×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 4. VI. Σπαραγμός σε φτωχόσπιτο

4. VI. Σπαραγμός σε φτωχόσπιτο

Πραγματικά, ένιωθε μεγάλη θλίψη, τέτοια που σπάνια είχε αισθανθεί ως τώρα. Ανακατεύτηκε κι έκανε μια γκάφα. Και σε τι υπόθεση! Σε ερωτική!

«Μα τι καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, τι μπορώ να ξέρω απ' αυτά τα πράγματα;» έλεγε μέσα του για εκατοστή φορά και κοκκίνιζε. «Ωχ, αν ήταν μονάχα η ντροπή, δε θα 'ταν τίποτα, η ντροπή είναι μια τιμωρία που μου αξίζει, μα το κακό είναι που τώρα το δίχως άλλο εξαιτίας μου θα γίνουν κι άλλες δυστυχίες. Κι ο στάρετς, που μ' έστειλε για να τους συμφιλιώσω και να τους καθησυχάσω! Έτσι συμφιλιώνουν;»

Θυμήθηκε ξαφνικά πως είχε «ενώσει τα χέρια τους» και ξανάνιωσε μεγάλη ντροπή.

«Αν κι όλα αυτά τα 'κανα με ειλικρίνεια, όμως από δω και μπρος πρέπει να 'μαι πιο έξυπνος», έβγαλε ξαφνικά το συμπέρασμα κι ούτε καν χαμογέλασε με την απόφασή του. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα τον είχε στείλει στην οδό Οζερνάγια κι ο αδερφός του Ντιμήτρι καθόταν εκεί κοντά σ' ένα στενό. O Αλιόσα αποφάσισε να περάσει πρώτα απ' το σπίτι του, αν και προαισθανόταν πως δεν θα τον πετύχαινε. Υποπτευόταν πως ίσως ο αδερφός του να τον απόφευγε τώρα επίτηδες, όμως έπρεπε το δίχως άλλο να τον βρει. Και η ώρα περνούσε: η σκέψη για τον ετοιμοθάνατο στάρετς δεν τον άφηνε ούτε στιγμή απ' την ώρα που βγήκε από το μοναστήρι.

Η παράκληση της Κατερίνας Ιβάνοβνα είχε και κάτι που τον έκανε να ενδιαφερθεί πολύ: όταν του 'λεγε για κείνο το παιδάκι, το μαθητή, που 'τρεχε δίπλα στον πατέρα του τον λοχαγό κι έκλαιγε γοερά, ο Αλιόσα και εκείνη ακόμα τη στιγμή σκέφτηκε ξαφνικά πως ίσως αυτό το παιδί να 'ταν εκείνο το ίδιο που του δάγκωσε το δάχτυλο, όταν αυτός το ρωτούσε τι του 'χε κάνει. Τώρα ήταν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί. Τούτες οι σκέψεις τον απορροφήσανε κι αποφάσισε να μη σκέφτεται πια για το «κακό» που 'χε κάνει, να μη βασανίζει τον εαυτό του με τύψεις, μα να ενεργήσει κι ό,τι γίνει ας γίνει. Μ' αυτή τη σκέψη πήρε θάρρος. Στρίβοντας στο στενό όπου καθόταν ο Ντιμήτρι, έβγαλε απ' την τσέπη του το φρατζολάκι που είχε πάρει απ' τον πατέρα του και το 'φαγε περπατώντας. Αυτό του 'δωσε δυνάμεις.

O Ντιμήτρι δεν ήταν σπίτι. Οι νυκοκυραίοι —ένας γέρος μαραγκός, ο γιος του και η γριά γυναίκα του— τον κοιτάξανε μάλιστα κάπως ύποπτα.

— Τρίτη μέρα είναι που δεν κοιμάται πια εδώ, ίσως και να 'φυγε, απάντησε ο γέρος στις επίμονες ερωτήσεις του Αλιόσα. O Αλιόσα κατάλαβε πως λέει αυτό που τον διατάξανε να πει. Μετά ρώτησε:

— Μήπως είναι στο σπίτι της Γκρούσενκα μήπως κρύβεται πάλι στου Θωμά; (ο Αλιόσα επίτηδες έβαλε μπροστά τούτες τις ειλικρίνειες).

Όλοι οι νυκοκυραίοι τον κοίταξαν κάπως τρομαγμένα.

«Πα να πει πως τον αγαπάνε και είναι με το μέρος του», σκέφτηκε ο Αλιόσα. «Αυτό είναι καλό».

Τέλος, βρήκε στην οδό Οζερνάγια το σπίτι της Καλμίκοβα. Ένα μισοσαραβαλιασμένο σπιτάκι, που είχε, λες, στραβώσει, με τρία παράθυρα όλα κι όλα στο δρόμο, με βρώμικη αυλή, που στη μέση της στεκόταν μια μοναχική αγελάδα. Η είσοδος ήταν απ' την αυλή. Μπήκε στο διάδρομο. Αριστερά έμενε η γριά νοικοκυρά με τη γερασμένη κόρη της, που φαίνεται να 'ταν και οι δυο τους κουφές. Ρώτησε αρκετές φορές για τον λοχαγό και τέλος η μια από τις γυναίκες κατάλαβε πως ζητάνε τους νοικάρηδες και του 'δειξε με το δάχτυλο στην άλλη μεριά του διαδρόμου μια πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του λοχαγού. Η κατοικία του λοχαγού αποδείχτηκε πως ήταν ένα σκέτο δωμάτιο. O Αλιόσα έβαλε κιόλας το χέρι του στο σιδερένιο πόμολο για ν' ανοίξει την πόρτα, όταν ξάφνου η παράξενη σιωπή που βασίλευε πίσω απ' την πόρτα του 'κανε εντύπωση. Γιατί ήξερε απ' τη διήγηση της Κατερίνας Ιβάνοβνα πως ο λοχαγός είχε οικογένεια.

«Ή θα κοιμούνται όλοι τους ή μπορεί ν' άκουσαν πως ήρθα και περιμένουνε ν' ανοίξω. Καλύτερα να χτυπήσω πρώτα».

Και χτύπησε. Η απάντηση ακούστηκε, μα όχι αμέσως. Ίσως να πέρασαν και δέκα δευτερόλεπτα.

— Ποιος είναι εκεί; φώναξε κάποιος με φωνή δυνατή κι αγριεμένη.

O Αλιόσα άνοιξε τότε την πόρτα και πέρασε το κατώφλι. Βρέθηκε σ' ένα δωμάτιο αρκετά ευρύχωρο, παραγεμισμένο όμως με ανθρώπους και διάφορα τσουμπλέκια. Αριστερά ήταν μια μεγάλη ρούσικη θερμάστρα. Απ' τη θερμάστρα ως τ' αριστερό παράθυρο είχαν τεντώσει ένα σκοινί όπου κρέμονταν διάφορα κουρέλια. Αριστερά και δεξιά, κοντά στους τοίχους, βρίσκονταν δυο κρεβάτια σκεπασμένα με πλεχτές κουβέρτες. Πάνω στο αριστερό υπήρχε ένας σωρός από τέσσερα μαξιλάρια που τα είχανε βάλει το 'να πάνω στ' άλλο, έτσι που το μεγαλύτερο να 'ναι κάτω και το μικρότερο πάνω. Μα στο άλλο κρεβάτι, στα δεξιά, ξεχώριζες ένα μονάχα μικρό μαξιλάρι. Στην μπροστινή γωνιά ήταν τεντωμένο ένα σκοινί κι απάνω του είχαν ρίξει ένα σεντόνι που χρησίμευε για παραβάν. Πίσω από τούτο το παραβάν διακρινόταν ένα κρεβάτι, που το 'χαν φτιάξει από 'ναν πάγκο και μια καρέκλα. Ένα φτηνό τετράγωνο τραπέζι κοντά στο μεσιανό παράθυρο. Και τα τρία παράθυρα, που είχαν το καθένα τέσσερα τζάμια πρασινισμένα απ' τη μούχλα, ήταν πολύ θαμπά κι ερμητικά κλεισμένα, έτσι που το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο κι ο αέρας βαρύς. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένα τηγάνι με τα υπολείμματα από αυγά μάτια, ένα δαγκωμένο κομμάτι ψωμί κι ένα μικρό μπουκάλι όπου είχε μείνει μόλις λίγο ρακί. Κοντά στο αριστερό κρεβάτι καθότανε σε μια καρέκλα μια γυναίκα που φαινόταν σαν κυρία. Φορούσε τσίτινο φουστάνι. Το πρόσωπό της ήταν πολύ αδύνατο, κίτρινο. Τα βαθουλωμένα της μάγουλα έδειχναν αμέσως πως ήταν άρρωστη. Μα περισσότερο απ' όλα έκανε εντύπωση στον Αλιόσα το βλέμμα της κυρίας, ένα βλέμμα εξαιρετικά ερωτηματικό και ταυτόχρονα τρομερά αλαζονικό. Κι ως τη στιγμή που μίλησε η ίδια, όλη την ώρα που ο Αλιόσα συζητούσε με τον νοικοκύρη, αυτή εξακολουθούσε να κοιτάζει το ίδιο αλαζονικά κι απορημένα, με τα μεγάλα της καστανά μάτια πότε τον έναν και πότε τον άλλον. Δίπλα σ' αυτή την κυρία, κοντά στο αριστερό παράθυρο, στεκόταν μια νεαρή κοπέλα με αρκετά άσχημο πρόσωπο, με κοκκινωπά κι αραιά μαλλιά, ντυμένη φτωχικά μα πολύ καθαρά. Αυτή περιεργάστηκε με σιχασιά τον Αλιόσα. Δεξιά, κοντά στο κρεβάτι, καθόταν ακόμα ένα γυναικείο πλάσμα. Ήταν ένα αξιολύπητο κορίτσι, κάπου είκοσι χρονώ, με καμπούρα και με παράλυτα πόδια, αυτό ο Αλιόσα το 'μαθε αργότερα. Τα δεκανίκια της βρίσκονταν στη γωνία, ανάμεσα στο κρεβάτι και στον τοίχο. Τα υπέροχα κι αγαθά μάτια της φτωχής κοπέλας κοιτάζανε ήρεμα και υποταχτικά τον Αλιόσα. Στο τραπέζι καθόταν ένας κύριος κάπου σαρανταπέντε χρονώ κι αποτέλειωνε το φαΐ του. Μάλλον κοντός, ξερακιανός, μ' αδυνατισμένο κορμί, κοκκινομάλλης, με κόκκινο αραιό γενάκι που έμοιαζε καταπληκτικά με ξέφτι (αυτή η σύγκριση και ιδιαίτερα η λέξη «ξέφτι» πέρασαν την πρώτη κιόλας στιγμή απ' το μυαλό του Αλιόσα, αυτό το θυμήθηκε αργότερα). Ήταν φανερό πως αυτός ήταν που 'χε φωνάξει: «Ποιος είναι εκεί;» γιατί άλλος άντρας δεν υπήρχε στο δωμάτιο. Μα όταν ο Αλιόσα μπήκε, λες και πετάχτηκε απ' το σκαμνί όπου καθόταν και σκουπίζοντας βιαστικά το στόμα του με μια τρύπια πετσέτα, έτρεξε προς το μέρος του Αλιόσα.

