×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 4. ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΣΠΑΡΑΓΜΟΙ: I. Ο πάτερ Θεράπων

4. ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΣΠΑΡΑΓΜΟΙ: I. Ο πάτερ Θεράπων

O Αλιόσα σηκώθηκε νωρίς το πρωί προτού φέξει. O στάρετς ξύπνησε κι ένιωθε πολύ αδυνατισμένος, ζήτησε όμως να τον πάνε σε μια πολυθρόνα. Είχε όλη του την πνευματική διαύγεια. Το πρόσωπό του, αν και ήταν εξαιρετικά κουρασμένο, φαινόταν ανέφελο, σχεδόν χαρούμενο και το βλέμμα του εύθυμο, ευπροσήγορο, συμπαθητικό.

— Ίσως να μην την βγάλω αυτήν τη μέρα, είπε στον Αλιόσα. Ύστερα θέλησε χωρίς αργοπορία να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει... Πνευματικός του ήταν ο πάτερ Παΐσιος. Όταν τέλειωσαν τα δυο μυστήρια άρχισε το ευχέλαιο. Μαζεύτηκαν οι ιερομόναχοι, το κελί γέμισε σιγά σιγά απ' τους ανθρώπους της σκήτης. Όταν ξημέρωσε πια άρχισαν να φτάνουν κι απ' το μοναστήρι. Όταν τέλειωσε η λειτουργία, ο στάρετς θέλησε να τους αποχαιρετήσει και τους φίλησε όλους. Επειδή το κελί ήταν στενάχωρο, όσοι ήρθαν πρώτοι βγαίνανε για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους άλλους. O Αλιόσα στεκόταν δίπλα στον στάρετς, που 'χε καθίσει και πάλι στην πολυθρόνα. Μίλαγε και δίδασκε όσο μπορούσε. Η φωνή του, αν και αδύνατη, ήταν ακόμα αρκετά σταθερή.

— Τόσα χρόνια σας έλεγα διδαχές, τόσα χρόνια σας μιλούσα, κι έτσι το πήρα συνήθειο να μιλάω, και μιλώντας να σας διδάσκω, τόσο που θα μου ήταν ίσως πιο δύσκολο να σωπαίνω παρά να μιλάω, καλοί μου πατέρες κι αδερφοί μου, ακόμα και τώρα που είμαι τόσο αδυνατισμένος, αστειεύτηκε κοιτάζοντας με τρυφερότητα εκείνους που είχαν μαζευτεί κοντά του.

O Αλιόσα διατήρησε στη μνήμη του μερικά από εκείνα που είπε τότε. Όμως, αν και μίλαγε καθαρά και με φωνή αρκετά σταθερή, η ομιλία του ήταν κάπως ασύνδετη. Μιλούσε για πολλά πράματα, λες και ήθελε να τα πει όλα, όλα να τα εκφράσει για μιαν ακόμα φορά, πριν έρθει η ώρα του θανάτου, να πει όλα εκείνα που δεν αποτέλειωσε στη ζωή του, κι αυτό δεν το 'κανε μονάχα για να διδάξει, μα σάμπως να 'θελε να μοιραστεί τη χαρά και τον ενθουσιασμό του με όλους, ν' ανοίξει για μιαν ακόμα φορά την καρδιά του όσο ήταν ζωντανός...

«Αγαπάτε αλλήλους, πατέρες μου», δίδασκε ο στάρετς (απ' όσο θυμόταν αργότερα ο Αλιόσα). «Αγαπάτε τον κοσμάκη του θεού. Δεν είμαστε δα αγιότεροι εμείς απ' αυτούς που ζουν μες στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε δω πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους, μα απεναντίας, ο καθένας που 'ρθε δω, μ' αυτή και μόνο την πράξη του απόδειξε πως παραδέχεται τον εαυτό του χειρότερον από κάθε άλλον που έμεινε στον κόσμο... Κι όσο περισσότερο θα ζει μοναχός μες στο κελί του, τόσο πιο πολύ αισθητό και συνειδητό θα πρέπει να του γίνεται αυτό. Γιατί, αν αυτό δεν γίνει, τότε άδικα ήρθε δω πέρα. Και μόνο τότε θα επιτευχθεί ο σκοπός της ένωσής μας. όταν όχι μονάχα παραδεχτεί πως είναι χειρότερος απ' όλους τους κοσμικούς μα και πως είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπους για όλα όσα γίνονται, για όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες, τις παγκόσμιες και τις ατομικές. Γιατί να ξέρετε, καλοί μου, πως ο καθένας από μας είναι αναμφισβήτητα ένοχος για όλους και για το κάθε τι πάνω στη γη, όχι μονάχα μέτοχος του γενικού παγκόσμιου αμαρτήματος, μα και προσωπικά ένοχος για τις πράξεις όλων των ανθρώπων και του καθενός χωριστά που ζει σε τούτη τη γη. Γιατί αυτή η συνείδηση είναι το στεφάνωμα της ζωής του μοναχού, μα και κάθε άλλου ανθρώπου. Γιατί οι μοναχοί δεν είναι τίποτα διαφορετικοί άνθρωποι μα είναι εκείνο που θα 'πρεπε να 'ταν κι όλοι οι άλλοι επί της γης. Μονάχα τότε η καρδιά μας θα γίνει άξια να περικλείσει την ατέλειωτη, την οικουμενική, την άσβεστη αγάπη. Τότε ο καθένας από σας θα μπορεί ν' αποχτήσει ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη του και να ξεπλύνει με τα δάκριά του τ' αμαρτήματα του κόσμου ... O καθένας σας ας αγρυπνεί πάνω απ' την ίδια του την καρδιά κι ας εξομολογείται ακατάπαυστα στον εαυτό του. Μη φοβάστε τα κρίματά σας ακόμα κι όταν τα συνειδητοποιήσετε. Φτάνει να μετανοείτε, μα μη θέτετε όρους στο Θεό. Και πάλι σας το λέω, μην περηφανεύεστε. Μην περηφανεύεστε ούτε μπροστά στους μικρούς ούτε μπροστά στους μεγάλους. Μη μισείτε εκείνους που σας αποδιώχνουν, που σας λοιδορούν, που σας βρίζουν, που σας συκοφαντούν. Μη μισείτε τους αθεϊστές, τους δάσκαλους του κακού, τους υλιστές, ακόμα και τους μοχθηρούς απ' αυτούς όχι μονάχα τους αγαθούς, γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί αγαθοί και ιδιαίτερα στην εποχή μας. Να τους μνημονεύετε στις προσευχές σας και να λέτε: Σώσον, Κύριε, εκείνους που δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί για χάρη τους, σώσον κι εκείνους που δεν θέλουν να σου απευθύνουν προσευχές. Και να προσθέτετε αμέσως: Δε σε παρακαλώ, Θεέ μου, από περηφάνεια γιατί και γω ουτιδανός είμαι, πολύ περισσότερο όλων των άλλων... Αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού, μην αφήνετε να σας πάρουν το ποίμνιο οι ξένοι, γιατί αν ολιγωρήσετε ραθυμούντες και γίνετε περήφανοι κι ακατάδεχτοι ή ακόμα χειρότερα αν γίνετε ιδιοτελείς, τότε θα 'ρθουν απ' όλες τις χώρες και θα σας υφαρπάσουν το ποίμνιό σας. Εξηγείτε ακούραστα στο λαό το Ευαγγέλιο... Μην είστε φιλοχρήματοι... Το ασήμι και το χρυσάφι μην το αγαπάτε, μην προσκολλείσθε σ' αυτά... Πάντα να έχετε πίστη και να κρατάτε γερά τη σημαία μας. Ψηλά να την υψώσετε...»

Για να λέμε την αλήθεια, ο στάρετς μίλαγε πιο ασύνδετα απ' όσο τα είπαμε δω κι απ' όσο τα 'γραψε αργότερα ο Αλιόσα. Μερικές φορές σώπαινε ολότελα, λες και συγκέντρωνε δυνάμεις, μα λαχάνιαζε σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Όλοι τον άκουγαν με κατάνυξη, αν και πολλοί απορούσανε με τα λόγια του που, τους φαίνονταν εντελώς σκοτεινά... Αργότερα θυμηθήκανε όλα εκείνα τα λόγια. Όταν ο Αλιόσα βγήκε μια στιγμή από το κελί, έμεινε κατάπληκτος με τη γενική ταραχή και την αναμονή εκείνων που είχαν μαζευτεί μέσα στο κελί κι εκείνων που συνωστίζονταν εκεί γύρω. Άλλοι περίμεναν τρομερά ανήσυχοι κι άλλοι με κάποιο επίσημο ύφος. Όλοι περίμεναν πως αμέσως κάτι μεγάλο θα συμβεί μόλις: ο στάρετς κλείσει τα μάτια του. Από μιαν άποψη αυτή η αναμονή είχε κάτι το επιπόλαιο, όμως ακόμα και οι πιο αυστηροί γέροντες δεν τα κατάφερναν να την αποτινάξουν από πάνω τους. Την πιο αυστηρή έκφραση την είχε το πρόσωπο του ιερομόναχου πάτερ Παΐσιου. O Αλιόσα βγήκε απ' το κελί μόνο και μόνο γιατί του είπε κρυφά ένας καλόγερος πως τον θέλει ο Ρακίτιν για να του δώσει ένα γράμμα από την κυρία Χοχλάκοβα. Του γνωστοποιούσε μια πολύ περίεργη είδηση που ήταν και καταπληκτικά επίκαιρη. Είχε γίνει το εξής:

Χτες, ανάμεσα στις πιστές γυναίκες του λαού που ήρθαν να προσκυνήσουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του, ήταν και μια γριούλα από την πολιτεία, η Προχόροβνα, χήρα υπαξιωματικού. Είχε ρωτήσει τον στάρετς αν μπορούσε να μνημονέψει το γιόκα της, τον Βάσενκα, που 'χε μετατεθεί μακριά στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ, και που 'χε να της γράψει ένα χρόνο. Μπορούσε να τον μνημονέψει στην εκκλησία σαν να 'τανε νεκρός; O στάρετς απάντησε αυστηρά και της το απαγόρεψε, λέγοντας πως ένα τέτοιο μνημόσυνο καταντάει μαγγανεία. Όμως τη συγχώρεσε γιατί εκείνη δεν το 'ξερε και είχε προσθέσει, «λες και διάβαζε στο βιβλίο του μέλλοντος» (έτσι εκφραζόταν η κυρία Χοχλάκοβα στο γράμμα της) τούτα τα παρηγορητικά λόγια: πως ο γιος της ο Βάσια είναι σίγουρα ζωντανός και πως ή ο ίδιος θα 'ρθει σύντομα κοντά της ή θα στείλε·, γράμμα, κι αυτή να πάει στο σπίτι της και να περιμένει. «Και τι νομίζετε;» πρόσθετε ενθουσιασμένη η κυρία Χοχλάκοβα, «η προφητεία πραγματοποιήθηκε επί λέξει και κάτι παραπάνω μάλιστα. Μόλις η γριούλα γύρισε στο σπίτι της, της δώσανε το γράμμα απ' τη Σιβηρία, που 'χε έρθει κιόλας πριν από λίγην ώρα. Και δεν ήταν αυτό μονάχα: Στο γράμμα που στάλθηκε απ' το Αικατερίνμπουργκ, ο Βάσια πληροφορούσε τη μητέρα του πως έρχεται κι ο ίδιος στη Ρωσία, γυρίζει μ' έναν υπάλληλο και πως ύστερα από τρεις βδομάδες πάνω κάτω μετά τη μέρα που θα φτάσει τούτο το γράμμα "ελπίζει να σφίξει τη μητέρα του στην αγκαλιά του”». Η κυρία Χοχλάκοβα παρακαλούσε θερμά κι επίμονα τον Αλιόσα να γνωστοποιήσει αμέσως τούτο «το νέο θαύμα της προφητείας» στον ηγούμενο και σ' όλη την αδελφότητα: «αυτό πρέπει όλοι, όλοι να το μάθουν!» αναφωνούσε τελειώνοντας το γράμμα της. Το γράμμα είχε γραφτεί βιαστικά, η ταραχή εκείνης που το 'γραψε διακρινόταν στην κάθε του αράδα. Μα δεν ήταν πια ανάγκη να το πει ο Αλιόσα στην αδελφότητα, γιατί όλοι το 'χαν μάθει κιόλας: ο Ρακίτιν, στέλνοντάς του τον καλόγερο, τον επιφόρτισε να «ανακοινώσει και στον αιδεσιμότατο πατέρα Παΐσιο πως αυτός, ο Ρακίτιν, έχει κάτι να του πει, κάτι που είναι τόσο σπουδαίο, ώστε ούτε λεπτό δεν τολμάει να το αναβάλει κι όσο για το θάρρος που 'χει να τον ανησυχεί, του ζητάει ταπεινότατα συγνώμη». Επειδή ο καλόγερος μεταβίβασε την παράκληση του Ρακίτιν πρώτα στον πατέρα Παΐσιο και ύστερα στον Αλιόσα, αυτός γύρισε στην θέση του —δεν είχε παρά να δώσει το γράμμα στον πατέρα Παΐσιο σαν αποδεικτικό στοιχείο μονάχα. Και νά που κι αυτός ακόμα ο αυστηρός και δύσπιστος άνθρωπος, αφού διάβασε σμίγοντας τα φρύδια του την είδηση του «θαύματος», δεν μπόρεσε να συγκρατήσει εντελώς κάποιαν εσωτερική του συγκίνηση. Τα μάτια του λάμψανε, τα χείλη του χαμογέλασαν κάπως επίσημα και με κάποια σημασία.

— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! άφησε να του ξεφύγει σαν άθελά του.

— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! επαναλάμβαναν γύρω του οι καλόγεροι.

Μα ο πάτερ Παΐσιος ξανάσμιξε τα φρύδια του και τους παρακάλεσε όλους να μην το πουν σε κανέναν προς το παρόν, «έως ότου επιβεβαιωθεί θετικώς, διότι οι κοσμικοί διακρίνονται δι' εξαιρετικήν επιπολαιότητα· άλλωστε το περιστατικό τούτο δύναται να είναι κι εντελώς φυσικό», πρόσθεσε προνοητικά, λες και ήθελε να 'χει ήσυχη τη συνείδησή του και σχεδόν χωρίς κι ο ίδιος να πιστεύει σε τούτη την επιφύλαξη, κι αυτό το κατάλαβαν πολύ καλά εκείνοι που τον άκουγαν.

Φυσικά, εκείνη την ίδια ώρα το «θαύμα» μαθεύτηκε σ' όλο το μοναστήρι. Το μάθανε ακόμα και πολλοί πιστοί που 'χαν έρθει στη λειτουργία. Περισσότερη εντύπωση απ' όλους, καθώς φαίνεται, τούτη η είδηση είχε κάνει στον καλόγερο που 'χε έρθει την προηγούμενη μέρα απ' τον «άγιο Σίλβεστρο», από 'να μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, στον μακρινό Βορρά. Ήταν εκείνος που χτες είχε προσκυνήσει τον στάρετς τη στιγμή που βρισκόταν στη σκήτη και η Χοχλάκοβα και δείχνοντάς του τη «θεραπευμένη» κόρη της τον είχε ρωτήσει μ' ένα ύφος γεμάτο νόημα: «Πώς τολμάτε να κάνετε κάτι τέτοια; »

Τώρα τα 'χε χάσει σχεδόν και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Χτες το βράδι είχε επισκεφτεί στο μοναστήρι τον πατέρα Θεράποντα, στο ιδιαίτερο κελί του πίσω απ' τον μελισσώνα. Αυτή η συνάντηση τον κατέπληξε και του 'κανε εξαιρετική και τρομερή εντύπωση. Τούτο: ο γέρος, ο πάτερ Θεράπων, ήταν εκείνος ο υπέργηρος καλόγερος, ο μεγάλος νηστευτής και «σιωπητής», που γι' αυτόν είπαμε και παραπάνω πως ήταν αντίπαλος του στάρετς Ζωσιμά και γενικά όλου του θεσμού των στάρετς που τον θεωρούσε βλαβερό και κούφιο νεωτερισμό. Αυτός ο αντίπαλος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος, αν και σαν «σιωπητής» δεν έλεγε σε κανέναν σχεδόν ούτε λέξη. Και ήταν επικίνδυνος γιατί πολλοί απ' την αδελφότητα είχαν πάρει το μέρος του και πολλοί απ' τους πιστούς που έρχονταν στο μοναστήρι τον θεωρούσαν μεγάλον ασκητή και δίκαιο, παρ' όλο που το αναγνώριζαν πως ήταν «πτωχός τω πνεύματι». Μα ακριβώς αυτή του η ιδιότητα ήταν που τους γοήτευε. O πάτερ Θεράπων δεν πήγαινε ποτέ στον στάρετς Ζωσιμά. Αν και ζούσε στη σκήτη δεν τον ενοχλούσαν και πολύ με τους κανονισμούς της κι αυτό γιατί φερόταν πραγματικά σαν «πτωχός τω πνεύματι». Ήταν κάπου εβδομηνταπέντε χρονώ, αν όχι παραπάνω, και ζούσε πίσω απ' τον μελισσώνα της σκήτης, σ' ένα παλιό, ξύλινο, σχεδόν γκρεμισμένο κελί, που 'χε χτιστεί στα πολύ παλιά χρόνια, τον προηγούμενο ακόμα αιώνα, για έναν άλλον μεγάλο ασκητή και σιωπητή, τον πατέρα Ιωνά, που πέθανε εκατόν πέντε χρονώ και που για τους άθλους του ακόμα και σήμερα κυκλοφορούσαν στο μοναστήρι μα και σ' όλη την περιφέρεια πολύ περίεργες αφηγήσεις. Εφτά χρόνια πριν, ο πάτερ Θεράπων τα 'χε καταφέρει τέλος να τον αφήσουν να ζήσει σ' αυτό το ξεμοναχιασμένο κελί, που ήταν μια σκέτη ίζμπα μα που έμοιαζε πολύ με παρεκκλήσι, γιατί είχε μέσα πάρα πολλά εικονίσματα, τάματα των πιστών. Μπροστά τους έκαιγαν πάντοτε καντήλια, κι αυτά τάματα των πιστών. Κι ο πάτερ Θεράπων βρισκόταν εκεί για να προσέχει και ν' ανάβει τούτα τα καντήλια. Έτρωγε, καθώς λέγανε (και ήταν αλήθεια) μονάχα δυο φούντια ψωμί στις τρεις μέρες, ποτέ περισσότερο. Αυτό το ψωμί του το 'φερνε ο μελισσοκόμος, που καθόταν εκεί κοντά, κάθε τρεις μέρες κι ακόμα και σ' αυτόν σπάνια έλεγε δυο λόγια. Αυτά τα τέσσερα φούντια ψωμί, μαζί με το μικρό πρόσφορο που του 'στελνε κάθε Κυριακή ο ηγούμενος, υστέρα απ' την λειτουργία, ήταν όλο κι όλο το φαΐ της βδομάδας του. Όσο για το νερό της στάμνας του το ανανέωναν κάθε μέρα. Στην πρωινή λειτουργία πήγαινε σπάνια. Οι προσκυνητές τον βλέπανε καμιά φορά να προσεύχεται γονατιστός όλη μέρα, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά γύρω του. Κι αν καμιά φορά έπιανε κουβέντα μαζί τους, ήταν σύντομος, έλεγε πράγματα ασύνδετα και παράξενα και σχεδόν πάντα αγροίκα. Υπήρχαν όμως πολύ σπάνιες περιπτώσεις που συζητούσε κι αυτός με τους επισκέπτες. Μα τις πιο πολλές φορές πρόφερε μονάχα κάποια παράξενη λέξη που έμενε πάντοτε για τον άλλον ένα αίνιγμα και ύστερα απ' αυτό, όσο και να τον παρακαλούσαν, δεν έδινε πια καμιάν εξήγηση. Βαθμό δεν είχε κανέναν, ήταν απλός καλόγερος. Κυκλοφορούσε μια παράξενη φήμη, πιστευτή εδώ που τα λέμε μονάχα απ' τους πολύ αμόρφωτους, πως ο πάτερ Θεράπων επικοινωνεί με τα επουράνια πνεύματα και μονάχα μ' αυτά κουβεντιάζει. Γι' αυτό και δε μιλάει με τους ανθρώπους. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ, που πήγε να τον βρεί στον μελισσώνα σύμφωνα με τις υποδείξεις του μελισσοκόμου, που ήταν κι αυτός ένας σιωπηλός και σκυθρωπός μοναχός, τράβηξε προς τη γωνιά της μάντρας όπου βρισκόταν το κελί του πατέρα Θεράποντα. O φύλακας τον είχε προειδοποιήσει:

— Εσένα που είσαι ξένος ίσως θελήσει να σου μιλήσει, μα ίσως και να μην πετύχεις τίποτα.

Όπως το διηγόταν αργότερα ο ίδιος, πλησίασε το κελί του τρομαγμένος. Ήταν πια αρκετά αργά. O πάτερ Θεράπων καθόταν στην πόρτα πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνί. Από πάνω του θροούσανε σιγαλά τα φύλλα μιας πελώριας γέρικης φτελιάς. Άρχιζε η βραδινή ψύχρα. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ έπεσε στα γόνατα μπροστά στον μακάριο και του ζήτησε την ευλογία του.

— Θέλεις να πέσω και γω μπροστά σου, καλόγερε; είπε ο πάτερ Θεράπων. Σήκω απάνω!

O καλόγερος σηκώθηκε.

— Με την ευλογία σου να βλογηθείς· κάτσε δω δίπλα. Από πού μας ήρθες;

Εκείνο που 'κανε μεγάλη εντύπωση στον καημένο τον καλόγερο ήταν που ο πάτερ Θεράπων, παρ' όλη του τη μεγάλη νηστεία κι όντας τόσο γέρος πια, φαινόταν δυνατός ακόμα, ψηλός, με στητή κορμοστασιά, δεν έσκυβε καθόλου, το πρόσωπό του αν και ισχνό ήταν γεμάτο υγεία και φρεσκάδα. Είχε αθλητικό παράστημα και είχε διατηρήσει ακόμα μια μεγάλη σωματική δύναμη. Πάρ' όλα τα τόσα του χρόνια, τα πλούσια μαλλιά του και τα γένια του, που ήταν άλλοτε μαύρα, δεν είχαν ασπρίσει ακόμα ολότελα. Τα μεγάλα του σταχτιά, φωτεινά μάτια ήταν πολύ πεταχτά, έτσι που προξενούσαν εντύπωση σε κείνους που τον έβλεπαν. Μιλώντας τόνιζε υπερβολικά τα «O». Φορούσε ένα μακρύ κοκκινωπό ράσο από χοντροκομμένο πανί, που το λέγανε άλλοτε «πανί των κατάδικων» και ήταν ζωσμένος μ' ένα χοντρό σκοινί. O λαιμός και το στήθος του ήταν γυμνά. Μια χοντροκομμένη πουκαμίσα, που 'χε μαυρίσει σχεδόν γιατί δεν την έβγαζε για μήνες από πάνω του, φαινόταν κάτω απ' το ράσο. Λέγανε πως κάτω απ' το ράσο είχε τυλιγμένες στο κορμί του αλυσίδες, που ζυγίζανε τριάντα φούντια. Στα γυμνά του πόδια φόραγε κάτι παλιά, σχεδόν διαλυμένα παπούτσια.

— Είμαι απόνα μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, απ' τον Άγιο Σίλβεστρο, απάντησε ταπεινά ο καλόγερος και τον εξέταζε με τα περίεργα αν και κάπως τρομαγμένα μάτια του.

— Ήμουνα και στο Σίλβεστρό σου. Έζησα εκεί πέρα. Καλά είναι ο Σίλβεστρος;

O καλόγερος κόμπιασε.

— Ανόητοι άνθρωποι που είστε! Τι νηστεία κρατάτε;

— Η δίαιτά μας είναι κανονισμένη έτσι, σύμφωνα με τις αρχαιότατες συνήθειες της σκήτης. Τη σαρακοστή, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, δεν στρώνουμε τραπέζι. Την Τρίτη και την Πέμπτη οι αδελφοί τρώνε άσπρο ψωμί, μελόσουπα, βατόμουρα ή λάχανο τουρσί κι ακόμα χυλό από αλεύρι βρόμης. Το Σάββατο λαχανόσουπα, αρακά, πιλάφι με σάλτσα, όλα με λάδι. Την Κυριακή, μαζί με τη λαχανόσουπα, ψάρι παστό και πιλάφι. Τη Μεγάλη Βδομάδα, απ' τη Δευτέρα ως το Σάββατο το βράδι, δηλαδή έξι μέρες, ψωμί με νερό και χόρτα άβραστα, κι αυτό με εγκράτειά· κι αυτό πάλι όχι κάθε μέρα αλλά όπως την πρώτη βδομάδα. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν πρέπει τίποτα να φάμε και το Μεγάλο Σάββατο ως τις τρεις η ώρα τίποτα δεν πρέπει πάλι να βάλουμε στο στόμα μας. Στις τρεις μπορούμε να φάμε μια μπουκιά ψωμί με νερό και να πιούμε μια κούπα κρασί. Τη Μεγάλη Πέμπτη τρώμε χόρτα βραστά χωρίς λάδι και πίνουμε λίγο κρασί. Γιατί και στη Σύνοδο ακόμα της Λαοδικείας αναφέρονται τα εξής περί της Μεγάλης Πέμπτης: «Εάν η νηστεία δεν κρατηθεί την τελευταία εβδομάδα της σαρακοστής και καταλυθεί την Πέμπτη, τότε κι όλη η σαρακοστή θεωρείται μαγαρισμένη». Νά πώς είναι κανονισμένα σε μας. Μα τι είναι αυτά αν τα συγκρίνει κανείς με σας, μεγάλε πάτερ, πρόσθεσε ο καλόγερος παίρνοντας θάρρος, που ολάκερο το χρόνο, ακόμα και το Άγιο Πάσχα, τρέφεστε μονάχα με ψωμί και νερό και το ψωμί που έχουμε εμείς για δυο μέρες σεις το ξοδεύετε σε μια βδομάδα. Αληθώς είναι θαυμαστή τούτη η μεγάλη σας εγκράτεια.

