloriam Dei (πρός μεγαλυτέραν δόξαν τού Θεού). Παρουσιάστηκε αθόρυβα, χωρίς καμιάν επίδειξη, μα νά που όλοι (αυτό είναι παράξενο) Τον αναγνωρίζουν. Αυτό θα μπορούσε να γίνει ένα απ' τα καλύτερα κομμάτια του ποιήματος, να εξηγηθεί δηλαδή για ποιον ακριβώς λόγο Τον αναγνωρίζουν. O λαός συρρέει προς Αυτόν ακατανίκητα, Τον περιτριγυρίζει, μαζεύεται κοντά Του, Τον ακολουθεί.

Αυτός περνάει σιωπηλός ανάμεσά τους μ' ένα σιωπηλό χαμόγελο απέραντης συμπόνοιας. O ήλιος της αγάπης καίει στην καρδιά Του, τα μάτια Του ακτινοβολούν το Φως, τη Σοφία και τη Δύναμη που συγκλονίζουν τις καρδιές των ανθρώπων, ξυπνώντας μέσα τους την αγάπη. Εκείνος απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί. Και φτάνει να Τον αγγίξουν ή μονάχα τα ενδύματά Του να ψαύσουν για να θεραπευτούν. Τότε μέσα απ' το πλήθος αναφωνεί ένας γέρος που ήταν τυφλός απ' τα παιδικά του χρόνια: «Κύριε, θεράπευσόν με ίνα Σε ιδώ και εγώ». Και τότε, λες και πέφτει το πέπλο που 'χε μπροστά στα μάτια του, κι ο τυφλός αναβλέπει. O λαός κλαίει και φιλάει το χώμα όπου Εκείνος βαδίζει. Τα παιδιά ρίχνουν μπροστά Του λουλούδια, ψάλλουν και Τον υμνούν: «Ωσανά!» «Είναι Αυτός, είναι Αυτός ο ίδιος», λένε και ξαναλένε όλοι, «πρέπει να 'ναι Αυτός, δεν μπορεί να 'ναι άλλος απ' Αυτόν». Σταματάει μπροστά στα προπύλαια της Μητρόπολης της Σεβίλης τη στιγμή που φέρνουν στο ναό με κλάματα και μοιρολόγια ένα μικρό άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται ανάμεσα στα λουλούδια ένα κοριτσάκι εφτά χρονώ, το μοναχοπαίδι ενός άρχοντα. «Αυτός θ' αναστήσει το παιδάκι σου» φωνάζουν στη μητέρα που κλαίει. O ιερέας που βγήκε να προϋπαντήσει το φέρετρο κοιτάει αμήχανος και συνοφρυωμένος. Μα νά που ακούγονται οι θρήνοι της μητέρας του πεθαμένου παιδιού. Πέφτει στα πόδια Του: «Αν είσαι συ Εκείνος, ανάστησε το παιδί μου!» αναφωνεί σηκώνοντας προς Αυτόν τα χέρια της. Η νεκρική πομπή σταματάει, κατεβάζουν το μικρό φέρετρο κάτω στα προπύλαια, δίπλα στα πόδια Του. Εκείνος κοιτάζει με συμπόνοια και τα χείλη Του προφέρουν σιγά για μια ακόμα φορά: «Το κοράσιον, έγειρε». «Και ευθέως ανέστη το κοράσιον». Το κοριτσάκι ανασηκώνεται μέσα στο φέρετρο, κάθεται και κοιτάει γύρω χαμογελώντας. Τα μάτια της κοιτάνε απορεμένα γύρω γύρω. Στα χέρια της κρατάει ένα μπουκέτο άσπρα τριαντάφυλλα που τα 'χαν βάλει στο φέρετρο. O λαός αναταράζεται, φωνές, αναφυλλητά, και νά που εκείνη ίσα ίσα τη στιγμή περνάει απ' την πλατεία, μπροστά απ' τη Μητρόπολη, ο ίδιος ο καρδινάλιος, ο Μέγας Ιεροεξεταστής.

