×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. III. Τ’ Αδέρφια Γνωρίζονται

5. III. Τ’ Αδέρφια Γνωρίζονται

Όμως ο Ιβάν δε βρισκόταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Ήταν μονάχα μια γωνιά κοντά στο παράθυρο που χωριζόταν με παραβάν. Πάντως κι έτσι δεν τους έβλεπε κανένας. Το δωμάτιο αυτό ήταν το πρώτο απ' την είσοδο μ' ένα μπουφέ στον πλαϊνό τοίχο. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν συνεχώς. Μοναδικός θαμώνας ήταν ένας γέρος απόστρατος αξιωματικός που έπινε τσάι στη γωνιά. Αντίθετα, στ' άλλα δωμάτια η συνηθισμένη φασαρία: ακούγονταν φωνές, που καλούσαν τους σερβιτόρους, ανοίγονταν με κρότο μπουκάλια μπύρας, ακούγονταν οι χτύποι απ' τις μπίλιες του μπιλιάρδου, θορυβούσε ένα οργανέτο. O Αλιόσα το 'ξερε πως ο Ιβάν δεν ερχόταν ποτέ σ' αυτή την ταβέρνα και πως γενικά δεν αγαπούσε να συχνάζει σε τέτοια μέρη. Θα πει λοιπόν πως ο μόνος λόγος που βρέθηκε δω πέρα ήταν για να συναντήσει τον Ντιμήτρι. Κι όμως ο Ντιμήτρι δεν ήταν εκεί.

— Θα σου παραγγείλω μια ψαρόσουπα ή ότι άλλο θέλεις. Δε ζεις βέβαια μονάχα με τσάι, φώναξε ο Ιβάν που φαινόταν τρομερά ευχαριστημένος γιατί κατάφερε τον Αλιόσα να 'ρθει. Είχε τελειώσει πια το φαΐ του κι έπινε τσάι.

— Φέρε ψαρόσουπα, φέρε και τσάι ύστερα. Πείνασα, είπε εύθυμα ο Αλιόσα.

— Και γλυκό βύσινο; Θυμάσαι πόσο σου άρεσε το γλυκό βύσινο όταν ήσουνα μικρός, στου Πολένοβ;

— Το θυμάσαι και συ; Φέρε και γλυκό. Μ' αρέσει και τώρα.

O Ιβάν φώναξε το γκαρσόνι και παράγγειλε ψαρόσουπα, τσάι και γλυκό.

— Όλα τα θυμάμαι, Αλιόσα· σε θυμάμαι ως τα έντεκά σου χρόνια, εγώ τότε ήμουνα δεκαπέντε. Δεκαπέντε κι έντεκα είναι μια τόση διαφορά που τ' αδέρφια ποτέ δεν γίνονται φίλοι. Δεν ξέρω μάλιστα αν σ' αγαπούσα κιόλας. Όταν πήγα στη Μόσχα, τα πρώτα χρόνια, ούτε καν σε σκεφτόμουν. Αργότερα, όταν και συ βρέθηκες στη Μόσχα, μια φορά μου φαίνεται, συναντηθήκαμε κάπου. Και τώρα νά, είναι τέταρτος μήνας πια που ζω εδώ πέρα και δεν είπαμε λέξη ακόμα. Αύριο φεύγω, καθόμουνα λοιπόν και σκεφτόμουνα: Πώς να κάνω τώρα να τον δω και να τον αποχαιρετήσω; Και εκείνη τη στιγμή, νά 'σε.

— Και το 'θελες πολύ να με δεις;

— Πολύ. Θέλω να σε γνωρίσω μια για πάντα, και να με γνωρίσεις και συ. Και ύστερα να σ' αποχαιρετήσω. Νομίζω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να γνωρίζεται κανείς λίγο πριν απ' το χωρισμό. Έβλεπα πώς με κοίταζες όλους αυτούς τους τρεις μήνες, τα μάτια σου είχαν κάποια ακατάπαυστη προσμονή κι αυτό ακριβώς δεν το χωνεύω, γι' αυτό και δε σε πλησίασα. Μα στο τέλος έμαθα να σε εκτιμάω: Τούτος ο ανθρωπάκος, είπα μέσα μου, έχει σταθερό χαραχτήρα. Πρέπει να 'χεις υπόψη σου πως αν και γελάω τώρα που στα λέω όλα αυτά, σου κουβεντιάζω σοβαρά. Έχεις σταθερές πεποιθήσεις, έτσι δεν είναι; Κάτι τέτοιους σταθερούς τους αγαπάω, ό,τι κι αν πιστεύουν, κι ας είναι και μικρά παιδιά, όπως είσαι εσύ. Το βλέμμα σου, που όλο και κάτι περίμενε, στο τέλος έπαψε να μου είναι αντιπαθητικό- απεναντίας, τ' αγάπησα στο τέλος το βλέμμα σου αυτό που όλο και πρόσμενε... Αν δεν κάνω λάθος, μ' αγαπάς για κάποιο λόγο. Έτσι δεν είναι, Αλιόσα;

— Σ' αγαπώ, Ιβάν. O αδερφός μας ο Ντιμήτρι λέει για σένα: «O Ιβάν είναι τάφος». Εγώ λέω για σένα: «O Ιβάν είναι αίνιγμα». Και τώρα είσαι αίνιγμα για μένα, όμως κάτι άρχισα να καταλαβαίνω, μόλις από σήμερα το πρωί!

— Τι κατάλαβες λοιπόν; γέλασε ο Ιβάν.

— Δε θα θυμώσεις αν στο πω; γέλασε κι ο Αλιόσα.

— Λοιπόν;

— Κατάλαβα πως και συ είσαι ένας νέος όπως κι όλοι οι άλλοι νέοι, εικοστριώ χρονών, το ίδιο νέος, πολύ νέος, ένα αξιαγάπητο παιδί, πώς να στο πω; Ένα άβγαλτο παιδί τέλος πάντων! Μήπως σε πείραξα;

— Απεναντίας. Απορώ μονάχα με τη σύμπτωση! αναφώνησε εύθυμα και με ζέση ο Ιβάν. Το πιστεύεις πως μετά τη συνάντησή μας στο σπίτι της αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα για τον εαυτό μου; Γι' αυτή την απλοϊκότητα των εικοσιτριώ χρονών. Και νά που τώρα εσύ ξαφνικά, λες και το μάντεψες, αρχίζεις την κουβέντα ακριβώς απ' αυτό. Τώρα που καθόμουνα δω πέρα, έλεγα μέσα μου: Κι αν ακόμα πάψω να πιστεύω στη ζωή, κι αν ακόμα χάσω την εμπιστοσύνη μου στη γυναίκα που αγαπώ, κι αν δεν πιστεύω πια στην τάξη των πραγμάτων, κι αν ακόμα πειστώ πως όλα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χάος χωρίς καμιά αρμονία, ένα χάος καταραμένο και ίσως ίσως διαβολικό, κι αν ακόμα υποστώ όλη τη φρίκη της ανθρώπινης απογοήτευσης, θα θελήσω παρ' όλα αυτά να ζήσω και, μια κι άρχισα να πίνω απ' αυτή την κούπα, δε θα την παρατήσω ώσπου να πιώ και την τελευταία σταγόνα! Για να λέμε την αλήθεια, ίσως στα τριάντα μου χρόνια να πετάξω την κούπα, ακόμα κι αν δεν την έχω πιει ολάκερη, και να φύγω... και γω δεν ξέρω για πού. Μα ως τα τριάντα, γι' αυτό είμαι βέβαιος, θα νικάει συνεχώς η νιότη μου, θα νικάει την κάθε απογοήτευση, την κάθε αποστροφή για τη ζωή. Ρώτησα πολλές φορές τον εαυτό μου: Υπάρχει τάχα στον κόσμο μια απελπισία που να μπορέσει να νικήσει την παράφορη κι ανάρμοστη ίσως δίψα μου για τη ζωή; Κι έβγαλα το συμπέρασμα πως, όπως φαίνεται, δεν υπάρχει· δηλαδή ως τα τριάντα εννοώ, αργότερα ούτε και γω ο ίδιος δε θα θελήσω, έτσι μου φαίνεται. Αυτή τη δίψα της ζωής μερικοί χτικιάρηδες μιξοηθικιστές τη λένε συχνά πρόστυχη, ειδικά οι ποιητές. Είναι αλήθεια πως τούτο το χαρακτηριστικό το 'χουν οι Καραμάζοβ, αυτή η δίψα της ζωής, που δε λογαριάζει τίποτα, βρίσκεται και μέσα σου, μα γιατί να 'ναι χυδαία; O πλανήτης μας, Αλιόσα, έχει ακόμα τεράστια κεντρομόλο δύναμη. Υπάρχει θέληση για ζωή, και γω ζω έστω κι ενάντια σε κάθε λογική. Ας μη πιστεύω στην τάξη των πραγμάτων, όμως αγαπώ τα μικρά ανοιξιάτικα φυλλαράκια, τα νωπά ακόμα, αγαπώ το γαλάζιο ουρανό, αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο ή εκείνον εκεί, και μερικές φορές (θα το πιστέψεις;) ούτε και γω το ξέρω γιατί μου είναι αγαπητό ένα ανθρώπινο κατόρθωμα που σ' αυτό ίσως και να 'χω πάψει από πολύ καιρό να πιστεύω κι όμως, από συνήθεια, το εκτιμάω. Νά που σου φέρανε την ψαρόσουπα, τρώγε. Η ψαρόσουπα είναι περίφημη, μαγειρεύουν καλά εδώ. Θέλω να πάω στην Ευρώπη, Αλιόσα, θέλω να φύγω από δω. Κι ας ξέρω πως θα πάω σ' ένα νεκροταφείο! Είναι όμως το πιο αξιαγάπητο νεκροταφείο! Είναι θαμμένα εκεί πέρα πρόσωπα αγαπημένα και η κάθε πέτρα από πάνω τους μαρτυράει για μια τόσο φλογερή ζωή, που πέρασε πια, για μια τόσο φλογερή πίστη στο έργο τους, στην αλήθεια τους, στον αγώνα τους και στην επιστήμη τους, που εγώ, το ξέρω από τώρα, θα γονατίσω και θ' αρχίσω να φιλάω αυτές τις πέτρες και θα κλαίω, όντας σίγουρος ταυτόχρονα πως όλα αυτά είναι από καιρό πεθαμένα, πως δε βρίσκομαι παρά σ' ένα νεκροταφείο. Και δε θα κλάψω από απελπισία, μα μόνο και μόνο γιατί θα 'μαι ευτυχισμένος με τα δάκρια που θα χύσω. Θα μεθύσω με την ίδια μου τη συγκίνηση. Αγαπάω τα μικρά, νωπά, ανοιξιάτικα φύλλα, το γαλάζιο ουρανό. Αυτό είναι! Αυτό δεν είναι μυαλό, δεν είναι λογική, αγαπάς με τα σπλάχνα σου, με την κοιλιά σου, αγαπάς τις πρώτες σου νεανικές δυνάμεις... Καταλαβαίνεις τίποτα απ' τις σαχλαμάρες μου, Αλιόσα, ή όχι; γέλασε ξαφνικά ο Ιβάν.

— Πολύ καλά τα καταλαβαίνω, Ιβάν. Θέλει κανείς ν' αγαπάν με τα σπλάχνα του, με την κοιλιά του· θαυμάσια το είπες αυτό και είμαι τρομερά χαρούμενος που θέλεις τόσο πολύ να ζήσεις, αναφώνησε ο Αλιόσα. Νομίζω πως όλοι σε τούτον τον κόσμο πρέπει ν' αγαπήσουν πρώτα απ' όλα τη ζωή.

