×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 4. ΙΙΙ. Έμπλεξε με τα σκολιαρόπαιδα

4. ΙΙΙ. Έμπλεξε με τα σκολιαρόπαιδα

Δόξα να 'χει ο Θεός που δε με ρώτησε για την Γκρούσενκα», σκέφτηκε ο Αλιόσα βγαίνοντας απ' το σπίτι του πατέρα του και τραβώντας για της κυρίας Χοχλάκοβα. «Αλλιώς θ' αναγκαζόμουν ίσως να του αφηγηθώ τη χτεσινή μου συνάντηση μαζί της».

O Αλιόσα πόνεσε, νιώθοντας πως τη νύχτα οι αντίπαλοι είχαν συγκεντρώσει καινούργιες δυνάμεις και η καρδιά τους είχε σκληρύνει περισσότερο.

«O πατέρας είναι εκνευρισμένος και μοχθηρός, κάτι σκέφτηκε και πήρε την απόφασή του. Κι ο Ντιμήτρι; Σίγουρα κι αυτός κάτι θα 'χει σκεφτεί αυτή τη νύχτα και θα 'ναι κι αυτός εκνευρισμένος και μοχθηρός... Ω, πρέπει οπωσδήποτε να προφτάσω να τον βρω σήμερα με κάθε θυσία...»

Μα ο Αλιόσα δεν είχε πολύ καιρό να σκεφτεί: στο δρόμο του συνέβη κάτι που φαινομενικά δεν ήταν και πολύ σπουδαίο μα που του 'κανε μεγάλη εντύπωση. Μόλις πέρασε την πλατεία κι έστριψε σε μια πάροδο για να βγει στην οδό Μιχαηλόβσκαγια, που ήταν παράλληλη με το Μεγάλο Δρόμο και χωριζόταν απ' αυτόν μ' ένα ρέμα μονάχα (όλη η πολιτεία μας είναι γεμάτη ρέματα), είδε κάτω στο γεφυράκι ένα μπουλούκι σχολιαρόπαιδα: όλα μικρά παιδιά, από εννιά ίσαμε δώδεκα το πολύ χρονώ. Είχαν σχολάσει και σκορπίζανε για να πάνε σπίτια τους, άλλα με τη σάκα στην πλάτη και άλλα έχοντάς την κρεμασμένη στον ώμο, άλλα φορούσανε σακάκια κι άλλα παλτουδάκια. Ήταν και μερικά που φορούσαν ποδήματα από μαλακό δέρμα, από εκείνα που αρέσουν πολύ στα μικρά παιδιά, τα παραχαϊδεμένα απ' τους πλούσιους γονείς τους. Όλη η ομάδα συζητούσε ζωηρά, φαινόταν πως κάτι την απασχολούσε και γύρευε να πάρει μια απόφαση. O Αλιόσα ήταν αδύνατο να περάσει αδιάφορος μπροστά από μικρά παιδιά, απ' τον καιρό κιόλας που βρισκόταν στη Μόσχα και, αν και του άρεσαν ιδιαίτερα τα πολύ μικρά, τριώ χρονώ πάνω κάτω, αγαπούσε ωστόσο πολύ και τα σχολιαρόπαιδα των δέκα κι έντεκα χρονώ. Γι' αυτό, όσο κι αν ήταν τώρα απασχολημένος με τις σκέψεις του, θέλησε ξαφνικά να τα πλησιάσει και να πιάσει μαζί τους κουβέντα. Πλησιάζοντας κοίταζε τα κοκκινομάγουλα ζωηρά προσωπάκια τους και παρατήρησε ξάφνου πως το καθένα τους βαστούσε στο χέρι μια πέτρα, άλλα μάλιστα είχανε δυο. Απ' την άλλη μεριά της ρεματιάς, κάπου τριάντα βήματα μακριά απ' την ομάδα, στεκόταν ένα παιδί δίπλα σ' ένα φράχτη, μαθητής κι αυτός, με τη σάκα στον ώμο· φαινόταν απ' το μπόι του πως ήταν δέκα χρονώ, ίσως και πιο μικρός. Χλωμούτσικος, αρρωστιάρης, μ' αστραφτερά μαύρα ματάκια, κοίταζε προσεχτικά κι ερευνητικά την ομάδα των έξι παιδιών, που ήταν καθώς φαίνεται συμμαθητές του, μα που τώρα ήταν μαλωμένος μαζί τους. O Αλιόσα πλησίασε και μίλησε σ' ένα σγουρόμαλλο, ξανθό, κοκκινομάγουλο παιδί που φορούσε μαύρο σακάκι:

— Όταν είχα και γω μια πέτσινη σάκα σαν τη δίκιά σας, την κρέμαγα στον αριστερό μου ώμο για να μπορώ με το δεξί χέρι να παίρνω εύκολα ό,τι ήθελα από μέσα. Όμως εσείς έχετε τη σάκα στο δεξί ώμο και θα δυσκολεύεστε να πάρετε κάτι στα γρήγορα. O Αλιόσα άρχισε απ' αυτή την παρατήρηση χωρίς καμιά προμελετημένη πονηριά. Κι όμως είναι αδύνατο ένας μεγάλος ν·' αρχίσει διαφορετικά, όταν θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού κι ακόμα περισσότερο μιας ολάκερης ομάδας παιδιών. Πρέπει ν' αρχίζει κανείς να μιλάει σοβαρά για υπόθεση που ενδιαφέρει τα παιδιά και να δείξει πως τους κουβεντιάζει σαν ίσος με ίσο. O Αλιόσα το καταλάβαινε αυτό από ένστικτο.

— Μα αυτός είναι ζερβοχέρης, απάντησε ευθύς ένα άλλο παιδί, γεροδεμένο και γεμάτο υγεία, κάπου έντεκα χρονώ.

Τα υπόλοιπα πέντε παιδιά κάρφωσαν τα μάτια τους στον Αλιόσα.

— Και τις πέτρες με τ' αριστερό τις ρίχνει, παρατήρησε ένα τρίτο παιδί.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε μια πέτρα μέσα στην ομάδα, άγγιξε ελαφρά τον αριστεροχέρη, μα ξαστόχησε, αν και είχε ριχτεί με καπατσοσύνη και δύναμη. Την είχε ρίξει το παιδί που στεκόταν στην άλλη μεριά της ρεματιάς.

— Απάνω του, δώσ' του, Σμούροβ! φώναξαν όλοι.

Μα ο Σμούροβ (ο αριστεροχέρης) και χωρίς αυτό δεν αργοπόρησε καθόλου κι απάντησε αμέσως: έριξε μια πέτρα στο παιδί που βρισκόταν πίσω απ' το ρέμα, μα χωρίς επιτυχία, η πέτρα χτύπησε στο χώμα. Το παιδί απ' το ρέμα έριξε αμέσως κι άλλη πέτρα, που τούτη τη φορά πέτυχε τον Αλιόσα και τον χτύπησε αρκετά δυνατά στον ώμο. Εκείνος απέναντι είχε γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες. Αυτό φαινόταν από τριάντα βήματα μακριά γιατί οι τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες.

— Εσάς, εσάς ήθελε να χτυπήσει, επίτηδες εσάς σημάδευε. Είστε Καραμάζοβ, Καραμάζοβ, έτσι δεν είναι; φωνάξανε γελώντας τα παιδιά. Όλοι απάνω του λοιπόν, δώσ' του!

Κι απ' την ομάδα ξεπετάχτηκαν μονομιάς έξι πέτρες. Μια απ' αυτές πέτυχε τον άλλον στο κεφάλι και το παιδί έπεσε. Όμως σηκώθηκε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει με λύσσα τη μια πέτρα μετά από την άλλη στην ομάδα. Άρχισε ένας κανονικός πετροπόλεμος κι απ' τις δυο μεριές. Πολλά απ' τα παιδιά της ομάδας αποδείχτηκε πως είχαν έτοιμες πέτρες στις τσέπες τους.

— Μα τι κάνετε εκεί! Δεν ντρέπεστε λοιπόν, καλοί μου κύριοι! Τα βάλατε έξι μ' έναν! Μα σεις θα τον σκοτώσετε! φώναξε ο Αλιόσα.

Μπήκε μπροστά για να προφυλάξει το παιδί που ήταν πέρα απ' το ρέμα. Τρεις ή τέσσερις σταμάτησαν για μια στιγμή.

— Αυτός άρχισε πρώτος! φώναξε ένα παιδί που φορούσε κόκκινο πουκάμισο, με μια νευριασμένη παιδιάστικη φωνή. Είναι ύπουλος, τις προάλλες χτύπησε τον Κρασότκιν με το σουγιά του, έβγαλε αίμα. O Κρασότκιν δε θέλησε να τον μαρτυρήσει, όμως αυτουνού του χρειάζεται να τον τσακίσουμε...

— Μα γιατί, ίσως σεις οι ίδιοι τον κοροϊδεύετε, ε;

— Νά όμως που αυτός πάλι σας έριξε μια πέτρα στην πλάτη. Αυτός σας ξέρει, φωνάζανε τα παιδιά. Τώρα ρίχνει σε σας τις πέτρες κι όχι σε μας. Όλοι απάνω του και πάλι, κοίτα μην ξεστοχήσεις, Σμούροβ!