— Και τα μανιτάργκια; ρώτησε ξαφνικά ο πάτερ Θεράπων με βαριά προφορά.

— Τα μανιτάρια;

— Ναίσκε. Θα τους το χαρίσω το ψωμί τους, καθόλου δε μου χρειάζεται, μπορώ και μέσα στο δάσος να ζω· κι εκεί θα ζήσω με τα μανιτάργκια ή τα βατόμουρα. Όμως αυτοί εδώ πέρα δεν μπορούν να το παρατήσουν το ψωμί, θα πει λοιπόν πως ο διάολος τους κρατάει γερά. Τώρα οι μαγαρισμένοι λένε πως δεν υπάρχει λόγος να νηστεύει κανείς τόσο πολύ. Τούτη η σκέψη τους είναι αλαζονική και ακάθαρτη.

— Αχ, αλήθεια, έτσι είναι, αναστέναξε ο καλόγερος.

— Τους διαόλους τους είδες, που είναι σκαρφαλωμένοι πάνω τους; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων.

—Σε ποιους απάνω; ζήτησε να μάθει δειλά ο καλόγερος.

— Είχα πάει πέρσι στην Πεντηκοστή στου ηγούμενου κι από τότε δεν ξαναπήγα. Είδα ένα διαολάκι να κάθεται στα δάχτυλα του ενός. άλλο να κρύβεται κάτω απ' το ράσο, μονάχα τα κερατάκια του ξεπετάγονταν. Ένα άλλο πάλι είχε μπει στην τσέπη ενός καλόγερου κι από εκεί κρυφοκοίταζε, τα μάτια του ήταν ζωηρά, μα εμένα με φοβόταν. Ένα θρονιάστηκε στην κοιλιά κάποιου άλλου, μέσα στο βρωμερό στομάχι του. Άλλο πάλι γαντζώθηκε απ' το λαιμό κάποιου τρίτου κι εκείνος το κουβαλάει και δεν το βλέπει.

— Εσείς... τα βλέπετε; ρώτησε ο καλόγερος.

— Βλέπω, σου λέω, όλα τα βλέπω. Όταν έφευγα απ' του ηγουμένου βλέπω έναν που πήγε να κρυφτεί πίσω απ' την πόρτα, γιατί με φοβήθηκε. Και ήταν πρώτο μπόι, μιάμιση πήχη ψηλός, και η ουρά του ήταν χοντρή, καφετιά, μακριά. Το λοιπόν, η άκρη της ουράς του πιάστηκε στη χαραμάδα της πόρτας, μα εγώ «στάσου και θα δεις τώρα», σφάλιξα άξαφνα την πόρτα και του μάγκωσα για τα καλά την ουρά. Άρχισε να ουρλιάζει, να χτυπιέται, μα εγώ έκανα από πάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές και τον αποσταύρωσα. Ψόφησε εκεί πέρα σαν αράχνη που την πατάς. Τώρα θα πρέπει να 'χει σαπίσει εκεί στη γωνιά· βρωμάει, όμως εκείνοι δεν τον βλέπουν, δεν τον μυρίζονται. Ένας χρόνος είναι που δεν πάω εκεί πέρα. Στα λέω σένα μόνο και μόνο γιατί είσαι ξένος.

— Τρομερά είναι τα λόγια σας! Όμως για πέστε μου, μεγάλε και μακάριε, —ο καλόγερος έπαιρνε όλο και περισσότερο θάρρος—, είναι αλήθεια εκείνο που λένε για σας, ακόμα και στους μακρινούς τόπους, πως τάχα έχετε αδιάκοπη επικοινωνία με το Άγιο Πνεύμα;

— Καμιά φορά του 'ρχεται και κατεβαίνει.

— Πώς κατεβαίνει; Πώς είναι;

— Πουλί.

— Το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς;

— Αυτό που λες είναι το Άγιο Πνεύμα, τούτο που λέω γω είναι το Αγιόπνεμα. Το Αγιόπνεμα είναι άλλο πράμα, μπορεί να κατέβει και σαν άλλο πουλί: καμιά φορά σαν χελιδόνι, άλλοτε σαν καρδερίνα κι άλλοτε πάλι σαν μελισσοφάγος.

— Και πώς το ξεχωρίζετε από 'ναν σκέτο μελισσοφάγο;

— Μιλάει.

— Πώς μιλάει δηλαδή, σε τι γλώσσα;

— Ανθρώπινη.

— Και τι σας λέει;

— Να, σήμερα με ειδοποίησε πως θα μ' επισκεφτεί ένας βλάκας και θα μου κάνει ανόητες ερωτήσεις. Πολλά ζητάς να μάθεις καλόγερέ μου.

— Τρομερά είναι τα λόγια σας, πανιερότατε και πανοσιότατε πάτερ, έλεγε ο καλόγερος κουνώντας το κεφάλι του.

Εδώ που τα λέμε, στα τρομαγμένα του ματάκια φάνηκε και κάποια δυσπιστία.

— Το βλέπεις τούτο το δέντρο; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων αφού σώπασε λίγο.

— Το βλέπω, πανοσιότατε πάτερ.

— Εσύ νομίζεις πως είναι φτελιά, μα εγώ σου λέω πως είναι άλλο πράμα.

— Σαν τι λοιπόν; ρώτησε ο καλόγερος και περίμενε με σεβασμό την απάντηση.

— Τούτο γίνεται τη νύχτα. Βλέπεις κείνα τα δυο κλαδιά; Τη νύχτα γίνονται χέρια του Χριστού. Τ' απλώνει προς το μέρος μου και ψάχνει να με αδράξει. Το βλέπω καθαρά και τρέμω. Είναι τρομαχτικό πολύ, ω, τρομαχτικό!

— Πώς μπορεί να 'ναι τρομαχτικό μια και είναι ο ίδιος ο

Χριστός;

— Μα θα μ' αρπάξει και θα με πάει στα ουράνια.

— Ζωντανόν;

— Εν πνεύματι και δόξα του προφήτη Ηλία, μήπως δεν έχεις ακουστά γι' αυτό; Θα μ' αρπάξει και θα με πάρει...

Πάρ' όλο που ύστερα απ' αυτή τη συζήτηση ο καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ γύρισε στο κελί ενός καλόγερου, που του 'χαν ορίσει, γεμάτος αμηχανία, ωστόσο η καρδιά του έγερνε μάλλον προς τον πατέρα Θεράποντα παρά προς τον πατέρα Ζωσιμά. Γιατί αυτός ο καλόγερος ήταν πρώτα απ' όλα υπέρ της νηστείας κι ένας τόσο μεγάλος νηστευτής όπως ο πάτερ Θεράπων δεν ήταν παράξενο να βλέπει «θαυμαστά οράματα». Βέβαια τα λόγια του ήταν από μια άποψη κάπως ακαταλαβίστικα μα ένας Θεός ξέρει τι βαθύτερη σημασία μπορεί να 'χαν. Εξάλλου όλοι οι «πτωχοί τω πνεύματι» για χάρη του Χριστού λένε και κάνουν πολύ πιο παράξενα πράγματα. Όσο για την ουρά του διαβόλου που την είχε μαγκώσει στην πόρτα, ήταν έτοιμος να το πιστέψει μ' όλη του την ψυχή, όχι μονάχα μεταφορικά μα και κυριολεκτικά. Εκτός απ' αυτό ακόμα και πριν έρθει στο μοναστήρι ήταν προκατειλημμένος ενάντια στο θεσμό των στάρετς, που τον είχε μονάχα ακουστά και τον θεωρούσε —όπως και πολλοί άλλοι— σαν βλαβερό νεωτερισμό. Όντας πια μιαν ολάκερη μέρα στο μοναστήρι, πρόφτασε να παρατηρήσει τις κρυφές δυσαρέσκειες μερικών επιπόλαιων αδελφών, που διαφωνούσαν και δε θέλανε να υπάρχουν στάρετς. Από φυσικού του άρχισε να χώνει παντού τη μύτη του, να στριφογυρνάει παντού και να ξεσκαλίζει τα πάντα. Νά γιατί η είδηση για το καινούργιο «θαύμα» του στάρετς Ζωσιμά τον έκανε να μην ξέρει τι να σκεφτεί. O Αλιόσα θυμήθηκε αργότερα πως τούτος ο επισκέπτης απ' το Ομπντόρσκ τριγύριζε συνεχώς ανάμεσα στους καλόγερους που είχαν μαζευτεί έξω απ' το κελί του στάρετς, άκουγε τις κουβέντες τους και τους ρωτούσε. Μα τότε πολύ λίγο τον πρόσεξε και μονάχα πιο ύστερα τα θυμήθηκε όλα αυτά... Μα ούτε και μπορούσε να 'χει σ' αυτόν το νου του: O στάρετς Ζωσιμάς είχε κουραστεί και πάλι πολύ και είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι. Έκλεινε πια τα μάτια του όταν τον θυμήθηκε και ζήτησε να του τον φέρουν. O Αλιόσα έτρεξε αμέσως. Κοντά στον στάρετς βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μονάχα ο πάτερ Παΐσιος, ο πάτερ ιερομόναχος Ιωσήφ κι ο δόκιμος Πορφύριος. O στάρετς άνοιξε τα κουρασμένα του μάτια, κοίταξε επίμονα τον Αλιόσα και ξαφνικά τον ρώτησε:

— Μήπως σε περιμένουν οι δικοί σου, γιόκα μου; O Αλιόσα κόμπιασε.

— Μήπως σ' έχουν ανάγκη; Μήπως υποσχέθηκες χτες σε κανέναν πως θα πας σήμερα;

— Υποσχέθηκα... στον πατέρα... στ' αδέρφια μου... και σ' άλλους ακόμα...

— Τα βλέπεις; Χωρίς άλλο να πας. Μη θλίβεσαι. Να 'σαι βέβαιος πως δε θα πεθάνω προτού να πω μπροστά σου την τελευταία μου λέξη πάνω σε τούτη τη γη. Εσένα θα στην πω αυτή τη λέξη. γιόκα μου, και σε σένα θα την κληροδοτήσω. Σε σένα, καλέ μου γιόκα, γιατί μ' αγαπάς. Όμως τώρα πήγαινε σε κείνους που υποσχέθηκες.

O Αλιόσα υπάκουσε αμέσως, αν και πολύ λυπόταν που θα έφευγε. Μα η υπόσχεση του στάρετ; πως αυτός θ' ακούσει την τελευταία του λέξη πάνω σε τούτη τη γη και πως θα 'ταν μάλιστα κάτι σαν κληρονομιά για τον Αλιόσα, έκανε την καρδιά του να πλημμυρίσει από ενθουσιασμό. Βιάστηκε, να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο με τις δουλειές του στην πολιτεία για να ξαναγυρίσει. Τότε ακριβώς κι ο πάτερ Παΐσιος τον κατευόδωσε με μια νουθεσία που του 'κανε πολύ μεγάλη κι αναπάντεχη εντύπωση. Αυτό έγινε όταν και οι δυο τους είχαν βγει πια απ' το κελί του στάρετς.