— Ν' αγαπήσουν τη ζωή περισσότερο απ' το νόημά της;

— Αυτό είναι απαραίτητο. Πρέπει να την αγαπήσουν πριν από τη λογική, όπως το 'πες απαραίτητα πριν από τη λογική, και τότε μονάχα θα καταλάβουν και το νόημα. Νά τι τριγυρνάει από καιρό στο μυαλό μου. Το μισό της δουλειάς σου έγινε πια, Ιβάν το κατέχτησες: αγαπάς να ζεις. Τώρα πρέπει να προσπαθήσεις και για το άλλο μισό και τότε θα 'χεις σωθεί.

— Πάει κιόλας να με σώσει, όμως εγώ ίσως και να μη χάθηκα καθόλου! Και ποιο είναι αυτό το άλλο μισό;

— Θα πρέπει ν' αναστήσεις τους νεκρούς σου, που ίσως και να μην πέθαναν ποτέ. Φέρε μου τώρα το τσάι. Είμαι χαρούμενος που κουβεντιάζουμε μαζί, Ιβάν.

— Βλέπω ότι βρίσκεσαι σε έμπνευση. Τις αγαπώ τρομερά κάτι τέτοιες professions de foi (ομολογίες πίστεως) από κάτι τέτοιους... δόκιμους μοναχούς. Είσαι άνθρωπος σταθερός, Αλιόσα. Είναι αλήθεια πως θέλεις να φύγεις απ' το μοναστήρι;

— Αλήθεια. O στάρετς μου με στέλνει στον κόσμο.

— Θα πει λοιπόν πως θα ξανασυναντηθούμε στον κόσμο, θα συναντηθούμε πριν γίνω τριάντα χρονών κι απαρνηθώ την κούπα. O πατέρας δε θέλει να παρατήσει τη δική του κούπα ως τα εβδομήντα του χρόνια, ονειρεύεται μάλιστα να την κρατήσει ως τα ογδόντα, ο ίδιος το 'λεγε, και είναι πολύ σοβαρό, μ' όλο που αυτός είναι παλιάτσος. Στάθηκε ακλόνητος πάνω στη φιληδονία του σαν σ' ένα βράχο... αν και μετά τα τριάντα δεν υπάρχει ίσως και πού αλλού να σταθείς... Μα ως τα εβδομήντα καταντάει πια ποταπότητα, καλύτερα ως τα τριάντα: έτσι μπορείς να διατηρήσεις μιαν «επίφαση ευγένειας», κοροϊδεύοντας ο ίδιος τον εαυτό σου. Δεν είδες σήμερα τον Ντιμήτρι;

— Όχι, δεν τον είδα, μα συνάντησα τον Σμερντιακόβ. Κι ο Αλιόσα διηγήθηκε γρήγορα γρήγορα και με λεπτομέρειες τη συνάντησή του με τον Σμερντιακόβ. O Ιβάν ακούγοντάς τον έγινε ξαφνικά προσεχτικός, για μερικά πράγματα μάλιστα τον ξαναρώτησε.

— Με παρακάλεσε όμως να μην το πω στον Ντιμήτρι πως μου μίλησε γι' αυτόν, πρόσθεσε ο Αλιόσα.

O Ιβάν σκυθρώπιασε και κάτι σκεφτόταν.

— Για τον Σμερντιακόβ σκυθρώπιασες; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Ναι, γι' αυτόν. Άστον να πάει στο διάολο. Τον Ντιμήτρι πραγματικά ήθελα να τον δω, μα τώρα δε χρειάζεται πια... πρόφερε άκεφα ο Ιβάν.

— Αλήθεια, λοιπόν, φεύγεις τόσο γρήγορα;

— Ναι.

— Τι θα γίνει λοιπόν με τον Ντιμήτρι και τον πατέρα; Πώς θα τελειώσουν όλα αυτά; είπε ταραγμένα ο Αλιόσα.

— Εσύ το χαβά σου! Και τι είμαι εγώ εδώ πέρα; Μπας και με βάλανε φύλακα του αδερφού μου Ντιμήτρι; πρόφερε ερεθισμένος ο Ιβάν, μα ξαφνικά χαμογέλασε κάπως πικρά: Η απάντηση του Κάιν στο Θεό για τον αδερφό που σκότωσε, ε; Αυτό σκέφτεσαι μήπως; Μα που να πάρει ο διάολος, δεν μπορώ, μα την αλήθεια, να κάθομαι εδώ πέρα και να τους φυλάω. Τέλειωσα τις δουλειές μου και φεύγω. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως ζήλευα τον Ντιμήτρι και πως όλους αυτούς τους τρεις μήνες προσπαθούσα να του πάρω την ομορφονιά του, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Όχι, διάολε, είχα δικές μου δουλειές. Τέλειωσα τις υποθέσεις μου και φεύγω. Τις τέλειωσα πριν από λίγο, ήσουν και συ μάρτυρας.

— Θες να πεις στης Κατερίνας Ιβάνοβνα;

— Ναι, εκεί. Ξεμπέρδεψα μονομιάς. Τι λοιπόν; Τι με νοιάζει εμένα ο Ντιμήτρι; O Ντιμήτρι δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτά. Είχα προσωπικές υποθέσεις με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. Το ξέρεις κι ο ίδιος εξάλλου πως ο Ντιμήτρι φερόταν μ' έναν τρόπο, σαν να τα είχα συμφωνήσει μαζί του. Γιατί εγώ καθόλου δεν τον παρακάλεσα, «αυτός ο ίδιος επίσημα μου την παραχώρησε και μας ευλόγησε κιόλας. Όλα αυτά είναι για γέλια. Όχι, Αλιόσα, όχι. Αν ήξερες πόσο ανάλαφρος νιώθω τώρα! Καθόμουνα εδώ πέρα κι έτρωγα και —το πιστεύεις τάχα;— ήθελα να παραγγείλω κιόλας σαμπάνια για να γιορτάσω την πρώτη ώρα της λευτεριάς μου. Φτου, μισό χρόνο σχεδόν βάσταξε αυτή η ιστορία και ξαφνικά, με μιας, τα πέταξα όλα από πάνω μου. Και μήπως τάχα το υποπτευόμουν, και χτες ακόμα, πως φτάνει να το θελήσω και δε θα μου κοστίσει τίποτα να ξεμπερδέψω;

— Για τον έρωτά σου μιλάς, Ιβάν;

— Για τον έρωτα, αν θέλεις. Ναι, ερωτεύτηκα μια δεσποινίδα, μια μαθητριούλα. Βασανιζόμουνα μαζί της κι αυτή με βασάνιζε. Ήταν το είδωλό μου... και ξαφνικά όλα γκρεμίστηκαν. Το πρωί μιλούσα με πάθος, μα όταν βγήκα έβαλα τα γέλια. Το πιστεύεις; Μα την αλήθεια, αυτό έγινε. Κυριολεκτικά.

— Και τώρα τα λες πολύ εύθυμα, παρατήρησε ο Αλιόσα εξετάζοντας το πρόσωπό του, που πραγματικά έδειχνε ευθυμία.

— Μα πού να το ξέρω πως καθόλου δεν την αγαπάω! Χε, χε! Μα νά που αποδείχτηκε πως δεν την αγαπάω. Κι όμως πόσο μ' άρεσε! Πόσο μ' άρεσε και το πρωί ακόμα, όταν έβγαζε εκείνον το λόγο. Και ξέρεις, και τώρα μ' αρέσει τρομερά, όμως μου είναι πολύ εύκολο να την αφήσω. Νομίζεις πως είμαι φανφαρόνος;

— Όχι. Μονάχα που δεν επρόκειτο ίσως για έρωτα.

— Αλιόσκα, γέλασε ο Ιβάν, μην αρχίζεις να κάνεις συλλογισμούς για τον έρωτα. Αυτό δε σου ταιριάζει. Το πρωί, πώς μπήκες στη μέση! Ξέχασα να σε φιλήσω γι' αυτό... Και πόσο με βασάνιζε! Με είχε φέρει σχεδόν σε σπαραγμό! Αυτή το 'ξερε πως την αγαπάω! Μ' αγαπούσε εμένα κι όχι τον Ντιμήτρι, επέμενε εύθυμα ο Ιβάν. O Ντιμήτρι ήταν μονάχα ο σπαραγμός της. Όλα εκείνα που της είπα το πρωί είναι αλήθεια. Μα το σπουδαίο είναι πως θα της χρειαστούνε δεκαπέντε ή και είκοσι χρόνια για ν' ανακαλύψει πως τον Ντιμήτρι καθόλου δεν τον αγαπάει, μα αγαπάει εμένα που με βασανίζει. Ίσως μάλιστα και να μην το καταλάβει ποτέ, παρ' όλο το σημερινό μάθημα. Καλύτερα λοιπόν: σηκώθηκα κι έφυγα για πάντα. Μια και το 'φερε η κουβέντα, τι κάνει τώρα; Τι έγινε εκεί πέρα όταν έφυγα;

O Αλιόσα του διηγήθηκε πως την έπιασε υστερία και πως τώρα βρίσκεται, καθώς φαίνεται, σε βύθος και πως παραμιλάει.

— Μήπως λέει ψέματα η Χοχλάκοβα;

— Μάλλον όχι.

— Πρέπει να μάθουμε. Πάντως ποτέ δεν πέθανε κανένας από υστερία. Όμως δεν πα να την έπιασε υστερία. O Θεός την έστειλε στις γυναίκες γιατί τις αγαπάει. Δε θα πάω να τη δω.

Γιατί να ξαναχώσω τη μύτη μου;

— Κι όμως το πρωί της είπες πως ποτέ δε σ' αγάπησε.

— Επίτηδες της το 'πα. Αλιόσκα, θα παραγγείλω σαμπάνια να πιούμε στην λευτεριά μου. Αν ήξερες πόσο είμαι χαρούμενος!

— Όχι, αδερφέ μου, καλύτερα να μην πιούμε, είπε ξαφνικά ο Αλιόσα, εξάλλου είμαι κάπως θλιμμένος.

— Ναι, από καιρό τώρα είσαι θλιμμένος, αυτό το βλέπω πολύ καιρό πια.

— Ώστε θα φύγεις οπωσδήποτε αύριο το πρωί;

— Το πρωί. Δεν είπα τίποτα για πρωί... Όμως μπορεί και πρωί να φύγω. Το πιστεύεις τάχα πως έφαγα σήμερα εδώ πέρα μόνο και μόνο για να μη φάω μαζί με το γέρο; Τόσο πολύ τον σιχάθηκα. Θα 'χα φύγει από καιρό και μονάχα εξαιτίας του. Μα εσύ γιατί ανησυχείς τόσο πολύ που φεύγω; Εμείς οι δυο έχουμε, ένας Θεός ξέρει, πόσο καιρό μπροστά μας ως τότε. Μιαν ολάκερη αιωνιότητα!

— Αν φύγεις αύριο πού είναι η αιωνιότητα;

— Μα τι μας νοιάζει αυτό εμάς τους δυο; γέλασε ο Ιβάν. Εμείς θα προφτάσουμε, όπως και να 'ναι, να πούμε τα δικά μας, να πούμε όλα εκείνα που 'ρθαμε να κουβεντιάσουμε εδώ. Τι με κοιτάς απορώντας; Πες μου: Γιατί συναντηθήκαμε εδώ; Για να μιλήσουμε για τον έρωτά μου με την Κατερίνα Ιβάνοβνα, για το γέρο, για τον Ντιμήτρι; Για το εξωτερικό; Για τη μοιραία κατάσταση της Ρωσίας; Για τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα; Γι' αυτά τάχα;

— Όχι, όχι γι' αυτά.