Είναι ένας γέρος κάπου ενενήντα χρονώ, ψηλός και στητός, με στεγνωμένο πρόσωπο, με βαθουλωμένα μάτια που μέσα τους λάμπει ακόμα κάποια φλόγα. Ω, δε φοράει τώρα τα υπέροχα άμφιά του όπως χτες που φάνταζε τόσο μεγαλόπρεπος μπροστά στο λαό, όταν έκαιγε τους εχθρούς της ρωμαϊκής πίστεως. Όχι, τούτη τη στιγμή φοράει μονάχα το παλιό, χοντροκαμωμένο, καλογερίστικο ράσο του. Πίσω του, στην καθορισμένη απόσταση, τον ακολουθούν οι σκυθρωποί βοηθοί του, οι δούλοι του και η «ιερή» φρουρά του. Σταματάει μπροστά στο πλήθος και παρακολουθεί από μακριά. Τα είδε όλα, είδε που βάλανε το φέρετρο μπροστά στα πόδια Εκείνου, είδε που αναστήθηκε η μικρή και το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Σμίγει τα πυκνά άσπρα του φρύδια και τα μάτια του λάμπουν με μια δυσοίωνη αστραπή. Κάνει ένα νόημα και διατάζει τους φρουρούς να Τον συλλάβουν. Και νά, η δύναμή του είναι τόσο μεγάλη, κι ο λαός είναι τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που το πλήθος, υποταγμένο και τρεμάμενο, ανοίγει αμέσως μπροστά στους φρουρούς και εκείνοι, μέσα στην απόλυτη σιωπή που 'γινε ξαφνικά, σηκώνουν τα χέρια, Τον συλλαμβάνουν και Τον παίρνουν μαζί τους. Και το πλήθος σκύβει παρευθύς το κεφάλι σαν ένας άνθρωπος και υποκλίνεται ως τη γη μπροστά στον Ιεροεξεταστή. Αυτός ευλογεί σιωπηλός το λαό και συνεχίζει το δρόμο του. Η φρουρά φέρνει τον Αιχμάλωτο σε μια στενόχωρη σκοτεινή φυλακή στο παλιό κτίριο του Ιεροδικαστηρίου και τον κλείνουν μέσα. Περνάει η μέρα, έρχεται η σκοτεινή, ζεστή, άπνοη νύχτα της Σεβίλης. O αγέρας «μυρίζει δάφνη και λεμονιά». Μέσα στο πυκνό σκοτάδι ανοίγει ξαφνικά η σιδερένια πόρτα της φυλακής και μπαίνει μέσα αργά ο ίδιος ο γερο-ιεροεξεταστής με μιαν αναμμένη δάδα στο χέρι. Είναι μονάχος του, η πόρτα κλείνει αμέσως πίσω του. Σταματάει κοντά στην πόρτα και για πολύ, για ένα ή δυο λεπτά, Τον κοιτάει προσεκτικά στο πρόσωπο. Τέλος Τον πλησιάζει αργά αργά, στηρίζει τη δάδα στο τραπέζι και λέει:

— Εσύ είσαι; Εσύ; μα μην παίρνοντας καμιά απάντηση, προσθέτει γρήγορα: Μην απαντάς, σώπαινε. Μα και τι θα μπορούσες να πεις; Ξέρω πολύ καλά τι θα πεις. Μα ούτε κι έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις τίποτα σε κείνα που 'χεις πει. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις; Γιατί για να μας ενοχλήσεις ήρθες, αυτό το ξέρεις και μονάχος Σου. Μα ξέρεις τάχα τι θα γίνει αύριο; Δεν ξέρω ποιος είσαι, κι ούτε θέλω να ξέρω: Αν είσαι Συ ή αν είσαι ομοίωμά Του μονάχα, μα αύριο θα Σε καταδικάσω και θα Σε κάψω πάνω στην πυρά, σαν τον χειρότερο αιρετικό, και εκείνος ο ίδιος ο λαός, που φιλούσε σήμερα τα πόδια Σου, αύριο κιόλας, μ' ένα μου μονάχα νεύμα, θα τρέξει και θα συνδαυλίσει την πυρά Σου. Το ξέρεις τάχα αυτό; Ναι, ίσως και να το ξέρεις, πρόσθεσε σκεφτικός κοιτάζοντας ακατάπαυστα, διαπεραστικά τον αιχμάλωτό του.