Και ξανάρχισε ο πετροπόλεμος, τούτη τη φορά πολύ άγριος. Το παιδί πίσω απ' το ρέμα χτυπήθηκε στο στήθος. Ξεφώνισε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε τον ανήφορο κατά την οδό Μιχαηλόβσκαγια. Τα παιδιά της ομάδας άρχισαν να φωνάζουν:

— Α, νά του πάει, το 'σκασε το ξέφτι! Δεν τον ξέρετε, Καραμάζοβ, τι ύπουλος που είναι, λίγο θα του ήταν αν τον σκοτώναμε, ξανάπε το παιδί με το μαύρο σχολικό κουστούμι και τ' αστραφτερά μάτια, που φαινόταν να 'ναι μεγαλύτερο απ' όλα. — Τι έκανε; ρώτησε ο Αλιόσα. Μαρτύρησε μήπως;

Τα παιδιά κοιταχτήκανε με κάποιαν ειρωνεία.

— Πάτε και σεις στη Μιχαηλόβσκαγια; εξακολούθησε να λέει το ίδιο παιδί. Το λοιπόν για πηγαίνετε και προφτάστε τον... Τον βλέπετε; Σταμάτησε και σας κοιτάζει.

— Εσάς κοιτάζει, εσάς κοιτάζει, είπαν και τ' άλλα παιδιά.

— Το λοιπόν, για ρωτήστε τον αν του αρέσει το ξέφτι. Ακούτε; Αυτό να τον ρωτήσετε.

Όλοι γελάσανε. O Αλιόσα τους κοίταζε.

— Μην πηγαίνετε, θα σας χτυπήσει, φώναξε προειδοποιώντας τον ο Σμούροβ.

— Δεν θα τον ρωτήσω, κύριοι, για το ξέφτι, γιατί φαίνεται πως εσείς τον κοροϊδεύετε μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο. Μα θα μάθω απ' αυτόν για ποιο λόγο δεν τον χωνεύετε τόσο...

— Μάθετέ το ντε, μάθετέ το, είπανε γελώντας τα παιδιά.

O Αλιόσα πέρασε το γεφυράκι, ανέβηκε τον ανήφορο και πλησίασε το παιδί.

— Προσέχτε, του φώναζαν πίσω του. Δε θα σας φοβηθεί, θα σας χτυπήσει άξαφνα, μπαμπέσικα... όπως τον Κρασότκιν...

Το παιδί τον περίμενε χωρίς να κουνιέται απ' τη θέση του. Όταν τον πλησίασε, ο Αλιόσα είδε ένα μικρό που δε θα 'ταν πάνω από εννιά χρονώ, κοντό κι αδύνατο, με ισχνό και μακρουλό πρόσωπο. Τα μεγάλα σκούρα του μάτια τον κοίταζαν άγρια. Φορούσε ένα αρκετά τριμμένο παλτουδάκι που του ήταν πια μικρό. Τα μανίκια ήταν κοντά και τα χέρια του ξεπετάγονταν γυμνά. Στο αριστερό γόνατο του παντελονιού είχε ένα μεγάλο μπάλωμα και το δεξί του παπούτσι, ακριβώς στο μεγάλο δάχτυλο, είχε μια τρύπα που 'χε προσπαθήσει να την κρύψει με μελάνι. Και οι δυο τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες απ' τις πέτρες που 'χε μαζέψει. O Αλιόσα σταμάτησε δυο βήματα μακριά του και τον κοίταξε εξεταστικά. Το παιδί κατάλαβε αμέσως απ' το βλέμμα του Αλιόσα πως εκείνος δεν έχει σκοπό να τον χτυπήσει. Έπαψε λοιπόν να κοκορεύεται και μάλιστα μίλησε πρώτος:

— Είμαι ένας και εκείνοι είναι έξι... Θα τους τσακίσω όλους και μόνος μου, είπε ξαφνικά και τα μάτια του άστραψαν.

— Μια πέτρα φαίνεται πως σας χτύπησε πολύ άσχημα, παρατήρησε ο Αλιόσα.

— Και εγώ πέτυχα τον Σμούροβ στο κεφάλι! φώναξε το παιδί.

— Τα παιδιά μού είπαν πως με ξέρετε και για κάποιο λόγο ρίχνατε σε μένα τις πέτρες. Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε ο Αλιόσα.

Το παιδί τον κοίταξε κατσούφικα.

—Εγώ δεν σας ξέρω. Μήπως εσείς με ξέρετε; εξακολούθησε να ρωτάει ο Αλιόσα.

— Να μ' αφήσετε ήσυχο! φώναξε ξαφνικά το παιδί θυμωμένο, όμως δεν κουνήθηκε απ' τη θέση του, σάμπως όλο και κάτι να περίμενε, και πάλι τα ματάκια του άστραψαν μοχθηρά.

— Καλά, θα φύγω, είπε ο Αλιόσα. Μονάχα πρέπει να ξέρετε πως εγώ ούτε σας ξέρω ούτε σας κοροϊδεύω. Εκείνοι μου είπανε με ποιον τρόπο σας κοροϊδεύουν, όμως εγώ δε θέλω να σας κοροϊδέψω. Χαίρετε!

