×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 4. VII. Και στον καθαρό αέρα

4. VII. Και στον καθαρό αέρα

Εδώ ο αέρας είναι καθαρός. Μα στο μέγαρό μου είναι στ' αλήθεια πνιχτικά, από κάθε άποψη μάλιστα. Ας προχωρήσουμε σιγά, καλέ μου κύριε. Πολύ θα το 'θελα να σας κάνω να ενδιαφερθείτε για το άτομό μου.

— Μα ήρθα σπίτι σας ακριβώς γιατί έπρεπε να σας μιλήσω για μια σημαντική υπόθεση..., παρατήρησε ο Αλιόσα. Δεν ξέρω μονάχα πώς πρέπει ν' αρχίσω.

— Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πως κάτι έχετε να μου πείτε. Αν δεν ήταν αυτό ποτέ δε θα ρχόσασταν να με δείτε. Ή, μήπως ήρθατε τάχα μόνο και μόνο να παραπονεθείτε για το παιδί; Όμως αυτό είναι απίθανο. Και, μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σας εξηγήσω για το παιδί: εκεί μέσα δεν μπορούσα να σας τα εξηγήσω όλα, μα τώρα δω πέρα θα σας περιγράψω όλη εκείνη τη σκηνή. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως το ξέφτι ήταν πιο πυκνό μόλις εδώ και μια βδομάδα, εννοώ το γενάκι μου, το γενάκι μου το είπαν ξέφτι. Τα μαθητούδια το σκαρφίστηκαν πρώτα. Λοιπόν με τραβάει τότε ο αδερφούλης σας, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απ' το γενάκι μου— έτσι στα καλά καθούμενα δημιούργησε σκάνδαλο και γω βρέθηκα μπροστά του μ' έβγαλε απ' την ταβέρνα στην πλατεία και εκείνη ακριβώς την ώρα σχολούσαν τα παιδιά και μαζί τους ήταν κι ο Ηλιούσα. Μόλις με είδε εις αυτήν την κατάσταση, όρμησε πάνω μου : «Μπαμπά, φωνάζει, μπαμπά!». Μ' αρπάζει απ' τα ρούχα, μ' αγκαλιάζει, θέλει να με γλιτώσει, φωνάζει στον υβριστή μου: «Αφήστε τον, αφήστε τον, είναι ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς, συγχωρέστε τον...» Έτσι ακριβώς το φώναξε: «συγχωρέστε τον». Τον άρπαξε και εκείνον με τα χεράκια του και φιλούσε το χέρι του, το χέρι εκείνου... Θυμάμαι το προσωπάκι του εκείνη τη στιγμή, δεν το ξέχασα κι ούτε θα το ξεχάσω!

— Σας ορκίζομαι, αναφώνησε ο Αλιόσα, πως ο αδερφός μου θα σας εκφράσει με τον πιο ειλικρινή τρόπο τη μεταμέλειά του, έστω κι αν θα πρέπει να γονατίσει μπροστά σας σε κείνη την ίδια πλατεία... Θα τον αναγκάσω, αλλιώς δε θα μου είναι πια αδερφός!

—Αχά, θα πει λοιπόν πως όλα αυτά βρίσκονται ακόμα «εν σχεδίω». Δεν είναι δική του υπόσχεση μα προέρχεται απ' τη δική σας γενναιόφρονα και φλογερή καρδιά. Από κει έπρεπε να 'χατε αρχίσει. Εν τοιαύτη περιπτώσει ευσεβάστως επιτρέψατέ μου να συμπληρώσω τα όσα περί ιπποτικής αρετής και ευγενούς μεγαλοψυχίας του αδερφού σας έχω αναφέρει. Όταν έπαψε να με τραβάει απ' τα γένια, μ' άφησε λεύτερο, και μου είπε: «Είσαι, μου λέει, αξιωματικός και γω είμαι αξιωματικός, αν μπορείς να βρεις έναν ευυπόληπτο άνθρωπο για μάρτυρα να μου τον στείλεις, θα σου δώσω ικανοποίηση κι ας είσαι ένας αχρείος!» Νά τι μου είπε. Πραγματικά ιπποτική συμπεριφορά! Φύγαμε τότε με τον Ηλιούσα, μα στην ψυχή του παιδιού έμεινε για πάντα χαραγμένος αυτός ο οικογενειακός πίναξ. Όχι, δεν μπορούμε πια να κάνουμε τους ευγενείς. Κρίνατε και μόνος: τώρα μόλις είχατε την καλοσύνη να επισκεφτείτε το μέγαρό μου, και τι είδατε; Τρεις κυρίες να κάθονται, η μια χωρίς πόδια και με σαλεμένο το λογικό, η άλλη δεν μπορεί να περπατήσει και είναι και καμπούρα, η τρίτη έχει τα πόδια της μα παραείναι έξυπνη, φοιτήτρια, δε βλέπει την ώρα να ξαναπάει στην Πετρούπολη για να αναζητήσει τα δικαιώματα της γυναίκας εις τας όχθας του Νέβα. Για τον Ηλιούσα δε λέω τίποτα, είναι μόλις εννιά χρονώ. Λοιπόν, όταν πεθάνω γω, τι θ' απογίνει όλο αυτό το τσούρμο; Αυτό μονάχα σας ρωτάω. Κι αφού είναι έτσι, αν τον καλέσω σε μονομαχία κι αν με σκοτώσει αυτός, τι θα γίνει τότε; Τι θα γίνουν όλοι τους τότε; Ακόμα χειρότερα αν δεν με σκοτώσει μα με σακατέψει μονάχα; Δε θα μπορώ να δουλεύω, το στόμα όμως θα μείνει. Ποιος θα με ταΐσει λοιπόν τότε εμένα και ποιος θα τους ταΐσει τότε όλους τους άλλους; Ή, μην τάχα θα στέλνω τον Ηλιούσα να ζητιανεύει κάθε μέρα αντί να πηγαίνει σχολείο; Νά τι σημαίνει λοιπόν για μένα να τον καλέσω σε μονομαχία. Μια ανόητος λέξη και τίποτε άλλο.

— Θα σας ζητήσει συγνώμη, θα πέσει στα πόδια σας στη μέση της πλατείας, ξεφώνισε και πάλι ο Αλιόσα και τα μάτια του φλογίστηκαν.

— Ήθελα να του κάνω μήνυση, εξακολούθησε ο λοχαγός: μα, σας παρακαλώ ευσεβάστως, ανοίξτε τον Κώδικά μας, μήπως θα 'χω να περιμένω μεγάλη ικανοποίηση για την προσωπική μου ταπείνωση απ' τον υβριστή; Και τότε ξαφνικά με φωνάζει η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και μου λέει: «Ούτε να το σκέφτεσαι! Αν τον πας στο δικαστήριο, θα τ' αποκαλύψω όλα κι όλος ο κόσμος θα μάθει πως σε χτύπησε για τις παλιανθρωπιές σου και τότε σένα είναι που θα δικάσουν». Όμως ο Θεός ξέρει τι παλιανθρωπιά ήταν αυτή και με τις διαταγές τίνος ενεργούσα σαν απλό πιόνι σ' όλη την υπόθεση. Μήπως τάχα δεν έδινε αυτή η ίδια κι ο Φιοντόρ Παύλοβιτς τις διαταγές; «Μα εκτός απ' αυτό, μου λέει, θα σε διώξω για πάντα και δε θα βγάλεις πεντάρα από μένα από δω και μπρος. Θα το πω και στον έμπορά μου (έτσι τον λέει τον γέρο: ο έμποράς μου) και θα σε διώξει κι εκείνος». Λοιπόν σκέφτομαι κι εγώ: Αν με διώξει κι ο έμπορας, τι θα γίνει τότε; Πού θα δύναμαι πλέον να εξοικονομώ χρήματα; Γιατί μονάχα αυτοί οι δυο μου απέμειναν, μια κι ο πατερούλης σας, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όχι μόνον έπαψε να μου έχει εμπιστοσύνη εξαιτίας κάποιας άλλης υποθέσεως, μα θέλει κι ο ίδιος, έχων εξασφαλίσει ορισμένας αποδείξεις μου, να με τραβήξει στα δικαστήρια. Ύστερα απ' όλα αυτά κάθισα κι εγώ στ' αυγά μου. Και τώρα επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Σας δάγκωσε άσχημα το χέρι ο Ηλιούσα; Στο σπίτι δεν τόλμησα να σας κάνω λόγο μπροστά του.

— Ναι, πολύ με πόνεσε· ήταν πολύ ερεθισμένος. Εκδικήθηκε πάνω μου γιατί ήμουν Καραμάζοβ, τώρα είναι φανερό. Όμως να βλέπατε πώς πετροβολούσε τους συμμαθητές του και πώς του ρίχνανε κι εκείνοι! Είναι πολύ επικίνδυνο, μπορούν να τον σκοτώσουν: είναι παιδιά, ανόητα, ρίχνουν την πέτρα και μπορεί να του σπάσουν και το κεφάλι.

— Ναι, και τον πέτυχαν ήδη, όχι στο κεφάλι μα στο στήθος, λίγο πιο πάνω απ' την καρδιά· μελάνιασε σε κείνο το μέρος, ήρθε κι έκλαιγε, αναστέναζε και νά, τώρα αρρώστησε.

— Ξέρετε όμως; Αυτός πρώτος ρίχνεται σ' όλους τους άλλους· είναι θυμωμένος γι' αυτό που έγινε με σας— λένε πως ένα παιδί, τον Κρασότκιν, τον χτύπησε με σουγιά στο πλευρό...

— Το άκουσα κι αυτό, αλήθεια είναι επικίνδυνο: ο Κρασότκιν είναι σπουδαίος υπάλληλος, εδώ πέρα μπορούμε να 'χουμε και τίποτα φασαρίες...

— Θα σας συμβούλευα, εξακολούθησε με ζέση ο Αλιόσα, να μην τον στείλετε καθόλου στο σχολείο για κάμποσον καιρό, ώσπου να ησυχάσει... και να του περάσει αυτή η οργή...

— Οργή! Ακριβώς αυτό είναι. Οργή. Τούτο το μικρό πλάσμα κλείνει μέσα του μεγάλο θυμό. Σεις δεν τα ξέρετε όλα.

Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ευσεβάστως μερικά πράγματα. Συνέβη τούτο: ύστερα από εκείνο το επεισόδιο όλοι οι μαθητές άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον λένε ξέφτι. Τα παιδιά του σχολείου είναι άκαρδα πλάσματα: το καθένα χωριστά είναι άγγελος, όμως σαν βρίσκονται μαζί, ιδιαίτερα στο σχολείο, πολλές φορές δε λυπούνται κανέναν. Αρχίσανε να τον κοροϊδεύουν, εθίγη η περηφάνεια του Ηλιούσα. Ένα συνηθισμένο αγόρι, ένα αδύναμο παιδί θα 'χε υποκύψει, θα ντρεπότανε για τον πατέρα του, και όμως αυτός ορθώθη μόνος έναντι όλων δια τον πατέρα του, και την δικαιοσύνη, δια την αλήθεια. Διότι εκείνο το οποίον ησθάνθη όταν ησπάζετο τας χείρας του αδερφού σας κραυγάζοντας: «Συγχωρέστε τον μπαμπάκα, συγχωρέστε τον μπαμπάκα», αυτό μόνον ο Θεός και γω το γνωρίζουμε. Έτσι λοιπόν τα παιδιά μας, δηλαδή όχι τα δικά σας, μα τα δικά μας, τα παιδιά των καταφρονεμένων μα ευγενών ανθρώπων, μαθαίνουν την αλήθεια απ' τα εννιά τους χρόνια. Πού να το νιώσουν αυτό οι πλούσιοι; Εκείνοι σ' όλη τους τη ζωή δε θα δουν ποτέ τούτο το βάθος των πραγμάτων, μα ο Ηλιούσα εκείνη τη στιγμή, στην πλατεία, εκείνην ακριβώς τη στιγμή που του φιλούσε τα χέρια, συνέλαβε όλη την αλήθεια. Τούτη η αλήθεια εισέδυσε εις την καρδιάν του και την συνέτριψε δια παντός, είπε με ζέση κι εκτός εαυτού ο λοχαγός και χτύπησε με τη δεξιά του γροθιά την αριστερή του παλάμη, σαν να 'θελε να δείξει παραστατικά πώς χτύπησε τον Ηλιούσα η «αλήθεια». Εκείνη την ίδια μέρα είχε πυρετό, όλη τη νύχτα παραμιλούσε. Όλη εκείνη τη μέρα μιλούσε λίγο μαζί μου, όλο σώπαινε, μόνον που παρατήρησα πώς με κοίταζε, όλο με κοίταζε απ' τη γωνιά του και όλο και στριμωγνόταν πιο κοντά στο παράθυρο κι έκανε τάχα πως διάβαζε τα μαθήματα, κι όμως έβλεπα πως δεν ήταν τα μαθήματα που τον απασχολούσαν. Την επομένη ήπια αρκετά, δε θυμάμαι καλά-καλά, απ' τη θλίψη μου, σαν αμαρτωλός άνθρωπος που είμαι. Η μητερούλα άρχισε κι αυτή να κλαίει —τη μητερούλα την αγαπάω πολύ— λοιπόν και γω κατέβασα μερικά ποτηράκια, ξόδεψα τα τελευταία μου χρήματα. Μη με κατακρίνετε, καλέ μου κύριε: στη Ρωσία οι μεθυσμένοι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Οι πιο καλοί μας· άνθρωποι είναι μεθύστακες. Έμεινα λοιπόν στο κρεβάτι και τον ξέχασα σχεδόν τον Ηλιούσκα. Και εκείνη την ίδια μέρα άρχισαν τα παλιόπαιδα να τον κοροϊδεύουν απ' το πρωί. «Ξέφτι, του φωνάζανε· τον πατέρα σου τον αρπάξανε απ' το ξέφτι του και τον σύρανε έξω απ' την ταβέρνα και συ έτρεχες δίπλα του και φώναζες να τον συγχωρέσουν». Την τρίτη μέρα ήρθε απ' το σχολείο και βλέπω το πρόσωπό του αναστατωμένο, κατάχλωμο. Τι έχεις; του λέω. Σωπαίνει. Βέβαια μέσα στο δωμάτιο δεν μπορούσα να κουβεντιάσω μαζί του, γιατί αμέσως θα μπαίνανε στη μέση η μητερούλα και οι κοπέλες, οι κοπέλες τα ξέραν όλα, απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα άρχισε να γκρινιάζει: «Γελωτοποιοί, παλιάτσοι! Μήπως κάνετε και τίποτα της προκοπής;» Έτσι είναι, της λέω, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, μήπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτα της προκοπής; Έτσι ξεμπέρδεψα για εκείνη τη φορά. Το λοιπόν, το βραδάκι πήρα το παιδί να κάνουμε έναν περίπατο. Βγαίναμε και πριν απ' αυτό το περιστατικό κάθε βράδι και παίρναμε αυτόν ακριβώς τον δρόμο που πάμε τώρα, απ' την εξώπορτά μας ως εκείνη εκεί τη μεγάλη κοτρόνα, —βλέπετε; Εκείνη που κοίτεται ξεμοναχιασμένη κοντά στο φράχτη, εκεί που αρχίζουν τα βοσκοτόπια. Ερημικό και πολύ όμορφο μέρος. Πηγαίνουμε λοιπόν με τον Ηλιούσα· το χεράκι του είναι μες στο χέρι μου, έτσι γινόταν πάντοτε. Λεπτό είναι το χεράκι του, λεπτούτσικα τα δάχτυλά του, κρύα· υποφέρει κι απ' το στήθος του το καημενούλι μου. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά!» «Τι είναι;» του λέω. Βλέπω τα ματάκια του ν' αστράφτουν. «Μπαμπά, τι σου 'κανε τότε, μπαμπά!»