— Δεν καταλαβαίνω και πολύ καλά, Ιβάν. Τι σημαίνουν όλα αυτά; είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα που άκουγε όλη την ώρα σιωπηλός. Είναι μονάχα μια αχαλίνωτη φαντασία ή κανένα λάθος του γέρου, κανένα ακατανόητο qui pro quo (παρεξήγηση);

— Πάρτο κι έτσι, γέλασε ο Ιβάν. Αφού σε παραχάιδεψε πια τόσο πολύ ο σύγχρονος ρεαλισμός που δεν μπορείς να υποφέρεις τίποτα φανταστικό, ας είναι και qui pro quo αφού το θέλεις έτσι. Η αλήθεια είναι, ξαναγέλασε πάλι, «πως ο γέρος έζησε ενενήντα χρόνια πια, είχε λοιπόν όλο τον καιρό η έμμονή του ιδέα να καταντήσει τρέλα. Κι ο Αιχμάλωτος μπορεί να του 'κανε κατάπληξη με το παρουσιαστικό Του. Μπορεί στο κάτω κάτω να 'ταν απλά και μόνο ένα παραλήρημα, μια τελευταία φαντασίωση του γέρου που 'χε εξαφθεί κιόλας απ' τις χτεσινές πυρές των εκατό αιρετικών. Μα μήπως τάχα για μας τους δυο υπάρχει καμιά διαφορά αν είναι qui pro quo ή αχαλίνωτη φαντασία; Το σπουδαίο είναι που ο γέρος πρέπει να εκφραστεί, πως ύστερα από ενενήντα χρόνια λέει επιτέλους φωναχτά εκείνο που σκεφτόταν σ' όλη του τη ζωή.

— Κι ο Αιχμάλωτος σωπαίνει; Τον κοιτάει και δε βγάζει λέξη;

— Μα είναι απαραίτητο κιόλας να γίνει έτσι, ξαναγέλασε ο Ιβάν. O ίδιος ο γέρος του λέει πως ούτε καν έχει το δικαίωμα να προσθέσει τίποτα σ' εκείνα που είναι κιόλας ειπωμένα. Αν θες να ξέρεις, αυτό ίσα ίσα είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ρωμαϊκού καθολικισμού, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον: «Όλα», σαν να του λένε, «τα μεταβίβασες στον Πάπα κι όλα πα να πει τα 'χει τώρα ο Πάπας και καλά θα κάνεις να μην έρθεις καθόλου, προς το παρόν τουλάχιστον, να μας ενοχλείς». Κάτι τέτοια όχι μονάχα τα λένε μα και τα γράφουν, οι Ιησουίτες τουλάχιστον: Αυτό το διάβασα ο ίδιος στα βιβλία των θεολόγων τους. «Έχεις τάχα το δικαίωμα να μας γνωστοποιήσεις έστω κι ένα απ' τα μυστικά του κόσμου απ' τον οποίο ήρθες;» Τον ρωτάει ο γέρος μου και του απαντάει μονάχος του: «Όχι, δεν έχεις, για να μην προσθέσεις σε κείνα που έχουν πια ειπωθεί και για να μην αφαιρέσεις απ' τους ανθρώπους την ελευθερία, που τόσο την υπερασπίστηκες όταν ήσουν στη γη. Ό,τι καινούργιο πεις τώρα, θα 'ναι πλήγμα για την ελευθερία της πίστης των ανθρώπων, γιατί θα φανεί σαν θαύμα, ενώ η ελευθερία της πίστης τους Σου ήταν ό,τι πολυτιμότερο και τότε ακόμα, εδώ και χίλια πεντακόσια χρόνια. Μήπως δεν είχες πει συχνά και Συ ο ίδιος τότε: "Θέλω να σας κάνω ελεύθερους"; Μα νά που τώρα είδες αυτούς τους "ελεύθερους ανθρώπους", προσθέτει ξαφνικά ο γέρος μ' ένα βαθυστόχαστο χαμόγελο. «Ναι, αυτή η δουλειά μάς κόστισε πολύ», συνέχισε κοιτάζοντάς Τον αυστηρά, «μα την αποτελειώσαμε