— Είναι καλόγερος που 'ρθε να ζητήσει βοήθεια για το μοναστήρι. Βρήκε σε ποιον να 'ρθει! είπε στο μεταξύ δυνατά η κοπέλα που στεκότανε στην αριστερή γωνία.

Μα ο κύριος που 'χε πλησιάσει τον Αλιόσα, γύρισε ευθύς πάνω στα τακούνια του προς το μέρος της κι απάντησε με ταραγμένη κι ασθματική φωνή:

— Όχι δα, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, δεν είναι αυτό, δε μαντέψατε καλά! Επιτρέψτε να σας ρωτήσω και γω με τη σειρά μου, είπε και ξαναγύρισε ξαφνικά στον Αλιόσα, τι σας έκανε να επισκεφτείτε... αυτό το ταπεινόν ενδιαίτημα;

Ο Αλιόσα τον κοίταζε προσεχτικά, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτόν τον άνθρωπο. Είχε κάτι το αγωνιώδες, το βιαστικό, το εκνευριστικό. Αν και θα 'χε μόλις τώρα κατεβάσει κανένα ποτήρι, δεν ήταν μεθυσμένος. Το πρόσωπό του έδειχνε μεγάλο θράσος και ταυτόχρονα —αυτό ήταν παράξενο— μια φανερή δειλία. Φαινόταν να 'ναι άνθρωπος που 'χε υποταχτεί για πολύ καιρό και που 'χε υποφέρει πολλά, μα που ήταν ικανός να πεταχτεί ξαφνικά και να δείξει τι είναι άξιος να κάνει. Ή, ακόμα καλύτερα, έμοιαζε με άνθρωπο που πολύ θα το 'θελε να σας χτυπήσει, μα που φοβάται τρομερά πως θα τον χτυπήσετε κι εσείς. Στα λόγια και στον τόνο της φωνής του, που ήταν αρκετά διαπεραστική, διακρινόταν κάποιο σακάτικο χιούμορ, άλλοτε μοχθηρό κι άλλοτε δειλιασμένο, που δεν κατάφερνε να διατηρήσει τον τόνο του και κάθε τόσο κοβόταν. Την ερώτηση για το «ταπεινόν ενδιαίτημα» την έκανε τρέμοντας ολόκληρος, τα μάτια του βγήκαν απ' τις κόγχες τους και πλησίασε τόσο τον Αλιόσα, που εκείνος έκανε μηχανικά ένα βήμα πίσω. Τούτος ο κύριος φορούσε ένα σκούρο, πολύ τριμμένο παλτό, μπαλωμένο και λιγδιασμένο. Το παντελόνι του είχε χρώμα υπερβολικά ανοιχτό, τέτοιο που κανείς πια δεν το φοράει, από κάποιο πολύ λεπτό καρό ύφασμα. Τα πατζάκια είχαν τσαλακωθεί τόσο, που το παντελόνι φαινόταν κοντό έτσι που τον έδειχνε σαν παιδί που μεγάλωσε και τα ρούχα του του 'ρχονται μικρά.

— Εγώ... είμαι ο Αλεξέι Καραμάζοβ..., πρόφερε ο Αλιόσα.

— Σας αντιλαμβανόμεθα, σας αντιλαμβανόμεθα, τον έκοψε αμέσως ο άλλος, δίνοντάς του να καταλάβει πως και χωρίς την εξήγηση ξέρει ποιος είναι. Και γω ευπειθέστατος λοχαγός Σνεγκιριόβ, ωστόσο θα επεθύμουν να γνωρίσω τι επακριβώς σας παρεκίνησε...

— Μα απλώς περνούσα. Για να πω την αλήθεια, ήθελα κάτι να σας πω... Αν βέβαια μου το επιτρέψετε...

— Αφού είναι έτσι, ορίστε μια καρέκλα, ευαρεστηθείτε να καθίσετε.

Αυτό το έλεγαν στις παλιές κωμωδίες: «ευαρεστηθείτε να καθίσετε...» κι ο λοχαγός με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε μια καρέκλα (μια φτηνή, ξύλινη καρέκλα) και την έβαλε στη μέση σχεδόν του δωματίου. Ύστερα, άρπαξε μια άλλη παρόμοια για τον εαυτό του και κάθισε απέναντι στον Αλιόσα, πολύ κοντά του, τόσο που τα γόνατά τους σχεδόν ακουμπούσανε.

— Νικολάι Ίλιτς Σνεγκιριόβ, πρώην λοχαγός του ρωσικού πεζικού, ταπεινωθείς μεν λόγω των ελαττωμάτων του, αλλά πάντως λοχαγός. Καλύτερα θα 'ταν να 'λεγα: λοχαγός ευπειθέστατος κι όχι Σνεγκιριόβ, γιατί μόνον από του δευτέρου ημίσεως της ζωής μου άρχισα να κολλάω αυτό το ευπειθέστατος στην κάθε φράση. Αυτό το ευπειθέστατος αποκτάται εν ταπεινότητι.

— Σ' αυτό έχετε απόλυτο δίκιο, είπε και χαμογέλασε ο Αλιόσα. Μονάχα θα 'θελα να ξέρω: αν αποκτάται αυτόματα ή επίτηδες.

— Μάρτυς μου ο Θεός, αυτομάτως. Ποτέ δεν ομιλούσα έτσι, μια ολόκληρη ζωή δεν το 'λεγα και ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκα με τούτο το ευπειθέστατος: λες και μου το επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμις. Βλέπω πως σας ενδιαφέρουν τα σύγχρονα προβλήματα. Όμως και πάλι σας ρωτώ: πώς έτσι και σας κίνησα την περιέργεια; Βλέπετε πως ζω υπό συνθήκας που αποκλείουν την φιλοξενία.

— Ήρθα... για εκείνην ακριβώς την υπόθεση...

— Για εκείνην ακριβώς την υπόθεση; τον έκοψε ανυπόμονα ο λοχαγός.

— Για εκείνη τη συνάντησή σας με τον αδερφό μου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απάντησε κομπιάζοντας ο Αλιόσα.

— Ποια συνάντηση λέτε; Μην είναι εκείνη η ίδια; Για το ξέφτι δηλαδή, για το ξέφτι; είπε κι έριξε άξαφνα τόσο μπροστά το κορμί του, που τούτη τη φορά τα γόνατά του χτύπησαν πραγματικά τα γόνατα του Αλιόσα.

Τα χείλια του σφίχτηκαν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, τόσο που γίνανε λεπτά σαν μια κλωστή.

— Τι ξέφτι είναι αυτό; μουρμούρισε ο Αλιόσα.

— Ήρθε να σου κάνει παράπονα για μένα, μπαμπά! ακούστηκε μια φωνή από το παραβάν της γωνίας, μια φωνή που ο Αλιόσα τη γνώρισε αμέσως. Εγώ του δάγκωσα πριν, το πρωί, το δάχτυλο!

Η κουρτίνα παραμέρισε κι ο Αλιόσα είδε τον εχθρό του εκεί στη γωνιά, κάτω απ' τα εικονίσματα, πάνω στον πάγκο όπου είχαν βάλει κοντά και μια καρέκλα κι έγινε έτσι ένα κρεβατάκι. Το παιδί ήταν ξαπλωμένο και το σκέπαζε το παλτουδάκι του κι ένα παλιό πάπλωμα. Φαινόταν να 'ναι άρρωστο. Τα μάτια του καίγανε. Σίγουρα θα 'χε πυρετό. Τώρα κοίταζε άφοβα τον Αλιόσα. «Είμαι σπίτι μου», σαν να του 'λεγε. «Τώρα τίποτα δεν μπορείς να μου κάνεις».

— Ποιο δάχτυλο δάγκωσες; είπε ο λοχαγός και σηκώθηκε απ' την καρέκλα. Το δικό σας δάχτυλο δάγκωσε;

— Ναι, το δικό μου. Το πρωί έριχνε πέτρες στα παιδιά και του ρίχνανε κι αυτά. Αυτοί ήταν έξι κι αυτός μονάχος. Τον πλησίασα κι αυτός μου 'ριξε και μένα μια πέτρα, και ύστερα μια άλλη στο κεφάλι. Τον ρώτησα: «Τι σου 'κανα;» Τότε αυτός όρμησε ξαφνικά πάνω μου και μου δάγκωσε το δάχτυλο, ούτε και γω δεν ξέρω γιατί.

— Τώρα αμέσως θα τον μαστιγώσω! Αυτή την ίδια στιγμή.

— Μα εγώ καθόλου δεν παραπονιέμαι, σας το λέω μονάχα. Δεν το θέλω καθόλου να τον μαστιγώσετε. Νομίζω μάλιστα πως είναι και άρρωστος...

— Και νομίζατε πως στ' αλήθεια θα τον μαστίγωνα; Πως θα πιάσω τώρα αμέσως ευπειθέστατα τον Ηλιούσετσκα και θα τον μαστιγώσω ενώπιόν σας προς πλήρη σας ικανοποίηση; Και μήπως θα θέλατε να γίνει αμέσως αυτό; πρόφερε ο λοχαγός και γύρισε ξαφνικά στον Αλιόσα με μια τέτοια κίνηση, λες και ήθελε να ορμήσει πάνω του. Λυπάμαι, κύριέ μου, για το δαχτυλάκι σας, μα μήπως θα θέλατε, πριν μαστιγώσω τον Ηλιούσετσκα να κόψω τα τέσσερα δάχτυλά μου τώρα ένώπιόν σας προς πλήρη ικανοποίησή σας; Νά, με τούτο το μαχαίρι θα τα κόψω. Και νομίζω πως τέσσερα δάχτυλα θα ήταν αρκετά δια να κορέσουν την δίψα της εκδικήσεώς σας. Δε θα 'χετε βέβαια την απαίτηση να κόψω και το πέμπτο;

Σταμάτησε ξαφνικά σαν να πνιγόταν. O κάθε μυς του προσώπου του παλλόταν τεντωμένος. Κοίταζε ωστόσο πολύ προκλητικά.