— Θα πει λοιπόν πως και μόνος σου το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο συναντηθήκαμε. Τούτα τα θέματα είναι γι' άλλους, μα εμείς πρέπει να λύσουμε πριν απ' όλα τα προαιώνια προβλήματα, νά ποια είναι η λαχτάρα μας. Όλη η νεολαία της Ρωσίας δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συζητάει για τα προαιώνια προβλήματα. Τώρα ακριβώς που οι γέροι βάλθηκαν ξαφνικά ν' ασχοληθούνε με πραχτικά ζητήματα. Γιατί με κοίταζες τρεις ολόκληρους μήνες σαν κάτι να περίμενες; Για να με ρωτήσεις: «Ποια είναι η πίστη σου; έχεις καμιά πίστη;» Αυτό εκφράζανε τρεις μήνες τώρα τα βλέμματά σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. 'Ετσι δεν είναι;

— Ίσως να 'ναι κι έτσι, χαμογέλασε ο Αλιόσα. Δε με κοροϊδεύεις λοιπόν πια, αδερφέ;

— Εγώ να σε κοροϊδέψω; Δε θα θελήσω ποτέ να λυπήσω τον αδερφούλη μου, που με κοίταζε τρεις μήνες με μια τέτοια προσμονή. Κοίτα καλά, Αλιόσα: Είμαι και γω δα ένα μικρό παιδί σαν και σένα, μονάχα που δεν είμαι δόκιμος. Τι κάνουν λοιπόν τα ρωσόπαιδα; Μερικά δηλαδή. Νά, λόγου χάρη τούτη η βρωμερή ταβέρνα. Συναντιόνται εδώ πέρα, κάθονται σε μια γωνιά. Όλη τους τη ζωή δεν ξέρανε ο ένας τον άλλον, θα βγούνε από την ταβέρνα και για σαράντα χρόνια δε θα ξέρουν πάλι ο ένας τον άλλον. Λοιπόν, για τι θα συζητήσουνε σε μια τέτοια στιγμή; Για τα παγκόσμια προβλήματα το δίχως άλλο: Υπάρχει Θεός; Υπάρχει αθανασία; Κι όσοι δεν πιστεύουν σε Θεό, εκείνοι θα μιλήσουν για σοσιαλισμό κι αναρχισμό, για την ανοικοδόμηση της ανθρωπότητας σε νέες βάσεις. Ουσιαστικά το ίδιο είναι κι αυτό, τα προβλήματα είναι τα ίδια, μονάχα που τα θέτουν αντίστροφα. Τα πιο πολλά παλιόπαιδα στον καιρό μας δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να συζητάνε για τα προαιώνια προβλήματα. Έτσι δεν είναι;

— Ναι, για τους πραγματικούς Ρώσους τα προβλήματα του Θεού και της αθανασίας ή τα ίδια παρμένα αντίστροφα, όπως είπες, είναι βέβαια τα σπουδαιότερα και τα πιο πρωταρχικά, μα έτσι και πρέπει να 'ναι, πρόφερε ο Αλιόσα εξακολουθώντας να κοιτάει τον αδερφό του με το ίδιο ήσυχο κι εξεταστικό χαμόγελο.

— Νά τι λέω εγώ, Αλιόσα. Το να 'σαι Ρώσος μερικές φορές δεν είναι και πολύ έξυπνο, μα δεν μπορείς να φανταστείς μεγαλύτερη ανοησία απ' αυτό που κάνουν τώρα τα παιδιά στη Ρωσία, όμως εγώ αγαπώ τρομερά ένα ρωσόπουλο, τον Αλιόσκα.

— Τι ωραία που το 'φερες, είπε ο Αλιόσα και ξαφνικά γέλασε.

— Λέγε λοιπόν. Από πού ν' αρχίσουμε; Πρόσταξε. Απ' το Θεό; Για το αν υπάρχει Θεός δηλαδή;

— Απ' όπου θέλεις άρχισε, ακόμα κι «αντίστροφα». Χτες μόλις υποστήριξες στου πατέρα πως δεν υπάρχει Θεός, είπε ο Αλιόσα και κοίταξε εξεταστικά τον αδερφό του.

— Χτες το μεσημέρι τα 'λεγα επίτηδες αυτά για να σε θυμώσω κι έβλεπα πώς φλογίζονταν τα ματάκια σου. Μα τώρα δεν έχω καμιά αντίρρηση να τα ξανασυζητήσουμε και μιλάω πολύ σοβαρά. Θέλω να συνδεθώ μαζί σου, Αλιόσα, γιατί δεν έχω φίλους, θέλω να δοκιμάσω. Φαντάσου λοιπόν πως ίσως και γω να πιστεύω στο Θεό, γέλασε ο Ιβάν. Αυτό πια δεν το περίμενες, ε;

— Μα και βέβαια. Εκτός πια κι αν αστειεύεσαι και τώρα.

— Αστειεύομαι! Αυτό το είπαν και χτες στου στάρετς, πως αστειεύομαι. Βλέπεις, καλέ μου, υπήρχε ένας γέρος αμαρτωλός τον δέκατο όγδοο αιώνα που είπε πως αν δεν υπήρχε Θεός θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε. S' il n' existait pas Dieu il faudrait l' inventer. Και πραγματικά ο άνθρωπος εφεύρε το Θεό. Και δεν είναι παράξενο κι ούτε θα 'ταν αξιοθαύμαστο που υπάρχει πραγματικά ο Θεός, μα είναι αξιοθαύμαστο που μια τέτοια ιδέα —η ιδέα της αναγκαιότητας του Θεού— μπόρεσε να τρυπώσει στο κεφάλι ενός τόσο άγριου και κακού ζώου όπως είναι ο άνθρωπος. Τόσο ιερή είναι αυτή η σκέψη, τόσο συγκινητική, τόσο σοφή και τιμάει τόσο τον άνθρωπο. Όσο για μένα, από καιρό πια τ' αποφάσισα να μη σκέφτομαι για το αν ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό ή ο Θεός τον άνθρωπο. Ούτε θα κάτσω φυσικά να ξεσκαλίσω όλα τ' αξιώματα των νεαρών της σύγχρονης Ρωσίας, που είναι όλα, ως το τελευταίο, απόρροια υποθέσεων που έγιναν κιόλας στην Ευρώπη. Γιατί, αυτό που εκεί είναι μονάχα υπόθεση, οι νεαροί της Ρωσίας το κάνουν παρευθύς αξίωμα κι όχι μονάχα οι νεαροί μα ίσως ίσως και οι καθηγητές μας σκέφτονται πολύ συχνά σαν τους νεαρούς μας. Γι' αυτό κι αντιπαρέρχομαι όλες τις υποθέσεις. Εμείς οι δυο τι σκοπό έχουμε τώρα; Να σου εξηγήσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την ουσία μου, δηλαδή τι είδους άνθρωπος είμαι, τι πιστεύω και τι ελπίζω. Έτσι δεν είναι; Γι' αυτό και δηλώνω πως παραδέχομαι το Θεό απλά και σκέτα. Όμως νά τι θα πρέπει παρ' όλα αυτά να σημειώσεις: Αν υπάρχει Θεός κι αν πραγματικά δημιούργησε τη γη, τότε, όπως ξέρουμε όλοι, τη δημιούργησε σύμφωνα με την γεωμετρία του Ευκλείδη και το ανθρώπινο μυαλό το 'φτιαξε με τέτοιον τρόπο που να συλλαμβάνει μονάχα τις τρεις διαστάσεις. Πάρ' όλα αυτά, βρίσκονταν και βρίσκονται ακόμα γεωμέτρες και φιλόσοφοι, που είναι μάλιστα απ' τους πιο σημαντικούς, που αμφιβάλλουν αν όλη η οικουμένη ή ακόμα γενικότερα όλο το σύμπαν είναι δημιουργημένο μονάχα με τους νόμους της ευκλείδειας γεωμετρίας, τολμούν μάλιστα να φαντάζονται πως δυο παράλληλες ευθείες, που σύμφωνα με τον Ευκλείδη είναι αδύνατο να συναντηθούνε σ' αυτή τη γη, ίσως και να συναντιόνται κάπου στο άπειρο. Λοιπόν, αγαπητέ μου, σκέφτηκα πως μια και δεν μπορώ ούτε αυτό να το καταλάβω, τότε πώς να καταλάβω το Θεό; Παραδέχομαι ταπεινά πως δεν έχω καμιά ικανότητα να λύνω κάτι τέτοια προβλήματα, το δικό μου το μυαλό είναι ευκλείδειο, γήινο. Πώς να λύσω λοιπόν προβλήματα που δεν προέρχονται από τούτη τη γη; Μα και σένα σε συμβουλεύω, φίλε μου Αλιόσα, να μην τα σκέφτεσαι αυτά, μα περισσότερο απ' όλα να μην σκέφτεσαι αν υπάρχει ή όχι Θεός. Όλα τούτα τα ζητήματα δεν είναι κατάλληλα για το λογικό μας, που δημιουργήθηκε έτσι που να εννοεί μονάχα τις τρεις διαστάσεις. Λοιπόν όχι μονάχα παραδέχομαι το Θεό πρόθυμα, μα παραδέχομαι και τη σοφία Του και το σκοπό Του —που αυτά πια μας είναι εντελώς άγνωστα— πιστεύω στην τάξη, στο νόημα της ζωής, πιστεύω στην αιώνια αρμονία που μέσα της θα διαλυθούμε όλοι μας, πιστεύω στον Λόγο που προς αυτόν τείνει το Σύμπαν, το Λόγο που ην προς τον Θεόν και που είναι ο ίδιος ο Θεός, κ.ο.κ. εις το άπειρον! Από λόγια πάνω σ' αυτό άλλο τίποτα. Νομίζω πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο, ε; Κι όμως φαντάσου πως στο τέλος δεν παραδέχομαι αυτόν τον κόσμο του Θεού, δεν τον παραδέχομαι, αν και ξέρω πως υπάρχει, μα δεν τον αναγνωρίζω καθόλου. Δεν είναι πως δεν παραδέχομαι το Θεό, νιώσε το αυτό, μα τον κόσμο που δημιούργησε αυτός, τον κόσμο του Θεού δεν τον παραδέχομαι κι αρνιέμαι να τον παραδεχτώ. Εξηγούμαι: Είμαι σίγουρος σαν μικρό παιδί πως όλες οι οδύνες θα γιατρευτούν και θα πραϋνθούν, πως όλη η προσβλητική κωμικότητα των ανθρώπινων αντιθέσεων θα εξαφανιστεί σαν τρισάθλιος αντικατοπτρισμός, σαν μια μυσαρή φαντασίωση, σαν ένα μόριο αδύνατου κι ασήμαντου ευκλείδειου ανθρώπινου μυαλού, πως, τέλος, στο παγκόσμιο φινάλε, τη στιγμή της αιώνιας αρμονίας θα παρουσιαστεί και θα συμβεί κάτι που θα 'ναι τόσο πολύτιμο, που θα επαρκέσει για όλες τις καρδιές, για τον καθησυχασμό όλων των αγαναχτήσεων, για την εξαγορά όλων των ανθρωπίνων εγκλημάτων, όλου του χυμένου αίματος, θα φτάσει όχι μονάχα για τη συγνώμη μα και για τη δικαίωση του κάθε τι που έχει συμβεί στους ανθρώπους. Ας είναι, ας είναι, όλα αυτά θα γίνουν, το παραδέχομαι, μα δεν το αποδέχομαι κι ούτε θέλω να το αποδεχτώ! Ας συναντηθούν ακόμα και οι παράλληλες ευθείες κι ας το δω και μονάχος μου: θα το δω και θα πω πως συναντήθηκαν, μα δε θα το αποδεχτώ. Νά η ουσία μου, Αλιόσα, νά η θέση μου. Αυτό πια στο είπα σοβαρά. Επίτηδες άρχισα τούτη την κουβέντα με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει, μα την έφερα ως την εξομολόγησή μου γιατί αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι εσύ. Δε σου χρειαζότανε να συζητήσουμε για το Θεό, μα ήθελες να μάθεις μονάχα με τι ζει ο αγαπημένος σου αδερφός. Ε, λοιπόν, στο είπα.