«Τι να γίνει Ηλιούσα», λέω. «Μην τα ξαναφτιάξεις μαζί του, μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις. Τα παιδιά λένε πως σου 'δωσε δέκα ρούβλια γι' αυτό». «Όχι, του λέω, Ηλιούσα, τώρα με κανένα τρόπο δε θα πάρω λεφτά απ' αυτόν». Άρχισε να τρέμει ολόκληρος, άρπαξε το χέρι μου με τα δυο του χεράκια και το φιλούσε. «Μπαμπά λέει, μπαμπά, κάλεσέ τον σε μονομαχία, στο σχολείο με κοροϊδεύουν και μου λένε πως είσαι φοβιτσιάρης και δεν τον καλείς σε μονομαχία, και πως θα πάρεις δέκα ρούβλια απ' αυτόν». «Σε μονομαχία, Ηλιούσα, δεν μπορώ να τον καλέσω», απαντάω εγώ, και του εκθέτω εν συντομία όλα εκείνα που είπα και σε σας. Τ' άκουσε εκείνος και μου λέει: «Μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις όμως μαζί του. Θα μεγαλώσω και θα τον καλέσω εγώ και θα τον σκοτώσω μονάχος μου!» Τα ματάκια του σπίθιζαν και καίγανε. Λοιπόν, είμαι κοντά στ' άλλα και πατέρας, έπρεπε βέβαια να του πω και την αλήθεια: είναι αμαρτία, του λέω, να σκοτώνει κανείς, έστω και σε μονομαχία. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά θα τον ρίξω κάτω σαν μεγαλώσω, θα του πετάξω μακριά το σπαθί με το σπαθί μου, θα ορμήσω πάνω του, θα τον ρίξω κάτω, θα στριφογυρίσω από πάνω του το σπαθί και θα του πω: Θα μπορούσα, τούτη κιόλας τη στιγμή, να σε σκοτώσω, μα σε συγχωράω· νά τι σου κάνω!» Βλέπετε, βλέπετε, καλέ μου κύριε, τι διεργασία συνετελέσθη εκείνες τις δυο μέρες στο μικρό του κεφαλάκι· μέρα νύχτα τη σκεφτόταν τούτη την εκδίκηση με το σπαθί και τη νύχτα γι' αυτό θα παραμιλούσε. Μονάχα που άρχισε να 'ρχεται απ' το σχολείο πολύ δαρμένος, αυτό το 'μαθα εδώ και τρεις μέρες, έχετε δίκιο σ' όσα είπατε. Δε θα τον ξαναστείλω σ' αυτό το σχολείο. Μαθαίνω πως τα 'βαλε μονάχος μ' όλη την τάξη και τους προκαλεί όλους, έχει εξαφθεί πολύ, η καρδιά του φλέγεται, τρόμαξα τότε γι' αυτόν. Πάλι κάναμε περίπατο. «Μπαμπά, ρωτάει, μπαμπά, αλήθεια λένε πως οι πλούσιοι είναι οι πιο δυνατοί στον κόσμο;» «Ναι, του λέω, Ηλιούσα, δεν υπάρχει στον κόσμο δυνατότερος απ' τον πλούσιο». «Μπαμπά, λέει, θα πλουτίσω, θα γίνω αξιωματικός και θα τους τσακίσω όλους, θα μου δώσει παράσημο ο Τσάρος, θα γυρίσω και τότε κανένας δε θα τολμήσει...» Ύστερα σώπασε κι όταν ξαναμίλησε, τα χείλη του τρέμανε και πάλι. «Μπαμπά, λέει, τι κακιά που είναι η πολιτεία μας, μπαμπά!» «Ναι, λέω, Ηλιούσετσκα δεν είναι και πολύ καλή η πολιτεία μας». «Μπαμπά, να πάμε σ' άλλη πολιτεία, σε μια καλή, λέει, πολιτεία όπου κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας». «Θα πάμε, λέω, Ηλιούσα, θα πάμε, περίμενε μονάχα να μαζέψω λεφτά». Χάρηκα κι εγώ που μου δινόταν ευκαιρία να τον κάνω να ξεχάσει τις μαύρες σκέψεις του, κι αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα μαζί: «Πως θα πάμε σ' άλλη πολιτεία, θ' αγοράσουμε αλογάκι δικό μας κι αμαξάκι. Θα βάλουμε μέσα την μητερούλα και τις αδερφούλες, θα τις τυλίξουμε καλά καλά κι εμείς θα περπατάμε δίπλα. Πού και πού θα σε βάζω και σένα επάνω, μα εγώ θα περπατάω εκεί δίπλα, γιατί πρέπει να το λυπηθούμε και λιγάκι τ' αλογάκι μας, δεν πρέπει βέβαια όλοι να του φορτωθούμε· έτσι λοιπόν θα ξεκινήσουμε». Ενθουσιάστηκε μ' αυτά και το κυριότερο γιατί θα 'χει δικό του αλογάκι κι αμαξάκι και θα πηγαίνει όπου θέλει. Είναι γνωστό πως για το ρωσόπουλο, αυτό είναι ό,τι πιο όμορφο μπορεί να λαχταρήσει. Φλυαρούσαμε πολλή ώρα- δόξα να 'χει ο Θεός, σκέφτομαι, τον διασκέδασα, ησύχασε. Αυτό έγινε προχτές το βράδι, μα χτες το βράδι αλλάξανε τα πράγματα. Ξαναπήγε σ' αυτό το σχολείο και γύρισε σκυθρωπός, πολύ σκυθρωπός. Το βράδι τον πήρα απ' το χέρι να κάνουμε περίπατο· σώπαινε, λέξη δεν έλεγε. Άρχισε τότε να φυσάει, ο ουρανός συννέφιασε, μύρισε φθινόπωρο, σουρούπωνε πια, περπατάγαμε και οι δυο μας. Είμαστε θλιμμένοι. «Λοιπόν πώς θα ξεκινήσουμε» του λέω, με τη σκέψη να ξαναρχίσω τη χτεσινή κουβέντα. Σωπαίνει. Μονάχα που κατάλαβα τα δαχτυλάκια του να τρέμουν μες στο χέρι μου. Ε, σκέφτομαι, άσχημα πάμε, κάτι καινούργιο θα 'γινε. Φτάσαμε όπως και τώρα ίσαμε τούτη την πέτρα, κάθισα εδώ στην πέτρα, χαρταετοί πλανιόνταν στον ουρανό, ήταν καμιά τριανταριά, που θορυβούσαν και κροτούσαν στον αέρα. Είναι, βλέπετε, η εποχή τους τώρα. «Νά, λέω, Ηλιούσα, καιρός είναι ν' αμολήσουμε και εμείς τον περσινό αετό μας. Θα στον διορθώσω· πού τον έχεις κρυμμένο;» Σωπαίνει τ' αγόρι μου, κοιτάει παράμερα, έχει μισογυρισμένη την πλάτη του σε μένα. Τότε ξαφνικά σφύριξε άνεμος δυνατός, σηκώθηκε σκόνη... Έπεσε ξάφνου πάνω μου, αγκάλιασε με τα χεράκια του το λαιμό μου, μ' έσφιξε. Ξέρετε, τα παιδιά, όταν είναι σιωπηλά και περήφανα, κρατάνε για πολλή ώρα τα δάκρυά τους, μα όταν ξεσπάσουν, σαν τα πιάσει μεγάλη θλίψη, τότε όχι μονάχα κλαίνε, μα τα δάκρυά τους τρέχουν ποτάμι. Έτσι λοιπόν και τότε μου 'βρεξε όλο το πρόσωπο με τα ζεστά του δάκρυα. Έκλαιγε μ' αναφυλλητά σαν να 'χε ρίγη, έτρεμε, με σφίγγει πάνω του, εγώ κάθομαι πάνω στην πέτρα. «Μπαμπάκα, ξεφωνίζει, μπαμπάκα, καλέ μου μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» Άρχισα τότε κι εγώ τα κλάματα, καθόμαστε και κλαίμε και οι δυο μας. «Μπαμπάκα, λέει, μπαμπάκα μου!» «Ηλιούσα, του λέω, Ηλιούσετσκα!» Κανένας δε μας είδε τότε, μονάχα ο Θεός μας είδε. Ίσως να μου το καταχωρήσει στο δελτίο ποιότητος, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Μα όχι, το παιδάκι μου εγώ δε θα το δείρω για να ικανοποιηθείτε εσείς!

Τέλειωσε και πάλι με εκείνο το ύφος του το μοχθηρό και παλιατσίστικο. Μα ο Αλιόσα ένιωσε πως τώρα πια του 'χει εμπιστοσύνη και πως, αν ήταν άλλος στη θέση του τότε ο άνθρωπος αυτός δε θα «κουβέντιαζε» έτσι και δε θα αποκάλυπτε όλα όσα αποκάλυψε σ' αυτόν τώρα μόλις. Αυτό έδωσε θάρρος στον Αλιόσα που η ψυχή του ήταν γεμάτη δάκρυα.

— Αχ, πόσο θα 'θελα να γίνουμε φίλοι με τ' αγοράκι σας!

αναφώνησε. Αν με βοηθούσατε κι εσείς...

— Πώς, πώς, μουρμούρισε ο λοχαγός.

— Όμως τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να σας πω, είναι κάτι άλλο, ακούστε, ακούστε! εξακολούθησε να αναφωνεί φλογερά ο Αλιόσα. Μου έχουν αναθέσει μια αποστολή: αυτός ο ίδιος ο αδερφός μου, ο Ντιμήτρι, έχει προσβάλει και τη μνηστή του, μιαν ευγενέστατη κοπέλα που σίγουρα θα την έχετε ακουστά. Έχω το δικαίωμα να σας αποκαλύψω την προσβολή που της έγινε και μάλιστα είμαι υποχρεωμένος να σας το πω γιατί αυτή, όταν έμαθε την αδικία που έγινε σε βάρος σας κι όταν πληροφορήθηκε για τη δύσκολη κατάσταση όπου βρισκόσαστε, μου 'δωσε τώρα την εντολή... πριν από λίγη ώρα... να σας φέρω τούτη την ενίσχυση από μέρος της... μα μονάχα από μέρους της, όχι απ' τον Ντιμήτρι που την παράτησε και την ίδια, κι ούτε από μένα, απ' τον αδερφό του, κι ούτε από κανέναν άλλον μα από κείνη, μονάχα από κείνη! Σας ικετεύει να δεχτείτε τη βοήθειά της... σας έχει προσβάλει, και κείνην και σας ο ίδιος ο άνθρωπος... Και σας θυμήθηκε μάλιστα την ίδια ακριβώς στιγμή που υπέστη κι αυτή την ίδια προσβολή (ίδια σε σοβαρότητα εννοώ) όπως κι εσείς! Είναι δηλαδή μια αδερφή που έρχεται να βοηθήσει τον αδερφό της... Αυτήν ακριβώς την εντολή μου 'δωσε: να σας πείσω να δεχτείτε τούτα τα διακόσια ρούβλια από μιαν αδερφή σας που ξέρει πως έχετε ανάγκη. Κανένας δε θα το μάθει, κανένα κουτσομπολιό δε θα γίνει... νά τα διακόσια ρούβλια, και σας ορκίζομαι, πρέπει να τα δεχτείτε, αλλιώς... αλλιώς πρέπει όλοι να 'ναι εχθροί σ' αυτόν τον κόσμο! Όμως υπάρχουν και σε τούτη τη γη αδέρφια... Έχετε ευγενική ψυχή...