— Μου φαίνεται πως τώρα τα κατάλαβα όλα, απάντησε ήσυχα και θλιμμένα ο Αλιόσα που εξακολουθούσε να κάθεται. Βλέπω πως το παιδί σας είναι καλό παιδί, αγαπάει τον πατέρα του κι όρμησε πάνω μου γιατί ήμουν ο αδερφός εκείνου που σας πρόσβαλε... Τώρα το καταλαβαίνω, ξανάπε συλλογισμένος. Μα ο αδερφός μου μετανιώνει τώρα γι' αυτό που έκανε, το ξέρω αυτό, κι αν μπορέσει να 'ρθει στο σπίτι σας ή, ακόμα καλύτερα, να συναντηθεί μαζί σας στο ίδιο εκείνο μέρος, τότε θα σας ζητήσει μπροστά σ' όλους συγνώμη... αν το θελήσετε.

— Δηλαδή μου ξερίζωσε το γενάκι και τώρα ζητάει συγνώμη. Όλα καλά και άγια, μου έδωσε πλήρη ικανοποίηση. Έτσι δεν είναι;

— Ω, όχι, απεναντίας, θα κάνει ό,τι θελήσετε, κι όπως το θελήσετε εσείς!

— Δηλαδή αν παρακαλούσα ευπειθέστατα την εκλαμπρότητά του να γονατίσει μέσα σε κείνη την ίδια ταβέρνα —«Πρωτεύουσα» είναι τ' όνομά της— ή στην πλατεία, θα γονάτιζε;

— Ναι, θα γονάτιζε.

— Τώρα μου διαπεράσατε την καρδιά. Με συγκινήσατε μέχρι δακρύων και μου διαπεράσατε την καρδιά και νιώθω βαθύτατα τη μεγάλη γενναιοψυχία του αδερφούλη σας. Επιτρέψατέ μου όμως να σας συστηθώ ευπειθέστατα πλήρως: η οικογένειά μου, οι δυο μου κόρες, ο γιος μου. Σαν πεθάνω ποιος θα μείνει να τους αγαπάει; Κι όσο ζω ποιος άλλος θα μ' αγαπήσει εμένα τον ανάξια εκτός απ' αυτούς; Εν σοφία εποίησεν ο Κύριος τον κόσμο, ακόμα και για κάτι ανθρώπους σαν και μένα. Γιατί πρέπει να υπάρχει και κάποιος που να μπορεί ν' αγαπήσει κάτι τέτοιους ανθρώπους σαν και μένα...

— Αχ, σ' αυτό έχετε απόλυτο δίκιο, αναφώνησε ο Αλιόσα.

— Μα πάψτε επιτέλους τα καραγκιοζιλίκια. Ήρθε εκεί πέρα ένας βλάκας και εσείς πάτε να γίνετε ρεζίλι, ξεφώνισε αναπάντεχα η κοπέλα που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο γυρίζοντας στον πατέρα της το αηδιασμένο και γεμάτο περιφρόνηση μούτρο της!

— Περιμένετε λιγάκι, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, επιτρέψτε μου να τελειώσω την κουβέντα, της φώναξε με επιταχτικό τόνο μα κοιτώντας την επιδοκιμαστικά. Είναι, βλέπετε, ο χαραχτήρας της τέτοιος, γύρισε και είπε στον Αλιόσα.

«Και τίποτα σ' όλη την φύση να ευλογήσει αυτός δεν ήθελε».

Θα 'πρεπε δηλαδή να 'ταν στο θηλυκό: να ευλογήσει αυτή δεν ήθελε. Μα τώρα επιτρέψτε μου να σας συστήσω ευπειθέστατα και στη σύζυγό μου: ιδού η Αρίνα Πετρόβνα, κυρία παράλυτη σαραντατριών ετών, μπορεί να περπατήσει μα πολύ λίγο. Δεν είναι από τζάκι· Αρίνα Πετρόβνα, μειδιάστε: ιδού ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. Σηκωθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς- τον πήρε απ' το χέρι και με μια δύναμη που δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει απ' αυτόν, τον τράβηξε προς τα πάνω. Κάνετε τη γνωριμία σας με μια κυρία, πρέπει να σηκωθείτε. Δεν είναι εκείνος ο Καραμάζοβ, μητερούλα, που... χμ και τα λοιπά, μα ο αδερφός του, διαπρέπων εις αρετάς ταπεινοφροσύνης. Επιτρέψτε, Αρίνα Πετρόβνα, επιτρέψτε, μητερούλα, επιτρέψτε να σας φιλήσω το χέρι.

Και φίλησε το χέρι της γυναίκας του με σεβασμό και μάλιστα με τρυφερότητα. Η κοπέλα που ήταν κοντά στο παράθυρο γύρισε αγαναχτισμένη την πλάτη σ' αυτή τη σκηνή, το αλαζονικά απορημένο πρόσωπο της συζύγου πήρε ξαφνικά μια ασυνήθιστα στοργική έκφραση.

— Χαίρετε, καθίστε, κύριε Τσερνομάζοβ, είπε αυτή.

— Καραμάζοβ, μητερούλα, Καραμάζοβ (δεν είμαστε δα από τζάκι), ψιθύρισε και πάλι.

— Ε, ας είναι Καραμάζοβ ή όπως αλλιώς θέλετε, εγώ πάντα τους έλεγα Τσερνομάζοβ...(Δεν ξέρω βέβαια αν αυτή η παραφθορά του ονόματος είναι τυχαία ή έγινε συνειδητά απ' το συγγραφέα. O αναγνώστης ας έχει υπόψη του πως «Τσερνομάζοβ» θα πει «εκείνος που είναι βαμμένος με μαύρο». Όμως το ίδιο θα πει και «Καραμάζοβ» (τούρκικα, καρά = μαύρο). Σ.τ.Μ.) Μα καθίστε λοιπόν, γιατί σας σήκωσε αυτός; Είμαι, λέει, κυρία, παράλυτη— έχω πόδια μα πρηστήκανε και γίνανε σαν ασκιά και εγώ αδυνάτισα πολύ. Πρώτα ήμουν τόσο παχιά, μα τώρα λες και έγινα στέκα...

— Δεν είμαστε δα από τζάκι, δεν είμαστε από τζάκι, εξήγησε ακόμα μια φορά ο λοχαγός.

— Μπαμπά, αχ, μπαμπά, πρόφερε ξαφνικά το κορίτσι με την καμπούρα, που ως τα τώρα καθότανε στην καρέκλα της και δεν έβγαζε λέξη.

Έκρυψε το πρόσωπό της στο μαντήλι.

— Παλιάτσε! σφεντόνισε η κοπέλα που ήταν κοντά στο παράθυρο.

— Τις βλέπετε εκεί; άνοιξε τα χέρια της η μητερούλα δείχνοντας τις κόρες. Λες και περνάνε σύννεφα. Σαν περάσουν τα σύννεφα, ξανά το ίδιο βιολί. Πρώτα όταν ήμασταν στρατιωτικοί, μας έρχονταν πολλοί τέτοιοι μουσαφίρηδες. Εγώ, καλέ μου κύριε, δεν δίνω πεντάρα για όλα αυτά. Όποιος αγαπάει κάποιον, ας τον αγαπάει, χαλάλι του. Έρχεται τότε η παπαδιά και μου λέει: ο Αλέξανδρος Αλεξάντροβιτς έχει υπέροχη ψυχή, μα η Ναστάσια, λέει, Πετρόβνα, είναι απόβρασμα της Κόλασης. Ε, της λέω κι εγώ, αυτό πια είναι όπως το πάρεις, όμως εσύ είσαι βρωμιάρα. Και σένα, μου λέει, θα 'πρεπε να σε κάνουνε δούλα. Αχ, βρε μαύρη, της λέω, εσύ ποιον ήρθες δω χάμου να δασκαλέψεις; Εγώ, μου λέει, αφήνω να μπει στο δωμάτιο καθαρός αέρας και συ αφήνεις να μπει βρώμικος. Ρώτα, της λέω, όλους τους κυρίους αξιωματικούς, αν έχω ή δεν έχω καθαρόν αέρα. Όμως τούτη η κουβέντα τόσο πολύ μου καρφώθηκε στο κεφάλι που τις προάλλες, καθώς καθόμουνα δω πέρα όπως και τώρα, βλέπω να μπαίνει ο στρατηγός που ήρθε δω πέρα το Πάσχα: Τι λέτε, του είπα, Εξοχότατε, επιτρέπεται τάχα σε μια καθωσπρέπει κυρία ν' αφήνει να μπει στο δωμάτιο αέρας του δρόμου; Ναι, μ' απαντάει, θα 'πρεπε ν' ανοίξετε το παράθυρο ή την πόρτα και τούτο μόνο και μόνο γιατί ο αέρας δω μέσα δεν είναι φρέσκος. Έτσι λένε όλοι τους! Όμως τι τους έφταιξε ο αέρας μου; Οι πεθαμένοι βρωμάνε ακόμα χειρότερα. Εγώ, τους λέω, δε βρωμίζω τον αέρα σας, μα θα βάλω το καπέλο μου και θα φύγω. Πατερούλη, περιστεράκια μου, μην την μαλώνετε τη μάνα σας! Νικολάι Ίλιτς, πατερούλη μου, μήπως τάχα σε λύπησα; Μα έναν μονάχα έχω και γω, τον Ηλιούσετσκα που 'ρχεται απ' το σχολείο και μ' αγαπάει. Χτες μου 'φερε ένα μήλο. Συγχωρέστε, πατερούληδες, συγχωρέστε, περιστεράκια μου, την γκαρδιακή σας μάνα, συχωρέστε με και είμαι ολομόναχη που σιχαθήκατε τον αέρα μου!

Και η φτωχή τρελή μάνα ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς. Τα δάκρια έτρεχαν ποτάμι. O λοχαγός έτρεξε κοντά της.

— Μητερούλα, μητερούλα, καλή μου, φτάνει, φτάνει! Δεν είσαι μονάχη. Όλοι σ' αγαπάνε, όλοι σε λατρεύουν!

Κι άρχισε πάλι να φιλάει και τα δυο της χέρια και να τη χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο.

