×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. IV. Ανταρσία

5. IV. Ανταρσία

Πρέπει να σου κάνω μια εκμυστήρευση, άρχισε ο Ιβάν: Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί ν' αγαπάει κανένας τον πλησίον του. Γιατί ακριβώς τον πλησίον σου κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο ν' αγαπάς. Μονάχα εκείνους που είναι μακριά σου μπορείς ίσως ν' αγαπάς. Κάποτε διάβασα κάπου για τον «Ιωάννη τον Ελεήμονα» (έναν άγιο), πως αυτός, όταν ήρθε κοντά του ένας περαστικός πεινασμένος και κοκαλιασμένος απ' το κρύο και τον παρακάλεσε να τον ζεστάνει, πλάγιασε μαζί του στο κρεβάτι, τον αγκάλιασε κι άρχισε να ζεσταίνει με την ανάσα του το εμπυασμένο και βρωμερό από κάποια τρομερή αρρώστια στόμα του. Είμαι βέβαιος πως αυτό το 'κανε αναγκάζοντας τον εαυτό του, αναγκάζοντάς τον και ψευδόμενος στον ίδιο τον εαυτό του, επιβάλλοντάς του την υποχρέωση ν' αγαπάει αυτόν τον δυστυχή από αίσθημα αυτοτιμωρίας. Για να μπορέσεις ν' αγαπήσεις έναν άνθρωπο, πρέπει αυτός να κρυφτεί. Μόλις σου παρουσιαστεί το πρόσωπό του, χάνεται η αγάπη.

— Αυτό το 'λεγε συχνά ο στάρετς Ζωσιμάς, παρατήρησε ο Αλιόσα. Έλεγε κι αυτός πως το πρόσωπο του ανθρώπου εμποδίζει πολλές φορές τους άπειρους στην αγάπη ν' αγαπάνε. Όμως υπάρχει και πολλή αγάπη στην ανθρωπότητα, σχεδόν παρόμοια μάλιστα με την αγάπη του Χριστού, αυτό το ξέρω από πείρα, Ιβάν.

— Ε, ας είναι. Πάντως εγώ δεν το ξέρω ακόμα κι ούτε μπορώ νάτο καταλάβω. Το ίδιο κι αναρίθμητοι άνθρωποι. Το ζήτημα είναι αν αυτό προέρχεται απ' τις κακές ιδιότητες του ανθρώπου ή αν είναι τέτοια η φύση του. Κατά τη γνώμη μου η αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους, στο είδος της, είναι ένα θαύμα ακατόρθωτο στη γη. Είναι αλήθεια πως Εκείνος ήταν Θεός. Μα εμείς δεν ήμαστε Θεοί. Γιατί ας υποθέσουμε πως είμαι βαθιά δυστυχισμένος. Μα ο άλλος ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει το πόσο υποφέρω, γιατί είναι άλλος κι όχι εγώ κι εκτός απ' αυτό σπάνια ένας άνθρωπος θα θελήσει να παραδεχτεί έναν άλλον για δυστυχισμένο (λες κι αυτό είναι κανένας τίτλος τιμής). Και γιατί νομίζεις πως δε θα θελήσει να το παραδεχτεί; Γιατί λόγου χάρη βρωμάνε τα χνώτα μου, γιατί το πρόσωπό μου έχει ανόητη έκφραση, γιατί κάποτε του πάτησα τον κάλο. Ύστερα οι δυστυχίες είναι λογιών λογιών. Μια ταπεινωτική δυστυχία, μια δυστυχία που με ταπεινώνει, την πείνα λόγου χάρη, θα την παραδεχτεί ο ευεργέτης μου, μα μόλις συμβεί να υποφέρω για κάτι ανώτερο, για μια ιδέα π.χ. τότε σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις θα την παραδεχτεί, γιατί αυτός θα με κοιτάξει λόγου χάρη και θα δει ξαφνικά πως το πρόσωπό μου δεν είναι καθόλου όπως θα ταίριαζε να 'ναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που υποφέρει για την τάδε ιδέα. Αμέσως λοιπόν μου αρνιέται την ευσπλαχνία του. Κι αυτό δεν το κάνει καθόλου από κακία. Οι ζητιάνοι, κυρίως οι ευγενείς ζητιάνοι, θα 'πρεπε να μη δείχνουν ποτέ το πρόσωπό τους μα να ζητάνε την ελεημοσύνη με αγγελίες στις εφημερίδες. Αφηρημένα μπορεί ν' αγαπάει κανείς τον πλησίον του και κάποτε από μακριά, μα από κοντά σχεδόν ποτέ. Αν γίνονταν όλα όπως γίνονται στη σκηνή, στο μπαλέτο, όπου οι ζήτουλες, όταν παρουσιάζονται, έρχονται με μεταξωτά κουρέλια και σκισμένες νταντέλες και ζητάνε ελεημοσύνη χορεύοντας χαριτωμένα, τότε θα μπορούσε ακόμα κανείς να τους θαυμάζει. Να τους θαυμάζει, όχι όμως και να τους αγαπάει. Μα αρκετά είπαμε γι' αυτό.

Ήθελα μονάχα να σε κατατοπίσω για το πρίσμα που μ' αυτό βλέπω τα πράγματα. Ήθελα να μιλήσω για τη δυστυχία της ανθρωπότητας γενικά, μα καλύτερα να πούμε ειδικά για τα βάσανα των παιδιών. Αυτό θα μικρύνει το θέμα μου δέκα φορές, μα καλύτερα έτσι. Φυσικά αυτό δεν συμφέρει καθόλου. Μα πρώτα πρώτα τα παιδάκια μπορεί να τ' αγαπάει κανείς έστω κι αν βρίσκονται κοντά του, έστω κι αν είναι βρώμικα, έστω κι αν έχουν άσχημο πρόσωπο (μου φαίνεται όμως πως τα παιδάκια ποτέ δεν έχουν άσχημο πρόσωπο) δεύτερο, για τους μεγάλους δε θα μιλήσω, γιατί εκτός που είναι αποκρουστικοί και δεν αξίζουν να τους αγαπάς, είναι κιόλας αποζημιωμένοι κατά, κάποιον τρόπο: φάγανε το μήλο και γνωρίσανε το καλό και το κακό και γίνανε «ώς ό Θεός». Εξακολουθούν και τώρα να το τρώνε. Μα τα παιδάκια τίποτα δεν φάγανε και προς το παρόν είναι εντελώς αθώα. Τ' αγαπάς τα παιδάκια, Αλιόσα; Το ξέρω πως τ' αγαπάς και σίγουρα θα καταλαβαίνεις για ποιο λόγο θέλω να μιλήσω τώρα αποκλειστικά γι' αυτά. Αν υποφέρουν κι αυτά τρομερά σε τούτον τον κόσμο, είναι βέβαια γιατί πληρώνουν τις αμαρτίες των πατεράδων τους που φάγανε το μήλο. Όμως αυτός ο συλλογισμός ανήκει σε άλλον κόσμο και η ανθρώπινη καρδιά εδώ στη γη δεν μπορεί να τον καταλάβει. Δεν επιτρέπεται να υποφέρει ένας αθώος για κάποιον άλλο και μάλιστα ένας τέτοιος αθώος! Νά κάτι άλλο που θα σε εκπλήξει, Αλιόσα: αγαπάω και γω τρομερά τα παιδάκια. Και πρόσεξε, οι σκληροί άνθρωποι, οι γεμάτοι πάθη, οι σαρκοβόροι, οι Καραμάζοβ, αγαπάνε καμιά φορά πολύ τα παιδιά. Τα παιδιά, όσο μένουν παιδιά, ως τα εφτά τους χρόνια λόγου χάρη, είναι τρομερά αλλιώτικα απ' τους ανθρώπους: λες και είναι εντελώς άλλα πλάσματα, μ' άλλη φύση. Γνώρισα έναν κακούργο στη φυλακή: του 'τυχε στη διάρκεια της καριέρας του, εκεί που ξεπάστρεβε ολάκερες οικογένειες σε σπίτια όπου είχε μπει τη νύχτα για να κλέψει, να καθαρίσει «επί τη ευκαιρία» και μερικά παιδάκια. Μα όταν έμεινε στη φυλακή, τ' αγαπούσε τόσο που σ' έκανε ν' απορείς. Κοίταζε όλη την ώρα απ' το παράθυρο τα παιδιά που παίζανε στην αυλή της φυλακής. Ένα μικρό αγοράκι έμαθε να 'ρχεται κάτω από το παράθυρό του και γίνανε πολύ φίλοι. Δεν ξέρεις γιατί τα λέω όλα αυτά, Αλιόσα; Μου πονάει κάπως το κεφάλι και νιώθω θλίψη.

— Μιλάς παράξενα, είπε ανήσυχα ο Αλιόσα. Σάμπως να μην ξέρεις και συ τι λες.

— Μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σου πω και τούτο: πριν από λίγο καιρό, μου διηγόταν στη Μόσχα ένας Βούλγαρος, συνέχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σάμπως να μην είχε ακούσει τι του είπε ο αδερφός του, τις αγριότητες που κάνουν παντού στη Βουλγαρία οι Τούρκοι και οι Τσερκέζοι γιατί φοβόνται τη γενική εξέργεση των σλάβων. Καίνε, σφάζουνε, βιάζουν γυναίκες και παιδιά, καρφώνουν τ' αυτιά των καταδίκων σε ξύλινους φράχτες και τους αφήνουν εκεί πέρα όλη νύχτα και το πρωί τους κρεμάνε, κ.τ.λ. Είναι αδύνατο και να τα φανταστείς όλα όσα γίνονται. Καμιά φορά μιλάνε για τη «θηριώδη» αγριότητα του ανθρώπου, όμως αυτό είναι μεγάλο άδικο και προσβολή για τα θηρία: το θηρίο ποτέ δεν μπορεί να 'ναι τόσο άγριο όσο ο άνθρωπος, τόσο καλλιτεχνικά, τόσο γραφικά άγριο. Η τίγρη το μόνο που κάνει είναι να δαγκώνει, να ξεσκίζει, αυτό ξέρει μονάχα. Ποτέ δε θα της περνούσε η σκέψη να καρφώσει ανθρώπους απ' τα αυτιά στο φράχτη και να τους αφήσει εκεί πέρα τη νύχτα, ακόμα κι αν μπορούσε να το κάνει. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα μικρά παιδιά. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τα βγάζανε από μέσα. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τ' άφηναν να πέσουν και να καρφωθούν πάνω σε μια λόγχη. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. Η ηδονή ήταν ακριβώς που το βλέπανε και οι μανάδες. Μα νά και μια σκηνή που μ' έκανε να ενδιαφερθώ εξαιρετικά. Φαντάσου τούτο δω: ένα βυζασταρούδι στα χέρια μιας μητέρας που τρέμει, γύρω της Τούρκοι που μόλις μπήκανε στο χωριό. Και στήνουν ένα γουστόζικο παιχνίδι: χαϊδεύουν το μωρό, γελάνε για να το κάνουν κι αυτό να γελάσει. Τέλος το καταφέρνουν, το μωρό γελάει. Εκείνη τη στιγμή ένας Τούρκος το σημαδεύει με το πιστόλι· η κάνη είναι μόλις δέκα πόντους απ' το προσωπάκι του. Τ' αγοράκι χαχανίζει χαρούμενο, τεντώνει τα χεράκια του για ν' αρπάξει το πιστόλι και ξαφνικά ο καλλιτέχνης κατεβάζει τον κόκορα και του κάνει θρύψαλα το κεφαλάκι... Δεν είναι καλλιτεχνικό, ψέματα; Επί τη ευκαιρία, λένε πως οι Τούρκοι αγαπάνε πολύ τα γλυκά.

— Αδερφέ, γιατί τα λες όλα αυτά; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Σκέφτομαι πως αν δεν υπάρχει διάβολος κι αν κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ' εικόνα και ομοίωσή του.

— Αν είναι έτσι, τότε συνέβη ακριβώς αυτό που έγινε και με το Θεό.

