×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 5. II. Ο Σμερντιακόβ με Κιθάρα

5. II. Ο Σμερντιακόβ με Κιθάρα

Μα βιαζόταν κιόλας. Κάτι σκέφτηκε την ώρα που χαιρετούσε τη Lise, τούτο: με τι τέχνασμα θα κατάφερνε να βρει τον αδερφό του Ντιμήτρι που ήταν φανερό πως κρυβόταν απ' αυτόν; Ήταν αρκετά αργά πια, τρεις πάνω κάτω, απόγευμα. Όλη του η ύπαρξη τον τραβούσε στο μοναστήρι, στον «μεγάλο» του ετοιμοθάνατο, όμως η ανάγκη να δει τον αδερφό του Ντιμήτρι τα κατανίκησε όλα: ο Αλιόσα πειθόταν όλο και περισσότερο με την κάθε ώρα που περνούσε πως θα γίνει κάποια αναπότρεπτη φοβερή καταστροφή. Τι καταστροφή ήταν αυτή και τι θα 'θελε να πει τούτη τη στιγμή στον αδερφό του, ίσως και ο ίδιος να μην μπορούσε να το καθορίσει.

«Ας πεθάνει ο ευεργέτης μου χωρίς εμένα. Τουλάχιστο δε θα κατηγορώ τον εαυτό μου σ' όλη μου τη ζωή πως κάτι μπορούσα να σώσω και δεν το 'κανα, πως κοίταξα τις δικές μου επιθυμίες. Κάνοντας έτσι, θα κάνω σύμφωνα με την εντολή του...»

Το σχέδιό του ήταν να πιάσει τον αδερφό του Ντιμήτρι αναπάντεχα. Να πάει δηλαδή και να πηδήσει το φράχτη όπως χτες, να μπει στον κήπο και να κάτσει στο περίπτερο.

«Αν δεν είναι εκεί πέρα, σκεφτόταν ο Αλιόσα, τότε θα κρυφτώ χωρίς να πω τίποτα ούτε στο Θωμά ούτε στις νοικοκυρές και θα κάτσω να τον περιμένω ως το βράδυ. Αν παραφυλάει όπως και πρώτα μήπως έρθει η Γκρούσενκα, είναι πολύ πιθανό να 'ρθει στο περίπτερο...»

Για να λέμε την αλήθεια, ο Αλιόσα δε σκέφτηκε και πολύ καλά τις λεπτομέρειες του σχεδίου, όμως αποφάσισε να το εφαρμόσει, έστω κι αν αναγκαζότανε να μην πάει καθόλου στο μοναστήρι σήμερα.

Όλα γίνανε χωρίς κανένα απρόοπτο: πήδησε πάνω απ' το φράχτη, σχεδόν στο ίδιο το χτεσινό μέρος και πήγε κρυφά στο περίπτερο. Δεν ήθελε να τον δει κανένας: και η νοικοκυρά κι ο Θωμάς (αν ήταν εδώ) μπορεί να ήταν με το μέρος του αδερφού του, να υπάκουαν στις διαταγές του και να μην άφηναν τον Αλιόσα να μπει στον κήπο ή να ειδοποιούσαν τον Ντιμήτρι έγκαιρα πως ψάχνουν να τον βρούνε. Στο περίπτερο δεν ήταν κανένας. O Αλιόσα κάθισε στη χτεσινή του θέση και περίμενε. Κοίταξε γύρω γύρω το περίπτερο. Του φάνηκε για κάποιο λόγο πολύ πιο σαραβαλιασμένο απ' ό,τι ήταν χτες, του φάνηκε πολύ άσχημο τούτη τη φορά. Η μέρα ωστόσο ήταν το ίδιο ηλιόλουστη όπως και χτες. Στο πράσινο τραπέζι είχε αποτυπωθεί ένας κύκλος απ' το χτεσινό ποτηράκι του κονιάκ, που θα 'χε, καθώς φαίνεται, ξεχειλίσει. Διάφορες κενές και άχρηστες σκέψεις άρχισαν να του περνάνε από το κεφάλι, όπως γίνεται πάντα τις ώρες της πληχτικής αναμονής: λόγου χάρη, γιατί τώρα που μπήκε εδώ μέσα κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση όπου καθόταν και χτες και δεν κάθισε αλλού; Τέλος μελαγχόλησε, μελαγχόλησε τρομερά από την ανήσυχη αναμονή του αγνώστου. Μα δεν είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο από την ώρα που ήρθε κι ακούστηκε ξαφνικά από κάπου εκεί κοντά ένα ακόρντο κιθάρας. Καθόταν ή κάθισε τώρα μόλις κάποιος σε είκοσι βήματα απόσταση, όχι πιο μακριά, κάπου μέσα στους θάμνους. O Αλιόσα θυμήθηκε πως, φεύγοντας χτες από το περίπτερο, είχε δει στ' αριστερά του, κοντά στο φράχτη, έναν πράσινο, χαμηλό πάγκο ανάμεσα στους θάμνους. Φαίνεται λοιπόν πως εκεί πέρα καθίσανε τώρα. Ποιοι λοιπόν; Μια αντρική φωνή άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει μ' ένα γλυκανάλατο φαλτσέτο μια στροφή, ακομπανιάροντας με την κιθάρα:

Δύναμη ακατανίκητη με δένει στην καλή μου.

Κύριε, ελέ-έησον Αυτήν και μένα!

Αυτήν και μένα!

Αυτήν και μένα!

Η φωνή σταμάτησε. Η φωνή του τενόρου ήταν λακέδικη και τα τσακίσματά της κι αυτά λακέδικα. Μια άλλη φωνή, γυναικεία, ακούστηκε ξαφνικά, χαϊδευτική και σαν δειλή, μα ωστόσο όλο ακισμούς.

— Γιατί δε μας ήρθατε τόσο καιρό τώρα, Πάβελ Φιοντόροβιτς, γιατί δεν μας καταδέχεστε;

— Έτσι, απάντησε η αντρική φωνή ευγενικά μα σταθερά κι αξιόπρεπα. Ήταν φανερό πως ο άντρας δέσποζε και η γυναίκα ήταν εκείνη που πήγαινε γυρεύοντας.

«O άντρας θα 'ναι ο Σμερντιακόβ», σκέφτηκε ο Αλιόσα. «Τουλάχιστον από τη φωνή έτσι φαίνεται. Η γυναίκα θα 'ναι η κόρη της ιδιοκτήτριας τούτου του σπιτιού, αυτή που ήρθε από τη Μόσχα, που φοράει φουστάνι με ουρά και πηγαίνει στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα να γυρέψει σούπα...»

— Λατρεύω τρομερά τους στίχους όταν είναι καλά

ταιριασμένοι, συνέχισε η γυναικεία φωνή. Γιατί δεν συνεχίζετε; Η φωνή τραγούδησε πάλι:

Τι να την κάνω την κορώνα σαν η καλή μου είναι καλά.

Κύριε, ελέ-έησον!

Αυτήν και μένα!

Αυτήν και μένα!

Αυτήν και μένα!

— Την προηγούμενη φορά ήταν ακόμα καλύτερο, παρατήρησε η γυναικεία φωνή. Είχατε τραγουδήσει για την κορώνα: σαν είναι η λατρεμένη μου καλά». Έτσι έβγαινε πιο τρυφερά.

Σίγουρα το ξεχάσατε σήμερα.

— Οι στίχοι είναι ανοησία, είπε κοφτά ο Σμερντιακόβ.