— Να θυμάσαι, παιδί μου, πάντα να το θυμάσαι (άρχισε έτσι αμέσως δίχως κανένα πρόλογο ο πάτερ Παΐσιος), πως η σοφία των κοσμικών έγινε μια τεράστια δύναμη και ξεψάχνισε, τον τελευταίο ιδιαίτερα αιώνα, όλα όσα είναι γραμμένα στα θεϊκά βιβλία. Ύστερα από αμείλιχτη ανάλυση οι σοφοί του κόσμου τούτου κατάντησαν να μην έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. Αυτοί όμως εξετάσανε κάθε κομμάτι χωριστά αφήνοντας να τους ξεφύγει το όλον. Και μάλιστα είναι εκπληκτικό ως ποιο σημείο τύφλωσης έφτασαν πάνω σ' αυτό. Ενώ το όλον ορθώνεται μπροστά στα μάτια τους ακλόνητο όπως πάντα, και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτού». Μήπως τάχα δεν έζησε δεκαεννιά αιώνες; Μήπως δε ζει και τώρα στις πράξεις της κάθε ψυχής χωριστά και στις πράξεις των λαϊκών μαζών; Ακόμα και στις ψυχές εκείνων των ίδιων των αθεϊστών, που τα γκρεμίσανε όλα, ζει σαν και πρώτα ατράνταχτα! Γιατί στην πραγματικότητα και εκείνοι που αρνήθηκαν το χριστιανισμό και εκείνοι που εξεγέρθηκαν εναντίον του είναι κι αυτοί οι ίδιοι ουσία του ίδιου του Χριστού· και μείνανε όπως ήταν γιατί ως τα τώρα ούτε η σοφία τους, ούτε η φλόγα της καρδιάς τους δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μιαν άλλη εικόνα του ανθρώπου και της αξιοπρέπειάς του, από εκείνη που 'χε υποδείξει από τα παλιά ακόμα χρόνια ο Χριστός. Όλες οι προσπάθειες που γίνανε είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μονάχα τέρατα. Αυτό να το θυμηθείς ιδιαίτερα νεαρέ μου, γιατί ο στάρετς σου, που πρόκειται να κοιμηθεί, σε προορίζει για τον κόσμο. Επειδή πάντα θα θυμάσαι τούτη τη μεγάλη μέρα, ίσως να μην ξεχάσεις κι αυτά τα λόγια μου, που στα λέω από καρδιάς για να σε καθοδηγήσω, διότι νέος είσαι, και οι πειρασμοί του κόσμου τούτου είναι μεγάλοι και δε θα 'χεις τη δύναμη να τους αντιμετωπίσεις. Και τώρα πήγαινε, ορφανό μου παιδί.

Λέγοντας αυτά ο πάτερ Παΐσιος τον ευλόγησε. Βγαίνοντας απ' το μοναστήρι ο Αλιόσα σκεφτόταν όλα τούτα τ' αναπάντεχα λόγια και κατάλαβε ξαφνικά πως αυτός ο καλόγερος, που του φερόταν ως τα τώρα αυστηρά και τραχιά, γινόταν ανέλπιστα φίλος του κι αγαπητός καθοδηγητής του. Λες και του τον κληροδοτούσε ο στάρετς Ζωσιμάς μια και τώρα θα πέθαινε.

«Ίσως και στ' αλήθεια να το συμφώνησαν αυτό μεταξύ τους», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Αλιόσα.

Η αναπάντεχη και σοφή διδαχή του πάτερ Παΐσιου, που μόλις τώρα είχε ακούσει, κι αυτή μονάχα, μαρτυρούσε τη φλογερή καρδιά του πάτερ Παΐσιου. Βιαζόταν να οπλίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτό το νεανικό μυαλό ενάντια στους πειρασμούς και να ενδυναμώσει αυτή την ψυχή που του 'χαν εμπιστευτεί, περιβάλλοντάς την μ' ένα τείχος απ' τα πιο στέρεα που μπορούσε να φανταστεί.


4. ΤΕΤΑΡΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: ΣΠΑΡΑΓΜΟΙ: I. Ο πάτερ Θεράπων 4. BOOK FOUR: SPARAGMS: I. Father Therapeon 4. LIVRE QUATRE : SPARAGMES : I. Le père Therapeon 4. KSIĘGA CZWARTA: SPARAGMS: I. Ojciec Therapeon

O Αλιόσα σηκώθηκε νωρίς το πρωί προτού φέξει. Aliosha got up early in the morning before he had to leave. O στάρετς ξύπνησε κι ένιωθε πολύ αδυνατισμένος, ζήτησε όμως να τον πάνε σε μια πολυθρόνα. The starlet woke up feeling very thin, but asked to be taken to an armchair. Είχε όλη του την πνευματική διαύγεια. He had all his spiritual clarity. Το πρόσωπό του, αν και ήταν εξαιρετικά κουρασμένο, φαινόταν ανέφελο, σχεδόν χαρούμενο και το βλέμμα του εύθυμο, ευπροσήγορο, συμπαθητικό. His face, though extremely tired, looked cheerful, almost happy, and his eyes were cheerful, cheerful, pleasant, sympathetic.

— Ίσως να μην την βγάλω αυτήν τη μέρα, είπε στον Αλιόσα. - Maybe I won't make it through this day, he said to Aliosha. Ύστερα θέλησε χωρίς αργοπορία να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει... Πνευματικός του ήταν ο πάτερ Παΐσιος. Then he wanted to confess and receive communion without delay... His spiritual director was Father Paisios. Όταν τέλειωσαν τα δυο μυστήρια άρχισε το ευχέλαιο. When the two sacraments were finished, the blessing began. Μαζεύτηκαν οι ιερομόναχοι, το κελί γέμισε σιγά σιγά απ' τους ανθρώπους της σκήτης. The monks gathered, the cell was slowly filled with the people of the skete. Όταν ξημέρωσε πια άρχισαν να φτάνουν κι απ' το μοναστήρι. When it was dawn, they began to arrive from the monastery. Όταν τέλειωσε η λειτουργία, ο στάρετς θέλησε να τους αποχαιρετήσει και τους φίλησε όλους. When the service was over, the starlet wanted to say goodbye and kissed everyone goodbye. Επειδή το κελί ήταν στενάχωρο, όσοι ήρθαν πρώτοι βγαίνανε για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους άλλους. Because the cell was cramped, the first ones to arrive came out to give way to the others. O Αλιόσα στεκόταν δίπλα στον στάρετς, που 'χε καθίσει και πάλι στην πολυθρόνα. Aliosha was standing next to the starlet, who had sat down again in the armchair. Μίλαγε και δίδασκε όσο μπορούσε. He talked and taught as much as he could. Η φωνή του, αν και αδύνατη, ήταν ακόμα αρκετά σταθερή.

— Τόσα χρόνια σας έλεγα διδαχές, τόσα χρόνια σας μιλούσα, κι έτσι το πήρα συνήθειο να μιλάω, και μιλώντας να σας διδάσκω, τόσο που θα μου ήταν ίσως πιο δύσκολο να σωπαίνω παρά να μιλάω, καλοί μου πατέρες κι αδερφοί μου, ακόμα και τώρα που είμαι τόσο αδυνατισμένος, αστειεύτηκε κοιτάζοντας με τρυφερότητα εκείνους που είχαν μαζευτεί κοντά του. - All these years I have been teaching you, all these years I have been talking to you, and so I have got into the habit of talking, and talking to teach you, so much so that it would perhaps be more difficult for me to keep silent than to talk, my good fathers and brothers, even now that I am so thin," he joked, looking fondly at those who had gathered near him.

O Αλιόσα διατήρησε στη μνήμη του μερικά από εκείνα που είπε τότε. Alyosha remembered some of what he said at the time. Όμως, αν και μίλαγε καθαρά και με φωνή αρκετά σταθερή, η ομιλία του ήταν κάπως ασύνδετη. However, although he spoke clearly and in a fairly steady voice, his speech was somewhat disjointed. Μιλούσε για πολλά πράματα, λες και ήθελε να τα πει όλα, όλα να τα εκφράσει για μιαν ακόμα φορά, πριν έρθει η ώρα του θανάτου, να πει όλα εκείνα που δεν αποτέλειωσε στη ζωή του, κι αυτό δεν το 'κανε μονάχα για να διδάξει, μα σάμπως να 'θελε να μοιραστεί τη χαρά και τον ενθουσιασμό του με όλους, ν' ανοίξει για μιαν ακόμα φορά την καρδιά του όσο ήταν ζωντανός... He talked about many things, as if he wanted to say everything, to express everything once again, before the time of death, to say all those things he had not finished in his life, and he did this not only to teach, but perhaps he wanted to share his joy and enthusiasm with everyone, to open his heart once again while he was alive...

«Αγαπάτε αλλήλους, πατέρες μου», δίδασκε ο στάρετς (απ' όσο θυμόταν αργότερα ο Αλιόσα). "Love one another, my fathers," the starets taught (as Alyosha later remembered). «Αγαπάτε τον κοσμάκη του θεού. "You love the people of God. Δεν είμαστε δα αγιότεροι εμείς απ' αυτούς που ζουν μες στον κοσμάκη επειδή ήρθαμε δω πέρα και κλειστήκαμε σε τούτους τους τοίχους, μα απεναντίας, ο καθένας που 'ρθε δω, μ' αυτή και μόνο την πράξη του απόδειξε πως παραδέχεται τον εαυτό του χειρότερον από κάθε άλλον που έμεινε στον κόσμο... Κι όσο περισσότερο θα ζει μοναχός μες στο κελί του, τόσο πιο πολύ αισθητό και συνειδητό θα πρέπει να του γίνεται αυτό. We are no holier than those who live in the world because we came here and shut ourselves within these walls, but on the contrary, everyone who came here, by this act alone, has proved that he admits himself to be worse than any other person left in the world... And the longer he lives as a monk in his cell, the more he must become aware and conscious of this. Γιατί, αν αυτό δεν γίνει, τότε άδικα ήρθε δω πέρα. Because, if that's not done, then he came here for nothing. Και μόνο τότε θα επιτευχθεί ο σκοπός της ένωσής μας. And only then will the purpose of our union be achieved. όταν όχι μονάχα παραδεχτεί πως είναι χειρότερος απ' όλους τους κοσμικούς μα και πως είναι ένοχος μπροστά στους ανθρώπους για όλα όσα γίνονται, για όλες τις ανθρώπινες αμαρτίες, τις παγκόσμιες και τις ατομικές. when he not only admits that he is worse than all worldly men but also that he is guilty before men of all that is done, of all human sins, universal and individual. Γιατί να ξέρετε, καλοί μου, πως ο καθένας από μας είναι αναμφισβήτητα ένοχος για όλους και για το κάθε τι πάνω στη γη, όχι μονάχα μέτοχος του γενικού παγκόσμιου αμαρτήματος, μα και προσωπικά ένοχος για τις πράξεις όλων των ανθρώπων και του καθενός χωριστά που ζει σε τούτη τη γη. For you know, my dear ones, that each one of us is undoubtedly guilty of all and everything on earth, not only a sharer in the general universal sin, but also personally guilty of the actions of all men and of each individual living on this earth. Γιατί αυτή η συνείδηση είναι το στεφάνωμα της ζωής του μοναχού, μα και κάθε άλλου ανθρώπου. Because this consciousness is the crowning glory of the life of the monk, but also of every other human being. Γιατί οι μοναχοί δεν είναι τίποτα διαφορετικοί άνθρωποι μα είναι εκείνο που θα 'πρεπε να 'ταν κι όλοι οι άλλοι επί της γης. Because monks are no different people but they are what everyone else on earth should be. Μονάχα τότε η καρδιά μας θα γίνει άξια να περικλείσει την ατέλειωτη, την οικουμενική, την άσβεστη αγάπη. Only then will our hearts become worthy to enclose the infinite, universal, unquenchable love. Τότε ο καθένας από σας θα μπορεί ν' αποχτήσει ολόκληρο τον κόσμο με την αγάπη του και να ξεπλύνει με τα δάκριά του τ' αμαρτήματα του κόσμου ... O καθένας σας ας αγρυπνεί πάνω απ' την ίδια του την καρδιά κι ας εξομολογείται ακατάπαυστα στον εαυτό του. Then each one of you will be able to repay the whole world with his love and wash away the sins of the world with his tears... Let each one of you watch over his own heart and confess to himself without ceasing. Μη φοβάστε τα κρίματά σας ακόμα κι όταν τα συνειδητοποιήσετε. Do not be afraid of your judgments even when you realize them. Φτάνει να μετανοείτε, μα μη θέτετε όρους στο Θεό. It is enough to repent, but do not put conditions on God. Και πάλι σας το λέω, μην περηφανεύεστε. Again I say to you, don't be proud. Μην περηφανεύεστε ούτε μπροστά στους μικρούς ούτε μπροστά στους μεγάλους. Do not boast either in front of the young or the old. Μη μισείτε εκείνους που σας αποδιώχνουν, που σας λοιδορούν, που σας βρίζουν, που σας συκοφαντούν. Do not hate those who persecute you, who slander you, who insult you, who slander you. Μη μισείτε τους αθεϊστές, τους δάσκαλους του κακού, τους υλιστές, ακόμα και τους μοχθηρούς απ' αυτούς όχι μονάχα τους αγαθούς, γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους πολλοί αγαθοί και ιδιαίτερα στην εποχή μας. Don't hate the atheists, the teachers of evil, the materialists, even the evil ones, not only the good ones, because there are many good ones among them, especially in our time. Να τους μνημονεύετε στις προσευχές σας και να λέτε: Σώσον, Κύριε, εκείνους που δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί για χάρη τους, σώσον κι εκείνους που δεν θέλουν να σου απευθύνουν προσευχές. Remember them in your prayers and say: Save, O Lord, those who have no one to pray for them, and save those who do not want to pray to you. Και να προσθέτετε αμέσως: Δε σε παρακαλώ, Θεέ μου, από περηφάνεια γιατί και γω ουτιδανός είμαι, πολύ περισσότερο όλων των άλλων... Αγαπάτε τον κοσμάκη του Θεού, μην αφήνετε να σας πάρουν το ποίμνιο οι ξένοι, γιατί αν ολιγωρήσετε ραθυμούντες και γίνετε περήφανοι κι ακατάδεχτοι ή ακόμα χειρότερα αν γίνετε ιδιοτελείς, τότε θα 'ρθουν απ' όλες τις χώρες και θα σας υφαρπάσουν το ποίμνιό σας. And add immediately: I do not ask you, O God, out of pride, for I too am a Utidan, much more than all the others... Love the people of God, do not let the foreigners take your flock, for if you fall short by being rash and become proud and unaccepting, or even worse if you become selfish, then they will come from all countries and take your flock away from you. Εξηγείτε ακούραστα στο λαό το Ευαγγέλιο... Μην είστε φιλοχρήματοι... Το ασήμι και το χρυσάφι μην το αγαπάτε, μην προσκολλείσθε σ' αυτά... Πάντα να έχετε πίστη και να κρατάτε γερά τη σημαία μας. You are tirelessly explaining the gospel to the people... Don't be promiscuous... Do not love silver and gold, do not cling to them... Always have faith and hold fast to our flag. Ψηλά να την υψώσετε...» Lift it high..."