πρέπει να το καταλάβετε αυτό, πρέπει!

Κι ο Αλιόσα του άπλωσε τα δυο κολλαριστά κατοστάρικα. Εκείνη τη στιγμή στέκονταν και οι δυο δίπλα στη μεγάλη πέτρα, κοντά στο φράχτη. Ολόγυρά τους κανένας. Τα χαρτονομίσματα φάνηκε να κάνανε στο λοχαγό φοβερή εντύπωση: τινάχτηκε, μα στην αρχή μόνο και μόνο από την κατάπληξή του, καθώς φαίνεται. Κάτι παρόμοιο δεν το 'χε καθόλου φανταστεί και δεν περίμενε μια τέτοια λύση. Μια τέτοια βοήθεια και μάλιστα τόσο σημαντική, δεν την είχε δει ούτε στον ύπνο του. Πήρε τα χαρτονομίσματα και σχεδόν ένα λεπτό δεν μπορούσε ούτε ν' απαντήσει· το πρόσωπό του πήρε μιαν εντελώς καινούργια έκφραση.

— Για μένα, για μένα τόσα λεφτά, διακόσια ρούβλια! Θεέ μου! Τέσσερα χρόνια έχω να δω τόσα λεφτά, Θεέ μου! Και λέει πως

είναι αδερφή μου... αλήθεια έτσι είναι; Αλήθεια;

— Σας ορκίζομαι πως όλα όσα σας είπα είναι αλήθεια! —φώναξε ο Αλιόσα.

O λοχαγός κοκκίνησε.

— Ακούστε όμως καλέ μου, ακούστε. Αν τα δεχτώ, δε θα 'μαι τάχα παλιάνθρωπος; Στα δικά σας τα μάτια, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δε θα 'μαι παλιάνθρωπος; Όχι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, ακούστε με· —έλεγε όλο και πιο βιαστικά, αγγίζοντας και με τα δυο του χέρια τον Αλιόσα. Τώρα εσείς προσπαθείτε να με πείσετε να τα δεχτώ λέγοντας πως μου τα στέλνει μια «αδερφή», όμως μέσα σας δε θα νιώσετε περιφρόνηση για μένα αν τα πάρω, ε;

— Μα όχι, όχι! Σας ορκίζομαι σ' ό,τι έχω ιερό πως όχι! Και ποτέ δε θα το μάθει κανείς, μονάχα εμείς θα το ξέρουμε: εγώ, εσείς κι εκείνη κι ακόμα μια κυρία πολύ καλή της φίλη...

— Καλά η κυρία! Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, τώρα ήρθε η στιγμή που πρέπει να μ' ακούσετε γιατί εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τι μπορεί να σημαίνουν τώρα για μένα τούτα τα διακόσια ρούβλια, εξακολούθησε ο δύστυχος και τον έπιανε σιγά-σιγά μια περίεργη, άγρια, θα 'λεγε κανείς, έξαρση.

Λες και δεν ήξερε τι έλεγε, μιλούσε πολύ γρήγορα κι ασθμαίνοντας, σάμπως να φοβόταν πως δεν θα τον αφήσουν να τα πει όλα.

— Εκτός που τούτα τα λεφτά θα τ' αποχτούσα τίμια, μια και μου τα δίνει μια τόσο αξιοσέβαστη και άγια «αδερφή», ξέρετε τάχα πως τώρα μπορώ να φροντίσω τη μητερούλα και τη Νίνοτσκα, την κόρη μου, το μικρό καμπουριασμένο μας αγγελούδι; O γιατρός Χερτσενστούμπε ήρθε από καλοσύνη του και την εξέτασε, μιαν ολάκερη ώρα έκανε: «Τίποτα, λέει, δεν καταλαβαίνω, κι όμως το ιαματικόν ύδωρ που πουλιέται εδώ στο φαρμακείο (έγραψε αυτός τη συνταγή) σίγουρα θα την ωφελήσει», μα και ποδόλουτρα με κάποιο φάρμακο της έγραψε. Το ιαματικό λοιπόν ύδωρ έχει τριάντα καπίκια και θα πρέπει να πιεί κάπου σαράντα μπουκάλια. Πήρα λοιπόν και γω τη συνταγή και την έβαλα στο ράφι κάτω από τα εικονίσματα, εκεί βρίσκεται και τώρα. Και της Νίνοτσκας είπε να της κάνουμε μπάνια σε κάποια διάλυση, κάτι ζεστά μπάνια δηλαδή, κάθε μέρα πρωί και βράδι. Το λοιπόν, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τέτοιες θεραπείες εκεί μέσα στο διαμέρισμά μας, χωρίς υπηρέτρια, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς σκεύη και νερό; Κι όμως τη Νίνοτσκα την έχει ποτίσει ολόκληρη ο ρευματισμός, αυτό δεν σας το είπα ως τα τώρα, τις νύχτες τής πονάει όλο το δεξί της πλευρό· υποφέρει και —το πιστεύετε τάχα;— τούτος ο άγγελος σφίγγει τα δόντια του για να μη μας ανησυχήσει, δε στενάζει για να μη μας ξυπνήσει. Τρώμε ό,τι τύχει, ό,τι βρεθεί, όμως εκείνη παίρνει το χειρότερο κομμάτι, ένα κομμάτι που μονάχα στο σκυλί θα 'κανε να το πετάξεις: «Δεν τ' αξίζω, σαν να λέει, αυτό το κομμάτι, από σας το στερώ, σας είμαι βάρος». Αυτό λέει τ' αγγελικό της βλέμμα. Την περιποιόμαστε κι αυτό της είναι οδυνηρό: «Δεν τ' αξίζω όλα αυτά, δεν τ' αξίζω, είμαι μια ανάξια σακάτισσα, άχρηστη». Κι όμως αξίζει και παραξίζει γιατί αυτή μας ημερεύει με την αγγελική της ταπεινοσύνη και με τη βοήθεια που της δίνει ο Θεός, γιατί χωρίς αυτήν, χωρίς τον δικό της καλό λόγο, το σπίτι μας θα 'ταν κόλαση, ακόμα και τη Βάρια, κι εκείνη τη μαλάκωσε. Όμως δεν πρέπει να κατακρίνετε και τη Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, κι αυτή είναι ένας άγγελος, ένα άγγελος προσβλημένος. Μας ήρθε το καλοκαίρι και είχε μαζί της δεκάξι ρούβλια, τα κέρδισε δίνοντας μαθήματα και τα 'χε στη μπάντα για τα έξοδα της επιστροφής, για να γυρίσει το Σεπτέμβρη, τώρα δηλαδή, στην Πετρούπολη. Και εμείς της πήραμε τα λεφτούλια και τα φάγαμε και τώρα δεν έχει με τι να γυρίσει, νά πως είναι... Μα κι ούτε μπορεί να γυρίσει γιατί δουλεύει για μας σαν κατεργίτης, τη ζέψαμε στη δουλειά σαν υποζύγιο, γιατί όλους αυτή μας φροντίζει, μπαλώνει, πλένει, σκουπίζει, βάζει τη μητερούλα να πλαγιάσει, και η μητερούλα είναι γκρινιάρα, και η μητερούλα είναι κλαψιάρα, και η μητερούλα είναι τρελή!... Ώστε λοιπόν τώρα μ' αυτά τα διακόσια ρούβλια μπορώ να πάρω μιαν υπηρέτρια, το καταλαβαίνετε αυτό, Αλεξέι Φιοντόροβιτς; Μπορώ ν' αρχίσω τη θεραπεία των αγαπημένων μου, μπορώ να στείλω τη σπουδάστρια στην Πετρούπολη, θ' αγοράσω βοδινό, θα φάμε κάτι καινούργιο. Θεέ μου, μα αυτό είναι όνειρο!

O Αλιόσα ήταν τρομερά ευχαριστημένος που του 'φερε τόση ευτυχία και που αυτός ο φτωχός τη δέχτηκε.

— Σταθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σταθείτε, αρπάχτηκε ξαφνικά από 'να καινούργιο όνειρο ο λοχαγός κι άρχισε να μιλάει βιαστικά και ξέφρενα. Μα το ξέρετε τάχα πως τώρα ίσως θα μπορούσαμε στ' αλήθεια να πραγματοποιήσουμε τ' όνειρό μας με τον Ηλιούσκα; Θ' αγοράσουμε ένα αλογάκι κι ένα αμάξι, και τ' αλογάκι θα είναι μαύρο, με παρακάλεσε το δίχως άλλο να 'ναι μαύρο, και θα ξεκινήσουμε όπως τα λέγαμε προχτές. Έχω στην επαρχία Κ—σκαγια έναν γνωστό δικηγόρο, παιδικό μου φίλο, και μου 'πε ένας έμπιστος άνθρωπος πως, αν θα πάω εκεί, θα μου δώσει τάχα τη θέση του αλληλογράφου στο γραφείο του· πού ξέρεις λοιπόν, μπορεί και στ' αλήθεια να μου τη δώσει... Ε, να 'βαζα λοιπόν τη μητερούλα πάνω στ' αμάξι, να 'βαζα και τη Νίνοτσκα, τον Ηλιούσετσκα θα τον βάλω να οδηγάει και εγώ με τα πόδια από κοντά και θα πέρναμε το δρόμο... Θεέ μου, αν πάρω κι ένα ποσό που μου χρωστάνε εδώ πέρα, που το 'χω πια για χαμένο, ίσως να φτάσουν τα λεφτά και γι' αυτό!

— Θα φτάσουν, θα φτάσουν! αναφώνησε ο Αλιόσα. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα σας στείλει κι άλλα, όσα θέλετε και —ξέρετε;— έχω και εγώ λεφτά, πάρτε όσα σας χρειάζονται, σαν να τα παίρνετε από αδερφό, σαν από φίλο· αργότερα θα μου τα επιστρέφετε... Σεις θα πλουτίσετε, θα πλουτίσετε! Και, ξέρετε, ποτέ δε θα μπορούσατε να φανταστείτε τίποτα καλύτερο απ' αυτή τη μετακόμιση σ' άλλη επαρχία! Αυτό θα 'ναι η σωτηρία σας και το κυριότερο θα σωθεί και το παιδάκι σας και μάλιστα θα πρέπει να βιαστείτε, πριν έρθει ο χειμώνας, πριν πιάσουν τα κρύα και να μας γράψετε από κει και θα μείνουμε αδέρφια... Όχι αυτό δεν είναι όνειρο!

O Αλιόσα ήταν έτοιμος να τον αγκαλιάσει, τόσο ευχαριστημένος ήταν. Μα σαν τον κοίταξε, έμεινε ξαφνικά ακίνητος: ο άλλος στεκόταν με το λαιμό τεντωμένο, με τα χείλη τεντωμένα, με το πρόσωπο χλωμό κι αλλοπαρμένο, τα χείλη του σάλευαν, σαν να 'θελαν κάτι να προφέρουν. Κανένας ήχος δεν έβγαινε, όμως αυτός εξακολουθούσε να κουνάει τα χείλη του έτσι που σε τρόμαζε.

— Τι έχετε; είπε ο Αλιόσα κι ανατρίχιασε.

— Αλεξέι Φιοντόροβιτς... εγώ... εσείς... τραύλισε με φωνή που κοβόταν ο λοχαγός, κοιτάζοντας παράξενα, άγρια και στυλά τον Αλιόσα, έχοντας την έκφραση του ανθρώπου που αποφάσισε να ριχτεί στο κενό, διαστέλλοντας τα χείλη του σαν σε χαμόγελο: Εγώ... εσείς... Θέλετε να σας δείξω τώρα ένα κόλπο, ε; ψιθύρισε ξαφνικά γρήγορα και σταθερά χωρίς να κομπιάζει πια.

— Τι κόλπο;

— 'Ετσι ένα κολπάκι, εξακολουθούσε να ψιθυρίζει ο λοχαγός. Το στόμα του στράβωσε προς τ' αριστερά, τ' αριστερό μάτι μισόκλεισε κι αυτός κοίταζε συνεχώς τον Αλιόσα μ' επιμονή.

— Μα τι έχετε, τι κόλπο λέτε; φώναξε αυτός εντελώς πια τρομαγμένος.

— Νά τι κόλπο, κοιτάτε! τσίριξε ξαφνικά ο λοχαγός.