επιτέλους εν ονόματι Σου. Δεκαπέντε αιώνες βασανιστήκαμε μ' αυτή την ελευθερία, μα τώρα τελειώσαμε μ' αυτή και τελειώσαμε για καλά. Δεν πιστεύεις πως τελειώσαμε για καλά; Με κοιτάς με πραότητα και δε μου κάνεις ούτε την τιμή ν' αγαναχτήσεις μαζί μου; Μάθε όμως πως τώρα ίσα ίσα όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι βέβαιοι, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, για την ελευθερία τους κι όμως αυτοί οι ίδιοι μας φέρανε την ελευθερία τους και την κατέθεσαν ταπεινότατα στα πόδια μας. Κι αυτό το πετύχαμε εμείς. Μα Εσύ αυτό ήθελες τάχα; Μια τέτοια ελευθερία θέλησες;»

— Πάλι δεν καταλαβαίνω, διέκοψε ο Αλιόσα, ειρωνεύεται, κοροϊδεύει;

— Καθόλου. Ίσα ίσα παινεύεται πως αυτός και οι όμοιοι του κατανίκησαν την ελευθερία και πως αυτό το έκαναν για την ευτυχία των ανθρώπων. Γιατί μονάχα τώρα (εννοεί βέβαια την Ιερή Εξέταση) στάθηκε δυνατό να σκεφτεί κανείς για πρώτη φορά για την ευτυχία των ανθρώπων. O άνθρωπος δημιουργήθηκε επαναστάτης. Μα μπορούν τάχα οι επαναστάτες να 'ναι ευτυχισμένοι; «Σε προειδοποιούσαν», Του λέει, «οι προειδοποιήσεις και οι συμβουλές δε Σου έλλειψαν, μα Εσύ δεν άκουσες τις προειδοποιήσεις, απαρνήθηκες το μοναδικό τρόπο που θα μπορούσε να φέρει την ευτυχία στους ανθρώπους, μα ευτυχώς φεύγοντας παράδωσες σε μας τη δουλειά. Μας υποσχέθηκες, μας έδωσες το λόγο Σου, μας έδωσες το δικαίωμα του λύειν και δεσμείν και φυσικά δεν μπορείς ούτε να το σκεφτείς να μας το πάρεις πίσω. Γιατί ήρθες λοιπόν να μας ενοχλήσεις;»

— Και τι σημαίνει: οι προειδοποιήσεις και οι συμβουλές δε Σου έλλειψαν; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Αυτό ίσα ίσα είναι το κυριότερο που έχει να πει ο γέρος. «Το φοβερό και σοφό πνεύμα, το πνεύμα της αυτοκαταστροφής και της ανυπαρξίας», συνεχίζει ο γέρος, «το μεγάλο πνεύμα μίλησε μαζί Σου στην έρημο και τα βιβλία μας λένε πως τάχα “Σ' έβαλε σε πειρασμό". Είναι σωστό αυτό; Και μήπως θα μπορούσε τάχα να ειπωθεί τίποτα πιο σωστό από εκείνα που Σου ανήγγειλε εκείνο το πνεύμα με τα τρία του ερωτήματα, που Εσύ απέκρουσες και που τα βιβλία τα λένε “πειρασμούς"; Κι όμως αν έγινε ποτέ στη γη ένα πραγματικά εκθαμβωτικό θαύμα, τούτο το θαύμα έγινε ίσα ίσα εκείνη την ημέρα των τριών πειρασμών. Το θαύμα έγινε μόνο και μόνο γιατί τέθηκαν εκείνα τα τρία ερωτήματα. Αν μπορούσαμε να φανταστούμε, έτσι για δοκιμή μονάχα και για παράδειγμα, πως τα τρία εκείνα ερωτήματα του τρομερού πνεύματος χάθηκαν χωρίς να μείνει ούτε ίχνος τους στα βιβλία και πως θα 'πρεπε να τ' αποκαταστήσουμε, να τα σκεφτούμε και να τα εφεύρουμε εκ νέου για να τα καταγράψουμε πάλι στα βιβλία, κι αν γι' αυτό το σκοπό μαζεύαμε