Άρπαξε ύστερα την πετσέτα κι άρχισε να της σκουπίζει τα δάκρυά· του Αλιόσα του φάνηκε μάλιστα πως κι αυτός ο ίδιος είχε δακρύσει.

— Λοιπόν; Τα είδατε; Τ' ακούσατε; γύρισε κάπως ερεθισμένος προς το μέρος του Αλιόσα κι έδειχνε με το χέρι τη «φτωχή τρελή».

— Βλέπω κι ακούω, μουρμούρισε ο Αλιόσα.

— Μπαμπά, μπαμπά! Δεν πιστεύω να...

— Παράτα τον, μπαμπά! φώναξε ξαφνικά το αγοράκι κι ανασηκώθηκε.

Κοίταξε με φλογερό βλέμμα τον πατέρα του.

— Φτάνουν επιτέλους τα καραγκιοζιλίκια. Φτάνουν τ' ανόητα καμώματά σας που δεν καταλήγουν ποτέ σε τίποτα! φώναξε απ' τη γωνιά της η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, που 'χε θυμώσει πια εντελώς, και χτύπησε μάλιστα το πόδι της στο πάτωμα.

— Τούτη τη φορά παραφέρεστε μ' όλο σας το δίκιο, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, και θα σας ικανοποιήσω εν τω άμα. Λοιπόν, ευπειθέστατα σας παρακαλώ, βάλτε το καπελάκι σας, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και γω θα πάρω το κασκέτο μου και πάμε. Πρέπει να σας πω κάτι σπουδαίο, μα έξω απ' αυτούς τους τοίχους. Αυτή εδώ η κοπέλα, που κάθεται εκεί, είναι η κόρη μου, η Νίνα Νικολάγιεβνα (ξέχασα να σας τη συστήσω), άγγελος ενσαρκωμένος... που κατέβηκε στους θνητούς... δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε...

— Κοίτα τον πώς τρέμει, λες κι έχει σπασμούς, εξακολουθούσε να λέει αγαναχτισμένη η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα.

— Κι αυτή εδώ, που τώρα μόλις μου χτυπάει το πόδι της και με αποκάλεσε παλιάτσο, είναι κι αυτή άγγελος ενσαρκωμένος και με το δίκιο της με είπε όπως με είπε. Όμως πάμε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρέπει να τελειώνουμε...

Κι αρπάζοντας τον Αλιόσα απ' το χέρι τον έβγαλε απ' το δωμάτιο.


4. VI. Σπαραγμός σε φτωχόσπιτο 4. VI. Heartbreak in a poorhouse 4. VI. Złamane serce w przytułku

Πραγματικά, ένιωθε μεγάλη θλίψη, τέτοια που σπάνια είχε αισθανθεί ως τώρα. Indeed, he felt great sadness, such as he had rarely felt before. Ανακατεύτηκε κι έκανε μια γκάφα. He got involved and made a blunder. Και σε τι υπόθεση! And what a case! Σε ερωτική! In erotic!

«Μα τι καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, τι μπορώ να ξέρω απ' αυτά τα πράγματα;» έλεγε μέσα του για εκατοστή φορά και κοκκίνιζε. "But what do I understand from these things, what can I know from these things?" he said to himself for the hundredth time and blushed. «Ωχ, αν ήταν μονάχα η ντροπή, δε θα 'ταν τίποτα, η ντροπή είναι μια τιμωρία που μου αξίζει, μα το κακό είναι που τώρα το δίχως άλλο εξαιτίας μου θα γίνουν κι άλλες δυστυχίες. "Oh, if it were only shame, it would be nothing, shame is a punishment that I deserve, but the bad thing is that now no doubt because of me there will be more misfortunes. Κι ο στάρετς, που μ' έστειλε για να τους συμφιλιώσω και να τους καθησυχάσω! And the starlet, who sent me to reconcile and reassure them! Έτσι συμφιλιώνουν;» Is that how they reconcile?"

Θυμήθηκε ξαφνικά πως είχε «ενώσει τα χέρια τους» και ξανάνιωσε μεγάλη ντροπή. He suddenly remembered how he had "joined hands" and felt great shame again.

«Αν κι όλα αυτά τα 'κανα με ειλικρίνεια, όμως από δω και μπρος πρέπει να 'μαι πιο έξυπνος», έβγαλε ξαφνικά το συμπέρασμα κι ούτε καν χαμογέλασε με την απόφασή του. "Though I did all that in all sincerity, but from now on I must be smarter," he suddenly concluded, and didn't even smile at his decision. Η Κατερίνα Ιβάνοβνα τον είχε στείλει στην οδό Οζερνάγια κι ο αδερφός του Ντιμήτρι καθόταν εκεί κοντά σ' ένα στενό. Katerina Ivanovna had sent him to Ozernaya Street and his brother Dimitri was sitting nearby in an alley. O Αλιόσα αποφάσισε να περάσει πρώτα απ' το σπίτι του, αν και προαισθανόταν πως δεν θα τον πετύχαινε. Alyosha decided to stop by his house first, though he had a feeling he wouldn't get there. Υποπτευόταν πως ίσως ο αδερφός του να τον απόφευγε τώρα επίτηδες, όμως έπρεπε το δίχως άλλο να τον βρει. He suspected that perhaps his brother was now deliberately avoiding him, but he had to find him anyway. Και η ώρα περνούσε: η σκέψη για τον ετοιμοθάνατο στάρετς δεν τον άφηνε ούτε στιγμή απ' την ώρα που βγήκε από το μοναστήρι. And the time passed: the thought of the dying starlet had not left him for a moment since he left the monastery.

Η παράκληση της Κατερίνας Ιβάνοβνα είχε και κάτι που τον έκανε να ενδιαφερθεί πολύ: όταν του 'λεγε για κείνο το παιδάκι, το μαθητή, που 'τρεχε δίπλα στον πατέρα του τον λοχαγό κι έκλαιγε γοερά, ο Αλιόσα και εκείνη ακόμα τη στιγμή σκέφτηκε ξαφνικά πως ίσως αυτό το παιδί να 'ταν εκείνο το ίδιο που του δάγκωσε το δάχτυλο, όταν αυτός το ρωτούσε τι του 'χε κάνει. There was something about Katerina Ivanovna's request that made him very interested: when she was telling him about that little boy, the student, who was running around next to his father, the captain, and crying sobbing, Aliosha and at that very moment he suddenly thought that perhaps this child was the same one who had bitten his finger when he asked him what he had done to him. Τώρα ήταν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό, χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει γιατί. Now he was almost certain of it, without himself knowing why. Τούτες οι σκέψεις τον απορροφήσανε κι αποφάσισε να μη σκέφτεται πια για το «κακό» που 'χε κάνει, να μη βασανίζει τον εαυτό του με τύψεις, μα να ενεργήσει κι ό,τι γίνει ας γίνει. These thoughts absorbed him and he decided not to think any more about the "evil" he had done, not to torture himself with remorse, but to act and whatever happens, let it happen. Μ' αυτή τη σκέψη πήρε θάρρος. With this thought he took courage. Στρίβοντας στο στενό όπου καθόταν ο Ντιμήτρι, έβγαλε απ' την τσέπη του το φρατζολάκι που είχε πάρει απ' τον πατέρα του και το 'φαγε περπατώντας. Turning into the alley where Dimitri was sitting, he took out of his pocket the little cup he had taken from his father and ate it as he walked. Αυτό του 'δωσε δυνάμεις. That gave him strength.

O Ντιμήτρι δεν ήταν σπίτι. Dimitri wasn't home. Οι νυκοκυραίοι —ένας γέρος μαραγκός, ο γιος του και η γριά γυναίκα του— τον κοιτάξανε μάλιστα κάπως ύποπτα. The Nykocyraeans - an old carpenter, his son and his old wife - even looked at him somewhat suspiciously.

— Τρίτη μέρα είναι που δεν κοιμάται πια εδώ, ίσως και να 'φυγε, απάντησε ο γέρος στις επίμονες ερωτήσεις του Αλιόσα. - It's the third day that he hasn't slept here anymore, maybe he's gone, the old man answered Aliosha's persistent questions. O Αλιόσα κατάλαβε πως λέει αυτό που τον διατάξανε να πει. Alyosha understood that he was saying what he was ordered to say. Μετά ρώτησε: Then he asked:

— Μήπως είναι στο σπίτι της Γκρούσενκα μήπως κρύβεται πάλι στου Θωμά; (ο Αλιόσα επίτηδες έβαλε μπροστά τούτες τις ειλικρίνειες). - Is he at Grussenka's house, or is he hiding at Thomas' again?(Aliosha deliberately put these truths in front of the door).

Όλοι οι νυκοκυραίοι τον κοίταξαν κάπως τρομαγμένα. All the nyukkyraeans looked at him somewhat frightened.

«Πα να πει πως τον αγαπάνε και είναι με το μέρος του», σκέφτηκε ο Αλιόσα. "Pa can tell that they love him and are on his side," Alyosha thought. «Αυτό είναι καλό». "That's good."

Τέλος, βρήκε στην οδό Οζερνάγια το σπίτι της Καλμίκοβα. Finally, he found Kalmykova's house on Ozernaya Street. Ένα μισοσαραβαλιασμένο σπιτάκι, που είχε, λες, στραβώσει, με τρία παράθυρα όλα κι όλα στο δρόμο, με βρώμικη αυλή, που στη μέση της στεκόταν μια μοναχική αγελάδα. A half-broken little house, which had, as if, gone wrong, with three windows all facing the street, with a dirty yard, in the middle of which stood a lonely cow. Η είσοδος ήταν απ' την αυλή. The entrance was from the courtyard. Μπήκε στο διάδρομο. He entered the hallway. Αριστερά έμενε η γριά νοικοκυρά με τη γερασμένη κόρη της, που φαίνεται να 'ταν και οι δυο τους κουφές. On the left was the old housewife with her aged daughter, who both seemed to be deaf. Ρώτησε αρκετές φορές για τον λοχαγό και τέλος η μια από τις γυναίκες κατάλαβε πως ζητάνε τους νοικάρηδες και του 'δειξε με το δάχτυλο στην άλλη μεριά του διαδρόμου μια πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο του λοχαγού. He asked several times about the captain and finally one of the women realized that they were asking for the lodgers and pointed a finger across the hall to a door leading to the captain's room. Η κατοικία του λοχαγού αποδείχτηκε πως ήταν ένα σκέτο δωμάτιο. The captain's residence turned out to be a single room. O Αλιόσα έβαλε κιόλας το χέρι του στο σιδερένιο πόμολο για ν' ανοίξει την πόρτα, όταν ξάφνου η παράξενη σιωπή που βασίλευε πίσω απ' την πόρτα του 'κανε εντύπωση. Aliosa had already put his hand on the iron knob to open the door, when suddenly the strange silence that reigned behind the door struck him. Γιατί ήξερε απ' τη διήγηση της Κατερίνας Ιβάνοβνα πως ο λοχαγός είχε οικογένεια. Because he knew from Katerina Ivanovna's story that the captain had a family.