— Φουστανά, βρωμοκαλόγερε, φώναξε τ' αγόρι κοιτάζοντας τον Αλιόσα με το ίδιο άγριο και προκλητικό βλέμμα.

Πήρε μάλιστα κι αμυντική στάση υπολογίζοντας πως τώρα, το δίχως άλλο, ο Αλιόσα θα ορμήσει πάνω του. Μα ο Αλιόσα γύρισε, τον κοίταξε κι έφυγε. Όμως δεν πρόφτασε να κάνει ούτε τρία βήματα και τον χτύπησε στην πλάτη το πιο μεγάλο βότσαλο που 'χε τ' αγόρι στις τσέπες του.

— Ώστε από πίσω χτυπάτε; Λένε λοιπόν την αλήθεια τα παιδιά πως τους ρίχνετε μπαμπέσικα; γύρισε και πάλι ο Αλιόσα και του είπε.

Μα τούτη τη φορά το παιδί του 'ριξε με λύσσα μια πέτρα καταπρόσωπο. Όμως ο Αλιόσα πρόφτασε να προφυλαχτεί και η πέτρα τον βρήκε στον αγκώνα.

— Ντροπή σας! Τι σας έκανα; φώναξε αυτός.

Τ' αγόρι περίμενε σιωπηλό πως τώρα πια ο Αλιόσα θα ορμήσει χωρίς άλλο πάνω του. Βλέποντας όμως πως και τώρα δεν ορμάει, τον έπιασε τρομερός θυμός, έγινε ένα μικρό θεριό: όρμησε πάνω στον Αλιόσα και, πριν εκείνος προφτάσει να κουνηθεί, του άρπαξε τ' αριστερό του χέρι και με τα δυο του χέρια, έσκυψε το κεφάλι του και του δάγκωσε το μεσαίο δάχτυλο. Έχωσε βαθιά τα δόντια του και κάπου δέκα δευτερόλεπτα δεν τ' άφηνε. O Αλιόσα ξεφώνισε απ' τον πόνο τραβώντας το δάχτυλό του μ' όλη του τη δύναμη. Το παιδί τ' άφησε επιτέλους και ξαναγύρισε τρέχοντας στην προηγούμενη θέση του. Το δάχτυλο το 'χε δαγκώσει βαθιά, ίσαμε το κόκκαλο, κοντά στο νύχι. Έτρεχε αίμα. O Αλιόσα έβγαλε το μαντήλι του κι έδεσε σφιχτά το πονεμένο του χέρι. Το τύλιγε σχεδόν ένα ολάκερο λεπτό. Το παιδί όλη τούτη την ώρα στεκόταν και περίμενε. Τέλος ο Αλιόσα τον κοίταξε με το ήσυχο βλέμμα του.

— Πάει καλά, είπε. Το βλέπετε και μονάχος σας πόσο άσχημα με δαγκώσατε. Όμως νομίζω πως φτάνει πια, ε; Τώρα πέστε μου, τι σας έκανα;

Το παιδί τον κοίταξε απορώντας.

— Αν και καθόλου δε σας ξέρω και σας βλέπω για πρώτη φορά, συνέχισε το ίδιο ήρεμα ο Αλιόσα. Όμως δεν μπορεί να μη σας έκανα κάτι, γιατί βέβαια δε θα με βασανίζατε έτσι χωρίς λόγο. Τι σας έκανα λοιπόν και σε τι σας έβλαψα; Πέστε μου.

Αντί ν' απαντήσει το παιδί, ξέσπασε ξαφνικά σε λυγμούς κι έφυγε τρέχοντας. O Αλιόσα το ακολούθησε σιγά, πηγαίνοντας για την Μιχαηλόβσκαγια κι έβλεπε για πολλή ώρα τ' αγόρι που 'τρεχε χωρίς να γυρίζει πίσω του και, καθώς φαίνεται, όλο κλαίγοντας. Αποφάσισε να πάει και να το βρει μόλις θα 'βρισκε καιρό, για να λύσει αυτό το αίνιγμα που του 'κανε τόση εντύπωση. Μα τώρα βιαζόταν.


4. ΙΙΙ. Έμπλεξε με τα σκολιαρόπαιδα 4. III. He got involved with the scolios 4. III. Il s'est impliqué dans les scolios 4. III. Si è fatto coinvolgere dagli scolios

Δόξα να 'χει ο Θεός που δε με ρώτησε για την Γκρούσενκα», σκέφτηκε ο Αλιόσα βγαίνοντας απ' το σπίτι του πατέρα του και τραβώντας για της κυρίας Χοχλάκοβα. Thank God he didn't ask me about Grushenka," thought Alyosha as he left his father's house and went to Mrs. Hochlakova's. «Αλλιώς θ' αναγκαζόμουν ίσως να του αφηγηθώ τη χτεσινή μου συνάντηση μαζί της». "Otherwise I might have been forced to tell him about my meeting with her yesterday."