O Ιβάν τέλειωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση.

— Και για ποιο λόγο άρχισες «με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει»; ρώτησε ο Αλιόσα κοιτάζοντάς τον σκεφτικά.

— Μα πρώτα πρώτα χάριν ρωσισμού: οι ρούσικες συζητήσεις σε τούτα τα θέματα γίνονται με τον πιο ανόητο τρόπο. Και δεύτερο γιατί όσο πιο ανόητος ο τρόπος, τόσο πιο κοντά στο θέμα βρισκόμαστε. Όσο πιο ανόητα, τόσο η σαφήνεια είναι μεγαλύτερη. Η ανοησία είναι σύντομη κι απονήρευτη, μα το μυαλό κάνει ένα σωρό τζιριτζάντζουλες και κρύβεται. Το μυαλό είναι ύπουλο, μα η ανοησία έχει τιμιότητα και ντομπροσύνη. Έφερα την κουβέντα και σου μίλησα για την απελπισία μου, κι όσο πιο ανόητα την εξέφρασα, τόσο πιο συμφερτικό στάθηκε για μένα.

— Θα μου εξηγήσεις γιατί δεν «αποδέχεσαι τον κόσμο»; πρόφερε ο Αλιόσα.

— Μα και βέβαια θα στο εξηγήσω, δεν το 'χω δα μυστικό, αυτό ακριβώς είχα σκοπό να σου πω. Αδερφούλη μου, δεν το θέλω να σε διαφθείρω και να σου κλονίσω την πίστη σου, ίσως απεναντίας να 'θελα να σώσω τον εαυτό μου με τη βοήθειά σου, είπε και χαμογέλασε ξαφνικά ο Ιβάν εντελώς σαν μικρό και πράο αγόρι.

Ποτέ ως τα τώρα δεν τον είχε δει ο Αλιόσα μ' αυτό το χαμόγελο.


5. III. Τ’ Αδέρφια Γνωρίζονται 5. III. The Brothers and Sisters Know Each Other

Όμως ο Ιβάν δε βρισκόταν σε ιδιαίτερο δωμάτιο. But Ivan was not in a private room. Ήταν μονάχα μια γωνιά κοντά στο παράθυρο που χωριζόταν με παραβάν. There was only a corner near the window separated by a screen. Πάντως κι έτσι δεν τους έβλεπε κανένας. However, no one could see them anyway. Το δωμάτιο αυτό ήταν το πρώτο απ' την είσοδο μ' ένα μπουφέ στον πλαϊνό τοίχο. This room was the first one from the entrance with a sideboard on the side wall. Τα γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν συνεχώς. The waiters kept coming and going. Μοναδικός θαμώνας ήταν ένας γέρος απόστρατος αξιωματικός που έπινε τσάι στη γωνιά. The only patron was an old retired officer who drank tea in the corner. Αντίθετα, στ' άλλα δωμάτια η συνηθισμένη φασαρία: ακούγονταν φωνές, που καλούσαν τους σερβιτόρους, ανοίγονταν με κρότο μπουκάλια μπύρας, ακούγονταν οι χτύποι απ' τις μπίλιες του μπιλιάρδου, θορυβούσε ένα οργανέτο. On the contrary, in the other rooms the usual noise: there were voices calling the waiters, beer bottles were opened with a bang, there was the sound of billiard balls, an organelle was blaring. O Αλιόσα το 'ξερε πως ο Ιβάν δεν ερχόταν ποτέ σ' αυτή την ταβέρνα και πως γενικά δεν αγαπούσε να συχνάζει σε τέτοια μέρη. Aliosha knew that Ivan never came to this tavern and that he generally did not like to frequent such places. Θα πει λοιπόν πως ο μόνος λόγος που βρέθηκε δω πέρα ήταν για να συναντήσει τον Ντιμήτρι. So he will say that the only reason he was here was to meet Dimitri. Κι όμως ο Ντιμήτρι δεν ήταν εκεί. And yet Dimitri was not there.

— Θα σου παραγγείλω μια ψαρόσουπα ή ότι άλλο θέλεις. - I'll order you a fish soup or whatever you want. Δε ζεις βέβαια μονάχα με τσάι, φώναξε ο Ιβάν που φαινόταν τρομερά ευχαριστημένος γιατί κατάφερε τον Αλιόσα να 'ρθει. 'You don't live on tea alone, of course,' cried Ivan, who seemed terribly pleased because he had managed to get Aliosha to come. Είχε τελειώσει πια το φαΐ του κι έπινε τσάι. He had finished his food and was drinking tea.

— Φέρε ψαρόσουπα, φέρε και τσάι ύστερα. - Bring fish soup, then bring tea. Πείνασα, είπε εύθυμα ο Αλιόσα. "I'm hungry," Aliosha said cheerfully.

— Και γλυκό βύσινο; Θυμάσαι πόσο σου άρεσε το γλυκό βύσινο όταν ήσουνα μικρός, στου Πολένοβ; - And sweet cherry? Remember how much you liked sweet cherry when you were a kid at Polenov's?

— Το θυμάσαι και συ; Φέρε και γλυκό. - Do you remember it too? Bring some dessert. Μ' αρέσει και τώρα. I like it now.

O Ιβάν φώναξε το γκαρσόνι και παράγγειλε ψαρόσουπα, τσάι και γλυκό. Ivan called the waiter and ordered fish soup, tea and dessert.

— Όλα τα θυμάμαι, Αλιόσα· σε θυμάμαι ως τα έντεκά σου χρόνια, εγώ τότε ήμουνα δεκαπέντε. - I remember everything, Alyosha; I remember you until you were eleven, I was fifteen. Δεκαπέντε κι έντεκα είναι μια τόση διαφορά που τ' αδέρφια ποτέ δεν γίνονται φίλοι. Fifteen and eleven is such a difference that brothers and sisters never become friends. Δεν ξέρω μάλιστα αν σ' αγαπούσα κιόλας. I don't even know if I loved you. Όταν πήγα στη Μόσχα, τα πρώτα χρόνια, ούτε καν σε σκεφτόμουν. When I went to Moscow, in the first years, I didn't even think of you. Αργότερα, όταν και συ βρέθηκες στη Μόσχα, μια φορά μου φαίνεται, συναντηθήκαμε κάπου. Later on, when you were in Moscow, I think we met once somewhere. Και τώρα νά, είναι τέταρτος μήνας πια που ζω εδώ πέρα και δεν είπαμε λέξη ακόμα. And now here it is, it's the fourth month I've been living here and we haven't said a word yet. Αύριο φεύγω, καθόμουνα λοιπόν και σκεφτόμουνα: Πώς να κάνω τώρα να τον δω και να τον αποχαιρετήσω; Και εκείνη τη στιγμή, νά 'σε. Tomorrow I'm leaving, so I was sitting there thinking: How can I do now to see him and say goodbye? And at that moment, there you are.

— Και το 'θελες πολύ να με δεις; - And you really wanted to see me?

— Πολύ. Θέλω να σε γνωρίσω μια για πάντα, και να με γνωρίσεις και συ. I want to know you once and for all, and I want you to know me too. Και ύστερα να σ' αποχαιρετήσω. And then to say goodbye to you. Νομίζω πως το καλύτερο απ' όλα είναι να γνωρίζεται κανείς λίγο πριν απ' το χωρισμό. I think the best thing of all is to get to know each other a little before the breakup. Έβλεπα πώς με κοίταζες όλους αυτούς τους τρεις μήνες, τα μάτια σου είχαν κάποια ακατάπαυστη προσμονή κι αυτό ακριβώς δεν το χωνεύω, γι' αυτό και δε σε πλησίασα. I saw how you looked at me all those three months, your eyes had a kind of incessant anticipation and that's exactly what I can't stomach, so I didn't come near you. Μα στο τέλος έμαθα να σε εκτιμάω: Τούτος ο ανθρωπάκος, είπα μέσα μου, έχει σταθερό χαραχτήρα. But in the end I learned to appreciate you: This little man, I said to myself, has a fixed character. Πρέπει να 'χεις υπόψη σου πως αν και γελάω τώρα που στα λέω όλα αυτά, σου κουβεντιάζω σοβαρά. You must bear in mind that although I am laughing now that I am telling you all this, I am seriously talking to you. Έχεις σταθερές πεποιθήσεις, έτσι δεν είναι; Κάτι τέτοιους σταθερούς τους αγαπάω, ό,τι κι αν πιστεύουν, κι ας είναι και μικρά παιδιά, όπως είσαι εσύ. You have strong convictions, don't you? It's the kind of firm ones I love, no matter what they believe, even if they are little children, like you. Το βλέμμα σου, που όλο και κάτι περίμενε, στο τέλος έπαψε να μου είναι αντιπαθητικό- απεναντίας, τ' αγάπησα στο τέλος το βλέμμα σου αυτό που όλο και πρόσμενε... Αν δεν κάνω λάθος, μ' αγαπάς για κάποιο λόγο. Your look, which was always expecting something, in the end ceased to be distasteful to me; on the contrary, I loved your look in the end, the look that was always expecting... If I am not mistaken, you love me for a reason. Έτσι δεν είναι, Αλιόσα;

— Σ' αγαπώ, Ιβάν. O αδερφός μας ο Ντιμήτρι λέει για σένα: «O Ιβάν είναι τάφος». Our brother Dimitri says of you: "Ivan is a grave." Εγώ λέω για σένα: «O Ιβάν είναι αίνιγμα». I'm talking about you: "Ivan is an enigma." Και τώρα είσαι αίνιγμα για μένα, όμως κάτι άρχισα να καταλαβαίνω, μόλις από σήμερα το πρωί! And now you are an enigma to me, but I started to understand something, just this morning!

— Τι κατάλαβες λοιπόν; γέλασε ο Ιβάν.

— Δε θα θυμώσεις αν στο πω; γέλασε κι ο Αλιόσα. - Won't you be angry if I tell you?" laughed Alyosha.

— Λοιπόν;

— Κατάλαβα πως και συ είσαι ένας νέος όπως κι όλοι οι άλλοι νέοι, εικοστριώ χρονών, το ίδιο νέος, πολύ νέος, ένα αξιαγάπητο παιδί, πώς να στο πω; Ένα άβγαλτο παιδί τέλος πάντων! - I understood that you are a young man like all the other young men, twenty-three years old, just as young, very young, a lovely child, how can I put it? An unlovely child anyway! Μήπως σε πείραξα; Did I hurt you?