«Ή θα κοιμούνται όλοι τους ή μπορεί ν' άκουσαν πως ήρθα και περιμένουνε ν' ανοίξω. "Either they're all asleep or they might have heard I'm here and are waiting for me to open up. Καλύτερα να χτυπήσω πρώτα». I'd better knock first."

Και χτύπησε. Η απάντηση ακούστηκε, μα όχι αμέσως. The answer was heard, but not immediately. Ίσως να πέρασαν και δέκα δευτερόλεπτα. Maybe ten seconds have passed.

— Ποιος είναι εκεί; φώναξε κάποιος με φωνή δυνατή κι αγριεμένη. - Who is there?Someone shouted in a loud and angry voice.

O Αλιόσα άνοιξε τότε την πόρτα και πέρασε το κατώφλι. Aliosha then opened the door and crossed the threshold. Βρέθηκε σ' ένα δωμάτιο αρκετά ευρύχωρο, παραγεμισμένο όμως με ανθρώπους και διάφορα τσουμπλέκια. He found himself in a room that was spacious enough, but filled with people and various bits and pieces. Αριστερά ήταν μια μεγάλη ρούσικη θερμάστρα. On the left was a large Rousseau heater. Απ' τη θερμάστρα ως τ' αριστερό παράθυρο είχαν τεντώσει ένα σκοινί όπου κρέμονταν διάφορα κουρέλια. From the heater to the left window they had stretched a rope with various rags hanging from it. Αριστερά και δεξιά, κοντά στους τοίχους, βρίσκονταν δυο κρεβάτια σκεπασμένα με πλεχτές κουβέρτες. To the left and right, near the walls, were two beds covered with knitted blankets. Πάνω στο αριστερό υπήρχε ένας σωρός από τέσσερα μαξιλάρια που τα είχανε βάλει το 'να πάνω στ' άλλο, έτσι που το μεγαλύτερο να 'ναι κάτω και το μικρότερο πάνω. On the left there was a pile of four cushions that had been placed one on top of the other, so that the biggest one was on the bottom and the smallest one on top. Μα στο άλλο κρεβάτι, στα δεξιά, ξεχώριζες ένα μονάχα μικρό μαξιλάρι. But on the other bed, on the right, you could see a single small pillow. Στην μπροστινή γωνιά ήταν τεντωμένο ένα σκοινί κι απάνω του είχαν ρίξει ένα σεντόνι που χρησίμευε για παραβάν. A rope was stretched out in the front corner and a sheet had been thrown over it to serve as a screen. Πίσω από τούτο το παραβάν διακρινόταν ένα κρεβάτι, που το 'χαν φτιάξει από 'ναν πάγκο και μια καρέκλα. Behind this screen was a bed, made out of a bench and a chair. Ένα φτηνό τετράγωνο τραπέζι κοντά στο μεσιανό παράθυρο. A cheap square table near the messianic window. Και τα τρία παράθυρα, που είχαν το καθένα τέσσερα τζάμια πρασινισμένα απ' τη μούχλα, ήταν πολύ θαμπά κι ερμητικά κλεισμένα, έτσι που το δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο κι ο αέρας βαρύς. All three windows, each with four panes of glass green with mould, were very dull and tightly closed, so that the room was half dark and the air heavy. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένα τηγάνι με τα υπολείμματα από αυγά μάτια, ένα δαγκωμένο κομμάτι ψωμί κι ένα μικρό μπουκάλι όπου είχε μείνει μόλις λίγο ρακί. On the table was a frying pan with the remains of eggs, a bitten piece of bread and a small bottle with just a little raki left in it. Κοντά στο αριστερό κρεβάτι καθότανε σε μια καρέκλα μια γυναίκα που φαινόταν σαν κυρία. Near the left bed was a woman who looked like a lady sitting in a chair. Φορούσε τσίτινο φουστάνι. He was wearing a cheetah dress. Το πρόσωπό της ήταν πολύ αδύνατο, κίτρινο. Her face was very thin, yellow. Τα βαθουλωμένα της μάγουλα έδειχναν αμέσως πως ήταν άρρωστη. Her sunken cheeks immediately indicated that she was sick. Μα περισσότερο απ' όλα έκανε εντύπωση στον Αλιόσα το βλέμμα της κυρίας, ένα βλέμμα εξαιρετικά ερωτηματικό και ταυτόχρονα τρομερά αλαζονικό. But what struck Aliosha most of all was the look in the lady's eyes, a look that was both extremely questioning and terribly arrogant. Κι ως τη στιγμή που μίλησε η ίδια, όλη την ώρα που ο Αλιόσα συζητούσε με τον νοικοκύρη, αυτή εξακολουθούσε να κοιτάζει το ίδιο αλαζονικά κι απορημένα, με τα μεγάλα της καστανά μάτια πότε τον έναν και πότε τον άλλον. And until the moment she spoke, all the time Aliosha was talking to the landlord, she continued to stare as arrogantly and wonderingly, with her big brown eyes now at one and now at the other. Δίπλα σ' αυτή την κυρία, κοντά στο αριστερό παράθυρο, στεκόταν μια νεαρή κοπέλα με αρκετά άσχημο πρόσωπο, με κοκκινωπά κι αραιά μαλλιά, ντυμένη φτωχικά μα πολύ καθαρά. Next to this lady, near the left-hand window, stood a young girl with a rather ugly face, with reddish and sparse hair, dressed poorly but very cleanly. Αυτή περιεργάστηκε με σιχασιά τον Αλιόσα. She gazed at Aliosha in silence. Δεξιά, κοντά στο κρεβάτι, καθόταν ακόμα ένα γυναικείο πλάσμα. To the right, near the bed, sat another female creature. Ήταν ένα αξιολύπητο κορίτσι, κάπου είκοσι χρονώ, με καμπούρα και με παράλυτα πόδια, αυτό ο Αλιόσα το 'μαθε αργότερα. She was a pathetic girl, about twenty years old, with a hunchback and paralyzed legs, Alyosha learned that later. Τα δεκανίκια της βρίσκονταν στη γωνία, ανάμεσα στο κρεβάτι και στον τοίχο. Her crutches were in the corner, between the bed and the wall. Τα υπέροχα κι αγαθά μάτια της φτωχής κοπέλας κοιτάζανε ήρεμα και υποταχτικά τον Αλιόσα. The poor girl's lovely and kind eyes looked calmly and submissively at Aliosha. Στο τραπέζι καθόταν ένας κύριος κάπου σαρανταπέντε χρονώ κι αποτέλειωνε το φαΐ του. At the table sat a gentleman about forty-five years old, finishing his meal. Μάλλον κοντός, ξερακιανός, μ' αδυνατισμένο κορμί, κοκκινομάλλης, με κόκκινο αραιό γενάκι που έμοιαζε καταπληκτικά με ξέφτι (αυτή η σύγκριση και ιδιαίτερα η λέξη «ξέφτι» πέρασαν την πρώτη κιόλας στιγμή απ' το μυαλό του Αλιόσα, αυτό το θυμήθηκε αργότερα). Rather short, thin, with a thin body, red-haired, with a red sparse beard that looked amazingly like a xefti (this comparison and especially the word "xefti" passed from the very first moment from Aliosha's mind, he remembered this later). Ήταν φανερό πως αυτός ήταν που 'χε φωνάξει: «Ποιος είναι εκεί;» γιατί άλλος άντρας δεν υπήρχε στο δωμάτιο. It was obvious that he was the one who had shouted: "Who's there?" because there was no other man in the room. Μα όταν ο Αλιόσα μπήκε, λες και πετάχτηκε απ' το σκαμνί όπου καθόταν και σκουπίζοντας βιαστικά το στόμα του με μια τρύπια πετσέτα, έτρεξε προς το μέρος του Αλιόσα. But when Alyosha came in, as if he had jumped off the stool where he was sitting, and hastily wiping his mouth with a holey towel, he ran towards Alyosha.

— Είναι καλόγερος που 'ρθε να ζητήσει βοήθεια για το μοναστήρι. - He's a monk who came to ask for help for the monastery. Βρήκε σε ποιον να 'ρθει! He found someone to come to! είπε στο μεταξύ δυνατά η κοπέλα που στεκότανε στην αριστερή γωνία. the girl standing in the left corner said loudly in the meantime.

Μα ο κύριος που 'χε πλησιάσει τον Αλιόσα, γύρισε ευθύς πάνω στα τακούνια του προς το μέρος της κι απάντησε με ταραγμένη κι ασθματική φωνή: But the gentleman who had approached Alyosha turned straight back on his heels towards her and answered in an agitated and asthmatic voice:

— Όχι δα, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, δεν είναι αυτό, δε μαντέψατε καλά! - No, Barbara Nikolayevna, that's not it, you guessed wrong! Επιτρέψτε να σας ρωτήσω και γω με τη σειρά μου, είπε και ξαναγύρισε ξαφνικά στον Αλιόσα, τι σας έκανε να επισκεφτείτε... αυτό το ταπεινόν ενδιαίτημα; 'Let me ask you in turn,' he said, turning suddenly back to Aliosha, 'what made you visit... this humble abode?