— Αχ, όχι, εγώ αγαπώ πολύ τους στίχους.

— Κι όμως οι στίχοι είναι ανόητοι πέρα ως πέρα. Σκεφτείτε το και μόνη σας: Ποιος μιλάει με ρίμες σ' αυτόν τον κόσμο; Κι αν αρχίζαμε να μιλάμε όλοι μας με ρίμες, έστω και κατά διαταγήν των Αρχών, νομίζετε πως θα μπορούσαμε να πούμε πολλές κουβέντες; Οι στίχοι δεν είναι σοβαρή δουλειά, Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Πώς τα καταφέρατε να είστε τόσο σοφός, πώς τα κατέχετε όλα αυτά; χαϊδευόταν όλο και περισσότερο η γυναικεία φωνή.

— Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα και να ξέρω πολλά άλλα πράγματα, αν ήταν άλλη η μοίρα μου από γεννησιμιού μου. Θα καλούσα σε μονομαχία και θα σκότωνα με πιστόλι εκείνον που θα τολμούσε να με βρίσει και να με πει κάθαρμα επειδή έχω γεννηθεί χωρίς πατέρα από τη Σμερντιάστσαγια, αυτό μου το κοπανάγανε και στη Μόσχα κάθε ώρα και στιγμή. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι η αιτία που το 'μαθε αυτό όλος ο κόσμος. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς με μέμφεται γιατί επαναστατώ ενάντια στη γέννησή μου. Εσύ, λέει, της έσκισες την κοιλιά. Ας λέει ό,τι θέλει. Όμως, μα την αλήθεια, θα προτιμούσα να με σκοτώνανε όταν βρισκόμουν ακόμα στην κοιλιά της μάνας μου, παρά να 'ρθω στον κόσμο. Λέγανε στην αγορά, και η μητερούλα σας βάλθηκε να μου τα διηγηθεί, δείχνοντας έτσι πως δεν έχει καθόλου τακτ απάνω της, πως η μητέρα μου ήταν κασιδιάρα και πως είχε μπόι όσο δυο πήχες και τοσοδούτσικο. Γιατί τοσοδούτσικο όταν θα μπορούσε να το πει «και κάτι», όπως το λέει όλος ο κόσμος; Ήθελε να το πει συγκινητικά, μα είναι χωριάτικο το δάκρυ αυτό. Είναι αισθήματα μουζίκου. Και σας ρωτάω: Τι αισθήματα μπορεί να 'χει ένας Ρώσος μουζίκος μπροστά σ' έναν καλλιεργημένο άνθρωπο; O μουζίκος δεν είναι ικανός για κανένα αληθινό αίσθημα. Απ' τα παιδικά μου χρόνια, μόλις άκουγα αυτό το «τοσοδούτσικο» μου ερχόταν να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Μισώ όλη τη Ρωσία, Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Αν ήσασταν όμως εύελπις ή κανένας μικρός, κομψός ουσάρος, δε θα τα λέγατε αυτά μα θα βγάζατε το σπαθί σας και θα υπερασπίζατε όλη τη Ρωσία.

— Όχι μονάχα δε θέλω να γίνω ουσάρος, Μαρία Κοντράτιεβνα, μα απεναντίας είμαι υπέρ της κατάργησης όλων των φαντάρων.

— Κι όταν θα 'ρθει ο εχθρός, ποιος θα μας υπερασπιστεί λοιπόν;

— Δε χρειάζεται να μας υπερασπιστεί. Το δώδεκα έγινε η μεγάλη επιδρομή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Γάλλου του πρώτου, του πατέρα του σημερινού, ενάντια στη Ρωσία και θα 'ταν πολύ καλά αν μας υποτάζανε τότε εκείνοι οι Γάλλοι: ένα έξυπνο έθνος θα 'χε υποτάξει ένα άλλο πολύ ανόητο και θα ενωνόταν μαζί του. Και τώρα θα 'ταν εντελώς αλλιώτικα τα πράγματα.

— Μα μήπως τάχα αυτοί οι ξένοι είναι τόσο καλύτεροι απ' τους δικούς μας; Εγώ δε θ' άλλαζα έναν δικό μας λεβέντη ούτε με τρεις νεαρούς κι ας ήταν οι πιο Εγγλέζοι, πρόφερε τρυφερά η Μαρία Κοντράτιεβνα και τα λόγια της αυτά σίγουρα θα συνοδεύονταν με τα πιο ηδύπαθα βλέμματα.

— O καθένας με τα γούστα του.

— Μα και εσείς είστε ένας φτυστός ξένος, σαν το πιο γαλαζοαίματο ξένο σας βλέπω. Αυτό σας το λέω, αν και ντρέπομαι.

— Αν θέλετε να μάθετε, μπορώ να σας πω πως στη διαφθορά και εκείνοι και οι δικοί μας είναι ίδιοι. Όλοι κατεργαρέοι είναι, με μόνη τη διαφορά πως εκεί πέρα φοράνε λουστρίνια κι ο δικός μας κατεργάρης ζει μέσα στη βρώμα του και δεν το βρίσκει καθόλου άσχημο αυτό. Τον ρούσικο λαό πρέπει να τον τσακίζει κανείς στο ξύλο. Σωστά το 'λεγε χτες ο Φιόντορ Παύλοβιτς, αν και είναι τρελός, όπως δα κι όλα τα παιδιά του.

— Όμως το λέγατε κι ο ίδιος, πως εκτιμάτε πολύ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

— Κι αυτός είπε πως είμαι ένας βρωμερός λακές. Νομίζει πως είμαι κανένας αντάρτης. Σ' αυτό κάνει λάθος. Ας είχα τα λεφτά που χρειάζομαι και θα 'χα φύγει προ πολλού από δω. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς είναι χειρότερος από κάθε λακέ και στη διαγωγή και στο μυαλό και στη φτώχεια, δεν ξέρει τίποτα να κάνει, κι όμως, παρ' όλα αυτά, τον σέβονται όλοι. Εγώ βέβαια δεν είμαι τίποτα παραπάνω από παραμάγειρας, όμως αν θα 'χω λίγη τύχη μπορώ ν' ανοίξω στη Μόσχα ένα καφέ-ρεστωράν, στην οδό Πετρόβκα. Γιατί εγώ μαγειρεύω με ειδικό τρόπο και κανένας τους στη Μόσχα δεν μπορεί να μαγειρέψει έτσι, εκτός από τους ξένους μαγείρους. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς βρακί δεν έχει ν' αλλάξει, κι όμως αν καλέσει σε μονομαχία τον καλύτερο γιο ενός κόμητα, εκείνος θα δεχτεί την πρόσκληση. Κι όμως, σε τί είναι καλύτερος αυτός από μένα; Αυτός είναι πολύ πιο ανόητος από μένα. Τόσα λεφτά σπατάλησε χωρίς καμιά χρησιμότητα.

— Νομίζω πως είναι πολύ ωραία να μονομαχεί κανείς, παρατήρησε ξαφνικά η Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Πώς αυτό;

— Είναι πολύ πολύ όμορφο, όταν μάλιστα δυο νεαροί αξιωματικοί πυροβολούν με τα πιστόλια τους ο ένας τον άλλον για κάποια γυναίκα. Σωστή ζωγραφιά. Αχ, αν άφηναν τις κοπέλες να βλέπουν τις μονομαχίες, θα 'θελα τρομερά να πήγαινα.