O Αλιόσα πόνεσε, νιώθοντας πως τη νύχτα οι αντίπαλοι είχαν συγκεντρώσει καινούργιες δυνάμεις και η καρδιά τους είχε σκληρύνει περισσότερο. Aliosha ached, feeling that during the night the opponents had gathered new strength and their hearts had hardened further.

«O πατέρας είναι εκνευρισμένος και μοχθηρός, κάτι σκέφτηκε και πήρε την απόφασή του. "Father is irritated and spiteful, he thought of something and made his decision. Κι ο Ντιμήτρι; Σίγουρα κι αυτός κάτι θα 'χει σκεφτεί αυτή τη νύχτα και θα 'ναι κι αυτός εκνευρισμένος και μοχθηρός... Ω, πρέπει οπωσδήποτε να προφτάσω να τον βρω σήμερα με κάθε θυσία...» What about Dimitri? Surely he too must have thought of something that night and he too must be upset and spiteful... Oh, I must certainly catch up with him today at all costs..."

Μα ο Αλιόσα δεν είχε πολύ καιρό να σκεφτεί: στο δρόμο του συνέβη κάτι που φαινομενικά δεν ήταν και πολύ σπουδαίο μα που του 'κανε μεγάλη εντύπωση. But Alyosha didn't have long to think: something happened on his way that didn't seem to be a big deal but made a big impression on him. Μόλις πέρασε την πλατεία κι έστριψε σε μια πάροδο για να βγει στην οδό Μιχαηλόβσκαγια, που ήταν παράλληλη με το Μεγάλο Δρόμο και χωριζόταν απ' αυτόν μ' ένα ρέμα μονάχα (όλη η πολιτεία μας είναι γεμάτη ρέματα), είδε κάτω στο γεφυράκι ένα μπουλούκι σχολιαρόπαιδα: όλα μικρά παιδιά, από εννιά ίσαμε δώδεκα το πολύ χρονώ. As soon as he had passed the square and turned into an alley to come out into Michaelovskaya Street, which was parallel to the Great Road and separated from it by a stream (our whole state is full of streams), he saw a crowd of schoolchildren under the bridge: all small children, from nine to twelve years old at the most. Είχαν σχολάσει και σκορπίζανε για να πάνε σπίτια τους, άλλα με τη σάκα στην πλάτη και άλλα έχοντάς την κρεμασμένη στον ώμο, άλλα φορούσανε σακάκια κι άλλα παλτουδάκια. They were off work and scattered to go home, some with the satchel on their backs and others with it hanging over their shoulders, some wearing jackets and others coats. Ήταν και μερικά που φορούσαν ποδήματα από μαλακό δέρμα, από εκείνα που αρέσουν πολύ στα μικρά παιδιά, τα παραχαϊδεμένα απ' τους πλούσιους γονείς τους. There were also some who wore soft leather bicycles, the kind that young children like very much, pampered by their rich parents. Όλη η ομάδα συζητούσε ζωηρά, φαινόταν πως κάτι την απασχολούσε και γύρευε να πάρει μια απόφαση. The whole group was talking animatedly, it seemed that something was on her mind and she was looking for a decision. O Αλιόσα ήταν αδύνατο να περάσει αδιάφορος μπροστά από μικρά παιδιά, απ' τον καιρό κιόλας που βρισκόταν στη Μόσχα και, αν και του άρεσαν ιδιαίτερα τα πολύ μικρά, τριώ χρονώ πάνω κάτω, αγαπούσε ωστόσο πολύ και τα σχολιαρόπαιδα των δέκα κι έντεκα χρονώ. It was impossible for Alyosha to be indifferent to small children, from the time he was in Moscow, and, although he was particularly fond of the very young, three years old or more, he was also very fond of the school children of ten and eleven years old. Γι' αυτό, όσο κι αν ήταν τώρα απασχολημένος με τις σκέψεις του, θέλησε ξαφνικά να τα πλησιάσει και να πιάσει μαζί τους κουβέντα. Therefore, as much as he was now preoccupied with his thoughts, he suddenly wanted to approach them and have a conversation with them. Πλησιάζοντας κοίταζε τα κοκκινομάγουλα ζωηρά προσωπάκια τους και παρατήρησε ξάφνου πως το καθένα τους βαστούσε στο χέρι μια πέτρα, άλλα μάλιστα είχανε δυο. As he approached, he looked at their red-cheeked, animated faces and noticed that each of them carried a stone in his hand, while others had two. Απ' την άλλη μεριά της ρεματιάς, κάπου τριάντα βήματα μακριά απ' την ομάδα, στεκόταν ένα παιδί δίπλα σ' ένα φράχτη, μαθητής κι αυτός, με τη σάκα στον ώμο· φαινόταν απ' το μπόι του πως ήταν δέκα χρονώ, ίσως και πιο μικρός. On the other side of the ravine, about thirty paces away from the group, there was a boy standing by a fence, a schoolboy himself, with his satchel on his shoulder; he looked from his boot like he was ten years old, maybe even younger. Χλωμούτσικος, αρρωστιάρης, μ' αστραφτερά μαύρα ματάκια, κοίταζε προσεχτικά κι ερευνητικά την ομάδα των έξι παιδιών, που ήταν καθώς φαίνεται συμμαθητές του, μα που τώρα ήταν μαλωμένος μαζί τους. Pale-faced, sickly, with glittering black eyes, he looked carefully and inquiringly at the group of six children, who were apparently his classmates, but who were now at odds with him. O Αλιόσα πλησίασε και μίλησε σ' ένα σγουρόμαλλο, ξανθό, κοκκινομάγουλο παιδί που φορούσε μαύρο σακάκι: Aliosha approached and spoke to a curly-haired, blond, red-haired boy wearing a black jacket:

— Όταν είχα και γω μια πέτσινη σάκα σαν τη δίκιά σας, την κρέμαγα στον αριστερό μου ώμο για να μπορώ με το δεξί χέρι να παίρνω εύκολα ό,τι ήθελα από μέσα. - When I also had a leather bag like your trial, I used to hang it on my left shoulder so that I could easily get what I wanted from it with my right hand. Όμως εσείς έχετε τη σάκα στο δεξί ώμο και θα δυσκολεύεστε να πάρετε κάτι στα γρήγορα. But you have the bag on your right shoulder and you will have difficulty getting something quickly. O Αλιόσα άρχισε απ' αυτή την παρατήρηση χωρίς καμιά προμελετημένη πονηριά. Alyosha started from this observation without any premeditated cunning. Κι όμως είναι αδύνατο ένας μεγάλος ν·' αρχίσει διαφορετικά, όταν θέλει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του παιδιού κι ακόμα περισσότερο μιας ολάκερης ομάδας παιδιών. And yet it is impossible for a grown-up to start differently when he wants to gain the trust of a child and even more so of a whole group of children. Πρέπει ν' αρχίζει κανείς να μιλάει σοβαρά για υπόθεση που ενδιαφέρει τα παιδιά και να δείξει πως τους κουβεντιάζει σαν ίσος με ίσο. One must begin to talk seriously about a matter of interest to the children and show that one is talking to them as an equal. O Αλιόσα το καταλάβαινε αυτό από ένστικτο. Alyosha understood this instinctively.

— Μα αυτός είναι ζερβοχέρης, απάντησε ευθύς ένα άλλο παιδί, γεροδεμένο και γεμάτο υγεία, κάπου έντεκα χρονώ. - "But he is a zerboar," answered another boy, a stout and healthy boy, about eleven years old.

Τα υπόλοιπα πέντε παιδιά κάρφωσαν τα μάτια τους στον Αλιόσα. The other five children fixed their eyes on Aliosha.

— Και τις πέτρες με τ' αριστερό τις ρίχνει, παρατήρησε ένα τρίτο παιδί. - And he throws the stones with his left hand, a third child observed.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έπεσε μια πέτρα μέσα στην ομάδα, άγγιξε ελαφρά τον αριστεροχέρη, μα ξαστόχησε, αν και είχε ριχτεί με καπατσοσύνη και δύναμη. At that very moment a stone fell into the group, touched the left-hander lightly, but he was spared, though it had been thrown with skill and power. Την είχε ρίξει το παιδί που στεκόταν στην άλλη μεριά της ρεματιάς. She had been hit by the kid standing on the other side of the ravine.

— Απάνω του, δώσ' του, Σμούροβ! - Get him, get him, Smurov! φώναξαν όλοι.

Μα ο Σμούροβ (ο αριστεροχέρης) και χωρίς αυτό δεν αργοπόρησε καθόλου κι απάντησε αμέσως: έριξε μια πέτρα στο παιδί που βρισκόταν πίσω απ' το ρέμα, μα χωρίς επιτυχία, η πέτρα χτύπησε στο χώμα. But Shmurov (the left-handed man) was not slow to respond and answered immediately: he threw a stone at the boy behind the stream, but without success, the stone hit the ground. Το παιδί απ' το ρέμα έριξε αμέσως κι άλλη πέτρα, που τούτη τη φορά πέτυχε τον Αλιόσα και τον χτύπησε αρκετά δυνατά στον ώμο. The boy from the stream immediately threw another stone, this time hitting Aliosha and hitting him quite hard in the shoulder. Εκείνος απέναντι είχε γεμίσει τις τσέπες του με πέτρες. The one across the street had filled his pockets with stones. Αυτό φαινόταν από τριάντα βήματα μακριά γιατί οι τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες. This could be seen from thirty paces away because the pockets of his coat were bulging.