— Ξέρεις να πιάνεσαι περίφημα απ' τις λέξεις του άλλου, όπως λέει κι ο Πολώνιος στον Άμλετ, είπε γελώντας ο Ιβάν. Μ' έπιασες απ' τα ίδια μου τα λόγια. Ας είναι, είμαι ευχαριστημένος. Σπουδαίος λοιπόν θα 'ναι, μα την αλήθεια, κι ο Θεός σου αν τον δημιούργησε ο άνθρωπος κατ' εικόνα και ομοίωσή του. Με ρώτησες πριν από λίγο γιατί τα λέω όλα αυτά: Αμ εγώ, βλέπεις, είμαι ένας ερασιτέχνης και συλλέκτης ορισμένων γεγονότων. Τα σημειώνω —το πιστεύεις τάχα;— απ' τις εφημερίδες και τις διηγήσεις, απ' όπου τύχει, κι έχω πια μια αρκετά καλή συλλογή. Φυσικά μπήκανε και οι Τούρκοι στη συλλογή, μα όλοι αυτοί είναι ξένοι. Έχω και ντόπιο πράμα και μάλιστα καλύτερο από το τούρκικο. Όπως ξέρεις, σε μας εδώ πέφτει το περισσότερο ξύλο, με βίτσες και κνούτο, αυτό είναι εθνικό χαρακτηριστικό: είναι αδύνατο να σε καρφώσουν εδώ πέρα απ' τα αυτιά· όσο να 'ναι, είμαστε, βλέπεις, Ευρωπαίοι. Μα οι βίτσες και το κνούτο είναι κάτι δικό μας και κανένας δεν μπορεί να μας το πάρει. Καθώς φαίνεται, στο εξωτερικό δε δέρνουν καθόλου, θα εξευγενίστηκαν τα ήθη ή θα επιβλήθηκαν νόμοι που απαγορεύουν τάχα ένας άνθρωπος να μαστιγώνει έναν άλλον. Μα γι' αυτό βρήκανε κάτι άλλο, κάτι καθαρά εθνικό κι αυτό, τόσο που είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει στη χώρα μας, αν και, για να λέμε την αλήθεια, αρχίζει να ριζώνει κι εδώ πέρα, ιδιαίτερα μετά τη θρησκευτική κίνηση στην ανώτερη κοινωνία μας. Έχω μια θαυμάσια μπροσούρα, μεταφρασμένη απ' τα γαλλικά, για τον τρόπο που εκτελέσανε στη Γενεύη εδώ και λίγα χρόνια, πέντε μόλις, έναν κακούργο, τον Ρισάρ, έναν νέο εικοσιτριώ χρονώ, νομίζω, που μετανόησε κι έγινε χριστιανός, λίγο πριν τον ανεβάσουν στο ικρίωμα. Αυτός ο Ρισάρ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε από παράνομο γάμο και που οι γονείς του τον χαρίσανε μικρόν ακόμα, κάπου έξι χρονώ, σε κάτι ορεσίβιους τσοπάνους της Ελβετίας κι εκείνοι τον μεγαλώσανε για να τον χρησιμοποιήσουν στις δουλειές τους. Μεγάλωνε εκεί ανάμεσά τους σαν άγριο ζώο· οι βοσκοί δεν του διδάξανε τίποτα. Μόλις έγινε εφτά χρονώ τον στέλνανε να βόσκει το κοπάδι, με βροχή και με χιόνια, σχεδόν γυμνό και χωρίς φαΐ. Φυσικά κανένας απ' αυτούς δεν σκέφτηκε πως αυτό το φέρσιμο ήταν κακό, ούτε και μετανόησε. Δικαίωμά τους. O Ρισάρ, βλέπεις, τους είχε χαριστεί σαν να 'ταν κάνα πράμα κι ούτε θεωρούσαν απαραίτητο να τον τρέφουν. O ίδιος ο Ρισάρ έλεγε αργότερα πως εκείνα τα χρόνια ήταν σαν τον άσωτο υιό του Ευαγγελίου, που πολύ θα το 'θελε να φάει απ' το χυλό που δίνανε στα γουρούνια για να παχαίνουν, όμως ούτε απ' αυτόν δεν του δίνανε και τον δέρνανε όταν τον έκλεβε απ' τα γουρούνια. Έτσι πέρασε όλα τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ώσπου έγινε άντρας κι άρχισε να κλέβει κανονικά. Δρούσε στη Γενεύη και κάθε βράδι έπινε στην ταβέρνα τα κέρδη του· ζούσε σαν αποπαίδι της κοινωνίας και τέλος σκότωσε κάποιο γέρο και τον λήστεψε. Τον πιάσανε, τον δικάσανε και τον καταδικάσανε σε θάνατο. Εκεί, βλέπεις, δεν περνάνε οι συναισθηματισμοί. Και νά, στη φυλακή τον περιτριγυρίζουν αμέσως οι πάστορες και τα μέλη διαφόρων Χριστιανικών Αδελφοτήτων, φιλάνθρωπες κυρίες κ.τ.λ. Τον μάθανε εκεί να διαβάζει και να γράφει, άρχισαν να του διδάσκουν το Ευαγγέλιο, τον κατηχούσανε, τον νουθετούσαν, τον πιέζανε, του πήραν τ' αυτιά με τη φλυαρία και τέλος τον κάνανε να ομολογήσει επίσημα το έγκλημά του. Αυτός πείστηκε, έγραψε μονάχος του ένα γράμμα στο δικαστήριο, λέγοντας πως είναι τέρας και πως αξιώθηκε επιτέλους να τον φωτίσει ο Θεός με τη χάρη Του. Όλη η Γενεύη αναστατώθηκε, όλη η φιλάνθρωπη και θεοσεβής Γενεύη. Ό,τι το ανώτερο και το πιο ευγενικό υπήρχε στη Γενεύη τρέχει στη φυλακή του. Τον Ρισάρ τον φιλάνε, τον αγκαλιάζουν. «Είσαι αδερφός μας, ή χάρις τού Θεού κατήλθεν επί σε!» Κι ο Ρισάρ το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει από τη συγκίνηση: «Ναι, κατήλθεν ή χάρις έπ' εμέ! Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια λαχταρούσα την τροφή των γουρουνιών, μα τώρα κατήλθε και έπ' εμέ ή ευλογία, πεθαίνω εν Χριστώ!» «Ναι, ναι, Ρισάρ. Πέθανε εν Κυρίω, έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις εν Κυρίω. Ας μη φταις που δεν γνώριζες τον Κύριο, όταν ζήλευες την τροφή των γουρουνιών κι όταν σε δέρνανε γιατί τους έκλεβες το φαΐ τους “πράμα πολύ κακό γιατί η κλοπή είναι απαγορευμένη”, όμως έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις». Και νά, έρχεται και η τελευταία μέρα. O Ρισάρ, κατασυντριμμένος, κλαίει κι επαναλαμβάνει κάθε στιγμή: «Τούτη είναι η καλύτερη μέρα μου, οδεύω προς τον Κύριον! » «Ναι», φωνάζουν οι πάστορες, οι δικαστές και οι φιλάνθρωπες κυρίες, «αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη σου μέρα, γιατί τώρα οδεύεις προς τον Κύριον!» Όλο το πλήθος προχωρεί προς το ικρίωμα ακολουθώντας το κάρο όπου βρίσκεται ο Ρισάρ. Το ακολουθούν μέσα σε αμάξια και πεζοί. Νά που φτάσανε στο ικρίωμα: «Πέθανε, αδερφέ μας», φωνάζουν στον Ρισάρ, «πέθανε εν Κυρίω, κατήλθεν γάρ και επί σε ή χάρις Του!» Τον ανεβάσανε λοιπόν τον πεφιλημένο αδερφό Ρισάρ στο ικρίωμα, τον ξαπλώσανε στην γκιλοτίνα και του κόψανε αδερφικά το κεφάλι, επειδή κατήλθεν έπ' αυτόν ή θεία χάρις. Όχι, αυτό είναι χαρακτηριστικό. Αυτή η μπροσούρα έχει μεταφραστεί στα ρωσικά από κάποιους Ρώσους Λουθηρανούς, φιλάνθρωπους της ανώτερης κοινωνίας και στάλθηκε παντού για τη διαφώτιση του ρούσικου λαού, δημοσιεύτηκε σ' εφημερίδες και μοιράστηκε δωρεάν. Τούτο το περιστατικό με τον Ρισάρ είναι αξιόλογο γιατί έχει εθνικό τόνο. Σε μας εδώ, αν και είναι ακατανόητο κάπως το τσεκούρωμα ενός αδερφού για μόνο το λόγο πως έγινε αδερφός μας κι αξιώθηκε να κατέλθει έπ' αυτόν ή χάρις τού Θεού, όμως, το ξαναλέω, έχουμε και μείς το δικό μας τρόπο, που σχεδόν δεν είναι χειρότερος. Εμείς έχουμε την ιστορική, την άμεση απόλαυση να τσακίζουμε τους ανθρώπους στο ξύλο. O Νεκράσοβ έγραψε κάτι στίχους για το πώς ένας μουζίκος χτυπούσε με το κνούτο τ' άλογό του στα μάτια, «στα πράα του μάτια». Αυτό όλοι το 'χουν δει, αυτό είναι ρωσισμός. Περιγράφει πώς ένα αδύναμο αλογάκι, που το 'χαν παραφορτώσει, χώθηκε στη λάσπη με το κάρο και δεν τα κατάφερνε να το τραβήξει. O μουζίκος το καμτσικίζει, το χτυπάει με λύσσα, το χτυπάει στο τέλος χωρίς να καταλαβαίνει κι αυτός τι κάνει· μέσα στη μέθη του χτυπάει απανωτά τις καμτσικιές: «Μπορείς δεν μπορείς, θα το τραβήξεις το κάρο κι ας ψοφήσεις! » Τ' άλογο σπαρταράει κι εκείνος αρχίζει να το χτυπάει το ανυπεράσπιστο στα δακρυσμένα, «πράα του μάτια». Με μια απελπισμένη προσπάθεια τ' άλογο ξεκόλλησε τ' αμάξι και προχώρησε τρέμοντας ολάκερο, χωρίς να παίρνει ανάσα, γέρνοντας κάπως στο πλάι, κάπως αναπηδώντας, κάπως αφύσικα και ντροπιασμένα, έτσι που τα λέει ο Νεκράσοβ είναι κάτι φριχτό. Όμως εδώ δεν πρόκειται παρά για ένα άλογο μονάχα, τ' άλογο κι ο ίδιος ο Θεός μάς το 'δωσε για να το δέρνουμε. Έτσι μας το εξηγήσανε οι Τάταροι και μας άφησαν το κνούτο για ενθύμιο. Μα μπορεί να δέρνει κανείς κι ανθρώπους. Και νά που ένας μορφωμένος κύριος και η κυρία του δέρνουν την κόρη τους, μια μικρούλα εφτά χρονώ, με βίτσες, αυτό το 'χω σημειωμένο με λεπτομέρειες. O πατερούλης χαίρεται που οι βίτσες έχουν ρόζους, «θα πονάει περισσότερο», λέει, κι αρχίζει να τις «βρέχει» της κόρης του. Ξέρω θετικά πως υπάρχουν μερικοί τέτοιοι, που νιώθουν ηδονή στο κάθε χτύπημα, κυριολεκτικά ηδονή, στο κάθε χτύπημα η ηδονή όλο και μεγαλώνει, με γεωμετρική πρόοδο. Δέρνουν ένα λεπτό, φτάνουν στα πέντε, στα δέκα, κι ακόμα περισσότερο, τα χτυπήματα γίνονται πιο συχνά, πονάνε περισσότερο. Το παιδί ξεφωνίζει, στο τέλος δεν μπορεί πια να φωνάξει: «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπακούλη, μπαμπακούλη!» O διάολος σπάει το πόδι του και η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο. Βάζουν ένα δικηγόρο. O ρούσικος λαός από καιρό τώρα λέει για το δικηγόρο: «O δικολάβος είναι νοικιασμένη συνείδηση». O δικηγόρος φωνάζει το λοιπόν για να υπερασπίσει τον πελάτη του. «Η υπόθεση, λέει, είναι τόσο απλή, οικογενειακή και συνηθισμένη· ο πατέρας έδειρε την κόρη του και είναι όνειδος για την εποχή μας που το πράμα έφτασε στο δικαστήριο!» Οι ένορκοι πείθονται, αποχωρούν για να συσκεφτούν και βγάζουν αθωωτική απόφαση. Το κοινό ουρλιάζει από χαρά που δικαιώσανε το βασανιστή. Εχ, να μην είμαι εκεί πέρα! Θα φώναζα να καθιερώσουν μια υποτροφία προς τιμήν του βασανιστή!... Θαυμάσια εικόνα. Μα για τα παιδιά έχω ακόμα καλύτερα, έχω μαζέψει πολλά, πάρα πολλά για τα ρωσόπουλα, Αλιόσα. Ένα κοριτσάκι πέντε χρονώ δεν το χωνεύανε οι γονείς του, «άνθρωποι λίαν ευυπόληπτοι, μορφωμένοι και καλοαναθρεμμένοι, κατέχοντες σημαντικά αξιώματα εν τη κοινωνία». Το υποστηρίζω για μιαν ακόμα φορά πως υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αγαπούν να βασανίζουν τα παιδιά, μονάχα τα παιδιά. Σ' όλα τ' άλλα πλάσματα, αυτά τα υποκείμενα, αυτοί οι ίδιοι οι βασανιστές, φέρονται με καλοσύνη και σεμνότητα σαν μορφωμένοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μα αγαπάνε πολύ να τυραννούν τα μικρά παιδιά, και μάλιστα γι' αυτό ίσα ίσα αγαπάνε τα παιδιά. Τους δελεάζουν τα παιδιά γιατί ακριβώς είναι ανυπεράσπιστα, γιατί έχουν μιαν αγγελική εμπιστοσύνη, γιατί δεν μπορούν τίποτα να κάνουν και πουθενά να πάνε. Αυτό ίσα ίσα είναι που ανάβει το χυδαίο αίμα του βασανιστή. Φυσικά μέσα σε κάθε άνθρωπο φωλιάζει ένα θηρίο, το θηρίο της οργής, το θηρίο της λάγνας ηδονής, που το ερεθίζουν οι κραυγές του βασανιζόμενου θύματος, το θηρίο των αχαλίνωτων παθών και των νόσων, που τα γέννησε η διαφθορά: ποδάγρα, χαλασμένο συκώτι κ.τ.λ. Αυτό το φτωχό κοριτσάκι οι μορφωμένοι γονείς το τυραννούσαν μ' όλα τα βασανιστήρια που μπορείς να φανταστείς. Τη χτυπούσαν, τη μαστίγωναν, την κλώτσαγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για ποιο λόγο· όλο της το κορμί γέμισε μελανιές. Τέλος βρήκανε κάτι πιο εκλεπτυσμένο: με κρύο, με παγωνιά, την κλείδωναν όλη τη νύχτα στο «μέρος», γιατί αυτή δε ζητούσε τη νύχτα να πάει εκεί την ώρα που έπρεπε, —λες κι ένα παιδάκι πέντε χρονώ, που κοιμάται ακόμα βαθιά σαν αγγελούδι, μπορεί να 'χει μάθει να ζητάει να «βγει»—, της τρίβανε το πρόσωπο με τα ίδια της τα περιττώματα και την ανάγκαζαν να τρώει αυτά τα περιττώματα· και ήταν η μάνα, η μάνα που την ανάγκαζε! Κι αυτή η μάνα μπορούσε και κοιμόταν ακούγοντας τη νύχτα τους στεναγμούς του παιδιού που το 'χαν κλειδώσει στο αποχωρητήριο! Το καταλαβαίνεις τάχα αυτό. Ένα μικρό πλάσμα, που δεν ξέρει ακόμα ούτε καν να διανοηθεί τι του συμβαίνει, χτυπιέται στο βρώμικο μέρος, στο σκοτάδι και στην παγωνιά, χτυπάει με τη μικρούλα γροθιά του το πονεμένο απ' το κλάμα στήθος του και κλαίει με τα ματωμένα, άκακα και δειλά του δάκρυα, παρακαλώντας το «Θεούλη» να το υπερασπιστεί. Το καταλαβαίνεις άραγε αυτό, φίλε μου κι αδερφέ μου, δόκιμε του Θεού, το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο είναι απαραίτητα όλα αυτά; Χωρίς αυτά, λένε, δε θα μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη, γιατί δε θα γνώριζε το καλό και το κακό. Μα γιατί να το γνωρίσει αυτό το διαολοκαλό και το διαολοκακό αφού κοστίζει τόσο ακριβά; Όλη η σοφία του κόσμου δεν αξίζει τα δάκρυα αυτής της μικρούλας που παρακαλεί το «Θεούλη». Δε μιλάω για τα βάσανα των μεγάλων, αυτοί φάγανε το μήλο κι άστους να πάνε στο διάολο, ας τους έπαιρνε κι ας τους σήκωνε όλους ο διάολος— όμως αυτά, αυτά τα παιδιά! Σε βασανίζω, Αλιόσα, μου φαίνεται πως δεν αισθάνεσαι καλά. Αν θέλεις, σταματάω.

— Δεν πειράζει, θέλω και γω να υποφέρω, τραύλισε ο Αλιόσα.