— Ωραία είναι όταν σημαδεύει κανείς. Μα όταν τον σημαδεύουν τον ίδιον, ίσα στο μούτρο του, τότε άστα να παν στο διάολο. Θα το βάζατε στα πόδια, Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Μήπως τάχα εσείς θα το σκάγατε;

Μα ο Σμερντιακόβ δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει. Ύστερα από λίγη σιωπή ακούστηκε και πάλι η κιθάρα και η φωνή τραγούδησε την τελευταία στροφή:

Όσο και να προσπαθήσεις

Δεν μπορείς να με κρατήσεις

Θα γλεντάω και θα μεθώ

Στην πρωτεύουσα θα ζω!

Δε θα χολοσκάω

Καθόλου δε θα χολοσκάω

Καθόλου δεν το 'χω σκοπό να χολοσκάω.

Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο: ο Αλιόσα ξάφνου φταρνίστηκε. Στον πάγκο έγινε αμέσως ησυχία. O Αλιόσα σηκώθηκε και τους πλησίασε. Ήταν πραγματικά ο Σμερντιακόβ, λουσαρισμένος με μπότες βερνικωμένες, πομαδιασμένος και ίσως ακόμα και κατσαρωμένος. Η κιθάρα ήταν πάνω στον πάγκο. Η γυναίκα ήταν η Μαρία Κοντράτιεβνα, η κόρη της σπιτονοικοκυράς· φορούσε ένα ανοιχτογάλαζο φουστάνι με ουρά δυο πήχες. Η κοπέλα ήταν νέα ακόμα κι όχι πολύ άσχημη. Μονάχα που το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά στρογγυλό και γεμάτο φακίδες.

— O αδερφός μου ο Ντιμήτρι θ' αργήσει να γυρίσει; είπε ο Αλιόσα όσο μπορούσε πιο ήρεμα.

O Σμερντιακόβ σηκώθηκε αργά αργά απ' τον πάγκο. Σηκώθηκε και η Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Πού θέλετε να ξέρω τι κάνει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Μήπως είμαι φύλακάς του; απάντησε σιγά, καθαρά και περιφρονητικά ο Σμερντιακόβ.

— Μα εγώ σας ρώτησα μονάχα μην τυχόν ξέρετε, εξήγησε ο Αλιόσα.

— Δεν ξέρω πότε θα 'ρθει, μα ούτε και θέλω να ξέρω.

— Κι όμως ο αδερφός μου μου 'λεγε πως εσείς ακριβώς τον ειδοποιείτε για όλα όσα γίνονται στο σπίτι και πως υποσχεθήκατε να τον ειδοποιήσετε όταν θα ερχόταν η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα.

O Σμερντιακόβ ατάραχος ύψωσε αργά τα μάτια του προς τον Αλιόσα.

— Πώς τα καταφέρατε και μπήκατε εδώ μέσα μια και η εξώπορτα εδώ και μιαν ώρα είναι κλεισμένη με την αμπάρα; ρώτησε αυτός κοιτάζοντας επίμονα τον Αλιόσα.

— Ήρθα από το στενό, πήδησα το φράχτη κι από κει μπήκα αμέσως στο περίπτερο. Ελπίζω να με συγχωρέσετε γι' αυτό, γύρισε και είπε στη Μαρία Κοντράτιεβνα. Έπρεπε να βρω το γρηγορότερο τον αδερφό μου.

— Αχ, μα μπορούμε τάχα να σας παρεξηγήσουμε; έσυρε τα λόγια της η Μαρία Κοντράτιεβνα κολακευμένη που ο Αλιόσα της ζήτησε συγνώμη. Αφού και ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς πηγαίνει συχνά με τον ίδιο τρόπο στο περίπτερο. Βρίσκεται εκεί μέσα κι εμείς δεν ξέρουμε τίποτα.

— Τον χρειάζομαι πολύ τούτη τη στιγμή. Πολύ θα το 'θελα να τον έβλεπα ή να μάθω από σας που βρίσκεται τώρα. Είναι, πιστέψτε με, μια πολύ σπουδαία υπόθεση, κάτι που ενδιαφέρει κι αυτόν τον ίδιον.

— Δε μας λέει ποτέ πού πηγαίνει, τραύλισε η Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Αν κι έρχομαι εδώ ως φίλος, ξανάρχισε ο Σμερντιακόβ, κι εδώ ακόμα με βασανίζει ανελέητα με ερωτήσεις, τι κάνει το αφεντικό, πώς τα πάει στο σπίτι του, ποιος βγαίνει και ποιος μπαίνει κι αν ξέρω τίποτα. Δυο φορές με φοβέρισε μάλιστα πως θα με σκοτώσει.

— Πώς αυτό; απόρησε ο Αλιόσα.

— Μα μήπως τάχα θα το 'χε και τίποτα να το κάνει; Χτες είδατε κι ο ίδιος το χαραχτήρα του. «Αν», μου λέει, «δεν πάρεις είδηση την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και περάσει εδώ πέρα τη νύχτα της, εσύ πρώτος δε θα μείνεις ζωντανός». Τον φοβάμαι πολύ. Κι αν δεν τον φοβόμουνα τόσο, θα πήγαινα και θα το 'λεγα στην αστυνομία. Ένας Θεός ξέρει μονάχα τι μπορεί να κάνει.

— Τις προάλλες του είπε: «Θα σε κάνω κιμά», πρόσθεσε η Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Ε, αφού λέει τόσο παχιά λόγια, σίγουρα λόγια θα μείνουν, παρατήρησε ο Αλιόσα. Αν μπορούσα να τον συναντήσω τώρα, κάτι θα του 'λεγα και γι' αυτό...

— Νά τι μπορώ να σας πω μονάχα, είπε ο Σμερντιακόβ, σάμπως κάτι ν' αποφάσισε ξαφνικά. Βρίσκομαι εδώ πέρα γιατί είμαι γνώριμος και γείτονας. Γιατί λοιπόν να μην έρχομαι; Απ' την άλλη μεριά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μ' έστειλε σήμερα το πρωί, μόλις που 'χε φέξει, στο σπίτι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, στην οδό Οζερνάγια, να του πω να πάει στην ταβέρνα της πλατείας να φάνε μαζί. Πήγα, μα δεν τον βρήκα στο σπίτι του, ήταν κιόλας οχτώ η ώρα. «Εδώ ήταν, μου είπανε, μα έφυγε και δε θα ξανάρθει». Αυτά ακριβώς τα λόγια μου είπαν οι νοικοκυραίοι. Φαίνεται πως τα 'χουν συμφωνημένα μαζί του. Τώρα, τούτη τη στιγμή, ίσως ίσως να βρίσκεται στην ταβέρνα με τον αδερφούλη του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Γιατί ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήρθε να φάει στο σπίτι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τέλειωσε το φαΐ του εδώ και μιαν ώρα και τώρα πλάγιασε να ξεκουραστεί. Όμως, σας παρακαλώ να μην του πείτε τίποτα για μένα ούτε και πως εγώ σας πληροφόρησα για όλα αυτά. Μπορεί να με σκοτώσει για ψύλλου πήδημα.

— O αδερφός μου ο Ιβάν κάλεσε τον Ντιμήτρι στην ταβέρνα; ξαναρώτησε βιαστικά ο Αλιόσα.

— Ακριβώς.

— Στην «Πρωτεύουσα», που είναι στην πλατεία;

— Σ' αυτήν ακριβώς.

— Αυτό είναι πολύ πιθανό! αναφώνησε ο Αλιόσα ταραγμένος. Σας ευχαριστώ, Σμερντιακόβ, η πληροφορία είναι σπουδαία, τώρα αμέσως θα πάω εκεί πέρα.