— Απεναντίας. - On the contrary. Απορώ μονάχα με τη σύμπτωση! I'm just amazed at the coincidence! αναφώνησε εύθυμα και με ζέση ο Ιβάν. Ivan exclaimed cheerfully and fervently. Το πιστεύεις πως μετά τη συνάντησή μας στο σπίτι της αυτό ακριβώς σκεφτόμουνα για τον εαυτό μου; Γι' αυτή την απλοϊκότητα των εικοσιτριώ χρονών. Can you believe that after our meeting at her house that's exactly what I thought about myself? That simplicity of being twenty years old. Και νά που τώρα εσύ ξαφνικά, λες και το μάντεψες, αρχίζεις την κουβέντα ακριβώς απ' αυτό. And here you are all of a sudden, as if you guessed it, starting the conversation right from that. Τώρα που καθόμουνα δω πέρα, έλεγα μέσα μου: Κι αν ακόμα πάψω να πιστεύω στη ζωή, κι αν ακόμα χάσω την εμπιστοσύνη μου στη γυναίκα που αγαπώ, κι αν δεν πιστεύω πια στην τάξη των πραγμάτων, κι αν ακόμα πειστώ πως όλα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χάος χωρίς καμιά αρμονία, ένα χάος καταραμένο και ίσως ίσως διαβολικό, κι αν ακόμα υποστώ όλη τη φρίκη της ανθρώπινης απογοήτευσης, θα θελήσω παρ' όλα αυτά να ζήσω και, μια κι άρχισα να πίνω απ' αυτή την κούπα, δε θα την παρατήσω ώσπου να πιώ και την τελευταία σταγόνα! Now, as I was sitting here, I was saying to myself: What if I still stop believing in life, and what if I still lose my trust in the woman I love, and what if I no longer believe in the order of things, and what if I still become convinced that everything is nothing but a chaos without any harmony, a cursed and perhaps evil chaos, and if I still suffer all the horrors of human disappointment, I shall nevertheless want to live, and, since I have begun to drink from this cup, I shall not give it up until I have drunk the last drop! Για να λέμε την αλήθεια, ίσως στα τριάντα μου χρόνια να πετάξω την κούπα, ακόμα κι αν δεν την έχω πιει ολάκερη, και να φύγω... και γω δεν ξέρω για πού. To tell you the truth, maybe in my thirties I'll throw away the cup, even if I haven't drunk it all, and leave... and I don't know where. Μα ως τα τριάντα, γι' αυτό είμαι βέβαιος, θα νικάει συνεχώς η νιότη μου, θα νικάει την κάθε απογοήτευση, την κάθε αποστροφή για τη ζωή. But until I'm thirty, I'm sure of it, my youth will keep on winning, defeating every disappointment, every aversion to life. Ρώτησα πολλές φορές τον εαυτό μου: Υπάρχει τάχα στον κόσμο μια απελπισία που να μπορέσει να νικήσει την παράφορη κι ανάρμοστη ίσως δίψα μου για τη ζωή; Κι έβγαλα το συμπέρασμα πως, όπως φαίνεται, δεν υπάρχει· δηλαδή ως τα τριάντα εννοώ, αργότερα ούτε και γω ο ίδιος δε θα θελήσω, έτσι μου φαίνεται. I asked myself many times: Is there a desperation in the world that can defeat my perhaps insane and inappropriate thirst for life? And I have come to the conclusion that, as it seems, there is not; that is, up to thirty, I mean, later on I myself will not want to, it seems to me. Αυτή τη δίψα της ζωής μερικοί χτικιάρηδες μιξοηθικιστές τη λένε συχνά πρόστυχη, ειδικά οι ποιητές. This thirst for life is often called vulgar by some dotty miso-ethicists, especially poets. Είναι αλήθεια πως τούτο το χαρακτηριστικό το 'χουν οι Καραμάζοβ, αυτή η δίψα της ζωής, που δε λογαριάζει τίποτα, βρίσκεται και μέσα σου, μα γιατί να 'ναι χυδαία; O πλανήτης μας, Αλιόσα, έχει ακόμα τεράστια κεντρομόλο δύναμη. It is true that this characteristic is in the Karamazovs, this thirst for life, which is not taking anything into account, is also in you, but why should it be vulgar? Our planet, Alyosha, still has enormous centripetal force. Υπάρχει θέληση για ζωή, και γω ζω έστω κι ενάντια σε κάθε λογική. There is a will to live, and I live even against all logic. Ας μη πιστεύω στην τάξη των πραγμάτων, όμως αγαπώ τα μικρά ανοιξιάτικα φυλλαράκια, τα νωπά ακόμα, αγαπώ το γαλάζιο ουρανό, αγαπώ αυτόν τον άνθρωπο ή εκείνον εκεί, και μερικές φορές (θα το πιστέψεις;) ούτε και γω το ξέρω γιατί μου είναι αγαπητό ένα ανθρώπινο κατόρθωμα που σ' αυτό ίσως και να 'χω πάψει από πολύ καιρό να πιστεύω κι όμως, από συνήθεια, το εκτιμάω. I may not believe in the order of things, but I love the little spring leaves, still fresh, I love the blue sky, I love this man or that man, and sometimes (will you believe it?) I don't even know why I love a human achievement that I may have stopped believing in a long time ago and yet, out of habit, I appreciate it. Νά που σου φέρανε την ψαρόσουπα, τρώγε. Here's your fish soup, eat it. Η ψαρόσουπα είναι περίφημη, μαγειρεύουν καλά εδώ. The fish soup is famous, they cook well here. Θέλω να πάω στην Ευρώπη, Αλιόσα, θέλω να φύγω από δω. I want to go to Europe, Alyosha, I want to get out of here. Κι ας ξέρω πως θα πάω σ' ένα νεκροταφείο! Even though I know I'm going to a cemetery! Είναι όμως το πιο αξιαγάπητο νεκροταφείο! But it is the most adorable cemetery! Είναι θαμμένα εκεί πέρα πρόσωπα αγαπημένα και η κάθε πέτρα από πάνω τους μαρτυράει για μια τόσο φλογερή ζωή, που πέρασε πια, για μια τόσο φλογερή πίστη στο έργο τους, στην αλήθεια τους, στον αγώνα τους και στην επιστήμη τους, που εγώ, το ξέρω από τώρα, θα γονατίσω και θ' αρχίσω να φιλάω αυτές τις πέτρες και θα κλαίω, όντας σίγουρος ταυτόχρονα πως όλα αυτά είναι από καιρό πεθαμένα, πως δε βρίσκομαι παρά σ' ένα νεκροταφείο. There are loved ones buried over there, and every stone above them bears witness to a life so fiery, now gone, to such a fervent faith in their work, in their truth, in their struggle and in their science, that I, I know it now, will kneel down and start kissing those stones and cry, certain at the same time that all of them are long dead, that I am only in a graveyard. Και δε θα κλάψω από απελπισία, μα μόνο και μόνο γιατί θα 'μαι ευτυχισμένος με τα δάκρια που θα χύσω. And I will not cry out of despair, but only because I will be happy with the tears I shed. Θα μεθύσω με την ίδια μου τη συγκίνηση. I will get drunk with my own emotion. Αγαπάω τα μικρά, νωπά, ανοιξιάτικα φύλλα, το γαλάζιο ουρανό. I love the small, fresh, spring leaves, the blue sky. Αυτό είναι! Αυτό δεν είναι μυαλό, δεν είναι λογική, αγαπάς με τα σπλάχνα σου, με την κοιλιά σου, αγαπάς τις πρώτες σου νεανικές δυνάμεις... Καταλαβαίνεις τίποτα απ' τις σαχλαμάρες μου, Αλιόσα, ή όχι; γέλασε ξαφνικά ο Ιβάν. This is not mind, this is not logic, you love with your guts, with your belly, you love your first youthful powers... Do you understand any of my nonsense, Alyosha, or not?" laughed Ivan suddenly.

— Πολύ καλά τα καταλαβαίνω, Ιβάν. Θέλει κανείς ν' αγαπάν με τα σπλάχνα του, με την κοιλιά του· θαυμάσια το είπες αυτό και είμαι τρομερά χαρούμενος που θέλεις τόσο πολύ να ζήσεις, αναφώνησε ο Αλιόσα. One wants to love with one's guts, with one's belly; you have said that wonderfully, and I am terribly glad that you want to live so much, exclaimed Aliosha. Νομίζω πως όλοι σε τούτον τον κόσμο πρέπει ν' αγαπήσουν πρώτα απ' όλα τη ζωή. I think everyone in this world should love life first and foremost.

— Ν' αγαπήσουν τη ζωή περισσότερο απ' το νόημά της; - To love life more than its meaning?

— Αυτό είναι απαραίτητο. Πρέπει να την αγαπήσουν πριν από τη λογική, όπως το 'πες απαραίτητα πριν από τη λογική, και τότε μονάχα θα καταλάβουν και το νόημα. They have to love it before logic, as you said necessarily before logic, and only then will they understand the meaning. Νά τι τριγυρνάει από καιρό στο μυαλό μου. Here's what's been on my mind for a long time. Το μισό της δουλειάς σου έγινε πια, Ιβάν το κατέχτησες: αγαπάς να ζεις. Half your work is done now, Ivan you have mastered it: you love to live. Τώρα πρέπει να προσπαθήσεις και για το άλλο μισό και τότε θα 'χεις σωθεί. Now you have to try for the other half and then you'll be saved.

— Πάει κιόλας να με σώσει, όμως εγώ ίσως και να μη χάθηκα καθόλου! - He's already going to save me, but I might not be lost at all! Και ποιο είναι αυτό το άλλο μισό; And what is this other half?

— Θα πρέπει ν' αναστήσεις τους νεκρούς σου, που ίσως και να μην πέθαναν ποτέ. - You will have to raise your dead, who may never have died. Φέρε μου τώρα το τσάι. Now bring me the tea. Είμαι χαρούμενος που κουβεντιάζουμε μαζί, Ιβάν. I'm glad we're chatting together, Ivan.

— Βλέπω ότι βρίσκεσαι σε έμπνευση. - I see that you are in inspiration. Τις αγαπώ τρομερά κάτι τέτοιες professions de foi (ομολογίες πίστεως) από κάτι τέτοιους... δόκιμους μοναχούς. I love terribly such professions de foi (professions of faith) from such people... novice monks. Είσαι άνθρωπος σταθερός, Αλιόσα. You're a stable man, Alyosha. Είναι αλήθεια πως θέλεις να φύγεις απ' το μοναστήρι; Is it true you want to leave the monastery?

— Αλήθεια. O στάρετς μου με στέλνει στον κόσμο. My starlet sends me out into the world.

— Θα πει λοιπόν πως θα ξανασυναντηθούμε στον κόσμο, θα συναντηθούμε πριν γίνω τριάντα χρονών κι απαρνηθώ την κούπα. - So he'll say we'll meet again in the world, we'll meet again before I'm thirty and give up the cup. O πατέρας δε θέλει να παρατήσει τη δική του κούπα ως τα εβδομήντα του χρόνια, ονειρεύεται μάλιστα να την κρατήσει ως τα ογδόντα, ο ίδιος το 'λεγε, και είναι πολύ σοβαρό, μ' όλο που αυτός είναι παλιάτσος. Father doesn't want to give up his own cup until he's seventy, he even dreams of keeping it until he's eighty, he said so himself, and it's very serious, even though he's a clown. Στάθηκε ακλόνητος πάνω στη φιληδονία του σαν σ' ένα βράχο... αν και μετά τα τριάντα δεν υπάρχει ίσως και πού αλλού να σταθείς... Μα ως τα εβδομήντα καταντάει πια ποταπότητα, καλύτερα ως τα τριάντα: έτσι μπορείς να διατηρήσεις μιαν «επίφαση ευγένειας», κοροϊδεύοντας ο ίδιος τον εαυτό σου. He stood firm on his sensuality like a rock... though after thirty there may be nowhere else to stand... But up to seventy it becomes vile, better to thirty: so you can maintain a "semblance of politeness" by fooling yourself. Δεν είδες σήμερα τον Ντιμήτρι; Didn't you see Dimitri today?