Κι αφού του 'δειξε τα δυο χαρτονομίσματα που όλη την ώρα, όσο κρατούσε η κουβέντα, τα βαστούσε και τα δυο απ' τη γωνιά με το μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη του δεξιού χεριού, τ' άρπαξε άξαφνα με μανία, τα τσαλάκωσε και τα 'σφιξε στη γροθιά του.

— Το είδατε, το είδατε! τσίριζε χλωμός κι εκτός εαυτού, και ξάφνου σήκωσε τη γροθιά του και πέταξε με δύναμη τα δυο τσαλακωμένα χαρτιά στην άμμο. Το είδατε; τσίριξε και πάλι δείχνοντάς τα με το δάχτυλο. Ε, λοιπόν, νά!...

Και σηκώνοντας το δεξί του πόδι άρχισε να τα ποδοπατάει μ' άγριο θυμό, ξεφωνίζοντας και λαχανιάζοντας με το κάθε χτύπημα του ποδιού.

— Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! Νά τα λεφτά σας! ξάφνου έκανε ένα πήδημα προς τα πίσω κι όρθωσε το κορμί του μπροστά στον Αλιόσα. Όλο του το ύφος είχε μιαν ανείπωτη περηφάνεια.

— Πέστε σ' εκείνους που σας έστειλαν πως το ξέφτι δεν πουλάει την τιμή του! φώναξε απλώνοντας τα χέρια του.

Ύστερα, έστριψε γρήγορα κι άρχισε να τρέχει. Μα δεν έκανε ούτε πέντε βήματα και γύρισε και κούνησε το χέρι του στον Αλιόσα. Σε λίγο, ύστερα από άλλα πέντε βήματα γύρισε για τελευταία φορά. Δεν είχε πια το κακό χαμόγελο στα χείλη, απεναντίας έτρεμε ολάκερος απ' τα δάκρια. Με μια κλαψιάρικη φωνή, κομπιάζοντας και λαχανιασμένος, του φώναξε:

— Και τι θα 'λεγα λοιπόν στ' αγόρι μου, αν έπαιρνα από σας λεφτά για το ντρόπιασμά μας; και λέγοντάς τα αυτά, άρχισε να τρέχει, και τούτη τη φορά δεν ξαναγύρισε.

O Αλιόσα κοίταζε το κατόπι του με μιαν ανείπωτη θλίψη. Ω, το καταλάβαινε πως ο άλλος ως την τελευταία στιγμή ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε πως θα τσαλακώσει και θα πετάξει τα χαρτονομίσματα. Εκείνος δε γύρισε άλλο να κοιτάξει πίσω του, ο Αλιόσα το 'ξερε πως τώρα πια δεν θα γυρίσει. Να τρέξει πίσω του και να τον φωνάξει δεν ήθελε, ήξερε το γιατί. Όταν εκείνος χάθηκε εντελώς, ο Αλιόσα σήκωσε τα δυο χαρτονομίσματα. Ήταν μονάχα πολύ τσαλακωμένα και παραχωμένα στην άμμο, μα δεν είχαν πάθει τίποτα και μάλιστα τρίζανε σαν καινούργια όταν ο Αλιόσα τα ξεδίπλωνε και τα 'σιαζε. Ύστερα τα 'βαλε στην τσέπη του και πήγε στης Κατερίνας Ιβάνοβνα να της αναφέρει την αποτυχία της αποστολής του.


4. VII. Και στον καθαρό αέρα 4. VII. And in the fresh air 4. VII. Y al aire libre

Εδώ ο αέρας είναι καθαρός. Here the air is clean. Μα στο μέγαρό μου είναι στ' αλήθεια πνιχτικά, από κάθε άποψη μάλιστα. But in my mansion it's really stifling, in every way. Ας προχωρήσουμε σιγά, καλέ μου κύριε. Let us proceed slowly, my good sir. Πολύ θα το 'θελα να σας κάνω να ενδιαφερθείτε για το άτομό μου. I would love to get you interested in my person.

— Μα ήρθα σπίτι σας ακριβώς γιατί έπρεπε να σας μιλήσω για μια σημαντική υπόθεση..., παρατήρησε ο Αλιόσα. - "But I came to your house precisely because I had to talk to you about an important matter..." observed Alyosha. Δεν ξέρω μονάχα πώς πρέπει ν' αρχίσω. I just don't know how to start.

— Αυτό φάνηκε από την πρώτη στιγμή, πως κάτι έχετε να μου πείτε. - That was obvious from the first moment, that you had something to tell me. Αν δεν ήταν αυτό ποτέ δε θα ρχόσασταν να με δείτε. If it weren't for that, you'd never have come to see me. Ή, μήπως ήρθατε τάχα μόνο και μόνο να παραπονεθείτε για το παιδί; Όμως αυτό είναι απίθανο. Or, did you come here just to complain about the child? But that's unlikely. Και, μια και το 'φερε η κουβέντα, θα σας εξηγήσω για το παιδί: εκεί μέσα δεν μπορούσα να σας τα εξηγήσω όλα, μα τώρα δω πέρα θα σας περιγράψω όλη εκείνη τη σκηνή. And, while we're on the subject, I'll explain about the child: I couldn't explain everything in there, but now I'll describe the whole scene to you here. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως το ξέφτι ήταν πιο πυκνό μόλις εδώ και μια βδομάδα, εννοώ το γενάκι μου, το γενάκι μου το είπαν ξέφτι. So you should know that the xyphi was thicker just a week ago, I mean my little beard, my little beard was called xyphi. Τα μαθητούδια το σκαρφίστηκαν πρώτα. The schoolchildren came up with it first. Λοιπόν με τραβάει τότε ο αδερφούλης σας, ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απ' το γενάκι μου— έτσι στα καλά καθούμενα δημιούργησε σκάνδαλο και γω βρέθηκα μπροστά του μ' έβγαλε απ' την ταβέρνα στην πλατεία και εκείνη ακριβώς την ώρα σχολούσαν τα παιδιά και μαζί τους ήταν κι ο Ηλιούσα. Well, I was pulled in by your little brother, Dimitri Fyodorovich, from my generation; so he created a scandal in the middle of the night and I was in front of him; he took me out of the tavern in the square and at that very moment the children were at school and Eliusa was with them. Μόλις με είδε εις αυτήν την κατάσταση, όρμησε πάνω μου : «Μπαμπά, φωνάζει, μπαμπά!». As soon as he saw me in this state, he rushed at me: "Daddy, he's shouting, daddy!". Μ' αρπάζει απ' τα ρούχα, μ' αγκαλιάζει, θέλει να με γλιτώσει, φωνάζει στον υβριστή μου: «Αφήστε τον, αφήστε τον, είναι ο μπαμπάς μου, ο μπαμπάς, συγχωρέστε τον...» Έτσι ακριβώς το φώναξε: «συγχωρέστε τον». He grabs me by my clothes, hugs me, wants to get away from me, shouts at my abuser: "Let him go, let him go, he's my daddy, my daddy, forgive him..." That's exactly how he shouted it: "forgive him". Τον άρπαξε και εκείνον με τα χεράκια του και φιλούσε το χέρι του, το χέρι εκείνου... Θυμάμαι το προσωπάκι του εκείνη τη στιγμή, δεν το ξέχασα κι ούτε θα το ξεχάσω! He grabbed him too with his little hands and kissed his hand, his hand... I remember his little face at that moment, I haven't forgotten it and I won't forget it either!

— Σας ορκίζομαι, αναφώνησε ο Αλιόσα, πως ο αδερφός μου θα σας εκφράσει με τον πιο ειλικρινή τρόπο τη μεταμέλειά του, έστω κι αν θα πρέπει να γονατίσει μπροστά σας σε κείνη την ίδια πλατεία... Θα τον αναγκάσω, αλλιώς δε θα μου είναι πια αδερφός! - "I swear to you," exclaimed Alyosha, "that my brother will express his remorse in the most sincere way, even if he has to kneel before you in that very square... I will force him, or he will no longer be my brother!

—Αχά, θα πει λοιπόν πως όλα αυτά βρίσκονται ακόμα «εν σχεδίω». -Aha, so he will say that all this is still "in the pipeline". Δεν είναι δική του υπόσχεση μα προέρχεται απ' τη δική σας γενναιόφρονα και φλογερή καρδιά. It is not his promise but comes from your own generous and ardent heart. Από κει έπρεπε να 'χατε αρχίσει. That's where you should have started. Εν τοιαύτη περιπτώσει ευσεβάστως επιτρέψατέ μου να συμπληρώσω τα όσα περί ιπποτικής αρετής και ευγενούς μεγαλοψυχίας του αδερφού σας έχω αναφέρει. In that case, I respectfully beg leave to add to what I have said about your brother's chivalrous virtue and noble magnanimity. Όταν έπαψε να με τραβάει απ' τα γένια, μ' άφησε λεύτερο, και μου είπε: «Είσαι, μου λέει, αξιωματικός και γω είμαι αξιωματικός, αν μπορείς να βρεις έναν ευυπόληπτο άνθρωπο για μάρτυρα να μου τον στείλεις, θα σου δώσω ικανοποίηση κι ας είσαι ένας αχρείος!» Νά τι μου είπε. When he stopped pulling me by the beard, he let me down, and said: "You are," says he, "an officer, and I am an officer; if you can find a respectable man to send me as a witness, I will give you satisfaction, though you are a scoundrel!" Here is what he said to me. Πραγματικά ιπποτική συμπεριφορά! Truly chivalrous behavior! Φύγαμε τότε με τον Ηλιούσα, μα στην ψυχή του παιδιού έμεινε για πάντα χαραγμένος αυτός ο οικογενειακός πίναξ. We left with Eliousa, but this family painting was forever engraved in the child's soul. Όχι, δεν μπορούμε πια να κάνουμε τους ευγενείς. No, we can no longer pretend to be nobles. Κρίνατε και μόνος: τώρα μόλις είχατε την καλοσύνη να επισκεφτείτε το μέγαρό μου, και τι είδατε; Τρεις κυρίες να κάθονται, η μια χωρίς πόδια και με σαλεμένο το λογικό, η άλλη δεν μπορεί να περπατήσει και είναι και καμπούρα, η τρίτη έχει τα πόδια της μα παραείναι έξυπνη, φοιτήτρια, δε βλέπει την ώρα να ξαναπάει στην Πετρούπολη για να αναζητήσει τα δικαιώματα της γυναίκας εις τας όχθας του Νέβα. You were crying alone: you have just been kind enough to visit my mansion, and what did you see? Three ladies sitting, one without legs and with a crippled mind, another cannot walk and is hunchbacked, the third has her legs but is too clever, a student, and cannot wait to go back to Petersburg to seek the rights of women on the banks of the Neva. Για τον Ηλιούσα δε λέω τίποτα, είναι μόλις εννιά χρονώ. I won't say anything about Eliusa, he's only nine years old. Λοιπόν, όταν πεθάνω γω, τι θ' απογίνει όλο αυτό το τσούρμο; Αυτό μονάχα σας ρωτάω. Well, when I die, what happens to the whole bunch? That's all I'm asking. Κι αφού είναι έτσι, αν τον καλέσω σε μονομαχία κι αν με σκοτώσει αυτός, τι θα γίνει τότε; Τι θα γίνουν όλοι τους τότε; Ακόμα χειρότερα αν δεν με σκοτώσει μα με σακατέψει μονάχα; Δε θα μπορώ να δουλεύω, το στόμα όμως θα μείνει. And since that's the case, if I challenge him to a duel and he kills me, what happens then? What will become of all of them then? Worse still, what if he doesn't kill me but only cripples me? I won't be able to work, but the mouth will remain. Ποιος θα με ταΐσει λοιπόν τότε εμένα και ποιος θα τους ταΐσει τότε όλους τους άλλους; Ή, μην τάχα θα στέλνω τον Ηλιούσα να ζητιανεύει κάθε μέρα αντί να πηγαίνει σχολείο; Νά τι σημαίνει λοιπόν για μένα να τον καλέσω σε μονομαχία. So who will then feed me and who will then feed everyone else? Or, shall I not send Elijah to beg every day instead of going to school? So this is what it means for me to call him to a duel. Μια ανόητος λέξη και τίποτε άλλο. A silly word and nothing more.

— Θα σας ζητήσει συγνώμη, θα πέσει στα πόδια σας στη μέση της πλατείας, ξεφώνισε και πάλι ο Αλιόσα και τα μάτια του φλογίστηκαν. - He will apologize to you, he will fall at your feet in the middle of the square," Alyosha exclaimed again, his eyes blazing.