— Μη με προδόσετε... είπε πίσω του ο Σμερντιακόβ.

— Ω, μην ανησυχείτε. Θα μπω στην ταβέρνα σαν να περνούσα τυχαία από κει.

— Μα που πάτε λοιπόν; Θα σας ανοίξω την εξώπορτα, φώναξε η Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Όχι, από δω είναι πιο κοντά, θα πηδήσω το φράχτη.

Η πληροφορία έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. Έτρεξε στην ταβέρνα. Να μπει μέσα με τα ρούχα που φορούσε δεν το 'βρισκε και τόσο σωστό, μα σκέφτηκε πως μπορούσε να πει σε κανένα γκαρσόνι να τους φωνάξει. Όμως, μόλις πλησίασε στην ταβέρνα, άνοιξε ξαφνικά ένα παράθυρο κι ο αδερφός του ο Ιβάν του φώναξε από πάνω:

— Αλιόσα, μπορείς ν' ανέβεις; Θα μου κάνεις μεγάλη χάρη.

— Και βέβαια μπορώ, μονάχα που δεν ξέρω... μ' αυτά τα ρούχα.

— Δεν πειράζει, είμαι σε ιδιαίτερο δωμάτιο. Τράβα στην είσοδο, θα κατέβω να σε πάρω...

Σε λίγο ο Αλιόσα καθόταν δίπλα στον αδερφό του. O Ιβάν ήταν μονάχος του και γευμάτιζε.


5. II. Ο Σμερντιακόβ με Κιθάρα 5. II. Smerdiakov with Guitar 5. II. Smerdiakov con guitarra 5. II. Smerdiakov z gitarą

Μα βιαζόταν κιόλας. But he was already in a hurry. Κάτι σκέφτηκε την ώρα που χαιρετούσε τη Lise, τούτο: με τι τέχνασμα θα κατάφερνε να βρει τον αδερφό του Ντιμήτρι που ήταν φανερό πως κρυβόταν απ' αυτόν; Ήταν αρκετά αργά πια, τρεις πάνω κάτω, απόγευμα. Something occurred to him as he waved to Lise, this: what trick would he use to find Dimitri's brother, who was clearly hiding from him? It was quite late now, three o'clock, more or less, in the afternoon. Όλη του η ύπαρξη τον τραβούσε στο μοναστήρι, στον «μεγάλο» του ετοιμοθάνατο, όμως η ανάγκη να δει τον αδερφό του Ντιμήτρι τα κατανίκησε όλα: ο Αλιόσα πειθόταν όλο και περισσότερο με την κάθε ώρα που περνούσε πως θα γίνει κάποια αναπότρεπτη φοβερή καταστροφή. His whole being drew him to the monastery, to his "great" dying one, but the need to see his brother Dimitri overcame everything: Alyosha became more and more convinced with each passing hour that some terrible catastrophe would be inevitable. Τι καταστροφή ήταν αυτή και τι θα 'θελε να πει τούτη τη στιγμή στον αδερφό του, ίσως και ο ίδιος να μην μπορούσε να το καθορίσει. What a disaster this was and what he wanted to say to his brother at this moment, perhaps he himself could not determine.

«Ας πεθάνει ο ευεργέτης μου χωρίς εμένα. "Let my benefactor die without me. Τουλάχιστο δε θα κατηγορώ τον εαυτό μου σ' όλη μου τη ζωή πως κάτι μπορούσα να σώσω και δεν το 'κανα, πως κοίταξα τις δικές μου επιθυμίες. At least I won't blame myself all my life that I could have saved something and didn't, that I looked after my own desires. Κάνοντας έτσι, θα κάνω σύμφωνα με την εντολή του...» In so doing, I will do as he commanded..."

Το σχέδιό του ήταν να πιάσει τον αδερφό του Ντιμήτρι αναπάντεχα. His plan was to catch his brother Dimitri unawares. Να πάει δηλαδή και να πηδήσει το φράχτη όπως χτες, να μπει στον κήπο και να κάτσει στο περίπτερο. That is, to go and jump the fence like yesterday, to go into the garden and sit in the pavilion.

«Αν δεν είναι εκεί πέρα, σκεφτόταν ο Αλιόσα, τότε θα κρυφτώ χωρίς να πω τίποτα ούτε στο Θωμά ούτε στις νοικοκυρές και θα κάτσω να τον περιμένω ως το βράδυ. "If he is not over there," thought Aliosha, "then I will hide without saying anything to Thomas or the housewives and sit waiting for him until the evening. Αν παραφυλάει όπως και πρώτα μήπως έρθει η Γκρούσενκα, είναι πολύ πιθανό να 'ρθει στο περίπτερο...» If he's lurking like he's lurking first in case Grushenka comes, it's very likely he'll come to the booth..."

Για να λέμε την αλήθεια, ο Αλιόσα δε σκέφτηκε και πολύ καλά τις λεπτομέρειες του σχεδίου, όμως αποφάσισε να το εφαρμόσει, έστω κι αν αναγκαζότανε να μην πάει καθόλου στο μοναστήρι σήμερα. To tell the truth, Alyosha hadn't given much thought to the details of the plan, but he decided to go ahead with it, even if he had to miss the monastery today.

Όλα γίνανε χωρίς κανένα απρόοπτο: πήδησε πάνω απ' το φράχτη, σχεδόν στο ίδιο το χτεσινό μέρος και πήγε κρυφά στο περίπτερο. It all happened without a hitch: he jumped over the fence, almost in the same place as yesterday, and sneaked into the pavilion. Δεν ήθελε να τον δει κανένας: και η νοικοκυρά κι ο Θωμάς (αν ήταν εδώ) μπορεί να ήταν με το μέρος του αδερφού του, να υπάκουαν στις διαταγές του και να μην άφηναν τον Αλιόσα να μπει στον κήπο ή να ειδοποιούσαν τον Ντιμήτρι έγκαιρα πως ψάχνουν να τον βρούνε. He did not want anyone to see him: and the housewife and Thomas (if they were here) might have been on his brother's side, obeying his orders and not letting Alyosha enter the garden or warning Dimitri in time that they were looking for him. Στο περίπτερο δεν ήταν κανένας. There was no one in the booth. O Αλιόσα κάθισε στη χτεσινή του θέση και περίμενε. Aliosa sat in his seat from yesterday and waited. Κοίταξε γύρω γύρω το περίπτερο. He looked around the booth. Του φάνηκε για κάποιο λόγο πολύ πιο σαραβαλιασμένο απ' ό,τι ήταν χτες, του φάνηκε πολύ άσχημο τούτη τη φορά. It seemed to him for some reason much more ragged than it had been yesterday, it seemed very ugly this time. Η μέρα ωστόσο ήταν το ίδιο ηλιόλουστη όπως και χτες. The day, however, was as sunny as yesterday. Στο πράσινο τραπέζι είχε αποτυπωθεί ένας κύκλος απ' το χτεσινό ποτηράκι του κονιάκ, που θα 'χε, καθώς φαίνεται, ξεχειλίσει. On the green table was a circle from last night's glass of cognac, which would, it seemed, have overflowed. Διάφορες κενές και άχρηστες σκέψεις άρχισαν να του περνάνε από το κεφάλι, όπως γίνεται πάντα τις ώρες της πληχτικής αναμονής: λόγου χάρη, γιατί τώρα που μπήκε εδώ μέσα κάθισε στην ίδια ακριβώς θέση όπου καθόταν και χτες και δεν κάθισε αλλού; Τέλος μελαγχόλησε, μελαγχόλησε τρομερά από την ανήσυχη αναμονή του αγνώστου. Various empty and useless thoughts began to pass through his head, as always happens during the hours of boring waiting: for example, why now that he has entered here did he sit in exactly the same place where he sat yesterday and did not sit elsewhere? At last he was depressed, terribly depressed by the anxious waiting of the unknown. Μα δεν είχε περάσει ούτε ένα τέταρτο από την ώρα που ήρθε κι ακούστηκε ξαφνικά από κάπου εκεί κοντά ένα ακόρντο κιθάρας. But not even fifteen minutes had passed since he came and suddenly there was a guitar chord from somewhere nearby. Καθόταν ή κάθισε τώρα μόλις κάποιος σε είκοσι βήματα απόσταση, όχι πιο μακριά, κάπου μέσα στους θάμνους. He was now sitting or sitting just about twenty paces away, no farther, somewhere in the bushes. O Αλιόσα θυμήθηκε πως, φεύγοντας χτες από το περίπτερο, είχε δει στ' αριστερά του, κοντά στο φράχτη, έναν πράσινο, χαμηλό πάγκο ανάμεσα στους θάμνους. Aliosa remembered that, leaving the pavilion yesterday, he had seen on his left, near the fence, a green, low bench among the bushes. Φαίνεται λοιπόν πως εκεί πέρα καθίσανε τώρα. So it looks like that's where they're sitting now. Ποιοι λοιπόν; Μια αντρική φωνή άρχισε ξαφνικά να τραγουδάει μ' ένα γλυκανάλατο φαλτσέτο μια στροφή, ακομπανιάροντας με την κιθάρα: Who then? A male voice suddenly began to sing a verse in a sweet falsetto, strumming along with the guitar:

Δύναμη ακατανίκητη με δένει στην καλή μου. Power irresistible binds me to my good.

Κύριε, ελέ-έησον Αυτήν και μένα! Lord, have mercy on her and on me!

Αυτήν και μένα! Her and me!

Αυτήν και μένα!

Η φωνή σταμάτησε. Η φωνή του τενόρου ήταν λακέδικη και τα τσακίσματά της κι αυτά λακέδικα. The tenor's voice was laconic, and her bits were laconic too. Μια άλλη φωνή, γυναικεία, ακούστηκε ξαφνικά, χαϊδευτική και σαν δειλή, μα ωστόσο όλο ακισμούς. Another voice, a woman's voice, was suddenly heard, caressing and timid, but nevertheless full of hissing.

— Γιατί δε μας ήρθατε τόσο καιρό τώρα, Πάβελ Φιοντόροβιτς, γιατί δεν μας καταδέχεστε; - Why haven't you come to us for so long now, Pavel Fyodorovich, why don't you understand us?

— Έτσι, απάντησε η αντρική φωνή ευγενικά μα σταθερά κι αξιόπρεπα. - So, replied the male voice politely but firmly and respectfully. Ήταν φανερό πως ο άντρας δέσποζε και η γυναίκα ήταν εκείνη που πήγαινε γυρεύοντας. It was obvious that the man was in control and it was the woman who was asking for it.

«O άντρας θα 'ναι ο Σμερντιακόβ», σκέφτηκε ο Αλιόσα. "The man must be Smerdiakov," thought Alyosha. «Τουλάχιστον από τη φωνή έτσι φαίνεται. "At least from the voice it seems so. Η γυναίκα θα 'ναι η κόρη της ιδιοκτήτριας τούτου του σπιτιού, αυτή που ήρθε από τη Μόσχα, που φοράει φουστάνι με ουρά και πηγαίνει στη Μάρθα Ιγνάτιεβνα να γυρέψει σούπα...» The woman will be the daughter of the owner of this house, the one who came from Moscow, who wears a dress with a tail and goes to Martha Ignatievna to make soup..."

— Λατρεύω τρομερά τους στίχους όταν είναι καλά - I terribly love lyrics when they're good

ταιριασμένοι, συνέχισε η γυναικεία φωνή. matched, the female voice continued. Γιατί δεν συνεχίζετε; Η φωνή τραγούδησε πάλι: Why don't you continue? The voice sang again:

Τι να την κάνω την κορώνα σαν η καλή μου είναι καλά. What should I do with the crown as if my dear is well.

Κύριε, ελέ-έησον! Lord, merciful!

Αυτήν και μένα! Her and me!

Αυτήν και μένα!

Αυτήν και μένα!

— Την προηγούμενη φορά ήταν ακόμα καλύτερο, παρατήρησε η γυναικεία φωνή. - It was even better last time, the female voice remarked. Είχατε τραγουδήσει για την κορώνα: σαν είναι η λατρεμένη μου καλά». You had sung about the crown: as it is my beloved well". Έτσι έβγαινε πιο τρυφερά. So it came out more tenderly.

Σίγουρα το ξεχάσατε σήμερα. I'm sure you forgot about it today.

— Οι στίχοι είναι ανοησία, είπε κοφτά ο Σμερντιακόβ. - The lyrics are nonsense, said Smerdiakov sharply.

— Αχ, όχι, εγώ αγαπώ πολύ τους στίχους. - Oh, no, I love the lyrics too much.

— Κι όμως οι στίχοι είναι ανόητοι πέρα ως πέρα. - And yet the lyrics are silly beyond belief. Σκεφτείτε το και μόνη σας: Ποιος μιλάει με ρίμες σ' αυτόν τον κόσμο; Κι αν αρχίζαμε να μιλάμε όλοι μας με ρίμες, έστω και κατά διαταγήν των Αρχών, νομίζετε πως θα μπορούσαμε να πούμε πολλές κουβέντες; Οι στίχοι δεν είναι σοβαρή δουλειά, Μαρία Κοντράτιεβνα. Think about it for yourself: Who talks in rhymes in this world? And if we all started speaking in rhymes, even if it was at the behest of the authorities, do you think we could say many words? Lyrics are not serious work, Maria Kondratievna.

— Πώς τα καταφέρατε να είστε τόσο σοφός, πώς τα κατέχετε όλα αυτά; χαϊδευόταν όλο και περισσότερο η γυναικεία φωνή. - How did you manage to be so wise, how did you master all this?" the female voice was getting more and more caressing.