— Όχι, δεν τον είδα, μα συνάντησα τον Σμερντιακόβ. - No, I didn't see him, but I met Smerdiakov. Κι ο Αλιόσα διηγήθηκε γρήγορα γρήγορα και με λεπτομέρειες τη συνάντησή του με τον Σμερντιακόβ. And Alyosha quickly recounted his meeting with Smerdiakov in detail. O Ιβάν ακούγοντάς τον έγινε ξαφνικά προσεχτικός, για μερικά πράγματα μάλιστα τον ξαναρώτησε. Ivan, listening to him, suddenly became attentive, and even asked him again about some things.

— Με παρακάλεσε όμως να μην το πω στον Ντιμήτρι πως μου μίλησε γι' αυτόν, πρόσθεσε ο Αλιόσα. - But he begged me not to tell Dimitri that he told me about him, Aliosa added.

O Ιβάν σκυθρώπιασε και κάτι σκεφτόταν. Ivan scowled and thought about something.

— Για τον Σμερντιακόβ σκυθρώπιασες; ρώτησε ο Αλιόσα. - Are you sulking about Smerdiakov?" asked Aliosha.

— Ναι, γι' αυτόν. Άστον να πάει στο διάολο. Let him go to hell. Τον Ντιμήτρι πραγματικά ήθελα να τον δω, μα τώρα δε χρειάζεται πια... πρόφερε άκεφα ο Ιβάν. I really wanted to see Dimitri, but now I don't have to anymore... Ivan pronounced blankly.

— Αλήθεια, λοιπόν, φεύγεις τόσο γρήγορα; - So you're really leaving so soon?

— Ναι.

— Τι θα γίνει λοιπόν με τον Ντιμήτρι και τον πατέρα; Πώς θα τελειώσουν όλα αυτά; είπε ταραγμένα ο Αλιόσα. - So what about Dimitri and the father? How will it all end?Aliosha said agitatedly.

— Εσύ το χαβά σου! - You're in trouble! Και τι είμαι εγώ εδώ πέρα; Μπας και με βάλανε φύλακα του αδερφού μου Ντιμήτρι; πρόφερε ερεθισμένος ο Ιβάν, μα ξαφνικά χαμογέλασε κάπως πικρά: Η απάντηση του Κάιν στο Θεό για τον αδερφό που σκότωσε, ε; Αυτό σκέφτεσαι μήπως; Μα που να πάρει ο διάολος, δεν μπορώ, μα την αλήθεια, να κάθομαι εδώ πέρα και να τους φυλάω. And what am I here? Have I been put as my brother Dimitri's guardian?Ivan said irritably, but suddenly he smiled somewhat bitterly: Cain's answer to God for the brother he killed, eh? Is that what you're thinking about? But damn it, I can't, for the life of me, sit here and guard them. Τέλειωσα τις δουλειές μου και φεύγω. I've finished my business and I'm leaving. Δεν πιστεύω να νομίζεις πως ζήλευα τον Ντιμήτρι και πως όλους αυτούς τους τρεις μήνες προσπαθούσα να του πάρω την ομορφονιά του, την Κατερίνα Ιβάνοβνα. You don't think I was jealous of Dimitri and that all these three months I was trying to take his beauty, Katerina Ivanovna, away from him. Όχι, διάολε, είχα δικές μου δουλειές. Hell, no, I had my own business. Τέλειωσα τις υποθέσεις μου και φεύγω. I've finished my business and I'm leaving. Τις τέλειωσα πριν από λίγο, ήσουν και συ μάρτυρας. I finished them a while ago, you were a witness.

— Θες να πεις στης Κατερίνας Ιβάνοβνα; - You want to tell Katerina Ivanovna?

— Ναι, εκεί. Ξεμπέρδεψα μονομιάς. I'm out of it at once. Τι λοιπόν; Τι με νοιάζει εμένα ο Ντιμήτρι; O Ντιμήτρι δεν έχει καμιά σχέση μ' αυτά. What then? What do I care about Dimitri? Dimitri has nothing to do with this. Είχα προσωπικές υποθέσεις με την Κατερίνα Ιβάνοβνα. I had personal affairs with Katerina Ivanovna. Το ξέρεις κι ο ίδιος εξάλλου πως ο Ντιμήτρι φερόταν μ' έναν τρόπο, σαν να τα είχα συμφωνήσει μαζί του. You know yourself that Dimitri was acting in a way, as if I had made an agreement with him. Γιατί εγώ καθόλου δεν τον παρακάλεσα, «αυτός ο ίδιος επίσημα μου την παραχώρησε και μας ευλόγησε κιόλας. Because I didn't beg him at all, "he himself officially gave it to me and even blessed us. Όλα αυτά είναι για γέλια. This is all a laugh. Όχι, Αλιόσα, όχι. Αν ήξερες πόσο ανάλαφρος νιώθω τώρα! If you only knew how light I feel now! Καθόμουνα εδώ πέρα κι έτρωγα και —το πιστεύεις τάχα;— ήθελα να παραγγείλω κιόλας σαμπάνια για να γιορτάσω την πρώτη ώρα της λευτεριάς μου. I was sitting here eating and - can you believe it?- I even wanted to order champagne to celebrate my first hour of freedom. Φτου, μισό χρόνο σχεδόν βάσταξε αυτή η ιστορία και ξαφνικά, με μιας, τα πέταξα όλα από πάνω μου. Phew, almost half a year this story was going on and suddenly, all at once, I threw it all away. Και μήπως τάχα το υποπτευόμουν, και χτες ακόμα, πως φτάνει να το θελήσω και δε θα μου κοστίσει τίποτα να ξεμπερδέψω; And did I suspect, even yesterday, that if I only wanted it, it would cost me nothing to get out of it?

— Για τον έρωτά σου μιλάς, Ιβάν; - Are you talking about your love, Ivan?

— Για τον έρωτα, αν θέλεις. - For love, if you like. Ναι, ερωτεύτηκα μια δεσποινίδα, μια μαθητριούλα. Yes, I fell in love with a young lady, a schoolgirl. Βασανιζόμουνα μαζί της κι αυτή με βασάνιζε. I was torturing her and she was torturing me. Ήταν το είδωλό μου... και ξαφνικά όλα γκρεμίστηκαν. He was my idol... and suddenly it all came crashing down. Το πρωί μιλούσα με πάθος, μα όταν βγήκα έβαλα τα γέλια. In the morning I was talking passionately, but when I came out I was laughing. Το πιστεύεις; Μα την αλήθεια, αυτό έγινε. Can you believe it? As a matter of fact, that's what happened. Κυριολεκτικά. Literally.

— Και τώρα τα λες πολύ εύθυμα, παρατήρησε ο Αλιόσα εξετάζοντας το πρόσωπό του, που πραγματικά έδειχνε ευθυμία. - "And now you say it very cheerfully," Alyosha observed, examining his face, which really looked cheerful.

— Μα πού να το ξέρω πως καθόλου δεν την αγαπάω! - But how was I to know that I don't love her at all! Χε, χε! Μα νά που αποδείχτηκε πως δεν την αγαπάω. Κι όμως πόσο μ' άρεσε! And yet how I loved it! Πόσο μ' άρεσε και το πρωί ακόμα, όταν έβγαζε εκείνον το λόγο. How I loved him even in the morning when he made that speech. Και ξέρεις, και τώρα μ' αρέσει τρομερά, όμως μου είναι πολύ εύκολο να την αφήσω. And you know, even now I like it terribly, but it's very easy for me to leave it. Νομίζεις πως είμαι φανφαρόνος; You think I'm a fanfare?

— Όχι. Μονάχα που δεν επρόκειτο ίσως για έρωτα. Except that maybe it wasn't love.

— Αλιόσκα, γέλασε ο Ιβάν, μην αρχίζεις να κάνεις συλλογισμούς για τον έρωτα. - 'Alioska,' laughed Ivan, 'don't start reasoning about love. Αυτό δε σου ταιριάζει. That doesn't suit you. Το πρωί, πώς μπήκες στη μέση! This morning, how you got in the way! Ξέχασα να σε φιλήσω γι' αυτό... Και πόσο με βασάνιζε! I forgot to kiss you for that... And how it tortured me! Με είχε φέρει σχεδόν σε σπαραγμό! It had almost brought me to heartbreak! Αυτή το 'ξερε πως την αγαπάω! She knew I loved her! Μ' αγαπούσε εμένα κι όχι τον Ντιμήτρι, επέμενε εύθυμα ο Ιβάν. He loved me and not Dimitri, Ivan cheerfully insisted. O Ντιμήτρι ήταν μονάχα ο σπαραγμός της. Dimitri was only her heartbreak. Όλα εκείνα που της είπα το πρωί είναι αλήθεια. Everything I told her this morning is true. Μα το σπουδαίο είναι πως θα της χρειαστούνε δεκαπέντε ή και είκοσι χρόνια για ν' ανακαλύψει πως τον Ντιμήτρι καθόλου δεν τον αγαπάει, μα αγαπάει εμένα που με βασανίζει. But the great thing is that it will take her fifteen or even twenty years to discover that she doesn't love Dimitri at all, but she loves me who torments me. Ίσως μάλιστα και να μην το καταλάβει ποτέ, παρ' όλο το σημερινό μάθημα. He may even never understand it, despite today's lesson. Καλύτερα λοιπόν: σηκώθηκα κι έφυγα για πάντα. So it was better: I got up and left for good. Μια και το 'φερε η κουβέντα, τι κάνει τώρα; Τι έγινε εκεί πέρα όταν έφυγα; Speaking of which, what's he doing now? What happened over there when I left?

O Αλιόσα του διηγήθηκε πως την έπιασε υστερία και πως τώρα βρίσκεται, καθώς φαίνεται, σε βύθος και πως παραμιλάει. Alyosha told him how she was hysterical and how she is now, it seems, in a deep state and how she is talking.

— Μήπως λέει ψέματα η Χοχλάκοβα; - Is Hochlakova lying?

— Μάλλον όχι.

— Πρέπει να μάθουμε. Πάντως ποτέ δεν πέθανε κανένας από υστερία. However, no one ever died of hysteria. Όμως δεν πα να την έπιασε υστερία. But I don't think she was hysterical. O Θεός την έστειλε στις γυναίκες γιατί τις αγαπάει. God sent her to women because He loves them. Δε θα πάω να τη δω. I'm not going to see her.

Γιατί να ξαναχώσω τη μύτη μου; Why would I give my nose again?

— Κι όμως το πρωί της είπες πως ποτέ δε σ' αγάπησε. - And yet this morning you told her she never loved you.

— Επίτηδες της το 'πα. - I told her on purpose. Αλιόσκα, θα παραγγείλω σαμπάνια να πιούμε στην λευτεριά μου. Alioska, I'll order champagne to drink to my freedom. Αν ήξερες πόσο είμαι χαρούμενος! If you knew how happy I am!

— Όχι, αδερφέ μου, καλύτερα να μην πιούμε, είπε ξαφνικά ο Αλιόσα, εξάλλου είμαι κάπως θλιμμένος. - 'No, brother, we had better not drink,' said Alyosha suddenly, 'besides, I am somewhat sad.