— Ήθελα να του κάνω μήνυση, εξακολούθησε ο λοχαγός: μα, σας παρακαλώ ευσεβάστως, ανοίξτε τον Κώδικά μας, μήπως θα 'χω να περιμένω μεγάλη ικανοποίηση για την προσωπική μου ταπείνωση απ' τον υβριστή; Και τότε ξαφνικά με φωνάζει η Αγκραφένα Αλεξάντροβνα και μου λέει: «Ούτε να το σκέφτεσαι! - I wanted to sue him, continued the captain: but, pray piously, open our Code, lest I should expect great satisfaction for my personal humiliation from the insulter? And then suddenly Agraphena Alexandrovna calls me and says to me: "Don't even think about it! Αν τον πας στο δικαστήριο, θα τ' αποκαλύψω όλα κι όλος ο κόσμος θα μάθει πως σε χτύπησε για τις παλιανθρωπιές σου και τότε σένα είναι που θα δικάσουν». If you take him to court, I will reveal everything and the whole world will know that he beat you for your scoundrels and then it is you who will be put on trial." Όμως ο Θεός ξέρει τι παλιανθρωπιά ήταν αυτή και με τις διαταγές τίνος ενεργούσα σαν απλό πιόνι σ' όλη την υπόθεση. But God knows what kind of scoundrelship that was and under whose orders I was acting as a mere pawn in the whole affair. Μήπως τάχα δεν έδινε αυτή η ίδια κι ο Φιοντόρ Παύλοβιτς τις διαταγές; «Μα εκτός απ' αυτό, μου λέει, θα σε διώξω για πάντα και δε θα βγάλεις πεντάρα από μένα από δω και μπρος. Didn't she and Fyodor Pavlovich give the orders? "But apart from that," she says, "I'll send you away for ever, and you won't get a penny from me from now on. Θα το πω και στον έμπορά μου (έτσι τον λέει τον γέρο: ο έμποράς μου) και θα σε διώξει κι εκείνος». I'll tell my merchant (that's what he calls the old man: my merchant) and he'll send you away too." Λοιπόν σκέφτομαι κι εγώ: Αν με διώξει κι ο έμπορας, τι θα γίνει τότε; Πού θα δύναμαι πλέον να εξοικονομώ χρήματα; Γιατί μονάχα αυτοί οι δυο μου απέμειναν, μια κι ο πατερούλης σας, ο Φιόντορ Παύλοβιτς, όχι μόνον έπαψε να μου έχει εμπιστοσύνη εξαιτίας κάποιας άλλης υποθέσεως, μα θέλει κι ο ίδιος, έχων εξασφαλίσει ορισμένας αποδείξεις μου, να με τραβήξει στα δικαστήρια. Well, I'm thinking too: If the dealer kicks me out, what happens then? Where will I be able to save money anymore? For these two are all I have left, since your father-in-law, Fyodor Pavlovitch, has not only ceased to trust me because of some other affair, but he himself, having secured certain proofs of mine, wants to drag me into court. Ύστερα απ' όλα αυτά κάθισα κι εγώ στ' αυγά μου. After all that, I sat on my eggs too. Και τώρα επιτρέψτε μου να σας ρωτήσω: Σας δάγκωσε άσχημα το χέρι ο Ηλιούσα; Στο σπίτι δεν τόλμησα να σας κάνω λόγο μπροστά του. And now let me ask you: Did Elijah bite your hand badly? At home I dared not speak to you in front of him.

— Ναι, πολύ με πόνεσε· ήταν πολύ ερεθισμένος. - Yes, it hurt me a lot; he was very irritated. Εκδικήθηκε πάνω μου γιατί ήμουν Καραμάζοβ, τώρα είναι φανερό. He took revenge on me because I was Karamazov, now it's obvious. Όμως να βλέπατε πώς πετροβολούσε τους συμμαθητές του και πώς του ρίχνανε κι εκείνοι! But you should have seen how he stoned his classmates and how they shot at him! Είναι πολύ επικίνδυνο, μπορούν να τον σκοτώσουν: είναι παιδιά, ανόητα, ρίχνουν την πέτρα και μπορεί να του σπάσουν και το κεφάλι. It's very dangerous, they can kill him: they are children, stupid, they throw the stone and they can break his head.

— Ναι, και τον πέτυχαν ήδη, όχι στο κεφάλι μα στο στήθος, λίγο πιο πάνω απ' την καρδιά· μελάνιασε σε κείνο το μέρος, ήρθε κι έκλαιγε, αναστέναζε και νά, τώρα αρρώστησε. - Yes, and they had already hit him, not in the head but in the chest, just above the heart; he was bruised in that place, he came and cried, he was sighing, and here he was, now he was sick.

— Ξέρετε όμως; Αυτός πρώτος ρίχνεται σ' όλους τους άλλους· είναι θυμωμένος γι' αυτό που έγινε με σας— λένε πως ένα παιδί, τον Κρασότκιν, τον χτύπησε με σουγιά στο πλευρό... - But do you know? He's the first one to throw himself at all the others; he's angry about what happened to you; they say that a boy, Krasotkin, hit him with a pocketknife in the side...

— Το άκουσα κι αυτό, αλήθεια είναι επικίνδυνο: ο Κρασότκιν είναι σπουδαίος υπάλληλος, εδώ πέρα μπορούμε να 'χουμε και τίποτα φασαρίες... - I heard that too, it's really dangerous: Krasotkin is a great employee, we can have some trouble here...

— Θα σας συμβούλευα, εξακολούθησε με ζέση ο Αλιόσα, να μην τον στείλετε καθόλου στο σχολείο για κάμποσον καιρό, ώσπου να ησυχάσει... και να του περάσει αυτή η οργή... - "I would advise you," continued Aliosha fervently, "not to send him to school at all for some time, until he has calmed down... ...and this rage has passed...

— Οργή! Ακριβώς αυτό είναι. That's exactly what it is. Οργή. Τούτο το μικρό πλάσμα κλείνει μέσα του μεγάλο θυμό. This little creature is harboring a great anger. Σεις δεν τα ξέρετε όλα. You don't know everything.

Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω ευσεβάστως μερικά πράγματα. Allow me to explain a few things to you. Συνέβη τούτο: ύστερα από εκείνο το επεισόδιο όλοι οι μαθητές άρχισαν να τον κοροϊδεύουν και να τον λένε ξέφτι. This is what happened: after that episode, all the students started to make fun of him and call him a fool. Τα παιδιά του σχολείου είναι άκαρδα πλάσματα: το καθένα χωριστά είναι άγγελος, όμως σαν βρίσκονται μαζί, ιδιαίτερα στο σχολείο, πολλές φορές δε λυπούνται κανέναν. School children are heartless creatures: each one is an angel, but when they are together, especially in school, they often feel no pity for anyone. Αρχίσανε να τον κοροϊδεύουν, εθίγη η περηφάνεια του Ηλιούσα. They began to mock him, and the pride of Eliusa was offended. Ένα συνηθισμένο αγόρι, ένα αδύναμο παιδί θα 'χε υποκύψει, θα ντρεπότανε για τον πατέρα του, και όμως αυτός ορθώθη μόνος έναντι όλων δια τον πατέρα του, και την δικαιοσύνη, δια την αλήθεια. An ordinary boy, a weak child would have bowed down, would have been ashamed of his father, and yet he stood up alone against all for his father, and for justice, for truth. Διότι εκείνο το οποίον ησθάνθη όταν ησπάζετο τας χείρας του αδερφού σας κραυγάζοντας: «Συγχωρέστε τον μπαμπάκα, συγχωρέστε τον μπαμπάκα», αυτό μόνον ο Θεός και γω το γνωρίζουμε. For that which he felt when he smote your brother's hands, crying out: "Forgive Daddy, forgive Daddy," that only God and I know. Έτσι λοιπόν τα παιδιά μας, δηλαδή όχι τα δικά σας, μα τα δικά μας, τα παιδιά των καταφρονεμένων μα ευγενών ανθρώπων, μαθαίνουν την αλήθεια απ' τα εννιά τους χρόνια. So our children, that is, not your children, but our children, the children of the despised but noble people, learn the truth from the age of nine. Πού να το νιώσουν αυτό οι πλούσιοι; Εκείνοι σ' όλη τους τη ζωή δε θα δουν ποτέ τούτο το βάθος των πραγμάτων, μα ο Ηλιούσα εκείνη τη στιγμή, στην πλατεία, εκείνην ακριβώς τη στιγμή που του φιλούσε τα χέρια, συνέλαβε όλη την αλήθεια. Where would the rich feel that? They will never see this depth of things in all their lives, but Eliusa at that moment, in the square, at that very moment when she was kissing his hands, grasped the whole truth. Τούτη η αλήθεια εισέδυσε εις την καρδιάν του και την συνέτριψε δια παντός, είπε με ζέση κι εκτός εαυτού ο λοχαγός και χτύπησε με τη δεξιά του γροθιά την αριστερή του παλάμη, σαν να 'θελε να δείξει παραστατικά πώς χτύπησε τον Ηλιούσα η «αλήθεια». "This truth penetrated his heart and crushed it forever," said the captain, fiercely and beside himself, and struck his left palm with his right fist, as if to show graphically how the "truth" had struck Eliusa. Εκείνη την ίδια μέρα είχε πυρετό, όλη τη νύχτα παραμιλούσε. That very day she had a fever, all night she was talking. Όλη εκείνη τη μέρα μιλούσε λίγο μαζί μου, όλο σώπαινε, μόνον που παρατήρησα πώς με κοίταζε, όλο με κοίταζε απ' τη γωνιά του και όλο και στριμωγνόταν πιο κοντά στο παράθυρο κι έκανε τάχα πως διάβαζε τα μαθήματα, κι όμως έβλεπα πως δεν ήταν τα μαθήματα που τον απασχολούσαν. All that day he talked little with me, he was always silent, only I noticed how he looked at me, he kept looking at me from his corner, and he kept crowding closer to the window and pretended to be studying the lessons, and yet I could see that it wasn't the lessons that were bothering him. Την επομένη ήπια αρκετά, δε θυμάμαι καλά-καλά, απ' τη θλίψη μου, σαν αμαρτωλός άνθρωπος που είμαι. The next day I drank quite a lot, I don't remember well, out of my grief, like the sinful man I am. Η μητερούλα άρχισε κι αυτή να κλαίει —τη μητερούλα την αγαπάω πολύ— λοιπόν και γω κατέβασα μερικά ποτηράκια, ξόδεψα τα τελευταία μου χρήματα. Mother started crying too - I love Mother very much - so I downed a few glasses, spent the last of my money. Μη με κατακρίνετε, καλέ μου κύριε: στη Ρωσία οι μεθυσμένοι είναι οι καλύτεροι άνθρωποι. Don't judge me, my good sir: in Russia drunks are the best people. Οι πιο καλοί μας· άνθρωποι είναι μεθύστακες. Our best people are drunks. Έμεινα λοιπόν στο κρεβάτι και τον ξέχασα σχεδόν τον Ηλιούσκα. So I stayed in bed and almost forgot about Eliushka. Και εκείνη την ίδια μέρα άρχισαν τα παλιόπαιδα να τον κοροϊδεύουν απ' το πρωί. And that very day the brats started making fun of him in the morning. «Ξέφτι, του φωνάζανε· τον πατέρα σου τον αρπάξανε απ' το ξέφτι του και τον σύρανε έξω απ' την ταβέρνα και συ έτρεχες δίπλα του και φώναζες να τον συγχωρέσουν». "Hefty, they shouted at him; your father was grabbed by his hefty and dragged out of the tavern and you ran beside him and cried for forgiveness." Την τρίτη μέρα ήρθε απ' το σχολείο και βλέπω το πρόσωπό του αναστατωμένο, κατάχλωμο. On the third day he came home from school and I see his face upset, pale. Τι έχεις; του λέω. What's wrong with you? I say. Σωπαίνει. Βέβαια μέσα στο δωμάτιο δεν μπορούσα να κουβεντιάσω μαζί του, γιατί αμέσως θα μπαίνανε στη μέση η μητερούλα και οι κοπέλες, οι κοπέλες τα ξέραν όλα, απ' την πρώτη κιόλας μέρα. Of course I couldn't talk to him in the room, because the mother and the girls would immediately get involved, the girls knew everything, from the very first day. Η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα άρχισε να γκρινιάζει: «Γελωτοποιοί, παλιάτσοι! Varvara Nikolayevna began to grumble: "Clowns, clowns! Μήπως κάνετε και τίποτα της προκοπής;» Έτσι είναι, της λέω, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, μήπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτα της προκοπής; Έτσι ξεμπέρδεψα για εκείνη τη φορά. Are you doing anything decent?" That's right, I said, Barbara Nikolayevna, can we do anything decent? So I got out of it for that time. Το λοιπόν, το βραδάκι πήρα το παιδί να κάνουμε έναν περίπατο. So, in the evening I took the kid for a walk. Βγαίναμε και πριν απ' αυτό το περιστατικό κάθε βράδι και παίρναμε αυτόν ακριβώς τον δρόμο που πάμε τώρα, απ' την εξώπορτά μας ως εκείνη εκεί τη μεγάλη κοτρόνα, —βλέπετε; Εκείνη που κοίτεται ξεμοναχιασμένη κοντά στο φράχτη, εκεί που αρχίζουν τα βοσκοτόπια. We used to go out every night before this incident and take the exact same road we're going down now, from our front door to that big rock over there, -see? The one that sits straggly near the fence, where the pastures begin. Ερημικό και πολύ όμορφο μέρος. Deserted and very beautiful place. Πηγαίνουμε λοιπόν με τον Ηλιούσα· το χεράκι του είναι μες στο χέρι μου, έτσι γινόταν πάντοτε. So we go with Eliusa; his little hand is in my hand, it has always been like that. Λεπτό είναι το χεράκι του, λεπτούτσικα τα δάχτυλά του, κρύα· υποφέρει κι απ' το στήθος του το καημενούλι μου. His little hand is thin, his fingers are thin, his fingers are cold, and my poor little one suffers from his breast. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά!» «Τι είναι;» του λέω. "Daddy, he says, Daddy!" "What is it?" I say. Βλέπω τα ματάκια του ν' αστράφτουν. I see his little eyes sparkle. «Μπαμπά, τι σου 'κανε τότε, μπαμπά!» "Dad, what did he do to you then, Dad!"