Για να λέμε την αλήθεια, ο στάρετς μίλαγε πιο ασύνδετα απ' όσο τα είπαμε δω κι απ' όσο τα 'γραψε αργότερα ο Αλιόσα. To tell the truth, the starlet was talking more incoherently than we talked about here and than Alyosha later wrote. Μερικές φορές σώπαινε ολότελα, λες και συγκέντρωνε δυνάμεις, μα λαχάνιαζε σαν να βρισκόταν σε έκσταση. Sometimes he would be completely silent, as if he were gathering his strength, but he was panting as if in a trance. Όλοι τον άκουγαν με κατάνυξη, αν και πολλοί απορούσανε με τα λόγια του που, τους φαίνονταν εντελώς σκοτεινά... Αργότερα θυμηθήκανε όλα εκείνα τα λόγια. Everyone listened to him with devotion, although many were astonished by his words, which seemed to them to be completely dark... Later they remembered all those words. Όταν ο Αλιόσα βγήκε μια στιγμή από το κελί, έμεινε κατάπληκτος με τη γενική ταραχή και την αναμονή εκείνων που είχαν μαζευτεί μέσα στο κελί κι εκείνων που συνωστίζονταν εκεί γύρω. When Alyosha stepped out of the cell for a moment, he was amazed at the general commotion and anticipation of those who had gathered in the cell and those who were crowding around. Άλλοι περίμεναν τρομερά ανήσυχοι κι άλλοι με κάποιο επίσημο ύφος. Some waited with great anxiety and others with a certain solemnity. Όλοι περίμεναν πως αμέσως κάτι μεγάλο θα συμβεί μόλις: ο στάρετς κλείσει τα μάτια του. Everyone expected that something big would happen as soon as: the starlet closed his eyes. Από μιαν άποψη αυτή η αναμονή είχε κάτι το επιπόλαιο, όμως ακόμα και οι πιο αυστηροί γέροντες δεν τα κατάφερναν να την αποτινάξουν από πάνω τους. In one sense there was something frivolous about this waiting, but even the sternest elders could not shake it off. Την πιο αυστηρή έκφραση την είχε το πρόσωπο του ιερομόναχου πάτερ Παΐσιου. The most severe expression was that of the monk Father Paisios. O Αλιόσα βγήκε απ' το κελί μόνο και μόνο γιατί του είπε κρυφά ένας καλόγερος πως τον θέλει ο Ρακίτιν για να του δώσει ένα γράμμα από την κυρία Χοχλάκοβα. Alyosha came out of the cell only because a monk secretly told him that Rakitin wanted him to give him a letter from Mrs. Hochlakova. Του γνωστοποιούσε μια πολύ περίεργη είδηση που ήταν και καταπληκτικά επίκαιρη. It was giving him a very strange news that was also amazingly timely. Είχε γίνει το εξής: The following had happened:

Χτες, ανάμεσα στις πιστές γυναίκες του λαού που ήρθαν να προσκυνήσουν τον στάρετς και να πάρουν την ευλογία του, ήταν και μια γριούλα από την πολιτεία, η Προχόροβνα, χήρα υπαξιωματικού. Yesterday, among the faithful women of the people who came to worship the starets and receive his blessing, was an old lady from the state, Prohorovna, the widow of a non-commissioned officer. Είχε ρωτήσει τον στάρετς αν μπορούσε να μνημονέψει το γιόκα της, τον Βάσενκα, που 'χε μετατεθεί μακριά στη Σιβηρία, στο Ιρκούτσκ, και που 'χε να της γράψει ένα χρόνο. She had asked the starlet if she could remember her son, Vashenka, who had been transferred far away to Siberia, to Irkutsk, and who had not written to her for a year. Μπορούσε να τον μνημονέψει στην εκκλησία σαν να 'τανε νεκρός; O στάρετς απάντησε αυστηρά και της το απαγόρεψε, λέγοντας πως ένα τέτοιο μνημόσυνο καταντάει μαγγανεία. Could he have memorialized him in church as if he were dead? The starets answered sternly and forbade her to do so, saying that such a memorial service was becoming manganese. Όμως τη συγχώρεσε γιατί εκείνη δεν το 'ξερε και είχε προσθέσει, «λες και διάβαζε στο βιβλίο του μέλλοντος» (έτσι εκφραζόταν η κυρία Χοχλάκοβα στο γράμμα της) τούτα τα παρηγορητικά λόγια: πως ο γιος της ο Βάσια είναι σίγουρα ζωντανός και πως ή ο ίδιος θα 'ρθει σύντομα κοντά της ή θα στείλε·, γράμμα, κι αυτή να πάει στο σπίτι της και να περιμένει. But he forgave her because she did not know it, and had added, "as if she were reading in the book of the future" (that was how Mrs. Khokhlakova expressed herself in her letter) these comforting words: that her son Vasya was certainly alive, and that either he would soon come to her or send a letter, and she should go home and wait. «Και τι νομίζετε;» πρόσθετε ενθουσιασμένη η κυρία Χοχλάκοβα, «η προφητεία πραγματοποιήθηκε επί λέξει και κάτι παραπάνω μάλιστα. "And what do you think?" added Mrs. Khokhlakova excitedly, "the prophecy was fulfilled to the letter and more. Μόλις η γριούλα γύρισε στο σπίτι της, της δώσανε το γράμμα απ' τη Σιβηρία, που 'χε έρθει κιόλας πριν από λίγην ώρα. As soon as the old lady returned home, she was given the letter from Siberia, which had arrived a little while ago. Και δεν ήταν αυτό μονάχα: Στο γράμμα που στάλθηκε απ' το Αικατερίνμπουργκ, ο Βάσια πληροφορούσε τη μητέρα του πως έρχεται κι ο ίδιος στη Ρωσία, γυρίζει μ' έναν υπάλληλο και πως ύστερα από τρεις βδομάδες πάνω κάτω μετά τη μέρα που θα φτάσει τούτο το γράμμα "ελπίζει να σφίξει τη μητέρα του στην αγκαλιά του”». And that was not all: In the letter sent from Ekaterinburg, Vasya informed his mother that he himself was coming to Russia, was returning with a servant, and that after three weeks or so from the day this letter arrived, he "hopes to clasp his mother in his arms". Η κυρία Χοχλάκοβα παρακαλούσε θερμά κι επίμονα τον Αλιόσα να γνωστοποιήσει αμέσως τούτο «το νέο θαύμα της προφητείας» στον ηγούμενο και σ' όλη την αδελφότητα: «αυτό πρέπει όλοι, όλοι να το μάθουν!» αναφωνούσε τελειώνοντας το γράμμα της. Mrs. Hochlakova earnestly and persistently begged Aliosha to make this "new miracle of prophecy" known immediately to the abbot and to the whole brotherhood: "everyone, everyone must know this!" she exclaimed, finishing her letter. Το γράμμα είχε γραφτεί βιαστικά, η ταραχή εκείνης που το 'γραψε διακρινόταν στην κάθε του αράδα. The letter had been written in haste, the agitation of the one who wrote it was evident in every line. Μα δεν ήταν πια ανάγκη να το πει ο Αλιόσα στην αδελφότητα, γιατί όλοι το 'χαν μάθει κιόλας: ο Ρακίτιν, στέλνοντάς του τον καλόγερο, τον επιφόρτισε να «ανακοινώσει και στον αιδεσιμότατο πατέρα Παΐσιο πως αυτός, ο Ρακίτιν, έχει κάτι να του πει, κάτι που είναι τόσο σπουδαίο, ώστε ούτε λεπτό δεν τολμάει να το αναβάλει κι όσο για το θάρρος που 'χει να τον ανησυχεί, του ζητάει ταπεινότατα συγνώμη». But there was no longer any need for Aliosha to tell the brotherhood, because everyone had already found out: Rakitin, sending the monk, charged him to "announce to the Reverend Father Paisios also that he, Rakitin, has something to say to him, something so important that he does not dare for a moment to postpone it, and as for the courage to worry him, he humbly apologizes to him." Επειδή ο καλόγερος μεταβίβασε την παράκληση του Ρακίτιν πρώτα στον πατέρα Παΐσιο και ύστερα στον Αλιόσα, αυτός γύρισε στην θέση του —δεν είχε παρά να δώσει το γράμμα στον πατέρα Παΐσιο σαν αποδεικτικό στοιχείο μονάχα. Because the monk passed on Rakitin's request first to Father Paisios and then to Alyosha, the latter returned to his place - he had only to give the letter to Father Paisios as evidence only. Και νά που κι αυτός ακόμα ο αυστηρός και δύσπιστος άνθρωπος, αφού διάβασε σμίγοντας τα φρύδια του την είδηση του «θαύματος», δεν μπόρεσε να συγκρατήσει εντελώς κάποιαν εσωτερική του συγκίνηση. And here was even this stern and sceptical man, after reading the news of the "miracle" with furrowed brows, unable to completely restrain some of his inner emotion. Τα μάτια του λάμψανε, τα χείλη του χαμογέλασαν κάπως επίσημα και με κάποια σημασία. His eyes shone, his lips smiled somewhat solemnly and with some significance.

— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! - We have more to see! άφησε να του ξεφύγει σαν άθελά του. he let slip away as if unwittingly.

— Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! - We have more to see! Έχουμε να δούμε κι άλλα ακόμα! We have more to see! επαναλάμβαναν γύρω του οι καλόγεροι. the monks around him repeated.

Μα ο πάτερ Παΐσιος ξανάσμιξε τα φρύδια του και τους παρακάλεσε όλους να μην το πουν σε κανέναν προς το παρόν, «έως ότου επιβεβαιωθεί θετικώς, διότι οι κοσμικοί διακρίνονται δι' εξαιρετικήν επιπολαιότητα· άλλωστε το περιστατικό τούτο δύναται να είναι κι εντελώς φυσικό», πρόσθεσε προνοητικά, λες και ήθελε να 'χει ήσυχη τη συνείδησή του και σχεδόν χωρίς κι ο ίδιος να πιστεύει σε τούτη την επιφύλαξη, κι αυτό το κατάλαβαν πολύ καλά εκείνοι που τον άκουγαν. But Father Paisios raised his eyebrows again and begged them all not to tell anyone for the time being, "until it is positively confirmed, because the secularists are distinguished by extreme frivolity; besides, this incident may be quite natural", he added providently, as if he wished to keep his conscience at rest, and almost without himself believing in this reservation, and this was well understood by those who heard him.