— Θα σου πω ένα, μονάχα ένα ακόμα περιστατικό, κι αυτό από περιέργεια, που είναι πολύ χαρακτηριστικό και, το σπουδαιότερο, γιατί μόλις πριν από λίγο το διάβασα σε μιαν απ' τις ιστορικές μας συλλογές, στο Αρχείο ή στους Παλαιούς Καιρούς, πρέπει να ψάξω να δω, ξέχασα κιόλας που το 'χω διαβάσει. Έγινε στα πιο σκοτεινά χρόνια της εποχής της δουλοπαροικίας, στις αρχές ακόμα του αιώνα μας. Ζήτω λοιπόν ο Ελευθερωτής του λαού! Ζούσε τότε, στις αρχές του αιώνα μας, ένας στρατηγός, ένας στρατηγός με μεγάλες γνωριμίες και πολύ πλούσιος τσιφλικάς, μα ήταν κι από εκείνους που (ακόμα και στον καιρό του ήταν λίγοι, καθώς φαίνεται) όταν παίρνανε τη σύνταξη, νόμιζαν πως είχαν αποχτήσει δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους. Τότε υπήρχαν τέτοιοι. Ζει λοιπόν ο στρατηγός μας στην ιδιοκτησία του με τις δυο χιλιάδες ψυχές του· γεμάτος υπεροψία μεταχειρίζεται τους παρακατιανούς γειτόνους του σαν να 'ταν παράσιτα και γελωτοποιοί. Στο μαντρί του είχε εκατοντάδες σκυλιά και καμιά εκατοστή ιπποκόμους που τα περιποιόνταν, όλους καβαλαρέους κι όλους με στολή. Και νά, μια μέρα, ένα αγοράκι μόλις οχτώ χρονώ, γιος ενός υπηρέτη, πέταξε μια πέτρα εκεί που έπαιζε και χτύπησε στο πόδι τ' αγαπημένο κυνηγόσκυλο του στρατηγού. «Γιατί κουτσαίνει τ' αγαπημένο μου σκυλί;» Του λένε λοιπόν το και το. Τούτο δω το παιδί πέταξε μια πέτρα και το χτύπησε. «Α, εσύ ήσουν», είπε και καλοκοίταξε ο στρατηγός. «Πιάστε τον!» Τον πιάσανε και τον πήρανε απ' τη μάνα του, όλη τη νύχτα τον αφήσανε στο μπουντρούμι. Το πρωί, μόλις έφεξε, βγαίνει ο στρατηγός μ' όλη την ακολουθία του για κυνήγι, καβαλίκεψε στ' άλογο, γύρω του οι φιλοξενούμενοι —χαραμοφάηδες—, τα σκυλιά, οι υπηρέτες, οι σαλπιγκτές, όλοι στ' άλογα. Μαζεύτηκαν και οι χωριάτες για να δουν, και μπροστά μπροστά η μητέρα του ένοχου παιδιού. Βγάζουν απ' το μπουντρούμι τον μικρό. Είναι μια σκυθρωπή, ψυχρή, φθινοπωριάτικη μέρα γεμάτη καταχνιά, περίφημος καιρός για κυνήγι. O στρατηγός διατάζει να γδύσουν τον μικρό· τον γδύνουν και τον αφήνουν τσιτσίδι, αυτός τρέμει, αλάλιασε απ' το φόβο του, δεν τολμάει να βγάλει κιχ... «Μαρς!» διατάζει ο στρατηγός, «τρέχα, τρέχα!» φωνάζουν στον μικρό οι ιπποκόμοι υπηρέτες, τ' αγόρι αρχίζει να τρέχει... «Απάνω του!» ξεφωνίζει ο στρατηγός κι αμολάει πίσω του όλο το κοπάδι τα σκυλιά. Αυτό έγινε μπροστά στη μητέρα, τα σκυλιά κάνανε κομμάτια το παιδάκι!... Το στρατηγό τον έβαλαν, νομίζω, υπό απαγόρευσιν. Λοιπόν... τι θα 'πρεπε να του κάνουν; Να τον τουφεκίσουν; Να τον εκτελέσουν για να ικανοποιηθεί το αίσθημα της ηθικής; Λέγε, Αλιόσα!

— Να τον τουφεκίσουν! πρόφερε ο Αλιόσα μ' ένα χλωμό, κάπως στραβό χαμόγελο, σηκώνοντας τα μάτια και κοιτάζοντας τον αδερφό του.

— Μπράβο! ούρλιαξε ο Ιβάν μ' ενθουσιασμό. Μια και το λες εσύ, θα πει πως... αχ, ρασοφόρε μου! Νά λοιπόν τι διαβολάκος βρίσκεται στη μικρή σου καρδιά, Αλιόσκα Καραμάζοβ!

— Είπα μιαν ανοησία, αλλά...

— Αυτό είναι ίσα ίσα, πως υπάρχει το αλλά... φώναξε ο Ιβάν. Μάθε, δόκιμε, πως οι ανοησίες είναι πολύ χρειαζούμενες σε τούτη τη γη. O κόσμος στηρίζεται στις ανοησίες και χωρίς αυτές ίσως και να μη γινόταν τίποτα εδώ κάτω. Κάτι ξέρουμε εμείς!

— Τι ξέρεις;

— Δεν καταλαβαίνω τίποτα, συνέχισε ο Ιβάν σαν να παραμιλούσε. Και τώρα δε θέλω τίποτα να καταλάβω. Θέλω να μείνω με το γεγονός. Το 'χω από καιρό αποφασίσει να μην καταλαβαίνω. Αν θελήσω να καταλάβω κάτι, θα προδώσω αυτοστιγμής το γεγονός, κι εγώ αποφάσισα να μείνω με το γεγονός...

— Γιατί με δοκιμάζεις, γιατί με βασανίζεις έτσι; αναφώνησε μ' ένα ξέσπασμα θλίψης ο Αλιόσα. Θα μου το πεις επιτέλους;

— Και βέβαια θα στο πω, εκεί έφερνα συνεχώς την κουβέντα, για να στο πω. Μου είσαι προσφιλής, δε θέλω να σε χάσω και να σε παραχωρήσω στο Ζωσιμά σου.

O Ιβάν σώπασε για λίγο, το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά πολύ θλιμμένο.

— Άκου με: μίλησα μονάχα για τα παιδάκια, για να γίνει το πράμα πιο χτυπητό. Για όλα τ' άλλα ανθρώπινα δάκρυα που 'χουν διαποτίσει όλη τη γη απ' το φλοιό ως το κέντρο της, δε λέω ούτε λέξη, επίτηδες περιόρισα το θέμα μου. Είμαι ένας κοριός και παραδέχομαι ταπεινά πως δεν μπορώ καθόλου να το καταλάβω γιατί είναι έτσι κανονισμένα όλα αυτά. Θα πει λοιπόν πως οι ίδιοι οι άνθρωποι φταίνε: τους δόθηκε ο Παράδεισος, αυτοί θέλησαν την ελευθερία, αρπάξανε τη φωτιά απ' τον ουρανό, ξέροντας και μόνοι τους πως θα γίνουν δυστυχισμένοι, ώστε δεν υπάρχει λόγος να τους λυπόμαστε. Ω, εγώ με το αξιολύπητο, το γήινο, ευκλείδειο μυαλό μου, ξέρω μονάχα πως η δυστυχία υπάρχει, πως ένοχοι δεν υπάρχουν, πως όλα είναι συνέπειες κάποιου προηγουμένου γεγονότος, πως όλα γίνονται απλά και φυσικά, πως ακόμα όλα κυλάνε και ισορροπούν, όμως όλα αυτά δεν είναι παρά μια ευκλείδεια σαχλαμάρα, τα ξέρω δα όλα αυτά, μα δεν μπορώ να παραδεχτώ να ζήσω σύμφωνα μ' αυτήν! Τι με νοιάζει που δεν υπάρχουν ένοχοι και πως όλα είναι συνέπειες κι αποτελέσματα απλά και φυσικά και πως εγώ το ξέρω αυτό; Μου χρειάζεται μια ανταμοιβή, αλλιώς θα εκμηδενίσω ο ίδιος τον εαυτό μου. Και η ανταμοιβή αυτή να μην έρθει κάπου στο άπειρο, κάποτε, μα εδώ, σε τούτη τη γη, να τη δω και μονάχος μου. Πίστευα και θέλω να τα δω μονάχος μου κι αν ως τα τότε θα 'χω πεθάνει, πρέπει να μ' αναστήσουνε γιατί θα πειραχτώ πολύ αν γίνουν όλα όταν εγώ θα απουσιάζω. Γιατί δεν υπόφερα εγώ για να χαρίσω με τα βάσανα και τους πόνους μου σε κάποιον άλλον την αιώνια αρμονία. Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια πως θα ξαπλώσει το ζαρκάδι δίπλα στο λιοντάρι και πως ο σφαγμένος θα σηκωθεί και θα αγκαλιάσει εκείνον που τον έσφαξε. Θέλω να βρίσκομαι εδώ πέρα όταν όλοι θα μάθουν ξαφνικά για ποιο λόγο ήταν όλα έτσι όπως ήταν. Πάνω σ' αυτή την επιθυμία βασίζονται όλες οι θρησκείες του κόσμου. Κι εγώ πιστεύω. Μα νά όμως, τα παιδάκια. Τι θα κάνω τότε μ' αυτά; Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το λύσω. Το ξαναλέω για εκατοστή φορά πως τα παραδείγματα είναι πολλά, μα εγώ πήρα μονάχα τα παιδάκια γιατί σε τούτο το παράδειγμα φαίνεται καθαρότερα εκείνο που θέλω να πω. Άκου: Αν πρέπει όλοι να υποφέρουν για να εξαγοράσουν με τα βάσανά τους την αιώνια αρμονία, τότε τι σχέση έχουν τα παιδιά, σε παρακαλώ; Είναι εντελώς ακατανόητο για ποιο λόγο πρέπει να υποφέρουν κι αυτά και γιατί να εξαγοράζουν με βάσανα την αρμονία; Γιατί τα πήρε κι αυτά το σχέδιο και θυσιάστηκαν για την μελλούμενη αρμονία, που θα τη χαρεί κάποιος άλλος; Το αλληλέγγυο στις αμαρτίες ανάμεσα στους ανθρώπους το καταλαβαίνω, καταλαβαίνω το αλληλέγγυο και στην ανταμοιβή, μα τα παιδάκια δεν έχουν καμιά σχέση με τις αμαρτίες κι αν είναι αλήθεια πως είναι κι αυτά συνυπεύθυνα με τους πατεράδες για τα κρίματα αυτών των τελευταίων, τότε φυσικά η αλήθεια αυτή δεν είναι του κόσμου τούτου και γω δεν μπορώ να την καταλάβω. Μπορεί να πει κάνας χωρατατζής πως το παιδί, όπως και να 'ναι, θα μεγαλώσει και θα 'χει όλο τον καιρό ν' αμαρτήσει, μα νά που δε μεγάλωσε, το καταξεσκίσανε οχτώ χρονώ τα σκυλιά. Ω, Αλιόσα, δε βλασφημώ τούτη τη στιγμή! Γιατί καταλαβαίνω τον κλονισμό του σύμπαντος όταν όλα, όσα βρίσκονται στον ουρανό και κάτω απ' τη γη, συγχωνευτούν σ' ένα τραγούδι δόξας κι όλες οι υπάρξεις κι όλα τα όντα που ζήσανε κάποτε θ' αναφωνήσουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, απεκαλύφθησαν γάρ αι οδοί Σου!» Όταν πια η μητέρα θ' αγκαλιάσει το βασανιστή που καταξέσκισε με τα σκυλιά το γιό της κι αναφωνήσουν και οι τρεις: «Δίκιο έχεις, Κύριε», τότε πια θα φτάσει η στιγμή της πλέριας γνώσης κι όλα θα εξηγηθούν. Μα εδώ ίσα ίσα είναι ο κόμπος. Αυτό ίσα ίσα είναι που δεν μπορώ να το αποδεχτώ. Κι όσο βρίσκομαι στη γη βιάζομαι να πάρω τα μέτρα μου. Γιατί, βλέπεις, Αλιόσα, μπορεί και στ' αλήθεια να συμβεί τούτο δω: Αν θα ζήσω ως την ώρα εκείνη, ή αν θ' αναστηθώ για να δω αυτό που θα γίνει, μπορεί και γω ο ίδιος ν' αναφωνήσω, βλέποντας τη μητέρα που θ' αγκαλιάζει το βασανιστή του παιδιού της: «Δίκιο έχεις, Κύριε!» μα εγώ δε θέλω ν' αναφωνήσω τότε. Όσο είναι καιρός ακόμα, θέλω να προφυλάξω τον εαυτό μου και γι' αυτό αρνιέμαι εντελώς την υπέρτατη αρμονία. Δεν αξίζει αυτή ούτε τα δάκρυα εκείνου του μικρού βασανισμένου παιδιού που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του και προσευχόταν στη βρωμερή του τρύπα κλαίγοντας με τ' ανεξαγόραστα δάκρυά του στο «Θεούλη»! Δεν αξίζει, γιατί τα δάκρυά του δεν εξαγοράστηκαν. Πρέπει να εξαγοραστούν, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει αρμονία. Μα με τι, με τι θα τα εξαγοράσεις; Είναι τάχα μπορετό κάτι τέτοιο; Μήπως τάχα με το ότι κάποιος θα εκδικηθεί γι' αυτά; Μα τι να την κάνω την εκδίκησή τους, τι να το κάνω αν οι βασανιστές πάνε στην Κόλαση; Τι μπορεί να διορθώσει εδώ πέρα η Κόλαση, όταν το παιδί βασανίστηκε πια; Και τι αρμονία θα 'ναι αυτή όταν θα υπάρχει και η Κόλαση; Θέλω να συγχωρέσω, θέλω μ' όλους να συμφιλιωθώ, δε θέλω να υποφέρει κανένας πια. Κι αν τα βάσανα των παιδιών ήταν συμπλήρωμα όλων εκείνων των βασάνων που ήταν απαραίτητα για ν' αγοραστεί η αλήθεια, τότε υποστηρίζω απ' τα πριν πως όλη η αλήθεια δεν αξίζει ένα τέτοιο τίμημα. Δεν το θέλω επιτέλους η μητέρα ν' αγκαλιάσει το βασανιστή που έβαλε τα σκυλιά να καταξεσκίσουν το παιδί της! Δεν πρέπει να τον συγχωρέσει! Αν θέλει, ας τον συγχωρέσει το βασανιστή για τον άμετρο μητρικό της πόνο. Μα το μαρτύριο του καταξεσκισμένου της παιδιού δεν έχει το δικαίωμα να το συγχωρέσει, δεν επιτρέπεται να συγχωρέσει το βασανιστή, έστω κι αν το ίδιο το παιδί τον συγχωρούσε! Κι αν είναι έτσι, αν δεν έχουν το δικαίωμα να συγχωρέσουν, τότε πού βρίσκεται η αρμονία; Υπάρχει τάχα στον κόσμο έστω κι ένα πλάσμα μονάχα που θα μπορούσε και θα 'χε το δικαίωμα να συγχωρέσει; Δεν την θέλω την αρμονία, από αγάπη στην ανθρωπότητα δεν τη θέλω. Θέλω να μείνω καλύτερα με τα βάσανα τα ανεκδίκητα. Καλύτερα να μείνω με τα ανεκδίκητα βάσανά μου και με την άσβεστη αγανάχτησή μου, έστω κι αν έχω άδικο. Μα σαν πολύ την εχτιμήσανε την αρμονία, δεν είναι για την τσέπη μας, δεν μπορούμε να πληρώνουμε τόσα για το εισιτήριό της. Γι' αυτό κιόλας βιάζομαι να επιστρέψω το δικό μου εισιτήριο. Κι αν είμαι τίμιος άνθρωπος, έχω υποχρέωση να το επιστρέψω όσο γίνεται πιο νωρίς. Αυτό κάνω ίσα ίσα. Δεν είναι που δεν παραδέχομαι το Θεό, Αλιόσα· μονάχα το εισιτήριο του επιστρέφω μ' όλον τον απαιτούμενο σεβασμό.

— Μα αυτό είναι ανταρσία, πρόφερε ήσυχα ο Αλιόσα με τα μάτια χαμηλωμένα.