όλους τους σοφούς της γης, —τους κυβερνήτες, τους αρχιερείς, τους επιστήμονες, τους φιλόσοφους, τους ποιητές— προτείνοντάς τους να σκεφτούν και να εφεύρουν τρία ερωτήματα, τέτοια όμως που όχι μονάχα ν' ανταποκρίνονται στη σπουδαιότητα εκείνου του περιστατικού μα να εκφράζουν κιόλας, μέσα σε τρεις λέξεις, σε τρεις μονάχα ανθρώπινες φράσεις, όλη τη μελλούμενη ιστορία του κόσμου και της ανθρωπότητας, νομίζεις τάχα πως όλη η σοφία της γης μαζεμένη θα μπορούσε να επινοήσει κάτι παρόμοιο σε δύναμη και βάθος με εκείνα τα τρία ερωτήματα, που Σου τεθήκανε από το κραταιό και σοφό πνεύμα στην έρημο; Και μόνο απ' αυτά τα ερωτήματα, μόνο απ' το θαύμα πως τεθήκανε, μπορείς να καταλάβεις πως δεν έχεις να κάνεις μ' ένα πρόσκαιρο ανθρώπινο μυαλό μα με νου αιώνιο κι απόλυτο. Γιατί σ' αυτά τα τρία ερωτήματα συνοψίζεται κατά έναν τρόπο και προφητεύεται όλη η μελλούμενη ιστορία της ανθρωπότητας και δίνονται οι τρεις μορφές όπου θα συναντηθούν όλες οι άλυτες αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης σ' όλη τη γη. Τότε αυτό δεν ήταν ακόμα τόσο φανερό, γιατί το μέλλον ήταν άγνωστο, μα τώρα, όταν πια έχουν περάσει δεκαπέντε αιώνες, βλέπουμε πως όλα έχουν τόσο καλά μαντευτεί και προφητευτεί σε κείνα τα τρία ερωτήματα και τόσο πολύ δικαιώθηκαν που δεν μπορείς ούτε να τους προσθέσεις ούτε να τους αφαιρέσεις τίποτα.

»Δες τώρα και μόνος Σου ποιος είχε δίκιο: Εσύ ή εκείνος που Σε ρωτούσε τότε; Θυμήσου το πρώτο ερώτημα. Αν και δε στο λέω κατά λέξη, μα το νόημα ήταν τούτο: “Θέλεις να πας στον κόσμο και πηγαίνεις μ' αδειανά τα χέρια, με κάποια υπόσχεση ελευθερίας που οι άνθρωποι με την ηλιθιότητά τους και με την έμφυτή τους διαφθορά δεν μπορούν ούτε καν να την κατανοήσουν, που τη φοβούνται και τη σκιάζονται γιατί τίποτα και ποτέ δεν υπήρξε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία πιο αφόρητο από την ελευθερία! Εσύ, βλέπεις αυτές τις πέτρες μέσα σε τούτη τη γυμνή πυραχτωμένη έρημο; Κάνε τες ψωμιά και η ανθρωπότητα θα τρέξει από πίσω Σου σαν κοπάδι, γεμάτη ευγνωμοσύνη και υπακοή, αν και πάντα θα τρέμει από φόβο πως θα μπορούσες ν' αποτραβήξεις το χέρι Σου και να πάψεις να της δίνεις τα ψωμιά Σου”. Μα Συ δε θέλησες να στερήσεις απ' τον άνθρωπο την ελευθερία κι απόρριψες την προσφορά γιατί σκέφτηκες: Τι ελευθερία θα 'ναι αυτή όταν η υπακοή θα εξαγοραστεί με ψωμιά; Πρόβαλες την αντίρρηση πως ο άνθρωπος ουκ έπ' άρτω μόνον ζήσεται, μα το ξέρεις τάχα πως εν ονόματι αυτού του ίδιου του γήινου άρτου θα ξεσηκωθεί εναντίον Σου το πνεύμα της γης, θα Σε πολεμήσει και θα Σε νικήσει κι όλοι θα το ακολουθήσουν φωνάζοντας: “Ποιος μοιάζει μ' αυτό το θηρίο που μας έδωσε τη