Φυσικά, εκείνη την ίδια ώρα το «θαύμα» μαθεύτηκε σ' όλο το μοναστήρι. Of course, at the same time the "miracle" was known throughout the monastery. Το μάθανε ακόμα και πολλοί πιστοί που 'χαν έρθει στη λειτουργία. Even many believers who had come to the service found out about it. Περισσότερη εντύπωση απ' όλους, καθώς φαίνεται, τούτη η είδηση είχε κάνει στον καλόγερο που 'χε έρθει την προηγούμενη μέρα απ' τον «άγιο Σίλβεστρο», από 'να μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, στον μακρινό Βορρά. The monk who had come the day before from "St. Silvestro", from a small commune in Obdorsk, in the far north, was most impressed by this news. Ήταν εκείνος που χτες είχε προσκυνήσει τον στάρετς τη στιγμή που βρισκόταν στη σκήτη και η Χοχλάκοβα και δείχνοντάς του τη «θεραπευμένη» κόρη της τον είχε ρωτήσει μ' ένα ύφος γεμάτο νόημα: «Πώς τολμάτε να κάνετε κάτι τέτοια; » It was he who yesterday had worshipped the starets at the moment when he and Khokhlakova were in the cloister and, showing him her "cured" daughter, had asked him in a meaningful tone: "How dare you do such a thing? "

Τώρα τα 'χε χάσει σχεδόν και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Now he was almost out of his mind and didn't know what to believe. Χτες το βράδι είχε επισκεφτεί στο μοναστήρι τον πατέρα Θεράποντα, στο ιδιαίτερο κελί του πίσω απ' τον μελισσώνα. Last night he had visited Father Therapontas in the monastery, in his private cell behind the beehive. Αυτή η συνάντηση τον κατέπληξε και του 'κανε εξαιρετική και τρομερή εντύπωση. This meeting amazed him and made an extraordinary and terrible impression on him. Τούτο: ο γέρος, ο πάτερ Θεράπων, ήταν εκείνος ο υπέργηρος καλόγερος, ο μεγάλος νηστευτής και «σιωπητής», που γι' αυτόν είπαμε και παραπάνω πως ήταν αντίπαλος του στάρετς Ζωσιμά και γενικά όλου του θεσμού των στάρετς που τον θεωρούσε βλαβερό και κούφιο νεωτερισμό. This: the old man, Father Therapon, was that hypergamous monk, the great fasting and "silent one", of whom we said above that he was an opponent of the starets Zosima and in general of the whole institution of the starets, which he considered harmful and hollow modernism. Αυτός ο αντίπαλος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνος, αν και σαν «σιωπητής» δεν έλεγε σε κανέναν σχεδόν ούτε λέξη. This opponent was extremely dangerous, although as a "silent" he would not say almost a word to anyone. Και ήταν επικίνδυνος γιατί πολλοί απ' την αδελφότητα είχαν πάρει το μέρος του και πολλοί απ' τους πιστούς που έρχονταν στο μοναστήρι τον θεωρούσαν μεγάλον ασκητή και δίκαιο, παρ' όλο που το αναγνώριζαν πως ήταν «πτωχός τω πνεύματι». And he was dangerous because many of the brotherhood had taken his side and many of the faithful who came to the monastery considered him a great ascetic and righteous, even though they acknowledged that he was "poor in spirit". Μα ακριβώς αυτή του η ιδιότητα ήταν που τους γοήτευε. But it was precisely this quality that attracted them. O πάτερ Θεράπων δεν πήγαινε ποτέ στον στάρετς Ζωσιμά. Father Therapon never went to Staretz Zosima. Αν και ζούσε στη σκήτη δεν τον ενοχλούσαν και πολύ με τους κανονισμούς της κι αυτό γιατί φερόταν πραγματικά σαν «πτωχός τω πνεύματι». Although he lived in the cloister, he was not bothered much by its rules and this was because he really behaved like a "poor in spirit". Ήταν κάπου εβδομηνταπέντε χρονώ, αν όχι παραπάνω, και ζούσε πίσω απ' τον μελισσώνα της σκήτης, σ' ένα παλιό, ξύλινο, σχεδόν γκρεμισμένο κελί, που 'χε χτιστεί στα πολύ παλιά χρόνια, τον προηγούμενο ακόμα αιώνα, για έναν άλλον μεγάλο ασκητή και σιωπητή, τον πατέρα Ιωνά, που πέθανε εκατόν πέντε χρονώ και που για τους άθλους του ακόμα και σήμερα κυκλοφορούσαν στο μοναστήρι μα και σ' όλη την περιφέρεια πολύ περίεργες αφηγήσεις. He was about seventy-five years old, if not more, and he lived behind the beehive of the skete, in an old, wooden, almost demolished cell, built in the very old days, in the last century, for another great ascetic and silent one, Father Jonah, who died a hundred and five years ago and about whose exploits even today very strange stories circulated in the monastery and in the whole region. Εφτά χρόνια πριν, ο πάτερ Θεράπων τα 'χε καταφέρει τέλος να τον αφήσουν να ζήσει σ' αυτό το ξεμοναχιασμένο κελί, που ήταν μια σκέτη ίζμπα μα που έμοιαζε πολύ με παρεκκλήσι, γιατί είχε μέσα πάρα πολλά εικονίσματα, τάματα των πιστών. Seven years ago, Father Therapon had finally managed to be let to live in this stagnant cell, which was a mere dormitory but which looked very much like a chapel, because it had many icons, the vows of the faithful. Μπροστά τους έκαιγαν πάντοτε καντήλια, κι αυτά τάματα των πιστών. In front of them they always burned candles, and these were the vows of the faithful. Κι ο πάτερ Θεράπων βρισκόταν εκεί για να προσέχει και ν' ανάβει τούτα τα καντήλια. And Father Therapon was there to watch and light these candles. Έτρωγε, καθώς λέγανε (και ήταν αλήθεια) μονάχα δυο φούντια ψωμί στις τρεις μέρες, ποτέ περισσότερο. He ate, as they said (and it was true) only two loaves of bread in three days, never more. Αυτό το ψωμί του το 'φερνε ο μελισσοκόμος, που καθόταν εκεί κοντά, κάθε τρεις μέρες κι ακόμα και σ' αυτόν σπάνια έλεγε δυο λόγια. This bread was brought to him by the beekeeper, who sat nearby every three days, and even to him he rarely said a word. Αυτά τα τέσσερα φούντια ψωμί, μαζί με το μικρό πρόσφορο που του 'στελνε κάθε Κυριακή ο ηγούμενος, υστέρα απ' την λειτουργία, ήταν όλο κι όλο το φαΐ της βδομάδας του. These four loaves of bread, together with the small loaf of bread that the abbot sent him every Sunday, after Mass, were all the food he had for the week. Όσο για το νερό της στάμνας του το ανανέωναν κάθε μέρα. As for the water in the pitcher's pitcher, they renewed it every day. Στην πρωινή λειτουργία πήγαινε σπάνια. He rarely went to morning mass. Οι προσκυνητές τον βλέπανε καμιά φορά να προσεύχεται γονατιστός όλη μέρα, χωρίς να ρίχνει ούτε μια ματιά γύρω του. The pilgrims would sometimes see him kneeling in prayer all day long, without a single glance around him. Κι αν καμιά φορά έπιανε κουβέντα μαζί τους, ήταν σύντομος, έλεγε πράγματα ασύνδετα και παράξενα και σχεδόν πάντα αγροίκα. And if he did occasionally strike up a conversation with them, it was brief, he said things that were disjointed and strange and almost always rude. Υπήρχαν όμως πολύ σπάνιες περιπτώσεις που συζητούσε κι αυτός με τους επισκέπτες. There were, however, very rare occasions when he also talked to the visitors. Μα τις πιο πολλές φορές πρόφερε μονάχα κάποια παράξενη λέξη που έμενε πάντοτε για τον άλλον ένα αίνιγμα και ύστερα απ' αυτό, όσο και να τον παρακαλούσαν, δεν έδινε πια καμιάν εξήγηση. But most of the time he only uttered some strange word that always remained a riddle to the other person, and after that, no matter how much they begged him, he would no longer give any explanation. Βαθμό δεν είχε κανέναν, ήταν απλός καλόγερος. He had no rank, he was a simple monk. Κυκλοφορούσε μια παράξενη φήμη, πιστευτή εδώ που τα λέμε μονάχα απ' τους πολύ αμόρφωτους, πως ο πάτερ Θεράπων επικοινωνεί με τα επουράνια πνεύματα και μονάχα μ' αυτά κουβεντιάζει. There was a strange rumor going around, believed here only by the very uneducated, that Father Therapon communicates with the heavenly spirits and only talks to them. Γι' αυτό και δε μιλάει με τους ανθρώπους. That's why he doesn't talk to people. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ, που πήγε να τον βρεί στον μελισσώνα σύμφωνα με τις υποδείξεις του μελισσοκόμου, που ήταν κι αυτός ένας σιωπηλός και σκυθρωπός μοναχός, τράβηξε προς τη γωνιά της μάντρας όπου βρισκόταν το κελί του πατέρα Θεράποντα. The monk from Obdorsk, who went to find him in the beehive according to the instructions of the beekeeper, who was also a silent and somber monk, pulled to the corner of the yard where Father Therapontas' cell was located. O φύλακας τον είχε προειδοποιήσει: The guard had warned him:

— Εσένα που είσαι ξένος ίσως θελήσει να σου μιλήσει, μα ίσως και να μην πετύχεις τίποτα. - You who are a stranger may want to talk to you, but you may not succeed.

Όπως το διηγόταν αργότερα ο ίδιος, πλησίασε το κελί του τρομαγμένος. As he later recounted, he approached his cell in terror. Ήταν πια αρκετά αργά. It was late enough. O πάτερ Θεράπων καθόταν στην πόρτα πάνω σ' ένα χαμηλό σκαμνί. Father Therapon was sitting in the doorway on a low stool. Από πάνω του θροούσανε σιγαλά τα φύλλα μιας πελώριας γέρικης φτελιάς. Above him the leaves of a huge old elm tree rustled softly. Άρχιζε η βραδινή ψύχρα. The evening chill was setting in. O καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ έπεσε στα γόνατα μπροστά στον μακάριο και του ζήτησε την ευλογία του. The monk from Obdorsk fell on his knees before the Blessed One and asked for his blessing.

— Θέλεις να πέσω και γω μπροστά σου, καλόγερε; είπε ο πάτερ Θεράπων. Σήκω απάνω! Get up!

O καλόγερος σηκώθηκε. The monk stood up.

— Με την ευλογία σου να βλογηθείς· κάτσε δω δίπλα. - With your blessing to meditate, sit here next door. Από πού μας ήρθες; Where did you come from?

Εκείνο που 'κανε μεγάλη εντύπωση στον καημένο τον καλόγερο ήταν που ο πάτερ Θεράπων, παρ' όλη του τη μεγάλη νηστεία κι όντας τόσο γέρος πια, φαινόταν δυνατός ακόμα, ψηλός, με στητή κορμοστασιά, δεν έσκυβε καθόλου, το πρόσωπό του αν και ισχνό ήταν γεμάτο υγεία και φρεσκάδα. What made a great impression on the poor monk was that Father Therapon, despite all his long fasting and being so old now, seemed strong still, tall, with a firm posture, he did not stoop at all, his face, though thin, was full of health and freshness. Είχε αθλητικό παράστημα και είχε διατηρήσει ακόμα μια μεγάλη σωματική δύναμη. He had athletic stature and had still retained a great deal of physical strength. Πάρ' όλα τα τόσα του χρόνια, τα πλούσια μαλλιά του και τα γένια του, που ήταν άλλοτε μαύρα, δεν είχαν ασπρίσει ακόμα ολότελα. For all his years, his rich hair and beard, once black, had not yet whitened completely. Τα μεγάλα του σταχτιά, φωτεινά μάτια ήταν πολύ πεταχτά, έτσι που προξενούσαν εντύπωση σε κείνους που τον έβλεπαν. His large, bright ashen eyes were very bright, so that they made an impression on those who saw him. Μιλώντας τόνιζε υπερβολικά τα «O». In speaking, he overemphasized the O's. Φορούσε ένα μακρύ κοκκινωπό ράσο από χοντροκομμένο πανί, που το λέγανε άλλοτε «πανί των κατάδικων» και ήταν ζωσμένος μ' ένα χοντρό σκοινί. He wore a long reddish robe of coarse cloth, once called a "convict's cloth," and was fastened with a thick rope. O λαιμός και το στήθος του ήταν γυμνά. His neck and chest were bare. Μια χοντροκομμένη πουκαμίσα, που 'χε μαυρίσει σχεδόν γιατί δεν την έβγαζε για μήνες από πάνω του, φαινόταν κάτω απ' το ράσο. A coarse shirt, almost blackened because he hadn't taken it off for months, was visible under the robe. Λέγανε πως κάτω απ' το ράσο είχε τυλιγμένες στο κορμί του αλυσίδες, που ζυγίζανε τριάντα φούντια. They said that under his robe he had chains wrapped around his body, weighing thirty pounds. Στα γυμνά του πόδια φόραγε κάτι παλιά, σχεδόν διαλυμένα παπούτσια. On his bare feet he wore some old, almost dismantled shoes.

— Είμαι απόνα μικρό κοινόβιο του Ομπντόρσκ, απ' τον Άγιο Σίλβεστρο, απάντησε ταπεινά ο καλόγερος και τον εξέταζε με τα περίεργα αν και κάπως τρομαγμένα μάτια του. - "I am from a small commune in Obdorsk, from St. Silvestro," the monk answered humbly, examining him with his curious if somewhat frightened eyes.

— Ήμουνα και στο Σίλβεστρό σου. - I was at your Silvestro. Έζησα εκεί πέρα. I lived there. Καλά είναι ο Σίλβεστρος; Is Sylvester okay?

O καλόγερος κόμπιασε. The monk was stumped.

— Ανόητοι άνθρωποι που είστε! - Foolish people you are! Τι νηστεία κρατάτε; What fast do you keep?