«Τι να γίνει Ηλιούσα», λέω. "What can it be, Eliusa," I say. «Μην τα ξαναφτιάξεις μαζί του, μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις. "Don't get back together with him, Dad, don't get back together with him. Τα παιδιά λένε πως σου 'δωσε δέκα ρούβλια γι' αυτό». The children say he gave you ten rubles for it." «Όχι, του λέω, Ηλιούσα, τώρα με κανένα τρόπο δε θα πάρω λεφτά απ' αυτόν». "No," I said, Eliusa, "now there is no way I'm going to get money from him. Άρχισε να τρέμει ολόκληρος, άρπαξε το χέρι μου με τα δυο του χεράκια και το φιλούσε. He started shaking all over, grabbed my hand with both of his little hands and kissed it. «Μπαμπά λέει, μπαμπά, κάλεσέ τον σε μονομαχία, στο σχολείο με κοροϊδεύουν και μου λένε πως είσαι φοβιτσιάρης και δεν τον καλείς σε μονομαχία, και πως θα πάρεις δέκα ρούβλια απ' αυτόν». "Papa says, Papa, invite him to a duel, at school they make fun of me and tell me that you are a coward and you don't invite him to a duel, and that you will get ten rubles from him." «Σε μονομαχία, Ηλιούσα, δεν μπορώ να τον καλέσω», απαντάω εγώ, και του εκθέτω εν συντομία όλα εκείνα που είπα και σε σας. "I cannot call him to a duel, Eliusa," I answer, and I tell him briefly all that I have told you. Τ' άκουσε εκείνος και μου λέει: «Μπαμπά, μην τα ξαναφτιάξεις όμως μαζί του. He heard it and said to me: "Dad, don't get back together with him. Θα μεγαλώσω και θα τον καλέσω εγώ και θα τον σκοτώσω μονάχος μου!» Τα ματάκια του σπίθιζαν και καίγανε. I will grow up and I will call him and kill him myself!" His little eyes sparkled and burned. Λοιπόν, είμαι κοντά στ' άλλα και πατέρας, έπρεπε βέβαια να του πω και την αλήθεια: είναι αμαρτία, του λέω, να σκοτώνει κανείς, έστω και σε μονομαχία. Well, I'm a father among other things, I had to tell him the truth: it's a sin, I said, to kill, even in a duel. «Μπαμπά, λέει, μπαμπά θα τον ρίξω κάτω σαν μεγαλώσω, θα του πετάξω μακριά το σπαθί με το σπαθί μου, θα ορμήσω πάνω του, θα τον ρίξω κάτω, θα στριφογυρίσω από πάνω του το σπαθί και θα του πω: Θα μπορούσα, τούτη κιόλας τη στιγμή, να σε σκοτώσω, μα σε συγχωράω· νά τι σου κάνω!» Βλέπετε, βλέπετε, καλέ μου κύριε, τι διεργασία συνετελέσθη εκείνες τις δυο μέρες στο μικρό του κεφαλάκι· μέρα νύχτα τη σκεφτόταν τούτη την εκδίκηση με το σπαθί και τη νύχτα γι' αυτό θα παραμιλούσε. "Daddy," he says, "Daddy I'm going to knock him down when I grow up, I'm going to throw the sword away with my sword, I'm going to rush at him, I'm going to knock him down, I'm going to spin the sword over him and I'm going to say: I could, this very moment, kill you, but I forgive you; here is what I do to you!" You see, you see, my good sir, what a process was wrought in those two days in his little head; day and night he thought of this revenge with the sword, and at night he would talk about it. Μονάχα που άρχισε να 'ρχεται απ' το σχολείο πολύ δαρμένος, αυτό το 'μαθα εδώ και τρεις μέρες, έχετε δίκιο σ' όσα είπατε. Only that he started to come home from school very tired, I learned that three days ago, you are right in what you said. Δε θα τον ξαναστείλω σ' αυτό το σχολείο. I'm not sending him back to that school. Μαθαίνω πως τα 'βαλε μονάχος μ' όλη την τάξη και τους προκαλεί όλους, έχει εξαφθεί πολύ, η καρδιά του φλέγεται, τρόμαξα τότε γι' αυτόν. I hear that he has fought alone with the whole class and challenges everyone, he is very corrupt, his heart is on fire, I was scared for him then. Πάλι κάναμε περίπατο. We were walking again. «Μπαμπά, ρωτάει, μπαμπά, αλήθεια λένε πως οι πλούσιοι είναι οι πιο δυνατοί στον κόσμο;» «Ναι, του λέω, Ηλιούσα, δεν υπάρχει στον κόσμο δυνατότερος απ' τον πλούσιο». "Daddy," she asks, "Daddy, is it true they say that the rich are the strongest in the world?" "Yes, I say, Eliusa, there is no one in the world stronger than the rich man." «Μπαμπά, λέει, θα πλουτίσω, θα γίνω αξιωματικός και θα τους τσακίσω όλους, θα μου δώσει παράσημο ο Τσάρος, θα γυρίσω και τότε κανένας δε θα τολμήσει...» Ύστερα σώπασε κι όταν ξαναμίλησε, τα χείλη του τρέμανε και πάλι. "Papa," he says, "I'll get rich, I'll become an officer and beat them all up, the Tsar will give me a medal, I'll come back and then no one will dare..." Then he fell silent, and when he spoke again, his lips trembled again. «Μπαμπά, λέει, τι κακιά που είναι η πολιτεία μας, μπαμπά!» «Ναι, λέω, Ηλιούσετσκα δεν είναι και πολύ καλή η πολιτεία μας». "Daddy," he says, "what a bad state we're in, Daddy!" "Yes, I say, Heliusetska, our state is not very good." «Μπαμπά, να πάμε σ' άλλη πολιτεία, σε μια καλή, λέει, πολιτεία όπου κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας». "Dad, let's go to another state, a good state, he says, where nobody knows anything about us." «Θα πάμε, λέω, Ηλιούσα, θα πάμε, περίμενε μονάχα να μαζέψω λεφτά». "We'll go, I say, Eliusa, we'll go, just wait for me to collect money." Χάρηκα κι εγώ που μου δινόταν ευκαιρία να τον κάνω να ξεχάσει τις μαύρες σκέψεις του, κι αρχίσαμε να κάνουμε όνειρα μαζί: «Πως θα πάμε σ' άλλη πολιτεία, θ' αγοράσουμε αλογάκι δικό μας κι αμαξάκι. I was glad too that I was given the chance to make him forget his dark thoughts, and we began to dream together: "How we'll go to another state, buy a horse of our own and a buggy. Θα βάλουμε μέσα την μητερούλα και τις αδερφούλες, θα τις τυλίξουμε καλά καλά κι εμείς θα περπατάμε δίπλα. We'll put the little mother and sisters in, wrap them up tight and we'll walk alongside. Πού και πού θα σε βάζω και σένα επάνω, μα εγώ θα περπατάω εκεί δίπλα, γιατί πρέπει να το λυπηθούμε και λιγάκι τ' αλογάκι μας, δεν πρέπει βέβαια όλοι να του φορτωθούμε· έτσι λοιπόν θα ξεκινήσουμε». Now and then I'll put you up there, but I'll walk next to it, because we have to feel a little sorry for our little horse, but we mustn't all be burdened with it; so we'll start." Ενθουσιάστηκε μ' αυτά και το κυριότερο γιατί θα 'χει δικό του αλογάκι κι αμαξάκι και θα πηγαίνει όπου θέλει. He was excited about them and most importantly because he would have his own horse and buggy and could go wherever he wanted. Είναι γνωστό πως για το ρωσόπουλο, αυτό είναι ό,τι πιο όμορφο μπορεί να λαχταρήσει. It is known that for the Russian bird, this is the most beautiful thing it can long for. Φλυαρούσαμε πολλή ώρα- δόξα να 'χει ο Θεός, σκέφτομαι, τον διασκέδασα, ησύχασε. We chatted for a long time; thank God, I think, I amused him, he was quiet. Αυτό έγινε προχτές το βράδι, μα χτες το βράδι αλλάξανε τα πράγματα. That was the night before last, but last night things changed. Ξαναπήγε σ' αυτό το σχολείο και γύρισε σκυθρωπός, πολύ σκυθρωπός. He went back to that school and came back sullen, very sullen. Το βράδι τον πήρα απ' το χέρι να κάνουμε περίπατο· σώπαινε, λέξη δεν έλεγε. In the evening I took him by the hand to take a walk; he was silent, he didn't say a word. Άρχισε τότε να φυσάει, ο ουρανός συννέφιασε, μύρισε φθινόπωρο, σουρούπωνε πια, περπατάγαμε και οι δυο μας. Then it started to blow, the sky became cloudy, it smelled like autumn, it was raining, we were both walking. Είμαστε θλιμμένοι. We are sad. «Λοιπόν πώς θα ξεκινήσουμε» του λέω, με τη σκέψη να ξαναρχίσω τη χτεσινή κουβέντα. "So how do we start" I say, thinking of starting yesterday's conversation again. Σωπαίνει. He's silent. Μονάχα που κατάλαβα τα δαχτυλάκια του να τρέμουν μες στο χέρι μου. I only noticed his little fingers shaking in my hand. Ε, σκέφτομαι, άσχημα πάμε, κάτι καινούργιο θα 'γινε. Well, I'm thinking, we're doing badly, something new must have happened. Φτάσαμε όπως και τώρα ίσαμε τούτη την πέτρα, κάθισα εδώ στην πέτρα, χαρταετοί πλανιόνταν στον ουρανό, ήταν καμιά τριανταριά, που θορυβούσαν και κροτούσαν στον αέρα. We arrived as we are now, right up to this stone, I sat here on the stone, kites were floating in the sky, there were about thirty of them, rustling and rattling in the air. Είναι, βλέπετε, η εποχή τους τώρα. It is, you see, their time now. «Νά, λέω, Ηλιούσα, καιρός είναι ν' αμολήσουμε και εμείς τον περσινό αετό μας. "Well, I say, Eliusa, it's time we let loose last year's eagle too. Θα στον διορθώσω· πού τον έχεις κρυμμένο;» Σωπαίνει τ' αγόρι μου, κοιτάει παράμερα, έχει μισογυρισμένη την πλάτη του σε μένα. I will correct him; where have you hidden him?" Silences my boy, looking away, his back half turned to me. Τότε ξαφνικά σφύριξε άνεμος δυνατός, σηκώθηκε σκόνη... Έπεσε ξάφνου πάνω μου, αγκάλιασε με τα χεράκια του το λαιμό μου, μ' έσφιξε. Then suddenly a strong wind blew, dust rose... He suddenly fell on me, wrapped his little arms around my neck, squeezed me. Ξέρετε, τα παιδιά, όταν είναι σιωπηλά και περήφανα, κρατάνε για πολλή ώρα τα δάκρυά τους, μα όταν ξεσπάσουν, σαν τα πιάσει μεγάλη θλίψη, τότε όχι μονάχα κλαίνε, μα τα δάκρυά τους τρέχουν ποτάμι. You know, children, when they are silent and proud, they hold back their tears for a long time, but when they burst out, when they are in great sorrow, they not only cry, but their tears flow down the river. Έτσι λοιπόν και τότε μου 'βρεξε όλο το πρόσωπο με τα ζεστά του δάκρυα. So even then he wet my whole face with his warm tears. Έκλαιγε μ' αναφυλλητά σαν να 'χε ρίγη, έτρεμε, με σφίγγει πάνω του, εγώ κάθομαι πάνω στην πέτρα. He was crying with blisters as if he had chills, he was shaking, he clutches me to him, I sit on the stone. «Μπαμπάκα, ξεφωνίζει, μπαμπάκα, καλέ μου μπαμπάκα, πόσο σε ταπείνωσε!» Άρχισα τότε κι εγώ τα κλάματα, καθόμαστε και κλαίμε και οι δυο μας. "Daddy," she cries, "Daddy, my good daddy, how he humiliated you!" I then started crying too, we both sat and cried. «Μπαμπάκα, λέει, μπαμπάκα μου!» «Ηλιούσα, του λέω, Ηλιούσετσκα!» Κανένας δε μας είδε τότε, μονάχα ο Θεός μας είδε. "Daddy, he says, Daddy, my daddy!" "Heliusa, I say, Heliusetska!" No one saw us then, only God saw us. Ίσως να μου το καταχωρήσει στο δελτίο ποιότητος, Αλεξέι Φιοντόροβιτς. Perhaps he'll put it on my quality report, Alexei Fyodorovich. Μα όχι, το παιδάκι μου εγώ δε θα το δείρω για να ικανοποιηθείτε εσείς! But no, I won't beat up my child to satisfy you!