φωτιά τ' ουρανού!” Το ξέρεις πως θα περάσουν αιώνες και αιώνες και η ανθρωπότητα θα διακηρύξει με το στόμα της Σοφίας και της Επιστήμης της πως έγκλημα δεν υπάρχει, και πως συνεπώς δεν υπάρχει και αμαρτία και πως υπάρχουν μονάχα πεινασμένοι; “Χόρτασέ τους και τότε μονάχα να τους ζητάς αρετή!” Νά τι θα γράψουν στη σημαία που θα σηκώσουν εναντίον Σου και που μ' αυτήν θα γκρεμίσουν το ναό Σου. Στη θέση του ναού Σου θα υψωθεί ένα νέο οικοδόμημα, ένας καινούργιος φοβερός πύργος της Βαβέλ και, μόλο που κι αυτός δε θα τελειώσει όπως κι ο προηγούμενος, όμως παρ' όλα αυτά θα μπορούσες να τον αποφύγεις αυτόν τον νέο πύργο και να συντομέψεις κατά χίλια χρόνια τα βάσανα των ανθρώπων γιατί σε μας θα 'ρθουν πάλι, αφού καταβασανιστούν με τον πύργο τους! Θα 'ρθουν να μας βρουν κάτω απ' τη γη, στις κατακόμβες (γιατί τότε θα μας διώκουν και θα μας βασανίζουν πάλι) θα μας βρουν και θα μας εκλιπαρήσουν: “Δώστε μας να φάμε, γιατί εκείνοι που μας υποσχέθηκαν τη φωτιά τ' ουρανού δε μας τη δώσανε”. Και τότε πια εμείς θ' αποτελειώσουμε το χτίσιμο του πύργου τους, γιατί θα τον αποτελειώσει μονάχα εκείνος που θα τους χορτάσει. Και θα τους χορτάσουμε μονάχα εμείς εν ονόματι Σου και ψευδόμενοι πως είναι εν ονόματι Σου. Ω, ποτέ, ποτέ τους δε θα χορτάσουν χωρίς εμάς. Καμιά επιστήμη δε θα τους δώσει ψωμί όσο θα μένουν ελεύθεροι, μα στο τέλος θα 'ρθουν να καταθέσουν την ελευθερία τους στα πόδια μας και θα μας πουν: “Κάντε μας σκλάβους, μα χορτάστε μας". Θα καταλάβουν επιτέλους μονάχοι τους πως η ελευθερία και το γήινο ψωμί ούτε κατά διάνοια δεν είναι δυνατό να επαρκέσουν για όλους, γιατί ποτέ, ποτέ τους δε θα το καταφέρουν να το μοιράσουν μεταξύ τους! Θα πειστούν ακόμα πως ποτέ δε θα γίνουν ελεύθεροι γιατί είναι αδύναμοι, διεφθαρμένοι, μηδαμινοί κι επαναστάτες. Συ τους υποσχέθηκες τον άρτον τον επουράνιον, μα Σου ξαναλέω: Μπορεί τάχα να συγκριθεί με τον επίγειο, στα μάτια αυτής της ανθρώπινης ράτσας, της ανίσχυρης, της πάντα χυδαίας και διεφθαρμένης; Κι αν εν ονόματι του επουράνιου άρτου θα Σε ακολουθήσουν οι χιλιάδες και μυριάδες τι θ' απογίνουν τα εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα που είναι ανίκανα να προτιμήσουν τον επουράνιο άρτο απ' τον επίγειο; Ή, μήπως τάχα αγαπάς μονάχα τις δεκάδες χιλιάδες τους μεγάλους και ισχυρούς ενώ τα εκατομμύρια οι αδύναμοι, οι πολυάριθμοι σαν την άμμο της θάλασσας, που Σ' αγαπούν ωστόσο, θα πρέπει να χρησιμέψουν μονάχα σαν υλικό για τους μεγάλους και τους ισχυρούς; Όχι, εμείς αγαπάμε και τους αδύναμους. Είναι διεφθαρμένοι κι επαναστάτες μα τελικά αυτοί ίσα ίσα είναι που θα γίνουν υπάκουοι. Θα μας θαυμάζουν και θα μας θεωρούν θεούς