— Ανταρσία; Δε θα 'θελα ν' ακούσω από σένα αυτή τη λέξη, πρόφερε ο Ιβάν σαν απ' τα τρίσβαθά του. Μπορεί να ζήσει τάχα κανείς στασιάζοντας; Μα εγώ θέλω να ζήσω. Πες μου το και μόνος σου καθαρά— σε προκαλώ, απάντησε: Φαντάσου πως συ ο ίδιος χτίζεις το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με το σκοπό να χαρίσεις τελικά στους ανθρώπους την ευτυχία, να τους δώσεις επιτέλους την ειρήνη και την ηρεμία, μα για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο, είναι αναπόφευχτο να καταβασανίσεις ένα μονάχα μικρούλικο πλάσμα, εκείνο το ίδιο παιδάκι, να πούμε, που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του, και πάνω στα ανεκδίκητα δάκρυά του να θεμελιώσεις το οικοδόμημα. Θα δεχόσουν τάχα να γίνεις αρχιτέκτονας μ' αυτούς τους όρους; Απάντησέ μου και μην ψεύδεσαι!

— Όχι, δε θα δεχόμουν, έκανε μαλακά ο Αλιόσα.

— Και μπορείς ποτέ να παραδεχτείς τη σκέψη πως οι άνθρωποι, που γι' αυτούς εσύ χτίζεις, θα δέχονταν αυτή την ευτυχία, αν τυχόν θεμελιωνόταν στο αδικοχαμένο αίμα του μικρού μάρτυρα; Και πώς, αν την δέχονταν, θα μένανε για πάντα ευτυχισμένοι;

— Όχι, δεν μπορώ να το παραδεχτώ, Αδελφέ, πρόφερε ξαφνικά ο Αλιόσα και τα μάτια του λάμψανε. Μόλις τώρα είπες: Υπάρχει τάχα στον κόσμο κανένα Πλάσμα που να μπορεί και να 'χει το δικαίωμα να συγχωρέσει; Όμως αυτό το Πλάσμα υπάρχει, και μπορεί όλους να τους συγχωρέσει και για όλα, γιατί και το Ίδιο έδωσε το αθώο του αίμα για όλους και για όλα. Τον ξέχασες, μα πάνω Του ίσα ίσα θα θεμελιωθεί το οικοδόμημα και σ' Αυτόν θα φωνάξουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, αι οδοί Σου γάρ απεκαλύφθησαν».

— Α, μιλάς για τον «μόνον αναμάρτητον» και το αίμα του! Όχι, δεν τον ξέχασα, κι απορούσα απεναντίας πώς τόσην ώρα δεν τον έβαζες μπροστά, γιατί συνήθως στις συζητήσεις όλοι οι δικοί σας αυτόν βάζουν μπροστά. Ξέρεις κάτι, Αλιόσα; Μη γελάσεις, ε; Εδώ κι ένα χρόνο έφτιαξα ένα ποίημα. Αν μπορούσες να χάσεις μαζί μου ακόμα δέκα λεπτά θα στο διηγόμουνα. Θέλεις;

— Έγραψες ποίημα εσύ;

— Ω, όχι, δεν το 'γραψα, γέλασε ο Ιβάν. Και ποτέ στη ζωή μου δεν ταίριασα ούτε δυο στίχους. Μα τούτο το ποίημα το φαντάστηκα και το κράτησα στη θύμησή μου. Μου 'χε έρθει έμπνευση. Συ θα 'σαι ο πρώτος αναγνώστης μου, ο ακροατής μου θέλω να πω. Γιατί να χάσει ο συγγραφέας έστω και τον μοναδικό του ακροατή; χαμογέλασε ο Ιβάν. Να στο διηγηθώ ή όχι;

— Σ' ακούω, πρόφερε ο Αλιόσα.

— Το ποίημά μου έχει τίτλο «ο Μέγας Ιεροξεταστής» είναι κάτι αλλόκοτο, θέλω όμως να στο πω.


5. IV. Ανταρσία 5. IV. Mutiny 5. IV. La mutinerie

Πρέπει να σου κάνω μια εκμυστήρευση, άρχισε ο Ιβάν: Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πώς μπορεί ν' αγαπάει κανένας τον πλησίον του. "I have a confession to make," Ivan began: I have never been able to understand how anyone can love his neighbor. "Я должен сделать признание, - начал Иван: Я никогда не мог понять, как можно любить ближнего своего. Γιατί ακριβώς τον πλησίον σου κατά τη γνώμη μου είναι αδύνατο ν' αγαπάς. Because it is precisely your neighbour who, in my opinion, is impossible to love. Μονάχα εκείνους που είναι μακριά σου μπορείς ίσως ν' αγαπάς. Only those who are far from you can perhaps love. Κάποτε διάβασα κάπου για τον «Ιωάννη τον Ελεήμονα» (έναν άγιο), πως αυτός, όταν ήρθε κοντά του ένας περαστικός πεινασμένος και κοκαλιασμένος απ' το κρύο και τον παρακάλεσε να τον ζεστάνει, πλάγιασε μαζί του στο κρεβάτι, τον αγκάλιασε κι άρχισε να ζεσταίνει με την ανάσα του το εμπυασμένο και βρωμερό από κάποια τρομερή αρρώστια στόμα του. I once read somewhere about "John the Merciful" (a saint), that when a passerby came to him, hungry and skinny from the cold and begged him to warm him, he lay down with him on the bed, hugged him and began to warm his mouth, which was soaked and stinking from some terrible disease, with his breath. Είμαι βέβαιος πως αυτό το 'κανε αναγκάζοντας τον εαυτό του, αναγκάζοντάς τον και ψευδόμενος στον ίδιο τον εαυτό του, επιβάλλοντάς του την υποχρέωση ν' αγαπάει αυτόν τον δυστυχή από αίσθημα αυτοτιμωρίας. I'm sure he did this by forcing himself, forcing himself and lying to himself, imposing on him the obligation to love this unfortunate man out of a sense of self-punishment. Για να μπορέσεις ν' αγαπήσεις έναν άνθρωπο, πρέπει αυτός να κρυφτεί. To be able to love a man, he must hide himself. Μόλις σου παρουσιαστεί το πρόσωπό του, χάνεται η αγάπη. As soon as his face is presented to you, love is lost.

— Αυτό το 'λεγε συχνά ο στάρετς Ζωσιμάς, παρατήρησε ο Αλιόσα. - 'That's what the starlet Zosimas used to say,' Alyosha observed. Έλεγε κι αυτός πως το πρόσωπο του ανθρώπου εμποδίζει πολλές φορές τους άπειρους στην αγάπη ν' αγαπάνε. He also said that the face of man often prevents those inexperienced in love from loving. Όμως υπάρχει και πολλή αγάπη στην ανθρωπότητα, σχεδόν παρόμοια μάλιστα με την αγάπη του Χριστού, αυτό το ξέρω από πείρα, Ιβάν. But there is also a lot of love in humanity, almost similar to the love of Christ, I know this from experience, Ivan.

— Ε, ας είναι. Πάντως εγώ δεν το ξέρω ακόμα κι ούτε μπορώ νάτο καταλάβω. However, I don't know it yet and I can't understand it either. Το ίδιο κι αναρίθμητοι άνθρωποι. So are countless people. Το ζήτημα είναι αν αυτό προέρχεται απ' τις κακές ιδιότητες του ανθρώπου ή αν είναι τέτοια η φύση του. The question is whether this comes from man's evil qualities or whether it is his nature. Κατά τη γνώμη μου η αγάπη του Χριστού για τους ανθρώπους, στο είδος της, είναι ένα θαύμα ακατόρθωτο στη γη. In my opinion, Christ's love for people, in its kind, is a miracle unattainable on earth. Είναι αλήθεια πως Εκείνος ήταν Θεός. It is true that He was God. Μα εμείς δεν ήμαστε Θεοί. But we were not Gods. Γιατί ας υποθέσουμε πως είμαι βαθιά δυστυχισμένος. Because suppose I am deeply unhappy. Μα ο άλλος ποτέ δε θα μπορέσει να καταλάβει το πόσο υποφέρω, γιατί είναι άλλος κι όχι εγώ κι εκτός απ' αυτό σπάνια ένας άνθρωπος θα θελήσει να παραδεχτεί έναν άλλον για δυστυχισμένο (λες κι αυτό είναι κανένας τίτλος τιμής). But the other person will never be able to understand how much I am suffering, because he is another person and not me and besides, rarely will a person want to admit another person is unhappy (as if that is a title of honour). Και γιατί νομίζεις πως δε θα θελήσει να το παραδεχτεί; Γιατί λόγου χάρη βρωμάνε τα χνώτα μου, γιατί το πρόσωπό μου έχει ανόητη έκφραση, γιατί κάποτε του πάτησα τον κάλο. And why do you think he won't want to admit it? Because my breath stinks, for example, because my face has a silly expression, because I once stepped on his bunion. Ύστερα οι δυστυχίες είναι λογιών λογιών. Then the misfortunes are legions of misfortunes. Μια ταπεινωτική δυστυχία, μια δυστυχία που με ταπεινώνει, την πείνα λόγου χάρη, θα την παραδεχτεί ο ευεργέτης μου, μα μόλις συμβεί να υποφέρω για κάτι ανώτερο, για μια ιδέα π.χ. A humiliating misery, a misery that humiliates me, hunger for example, will be admitted by my benefactor, but as soon as I happen to suffer for something higher, for an idea for example. τότε σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις θα την παραδεχτεί, γιατί αυτός θα με κοιτάξει λόγου χάρη και θα δει ξαφνικά πως το πρόσωπό μου δεν είναι καθόλου όπως θα ταίριαζε να 'ναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που υποφέρει για την τάδε ιδέα. then on very rare occasions he will admit it, because he will look at me, for example, and suddenly see that my face is not at all like the face of a man who suffers for this or that idea. Αμέσως λοιπόν μου αρνιέται την ευσπλαχνία του. So he immediately denies me his compassion. Κι αυτό δεν το κάνει καθόλου από κακία. And he's not doing this out of spite at all. Οι ζητιάνοι, κυρίως οι ευγενείς ζητιάνοι, θα 'πρεπε να μη δείχνουν ποτέ το πρόσωπό τους μα να ζητάνε την ελεημοσύνη με αγγελίες στις εφημερίδες. Beggars, especially the noble beggars, should never show their faces but should ask for alms with advertisements in the newspapers. Αφηρημένα μπορεί ν' αγαπάει κανείς τον πλησίον του και κάποτε από μακριά, μα από κοντά σχεδόν ποτέ. One can love one's neighbour in the abstract and sometimes from afar, but almost never up close. Αν γίνονταν όλα όπως γίνονται στη σκηνή, στο μπαλέτο, όπου οι ζήτουλες, όταν παρουσιάζονται, έρχονται με μεταξωτά κουρέλια και σκισμένες νταντέλες και ζητάνε ελεημοσύνη χορεύοντας χαριτωμένα, τότε θα μπορούσε ακόμα κανείς να τους θαυμάζει. If everything were done as it is done on the stage, in the ballet, where the zealots, when they are presented, come in silk rags and torn dandies and ask for alms while dancing gracefully, then one could still admire them. Να τους θαυμάζει, όχι όμως και να τους αγαπάει. To admire them, but not to love them. Μα αρκετά είπαμε γι' αυτό. But enough said about that.

Ήθελα μονάχα να σε κατατοπίσω για το πρίσμα που μ' αυτό βλέπω τα πράγματα. I just wanted to make you aware of the perspective in which I see things. Ήθελα να μιλήσω για τη δυστυχία της ανθρωπότητας γενικά, μα καλύτερα να πούμε ειδικά για τα βάσανα των παιδιών. I wanted to talk about the suffering of humanity in general, but it is better to talk specifically about the suffering of children. Αυτό θα μικρύνει το θέμα μου δέκα φορές, μα καλύτερα έτσι. This will shorten my subject ten times, but it's better that way. Φυσικά αυτό δεν συμφέρει καθόλου. Of course, this is not in your interest at all. Μα πρώτα πρώτα τα παιδάκια μπορεί να τ' αγαπάει κανείς έστω κι αν βρίσκονται κοντά του, έστω κι αν είναι βρώμικα, έστω κι αν έχουν άσχημο πρόσωπο (μου φαίνεται όμως πως τα παιδάκια ποτέ δεν έχουν άσχημο πρόσωπο) δεύτερο, για τους μεγάλους δε θα μιλήσω, γιατί εκτός που είναι αποκρουστικοί και δεν αξίζουν να τους αγαπάς, είναι κιόλας αποζημιωμένοι κατά, κάποιον τρόπο: φάγανε το μήλο και γνωρίσανε το καλό και το κακό και γίνανε «ώς ό Θεός». But first of all, children can be loved even if they are close to you, even if they are dirty, even if they have an ugly face (but it seems to me that children never have an ugly face).Secondly, I will not speak of adults, because apart from being repulsive and not worth loving, they are also compensated in some way: they have eaten the apple and have known good and evil and have become "like God". Εξακολουθούν και τώρα να το τρώνε. They still eat it now. Μα τα παιδάκια τίποτα δεν φάγανε και προς το παρόν είναι εντελώς αθώα. But the little children have not eaten anything and for the moment they are completely innocent. Τ' αγαπάς τα παιδάκια, Αλιόσα; Το ξέρω πως τ' αγαπάς και σίγουρα θα καταλαβαίνεις για ποιο λόγο θέλω να μιλήσω τώρα αποκλειστικά γι' αυτά. Do you love children, Alyosha? I know you do, and I'm sure you can see why I want to talk exclusively about them now. Αν υποφέρουν κι αυτά τρομερά σε τούτον τον κόσμο, είναι βέβαια γιατί πληρώνουν τις αμαρτίες των πατεράδων τους που φάγανε το μήλο. If they also suffer terribly in this world, it is certainly because they are paying for the sins of their fathers who ate the apple. Όμως αυτός ο συλλογισμός ανήκει σε άλλον κόσμο και η ανθρώπινη καρδιά εδώ στη γη δεν μπορεί να τον καταλάβει. But this reasoning belongs to another world and the human heart here on earth cannot understand it. Δεν επιτρέπεται να υποφέρει ένας αθώος για κάποιον άλλο και μάλιστα ένας τέτοιος αθώος! An innocent person is not allowed to suffer for another and even such an innocent person! Νά κάτι άλλο που θα σε εκπλήξει, Αλιόσα: αγαπάω και γω τρομερά τα παιδάκια. Here's something else that will surprise you, Alyosha: I love children terribly too. Και πρόσεξε, οι σκληροί άνθρωποι, οι γεμάτοι πάθη, οι σαρκοβόροι, οι Καραμάζοβ, αγαπάνε καμιά φορά πολύ τα παιδιά. And notice, the cruel people, the passionate, the carnivorous, the Karamazov, sometimes love children very much. Τα παιδιά, όσο μένουν παιδιά, ως τα εφτά τους χρόνια λόγου χάρη, είναι τρομερά αλλιώτικα απ' τους ανθρώπους: λες και είναι εντελώς άλλα πλάσματα, μ' άλλη φύση. Children, as long as they remain children, up to the age of seven, for example, are terribly different from people: as if they were completely different creatures, with a different nature. Γνώρισα έναν κακούργο στη φυλακή: του 'τυχε στη διάρκεια της καριέρας του, εκεί που ξεπάστρεβε ολάκερες οικογένειες σε σπίτια όπου είχε μπει τη νύχτα για να κλέψει, να καθαρίσει «επί τη ευκαιρία» και μερικά παιδάκια. I met a villain in prison: he was lucky during his career, where he was trashing entire families in houses he had entered at night to steal, to clean up "by the way" and a few little kids. Μα όταν έμεινε στη φυλακή, τ' αγαπούσε τόσο που σ' έκανε ν' απορείς. But when he was in prison, he loved it so much it made you wonder. Κοίταζε όλη την ώρα απ' το παράθυρο τα παιδιά που παίζανε στην αυλή της φυλακής. He watched all the time from the window the children playing in the prison yard. Ένα μικρό αγοράκι έμαθε να 'ρχεται κάτω από το παράθυρό του και γίνανε πολύ φίλοι. A little boy learned to come under his window and they became very friendly. Δεν ξέρεις γιατί τα λέω όλα αυτά, Αλιόσα; Μου πονάει κάπως το κεφάλι και νιώθω θλίψη. Don't you know why I'm saying all this, Alyosha? My head hurts a little and I feel sad.