— Ναι, από καιρό τώρα είσαι θλιμμένος, αυτό το βλέπω πολύ καιρό πια. - Yes, you've been sad for a long time now, I've been seeing that for a long time now.

— Ώστε θα φύγεις οπωσδήποτε αύριο το πρωί; - So you're definitely leaving tomorrow morning?

— Το πρωί. Δεν είπα τίποτα για πρωί... Όμως μπορεί και πρωί να φύγω. I didn't say anything about morning... But I might leave in the morning. Το πιστεύεις τάχα πως έφαγα σήμερα εδώ πέρα μόνο και μόνο για να μη φάω μαζί με το γέρο; Τόσο πολύ τον σιχάθηκα. Can you believe I ate here today just so I wouldn't have to eat with the old man? That's how sick I am of him. Θα 'χα φύγει από καιρό και μονάχα εξαιτίας του. I would have been gone long ago and only because of him. Μα εσύ γιατί ανησυχείς τόσο πολύ που φεύγω; Εμείς οι δυο έχουμε, ένας Θεός ξέρει, πόσο καιρό μπροστά μας ως τότε. But why are you so worried about me leaving? You and I have God knows how long before then. Μιαν ολάκερη αιωνιότητα! A whole eternity!

— Αν φύγεις αύριο πού είναι η αιωνιότητα; - If you leave tomorrow, where is eternity?

— Μα τι μας νοιάζει αυτό εμάς τους δυο; γέλασε ο Ιβάν. - What do you and I care about that? Ivan laughed. Εμείς θα προφτάσουμε, όπως και να 'ναι, να πούμε τα δικά μας, να πούμε όλα εκείνα που 'ρθαμε να κουβεντιάσουμε εδώ. We'll have time, anyway, to say our piece, to say all the things we came here to talk about. Τι με κοιτάς απορώντας; Πες μου: Γιατί συναντηθήκαμε εδώ; Για να μιλήσουμε για τον έρωτά μου με την Κατερίνα Ιβάνοβνα, για το γέρο, για τον Ντιμήτρι; Για το εξωτερικό; Για τη μοιραία κατάσταση της Ρωσίας; Για τον αυτοκράτορα Ναπολέοντα; Γι' αυτά τάχα; What are you looking at me in wonder? Tell me: Why did we meet here? To talk about my love with Katerina Ivanovna, about the old man, about Dimitri? About abroad? About the fatal situation in Russia? About the Emperor Napoleon? About them?

— Όχι, όχι γι' αυτά. - No, not about that.

— Θα πει λοιπόν πως και μόνος σου το καταλαβαίνεις για ποιο λόγο συναντηθήκαμε. - So he will say that you yourself understand why we met. Τούτα τα θέματα είναι γι' άλλους, μα εμείς πρέπει να λύσουμε πριν απ' όλα τα προαιώνια προβλήματα, νά ποια είναι η λαχτάρα μας. These matters are for others, but we have to solve first of all the age-old problems, here is our longing. Όλη η νεολαία της Ρωσίας δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συζητάει για τα προαιώνια προβλήματα. All the youth of Russia do nothing but talk about the age-old problems. Τώρα ακριβώς που οι γέροι βάλθηκαν ξαφνικά ν' ασχοληθούνε με πραχτικά ζητήματα. Just when the old people were suddenly concerned with practical matters. Γιατί με κοίταζες τρεις ολόκληρους μήνες σαν κάτι να περίμενες; Για να με ρωτήσεις: «Ποια είναι η πίστη σου; έχεις καμιά πίστη;» Αυτό εκφράζανε τρεις μήνες τώρα τα βλέμματά σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Why did you look at me for three whole months like you were waiting for something? To ask me, "What's your faith? Do you have any faith?" That's what your eyes have been expressing for three months now, Alexei Fyodorovich. 'Ετσι δεν είναι; Isn't that right?

— Ίσως να 'ναι κι έτσι, χαμογέλασε ο Αλιόσα. - Maybe so," Aliosa smiled. Δε με κοροϊδεύεις λοιπόν πια, αδερφέ; So you're not making fun of me anymore, bro?

— Εγώ να σε κοροϊδέψω; Δε θα θελήσω ποτέ να λυπήσω τον αδερφούλη μου, που με κοίταζε τρεις μήνες με μια τέτοια προσμονή. - Me make fun of you? I shall never want to pity my little brother, who looked at me for three months with such anticipation. Κοίτα καλά, Αλιόσα: Είμαι και γω δα ένα μικρό παιδί σαν και σένα, μονάχα που δεν είμαι δόκιμος. Look well, Alyosha: I am a little child like you, only I am not a novice. Τι κάνουν λοιπόν τα ρωσόπαιδα; Μερικά δηλαδή. So what do the Russian kids do? Some of them. Νά, λόγου χάρη τούτη η βρωμερή ταβέρνα. Here, for instance, this stinking tavern. Συναντιόνται εδώ πέρα, κάθονται σε μια γωνιά. They're meeting over here, sitting in a corner. Όλη τους τη ζωή δεν ξέρανε ο ένας τον άλλον, θα βγούνε από την ταβέρνα και για σαράντα χρόνια δε θα ξέρουν πάλι ο ένας τον άλλον. All their lives they have not known each other, they will leave the tavern and for forty years they will not know each other again. Λοιπόν, για τι θα συζητήσουνε σε μια τέτοια στιγμή; Για τα παγκόσμια προβλήματα το δίχως άλλο: Υπάρχει Θεός; Υπάρχει αθανασία; Κι όσοι δεν πιστεύουν σε Θεό, εκείνοι θα μιλήσουν για σοσιαλισμό κι αναρχισμό, για την ανοικοδόμηση της ανθρωπότητας σε νέες βάσεις. So, what are they going to talk about at a time like this? World problems, no less: Does God exist? Is there immortality? And those who do not believe in God, those who do not believe in God will talk about socialism and anarchism, about rebuilding humanity on new foundations. Ουσιαστικά το ίδιο είναι κι αυτό, τα προβλήματα είναι τα ίδια, μονάχα που τα θέτουν αντίστροφα. It's essentially the same thing, the problems are the same, only they're set in reverse. Τα πιο πολλά παλιόπαιδα στον καιρό μας δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να συζητάνε για τα προαιώνια προβλήματα. Most brats in our time do nothing but talk about age-old problems. Έτσι δεν είναι;

— Ναι, για τους πραγματικούς Ρώσους τα προβλήματα του Θεού και της αθανασίας ή τα ίδια παρμένα αντίστροφα, όπως είπες, είναι βέβαια τα σπουδαιότερα και τα πιο πρωταρχικά, μα έτσι και πρέπει να 'ναι, πρόφερε ο Αλιόσα εξακολουθώντας να κοιτάει τον αδερφό του με το ίδιο ήσυχο κι εξεταστικό χαμόγελο. - Yes, for the real Russians the problems of God and immortality, or the same taken in reverse, as you said, are of course the most important and the most primary, but that's the way it should be, Alyosha said, still looking at his brother with the same quiet and inquisitive smile.

— Νά τι λέω εγώ, Αλιόσα. - That's what I'm saying, Alyosha. Το να 'σαι Ρώσος μερικές φορές δεν είναι και πολύ έξυπνο, μα δεν μπορείς να φανταστείς μεγαλύτερη ανοησία απ' αυτό που κάνουν τώρα τα παιδιά στη Ρωσία, όμως εγώ αγαπώ τρομερά ένα ρωσόπουλο, τον Αλιόσκα. Being Russian is sometimes not very clever, but you can't imagine any more stupid than what the children in Russia are doing now, but I love a Russian boy, Alioska, terribly.

— Τι ωραία που το 'φερες, είπε ο Αλιόσα και ξαφνικά γέλασε. - "How nice of you to bring it," said Aliosha, and suddenly he laughed.

— Λέγε λοιπόν. - Go ahead. Από πού ν' αρχίσουμε; Πρόσταξε. Where do we start? Command. Απ' το Θεό; Για το αν υπάρχει Θεός δηλαδή; From God? About whether there is a God?

— Απ' όπου θέλεις άρχισε, ακόμα κι «αντίστροφα». - From wherever you want to start, even "in reverse". Χτες μόλις υποστήριξες στου πατέρα πως δεν υπάρχει Θεός, είπε ο Αλιόσα και κοίταξε εξεταστικά τον αδερφό του. 'Yesterday you just argued to Father that there is no God,' said Aliosha, looking at his brother searchingly.

— Χτες το μεσημέρι τα 'λεγα επίτηδες αυτά για να σε θυμώσω κι έβλεπα πώς φλογίζονταν τα ματάκια σου. - Yesterday at noon I was deliberately saying these things to make you angry and I could see how your little eyes were burning. Μα τώρα δεν έχω καμιά αντίρρηση να τα ξανασυζητήσουμε και μιλάω πολύ σοβαρά. But now I have no objection to discussing it again and I'm very serious. Θέλω να συνδεθώ μαζί σου, Αλιόσα, γιατί δεν έχω φίλους, θέλω να δοκιμάσω. I want to connect with you, Alyosha, because I have no friends, I want to try. Φαντάσου λοιπόν πως ίσως και γω να πιστεύω στο Θεό, γέλασε ο Ιβάν. So imagine that maybe I believe in God too, Ivan laughed. Αυτό πια δεν το περίμενες, ε; You didn't see that coming, did you?

— Μα και βέβαια. Εκτός πια κι αν αστειεύεσαι και τώρα. Unless you're joking now.