τους, γιατί μπήκαμε επί κεφαλής τους και δεχτήκαμε το βάρος της ελευθερίας που εκείνοι τη φοβήθηκαν και να κυριαρχούμε πάνω τους, τόσο ανυπόφορο θα τους είναι στο τέλος να είναι ελεύθεροι! Εμείς όμως θα πούμε πως υπακούμε σε Σένα και πως εξουσιάζουμε εν ονόματι Σου. Θα τους εξαπατήσουμε και πάλι γιατί δε θα Σ' αφήσουμε πια να πλησιάσεις κοντά μας. Σ' αυτήν ακριβώς την απάτη θα συνίσταται η οδύνη μας, γιατί θα 'μαστε αναγκασμένοι να ψευδόμαστε. Νά τι σημαίνει εκείνο το πρώτο ερώτημα της ερήμου και νά τι απέκρουσες εν ονόματι της ελευθερίας που την έβαλες υπεράνω όλων. Κι όμως, σ' αυτό το ερώτημα βρίσκεται το μεγάλο μυστικό του κόσμου τούτου. Αν αποδεχόσουν τους “άρτους", θ' απαντούσες στη συμπαντική και προαιώνια ανθρώπινη λαχτάρα τόσο του ατόμου όσο και του συνόλου, δηλαδή: “ποιον θα προσκυνήσω;” Δεν υπάρχει πιο ακατάπαυστη και πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο, όταν μένει ελεύθερος, παρά πώς να βρει όσο γίνεται γρηγορότερα κάποιον να προσκυνάει. Μα ο άνθρωπος θέλει να προσκυνήσει κάτι που είναι αναμφισβήτητο, τόσο αναμφισβήτητο που όλοι οι άνθρωποι να συμφωνήσουν μονομιάς πως πρέπει να το προσκυνήσουν. Γιατί εκείνο που βασανίζει αυτά τ' αξιολύπητα πλάσματα δεν είναι μονάχα να βρουν κάτι που εγώ ή ένας άλλος να μπορεί να το προσκυνήσει, μα να βρουν κάτι που να το πιστεύουν όλοι κι όλοι να το προσκυνάνε κι απαραίτητα αυτό να το κάνουν όλοι μαζί. Αυτή ίσα ίσα η ανάγκη της γενικής λατρείας είναι το μεγαλύτερο μαρτύριο του κάθε ανθρώπου χωριστά και όλης της ανθρωπότητας απ' την αρχή του κόσμου. Γι' αυτή τη γενική λατρεία εξολοθρεύουν ο ένας τον άλλον με το σπαθί. Δημιουργούσαν θεούς και φώναζαν ο ένας στον άλλον: “Παρατήστε τους θεούς σας κι ελάτε να προσκυνήσετε τους δικούς μας, αλλιώς σας περιμένει ο θάνατος κι εσάς και τους θεούς σας!" Κι αυτό θα γίνεται ως το τέλος του κόσμου, ακόμα κι όταν εξαφανιστούν από τον κόσμο οι θεοί: και τότε ακόμα θα γονατίσουν μπροστά σε είδωλα. Το ήξερες, δεν μπορούσες να μην το ξέρεις αυτό το βασικό μυστικό της ανθρώπινης φύσης, μα αρνήθηκες τη μοναδική αλάνθαστη σημαία που Σου προτάθηκε για να εξαναγκάσεις όλους να Σε προσκυνήσουν ασυζητητί, τη σημαία του επίγειου άρτου. Και την αρνήθηκες εν ονόματι της ελευθερίας και του επουράνιου άρτου. Κοίτα λοιπόν τι έκανες ακόμα. Κι όλα αυτά πάλι εν ονόματι της ελευθερίας! Σου λέω πως η πιο βασανιστική φροντίδα για τον άνθρωπο είναι τούτη: ζητάει να βρει όσο μπορεί γρηγορότερα κάποιον που να μπορεί να του παραδώσει εκείνο το δώρο της ελευθερίας που ο ίδιος με αυτό γεννιέται ο δύστυχος. Μα κύριος της ελευθερίας των ανθρώπων γίνεται μονάχα εκείνος που μπορεί να