— Θα μπορούσα να κάνω πολύ περισσότερα και να ξέρω πολλά άλλα πράγματα, αν ήταν άλλη η μοίρα μου από γεννησιμιού μου. - I could have done much more and known many other things if my fate had been different from my birth. Θα καλούσα σε μονομαχία και θα σκότωνα με πιστόλι εκείνον που θα τολμούσε να με βρίσει και να με πει κάθαρμα επειδή έχω γεννηθεί χωρίς πατέρα από τη Σμερντιάστσαγια, αυτό μου το κοπανάγανε και στη Μόσχα κάθε ώρα και στιγμή. I would call for a duel and kill with a pistol anyone who dared to call me names and call me a bastard because I was born without a father from Smerdiashchaya, and they used to beat me with that in Moscow every hour and every moment. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς είναι η αιτία που το 'μαθε αυτό όλος ο κόσμος. Grigoris Vasilievich is the reason why the whole world knew this. O Γρηγόρης Βασίλιεβιτς με μέμφεται γιατί επαναστατώ ενάντια στη γέννησή μου. Grigory Vasilievich reproaches me for rebelling against my birth. Εσύ, λέει, της έσκισες την κοιλιά. She says you ripped her belly open. Ας λέει ό,τι θέλει. He can say whatever he wants. Όμως, μα την αλήθεια, θα προτιμούσα να με σκοτώνανε όταν βρισκόμουν ακόμα στην κοιλιά της μάνας μου, παρά να 'ρθω στον κόσμο. But, in truth, I would rather have been killed while I was still in my mother's womb than come into the world. Λέγανε στην αγορά, και η μητερούλα σας βάλθηκε να μου τα διηγηθεί, δείχνοντας έτσι πως δεν έχει καθόλου τακτ απάνω της, πως η μητέρα μου ήταν κασιδιάρα και πως είχε μπόι όσο δυο πήχες και τοσοδούτσικο. Γιατί τοσοδούτσικο όταν θα μπορούσε να το πει «και κάτι», όπως το λέει όλος ο κόσμος; Ήθελε να το πει συγκινητικά, μα είναι χωριάτικο το δάκρυ αυτό. Why tosodujiko when he could say "and something", as the whole world says? He wanted to say it movingly, but that's a peasant's tear. Είναι αισθήματα μουζίκου. It's mummy feelings. Και σας ρωτάω: Τι αισθήματα μπορεί να 'χει ένας Ρώσος μουζίκος μπροστά σ' έναν καλλιεργημένο άνθρωπο; O μουζίκος δεν είναι ικανός για κανένα αληθινό αίσθημα. And I ask you: What feelings can a Russian muzhik have in front of a cultured man? A muzhik is not capable of any real feelings. Απ' τα παιδικά μου χρόνια, μόλις άκουγα αυτό το «τοσοδούτσικο» μου ερχόταν να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Since my childhood, as soon as I heard that "toshoduchiko" I wanted to bash my head against the wall. Μισώ όλη τη Ρωσία, Μαρία Κοντράτιεβνα. I hate all of Russia, Maria Kondratieva.

— Αν ήσασταν όμως εύελπις ή κανένας μικρός, κομψός ουσάρος, δε θα τα λέγατε αυτά μα θα βγάζατε το σπαθί σας και θα υπερασπίζατε όλη τη Ρωσία. - But if you were a man of great fortune or a small, elegant hussar, you would not say this, but you would draw your sword and defend all of Russia.

— Όχι μονάχα δε θέλω να γίνω ουσάρος, Μαρία Κοντράτιεβνα, μα απεναντίας είμαι υπέρ της κατάργησης όλων των φαντάρων. - Not only do I not want to become a hussar, Maria Contratievna, but on the contrary I am in favour of abolishing all soldiers.

— Κι όταν θα 'ρθει ο εχθρός, ποιος θα μας υπερασπιστεί λοιπόν; - And when the enemy comes, who will defend us then?

— Δε χρειάζεται να μας υπερασπιστεί. - He doesn't need to defend us. Το δώδεκα έγινε η μεγάλη επιδρομή του αυτοκράτορα Ναπολέοντα του Γάλλου του πρώτου, του πατέρα του σημερινού, ενάντια στη Ρωσία και θα 'ταν πολύ καλά αν μας υποτάζανε τότε εκείνοι οι Γάλλοι: ένα έξυπνο έθνος θα 'χε υποτάξει ένα άλλο πολύ ανόητο και θα ενωνόταν μαζί του. In twelve there was the great invasion of Emperor Napoleon the Frenchman the First, the father of the present emperor, against Russia, and it would have been very well if those Frenchmen had subdued us then: one clever nation would have subdued another very stupid one and joined with it. Και τώρα θα 'ταν εντελώς αλλιώτικα τα πράγματα. And now things would be completely different.

— Μα μήπως τάχα αυτοί οι ξένοι είναι τόσο καλύτεροι απ' τους δικούς μας; Εγώ δε θ' άλλαζα έναν δικό μας λεβέντη ούτε με τρεις νεαρούς κι ας ήταν οι πιο Εγγλέζοι, πρόφερε τρυφερά η Μαρία Κοντράτιεβνα και τα λόγια της αυτά σίγουρα θα συνοδεύονταν με τα πιο ηδύπαθα βλέμματα. - But are these foreigners so much better than ours? "I would not change one of our own gentlemen for three young men, even if they were the most English," said Maria Contratievna tenderly, and her words were sure to be accompanied by the softest looks.

— O καθένας με τα γούστα του. - To each his own.

— Μα και εσείς είστε ένας φτυστός ξένος, σαν το πιο γαλαζοαίματο ξένο σας βλέπω. - But you too are a spitting stranger, like the bluest stranger I see you. Αυτό σας το λέω, αν και ντρέπομαι. I tell you this, although I am ashamed.

— Αν θέλετε να μάθετε, μπορώ να σας πω πως στη διαφθορά και εκείνοι και οι δικοί μας είναι ίδιοι. - If you want to know, I can tell you that in corruption they and our people are the same. Όλοι κατεργαρέοι είναι, με μόνη τη διαφορά πως εκεί πέρα φοράνε λουστρίνια κι ο δικός μας κατεργάρης ζει μέσα στη βρώμα του και δεν το βρίσκει καθόλου άσχημο αυτό. They're all rascals, the only difference is that over there they wear patent leather and our rascal lives in his own filth and doesn't find that bad at all. Τον ρούσικο λαό πρέπει να τον τσακίζει κανείς στο ξύλο. The Russian people need to be beaten up. Σωστά το 'λεγε χτες ο Φιόντορ Παύλοβιτς, αν και είναι τρελός, όπως δα κι όλα τα παιδιά του. Fiodor Pavlovic was right yesterday, even though he is crazy, as are all his children.

— Όμως το λέγατε κι ο ίδιος, πως εκτιμάτε πολύ τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. - But you said yourself that you hold Ivan Fyodorovic in high esteem.

— Κι αυτός είπε πως είμαι ένας βρωμερός λακές. - And he said I was a stinking lackey. Νομίζει πως είμαι κανένας αντάρτης. He thinks I'm some kind of rebel. Σ' αυτό κάνει λάθος. That's where he's wrong. Ας είχα τα λεφτά που χρειάζομαι και θα 'χα φύγει προ πολλού από δω. I wish I had the money I need and I'd have been out of here a long time ago. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς είναι χειρότερος από κάθε λακέ και στη διαγωγή και στο μυαλό και στη φτώχεια, δεν ξέρει τίποτα να κάνει, κι όμως, παρ' όλα αυτά, τον σέβονται όλοι. Dimitri Fyodorovich is worse than any lackey, in conduct and in mind and in poverty, he knows nothing to do, and yet, in spite of this, everyone respects him. Εγώ βέβαια δεν είμαι τίποτα παραπάνω από παραμάγειρας, όμως αν θα 'χω λίγη τύχη μπορώ ν' ανοίξω στη Μόσχα ένα καφέ-ρεστωράν, στην οδό Πετρόβκα. Of course, I'm no more than a cook, but if I'm lucky I can open a café-freshman in Moscow, on Petrovka Street. Γιατί εγώ μαγειρεύω με ειδικό τρόπο και κανένας τους στη Μόσχα δεν μπορεί να μαγειρέψει έτσι, εκτός από τους ξένους μαγείρους. Because I cook in a special way and no one in Moscow can cook like that, except foreign cooks. O Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς βρακί δεν έχει ν' αλλάξει, κι όμως αν καλέσει σε μονομαχία τον καλύτερο γιο ενός κόμητα, εκείνος θα δεχτεί την πρόσκληση. Dimitri Fyodorovich has not changed his pants, and yet if he invites the best son of a count to a duel, he will accept the invitation. Κι όμως, σε τί είναι καλύτερος αυτός από μένα; Αυτός είναι πολύ πιο ανόητος από μένα. And yet, what is he better than me at? He is much more stupid than I am. Τόσα λεφτά σπατάλησε χωρίς καμιά χρησιμότητα. So much money wasted to no avail.