— Η δίαιτά μας είναι κανονισμένη έτσι, σύμφωνα με τις αρχαιότατες συνήθειες της σκήτης. - Our diet is arranged in this way, according to the ancient habits of the skete. Τη σαρακοστή, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, δεν στρώνουμε τραπέζι. On Lent, Monday, Wednesday and Friday, we do not set the table. Την Τρίτη και την Πέμπτη οι αδελφοί τρώνε άσπρο ψωμί, μελόσουπα, βατόμουρα ή λάχανο τουρσί κι ακόμα χυλό από αλεύρι βρόμης. On Tuesdays and Thursdays the brothers eat white bread, gingerbread soup, blueberries or sauerkraut and even oatmeal porridge. Το Σάββατο λαχανόσουπα, αρακά, πιλάφι με σάλτσα, όλα με λάδι. On Saturday, vegetable soup, peas, pilaf with sauce, all with oil. Την Κυριακή, μαζί με τη λαχανόσουπα, ψάρι παστό και πιλάφι. On Sunday, along with the vegetable soup, salted fish and pilaf. Τη Μεγάλη Βδομάδα, απ' τη Δευτέρα ως το Σάββατο το βράδι, δηλαδή έξι μέρες, ψωμί με νερό και χόρτα άβραστα, κι αυτό με εγκράτειά· κι αυτό πάλι όχι κάθε μέρα αλλά όπως την πρώτη βδομάδα. In Holy Week, from Monday to Saturday evening, that is, six days, bread with water and uncooked greens, and this with abstinence; and this again not every day, but as in the first week. Τη Μεγάλη Παρασκευή δεν πρέπει τίποτα να φάμε και το Μεγάλο Σάββατο ως τις τρεις η ώρα τίποτα δεν πρέπει πάλι να βάλουμε στο στόμα μας. On Good Friday we must not eat anything, and on Holy Saturday until three o'clock we must not put anything in our mouths again. Στις τρεις μπορούμε να φάμε μια μπουκιά ψωμί με νερό και να πιούμε μια κούπα κρασί. At three o'clock we can eat a bite of bread with water and drink a cup of wine. Τη Μεγάλη Πέμπτη τρώμε χόρτα βραστά χωρίς λάδι και πίνουμε λίγο κρασί. On Maundy Thursday we eat greens boiled without oil and drink some wine. Γιατί και στη Σύνοδο ακόμα της Λαοδικείας αναφέρονται τα εξής περί της Μεγάλης Πέμπτης: «Εάν η νηστεία δεν κρατηθεί την τελευταία εβδομάδα της σαρακοστής και καταλυθεί την Πέμπτη, τότε κι όλη η σαρακοστή θεωρείται μαγαρισμένη». For in the Council of Laodicea the following is also mentioned about Maundy Thursday: "If the fast is not kept in the last week of Lent and is broken on Thursday, then the whole of Lent is also considered to be blessed." Νά πώς είναι κανονισμένα σε μας. Here's how it's arranged for us. Μα τι είναι αυτά αν τα συγκρίνει κανείς με σας, μεγάλε πάτερ, πρόσθεσε ο καλόγερος παίρνοντας θάρρος, που ολάκερο το χρόνο, ακόμα και το Άγιο Πάσχα, τρέφεστε μονάχα με ψωμί και νερό και το ψωμί που έχουμε εμείς για δυο μέρες σεις το ξοδεύετε σε μια βδομάδα. "But what is this compared to you, great father," added the monk, taking courage, "who all year round, even at Easter, feed yourselves only with bread and water, and the bread we have for two days you spend in a week. Αληθώς είναι θαυμαστή τούτη η μεγάλη σας εγκράτεια. Truly this great temperance of yours is wonderful.

— Και τα μανιτάργκια; ρώτησε ξαφνικά ο πάτερ Θεράπων με βαριά προφορά. - What about the mushrooms?Father Therapon suddenly asked with a heavy accent.

— Τα μανιτάρια;

— Ναίσκε. - Naisuke. Θα τους το χαρίσω το ψωμί τους, καθόλου δε μου χρειάζεται, μπορώ και μέσα στο δάσος να ζω· κι εκεί θα ζήσω με τα μανιτάργκια ή τα βατόμουρα. I will give them their bread, I don't need it at all, I can live in the forest; and there I will live on mushrooms or blackberries. Όμως αυτοί εδώ πέρα δεν μπορούν να το παρατήσουν το ψωμί, θα πει λοιπόν πως ο διάολος τους κρατάει γερά. But these people here can't give up the bread, so he will say that the devil is holding them down. Τώρα οι μαγαρισμένοι λένε πως δεν υπάρχει λόγος να νηστεύει κανείς τόσο πολύ. Now the pious say that there is no reason to fast so much. Τούτη η σκέψη τους είναι αλαζονική και ακάθαρτη. This thinking of theirs is arrogant and impure.

— Αχ, αλήθεια, έτσι είναι, αναστέναξε ο καλόγερος. - Ah, really, that's how it is, sighed the monk.

— Τους διαόλους τους είδες, που είναι σκαρφαλωμένοι πάνω τους; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων. - Did you see the dioramas, which are perched on them? asked Father Therapon.

—Σε ποιους απάνω; ζήτησε να μάθει δειλά ο καλόγερος. -Who upstairs?" the monk asked timidly.

— Είχα πάει πέρσι στην Πεντηκοστή στου ηγούμενου κι από τότε δεν ξαναπήγα. - I went to the Abbot's last year at Pentecost and I haven't been back since. Είδα ένα διαολάκι να κάθεται στα δάχτυλα του ενός. I saw a little devil sitting on the fingers of one. άλλο να κρύβεται κάτω απ' το ράσο, μονάχα τα κερατάκια του ξεπετάγονταν. ...but hiding under his robe, only his horns were popping out. Ένα άλλο πάλι είχε μπει στην τσέπη ενός καλόγερου κι από εκεί κρυφοκοίταζε, τα μάτια του ήταν ζωηρά, μα εμένα με φοβόταν. Another one had gone into the pocket of a monk and from there he was peeping, his eyes were lively, but he was afraid of me. Ένα θρονιάστηκε στην κοιλιά κάποιου άλλου, μέσα στο βρωμερό στομάχι του. One thundered in the belly of another, in his stinking stomach. Άλλο πάλι γαντζώθηκε απ' το λαιμό κάποιου τρίτου κι εκείνος το κουβαλάει και δεν το βλέπει. Another is hooked by the neck of a third person and he carries it and does not see it.

— Εσείς... τα βλέπετε; ρώτησε ο καλόγερος. - Do you... do you see them? asked the monk.

— Βλέπω, σου λέω, όλα τα βλέπω. - I see, I tell you, I see everything. Όταν έφευγα απ' του ηγουμένου βλέπω έναν που πήγε να κρυφτεί πίσω απ' την πόρτα, γιατί με φοβήθηκε. When I was leaving the abbot's house I see one who went to hide behind the door, because he was afraid of me. Και ήταν πρώτο μπόι, μιάμιση πήχη ψηλός, και η ουρά του ήταν χοντρή, καφετιά, μακριά. And he was a first-boy, a cubit and a half high, and his tail was thick, brown, long. Το λοιπόν, η άκρη της ουράς του πιάστηκε στη χαραμάδα της πόρτας, μα εγώ «στάσου και θα δεις τώρα», σφάλιξα άξαφνα την πόρτα και του μάγκωσα για τα καλά την ουρά. So the tip of his tail got caught in the crack of the door, but I "wait and see now", I suddenly opened the door and bit his tail for good. Άρχισε να ουρλιάζει, να χτυπιέται, μα εγώ έκανα από πάνω του το σημείο του σταυρού τρεις φορές και τον αποσταύρωσα. He began to scream, to beat himself, but I made the sign of the cross over him three times and distanced him. Ψόφησε εκεί πέρα σαν αράχνη που την πατάς. It's dead over there like a spider you're stepping on. Τώρα θα πρέπει να 'χει σαπίσει εκεί στη γωνιά· βρωμάει, όμως εκείνοι δεν τον βλέπουν, δεν τον μυρίζονται. By now it must be rotting there in the corner; it stinks, but they don't see it, they don't smell it. Ένας χρόνος είναι που δεν πάω εκεί πέρα. It's been a year since I've been there. Στα λέω σένα μόνο και μόνο γιατί είσαι ξένος. I'm only telling you because you're a stranger.

— Τρομερά είναι τα λόγια σας! - Your words are terrible! Όμως για πέστε μου, μεγάλε και μακάριε, —ο καλόγερος έπαιρνε όλο και περισσότερο θάρρος—, είναι αλήθεια εκείνο που λένε για σας, ακόμα και στους μακρινούς τόπους, πως τάχα έχετε αδιάκοπη επικοινωνία με το Άγιο Πνεύμα; But tell me, great and blessed one," the monk was becoming more and more courageous, "is it true what they say about you, even in distant lands, that you have uninterrupted communion with the Holy Spirit?

— Καμιά φορά του 'ρχεται και κατεβαίνει. - Sometimes it comes and goes.

— Πώς κατεβαίνει; Πώς είναι; - How does it come down? How is it?

— Πουλί. - Bird.

— Το Άγιο Πνεύμα εν είδει περιστεράς; - The Holy Spirit in the form of a dove?

— Αυτό που λες είναι το Άγιο Πνεύμα, τούτο που λέω γω είναι το Αγιόπνεμα. - What you say is the Holy Spirit, what I say is the Holy Spirit. Το Αγιόπνεμα είναι άλλο πράμα, μπορεί να κατέβει και σαν άλλο πουλί: καμιά φορά σαν χελιδόνι, άλλοτε σαν καρδερίνα κι άλλοτε πάλι σαν μελισσοφάγος. The Honeysuckle is another thing, it can come down like another bird: sometimes like a swallow, sometimes like a cardinal and sometimes like a bee-eater.

— Και πώς το ξεχωρίζετε από 'ναν σκέτο μελισσοφάγο; - And how do you tell the difference between that and a mere bee-eater?

— Μιλάει.

— Πώς μιλάει δηλαδή, σε τι γλώσσα; - How does he speak, in what language?

— Ανθρώπινη. - Human.

— Και τι σας λέει; - And what does it tell you?

— Να, σήμερα με ειδοποίησε πως θα μ' επισκεφτεί ένας βλάκας και θα μου κάνει ανόητες ερωτήσεις. - Well, today I got a call that some idiot was going to visit me and ask me stupid questions. Πολλά ζητάς να μάθεις καλόγερέ μου. You ask a lot to know, my monk.

— Τρομερά είναι τα λόγια σας, πανιερότατε και πανοσιότατε πάτερ, έλεγε ο καλόγερος κουνώντας το κεφάλι του. - "Your words are terrible, your holiness and father," said the monk, shaking his head.

Εδώ που τα λέμε, στα τρομαγμένα του ματάκια φάνηκε και κάποια δυσπιστία. As a matter of fact, his frightened little eyes showed some disbelief.

— Το βλέπεις τούτο το δέντρο; ρώτησε ο πάτερ Θεράπων αφού σώπασε λίγο. - Do you see this tree?Father Therapon asked, after he had fallen silent a little.

— Το βλέπω, πανοσιότατε πάτερ. - I can see that, Your Eminence.

— Εσύ νομίζεις πως είναι φτελιά, μα εγώ σου λέω πως είναι άλλο πράμα. - You think it's an elm, but I tell you it's something else.

— Σαν τι λοιπόν; ρώτησε ο καλόγερος και περίμενε με σεβασμό την απάντηση. - Like what then?The monk asked and waited respectfully for the answer.

— Τούτο γίνεται τη νύχτα. - This is done at night. Βλέπεις κείνα τα δυο κλαδιά; Τη νύχτα γίνονται χέρια του Χριστού. See those two branches? At night they become the hands of Christ. Τ' απλώνει προς το μέρος μου και ψάχνει να με αδράξει. He reaches towards me and looks for me. Το βλέπω καθαρά και τρέμω. I see it clearly and I shudder. Είναι τρομαχτικό πολύ, ω, τρομαχτικό! It's scary too, oh, scary!

— Πώς μπορεί να 'ναι τρομαχτικό μια και είναι ο ίδιος ο - How can it be scary if it's the same person

Χριστός;

— Μα θα μ' αρπάξει και θα με πάει στα ουράνια. - But he's gonna grab me and take me to heaven.

— Ζωντανόν; - Live?

— Εν πνεύματι και δόξα του προφήτη Ηλία, μήπως δεν έχεις ακουστά γι' αυτό; Θα μ' αρπάξει και θα με πάρει... - In the spirit and glory of the prophet Elijah, have you not heard of this? He shall take me and take me...