— Εσάς, εσάς ήθελε να χτυπήσει, επίτηδες εσάς σημάδευε. - You, he wanted to hit you, he deliberately aimed at you. Είστε Καραμάζοβ, Καραμάζοβ, έτσι δεν είναι; φωνάξανε γελώντας τα παιδιά. You are Karamazov, Karamazov, aren't you?The children shouted laughing. Όλοι απάνω του λοιπόν, δώσ' του! Everybody on him then, give it to him!

Κι απ' την ομάδα ξεπετάχτηκαν μονομιάς έξι πέτρες. And from the group six stones were thrown out at once. Μια απ' αυτές πέτυχε τον άλλον στο κεφάλι και το παιδί έπεσε. One of them hit the other in the head and the child fell. Όμως σηκώθηκε αμέσως κι άρχισε να ρίχνει με λύσσα τη μια πέτρα μετά από την άλλη στην ομάδα. But he immediately stood up and started throwing stone after stone at the group with rage. Άρχισε ένας κανονικός πετροπόλεμος κι απ' τις δυο μεριές. A full-scale stone war began on both sides. Πολλά απ' τα παιδιά της ομάδας αποδείχτηκε πως είχαν έτοιμες πέτρες στις τσέπες τους. Many of the guys on the team turned out to have ready-made rocks in their pockets.

— Μα τι κάνετε εκεί! - What are you doing there! Δεν ντρέπεστε λοιπόν, καλοί μου κύριοι! So don't be shy, my good gentlemen! Τα βάλατε έξι μ' έναν! You're six for one! Μα σεις θα τον σκοτώσετε! But you'll kill him! φώναξε ο Αλιόσα.

Μπήκε μπροστά για να προφυλάξει το παιδί που ήταν πέρα απ' το ρέμα. He stepped forward to protect the child who was across the stream. Τρεις ή τέσσερις σταμάτησαν για μια στιγμή. Three or four stopped for a moment.

— Αυτός άρχισε πρώτος! - He started first! φώναξε ένα παιδί που φορούσε κόκκινο πουκάμισο, με μια νευριασμένη παιδιάστικη φωνή. Είναι ύπουλος, τις προάλλες χτύπησε τον Κρασότκιν με το σουγιά του, έβγαλε αίμα. He is treacherous, the other day he hit Krasotkin with his pocketknife, he drew blood. O Κρασότκιν δε θέλησε να τον μαρτυρήσει, όμως αυτουνού του χρειάζεται να τον τσακίσουμε... Krasotkin didn't want to give him up, but we need to break him...

— Μα γιατί, ίσως σεις οι ίδιοι τον κοροϊδεύετε, ε; - But why, maybe you're making fun of him yourself, huh?

— Νά όμως που αυτός πάλι σας έριξε μια πέτρα στην πλάτη. - But here he is again throwing a stone at your back. Αυτός σας ξέρει, φωνάζανε τα παιδιά. He knows you, the children shouted. Τώρα ρίχνει σε σας τις πέτρες κι όχι σε μας. Now he is throwing the stones at you and not at us. Όλοι απάνω του και πάλι, κοίτα μην ξεστοχήσεις, Σμούροβ! All over him again, don't spit it out, Smurov!

Και ξανάρχισε ο πετροπόλεμος, τούτη τη φορά πολύ άγριος. And the stone war began again, this time very fierce. Το παιδί πίσω απ' το ρέμα χτυπήθηκε στο στήθος. The kid behind the stream was hit in the chest. Ξεφώνισε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε τον ανήφορο κατά την οδό Μιχαηλόβσκαγια. She cried out, cried and ran uphill along Mikhailovskaya Street. Τα παιδιά της ομάδας άρχισαν να φωνάζουν: The children in the group started shouting:

— Α, νά του πάει, το 'σκασε το ξέφτι! - Oh, there he goes, he's run away! Δεν τον ξέρετε, Καραμάζοβ, τι ύπουλος που είναι, λίγο θα του ήταν αν τον σκοτώναμε, ξανάπε το παιδί με το μαύρο σχολικό κουστούμι και τ' αστραφτερά μάτια, που φαινόταν να 'ναι μεγαλύτερο απ' όλα. "You don't know him, Karamazov, what a sneak he is, it would be little to him if we killed him," said the boy in the black school suit and the sparkling eyes again, who seemed to be older than everything. — Τι έκανε; ρώτησε ο Αλιόσα. - What did he do? asked Aliosha. Μαρτύρησε μήπως; Did he martyr himself?

Τα παιδιά κοιταχτήκανε με κάποιαν ειρωνεία. The children looked at each other with some irony.

— Πάτε και σεις στη Μιχαηλόβσκαγια; εξακολούθησε να λέει το ίδιο παιδί. - Are you also going to Mihailovskaya?the same child continued to say. Το λοιπόν για πηγαίνετε και προφτάστε τον... Τον βλέπετε; Σταμάτησε και σας κοιτάζει. So go and catch up with him... Do you see him? He stopped and looked at you.