— Νομίζω πως είναι πολύ ωραία να μονομαχεί κανείς, παρατήρησε ξαφνικά η Μαρία Κοντράτιεβνα. - I think it is very nice to duel, Maria Kondratievna suddenly remarked.

— Πώς αυτό; - How so?

— Είναι πολύ πολύ όμορφο, όταν μάλιστα δυο νεαροί αξιωματικοί πυροβολούν με τα πιστόλια τους ο ένας τον άλλον για κάποια γυναίκα. - It is very beautiful, when two young officers shoot each other with their pistols for a woman. Σωστή ζωγραφιά. That's a good drawing. Αχ, αν άφηναν τις κοπέλες να βλέπουν τις μονομαχίες, θα 'θελα τρομερά να πήγαινα. Oh, if they let the girls watch the duels, I'd love to go.

— Ωραία είναι όταν σημαδεύει κανείς. - It's nice when you aim. Μα όταν τον σημαδεύουν τον ίδιον, ίσα στο μούτρο του, τότε άστα να παν στο διάολο. But when they aim at him, right in his face, then let him go to hell. Θα το βάζατε στα πόδια, Μαρία Κοντράτιεβνα.

— Μήπως τάχα εσείς θα το σκάγατε; - Were you guys supposed to be the ones to run away?

Μα ο Σμερντιακόβ δεν καταδέχτηκε ν' απαντήσει. But Smerdiakov did not deign to answer. Ύστερα από λίγη σιωπή ακούστηκε και πάλι η κιθάρα και η φωνή τραγούδησε την τελευταία στροφή:

Όσο και να προσπαθήσεις No matter how hard you try

Δεν μπορείς να με κρατήσεις

Θα γλεντάω και θα μεθώ I'm gonna party and get drunk

Στην πρωτεύουσα θα ζω! In the capital I will live!

Δε θα χολοσκάω I won't dance

Καθόλου δε θα χολοσκάω I'm not gonna dance at all

Καθόλου δεν το 'χω σκοπό να χολοσκάω. I don't intend to dance at all.

Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο: ο Αλιόσα ξάφνου φταρνίστηκε. Then something unexpected happened: Alyosha suddenly sneezed. Στον πάγκο έγινε αμέσως ησυχία. The bench was immediately quiet. O Αλιόσα σηκώθηκε και τους πλησίασε. Aliosha stood up and approached them. Ήταν πραγματικά ο Σμερντιακόβ, λουσαρισμένος με μπότες βερνικωμένες, πομαδιασμένος και ίσως ακόμα και κατσαρωμένος. It was really Smerdyakov, dressed in lacquered, polished boots, pomaded and perhaps even curled up. Η κιθάρα ήταν πάνω στον πάγκο. The guitar was on the bench. Η γυναίκα ήταν η Μαρία Κοντράτιεβνα, η κόρη της σπιτονοικοκυράς· φορούσε ένα ανοιχτογάλαζο φουστάνι με ουρά δυο πήχες. The woman was Maria Kondratievna, the daughter of the landlady; she wore a light blue dress with a two-bar tail. Η κοπέλα ήταν νέα ακόμα κι όχι πολύ άσχημη. The girl was still young and not too ugly. Μονάχα που το πρόσωπό της ήταν υπερβολικά στρογγυλό και γεμάτο φακίδες. Except that her face was too round and freckled.

— O αδερφός μου ο Ντιμήτρι θ' αργήσει να γυρίσει; είπε ο Αλιόσα όσο μπορούσε πιο ήρεμα. - Will my brother Dimitri be back late?Aliosha said as calmly as he could.

O Σμερντιακόβ σηκώθηκε αργά αργά απ' τον πάγκο. Smerdiakov slowly got up slowly from the bench. Σηκώθηκε και η Μαρία Κοντράτιεβνα. Maria Kondratievna also stood up.

— Πού θέλετε να ξέρω τι κάνει ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς; Μήπως είμαι φύλακάς του; απάντησε σιγά, καθαρά και περιφρονητικά ο Σμερντιακόβ. - How do you want me to know what Dimitri Fyodorovich is doing? Am I his keeper?" replied Smerdiakov quietly, clearly and contemptuously.

— Μα εγώ σας ρώτησα μονάχα μην τυχόν ξέρετε, εξήγησε ο Αλιόσα. - "But I only asked you in case you might know," explained Aliosha.

— Δεν ξέρω πότε θα 'ρθει, μα ούτε και θέλω να ξέρω. - I don't know when it's coming, but I don't want to know.

— Κι όμως ο αδερφός μου μου 'λεγε πως εσείς ακριβώς τον ειδοποιείτε για όλα όσα γίνονται στο σπίτι και πως υποσχεθήκατε να τον ειδοποιήσετε όταν θα ερχόταν η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα. - And yet my brother told me that you were the one who informed him of everything that was going on in the house and that you promised to inform him when Agrafena Alexandrovna would come.

O Σμερντιακόβ ατάραχος ύψωσε αργά τα μάτια του προς τον Αλιόσα. Smerdiakov, unperturbed, slowly raised his eyes to Aliosha.

— Πώς τα καταφέρατε και μπήκατε εδώ μέσα μια και η εξώπορτα εδώ και μιαν ώρα είναι κλεισμένη με την αμπάρα; ρώτησε αυτός κοιτάζοντας επίμονα τον Αλιόσα. - How did you manage to get in here when the front door has been closed with the cargo hold for an hour?" he asked, staring at Aliosha.

— Ήρθα από το στενό, πήδησα το φράχτη κι από κει μπήκα αμέσως στο περίπτερο. - I came from the alley, jumped the fence and from there I went straight into the pavilion. Ελπίζω να με συγχωρέσετε γι' αυτό, γύρισε και είπε στη Μαρία Κοντράτιεβνα. I hope you will forgive me for this, he turned and said to Maria Kondratievna. Έπρεπε να βρω το γρηγορότερο τον αδερφό μου. I had to find my brother as soon as possible.

— Αχ, μα μπορούμε τάχα να σας παρεξηγήσουμε; έσυρε τα λόγια της η Μαρία Κοντράτιεβνα κολακευμένη που ο Αλιόσα της ζήτησε συγνώμη. - Ah, but can we misunderstand you?Maria Contratievna dragged her words out, flattered that Aliosha had apologized to her. Αφού και ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς πηγαίνει συχνά με τον ίδιο τρόπο στο περίπτερο. Since Dimitri Fyodorovich often goes to the stand in the same way. Βρίσκεται εκεί μέσα κι εμείς δεν ξέρουμε τίποτα. He's in there and we don't know anything.

— Τον χρειάζομαι πολύ τούτη τη στιγμή. - I really need him right now. Πολύ θα το 'θελα να τον έβλεπα ή να μάθω από σας που βρίσκεται τώρα. I would love to see him or find out from you where he is now. Είναι, πιστέψτε με, μια πολύ σπουδαία υπόθεση, κάτι που ενδιαφέρει κι αυτόν τον ίδιον. It is, believe me, a very important matter, something that interests him.

— Δε μας λέει ποτέ πού πηγαίνει, τραύλισε η Μαρία Κοντράτιεβνα. - He never tells us where he's going, stammered Maria Kondratievna.