— Μιλάς παράξενα, είπε ανήσυχα ο Αλιόσα. - 'You talk strangely,' said Aliosha anxiously. Σάμπως να μην ξέρεις και συ τι λες. Maybe you don't know what you're talking about.

— Μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σου πω και τούτο: πριν από λίγο καιρό, μου διηγόταν στη Μόσχα ένας Βούλγαρος, συνέχισε ο Ιβάν Φιοντόροβιτς σάμπως να μην είχε ακούσει τι του είπε ο αδερφός του, τις αγριότητες που κάνουν παντού στη Βουλγαρία οι Τούρκοι και οι Τσερκέζοι γιατί φοβόνται τη γενική εξέργεση των σλάβων. - Speaking of which, I'll tell you this: some time ago, a Bulgarian was telling me in Moscow, Ivan Fyodorovich continued, as if he had not heard what his brother had told him, about the atrocities that the Turks and Circassians are committing everywhere in Bulgaria because they fear the general outrage of the Slavs. Καίνε, σφάζουνε, βιάζουν γυναίκες και παιδιά, καρφώνουν τ' αυτιά των καταδίκων σε ξύλινους φράχτες και τους αφήνουν εκεί πέρα όλη νύχτα και το πρωί τους κρεμάνε, κ.τ.λ. They burn, slaughter, rape women and children, nail the ears of convicts to wooden fences and leave them there all night and in the morning they hang them, etc. Είναι αδύνατο και να τα φανταστείς όλα όσα γίνονται. It's impossible to even imagine all the things that are happening. Καμιά φορά μιλάνε για τη «θηριώδη» αγριότητα του ανθρώπου, όμως αυτό είναι μεγάλο άδικο και προσβολή για τα θηρία: το θηρίο ποτέ δεν μπορεί να 'ναι τόσο άγριο όσο ο άνθρωπος, τόσο καλλιτεχνικά, τόσο γραφικά άγριο. Sometimes they talk about the "beastly" savagery of man, but this is a great injustice and an insult to the beasts: the beast can never be as wild as man, as artistically, as graphically wild. Η τίγρη το μόνο που κάνει είναι να δαγκώνει, να ξεσκίζει, αυτό ξέρει μονάχα. All the tiger does is to bite, to tear, that's all it knows. Ποτέ δε θα της περνούσε η σκέψη να καρφώσει ανθρώπους απ' τα αυτιά στο φράχτη και να τους αφήσει εκεί πέρα τη νύχτα, ακόμα κι αν μπορούσε να το κάνει. She would never entertain the thought of pinning people by their ears to the fence and leaving them there at night, even if she could. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα μικρά παιδιά. These Turks tortured even the little children with pleasure. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τα βγάζανε από μέσα. They would tear their mother's belly with a sword and pull them out. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τ' άφηναν να πέσουν και να καρφωθούν πάνω σε μια λόγχη. They would throw boobies in the air and let them fall and get stuck on a spear. Κι όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. And all this in front of the mothers' eyes. Η ηδονή ήταν ακριβώς που το βλέπανε και οι μανάδες. The pleasure was exactly what the mothers saw. Μα νά και μια σκηνή που μ' έκανε να ενδιαφερθώ εξαιρετικά. But here's a scene that made me extremely interested. Φαντάσου τούτο δω: ένα βυζασταρούδι στα χέρια μιας μητέρας που τρέμει, γύρω της Τούρκοι που μόλις μπήκανε στο χωριό. Imagine this here: a shivering mother holding a little tit in her hands, surrounded by Turks who have just entered the village. Και στήνουν ένα γουστόζικο παιχνίδι: χαϊδεύουν το μωρό, γελάνε για να το κάνουν κι αυτό να γελάσει. And they set up a fun game: they stroke the baby, they laugh to make the baby laugh. Τέλος το καταφέρνουν, το μωρό γελάει. Finally they make it, the baby laughs. Εκείνη τη στιγμή ένας Τούρκος το σημαδεύει με το πιστόλι· η κάνη είναι μόλις δέκα πόντους απ' το προσωπάκι του. At that moment a Turk points a pistol at it; the barrel is only ten inches from its little face. Τ' αγοράκι χαχανίζει χαρούμενο, τεντώνει τα χεράκια του για ν' αρπάξει το πιστόλι και ξαφνικά ο καλλιτέχνης κατεβάζει τον κόκορα και του κάνει θρύψαλα το κεφαλάκι... Δεν είναι καλλιτεχνικό, ψέματα; Επί τη ευκαιρία, λένε πως οι Τούρκοι αγαπάνε πολύ τα γλυκά. The little boy giggles happily, stretches his little hands to grab the pistol and suddenly the artist takes down the cock and smashes its head... It's not artistic, is it? By the way, they say the Turks are very fond of sweets.

— Αδερφέ, γιατί τα λες όλα αυτά; ρώτησε ο Αλιόσα. - Brother, why are you saying all this? asked Aliosha.

— Σκέφτομαι πως αν δεν υπάρχει διάβολος κι αν κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ' εικόνα και ομοίωσή του. - I think that if there is no devil and if man therefore created him, then he certainly created him in his own image and likeness.

— Αν είναι έτσι, τότε συνέβη ακριβώς αυτό που έγινε και με το Θεό. - If so, then exactly what happened with God happened.