Ο Αλιόσα τον κοίταζε προσεχτικά, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε αυτόν τον άνθρωπο. Alyosha looked at him intently, it was the first time he had ever seen this man. Είχε κάτι το αγωνιώδες, το βιαστικό, το εκνευριστικό. There was something agonizing, hurried, irritating about it. Αν και θα 'χε μόλις τώρα κατεβάσει κανένα ποτήρι, δεν ήταν μεθυσμένος. Even though he would have just downed a glass, he wasn't drunk. Το πρόσωπό του έδειχνε μεγάλο θράσος και ταυτόχρονα —αυτό ήταν παράξενο— μια φανερή δειλία. His face showed great boldness and at the same time - this was strange - an obvious cowardice. Φαινόταν να 'ναι άνθρωπος που 'χε υποταχτεί για πολύ καιρό και που 'χε υποφέρει πολλά, μα που ήταν ικανός να πεταχτεί ξαφνικά και να δείξει τι είναι άξιος να κάνει. He seemed to be a man who had been subdued for a long time and who had suffered a lot, but who was capable of suddenly jumping in and showing what he was worthy of doing. Ή, ακόμα καλύτερα, έμοιαζε με άνθρωπο που πολύ θα το 'θελε να σας χτυπήσει, μα που φοβάται τρομερά πως θα τον χτυπήσετε κι εσείς. Or, even better, he looked like a man who would love to hit you, but who is terribly afraid that you will hit him too. Στα λόγια και στον τόνο της φωνής του, που ήταν αρκετά διαπεραστική, διακρινόταν κάποιο σακάτικο χιούμορ, άλλοτε μοχθηρό κι άλλοτε δειλιασμένο, που δεν κατάφερνε να διατηρήσει τον τόνο του και κάθε τόσο κοβόταν. In his words and in the tone of his voice, which was quite penetrating, there was a certain crippled humour, sometimes wicked and sometimes cowardly, which could not maintain its tone and every now and then cut off. Την ερώτηση για το «ταπεινόν ενδιαίτημα» την έκανε τρέμοντας ολόκληρος, τα μάτια του βγήκαν απ' τις κόγχες τους και πλησίασε τόσο τον Αλιόσα, που εκείνος έκανε μηχανικά ένα βήμα πίσω. The question about "humble habitat" he asked, trembling all over, his eyes bugging out of their sockets and coming so close to Alyosha that he mechanically took a step back. Τούτος ο κύριος φορούσε ένα σκούρο, πολύ τριμμένο παλτό, μπαλωμένο και λιγδιασμένο. This gentleman was wearing a dark, very rubbed coat, patched and greasy. Το παντελόνι του είχε χρώμα υπερβολικά ανοιχτό, τέτοιο που κανείς πια δεν το φοράει, από κάποιο πολύ λεπτό καρό ύφασμα. His trousers were too light in colour, the kind that no one wears anymore, made of some very thin plaid fabric. Τα πατζάκια είχαν τσαλακωθεί τόσο, που το παντελόνι φαινόταν κοντό έτσι που τον έδειχνε σαν παιδί που μεγάλωσε και τα ρούχα του του 'ρχονται μικρά. The shorts were so wrinkled that the pants looked short so that he looked like a child who had grown up and his clothes were getting too small.

— Εγώ... είμαι ο Αλεξέι Καραμάζοβ..., πρόφερε ο Αλιόσα. - I... am Alexei Karamazov..., pronounced Aliosha.

— Σας αντιλαμβανόμεθα, σας αντιλαμβανόμεθα, τον έκοψε αμέσως ο άλλος, δίνοντάς του να καταλάβει πως και χωρίς την εξήγηση ξέρει ποιος είναι. - We understand you, we understand you," the other immediately cut him off, letting him know that even without the explanation he knows who he is. Και γω ευπειθέστατος λοχαγός Σνεγκιριόβ, ωστόσο θα επεθύμουν να γνωρίσω τι επακριβώς σας παρεκίνησε... And I, too, humble Captain Snegiriov, however, would like to know what exactly prompted you...

— Μα απλώς περνούσα. - But I was just passing by. Για να πω την αλήθεια, ήθελα κάτι να σας πω... Αν βέβαια μου το επιτρέψετε... To tell you the truth, I wanted to tell you something... If you'll allow me...

— Αφού είναι έτσι, ορίστε μια καρέκλα, ευαρεστηθείτε να καθίσετε. - Since it is so, here is a chair, make yourself comfortable to sit.

Αυτό το έλεγαν στις παλιές κωμωδίες: «ευαρεστηθείτε να καθίσετε...» κι ο λοχαγός με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε μια καρέκλα (μια φτηνή, ξύλινη καρέκλα) και την έβαλε στη μέση σχεδόν του δωματίου. That's what they used to say in the old comedies: "sit down and enjoy yourselves..." and the captain with a quick movement grabbed a chair (a cheap, wooden chair) and put it almost in the middle of the room. Ύστερα, άρπαξε μια άλλη παρόμοια για τον εαυτό του και κάθισε απέναντι στον Αλιόσα, πολύ κοντά του, τόσο που τα γόνατά τους σχεδόν ακουμπούσανε. Then he took another similar one for himself and sat down opposite Alyosha, very close to him, so close that their knees were almost touching.

— Νικολάι Ίλιτς Σνεγκιριόβ, πρώην λοχαγός του ρωσικού πεζικού, ταπεινωθείς μεν λόγω των ελαττωμάτων του, αλλά πάντως λοχαγός. - Nikolai Ilyich Snegiriov, a former captain in the Russian infantry, humiliated by his faults, but a captain nonetheless. Καλύτερα θα 'ταν να 'λεγα: λοχαγός ευπειθέστατος κι όχι Σνεγκιριόβ, γιατί μόνον από του δευτέρου ημίσεως της ζωής μου άρχισα να κολλάω αυτό το ευπειθέστατος στην κάθε φράση. It would have been better to say: captain humble and not Snegiriov, because it was only in the second half of my life that I began to attach this humble to every phrase. Αυτό το ευπειθέστατος αποκτάται εν ταπεινότητι. This humility is acquired in humility.

— Σ' αυτό έχετε απόλυτο δίκιο, είπε και χαμογέλασε ο Αλιόσα. - You're absolutely right about that," Aliosha said and smiled. Μονάχα θα 'θελα να ξέρω: αν αποκτάται αυτόματα ή επίτηδες. The only thing I'd like to know is whether it is acquired automatically or on purpose.

— Μάρτυς μου ο Θεός, αυτομάτως. - As God is my witness, automatically. Ποτέ δεν ομιλούσα έτσι, μια ολόκληρη ζωή δεν το 'λεγα και ξαφνικά ένα πρωί σηκώθηκα με τούτο το ευπειθέστατος: λες και μου το επέβαλε κάποια ανωτέρα δύναμις. I never spoke like that, I had never said it in my whole life, and suddenly one morning I got up with this humility: as if a higher power had imposed it on me. Βλέπω πως σας ενδιαφέρουν τα σύγχρονα προβλήματα. I see that you are interested in contemporary problems. Όμως και πάλι σας ρωτώ: πώς έτσι και σας κίνησα την περιέργεια; Βλέπετε πως ζω υπό συνθήκας που αποκλείουν την φιλοξενία. But again I ask you: how come I've intrigued you? You see that I live under conditions that exclude hospitality.

— Ήρθα... για εκείνην ακριβώς την υπόθεση... - I came... for that very case...

— Για εκείνην ακριβώς την υπόθεση; τον έκοψε ανυπόμονα ο λοχαγός. - About that very case; the captain cut him off impatiently.

— Για εκείνη τη συνάντησή σας με τον αδερφό μου, τον Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς, απάντησε κομπιάζοντας ο Αλιόσα. - 'For that meeting with my brother, Dimitri Fyodorovich,' replied Aliosa, blushing.

— Ποια συνάντηση λέτε; Μην είναι εκείνη η ίδια; Για το ξέφτι δηλαδή, για το ξέφτι; είπε κι έριξε άξαφνα τόσο μπροστά το κορμί του, που τούτη τη φορά τα γόνατά του χτύπησαν πραγματικά τα γόνατα του Αλιόσα. - What meeting are you talking about? Isn't she the same one? "For the fling, then, for the fling?" he said, and suddenly he threw his body so far forward that this time his knees actually struck Aliosha's knees.

Τα χείλια του σφίχτηκαν μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, τόσο που γίνανε λεπτά σαν μια κλωστή. His lips tightened in a special way, so much so that they became as thin as a thread.

— Τι ξέφτι είναι αυτό; μουρμούρισε ο Αλιόσα. - What is this xefti?Aliosha muttered.

— Ήρθε να σου κάνει παράπονα για μένα, μπαμπά! - She came to complain about me, Dad! ακούστηκε μια φωνή από το παραβάν της γωνίας, μια φωνή που ο Αλιόσα τη γνώρισε αμέσως. came a voice from the screen in the corner, a voice Alyosha recognized immediately. Εγώ του δάγκωσα πριν, το πρωί, το δάχτυλο! I bit his finger this morning.

Η κουρτίνα παραμέρισε κι ο Αλιόσα είδε τον εχθρό του εκεί στη γωνιά, κάτω απ' τα εικονίσματα, πάνω στον πάγκο όπου είχαν βάλει κοντά και μια καρέκλα κι έγινε έτσι ένα κρεβατάκι. The curtain fell aside and Alyosha saw his enemy there in the corner, under the icons, on the bench where they had put a chair nearby and it became a little bed. Το παιδί ήταν ξαπλωμένο και το σκέπαζε το παλτουδάκι του κι ένα παλιό πάπλωμα. The child was lying down, covered by his coat and an old quilt. Φαινόταν να 'ναι άρρωστο. It looked sick. Τα μάτια του καίγανε. His eyes were burning. Σίγουρα θα 'χε πυρετό. I bet he had a fever. Τώρα κοίταζε άφοβα τον Αλιόσα. Now he looked fearlessly at Aliosha. «Είμαι σπίτι μου», σαν να του 'λεγε. "I'm home," as if to say. «Τώρα τίποτα δεν μπορείς να μου κάνεις». "Now there's nothing you can do to me."

— Ποιο δάχτυλο δάγκωσες; είπε ο λοχαγός και σηκώθηκε απ' την καρέκλα. - Which finger did you bite?The captain said and got up from the chair. Το δικό σας δάχτυλο δάγκωσε; Did your finger bite?

— Ναι, το δικό μου. Το πρωί έριχνε πέτρες στα παιδιά και του ρίχνανε κι αυτά. In the morning he would throw stones at the children and they would throw stones at him. Αυτοί ήταν έξι κι αυτός μονάχος. There were six of them and only one of him. Τον πλησίασα κι αυτός μου 'ριξε και μένα μια πέτρα, και ύστερα μια άλλη στο κεφάλι. I approached him and he threw a stone at me, and then another at my head. Τον ρώτησα: «Τι σου 'κανα;» Τότε αυτός όρμησε ξαφνικά πάνω μου και μου δάγκωσε το δάχτυλο, ούτε και γω δεν ξέρω γιατί. I asked him, "What did I do to you?" Then he suddenly jumped on me and bit my finger, I don't know why either.

— Τώρα αμέσως θα τον μαστιγώσω! - I'll whip him right now! Αυτή την ίδια στιγμή. At this very moment.