— Αν κι έρχομαι εδώ ως φίλος, ξανάρχισε ο Σμερντιακόβ, κι εδώ ακόμα με βασανίζει ανελέητα με ερωτήσεις, τι κάνει το αφεντικό, πώς τα πάει στο σπίτι του, ποιος βγαίνει και ποιος μπαίνει κι αν ξέρω τίποτα. - Although I come here as a friend, Smerdiakov began again, and here he still tortures me mercilessly with questions, what the boss is doing, how he is doing in his house, who goes out and who comes in, and whether I know anything. Δυο φορές με φοβέρισε μάλιστα πως θα με σκοτώσει. Twice he even threatened to kill me.

— Πώς αυτό; απόρησε ο Αλιόσα. - How so?Aliosha wondered.

— Μα μήπως τάχα θα το 'χε και τίποτα να το κάνει; Χτες είδατε κι ο ίδιος το χαραχτήρα του. - But would he have anything to do with it? Yesterday you saw his engraving yourself. «Αν», μου λέει, «δεν πάρεις είδηση την Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και περάσει εδώ πέρα τη νύχτα της, εσύ πρώτος δε θα μείνεις ζωντανός». "If," he says to me, "you do not take notice of Agraphena Alexandrovna and she spends the night here, you will not be the first to live." Τον φοβάμαι πολύ. I'm very afraid of him. Κι αν δεν τον φοβόμουνα τόσο, θα πήγαινα και θα το 'λεγα στην αστυνομία. And if I wasn't so afraid of him, I'd go and tell the police. Ένας Θεός ξέρει μονάχα τι μπορεί να κάνει. God only knows what He can do.

— Τις προάλλες του είπε: «Θα σε κάνω κιμά», πρόσθεσε η Μαρία Κοντράτιεβνα. - The other day she told him: "I'll make mincemeat out of you," Maria Kondratievna added.

— Ε, αφού λέει τόσο παχιά λόγια, σίγουρα λόγια θα μείνουν, παρατήρησε ο Αλιόσα. - Well, if he speaks such thick words, surely words will remain, Alyosha observed. Αν μπορούσα να τον συναντήσω τώρα, κάτι θα του 'λεγα και γι' αυτό... If I could meet him now, I'd tell him something about that too...

— Νά τι μπορώ να σας πω μονάχα, είπε ο Σμερντιακόβ, σάμπως κάτι ν' αποφάσισε ξαφνικά. - "What can I tell you," said Smerdiakov, as if something had suddenly decided something. Βρίσκομαι εδώ πέρα γιατί είμαι γνώριμος και γείτονας. I'm here because I'm an acquaintance and a neighbor. Γιατί λοιπόν να μην έρχομαι; Απ' την άλλη μεριά ο Ιβάν Φιοντόροβιτς, μ' έστειλε σήμερα το πρωί, μόλις που 'χε φέξει, στο σπίτι του Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, στην οδό Οζερνάγια, να του πω να πάει στην ταβέρνα της πλατείας να φάνε μαζί. So why shouldn't I come? On the other hand, Ivan Fyodorovich sent me this morning, after he had just arrived, to Dimitri Fyodorovich's house on Ozernaya Street, to tell him to go to the tavern on the square and have lunch with him. Πήγα, μα δεν τον βρήκα στο σπίτι του, ήταν κιόλας οχτώ η ώρα. I went, but I didn't find him at his house, it was already eight o'clock. «Εδώ ήταν, μου είπανε, μα έφυγε και δε θα ξανάρθει». "He was here, I was told, but he left and will not come back." Αυτά ακριβώς τα λόγια μου είπαν οι νοικοκυραίοι. These are the exact words the housewives told me. Φαίνεται πως τα 'χουν συμφωνημένα μαζί του. Looks like they have a deal with him. Τώρα, τούτη τη στιγμή, ίσως ίσως να βρίσκεται στην ταβέρνα με τον αδερφούλη του τον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Now, at this very moment, he might be in the tavern with his brother Ivan Fyodorovich. Γιατί ο Ιβάν Φιοντόροβιτς δεν ήρθε να φάει στο σπίτι κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς τέλειωσε το φαΐ του εδώ και μιαν ώρα και τώρα πλάγιασε να ξεκουραστεί. Because Ivan Fyodorovic did not come home to eat and Fyodor Pavlovic finished his meal an hour ago and now he has gone to rest. Όμως, σας παρακαλώ να μην του πείτε τίποτα για μένα ούτε και πως εγώ σας πληροφόρησα για όλα αυτά. But please don't tell him anything about me or that I informed you about all this. Μπορεί να με σκοτώσει για ψύλλου πήδημα. He can kill me for a flea fuck.

— O αδερφός μου ο Ιβάν κάλεσε τον Ντιμήτρι στην ταβέρνα; ξαναρώτησε βιαστικά ο Αλιόσα. - Did my brother Ivan invite Dimitri to the tavern?" asked Aliosha hurriedly again.

— Ακριβώς.

— Στην «Πρωτεύουσα», που είναι στην πλατεία; - The Capital, where's the square?

— Σ' αυτήν ακριβώς.

— Αυτό είναι πολύ πιθανό! αναφώνησε ο Αλιόσα ταραγμένος. Σας ευχαριστώ, Σμερντιακόβ, η πληροφορία είναι σπουδαία, τώρα αμέσως θα πάω εκεί πέρα. Thank you, Smerdiakov, the information is great, I'm going over there right now.

— Μη με προδόσετε... είπε πίσω του ο Σμερντιακόβ. - Don't betray me... said Smerdiakov behind him.

— Ω, μην ανησυχείτε. - Oh, don't worry. Θα μπω στην ταβέρνα σαν να περνούσα τυχαία από κει. I'll walk into the tavern as if I were passing by.

— Μα που πάτε λοιπόν; Θα σας ανοίξω την εξώπορτα, φώναξε η Μαρία Κοντράτιεβνα. - So where are you going? "I'll open the front door for you," cried Maria Contratievna.

— Όχι, από δω είναι πιο κοντά, θα πηδήσω το φράχτη. - No, it's closer this way, I'll jump the fence.

Η πληροφορία έκανε μεγάλη εντύπωση στον Αλιόσα. The information made a great impression on Aliosha. Έτρεξε στην ταβέρνα. He ran to the tavern. Να μπει μέσα με τα ρούχα που φορούσε δεν το 'βρισκε και τόσο σωστό, μα σκέφτηκε πως μπορούσε να πει σε κανένα γκαρσόνι να τους φωνάξει. Going in in the clothes he was wearing didn't seem quite right, but he thought he could tell a waiter to call them. Όμως, μόλις πλησίασε στην ταβέρνα, άνοιξε ξαφνικά ένα παράθυρο κι ο αδερφός του ο Ιβάν του φώναξε από πάνω: But as he approached the tavern, a window suddenly opened and his brother Ivan called out to him from above:

— Αλιόσα, μπορείς ν' ανέβεις; Θα μου κάνεις μεγάλη χάρη. - Aliosa, can you come up? You'd be doing me a big favor.

— Και βέβαια μπορώ, μονάχα που δεν ξέρω... μ' αυτά τα ρούχα. - Of course I can, except I don't know... in these clothes.

— Δεν πειράζει, είμαι σε ιδιαίτερο δωμάτιο. - It's okay, I'm in a private room. Τράβα στην είσοδο, θα κατέβω να σε πάρω... Go to the front door, I'll come down and get you...

Σε λίγο ο Αλιόσα καθόταν δίπλα στον αδερφό του. Soon Alyosha was sitting next to his brother. O Ιβάν ήταν μονάχος του και γευμάτιζε. Ivan was alone and was having lunch.