— Ξέρεις να πιάνεσαι περίφημα απ' τις λέξεις του άλλου, όπως λέει κι ο Πολώνιος στον Άμλετ, είπε γελώντας ο Ιβάν. - "You know how to pick up on other people's words, as Polonius says in Hamlet," said Ivan, laughing. Μ' έπιασες απ' τα ίδια μου τα λόγια. You got me by my own words. Ας είναι, είμαι ευχαριστημένος. So be it, I'm happy. Σπουδαίος λοιπόν θα 'ναι, μα την αλήθεια, κι ο Θεός σου αν τον δημιούργησε ο άνθρωπος κατ' εικόνα και ομοίωσή του. Great then, in truth, will your God be, if man created him in his own image and likeness. Με ρώτησες πριν από λίγο γιατί τα λέω όλα αυτά: Αμ εγώ, βλέπεις, είμαι ένας ερασιτέχνης και συλλέκτης ορισμένων γεγονότων. You asked me a while ago why I'm saying all this: Um, you see, I am an amateur and a collector of certain facts. Τα σημειώνω —το πιστεύεις τάχα;— απ' τις εφημερίδες και τις διηγήσεις, απ' όπου τύχει, κι έχω πια μια αρκετά καλή συλλογή. I take notes - can you believe it?- from the newspapers and the stories, from wherever I happen to find them, and I now have quite a good collection. Φυσικά μπήκανε και οι Τούρκοι στη συλλογή, μα όλοι αυτοί είναι ξένοι. Of course, the Turks were included in the collection, but they are all foreigners. Έχω και ντόπιο πράμα και μάλιστα καλύτερο από το τούρκικο. I've got some local stuff and it's even better than the Turkish stuff. Όπως ξέρεις, σε μας εδώ πέφτει το περισσότερο ξύλο, με βίτσες και κνούτο, αυτό είναι εθνικό χαρακτηριστικό: είναι αδύνατο να σε καρφώσουν εδώ πέρα απ' τα αυτιά· όσο να 'ναι, είμαστε, βλέπεις, Ευρωπαίοι. As you know, we get most of the beating here, with birch trees and a knout, that's a national characteristic: it's impossible to get stabbed here beyond the ears; we are, you see, Europeans. Μα οι βίτσες και το κνούτο είναι κάτι δικό μας και κανένας δεν μπορεί να μας το πάρει. But the villas and the knouto are ours and no one can take them away from us. Καθώς φαίνεται, στο εξωτερικό δε δέρνουν καθόλου, θα εξευγενίστηκαν τα ήθη ή θα επιβλήθηκαν νόμοι που απαγορεύουν τάχα ένας άνθρωπος να μαστιγώνει έναν άλλον. As it seems, abroad they do not beat at all, manners would be refined, or laws would be imposed that forbid one man to whip another. Μα γι' αυτό βρήκανε κάτι άλλο, κάτι καθαρά εθνικό κι αυτό, τόσο που είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει στη χώρα μας, αν και, για να λέμε την αλήθεια, αρχίζει να ριζώνει κι εδώ πέρα, ιδιαίτερα μετά τη θρησκευτική κίνηση στην ανώτερη κοινωνία μας. But for that they found something else, something purely national and that too, so much so that it is almost impossible to do in our country, although, to tell you the truth, it is beginning to take root here too, especially after the religious movement in our higher society. Έχω μια θαυμάσια μπροσούρα, μεταφρασμένη απ' τα γαλλικά, για τον τρόπο που εκτελέσανε στη Γενεύη εδώ και λίγα χρόνια, πέντε μόλις, έναν κακούργο, τον Ρισάρ, έναν νέο εικοσιτριώ χρονώ, νομίζω, που μετανόησε κι έγινε χριστιανός, λίγο πριν τον ανεβάσουν στο ικρίωμα. I have a wonderful pamphlet, translated from the French, about the way they executed in Geneva a few years ago, just five years ago, a villain, Richard, a young man of twenty-three, I think, who repented and became a Christian, just before they put him on the scaffold. Αυτός ο Ρισάρ ήταν ένα παιδί που γεννήθηκε από παράνομο γάμο και που οι γονείς του τον χαρίσανε μικρόν ακόμα, κάπου έξι χρονώ, σε κάτι ορεσίβιους τσοπάνους της Ελβετίας κι εκείνοι τον μεγαλώσανε για να τον χρησιμοποιήσουν στις δουλειές τους. This Richard was a child born of an illegitimate marriage, and his parents gave him away when he was still a boy, about six years old, to some Swiss shepherds who were hungry and raised him so that they could use him in their business. Μεγάλωνε εκεί ανάμεσά τους σαν άγριο ζώο· οι βοσκοί δεν του διδάξανε τίποτα. He grew up there among them like a wild animal; the shepherds taught him nothing. Μόλις έγινε εφτά χρονώ τον στέλνανε να βόσκει το κοπάδι, με βροχή και με χιόνια, σχεδόν γυμνό και χωρίς φαΐ. As soon as he was seven years old he was sent to graze the herd, in rain and snow, almost naked and without food. Φυσικά κανένας απ' αυτούς δεν σκέφτηκε πως αυτό το φέρσιμο ήταν κακό, ούτε και μετανόησε. Of course none of them thought that this behavior was bad, nor did they regret it. Δικαίωμά τους. Their right. O Ρισάρ, βλέπεις, τους είχε χαριστεί σαν να 'ταν κάνα πράμα κι ούτε θεωρούσαν απαραίτητο να τον τρέφουν. Richard, you see, had been given to them as if he were a thing, and they didn't think it necessary to feed him. O ίδιος ο Ρισάρ έλεγε αργότερα πως εκείνα τα χρόνια ήταν σαν τον άσωτο υιό του Ευαγγελίου, που πολύ θα το 'θελε να φάει απ' το χυλό που δίνανε στα γουρούνια για να παχαίνουν, όμως ούτε απ' αυτόν δεν του δίνανε και τον δέρνανε όταν τον έκλεβε απ' τα γουρούνια. Richard himself later said that in those years he was like the prodigal son of the Gospel, who would have loved to eat of the porridge given to the pigs to make them fat, but they wouldn't give him any of that either and beat him when he stole it from the pigs. Έτσι πέρασε όλα τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια ώσπου έγινε άντρας κι άρχισε να κλέβει κανονικά. So he spent all his childhood and adolescence until he became a man and started stealing for real. Δρούσε στη Γενεύη και κάθε βράδι έπινε στην ταβέρνα τα κέρδη του· ζούσε σαν αποπαίδι της κοινωνίας και τέλος σκότωσε κάποιο γέρο και τον λήστεψε. He acted in Geneva and every night he drank his profits in the tavern; he lived like a social outcast and finally he killed an old man and robbed him. Τον πιάσανε, τον δικάσανε και τον καταδικάσανε σε θάνατο. He was caught, tried and sentenced to death. Εκεί, βλέπεις, δεν περνάνε οι συναισθηματισμοί. There, you see, sentimentality doesn't come through. Και νά, στη φυλακή τον περιτριγυρίζουν αμέσως οι πάστορες και τα μέλη διαφόρων Χριστιανικών Αδελφοτήτων, φιλάνθρωπες κυρίες κ.τ.λ. And here he is, in prison, immediately surrounded by pastors and members of various Christian Fellowships, charitable ladies, etc. Τον μάθανε εκεί να διαβάζει και να γράφει, άρχισαν να του διδάσκουν το Ευαγγέλιο, τον κατηχούσανε, τον νουθετούσαν, τον πιέζανε, του πήραν τ' αυτιά με τη φλυαρία και τέλος τον κάνανε να ομολογήσει επίσημα το έγκλημά του. They taught him there to read and write, they began to teach him the Gospel, they indoctrinated him, they admonished him, they pressed him, they took away his ears with their chatter and finally they made him confess his crime officially. Αυτός πείστηκε, έγραψε μονάχος του ένα γράμμα στο δικαστήριο, λέγοντας πως είναι τέρας και πως αξιώθηκε επιτέλους να τον φωτίσει ο Θεός με τη χάρη Του. Convinced, he wrote a letter to the court on his own, saying that he was a monster and that he deserved at last to be enlightened by God's grace. Όλη η Γενεύη αναστατώθηκε, όλη η φιλάνθρωπη και θεοσεβής Γενεύη. The whole of Geneva was upset, all of charitable and pious Geneva. Ό,τι το ανώτερο και το πιο ευγενικό υπήρχε στη Γενεύη τρέχει στη φυλακή του. All that was superior and noble in Geneva is running to its prison. Τον Ρισάρ τον φιλάνε, τον αγκαλιάζουν. Richard is kissed, embraced. «Είσαι αδερφός μας, ή χάρις τού Θεού κατήλθεν επί σε!» Κι ο Ρισάρ το μόνο που έκανε ήταν να κλαίει από τη συγκίνηση: «Ναι, κατήλθεν ή χάρις έπ' εμέ! "You are our brother, the grace of God has come upon you!" And all Richard did was cry with emotion: "Yes, grace has come upon me! Στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια λαχταρούσα την τροφή των γουρουνιών, μα τώρα κατήλθε και έπ' εμέ ή ευλογία, πεθαίνω εν Χριστώ!» «Ναι, ναι, Ρισάρ. In my childhood and adolescence I longed for the food of pigs, but now the blessing has come upon me, I am dying in Christ!" "Yes, yes, Richard. Πέθανε εν Κυρίω, έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις εν Κυρίω. Die in the Lord, you have shed blood and you must die in the Lord. Ας μη φταις που δεν γνώριζες τον Κύριο, όταν ζήλευες την τροφή των γουρουνιών κι όταν σε δέρνανε γιατί τους έκλεβες το φαΐ τους “πράμα πολύ κακό γιατί η κλοπή είναι απαγορευμένη”, όμως έχυσες αίμα και πρέπει να πεθάνεις». Let it not be your fault that you did not know the Lord, when you were jealous of the swine's food and when they beat you for stealing their food, "a very bad thing because stealing is forbidden", but you have shed blood and must die." Και νά, έρχεται και η τελευταία μέρα. And here comes the last day. O Ρισάρ, κατασυντριμμένος, κλαίει κι επαναλαμβάνει κάθε στιγμή: «Τούτη είναι η καλύτερη μέρα μου, οδεύω προς τον Κύριον! Richard, crushed, cries and repeats every moment: "This is my best day, I'm going to the Lord! » «Ναι», φωνάζουν οι πάστορες, οι δικαστές και οι φιλάνθρωπες κυρίες, «αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη σου μέρα, γιατί τώρα οδεύεις προς τον Κύριον!» Όλο το πλήθος προχωρεί προς το ικρίωμα ακολουθώντας το κάρο όπου βρίσκεται ο Ρισάρ. "Yes," cry the pastors, the judges and the charitable ladies, "this is your happiest day, for now you are going to the Lord!" The whole crowd proceeds to the scaffold following the cart where Rissar is. Το ακολουθούν μέσα σε αμάξια και πεζοί. They follow it in cars and on foot. Νά που φτάσανε στο ικρίωμα: «Πέθανε, αδερφέ μας», φωνάζουν στον Ρισάρ, «πέθανε εν Κυρίω, κατήλθεν γάρ και επί σε ή χάρις Του!» Τον ανεβάσανε λοιπόν τον πεφιλημένο αδερφό Ρισάρ στο ικρίωμα, τον ξαπλώσανε στην γκιλοτίνα και του κόψανε αδερφικά το κεφάλι, επειδή κατήλθεν έπ' αυτόν ή θεία χάρις. There they are at the scaffold: "Die, our brother," they cry to Richard, "die in the Lord, for His grace has come upon you too!" So they took the kissed brother Richard up to the scaffold, laid him on the guillotine and cut off his head in a brotherly manner, because the divine grace had come upon him. Όχι, αυτό είναι χαρακτηριστικό. No, that's typical. Αυτή η μπροσούρα έχει μεταφραστεί στα ρωσικά από κάποιους Ρώσους Λουθηρανούς, φιλάνθρωπους της ανώτερης κοινωνίας και στάλθηκε παντού για τη διαφώτιση του ρούσικου λαού, δημοσιεύτηκε σ' εφημερίδες και μοιράστηκε δωρεάν. This pamphlet has been translated into Russian by some Russian Lutherans, philanthropists of the higher society, and was sent everywhere for the enlightenment of the Russian people, published in newspapers and distributed free of charge. Τούτο το περιστατικό με τον Ρισάρ είναι αξιόλογο γιατί έχει εθνικό τόνο. This incident with Richard is remarkable because it has a national tone. Σε μας εδώ, αν και είναι ακατανόητο κάπως το τσεκούρωμα ενός αδερφού για μόνο το λόγο πως έγινε αδερφός μας κι αξιώθηκε να κατέλθει έπ' αυτόν ή χάρις τού Θεού, όμως, το ξαναλέω, έχουμε και μείς το δικό μας τρόπο, που σχεδόν δεν είναι χειρότερος. To us here, although it is somewhat incomprehensible to axe a brother for the mere reason that he became our brother and deserved to have God's grace descend upon him, yet, I repeat, we have our own way, which is hardly worse. Εμείς έχουμε την ιστορική, την άμεση απόλαυση να τσακίζουμε τους ανθρώπους στο ξύλο. We have the historical, immediate pleasure of beating people up. O Νεκράσοβ έγραψε κάτι στίχους για το πώς ένας μουζίκος χτυπούσε με το κνούτο τ' άλογό του στα μάτια, «στα πράα του μάτια». Nekrasov wrote some verses about how a muzhik hit his horse in the eyes, "in its meek eyes", with a lynchet. Αυτό όλοι το 'χουν δει, αυτό είναι ρωσισμός. Everyone has seen this, this is Russianism. Περιγράφει πώς ένα αδύναμο αλογάκι, που το 'χαν παραφορτώσει, χώθηκε στη λάσπη με το κάρο και δεν τα κατάφερνε να το τραβήξει. He describes how a weak little horse, which had been overloaded, got stuck in the mud with the cart and could not manage to pull it out. O μουζίκος το καμτσικίζει, το χτυπάει με λύσσα, το χτυπάει στο τέλος χωρίς να καταλαβαίνει κι αυτός τι κάνει· μέσα στη μέθη του χτυπάει απανωτά τις καμτσικιές: «Μπορείς δεν μπορείς, θα το τραβήξεις το κάρο κι ας ψοφήσεις! The muzykos scolds it, beats it with rage, beats it in the end without even understanding what he is doing; in his drunkenness he beats the scolds again and again: "You can't, you'll pull the cart and die! » Τ' άλογο σπαρταράει κι εκείνος αρχίζει να το χτυπάει το ανυπεράσπιστο στα δακρυσμένα, «πράα του μάτια». "The horse wriggles and he begins to beat the defenseless horse in its tearful, "meek eyes". Με μια απελπισμένη προσπάθεια τ' άλογο ξεκόλλησε τ' αμάξι και προχώρησε τρέμοντας ολάκερο, χωρίς να παίρνει ανάσα, γέρνοντας κάπως στο πλάι, κάπως αναπηδώντας, κάπως αφύσικα και ντροπιασμένα, έτσι που τα λέει ο Νεκράσοβ είναι κάτι φριχτό. With a desperate effort the horse unhitched the carriage and went on trembling all over, without taking a breath, leaning a little to one side, a little bouncing, a little unnatural and embarrassed, the way Nekrasov says it is a terrible thing. Όμως εδώ δεν πρόκειται παρά για ένα άλογο μονάχα, τ' άλογο κι ο ίδιος ο Θεός μάς το 'δωσε για να το δέρνουμε. But here it is only a horse, the horse and God himself gave it to us to beat. Έτσι μας το εξηγήσανε οι Τάταροι και μας άφησαν το κνούτο για ενθύμιο. So the Tatars explained it to us and they left us the lump as a souvenir. Μα μπορεί να δέρνει κανείς κι ανθρώπους. But you can beat up people. Και νά που ένας μορφωμένος κύριος και η κυρία του δέρνουν την κόρη τους, μια μικρούλα εφτά χρονώ, με βίτσες, αυτό το 'χω σημειωμένο με λεπτομέρειες. And here's an educated gentleman and his lady beating their daughter, a little girl of seven years old, with vichyssoe, I have noted this in detail. O πατερούλης χαίρεται που οι βίτσες έχουν ρόζους, «θα πονάει περισσότερο», λέει, κι αρχίζει να τις «βρέχει» της κόρης του. Daddy is glad that the villas have roses, "it will hurt more", he says, and starts to "wet" his daughter's hands. Ξέρω θετικά πως υπάρχουν μερικοί τέτοιοι, που νιώθουν ηδονή στο κάθε χτύπημα, κυριολεκτικά ηδονή, στο κάθε χτύπημα η ηδονή όλο και μεγαλώνει, με γεωμετρική πρόοδο. I know positively that there are some people like that, who feel pleasure in every stroke, literally pleasure, in every stroke the pleasure grows and grows, geometrically. Δέρνουν ένα λεπτό, φτάνουν στα πέντε, στα δέκα, κι ακόμα περισσότερο, τα χτυπήματα γίνονται πιο συχνά, πονάνε περισσότερο. They bite one minute, they get to five, ten, and even more, the blows become more frequent, they hurt more. Το παιδί ξεφωνίζει, στο τέλος δεν μπορεί πια να φωνάξει: «Μπαμπά, μπαμπά, μπαμπακούλη, μπαμπακούλη!» O διάολος σπάει το πόδι του και η υπόθεση φτάνει στο δικαστήριο. The child screams, in the end he can no longer scream: "Daddy, daddy, daddy, daddy, daddy!" The devil breaks his leg and the case goes to court. Βάζουν ένα δικηγόρο. They put a lawyer. O ρούσικος λαός από καιρό τώρα λέει για το δικηγόρο: «O δικολάβος είναι νοικιασμένη συνείδηση». The Russian people have long been talking about the lawyer: "The lawyer is a rented conscience." O δικηγόρος φωνάζει το λοιπόν για να υπερασπίσει τον πελάτη του. So the lawyer shouts it out to defend his client. «Η υπόθεση, λέει, είναι τόσο απλή, οικογενειακή και συνηθισμένη· ο πατέρας έδειρε την κόρη του και είναι όνειδος για την εποχή μας που το πράμα έφτασε στο δικαστήριο!» Οι ένορκοι πείθονται, αποχωρούν για να συσκεφτούν και βγάζουν αθωωτική απόφαση. "The case, he says, is so simple, family and ordinary; the father beat up his daughter and it is a dream of our times that the matter has come to court!" The jury are persuaded, retire to deliberate, and return a verdict of not guilty. Το κοινό ουρλιάζει από χαρά που δικαιώσανε το βασανιστή. Εχ, να μην είμαι εκεί πέρα! Oh, to not be there! Θα φώναζα να καθιερώσουν μια υποτροφία προς τιμήν του βασανιστή!... I would cry out for them to establish a scholarship in honor of the torturer! Θαυμάσια εικόνα. Wonderful picture. Μα για τα παιδιά έχω ακόμα καλύτερα, έχω μαζέψει πολλά, πάρα πολλά για τα ρωσόπουλα, Αλιόσα. But for the children I have even better, I have collected many, many, many more for the Russian children, Alyosha. Ένα κοριτσάκι πέντε χρονώ δεν το χωνεύανε οι γονείς του, «άνθρωποι λίαν ευυπόληπτοι, μορφωμένοι και καλοαναθρεμμένοι, κατέχοντες σημαντικά αξιώματα εν τη κοινωνία». A little girl of five years old was not digested by her parents, "people of high reputation, well educated and well brought up, holding important offices in society". Το υποστηρίζω για μιαν ακόμα φορά πως υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που αγαπούν να βασανίζουν τα παιδιά, μονάχα τα παιδιά. I maintain once again that there are many people who love to torture children, only children. Σ' όλα τ' άλλα πλάσματα, αυτά τα υποκείμενα, αυτοί οι ίδιοι οι βασανιστές, φέρονται με καλοσύνη και σεμνότητα σαν μορφωμένοι και πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, μα αγαπάνε πολύ να τυραννούν τα μικρά παιδιά, και μάλιστα γι' αυτό ίσα ίσα αγαπάνε τα παιδιά. To all other creatures, these subjects, these same torturers, they treat themselves with kindness and modesty like educated and civilized Europeans, but they love to torture young children, and that's why they just love children. Τους δελεάζουν τα παιδιά γιατί ακριβώς είναι ανυπεράσπιστα, γιατί έχουν μιαν αγγελική εμπιστοσύνη, γιατί δεν μπορούν τίποτα να κάνουν και πουθενά να πάνε. They are lured by children precisely because they are defenseless, because they have an angelic trust, because they have nothing to do and nowhere to go. Αυτό ίσα ίσα είναι που ανάβει το χυδαίο αίμα του βασανιστή. This is just what ignites the vile blood of the torturer. Φυσικά μέσα σε κάθε άνθρωπο φωλιάζει ένα θηρίο, το θηρίο της οργής, το θηρίο της λάγνας ηδονής, που το ερεθίζουν οι κραυγές του βασανιζόμενου θύματος, το θηρίο των αχαλίνωτων παθών και των νόσων, που τα γέννησε η διαφθορά: ποδάγρα, χαλασμένο συκώτι κ.τ.λ. Of course, in every man there is a beast nesting, the beast of rage, the beast of lustful pleasure, which is irritated by the cries of the tormented victim, the beast of unbridled passions and diseases, born of corruption: gout, bad liver, etc. Αυτό το φτωχό κοριτσάκι οι μορφωμένοι γονείς το τυραννούσαν μ' όλα τα βασανιστήρια που μπορείς να φανταστείς. This poor little girl was tortured by her educated parents with all the torture you can imagine. Τη χτυπούσαν, τη μαστίγωναν, την κλώτσαγαν, χωρίς να ξέρουν και οι ίδιοι για ποιο λόγο· όλο της το κορμί γέμισε μελανιές. They beat her, whipped her, kicked her, not even knowing why; her whole body was covered with bruises. Τέλος βρήκανε κάτι πιο εκλεπτυσμένο: με κρύο, με παγωνιά, την κλείδωναν όλη τη νύχτα στο «μέρος», γιατί αυτή δε ζητούσε τη νύχτα να πάει εκεί την ώρα που έπρεπε, —λες κι ένα παιδάκι πέντε χρονώ, που κοιμάται ακόμα βαθιά σαν αγγελούδι, μπορεί να 'χει μάθει να ζητάει να «βγει»—, της τρίβανε το πρόσωπο με τα ίδια της τα περιττώματα και την ανάγκαζαν να τρώει αυτά τα περιττώματα· και ήταν η μάνα, η μάνα που την ανάγκαζε! Finally they found something more sophisticated: in cold, in frost, they locked her all night in the "place," because she did not ask to go there at night at the proper time,-even a child of five, still fast asleep like an angel, might have learned to ask to "go out"--they rubbed her face with her own excrement and made her eat that excrement; and it was the mother, the mother who made her! Κι αυτή η μάνα μπορούσε και κοιμόταν ακούγοντας τη νύχτα τους στεναγμούς του παιδιού που το 'χαν κλειδώσει στο αποχωρητήριο! And this mother could sleep at night listening to the cries of the child who had been locked in the latrine! Το καταλαβαίνεις τάχα αυτό. You understand that. Ένα μικρό πλάσμα, που δεν ξέρει ακόμα ούτε καν να διανοηθεί τι του συμβαίνει, χτυπιέται στο βρώμικο μέρος, στο σκοτάδι και στην παγωνιά, χτυπάει με τη μικρούλα γροθιά του το πονεμένο απ' το κλάμα στήθος του και κλαίει με τα ματωμένα, άκακα και δειλά του δάκρυα, παρακαλώντας το «Θεούλη» να το υπερασπιστεί. A little creature, who does not even know yet what is happening to him, beats himself in the dirty place, in the darkness and in the cold, strikes with his little fist his chest, sore from crying, and cries with his bloody, harmless and timid tears, begging the "god" to defend him. Το καταλαβαίνεις άραγε αυτό, φίλε μου κι αδερφέ μου, δόκιμε του Θεού, το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο είναι απαραίτητα όλα αυτά; Χωρίς αυτά, λένε, δε θα μπορούσε να ζήσει ο άνθρωπος σε τούτη τη γη, γιατί δε θα γνώριζε το καλό και το κακό. Do you understand this, my friend and brother, my brother, my doctrine of God, do you understand why all this is necessary? Without them, they say, man could not live on this earth, for he would not know good and evil. Μα γιατί να το γνωρίσει αυτό το διαολοκαλό και το διαολοκακό αφού κοστίζει τόσο ακριβά; Όλη η σοφία του κόσμου δεν αξίζει τα δάκρυα αυτής της μικρούλας που παρακαλεί το «Θεούλη». But why should he get to know this devil and the devilish one if it costs so much? All the wisdom in the world is not worth the tears of this little girl who begs the "Godly One". Δε μιλάω για τα βάσανα των μεγάλων, αυτοί φάγανε το μήλο κι άστους να πάνε στο διάολο, ας τους έπαιρνε κι ας τους σήκωνε όλους ο διάολος— όμως αυτά, αυτά τα παιδιά! I'm not talking about the suffering of the grown-ups, they ate the apple and let them go to hell, let the devil take them and lift them all up; but these, these children! Σε βασανίζω, Αλιόσα, μου φαίνεται πως δεν αισθάνεσαι καλά. I'm torturing you, Alyosha, you don't seem to be feeling well. Αν θέλεις, σταματάω. If you want, I'll stop.