— Μα εγώ καθόλου δεν παραπονιέμαι, σας το λέω μονάχα. - But I'm not complaining at all, I'm just telling you. Δεν το θέλω καθόλου να τον μαστιγώσετε. I don't want you to whip him at all. Νομίζω μάλιστα πως είναι και άρρωστος... I even think he's sick...

— Και νομίζατε πως στ' αλήθεια θα τον μαστίγωνα; Πως θα πιάσω τώρα αμέσως ευπειθέστατα τον Ηλιούσετσκα και θα τον μαστιγώσω ενώπιόν σας προς πλήρη σας ικανοποίηση; Και μήπως θα θέλατε να γίνει αμέσως αυτό; πρόφερε ο λοχαγός και γύρισε ξαφνικά στον Αλιόσα με μια τέτοια κίνηση, λες και ήθελε να ορμήσει πάνω του. - And you really thought you were going to whip him? That I will now at this very moment ingenuously seize Eliushka and whip him before you to your complete satisfaction? And would you like that to be done at once?" pronounced the captain, and turned suddenly to Aliosha with such a gesture as if he wanted to rush at him. Λυπάμαι, κύριέ μου, για το δαχτυλάκι σας, μα μήπως θα θέλατε, πριν μαστιγώσω τον Ηλιούσετσκα να κόψω τα τέσσερα δάχτυλά μου τώρα ένώπιόν σας προς πλήρη ικανοποίησή σας; Νά, με τούτο το μαχαίρι θα τα κόψω. I am sorry, my lord, for your little finger, but would you not like, before I whip Eliussecca, to cut off my four fingers now before you to your full satisfaction? Here, with this knife I will cut them off. Και νομίζω πως τέσσερα δάχτυλα θα ήταν αρκετά δια να κορέσουν την δίψα της εκδικήσεώς σας. And I think four fingers would be enough to sate your thirst for revenge. Δε θα 'χετε βέβαια την απαίτηση να κόψω και το πέμπτο; Surely you don't expect me to cut the fifth?

Σταμάτησε ξαφνικά σαν να πνιγόταν. He stopped suddenly as if he were drowning. O κάθε μυς του προσώπου του παλλόταν τεντωμένος. Every muscle in his face throbbed with tension. Κοίταζε ωστόσο πολύ προκλητικά. He was looking very defiantly, however.

— Μου φαίνεται πως τώρα τα κατάλαβα όλα, απάντησε ήσυχα και θλιμμένα ο Αλιόσα που εξακολουθούσε να κάθεται. - "I think I understand it all now," replied Alyosha, who was still sitting, quietly and sadly. Βλέπω πως το παιδί σας είναι καλό παιδί, αγαπάει τον πατέρα του κι όρμησε πάνω μου γιατί ήμουν ο αδερφός εκείνου που σας πρόσβαλε... Τώρα το καταλαβαίνω, ξανάπε συλλογισμένος. I see that your child is a good boy, he loves his father and he attacked me because I was the brother of the man who insulted you... I understand now, he said again, pondering. Μα ο αδερφός μου μετανιώνει τώρα γι' αυτό που έκανε, το ξέρω αυτό, κι αν μπορέσει να 'ρθει στο σπίτι σας ή, ακόμα καλύτερα, να συναντηθεί μαζί σας στο ίδιο εκείνο μέρος, τότε θα σας ζητήσει μπροστά σ' όλους συγνώμη... αν το θελήσετε. But my brother is now regretting what he did, I know that, and if he can come to your house, or, better still, meet you in that very place, then he will apologize to you in front of everyone... if you want him to.

— Δηλαδή μου ξερίζωσε το γενάκι και τώρα ζητάει συγνώμη. - So he ripped my beard off and now he's apologizing. Όλα καλά και άγια, μου έδωσε πλήρη ικανοποίηση. All good and holy, it gave me complete satisfaction. Έτσι δεν είναι;

— Ω, όχι, απεναντίας, θα κάνει ό,τι θελήσετε, κι όπως το θελήσετε εσείς! - Oh, no, on the contrary, he will do what you want, and how you want it!

— Δηλαδή αν παρακαλούσα ευπειθέστατα την εκλαμπρότητά του να γονατίσει μέσα σε κείνη την ίδια ταβέρνα —«Πρωτεύουσα» είναι τ' όνομά της— ή στην πλατεία, θα γονάτιζε; - That is, if I were to beg his brilliance to kneel in that same tavern - "Capital" is its name - or in the square, would he kneel?

— Ναι, θα γονάτιζε.

— Τώρα μου διαπεράσατε την καρδιά. - Now you have pierced my heart. Με συγκινήσατε μέχρι δακρύων και μου διαπεράσατε την καρδιά και νιώθω βαθύτατα τη μεγάλη γενναιοψυχία του αδερφούλη σας. You have moved me to tears and pierced my heart and I feel deeply the great generosity of your little brother. Επιτρέψατέ μου όμως να σας συστηθώ ευπειθέστατα πλήρως: η οικογένειά μου, οι δυο μου κόρες, ο γιος μου. But allow me to introduce myself to you in all humility: my family, my two daughters, my son. Σαν πεθάνω ποιος θα μείνει να τους αγαπάει; Κι όσο ζω ποιος άλλος θα μ' αγαπήσει εμένα τον ανάξια εκτός απ' αυτούς; Εν σοφία εποίησεν ο Κύριος τον κόσμο, ακόμα και για κάτι ανθρώπους σαν και μένα. When I die, who will be left to love them? And as long as I live, who else will love me, the unworthy one, but them? The Lord has made the world in wisdom, even for men like me. Γιατί πρέπει να υπάρχει και κάποιος που να μπορεί ν' αγαπήσει κάτι τέτοιους ανθρώπους σαν και μένα... Because there must be someone who can love people like me...

— Αχ, σ' αυτό έχετε απόλυτο δίκιο, αναφώνησε ο Αλιόσα. - Ah, you are absolutely right about that, exclaimed Aliosha.

— Μα πάψτε επιτέλους τα καραγκιοζιλίκια. - But stop the clowning already. Ήρθε εκεί πέρα ένας βλάκας και εσείς πάτε να γίνετε ρεζίλι, ξεφώνισε αναπάντεχα η κοπέλα που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο γυρίζοντας στον πατέρα της το αηδιασμένο και γεμάτο περιφρόνηση μούτρο της! A fool came over there and you are going to make a fool of yourselves, the girl who was standing near the window unexpectedly exclaimed, turning her disgusted and contemptuous face to her father!

— Περιμένετε λιγάκι, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, επιτρέψτε μου να τελειώσω την κουβέντα, της φώναξε με επιταχτικό τόνο μα κοιτώντας την επιδοκιμαστικά. - "Wait a moment, Barbara Nikolayevna, let me finish the conversation," he called to her in an urgent tone, but looking at her approvingly. Είναι, βλέπετε, ο χαραχτήρας της τέτοιος, γύρισε και είπε στον Αλιόσα. It is, you see, her character is such, she turned and said to Aliosha.

«Και τίποτα σ' όλη την φύση να ευλογήσει αυτός δεν ήθελε». "And nothing in all nature to bless he would not."

Θα 'πρεπε δηλαδή να 'ταν στο θηλυκό: να ευλογήσει αυτή δεν ήθελε. So it should have been the female: she didn't want to bless. Μα τώρα επιτρέψτε μου να σας συστήσω ευπειθέστατα και στη σύζυγό μου: ιδού η Αρίνα Πετρόβνα, κυρία παράλυτη σαραντατριών ετών, μπορεί να περπατήσει μα πολύ λίγο. But now allow me to introduce you to my wife: this is Arina Petrovna, a paralyzed lady of forty-three years, who can walk very little. Δεν είναι από τζάκι· Αρίνα Πετρόβνα, μειδιάστε: ιδού ο Αλεξέι Φιοντόροβιτς Καραμάζοβ. It's not from a fireplace - Arina Petrovna, smile: here is Alexei Fyodorovich Karamazov. Σηκωθείτε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς- τον πήρε απ' το χέρι και με μια δύναμη που δεν θα μπορούσε κανείς να περιμένει απ' αυτόν, τον τράβηξε προς τα πάνω. Get up, Alexey Fyodorovich; he took him by the hand, and with a force one could not have expected from him, pulled him upwards. Κάνετε τη γνωριμία σας με μια κυρία, πρέπει να σηκωθείτε. You are making your acquaintance with a lady, you have to get up. Δεν είναι εκείνος ο Καραμάζοβ, μητερούλα, που... χμ και τα λοιπά, μα ο αδερφός του, διαπρέπων εις αρετάς ταπεινοφροσύνης. It's not that Karamazov, Mother, who... uh, and so on, but his brother, excelling in the virtues of humility. Επιτρέψτε, Αρίνα Πετρόβνα, επιτρέψτε, μητερούλα, επιτρέψτε να σας φιλήσω το χέρι. Let me, Arina Petrovna, let me, Mother, let me kiss your hand.

Και φίλησε το χέρι της γυναίκας του με σεβασμό και μάλιστα με τρυφερότητα. And he kissed his wife's hand respectfully and even tenderly. Η κοπέλα που ήταν κοντά στο παράθυρο γύρισε αγαναχτισμένη την πλάτη σ' αυτή τη σκηνή, το αλαζονικά απορημένο πρόσωπο της συζύγου πήρε ξαφνικά μια ασυνήθιστα στοργική έκφραση. The girl who was near the window turned her back indignantly at this scene, the arrogantly puzzled face of the wife suddenly assumed an unusually affectionate expression.

— Χαίρετε, καθίστε, κύριε Τσερνομάζοβ, είπε αυτή. - "Hello, sit down, Mr. Chernomazov," she said.

— Καραμάζοβ, μητερούλα, Καραμάζοβ (δεν είμαστε δα από τζάκι), ψιθύρισε και πάλι. - Karamazov, mother, Karamazov (we are not from a fireplace), she whispered again.

— Ε, ας είναι Καραμάζοβ ή όπως αλλιώς θέλετε, εγώ πάντα τους έλεγα Τσερνομάζοβ...(Δεν ξέρω βέβαια αν αυτή η παραφθορά του ονόματος είναι τυχαία ή έγινε συνειδητά απ' το συγγραφέα. - Well, let them be Karamazov or whatever you want, I always called them Chernomazov... (I don't know of course if this corruption of the name is accidental or was done consciously by the author. O αναγνώστης ας έχει υπόψη του πως «Τσερνομάζοβ» θα πει «εκείνος που είναι βαμμένος με μαύρο». The reader should bear in mind that "Chernomazov" means "one who is painted black". Όμως το ίδιο θα πει και «Καραμάζοβ» (τούρκικα, καρά = μαύρο). But the same will also mean "Karamazov" (Turkish, karah = black). Σ.τ.Μ.) S.T.M.) Μα καθίστε λοιπόν, γιατί σας σήκωσε αυτός; Είμαι, λέει, κυρία, παράλυτη— έχω πόδια μα πρηστήκανε και γίνανε σαν ασκιά και εγώ αδυνάτισα πολύ. But sit down then, why did he lift you up? He says, madam, I am paralysed; I have legs, but they are swollen and swollen like sheep's feet, and I am very thin. Πρώτα ήμουν τόσο παχιά, μα τώρα λες και έγινα στέκα... I used to be so fat, but now it's like I'm a cue ball...