καθησυχάσει τη συνείδησή τους. Με το ψωμί Σού δινόταν μια ακαταμάχητη σημαία: Θα 'δινες ψωμί κι ο άνθρωπος θα Σε προσκυνούσε, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο αδιαφιλονίκητο απ' το ψωμί, μα αν εκείνη την ίδια στιγμή καταχτούσε κανένας τη συνείδησή του, εκτός από Σένα, ω, τότε θα 'φτανε στο σημείο και να πετάξει ακόμα το ψωμί Σου και θ' ακολουθούσε εκείνον που γοήτευσε τη συνείδησή του. Σ' αυτό είχες δίκιο. Γιατί το μυστικό της ανθρώπινης ύπαρξης είναι τούτο: Δε θέλει μονάχα να ζει μα και να ξέρει γιατί ζει. Αν δεν έχει μια στέρεη γνώση του σκοπού για τον οποίο ζει, ο άνθρωπος θ' αρνηθεί να ζήσει και θα προτιμήσει την αυτοκαταστροφή, έστω κι αν όλα γύρω του είναι ψωμιά. Αυτό είναι σωστό, μα τι βγήκε απ' αυτό; Αντί να κυριέψεις την ελευθερία των ανθρώπων Εσύ τους την έκανες ακόμα μεγαλύτερη! Η, μήπως ξέχασες πως ο άνθρωπος προτιμάει την ησυχία, ακόμα και το θάνατο, παρά την ελεύθερη εκλογή εν γνώσει του καλού και του κακού; Δεν υπάρχει τίποτα πιο ελκυστικό για τον άνθρωπο από την ελευθερία της συνείδησής του, μα δεν υπάρχει και τίποτα πιο βασανιστικό. Και νά που αντί να βάλεις σταθερές βάσεις για τον ησυχασμό της ανθρώπινης συνείδησης μια για πάντα, τους πρόσφερες ό,τι πιο ασυνήθιστο, ενδεχόμενο και αόριστο, όλα εκείνα που ήταν ανώτερα από τις δυνάμεις των ανθρώπων, φέρθηκες λοιπόν σαν να μην τους αγαπούσες καθόλου. Και ποιος το 'κανε αυτό; Εκείνος που ήρθε να θυσιάσει τη ζωή Του για χάρη τους! Αντί να κυριέψεις την ανθρώπινη ελευθερία, Εσύ την πολλαπλασίασες και βάρυνες την ψυχή τους για τον αιώνα τον άπαντα με τα βάσανα τούτης της ελευθερίας. Θέλησες την ελεύθερη αγάπη του ανθρώπου, θέλησες να Σε ακολουθήσει ελεύθερα. Αντί να υπακούει στον παλιό αυστηρό νόμο, ο άνθρωπος έπρεπε με ελεύθερη καρδιά να αποφασίζει από δω και μπρος ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό, έχοντας μοναδικό του οδηγό τη μορφή Σου. Μα είναι δυνατό λοιπόν να μη σκέφτηκες πως τελικά θ' απαρνηθεί ακόμα και τη μορφή Σου και την αλήθεια Σου, συντριμμένος κάτω από το τρομερό βάρος: την ελευθερία της εκλογής; Θα φωνάξουν στο τέλος πως η αλήθεια δε βρίσκεται σε Σένα, γιατί θα 'ταν αδύνατο να τους αφήσει κανείς σε μεγαλύτερη σύγχυση και αγωνία απ' όσο τους άφησες Εσύ, αφήνοντάς τους τόσες φροντίδες και τόσα άλυτα προβλήματα.

Ώστε λοιπόν, Εσύ ο ίδιος έβαλες τις βάσεις για την καταστροφή της βασιλείας Σου και μην κατηγορείς γι' αυτό κανέναν άλλον. Κι όμως τι Σου είχε προσφερθεί! Υπάρχουν τρεις δυνάμεις στον κόσμο που θα μπορούσαν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση αυτών των αδύναμων στασιαστών, κι αυτό για τη δική τους την ευτυχία.