— Δεν πειράζει, θέλω και γω να υποφέρω, τραύλισε ο Αλιόσα. - Never mind, I want to suffer too, stammered Aliosa.

— Θα σου πω ένα, μονάχα ένα ακόμα περιστατικό, κι αυτό από περιέργεια, που είναι πολύ χαρακτηριστικό και, το σπουδαιότερο, γιατί μόλις πριν από λίγο το διάβασα σε μιαν απ' τις ιστορικές μας συλλογές, στο Αρχείο ή στους Παλαιούς Καιρούς, πρέπει να ψάξω να δω, ξέχασα κιόλας που το 'χω διαβάσει. - I'll tell you one, just one more incident, and that out of curiosity, which is very characteristic and, most importantly, because I just read it a little while ago in one of our historical collections, in the Archive or in the Old Times, I have to look for it, I've already forgotten where I read it. Έγινε στα πιο σκοτεινά χρόνια της εποχής της δουλοπαροικίας, στις αρχές ακόμα του αιώνα μας. It happened in the darkest years of the era of serfdom, at the beginning of the present century. Ζήτω λοιπόν ο Ελευθερωτής του λαού! Long live the Liberator of the people! Ζούσε τότε, στις αρχές του αιώνα μας, ένας στρατηγός, ένας στρατηγός με μεγάλες γνωριμίες και πολύ πλούσιος τσιφλικάς, μα ήταν κι από εκείνους που (ακόμα και στον καιρό του ήταν λίγοι, καθώς φαίνεται) όταν παίρνανε τη σύνταξη, νόμιζαν πως είχαν αποχτήσει δικαιώματα ζωής και θανάτου πάνω στους υποτελείς τους. There lived then, at the beginning of our century, a general, a general of great acquaintance and a very wealthy chivalrician, but he was also one of those who (even in his time there were few, it seems) when they retired, thought they had acquired life and death rights over their vassals. Τότε υπήρχαν τέτοιοι. Then there were such people. Ζει λοιπόν ο στρατηγός μας στην ιδιοκτησία του με τις δυο χιλιάδες ψυχές του· γεμάτος υπεροψία μεταχειρίζεται τους παρακατιανούς γειτόνους του σαν να 'ταν παράσιτα και γελωτοποιοί. So our general lives on his property with his two thousand souls; full of arrogance he treats his neighbours on the side as if they were parasites and laughingstocks. Στο μαντρί του είχε εκατοντάδες σκυλιά και καμιά εκατοστή ιπποκόμους που τα περιποιόνταν, όλους καβαλαρέους κι όλους με στολή. In his corral he had hundreds of dogs and a hundred or so grooms to look after them, all mounted and all in uniform. Και νά, μια μέρα, ένα αγοράκι μόλις οχτώ χρονώ, γιος ενός υπηρέτη, πέταξε μια πέτρα εκεί που έπαιζε και χτύπησε στο πόδι τ' αγαπημένο κυνηγόσκυλο του στρατηγού. And here, one day, a little boy of only eight years old, the son of a servant, threw a stone where he was playing and hit the general's favourite hound in the leg. «Γιατί κουτσαίνει τ' αγαπημένο μου σκυλί;» Του λένε λοιπόν το και το. "Why is my favorite dog limping?" So they tell him this and that. Τούτο δω το παιδί πέταξε μια πέτρα και το χτύπησε. This child here threw a stone and hit it. «Α, εσύ ήσουν», είπε και καλοκοίταξε ο στρατηγός. "Oh, it was you," said the general, and looked up. «Πιάστε τον!» Τον πιάσανε και τον πήρανε απ' τη μάνα του, όλη τη νύχτα τον αφήσανε στο μπουντρούμι. "Get him!" They caught him and took him away from his mother, left him in the dungeon all night. Το πρωί, μόλις έφεξε, βγαίνει ο στρατηγός μ' όλη την ακολουθία του για κυνήγι, καβαλίκεψε στ' άλογο, γύρω του οι φιλοξενούμενοι —χαραμοφάηδες—, τα σκυλιά, οι υπηρέτες, οι σαλπιγκτές, όλοι στ' άλογα. In the morning, as soon as he arrived, the general went out with his whole retinue to hunt, mounted on his horse, surrounded by his guests -charamofades-, the dogs, the servants, the trumpeters, all on horseback. Μαζεύτηκαν και οι χωριάτες για να δουν, και μπροστά μπροστά η μητέρα του ένοχου παιδιού. The villagers gathered to watch, and in front of them the mother of the guilty child. Βγάζουν απ' το μπουντρούμι τον μικρό. They're taking the kid out of the dungeon. Είναι μια σκυθρωπή, ψυχρή, φθινοπωριάτικη μέρα γεμάτη καταχνιά, περίφημος καιρός για κυνήγι. It's a gloomy, chilly, autumn day full of gloom, famous hunting weather. O στρατηγός διατάζει να γδύσουν τον μικρό· τον γδύνουν και τον αφήνουν τσιτσίδι, αυτός τρέμει, αλάλιασε απ' το φόβο του, δεν τολμάει να βγάλει κιχ... «Μαρς!» διατάζει ο στρατηγός, «τρέχα, τρέχα!» φωνάζουν στον μικρό οι ιπποκόμοι υπηρέτες, τ' αγόρι αρχίζει να τρέχει... «Απάνω του!» ξεφωνίζει ο στρατηγός κι αμολάει πίσω του όλο το κοπάδι τα σκυλιά. The general orders the boy to be stripped; they strip him and leave him in a suture, he trembles, he's scared out of his wits, he doesn't dare to make a move... "Marsh!" orders the general, "run, run!" the groomsmen shout to the boy, the boy begins to run... "Get him!" the general shouts and unleashes the whole pack of dogs after him. Αυτό έγινε μπροστά στη μητέρα, τα σκυλιά κάνανε κομμάτια το παιδάκι!... This happened in front of the mother, the dogs tore the child to pieces!... Το στρατηγό τον έβαλαν, νομίζω, υπό απαγόρευσιν. The general was, I think, put under interdict. Λοιπόν... τι θα 'πρεπε να του κάνουν; Να τον τουφεκίσουν; Να τον εκτελέσουν για να ικανοποιηθεί το αίσθημα της ηθικής; Λέγε, Αλιόσα! So... what should they do to him? Shoot him? Execute him to satisfy his sense of morality? Tell me, Alyosha!

— Να τον τουφεκίσουν! πρόφερε ο Αλιόσα μ' ένα χλωμό, κάπως στραβό χαμόγελο, σηκώνοντας τα μάτια και κοιτάζοντας τον αδερφό του. Alyosha pronounced with a pale, somewhat crooked smile, looking up and looking at his brother.

— Μπράβο! ούρλιαξε ο Ιβάν μ' ενθουσιασμό. Ivan screamed excitedly. Μια και το λες εσύ, θα πει πως... αχ, ρασοφόρε μου! Since you say so, it means that... oh, my razor! Νά λοιπόν τι διαβολάκος βρίσκεται στη μικρή σου καρδιά, Αλιόσκα Καραμάζοβ! So this is what a devil is in your little heart, Alioska Karamazov!

— Είπα μιαν ανοησία, αλλά... - I said a silly thing, but...

— Αυτό είναι ίσα ίσα, πως υπάρχει το αλλά... φώναξε ο Ιβάν. - That's just as well, that there's a but... Ivan shouted. Μάθε, δόκιμε, πως οι ανοησίες είναι πολύ χρειαζούμενες σε τούτη τη γη. Learn, little man, that foolishness is much needed on this earth. O κόσμος στηρίζεται στις ανοησίες και χωρίς αυτές ίσως και να μη γινόταν τίποτα εδώ κάτω. The world relies on nonsense and without it nothing might have happened down here. Κάτι ξέρουμε εμείς!

— Τι ξέρεις;

— Δεν καταλαβαίνω τίποτα, συνέχισε ο Ιβάν σαν να παραμιλούσε. - 'I don't understand anything,' Ivan continued as if he were rambling. Και τώρα δε θέλω τίποτα να καταλάβω. And now I don't want to understand anything. Θέλω να μείνω με το γεγονός. I want to stay with the fact. Το 'χω από καιρό αποφασίσει να μην καταλαβαίνω. I've long since decided not to understand. Αν θελήσω να καταλάβω κάτι, θα προδώσω αυτοστιγμής το γεγονός, κι εγώ αποφάσισα να μείνω με το γεγονός... If I want to understand something, I will betray the fact, and I decided to stay with the fact...

— Γιατί με δοκιμάζεις, γιατί με βασανίζεις έτσι; αναφώνησε μ' ένα ξέσπασμα θλίψης ο Αλιόσα. - Why are you testing me, why are you torturing me like this?" exclaimed Aliosha with an outburst of grief. Θα μου το πεις επιτέλους; Will you tell me already?

— Και βέβαια θα στο πω, εκεί έφερνα συνεχώς την κουβέντα, για να στο πω. - Of course I'll tell you, that's where I kept bringing up the conversation, to tell you. Μου είσαι προσφιλής, δε θέλω να σε χάσω και να σε παραχωρήσω στο Ζωσιμά σου. You are dear to me, I don't want to lose you and give you to your Zosima.

O Ιβάν σώπασε για λίγο, το πρόσωπό του έγινε ξαφνικά πολύ θλιμμένο. Ivan was silent for a moment, his face suddenly became very sad.