Τέλειωσε και πάλι με εκείνο το ύφος του το μοχθηρό και παλιατσίστικο. He finished again with that vicious and scurvy look of his. Μα ο Αλιόσα ένιωσε πως τώρα πια του 'χει εμπιστοσύνη και πως, αν ήταν άλλος στη θέση του τότε ο άνθρωπος αυτός δε θα «κουβέντιαζε» έτσι και δε θα αποκάλυπτε όλα όσα αποκάλυψε σ' αυτόν τώρα μόλις. But Alyosha felt that he now trusted him, and that if it had been anyone else in his place then that man would not have "chatted" like that and would not have revealed all that he had just revealed to him. Αυτό έδωσε θάρρος στον Αλιόσα που η ψυχή του ήταν γεμάτη δάκρυα. This gave courage to Aliosha whose soul was full of tears.

— Αχ, πόσο θα 'θελα να γίνουμε φίλοι με τ' αγοράκι σας! - Oh, how I'd love to be friends with your little boy!

αναφώνησε. he exclaimed. Αν με βοηθούσατε κι εσείς...

— Πώς, πώς, μουρμούρισε ο λοχαγός. - How, how, the captain muttered.

— Όμως τώρα δεν είναι αυτό που θέλω να σας πω, είναι κάτι άλλο, ακούστε, ακούστε! - But that's not what I want to tell you now, it's something else, listen, listen! εξακολούθησε να αναφωνεί φλογερά ο Αλιόσα. Alyosha continued to exclaim fervently. Μου έχουν αναθέσει μια αποστολή: αυτός ο ίδιος ο αδερφός μου, ο Ντιμήτρι, έχει προσβάλει και τη μνηστή του, μιαν ευγενέστατη κοπέλα που σίγουρα θα την έχετε ακουστά. I have been given an assignment: this same brother of mine, Dimitri, has also insulted his fiancée, a noble girl whom I am sure you have heard of. Έχω το δικαίωμα να σας αποκαλύψω την προσβολή που της έγινε και μάλιστα είμαι υποχρεωμένος να σας το πω γιατί αυτή, όταν έμαθε την αδικία που έγινε σε βάρος σας κι όταν πληροφορήθηκε για τη δύσκολη κατάσταση όπου βρισκόσαστε, μου 'δωσε τώρα την εντολή... πριν από λίγη ώρα... να σας φέρω τούτη την ενίσχυση από μέρος της... μα μονάχα από μέρους της, όχι απ' τον Ντιμήτρι που την παράτησε και την ίδια, κι ούτε από μένα, απ' τον αδερφό του, κι ούτε από κανέναν άλλον μα από κείνη, μονάχα από κείνη! I have the right to reveal to you the insult that was done to her and I am even obliged to tell you because she, when she learned of the injustice done to you and when she was informed of the difficult situation you are in, has now given me the order... a short time ago... to bring you this aid from her part... but only from her, not from Dimitri, who has abandoned her, nor from me, his brother, nor from anyone else, but from her, only from her! Σας ικετεύει να δεχτείτε τη βοήθειά της... σας έχει προσβάλει, και κείνην και σας ο ίδιος ο άνθρωπος... Και σας θυμήθηκε μάλιστα την ίδια ακριβώς στιγμή που υπέστη κι αυτή την ίδια προσβολή (ίδια σε σοβαρότητα εννοώ) όπως κι εσείς! She begs you to accept her help... ...has offended you, both her and you, by the man himself... And she even remembered you at the very same moment that she suffered the same insult (same in severity I mean) as you! Είναι δηλαδή μια αδερφή που έρχεται να βοηθήσει τον αδερφό της... Αυτήν ακριβώς την εντολή μου 'δωσε: να σας πείσω να δεχτείτε τούτα τα διακόσια ρούβλια από μιαν αδερφή σας που ξέρει πως έχετε ανάγκη. So it's a sister who comes to help her brother... That's exactly what he instructed me: to persuade you to accept these two hundred rubles from a sister who knows you are in need. Κανένας δε θα το μάθει, κανένα κουτσομπολιό δε θα γίνει... νά τα διακόσια ρούβλια, και σας ορκίζομαι, πρέπει να τα δεχτείτε, αλλιώς... αλλιώς πρέπει όλοι να 'ναι εχθροί σ' αυτόν τον κόσμο! No one will know, no gossip will be spread... here are the two hundred rubles, and I swear to you, you must accept them, or else... or else everyone must be an enemy in this world! Όμως υπάρχουν και σε τούτη τη γη αδέρφια... Έχετε ευγενική ψυχή... But there are brothers and sisters on this earth... You have a kind soul...

πρέπει να το καταλάβετε αυτό, πρέπει! you must understand that, you must!

Κι ο Αλιόσα του άπλωσε τα δυο κολλαριστά κατοστάρικα. And Alyosha held out the two starchy hundred-dollar bills to him. Εκείνη τη στιγμή στέκονταν και οι δυο δίπλα στη μεγάλη πέτρα, κοντά στο φράχτη. At that moment they were both standing next to the big stone, near the fence. Ολόγυρά τους κανένας. All around them no one. Τα χαρτονομίσματα φάνηκε να κάνανε στο λοχαγό φοβερή εντύπωση: τινάχτηκε, μα στην αρχή μόνο και μόνο από την κατάπληξή του, καθώς φαίνεται. The notes seemed to make a terrible impression on the captain: he shook himself, but at first only from astonishment, it seems. Κάτι παρόμοιο δεν το 'χε καθόλου φανταστεί και δεν περίμενε μια τέτοια λύση. He had not imagined something like this and had not expected such a solution. Μια τέτοια βοήθεια και μάλιστα τόσο σημαντική, δεν την είχε δει ούτε στον ύπνο του. Such help, and such important help, he had never even dreamed of. Πήρε τα χαρτονομίσματα και σχεδόν ένα λεπτό δεν μπορούσε ούτε ν' απαντήσει· το πρόσωπό του πήρε μιαν εντελώς καινούργια έκφραση. He took the notes and for almost a minute he could not even answer; his face took on a completely new expression.

— Για μένα, για μένα τόσα λεφτά, διακόσια ρούβλια! - For me, for me so much money, two hundred rubles! Θεέ μου! Τέσσερα χρόνια έχω να δω τόσα λεφτά, Θεέ μου! I haven't seen that kind of money in four years, God! Και λέει πως And it says that

είναι αδερφή μου... αλήθεια έτσι είναι; Αλήθεια; she's my sister... is that true? Is it?

— Σας ορκίζομαι πως όλα όσα σας είπα είναι αλήθεια! - I swear to you that everything I told you is true! —φώναξε ο Αλιόσα.

O λοχαγός κοκκίνησε. The captain blushed.

— Ακούστε όμως καλέ μου, ακούστε. - But listen, my dear, listen. Αν τα δεχτώ, δε θα 'μαι τάχα παλιάνθρωπος; Στα δικά σας τα μάτια, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, δε θα 'μαι παλιάνθρωπος; Όχι, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, ακούστε με· —έλεγε όλο και πιο βιαστικά, αγγίζοντας και με τα δυο του χέρια τον Αλιόσα. If I take it, won't I be a scoundrel? In your eyes, Alexei Fyodorovich, would I not be a scoundrel? No, Alexey Fyodorovich, listen to me, listen to me-" he said more and more hurriedly, touching Alyosha with both hands. Τώρα εσείς προσπαθείτε να με πείσετε να τα δεχτώ λέγοντας πως μου τα στέλνει μια «αδερφή», όμως μέσα σας δε θα νιώσετε περιφρόνηση για μένα αν τα πάρω, ε; Now you are trying to persuade me to accept them by saying that a "sister" is sending them to me, but in your heart you will not feel contempt for me if I take them, will you?

— Μα όχι, όχι! - But no, no! Σας ορκίζομαι σ' ό,τι έχω ιερό πως όχι! I swear to you on everything I hold sacred that no! Και ποτέ δε θα το μάθει κανείς, μονάχα εμείς θα το ξέρουμε: εγώ, εσείς κι εκείνη κι ακόμα μια κυρία πολύ καλή της φίλη... And no one will ever know, only we will know: me, you and her and another lady who is a very good friend of hers...

— Καλά η κυρία! - Good lady! Ακούστε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, ακούστε με, τώρα ήρθε η στιγμή που πρέπει να μ' ακούσετε γιατί εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τι μπορεί να σημαίνουν τώρα για μένα τούτα τα διακόσια ρούβλια, εξακολούθησε ο δύστυχος και τον έπιανε σιγά-σιγά μια περίεργη, άγρια, θα 'λεγε κανείς, έξαρση. Listen, Alexey Fyodorovich, listen to me, now is the time to listen to me, for you cannot understand what these two hundred roubles can mean to me now," continued the poor man, and slowly a strange, wild, one might say, excitement came over him.

Λες και δεν ήξερε τι έλεγε, μιλούσε πολύ γρήγορα κι ασθμαίνοντας, σάμπως να φοβόταν πως δεν θα τον αφήσουν να τα πει όλα. As if he didn't know what he was saying, he spoke very quickly and breathlessly, as if he was afraid they wouldn't let him say everything.

— Εκτός που τούτα τα λεφτά θα τ' αποχτούσα τίμια, μια και μου τα δίνει μια τόσο αξιοσέβαστη και άγια «αδερφή», ξέρετε τάχα πως τώρα μπορώ να φροντίσω τη μητερούλα και τη Νίνοτσκα, την κόρη μου, το μικρό καμπουριασμένο μας αγγελούδι; O γιατρός Χερτσενστούμπε ήρθε από καλοσύνη του και την εξέτασε, μιαν ολάκερη ώρα έκανε: «Τίποτα, λέει, δεν καταλαβαίνω, κι όμως το ιαματικόν ύδωρ που πουλιέται εδώ στο φαρμακείο (έγραψε αυτός τη συνταγή) σίγουρα θα την ωφελήσει», μα και ποδόλουτρα με κάποιο φάρμακο της έγραψε. - Except that this money would be honestly deserved, since it is given to me by such a respectable and holy "sister", do you know that now I can take care of my mother and Ninotchka, my daughter, our little hunchbacked angel? Doctor Herzensstube came out of his kindness and examined her, a whole hour he did: "Nothing, he says, I do not understand, and yet the healing water sold here in the pharmacy (he wrote the prescription) will certainly do her good," but he also prescribed a foot bath with some medicine. Το ιαματικό λοιπόν ύδωρ έχει τριάντα καπίκια και θα πρέπει να πιεί κάπου σαράντα μπουκάλια. So the thermal water has thirty capics and he should drink about forty bottles. Πήρα λοιπόν και γω τη συνταγή και την έβαλα στο ράφι κάτω από τα εικονίσματα, εκεί βρίσκεται και τώρα. So I took the recipe and put it on the shelf under the icons, where it is now. Και της Νίνοτσκας είπε να της κάνουμε μπάνια σε κάποια διάλυση, κάτι ζεστά μπάνια δηλαδή, κάθε μέρα πρωί και βράδι. And Ninotska's said we should give her baths in some kind of dissolution, hot baths, that is, every day in the morning and in the evening. Το λοιπόν, πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε τέτοιες θεραπείες εκεί μέσα στο διαμέρισμά μας, χωρίς υπηρέτρια, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς σκεύη και νερό; Κι όμως τη Νίνοτσκα την έχει ποτίσει ολόκληρη ο ρευματισμός, αυτό δεν σας το είπα ως τα τώρα, τις νύχτες τής πονάει όλο το δεξί της πλευρό· υποφέρει και —το πιστεύετε τάχα;— τούτος ο άγγελος σφίγγει τα δόντια του για να μη μας ανησυχήσει, δε στενάζει για να μη μας ξυπνήσει. So, how could we do such treatments there in our apartment, without a maid, without any help, without any utensils and water? And yet Ninotchka is all drenched with rheumatism, I have not told you this so far; at night her whole right side aches; she suffers, and - can you believe it - this angel clenches his teeth so as not to alarm us, he does not sigh so as not to wake us. Τρώμε ό,τι τύχει, ό,τι βρεθεί, όμως εκείνη παίρνει το χειρότερο κομμάτι, ένα κομμάτι που μονάχα στο σκυλί θα 'κανε να το πετάξεις: «Δεν τ' αξίζω, σαν να λέει, αυτό το κομμάτι, από σας το στερώ, σας είμαι βάρος». We eat what we find, what we find, but she takes the worst part, a part that only a dog would throw away: "I'm not worth it," she says, as if to say, "this piece, I'm depriving you of it, I'm a burden to you. Αυτό λέει τ' αγγελικό της βλέμμα. That's what her angelic gaze says. Την περιποιόμαστε κι αυτό της είναι οδυνηρό: «Δεν τ' αξίζω όλα αυτά, δεν τ' αξίζω, είμαι μια ανάξια σακάτισσα, άχρηστη». We are taking care of her and it is painful for her: "I don't deserve all this, I don't deserve it, I'm a worthless cripple, I'm useless." Κι όμως αξίζει και παραξίζει γιατί αυτή μας ημερεύει με την αγγελική της ταπεινοσύνη και με τη βοήθεια που της δίνει ο Θεός, γιατί χωρίς αυτήν, χωρίς τον δικό της καλό λόγο, το σπίτι μας θα 'ταν κόλαση, ακόμα και τη Βάρια, κι εκείνη τη μαλάκωσε. And yet she deserves and exalts because she tends us with her angelic humility and with the help that God gives her, because without her, without her own good word, our house would be hell, and even Varia, and she softened it. Όμως δεν πρέπει να κατακρίνετε και τη Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, κι αυτή είναι ένας άγγελος, ένα άγγελος προσβλημένος. But you must not condemn Barbara Nikolayevna either, and she is an angel, an angel who is offended. Μας ήρθε το καλοκαίρι και είχε μαζί της δεκάξι ρούβλια, τα κέρδισε δίνοντας μαθήματα και τα 'χε στη μπάντα για τα έξοδα της επιστροφής, για να γυρίσει το Σεπτέμβρη, τώρα δηλαδή, στην Πετρούπολη. She came to us in the summer and had sixteen rubles with her, which she earned by giving lessons and kept in the band for the expenses of her return, to return in September, now, to Petersburg. Και εμείς της πήραμε τα λεφτούλια και τα φάγαμε και τώρα δεν έχει με τι να γυρίσει, νά πως είναι... Μα κι ούτε μπορεί να γυρίσει γιατί δουλεύει για μας σαν κατεργίτης, τη ζέψαμε στη δουλειά σαν υποζύγιο, γιατί όλους αυτή μας φροντίζει, μπαλώνει, πλένει, σκουπίζει, βάζει τη μητερούλα να πλαγιάσει, και η μητερούλα είναι γκρινιάρα, και η μητερούλα είναι κλαψιάρα, και η μητερούλα είναι τρελή!... And we took her money and ate it and now she has nothing to come back with, here she is... But she can't come back either because she works for us like a rascal, we made her work like a slave, because she takes care of all of us, she mends, washes, sweeps, sweeps, makes her mother lie down, and her mother is a whiner, and her mother is a whiner, and her mother is crazy!... Ώστε λοιπόν τώρα μ' αυτά τα διακόσια ρούβλια μπορώ να πάρω μιαν υπηρέτρια, το καταλαβαίνετε αυτό, Αλεξέι Φιοντόροβιτς; Μπορώ ν' αρχίσω τη θεραπεία των αγαπημένων μου, μπορώ να στείλω τη σπουδάστρια στην Πετρούπολη, θ' αγοράσω βοδινό, θα φάμε κάτι καινούργιο. So now with these two hundred roubles I can get a maid, do you understand that, Alexey Fyodorovich? I can start treating my loved ones, I can send the student to Petersburg, I can buy beef, we'll eat something new. Θεέ μου, μα αυτό είναι όνειρο! My God, but this is a dream!