Πάρ' όλο που ύστερα απ' αυτή τη συζήτηση ο καλόγερος απ' το Ομπντόρσκ γύρισε στο κελί ενός καλόγερου, που του 'χαν ορίσει, γεμάτος αμηχανία, ωστόσο η καρδιά του έγερνε μάλλον προς τον πατέρα Θεράποντα παρά προς τον πατέρα Ζωσιμά. Although after this conversation the monk from Obdorsk returned to the cell of a monk who had been assigned to him, full of embarrassment, his heart was nevertheless inclined towards Father Therapont rather than towards Father Zosima. Γιατί αυτός ο καλόγερος ήταν πρώτα απ' όλα υπέρ της νηστείας κι ένας τόσο μεγάλος νηστευτής όπως ο πάτερ Θεράπων δεν ήταν παράξενο να βλέπει «θαυμαστά οράματα». Because this monk was first of all in favour of fasting and such a great fasting man as Father Therapon was not strange to see "miraculous visions". Βέβαια τα λόγια του ήταν από μια άποψη κάπως ακαταλαβίστικα μα ένας Θεός ξέρει τι βαθύτερη σημασία μπορεί να 'χαν. Of course his words were in one sense somewhat incomprehensible but God knows what deeper meaning they might have had. Εξάλλου όλοι οι «πτωχοί τω πνεύματι» για χάρη του Χριστού λένε και κάνουν πολύ πιο παράξενα πράγματα. After all, all the "poor in spirit" for Christ's sake say and do much stranger things. Όσο για την ουρά του διαβόλου που την είχε μαγκώσει στην πόρτα, ήταν έτοιμος να το πιστέψει μ' όλη του την ψυχή, όχι μονάχα μεταφορικά μα και κυριολεκτικά. As for the devil's tail that had bitten her at the door, he was ready to believe it with all his soul, not only figuratively but also literally. Εκτός απ' αυτό ακόμα και πριν έρθει στο μοναστήρι ήταν προκατειλημμένος ενάντια στο θεσμό των στάρετς, που τον είχε μονάχα ακουστά και τον θεωρούσε —όπως και πολλοί άλλοι— σαν βλαβερό νεωτερισμό. Besides this, even before he came to the monastery he was prejudiced against the institution of the starets, which he had only heard of and considered - like many others - as a harmful modernism. Όντας πια μιαν ολάκερη μέρα στο μοναστήρι, πρόφτασε να παρατηρήσει τις κρυφές δυσαρέσκειες μερικών επιπόλαιων αδελφών, που διαφωνούσαν και δε θέλανε να υπάρχουν στάρετς. Being now a full day in the monastery, he was able to observe the hidden discontents of some frivolous brothers, who disagreed and did not want there to be starets. Από φυσικού του άρχισε να χώνει παντού τη μύτη του, να στριφογυρνάει παντού και να ξεσκαλίζει τα πάντα. Naturally he started to poke his nose everywhere, twisting around everywhere and picking everything. Νά γιατί η είδηση για το καινούργιο «θαύμα» του στάρετς Ζωσιμά τον έκανε να μην ξέρει τι να σκεφτεί. That's because the news about the new "miracle" of starlet Zosima made him not know what to think. O Αλιόσα θυμήθηκε αργότερα πως τούτος ο επισκέπτης απ' το Ομπντόρσκ τριγύριζε συνεχώς ανάμεσα στους καλόγερους που είχαν μαζευτεί έξω απ' το κελί του στάρετς, άκουγε τις κουβέντες τους και τους ρωτούσε. Alyosha later remembered that this visitor from Obdorsk was constantly walking among the monks gathered outside the starets' cell, listening to their conversations and asking them questions. Μα τότε πολύ λίγο τον πρόσεξε και μονάχα πιο ύστερα τα θυμήθηκε όλα αυτά... Μα ούτε και μπορούσε να 'χει σ' αυτόν το νου του: O στάρετς Ζωσιμάς είχε κουραστεί και πάλι πολύ και είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι. But then she paid very little attention to him and only later remembered all this... But he could not even keep his mind on him: The starlet Zosimas was again very tired and had lain in bed. Έκλεινε πια τα μάτια του όταν τον θυμήθηκε και ζήτησε να του τον φέρουν. He was closing his eyes when he remembered him and asked for him to be brought to him. O Αλιόσα έτρεξε αμέσως. Aliosha ran immediately. Κοντά στον στάρετς βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή μονάχα ο πάτερ Παΐσιος, ο πάτερ ιερομόναχος Ιωσήφ κι ο δόκιμος Πορφύριος. The only people near the starets at that moment were Father Paisios, Father Hieromonk Joseph and the novice Porphyrios. O στάρετς άνοιξε τα κουρασμένα του μάτια, κοίταξε επίμονα τον Αλιόσα και ξαφνικά τον ρώτησε: The starlet opened his tired eyes, stared at Aliosha and suddenly asked:

— Μήπως σε περιμένουν οι δικοί σου, γιόκα μου; O Αλιόσα κόμπιασε. - Are your folks waiting for you, sonny? Alyosha was stumped.

— Μήπως σ' έχουν ανάγκη; Μήπως υποσχέθηκες χτες σε κανέναν πως θα πας σήμερα; - Do they need you? Did you promise anyone yesterday that you'd go today?

— Υποσχέθηκα... στον πατέρα... στ' αδέρφια μου... και σ' άλλους ακόμα... - I promised... to Father... to my brothers... and others...

— Τα βλέπεις; Χωρίς άλλο να πας. - You see them? No more going. Μη θλίβεσαι. Don't be sad. Να 'σαι βέβαιος πως δε θα πεθάνω προτού να πω μπροστά σου την τελευταία μου λέξη πάνω σε τούτη τη γη. Be assured that I shall not die before I say my last word before you on this earth. Εσένα θα στην πω αυτή τη λέξη. You I will tell you this word. γιόκα μου, και σε σένα θα την κληροδοτήσω. my son, and to you I will bequeath it. Σε σένα, καλέ μου γιόκα, γιατί μ' αγαπάς. To you, my good son, for you love me. Όμως τώρα πήγαινε σε κείνους που υποσχέθηκες. But now go to those you promised.

O Αλιόσα υπάκουσε αμέσως, αν και πολύ λυπόταν που θα έφευγε. Alyosha obeyed immediately, though he was very sorry to leave. Μα η υπόσχεση του στάρετ; πως αυτός θ' ακούσει την τελευταία του λέξη πάνω σε τούτη τη γη και πως θα 'ταν μάλιστα κάτι σαν κληρονομιά για τον Αλιόσα, έκανε την καρδιά του να πλημμυρίσει από ενθουσιασμό. But the staret's promise that he would hear his last word on this earth, and that it would even be something of an inheritance for Aliosha, made his heart overflow with excitement. Βιάστηκε, να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο με τις δουλειές του στην πολιτεία για να ξαναγυρίσει. He was in a hurry to get his state business out of the way as quickly as possible so he could get back. Τότε ακριβώς κι ο πάτερ Παΐσιος τον κατευόδωσε με μια νουθεσία που του 'κανε πολύ μεγάλη κι αναπάντεχη εντύπωση. Just then Father Paisios guided him with an admonition that made a great and unexpected impression on him. Αυτό έγινε όταν και οι δυο τους είχαν βγει πια απ' το κελί του στάρετς. This was after they were both out of the starlet's cell.

— Να θυμάσαι, παιδί μου, πάντα να το θυμάσαι (άρχισε έτσι αμέσως δίχως κανένα πρόλογο ο πάτερ Παΐσιος), πως η σοφία των κοσμικών έγινε μια τεράστια δύναμη και ξεψάχνισε, τον τελευταίο ιδιαίτερα αιώνα, όλα όσα είναι γραμμένα στα θεϊκά βιβλία. - Remember, my child, always remember (Father Paisios began immediately without any preface), that the wisdom of the secularists has become a tremendous power and has, in the last century in particular, obliterated everything that is written in the divine books. Ύστερα από αμείλιχτη ανάλυση οι σοφοί του κόσμου τούτου κατάντησαν να μην έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο. After relentless analysis the wise men of this world have come to have neither holy nor holy. Αυτοί όμως εξετάσανε κάθε κομμάτι χωριστά αφήνοντας να τους ξεφύγει το όλον. But they examined each part separately, letting the whole escape them. Και μάλιστα είναι εκπληκτικό ως ποιο σημείο τύφλωσης έφτασαν πάνω σ' αυτό. In fact, it's amazing the point of blindness they've reached on this. Ενώ το όλον ορθώνεται μπροστά στα μάτια τους ακλόνητο όπως πάντα, και «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτού». While the whole stands before their eyes as firm as ever, and "the gates of Hades shall not prevail against it." Μήπως τάχα δεν έζησε δεκαεννιά αιώνες; Μήπως δε ζει και τώρα στις πράξεις της κάθε ψυχής χωριστά και στις πράξεις των λαϊκών μαζών; Ακόμα και στις ψυχές εκείνων των ίδιων των αθεϊστών, που τα γκρεμίσανε όλα, ζει σαν και πρώτα ατράνταχτα! Did he not live nineteen centuries? Does it not live even now in the actions of each individual soul and in the actions of the masses? Even in the souls of those very atheists who have shattered everything, it lives as the first of the atheists! Γιατί στην πραγματικότητα και εκείνοι που αρνήθηκαν το χριστιανισμό και εκείνοι που εξεγέρθηκαν εναντίον του είναι κι αυτοί οι ίδιοι ουσία του ίδιου του Χριστού· και μείνανε όπως ήταν γιατί ως τα τώρα ούτε η σοφία τους, ούτε η φλόγα της καρδιάς τους δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν μιαν άλλη εικόνα του ανθρώπου και της αξιοπρέπειάς του, από εκείνη που 'χε υποδείξει από τα παλιά ακόμα χρόνια ο Χριστός. For in reality both those who denied Christianity and those who rebelled against it are themselves the essence of Christ himself; and they have remained as they were because until now neither their wisdom nor the fire of their hearts have been able to create a different image of man and his dignity from the one that Christ had suggested from the old times. Όλες οι προσπάθειες που γίνανε είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν μονάχα τέρατα. All the attempts that have been made have resulted in the creation of monsters. Αυτό να το θυμηθείς ιδιαίτερα νεαρέ μου, γιατί ο στάρετς σου, που πρόκειται να κοιμηθεί, σε προορίζει για τον κόσμο. Remember this especially, my young man, for your starlet, who is about to sleep, has destined you for the world. Επειδή πάντα θα θυμάσαι τούτη τη μεγάλη μέρα, ίσως να μην ξεχάσεις κι αυτά τα λόγια μου, που στα λέω από καρδιάς για να σε καθοδηγήσω, διότι νέος είσαι, και οι πειρασμοί του κόσμου τούτου είναι μεγάλοι και δε θα 'χεις τη δύναμη να τους αντιμετωπίσεις. Because you will always remember this great day, perhaps you will not forget these words of mine, which I speak to you from the heart to guide you, for you are young, and the temptations of this world are great and you will not have the strength to face them. Και τώρα πήγαινε, ορφανό μου παιδί. And now go, my orphan child.

Λέγοντας αυτά ο πάτερ Παΐσιος τον ευλόγησε. Saying this, Father Paisios blessed him. Βγαίνοντας απ' το μοναστήρι ο Αλιόσα σκεφτόταν όλα τούτα τ' αναπάντεχα λόγια και κατάλαβε ξαφνικά πως αυτός ο καλόγερος, που του φερόταν ως τα τώρα αυστηρά και τραχιά, γινόταν ανέλπιστα φίλος του κι αγαπητός καθοδηγητής του. On his way out of the monastery, Alyosha was thinking about all these unexpected words and suddenly realized that this monk, who had treated him hitherto in a harsh and harsh manner, was becoming his unexpected friend and beloved guide. Λες και του τον κληροδοτούσε ο στάρετς Ζωσιμάς μια και τώρα θα πέθαινε. As if the starlet Zosimas was bequeathing it to him since he was about to die.

«Ίσως και στ' αλήθεια να το συμφώνησαν αυτό μεταξύ τους», σκέφτηκε για μια στιγμή ο Αλιόσα. "Maybe they really did agree on this between them," Alyosha thought for a moment.

Η αναπάντεχη και σοφή διδαχή του πάτερ Παΐσιου, που μόλις τώρα είχε ακούσει, κι αυτή μονάχα, μαρτυρούσε τη φλογερή καρδιά του πάτερ Παΐσιου. The unexpected and wise teaching of Father Paisios, which he had only just heard, and that alone, testified to the fiery heart of Father Paisios. Βιαζόταν να οπλίσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αυτό το νεανικό μυαλό ενάντια στους πειρασμούς και να ενδυναμώσει αυτή την ψυχή που του 'χαν εμπιστευτεί, περιβάλλοντάς την μ' ένα τείχος απ' τα πιο στέρεα που μπορούσε να φανταστεί. He was in a hurry to arm this young mind as quickly as possible against temptations and to strengthen this soul that had been entrusted to him, surrounding it with a wall of the most solid material he could imagine.