— Άκου με: μίλησα μονάχα για τα παιδάκια, για να γίνει το πράμα πιο χτυπητό. - Listen to me: I only spoke about the children, to make it more striking. Για όλα τ' άλλα ανθρώπινα δάκρυα που 'χουν διαποτίσει όλη τη γη απ' το φλοιό ως το κέντρο της, δε λέω ούτε λέξη, επίτηδες περιόρισα το θέμα μου. Of all the other human tears that have saturated the whole earth from the crust to its centre, I will not say a word, I have deliberately limited my subject. Είμαι ένας κοριός και παραδέχομαι ταπεινά πως δεν μπορώ καθόλου να το καταλάβω γιατί είναι έτσι κανονισμένα όλα αυτά. I am a bug and I humbly admit that I cannot understand at all why this is the way it is arranged. Θα πει λοιπόν πως οι ίδιοι οι άνθρωποι φταίνε: τους δόθηκε ο Παράδεισος, αυτοί θέλησαν την ελευθερία, αρπάξανε τη φωτιά απ' τον ουρανό, ξέροντας και μόνοι τους πως θα γίνουν δυστυχισμένοι, ώστε δεν υπάρχει λόγος να τους λυπόμαστε. So he will say that people themselves are to blame: they were given Paradise, they wanted freedom, they grabbed the fire from heaven, knowing for themselves that they would be miserable, so there is no reason to feel sorry for them. Ω, εγώ με το αξιολύπητο, το γήινο, ευκλείδειο μυαλό μου, ξέρω μονάχα πως η δυστυχία υπάρχει, πως ένοχοι δεν υπάρχουν, πως όλα είναι συνέπειες κάποιου προηγουμένου γεγονότος, πως όλα γίνονται απλά και φυσικά, πως ακόμα όλα κυλάνε και ισορροπούν, όμως όλα αυτά δεν είναι παρά μια ευκλείδεια σαχλαμάρα, τα ξέρω δα όλα αυτά, μα δεν μπορώ να παραδεχτώ να ζήσω σύμφωνα μ' αυτήν! Oh, I, with my pathetic, earthly, Euclidean mind, know only that misery exists, that there are no guilty parties, that everything is the consequence of some previous event, that everything happens simply and naturally, that everything still flows and balances, but all this is nothing but Euclidean nonsense, I know all this, but I cannot admit to live according to it! Τι με νοιάζει που δεν υπάρχουν ένοχοι και πως όλα είναι συνέπειες κι αποτελέσματα απλά και φυσικά και πως εγώ το ξέρω αυτό; Μου χρειάζεται μια ανταμοιβή, αλλιώς θα εκμηδενίσω ο ίδιος τον εαυτό μου. What do I care that there are no culprits and that everything is consequences and results are simple and natural and how do I know that? I need a reward or I will annihilate myself. Και η ανταμοιβή αυτή να μην έρθει κάπου στο άπειρο, κάποτε, μα εδώ, σε τούτη τη γη, να τη δω και μονάχος μου. And that reward may not come somewhere in infinity, someday, but here, on this earth, that I may see it alone. Πίστευα και θέλω να τα δω μονάχος μου κι αν ως τα τότε θα 'χω πεθάνει, πρέπει να μ' αναστήσουνε γιατί θα πειραχτώ πολύ αν γίνουν όλα όταν εγώ θα απουσιάζω. I believed and I want to see them alone, and if I am dead by then, I must be resurrected because I will be very upset if everything happens when I am absent. Γιατί δεν υπόφερα εγώ για να χαρίσω με τα βάσανα και τους πόνους μου σε κάποιον άλλον την αιώνια αρμονία. Because I did not suffer to give someone else eternal harmony with my sufferings and pains. Θέλω να δω με τα ίδια μου τα μάτια πως θα ξαπλώσει το ζαρκάδι δίπλα στο λιοντάρι και πως ο σφαγμένος θα σηκωθεί και θα αγκαλιάσει εκείνον που τον έσφαξε. I want to see with my own eyes how the deer will lie down next to the lion and how the slain man will rise up and embrace the one who slaughtered him. Θέλω να βρίσκομαι εδώ πέρα όταν όλοι θα μάθουν ξαφνικά για ποιο λόγο ήταν όλα έτσι όπως ήταν. I want to be here when everyone suddenly finds out why everything was the way it was. Πάνω σ' αυτή την επιθυμία βασίζονται όλες οι θρησκείες του κόσμου. All the religions of the world are based on this desire. Κι εγώ πιστεύω. Μα νά όμως, τα παιδάκια. Τι θα κάνω τότε μ' αυτά; Αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορώ να το λύσω. What am I going to do with them then? That's a problem I can't solve. Το ξαναλέω για εκατοστή φορά πως τα παραδείγματα είναι πολλά, μα εγώ πήρα μονάχα τα παιδάκια γιατί σε τούτο το παράδειγμα φαίνεται καθαρότερα εκείνο που θέλω να πω. I repeat for the hundredth time that there are many examples, but I only took the children because this example shows more clearly what I want to say. Άκου: Αν πρέπει όλοι να υποφέρουν για να εξαγοράσουν με τα βάσανά τους την αιώνια αρμονία, τότε τι σχέση έχουν τα παιδιά, σε παρακαλώ; Είναι εντελώς ακατανόητο για ποιο λόγο πρέπει να υποφέρουν κι αυτά και γιατί να εξαγοράζουν με βάσανα την αρμονία; Γιατί τα πήρε κι αυτά το σχέδιο και θυσιάστηκαν για την μελλούμενη αρμονία, που θα τη χαρεί κάποιος άλλος; Το αλληλέγγυο στις αμαρτίες ανάμεσα στους ανθρώπους το καταλαβαίνω, καταλαβαίνω το αλληλέγγυο και στην ανταμοιβή, μα τα παιδάκια δεν έχουν καμιά σχέση με τις αμαρτίες κι αν είναι αλήθεια πως είναι κι αυτά συνυπεύθυνα με τους πατεράδες για τα κρίματα αυτών των τελευταίων, τότε φυσικά η αλήθεια αυτή δεν είναι του κόσμου τούτου και γω δεν μπορώ να την καταλάβω. Listen: If everyone has to suffer in order to buy eternal harmony with their suffering, then what do children have to do with it, please? It is completely incomprehensible why they too must suffer and why they must redeem harmony with suffering? Why did the plan take them too and sacrifice them for the future harmony that someone else will enjoy? Solidarity in sins among men I understand, I understand solidarity in reward, but the little children have nothing to do with sins, and if it is true that they too are co-responsible with the fathers for the sins of the latter, then of course this truth is not of this world, and I cannot understand it. Μπορεί να πει κάνας χωρατατζής πως το παιδί, όπως και να 'ναι, θα μεγαλώσει και θα 'χει όλο τον καιρό ν' αμαρτήσει, μα νά που δε μεγάλωσε, το καταξεσκίσανε οχτώ χρονώ τα σκυλιά. A peasant may say that the child will grow up anyway and have all the time to sin, but he didn't grow up, he was torn apart by dogs for eight years. Ω, Αλιόσα, δε βλασφημώ τούτη τη στιγμή! O Aliosha, I do not blaspheme this moment! Γιατί καταλαβαίνω τον κλονισμό του σύμπαντος όταν όλα, όσα βρίσκονται στον ουρανό και κάτω απ' τη γη, συγχωνευτούν σ' ένα τραγούδι δόξας κι όλες οι υπάρξεις κι όλα τα όντα που ζήσανε κάποτε θ' αναφωνήσουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, απεκαλύφθησαν γάρ αι οδοί Σου!» Όταν πια η μητέρα θ' αγκαλιάσει το βασανιστή που καταξέσκισε με τα σκυλιά το γιό της κι αναφωνήσουν και οι τρεις: «Δίκιο έχεις, Κύριε», τότε πια θα φτάσει η στιγμή της πλέριας γνώσης κι όλα θα εξηγηθούν. For I understand the shaking of the universe when all that is in heaven and under the earth will merge in a song of glory and all beings and all beings that once lived will cry out: "Thou art right, O Lord, for Thy ways are revealed!" When the mother will embrace the tormentor who scraped her son with the dogs and all three will cry out: "Thou art right, O Lord," then the moment of knowledge will come and all will be explained. Μα εδώ ίσα ίσα είναι ο κόμπος. But this is just the knot. Αυτό ίσα ίσα είναι που δεν μπορώ να το αποδεχτώ. That's just about all I can accept. Κι όσο βρίσκομαι στη γη βιάζομαι να πάρω τα μέτρα μου. And while I'm on earth I'm in a hurry to take my measure. Γιατί, βλέπεις, Αλιόσα, μπορεί και στ' αλήθεια να συμβεί τούτο δω: Αν θα ζήσω ως την ώρα εκείνη, ή αν θ' αναστηθώ για να δω αυτό που θα γίνει, μπορεί και γω ο ίδιος ν' αναφωνήσω, βλέποντας τη μητέρα που θ' αγκαλιάζει το βασανιστή του παιδιού της: «Δίκιο έχεις, Κύριε!» μα εγώ δε θέλω ν' αναφωνήσω τότε. For, thou seest, Alyosha, it may well be that this may really happen here: If I shall live to that hour, or if I shall rise again to see it done, I myself may cry out, seeing the mother embrace the tormentor of her child: "You are right, Lord!" but I will not then cry out. Όσο είναι καιρός ακόμα, θέλω να προφυλάξω τον εαυτό μου και γι' αυτό αρνιέμαι εντελώς την υπέρτατη αρμονία. While there is still time, I want to protect myself and therefore I deny the supreme harmony completely. Δεν αξίζει αυτή ούτε τα δάκρυα εκείνου του μικρού βασανισμένου παιδιού που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του και προσευχόταν στη βρωμερή του τρύπα κλαίγοντας με τ' ανεξαγόραστα δάκρυά του στο «Θεούλη»! It is not worth the tears of that little tortured child who beat his chest with his little fist and prayed in his stinking hole crying with his unrepentant tears to "God's son"! Δεν αξίζει, γιατί τα δάκρυά του δεν εξαγοράστηκαν. It's not worth it, because his tears were not redeemed. Πρέπει να εξαγοραστούν, αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει αρμονία. They must be redeemed, otherwise there can be no harmony. Μα με τι, με τι θα τα εξαγοράσεις; Είναι τάχα μπορετό κάτι τέτοιο; Μήπως τάχα με το ότι κάποιος θα εκδικηθεί γι' αυτά; Μα τι να την κάνω την εκδίκησή τους, τι να το κάνω αν οι βασανιστές πάνε στην Κόλαση; Τι μπορεί να διορθώσει εδώ πέρα η Κόλαση, όταν το παιδί βασανίστηκε πια; Και τι αρμονία θα 'ναι αυτή όταν θα υπάρχει και η Κόλαση; Θέλω να συγχωρέσω, θέλω μ' όλους να συμφιλιωθώ, δε θέλω να υποφέρει κανένας πια. But with what, with what are you going to buy them off? Is that possible? Is it possible that someone will take revenge for them? But what would I do with their revenge, what would I do if the torturers go to hell? What can Hell fix here, when the child has been tortured? And what harmony will it be when there's a Hell? I want to forgive, I want to reconcile with everyone, I don't want anyone to suffer anymore. Κι αν τα βάσανα των παιδιών ήταν συμπλήρωμα όλων εκείνων των βασάνων που ήταν απαραίτητα για ν' αγοραστεί η αλήθεια, τότε υποστηρίζω απ' τα πριν πως όλη η αλήθεια δεν αξίζει ένα τέτοιο τίμημα. And if the suffering of the children was a supplement to all the suffering necessary to buy the truth, then I maintain from the beginning that all truth is not worth such a price. Δεν το θέλω επιτέλους η μητέρα ν' αγκαλιάσει το βασανιστή που έβαλε τα σκυλιά να καταξεσκίσουν το παιδί της! I don't want the mother to finally embrace the torturer who had the dogs tear her child apart! Δεν πρέπει να τον συγχωρέσει! She must not forgive him! Αν θέλει, ας τον συγχωρέσει το βασανιστή για τον άμετρο μητρικό της πόνο. If she wants, let the torturer forgive her for her immediate maternal pain. Μα το μαρτύριο του καταξεσκισμένου της παιδιού δεν έχει το δικαίωμα να το συγχωρέσει, δεν επιτρέπεται να συγχωρέσει το βασανιστή, έστω κι αν το ίδιο το παιδί τον συγχωρούσε! But the martyrdom of her devoured child is not her right to forgive, she is not allowed to forgive the torturer, even if the child herself forgave him! Κι αν είναι έτσι, αν δεν έχουν το δικαίωμα να συγχωρέσουν, τότε πού βρίσκεται η αρμονία; Υπάρχει τάχα στον κόσμο έστω κι ένα πλάσμα μονάχα που θα μπορούσε και θα 'χε το δικαίωμα να συγχωρέσει; Δεν την θέλω την αρμονία, από αγάπη στην ανθρωπότητα δεν τη θέλω. Θέλω να μείνω καλύτερα με τα βάσανα τα ανεκδίκητα. I want to stay better with the suffering of the unjust. Καλύτερα να μείνω με τα ανεκδίκητα βάσανά μου και με την άσβεστη αγανάχτησή μου, έστω κι αν έχω άδικο. I'd rather stay with my unjustified suffering and my unquenchable resentment, even if I am wrong. Μα σαν πολύ την εχτιμήσανε την αρμονία, δεν είναι για την τσέπη μας, δεν μπορούμε να πληρώνουμε τόσα για το εισιτήριό της. But the harmony has been so much disgraced, it's not for our pocket, we can't pay so much for its ticket. Γι' αυτό κιόλας βιάζομαι να επιστρέψω το δικό μου εισιτήριο. That's why I'm already in a hurry to return my own ticket. Κι αν είμαι τίμιος άνθρωπος, έχω υποχρέωση να το επιστρέψω όσο γίνεται πιο νωρίς. And if I am an honest man, I have an obligation to return it as early as possible. Αυτό κάνω ίσα ίσα. That's all I do. Δεν είναι που δεν παραδέχομαι το Θεό, Αλιόσα· μονάχα το εισιτήριο του επιστρέφω μ' όλον τον απαιτούμενο σεβασμό. It is not that I do not acknowledge God, Alyosha; I only return his ticket with all due respect.

— Μα αυτό είναι ανταρσία, πρόφερε ήσυχα ο Αλιόσα με τα μάτια χαμηλωμένα. - But this is mutiny, Alyosha quietly pronounced with lowered eyes.

— Ανταρσία; Δε θα 'θελα ν' ακούσω από σένα αυτή τη λέξη, πρόφερε ο Ιβάν σαν απ' τα τρίσβαθά του. - Mutiny? "I would not like to hear that word from you," said Ivan, as if from his trisvatha. Μπορεί να ζήσει τάχα κανείς στασιάζοντας; Μα εγώ θέλω να ζήσω. Can one live by standing still? But I want to live. Πες μου το και μόνος σου καθαρά— σε προκαλώ, απάντησε: Φαντάσου πως συ ο ίδιος χτίζεις το οικοδόμημα της ανθρώπινης μοίρας με το σκοπό να χαρίσεις τελικά στους ανθρώπους την ευτυχία, να τους δώσεις επιτέλους την ειρήνη και την ηρεμία, μα για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο, είναι αναπόφευχτο να καταβασανίσεις ένα μονάχα μικρούλικο πλάσμα, εκείνο το ίδιο παιδάκι, να πούμε, που χτυπούσε το στήθος του με τη μικρή γροθιά του, και πάνω στα ανεκδίκητα δάκρυά του να θεμελιώσεις το οικοδόμημα. Tell me plainly for yourself; I challenge you, he answered: Imagine that you yourself are building the edifice of human destiny for the purpose of finally giving men happiness, of finally giving them peace and tranquility, but to do so, it is necessary, it is inevitable that you should devour a single little creature, that same little child, so to speak, who beat his breast with his little fist, and on his unmerited tears lay the foundation of the edifice. Θα δεχόσουν τάχα να γίνεις αρχιτέκτονας μ' αυτούς τους όρους; Απάντησέ μου και μην ψεύδεσαι! Would you accept to become an architect on those terms? Answer me and don't lie!

— Όχι, δε θα δεχόμουν, έκανε μαλακά ο Αλιόσα. - 'No, I wouldn't accept,' Alyosha made softly.

— Και μπορείς ποτέ να παραδεχτείς τη σκέψη πως οι άνθρωποι, που γι' αυτούς εσύ χτίζεις, θα δέχονταν αυτή την ευτυχία, αν τυχόν θεμελιωνόταν στο αδικοχαμένο αίμα του μικρού μάρτυρα; Και πώς, αν την δέχονταν, θα μένανε για πάντα ευτυχισμένοι; - And can you ever admit the thought that the people, for whom you are building, would accept this happiness, if it were founded on the untold blood of the little martyr? And how, if they did accept it, would they remain happy forever?

— Όχι, δεν μπορώ να το παραδεχτώ, Αδελφέ, πρόφερε ξαφνικά ο Αλιόσα και τα μάτια του λάμψανε. - No, I can't admit it, Brother," Alyosha suddenly uttered, his eyes glowing. Μόλις τώρα είπες: Υπάρχει τάχα στον κόσμο κανένα Πλάσμα που να μπορεί και να 'χει το δικαίωμα να συγχωρέσει; Όμως αυτό το Πλάσμα υπάρχει, και μπορεί όλους να τους συγχωρέσει και για όλα, γιατί και το Ίδιο έδωσε το αθώο του αίμα για όλους και για όλα. You just said: Is there a Creature in the world that can and has the right to forgive? But this Creature exists, and can forgive all and for all, because He Himself gave His innocent blood for all and for all. Τον ξέχασες, μα πάνω Του ίσα ίσα θα θεμελιωθεί το οικοδόμημα και σ' Αυτόν θα φωνάξουν: «Δίκιο έχεις, Κύριε, αι οδοί Σου γάρ απεκαλύφθησαν». You have forgotten Him, but on Him the edifice will be founded and they will cry out to Him: "Thou art right, O Lord, for Thy ways are revealed."

— Α, μιλάς για τον «μόνον αναμάρτητον» και το αίμα του! - Ah, you speak of the "only sinless one" and his blood! Όχι, δεν τον ξέχασα, κι απορούσα απεναντίας πώς τόσην ώρα δεν τον έβαζες μπροστά, γιατί συνήθως στις συζητήσεις όλοι οι δικοί σας αυτόν βάζουν μπροστά. No, I didn't forget him, but I was surprised that you didn't put him first for so long, because usually in discussions all your people put him first. Ξέρεις κάτι, Αλιόσα; Μη γελάσεις, ε; Εδώ κι ένα χρόνο έφτιαξα ένα ποίημα. You know what, Alyosha? Don't laugh, huh? A year ago I wrote a poem. Αν μπορούσες να χάσεις μαζί μου ακόμα δέκα λεπτά θα στο διηγόμουνα. If you could waste another ten minutes with me, I'd give it to you. Θέλεις;

— Έγραψες ποίημα εσύ;

— Ω, όχι, δεν το 'γραψα, γέλασε ο Ιβάν. - Oh, no, I didn't write it, laughed Ivan. Και ποτέ στη ζωή μου δεν ταίριασα ούτε δυο στίχους. And never in my life have I ever matched two verses. Μα τούτο το ποίημα το φαντάστηκα και το κράτησα στη θύμησή μου. But I imagined this poem and kept it in my memory. Μου 'χε έρθει έμπνευση. I was inspired. Συ θα 'σαι ο πρώτος αναγνώστης μου, ο ακροατής μου θέλω να πω. You will be my first reader, my listener I mean. Γιατί να χάσει ο συγγραφέας έστω και τον μοναδικό του ακροατή; χαμογέλασε ο Ιβάν. Why should the writer lose even his only listener?Ivan smiled. Να στο διηγηθώ ή όχι; Shall I tell you or not?

— Σ' ακούω, πρόφερε ο Αλιόσα. - "I hear you," pronounced Aliosha.

— Το ποίημά μου έχει τίτλο «ο Μέγας Ιεροξεταστής» είναι κάτι αλλόκοτο, θέλω όμως να στο πω. - My poem is called "The Grand Inquisitor" and it's something strange, but I want to tell you.