O Αλιόσα ήταν τρομερά ευχαριστημένος που του 'φερε τόση ευτυχία και που αυτός ο φτωχός τη δέχτηκε. Alyosha was terribly pleased that she had brought him such happiness and that this poor man had accepted it.

— Σταθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, σταθείτε, αρπάχτηκε ξαφνικά από 'να καινούργιο όνειρο ο λοχαγός κι άρχισε να μιλάει βιαστικά και ξέφρενα. - "Wait, Alexey Fyodorovich, wait," the captain suddenly snatched himself from a new dream and began to speak hurriedly and frantically. Μα το ξέρετε τάχα πως τώρα ίσως θα μπορούσαμε στ' αλήθεια να πραγματοποιήσουμε τ' όνειρό μας με τον Ηλιούσκα; Θ' αγοράσουμε ένα αλογάκι κι ένα αμάξι, και τ' αλογάκι θα είναι μαύρο, με παρακάλεσε το δίχως άλλο να 'ναι μαύρο, και θα ξεκινήσουμε όπως τα λέγαμε προχτές. But do you know that now we might really be able to realize our dream with Eliushka? We'll buy a pony and a car, and the pony will be black, he begged me to make it black, and we'll start as we said the day before yesterday. Έχω στην επαρχία Κ—σκαγια έναν γνωστό δικηγόρο, παιδικό μου φίλο, και μου 'πε ένας έμπιστος άνθρωπος πως, αν θα πάω εκεί, θα μου δώσει τάχα τη θέση του αλληλογράφου στο γραφείο του· πού ξέρεις λοιπόν, μπορεί και στ' αλήθεια να μου τη δώσει... Ε, να 'βαζα λοιπόν τη μητερούλα πάνω στ' αμάξι, να 'βαζα και τη Νίνοτσκα, τον Ηλιούσετσκα θα τον βάλω να οδηγάει και εγώ με τα πόδια από κοντά και θα πέρναμε το δρόμο... Θεέ μου, αν πάρω κι ένα ποσό που μου χρωστάνε εδώ πέρα, που το 'χω πια για χαμένο, ίσως να φτάσουν τα λεφτά και γι' αυτό! I have a well-known lawyer in the province of K-Skaya, a childhood friend of mine, and a trusted man told me that, if I go there, he will give me the post of correspondent in his office; so who knows, he might really give it to me... Well, if I put my mother in the car, if I put Ninotchka in the car, if I put Eliushchka in the car, I'll make him drive and I'll walk close by and we'll cross the road... My God, if I get a sum of money that is owed to me here, which I now consider lost, maybe there will be enough money for that too!

— Θα φτάσουν, θα φτάσουν! - They will arrive, they will arrive! αναφώνησε ο Αλιόσα. Alyosha exclaimed. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα θα σας στείλει κι άλλα, όσα θέλετε και —ξέρετε;— έχω και εγώ λεφτά, πάρτε όσα σας χρειάζονται, σαν να τα παίρνετε από αδερφό, σαν από φίλο· αργότερα θα μου τα επιστρέφετε... Σεις θα πλουτίσετε, θα πλουτίσετε! Και, ξέρετε, ποτέ δε θα μπορούσατε να φανταστείτε τίποτα καλύτερο απ' αυτή τη μετακόμιση σ' άλλη επαρχία! And, you know, you could never imagine anything better than this move to another province! Αυτό θα 'ναι η σωτηρία σας και το κυριότερο θα σωθεί και το παιδάκι σας και μάλιστα θα πρέπει να βιαστείτε, πριν έρθει ο χειμώνας, πριν πιάσουν τα κρύα και να μας γράψετε από κει και θα μείνουμε αδέρφια... Όχι αυτό δεν είναι όνειρο! This will be your salvation and most importantly your child will be saved and you should hurry up before winter comes, before the cold weather sets in and write to us from there and we will stay brothers and sisters... No, this is not a dream!

O Αλιόσα ήταν έτοιμος να τον αγκαλιάσει, τόσο ευχαριστημένος ήταν. Aliosha was ready to embrace him, he was so pleased. Μα σαν τον κοίταξε, έμεινε ξαφνικά ακίνητος: ο άλλος στεκόταν με το λαιμό τεντωμένο, με τα χείλη τεντωμένα, με το πρόσωπο χλωμό κι αλλοπαρμένο, τα χείλη του σάλευαν, σαν να 'θελαν κάτι να προφέρουν. But as he looked at him, he suddenly stood still: the other man stood with his neck stretched, his lips stretched, his face pale and pale, his lips pursed, as if he wanted to say something. Κανένας ήχος δεν έβγαινε, όμως αυτός εξακολουθούσε να κουνάει τα χείλη του έτσι που σε τρόμαζε. No sound came out, but he still moved his lips in a way that scared you.

— Τι έχετε; είπε ο Αλιόσα κι ανατρίχιασε. - What have you got?" said Aliosha, and shuddered.

— Αλεξέι Φιοντόροβιτς... εγώ... εσείς... τραύλισε με φωνή που κοβόταν ο λοχαγός, κοιτάζοντας παράξενα, άγρια και στυλά τον Αλιόσα, έχοντας την έκφραση του ανθρώπου που αποφάσισε να ριχτεί στο κενό, διαστέλλοντας τα χείλη του σαν σε χαμόγελο: Εγώ... εσείς... Θέλετε να σας δείξω τώρα ένα κόλπο, ε; ψιθύρισε ξαφνικά γρήγορα και σταθερά χωρίς να κομπιάζει πια. - Alexei Fyodorovich... I... you..." stammered the captain in a clipped voice, looking strangely, fiercely and stiffly at Alyosha, with the expression of a man who has decided to throw himself into the void, his lips parting as if in a smile: I... you... You want me to show you a trick now, huh?" he suddenly whispered quickly and firmly without bragging anymore.

— Τι κόλπο; - What trick?

— 'Ετσι ένα κολπάκι, εξακολουθούσε να ψιθυρίζει ο λοχαγός. - 'So a trick,' the captain continued to whisper. Το στόμα του στράβωσε προς τ' αριστερά, τ' αριστερό μάτι μισόκλεισε κι αυτός κοίταζε συνεχώς τον Αλιόσα μ' επιμονή. His mouth twisted to the left, his left eye half closed and he kept staring at Aliosha with persistence.

— Μα τι έχετε, τι κόλπο λέτε; φώναξε αυτός εντελώς πια τρομαγμένος. - "What is it, what trick are you talking about?" he cried, now completely frightened.

— Νά τι κόλπο, κοιτάτε! - What a trick, look! τσίριξε ξαφνικά ο λοχαγός. the captain suddenly shrieked.

Κι αφού του 'δειξε τα δυο χαρτονομίσματα που όλη την ώρα, όσο κρατούσε η κουβέντα, τα βαστούσε και τα δυο απ' τη γωνιά με το μεγάλο δάχτυλο και το δείχτη του δεξιού χεριού, τ' άρπαξε άξαφνα με μανία, τα τσαλάκωσε και τα 'σφιξε στη γροθιά του. And after showing him the two banknotes which all the time, while the conversation was going on, he held them both from the corner with his big finger and the index finger of his right hand, he suddenly grabbed them with fury, crumpled them up and clenched them in his fist.

— Το είδατε, το είδατε! - You saw it, you saw it! τσίριζε χλωμός κι εκτός εαυτού, και ξάφνου σήκωσε τη γροθιά του και πέταξε με δύναμη τα δυο τσαλακωμένα χαρτιά στην άμμο. he shrieked pale and beside himself, and suddenly he raised his fist and threw the two crumpled papers with force into the sand. Το είδατε; τσίριξε και πάλι δείχνοντάς τα με το δάχτυλο. Did you see it?" he shrieked again, pointing with his finger. Ε, λοιπόν, νά!... Well, well, well, well...

Και σηκώνοντας το δεξί του πόδι άρχισε να τα ποδοπατάει μ' άγριο θυμό, ξεφωνίζοντας και λαχανιάζοντας με το κάθε χτύπημα του ποδιού. And lifting his right foot, he began to stomp on them with fierce anger, yelling and gasping with each tap of his foot.

— Νά τα λεφτά σας! - There's your money! Νά τα λεφτά σας! There's your money! Νά τα λεφτά σας! There's your money! Νά τα λεφτά σας! ξάφνου έκανε ένα πήδημα προς τα πίσω κι όρθωσε το κορμί του μπροστά στον Αλιόσα. Suddenly he leapt backwards and stood his body in front of Aliosha. Όλο του το ύφος είχε μιαν ανείπωτη περηφάνεια. There was an unspeakable pride in his whole look.

— Πέστε σ' εκείνους που σας έστειλαν πως το ξέφτι δεν πουλάει την τιμή του! - Tell those who sent you that the xefti does not sell for its price! φώναξε απλώνοντας τα χέρια του. he shouted, holding out his hands.

Ύστερα, έστριψε γρήγορα κι άρχισε να τρέχει. Then he turned quickly and started running. Μα δεν έκανε ούτε πέντε βήματα και γύρισε και κούνησε το χέρι του στον Αλιόσα. But he didn't even take five steps and turned and waved his hand at Aliosha. Σε λίγο, ύστερα από άλλα πέντε βήματα γύρισε για τελευταία φορά. Soon, after five more steps, he turned around for the last time. Δεν είχε πια το κακό χαμόγελο στα χείλη, απεναντίας έτρεμε ολάκερος απ' τα δάκρια. He no longer had the evil smile on his lips, instead he was shaking with tears. Με μια κλαψιάρικη φωνή, κομπιάζοντας και λαχανιασμένος, του φώναξε: In a whining voice, wheezing and panting, he called out to him:

— Και τι θα 'λεγα λοιπόν στ' αγόρι μου, αν έπαιρνα από σας λεφτά για το ντρόπιασμά μας; και λέγοντάς τα αυτά, άρχισε να τρέχει, και τούτη τη φορά δεν ξαναγύρισε.

O Αλιόσα κοίταζε το κατόπι του με μιαν ανείπωτη θλίψη. Ω, το καταλάβαινε πως ο άλλος ως την τελευταία στιγμή ούτε κι ο ίδιος το 'ξερε πως θα τσαλακώσει και θα πετάξει τα χαρτονομίσματα. Εκείνος δε γύρισε άλλο να κοιτάξει πίσω του, ο Αλιόσα το 'ξερε πως τώρα πια δεν θα γυρίσει. Να τρέξει πίσω του και να τον φωνάξει δεν ήθελε, ήξερε το γιατί. Όταν εκείνος χάθηκε εντελώς, ο Αλιόσα σήκωσε τα δυο χαρτονομίσματα. Ήταν μονάχα πολύ τσαλακωμένα και παραχωμένα στην άμμο, μα δεν είχαν πάθει τίποτα και μάλιστα τρίζανε σαν καινούργια όταν ο Αλιόσα τα ξεδίπλωνε και τα 'σιαζε. Ύστερα τα 'βαλε στην τσέπη του και πήγε στης Κατερίνας Ιβάνοβνα να της αναφέρει την αποτυχία της αποστολής του.