— Δεν είμαστε δα από τζάκι, δεν είμαστε από τζάκι, εξήγησε ακόμα μια φορά ο λοχαγός. - "We are not from a fireplace, we are not from a fireplace," explained the captain once more.

— Μπαμπά, αχ, μπαμπά, πρόφερε ξαφνικά το κορίτσι με την καμπούρα, που ως τα τώρα καθότανε στην καρέκλα της και δεν έβγαζε λέξη. - "Daddy, oh, daddy," suddenly uttered the girl with the hump, who had been sitting in her chair until now and hadn't said a word.

Έκρυψε το πρόσωπό της στο μαντήλι. She hid her face in the handkerchief.

— Παλιάτσε! - You son of a bitch! σφεντόνισε η κοπέλα που ήταν κοντά στο παράθυρο. slung the girl who was near the window.

— Τις βλέπετε εκεί; άνοιξε τα χέρια της η μητερούλα δείχνοντας τις κόρες. - Do you see them there?The mother opened her hands, pointing to the daughters. Λες και περνάνε σύννεφα. As if clouds were passing by. Σαν περάσουν τα σύννεφα, ξανά το ίδιο βιολί. When the clouds pass, the same violin again. Πρώτα όταν ήμασταν στρατιωτικοί, μας έρχονταν πολλοί τέτοιοι μουσαφίρηδες. First, when we were in the military, we had a lot of these mujahideen. Εγώ, καλέ μου κύριε, δεν δίνω πεντάρα για όλα αυτά. I, my good sir, don't give a damn about all that. Όποιος αγαπάει κάποιον, ας τον αγαπάει, χαλάλι του. Anyone who loves someone, let him love him, damn him. Έρχεται τότε η παπαδιά και μου λέει: ο Αλέξανδρος Αλεξάντροβιτς έχει υπέροχη ψυχή, μα η Ναστάσια, λέει, Πετρόβνα, είναι απόβρασμα της Κόλασης. Then the old lady comes to me and says: Alexander Alexandrovich has a wonderful soul, but Nastasia, she says, Petrovna, is the scum of hell. Ε, της λέω κι εγώ, αυτό πια είναι όπως το πάρεις, όμως εσύ είσαι βρωμιάρα. "Well," I say, "that's as good as it gets, but you're dirty. Και σένα, μου λέει, θα 'πρεπε να σε κάνουνε δούλα. And you, he says, they should make you a slave. Αχ, βρε μαύρη, της λέω, εσύ ποιον ήρθες δω χάμου να δασκαλέψεις; Εγώ, μου λέει, αφήνω να μπει στο δωμάτιο καθαρός αέρας και συ αφήνεις να μπει βρώμικος. Ah, you black woman, I say to her, whom have you come here to teach? I, she says, I let fresh air into the room and you let dirty air in. Ρώτα, της λέω, όλους τους κυρίους αξιωματικούς, αν έχω ή δεν έχω καθαρόν αέρα. Ask, I say to her, all the gentlemen officers, whether I have or have not clean air. Όμως τούτη η κουβέντα τόσο πολύ μου καρφώθηκε στο κεφάλι που τις προάλλες, καθώς καθόμουνα δω πέρα όπως και τώρα, βλέπω να μπαίνει ο στρατηγός που ήρθε δω πέρα το Πάσχα: Τι λέτε, του είπα, Εξοχότατε, επιτρέπεται τάχα σε μια καθωσπρέπει κυρία ν' αφήνει να μπει στο δωμάτιο αέρας του δρόμου; Ναι, μ' απαντάει, θα 'πρεπε ν' ανοίξετε το παράθυρο ή την πόρτα και τούτο μόνο και μόνο γιατί ο αέρας δω μέσα δεν είναι φρέσκος. But this talk is so much on my mind that the other day, as I was sitting here as I am now, I see the general who came here at Easter come in: What do you say, I said to him, Your Excellency, is a lady of propriety allowed to let street air into the room? Yes, he replied, you should open the window or the door, and that only because the air in here is not fresh. Έτσι λένε όλοι τους! That's what they all say! Όμως τι τους έφταιξε ο αέρας μου; Οι πεθαμένοι βρωμάνε ακόμα χειρότερα. But what did my air do to them? Dead people stink even worse. Εγώ, τους λέω, δε βρωμίζω τον αέρα σας, μα θα βάλω το καπέλο μου και θα φύγω. I say to them, I don't pollute your air, but I'll put on my hat and go. Πατερούλη, περιστεράκια μου, μην την μαλώνετε τη μάνα σας! Papa, my little doves, don't scold your mother! Νικολάι Ίλιτς, πατερούλη μου, μήπως τάχα σε λύπησα; Μα έναν μονάχα έχω και γω, τον Ηλιούσετσκα που 'ρχεται απ' το σχολείο και μ' αγαπάει. Nikolai Ilyich, my father, have I made you sad? But I have only one, Eliushchka, who comes from school and loves me. Χτες μου 'φερε ένα μήλο. Yesterday he brought me an apple. Συγχωρέστε, πατερούληδες, συγχωρέστε, περιστεράκια μου, την γκαρδιακή σας μάνα, συχωρέστε με και είμαι ολομόναχη που σιχαθήκατε τον αέρα μου! Forgive me, paterfamilias, forgive me, my little doves, your guardian mother, forgive me and I am all alone that you are sick of my air!

Και η φτωχή τρελή μάνα ξαφνικά ξέσπασε σε λυγμούς. And the poor crazy mother suddenly burst into tears. Τα δάκρια έτρεχαν ποτάμι. The tears were flowing like a river. O λοχαγός έτρεξε κοντά της. The captain ran to her.

— Μητερούλα, μητερούλα, καλή μου, φτάνει, φτάνει! - Mother, Mother, Mother, my dear, enough, enough! Δεν είσαι μονάχη. You are not alone. Όλοι σ' αγαπάνε, όλοι σε λατρεύουν! Everybody loves you, everybody adores you!

Κι άρχισε πάλι να φιλάει και τα δυο της χέρια και να τη χαϊδεύει απαλά στο πρόσωπο. And he started kissing both of her hands again and gently stroking her face.

Άρπαξε ύστερα την πετσέτα κι άρχισε να της σκουπίζει τα δάκρυά· του Αλιόσα του φάνηκε μάλιστα πως κι αυτός ο ίδιος είχε δακρύσει. Then he grabbed the towel and began to wipe her tears; it seemed to Aliosha that he himself had been in tears.

— Λοιπόν; Τα είδατε; Τ' ακούσατε; γύρισε κάπως ερεθισμένος προς το μέρος του Αλιόσα κι έδειχνε με το χέρι τη «φτωχή τρελή». - So? Did you see them? Did you hear them?" he turned, somewhat irritated, towards Aliosha, and pointed to the "poor madwoman" with his hand.

— Βλέπω κι ακούω, μουρμούρισε ο Αλιόσα. - I see and I hear, Aliosha muttered.

— Μπαμπά, μπαμπά! Δεν πιστεύω να...

— Παράτα τον, μπαμπά! - Leave him alone, Dad! φώναξε ξαφνικά το αγοράκι κι ανασηκώθηκε. the little boy suddenly cried and stood up.

Κοίταξε με φλογερό βλέμμα τον πατέρα του. He looked at his father with fiery eyes.

— Φτάνουν επιτέλους τα καραγκιοζιλίκια. - Enough of this clowning around. Φτάνουν τ' ανόητα καμώματά σας που δεν καταλήγουν ποτέ σε τίποτα! Enough of your silly antics that never amount to anything! φώναξε απ' τη γωνιά της η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, που 'χε θυμώσει πια εντελώς, και χτύπησε μάλιστα το πόδι της στο πάτωμα. cried Barbara Nikolayevna from her corner, who was now quite angry, and even stamped her foot on the floor.

— Τούτη τη φορά παραφέρεστε μ' όλο σας το δίκιο, Βαρβάρα Νικολάγιεβνα, και θα σας ικανοποιήσω εν τω άμα. - This time, Barbara Nikolayevna, this time you are going too far with all your right, and I will satisfy you in a moment. Λοιπόν, ευπειθέστατα σας παρακαλώ, βάλτε το καπελάκι σας, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και γω θα πάρω το κασκέτο μου και πάμε. Well, I humbly beg you to put on your little hat, Alexey Fyodorovich, and I will take my hat and go. Πρέπει να σας πω κάτι σπουδαίο, μα έξω απ' αυτούς τους τοίχους. I have to tell you something important, but outside these walls. Αυτή εδώ η κοπέλα, που κάθεται εκεί, είναι η κόρη μου, η Νίνα Νικολάγιεβνα (ξέχασα να σας τη συστήσω), άγγελος ενσαρκωμένος... που κατέβηκε στους θνητούς... δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε... This girl, sitting there, is my daughter, Nina Nikolayevna (I forgot to introduce her), an angel incarnate... who descended to mortals... I don't know if you understand...

— Κοίτα τον πώς τρέμει, λες κι έχει σπασμούς, εξακολουθούσε να λέει αγαναχτισμένη η Βαρβάρα Νικολάγιεβνα. - Look at him shaking, as if he were having convulsions, Barbara Nikolayevna continued to say indignantly.

— Κι αυτή εδώ, που τώρα μόλις μου χτυπάει το πόδι της και με αποκάλεσε παλιάτσο, είναι κι αυτή άγγελος ενσαρκωμένος και με το δίκιο της με είπε όπως με είπε. - And this one, who is just now tapping her foot and calling me a clown, is also an angel incarnate and rightly called me what she said. Όμως πάμε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, πρέπει να τελειώνουμε... But come on, Alexei Fyodorovich, we must get on with it...

Κι αρπάζοντας τον Αλιόσα απ' το χέρι τον έβγαλε απ' το δωμάτιο. And grabbing Alyosha by the hand, he took him out of the room.