— Αστειεύομαι! - Just kidding! Αυτό το είπαν και χτες στου στάρετς, πως αστειεύομαι. That's what they said yesterday at the starlet's, that I was joking. Βλέπεις, καλέ μου, υπήρχε ένας γέρος αμαρτωλός τον δέκατο όγδοο αιώνα που είπε πως αν δεν υπήρχε Θεός θα 'πρεπε να τον εφεύρουμε. You see, dear, there was an old sinner in the eighteenth century who said that if there was no God, we should invent him. S' il n' existait pas Dieu il faudrait l' inventer. S' il n' existait pas Dieu il faudrait l' inventer. Και πραγματικά ο άνθρωπος εφεύρε το Θεό. And really man invented God. Και δεν είναι παράξενο κι ούτε θα 'ταν αξιοθαύμαστο που υπάρχει πραγματικά ο Θεός, μα είναι αξιοθαύμαστο που μια τέτοια ιδέα —η ιδέα της αναγκαιότητας του Θεού— μπόρεσε να τρυπώσει στο κεφάλι ενός τόσο άγριου και κακού ζώου όπως είναι ο άνθρωπος. And it is not strange, nor would it be admirable that God really exists, but it is admirable that such an idea - the idea of the necessity of God - could sneak into the head of such a wild and evil animal as man. Τόσο ιερή είναι αυτή η σκέψη, τόσο συγκινητική, τόσο σοφή και τιμάει τόσο τον άνθρωπο. So sacred is this thought, so moving, so wise and so honoring to the human being. Όσο για μένα, από καιρό πια τ' αποφάσισα να μη σκέφτομαι για το αν ο άνθρωπος δημιούργησε το Θεό ή ο Θεός τον άνθρωπο. As for me, I decided long ago not to think about whether man created God or God created man. Ούτε θα κάτσω φυσικά να ξεσκαλίσω όλα τ' αξιώματα των νεαρών της σύγχρονης Ρωσίας, που είναι όλα, ως το τελευταίο, απόρροια υποθέσεων που έγιναν κιόλας στην Ευρώπη. Nor, of course, will I sit down to dissect all the offices of the young men of modern Russia, which are all, to the last, the result of affairs that have already taken place in Europe. Γιατί, αυτό που εκεί είναι μονάχα υπόθεση, οι νεαροί της Ρωσίας το κάνουν παρευθύς αξίωμα κι όχι μονάχα οι νεαροί μα ίσως ίσως και οι καθηγητές μας σκέφτονται πολύ συχνά σαν τους νεαρούς μας. Because, what is only a matter there, the young people of Russia are doing it as a matter of course, and not only the young people but perhaps our teachers too often think like our young people. Γι' αυτό κι αντιπαρέρχομαι όλες τις υποθέσεις. That's why I oppose all cases. Εμείς οι δυο τι σκοπό έχουμε τώρα; Να σου εξηγήσω, όσο γίνεται πιο γρήγορα, την ουσία μου, δηλαδή τι είδους άνθρωπος είμαι, τι πιστεύω και τι ελπίζω. What are you and I for now? To explain to you, as quickly as possible, my essence, that is, what kind of person I am, what I believe and what I hope. Έτσι δεν είναι; Γι' αυτό και δηλώνω πως παραδέχομαι το Θεό απλά και σκέτα. Isn't it? That is why I declare that I admit God plain and simple. Όμως νά τι θα πρέπει παρ' όλα αυτά να σημειώσεις: Αν υπάρχει Θεός κι αν πραγματικά δημιούργησε τη γη, τότε, όπως ξέρουμε όλοι, τη δημιούργησε σύμφωνα με την γεωμετρία του Ευκλείδη και το ανθρώπινο μυαλό το 'φτιαξε με τέτοιον τρόπο που να συλλαμβάνει μονάχα τις τρεις διαστάσεις. But here's what you should nevertheless note: If there is a God and if he really created the earth, then, as we all know, he created it according to Euclid's geometry and the human mind made it in such a way that it only grasps the three dimensions. Πάρ' όλα αυτά, βρίσκονταν και βρίσκονται ακόμα γεωμέτρες και φιλόσοφοι, που είναι μάλιστα απ' τους πιο σημαντικούς, που αμφιβάλλουν αν όλη η οικουμένη ή ακόμα γενικότερα όλο το σύμπαν είναι δημιουργημένο μονάχα με τους νόμους της ευκλείδειας γεωμετρίας, τολμούν μάλιστα να φαντάζονται πως δυο παράλληλες ευθείες, που σύμφωνα με τον Ευκλείδη είναι αδύνατο να συναντηθούνε σ' αυτή τη γη, ίσως και να συναντιόνται κάπου στο άπειρο. In spite of all this, there were and still are geometers and philosophers, who are among the most important ones, who doubt whether the whole world or even the whole universe in general is created only by the laws of Euclidean geometry, and even dare to imagine that two parallel lines, which according to Euclid are impossible to meet on this earth, might meet somewhere in infinity. Λοιπόν, αγαπητέ μου, σκέφτηκα πως μια και δεν μπορώ ούτε αυτό να το καταλάβω, τότε πώς να καταλάβω το Θεό; Παραδέχομαι ταπεινά πως δεν έχω καμιά ικανότητα να λύνω κάτι τέτοια προβλήματα, το δικό μου το μυαλό είναι ευκλείδειο, γήινο. Well, my dear, I thought that since I can't understand that either, then how can I understand God? I humbly admit that I have no ability to solve such problems, my own mind is euclidean, earthly. Πώς να λύσω λοιπόν προβλήματα που δεν προέρχονται από τούτη τη γη; Μα και σένα σε συμβουλεύω, φίλε μου Αλιόσα, να μην τα σκέφτεσαι αυτά, μα περισσότερο απ' όλα να μην σκέφτεσαι αν υπάρχει ή όχι Θεός. So how can I solve problems that do not come from this earth? But I also advise you, my friend Alyosha, not to think about these things, but above all not to think about whether or not there is a God. Όλα τούτα τα ζητήματα δεν είναι κατάλληλα για το λογικό μας, που δημιουργήθηκε έτσι που να εννοεί μονάχα τις τρεις διαστάσεις. All these questions are not suitable for our logic, which was created to understand only the three dimensions. Λοιπόν όχι μονάχα παραδέχομαι το Θεό πρόθυμα, μα παραδέχομαι και τη σοφία Του και το σκοπό Του —που αυτά πια μας είναι εντελώς άγνωστα— πιστεύω στην τάξη, στο νόημα της ζωής, πιστεύω στην αιώνια αρμονία που μέσα της θα διαλυθούμε όλοι μας, πιστεύω στον Λόγο που προς αυτόν τείνει το Σύμπαν, το Λόγο που ην προς τον Θεόν και που είναι ο ίδιος ο Θεός, κ.ο.κ. So not only do I readily admit God, but I also admit His wisdom and His purpose -which are now completely unknown to us- I believe in order, in the meaning of life, I believe in the eternal harmony in which we will all dissolve, I believe in the Word towards which the Universe tends, the Word which is towards God and which is God Himself, and so on. εις το άπειρον! to infinity! Από λόγια πάνω σ' αυτό άλλο τίποτα. Nothing but words on this. Νομίζω πως βρίσκομαι σε καλό δρόμο, ε; Κι όμως φαντάσου πως στο τέλος δεν παραδέχομαι αυτόν τον κόσμο του Θεού, δεν τον παραδέχομαι, αν και ξέρω πως υπάρχει, μα δεν τον αναγνωρίζω καθόλου. I think I'm on the right track, don't you? And yet imagine that in the end I don't admit this world of God, I don't admit it, even though I know it exists, but I don't recognize it at all. Δεν είναι πως δεν παραδέχομαι το Θεό, νιώσε το αυτό, μα τον κόσμο που δημιούργησε αυτός, τον κόσμο του Θεού δεν τον παραδέχομαι κι αρνιέμαι να τον παραδεχτώ. It's not that I don't admit God, feel that, but the world that he created, the world of God, I don't admit it and I refuse to admit it. Εξηγούμαι: Είμαι σίγουρος σαν μικρό παιδί πως όλες οι οδύνες θα γιατρευτούν και θα πραϋνθούν, πως όλη η προσβλητική κωμικότητα των ανθρώπινων αντιθέσεων θα εξαφανιστεί σαν τρισάθλιος αντικατοπτρισμός, σαν μια μυσαρή φαντασίωση, σαν ένα μόριο αδύνατου κι ασήμαντου ευκλείδειου ανθρώπινου μυαλού, πως, τέλος, στο παγκόσμιο φινάλε, τη στιγμή της αιώνιας αρμονίας θα παρουσιαστεί και θα συμβεί κάτι που θα 'ναι τόσο πολύτιμο, που θα επαρκέσει για όλες τις καρδιές, για τον καθησυχασμό όλων των αγαναχτήσεων, για την εξαγορά όλων των ανθρωπίνων εγκλημάτων, όλου του χυμένου αίματος, θα φτάσει όχι μονάχα για τη συγνώμη μα και για τη δικαίωση του κάθε τι που έχει συμβεί στους ανθρώπους. I explain: I am sure as a little child that all pains will be healed and made good, that all the offensive comedy of human oppositions will disappear as a trisubstantial mirage, as a mysterious fantasy, as a molecule of weak and insignificant Euclidean human mind, that, finally, in the universal finale, in the moment of eternal harmony something will appear and happen that will be so precious, that it will be sufficient for all hearts, for the pacification of all indignation, for the redemption of all human crimes, of all spilled blood, will be sufficient not only for the pardon but for the justification of everything that has happened to men. Ας είναι, ας είναι, όλα αυτά θα γίνουν, το παραδέχομαι, μα δεν το αποδέχομαι κι ούτε θέλω να το αποδεχτώ! So be it, so be it, all this will happen, I admit it, but I don't accept it and I don't want to accept it! Ας συναντηθούν ακόμα και οι παράλληλες ευθείες κι ας το δω και μονάχος μου: θα το δω και θα πω πως συναντήθηκαν, μα δε θα το αποδεχτώ. Let even the parallel lines meet and let me see it for myself: I will see it and say they have met, but I will not accept it. Νά η ουσία μου, Αλιόσα, νά η θέση μου. Here's my essence, Alyosha, here's my position. Αυτό πια στο είπα σοβαρά. I've told you that seriously. Επίτηδες άρχισα τούτη την κουβέντα με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει, μα την έφερα ως την εξομολόγησή μου γιατί αυτό είναι το μόνο που χρειάζεσαι εσύ. I purposely started this conversation in the silliest way possible, but I brought it to my confession because that's all you need. Δε σου χρειαζότανε να συζητήσουμε για το Θεό, μα ήθελες να μάθεις μονάχα με τι ζει ο αγαπημένος σου αδερφός. You didn't need to talk about God, but you just wanted to know what your dear brother lives with. Ε, λοιπόν, στο είπα. Well, I told you.

O Ιβάν τέλειωσε τη μακριά τιράντα του με μια παράξενη και απροσδόκητη συγκίνηση. Ivan ended his long tirade with a strange and unexpected emotion.

— Και για ποιο λόγο άρχισες «με τον πιο ανόητο τρόπο που μπορούσε να γίνει»; ρώτησε ο Αλιόσα κοιτάζοντάς τον σκεφτικά. - And why did you start "in the silliest way possible"? asked Aliosha, looking at him thoughtfully.

— Μα πρώτα πρώτα χάριν ρωσισμού: οι ρούσικες συζητήσεις σε τούτα τα θέματα γίνονται με τον πιο ανόητο τρόπο. - But first of all, for the sake of Russianism: the Russian discussions on these issues are conducted in the most foolish way. Και δεύτερο γιατί όσο πιο ανόητος ο τρόπος, τόσο πιο κοντά στο θέμα βρισκόμαστε. And secondly, because the sillier the way, the closer to the point we are. Όσο πιο ανόητα, τόσο η σαφήνεια είναι μεγαλύτερη. The more silly, the more clarity. Η ανοησία είναι σύντομη κι απονήρευτη, μα το μυαλό κάνει ένα σωρό τζιριτζάντζουλες και κρύβεται. Nonsense is short and tiresome, but the mind makes a lot of cicadas and hides. Το μυαλό είναι ύπουλο, μα η ανοησία έχει τιμιότητα και ντομπροσύνη. The mind is deceitful, but foolishness has honesty and prudence. Έφερα την κουβέντα και σου μίλησα για την απελπισία μου, κι όσο πιο ανόητα την εξέφρασα, τόσο πιο συμφερτικό στάθηκε για μένα. I brought up the conversation and told you of my despair, and the more foolishly I expressed it, the more palatable it became to me.

— Θα μου εξηγήσεις γιατί δεν «αποδέχεσαι τον κόσμο»; πρόφερε ο Αλιόσα. - Will you explain to me why you don't "accept the world"? pronounced Aliosha.

— Μα και βέβαια θα στο εξηγήσω, δεν το 'χω δα μυστικό, αυτό ακριβώς είχα σκοπό να σου πω. - But of course I'll explain, it's no secret, that's exactly what I was going to tell you. Αδερφούλη μου, δεν το θέλω να σε διαφθείρω και να σου κλονίσω την πίστη σου, ίσως απεναντίας να 'θελα να σώσω τον εαυτό μου με τη βοήθειά σου, είπε και χαμογέλασε ξαφνικά ο Ιβάν εντελώς σαν μικρό και πράο αγόρι. "My little brother, I do not want to corrupt you and shake your faith, but perhaps I would like to save myself with your help," said Ivan, suddenly smiling like a meek little boy.

Ποτέ ως τα τώρα δεν τον είχε δει ο Αλιόσα μ' αυτό το χαμόγελο. Never before had Aliosha seen him with that smile.