— Εσάς κοιτάζει, εσάς κοιτάζει, είπαν και τ' άλλα παιδιά. - He's looking at you, he's looking at you, the other children said.

— Το λοιπόν, για ρωτήστε τον αν του αρέσει το ξέφτι. - Well, ask him if he likes xufti. Ακούτε; Αυτό να τον ρωτήσετε. Do you hear that? That's what you should ask him.

Όλοι γελάσανε. O Αλιόσα τους κοίταζε. Alyosha was looking at them.

— Μην πηγαίνετε, θα σας χτυπήσει, φώναξε προειδοποιώντας τον ο Σμούροβ. - 'Don't go, he'll hit you,' Shmurov shouted, warning him.

— Δεν θα τον ρωτήσω, κύριοι, για το ξέφτι, γιατί φαίνεται πως εσείς τον κοροϊδεύετε μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο. - I will not ask him, gentlemen, about the xefti, because it seems that you are somehow mocking him with it. Μα θα μάθω απ' αυτόν για ποιο λόγο δεν τον χωνεύετε τόσο... But I'm going to find out from him why you don't like him so much...

— Μάθετέ το ντε, μάθετέ το, είπανε γελώντας τα παιδιά. - Learn it, learn it, learn it, the children said laughing.

O Αλιόσα πέρασε το γεφυράκι, ανέβηκε τον ανήφορο και πλησίασε το παιδί. Aliosha crossed the bridge, went up the hill and approached the child.

— Προσέχτε, του φώναζαν πίσω του. - Watch out, they shouted after him. Δε θα σας φοβηθεί, θα σας χτυπήσει άξαφνα, μπαμπέσικα... όπως τον Κρασότκιν... He won't be afraid of you, he'll hit you in a sudden, bamboozling way... ...like Krasotkin...

Το παιδί τον περίμενε χωρίς να κουνιέται απ' τη θέση του. The child waited for him without moving from his seat. Όταν τον πλησίασε, ο Αλιόσα είδε ένα μικρό που δε θα 'ταν πάνω από εννιά χρονώ, κοντό κι αδύνατο, με ισχνό και μακρουλό πρόσωπο. When he approached him, Aliosha saw a boy no more than nine years old, short and thin, with a thin and long face. Τα μεγάλα σκούρα του μάτια τον κοίταζαν άγρια. His big dark eyes stared at him fiercely. Φορούσε ένα αρκετά τριμμένο παλτουδάκι που του ήταν πια μικρό. He was wearing a rather gritty little coat that was now too small for him. Τα μανίκια ήταν κοντά και τα χέρια του ξεπετάγονταν γυμνά. The sleeves were short and his arms were bare. Στο αριστερό γόνατο του παντελονιού είχε ένα μεγάλο μπάλωμα και το δεξί του παπούτσι, ακριβώς στο μεγάλο δάχτυλο, είχε μια τρύπα που 'χε προσπαθήσει να την κρύψει με μελάνι. On the left knee of his trousers he had a large patch and his right shoe, right at the big toe, had a hole that he had tried to hide with ink. Και οι δυο τσέπες του παλτού του ήταν φουσκωμένες απ' τις πέτρες που 'χε μαζέψει. Both pockets of his coat were bulging with the stones he had collected. O Αλιόσα σταμάτησε δυο βήματα μακριά του και τον κοίταξε εξεταστικά. Alyosha stopped two steps away from him and looked at him searchingly. Το παιδί κατάλαβε αμέσως απ' το βλέμμα του Αλιόσα πως εκείνος δεν έχει σκοπό να τον χτυπήσει. The child knew immediately from the look in Aliosha's eyes that he had no intention of hitting him. Έπαψε λοιπόν να κοκορεύεται και μάλιστα μίλησε πρώτος: So he stopped bragging and even spoke first:

— Είμαι ένας και εκείνοι είναι έξι... Θα τους τσακίσω όλους και μόνος μου, είπε ξαφνικά και τα μάτια του άστραψαν. - I am one and they are six... I'm going to kick their asses all by myself, he said suddenly, his eyes flashing.

— Μια πέτρα φαίνεται πως σας χτύπησε πολύ άσχημα, παρατήρησε ο Αλιόσα. - A stone seems to have hit you very badly, Alyosha observed.

— Και εγώ πέτυχα τον Σμούροβ στο κεφάλι! - And I hit Smurov in the head! φώναξε το παιδί.

— Τα παιδιά μού είπαν πως με ξέρετε και για κάποιο λόγο ρίχνατε σε μένα τις πέτρες. - The boys told me that you know me and for some reason you were throwing stones at me. Είναι αλήθεια αυτό; ρώτησε ο Αλιόσα. Is that true?" asked Aliosha.

Το παιδί τον κοίταξε κατσούφικα. The boy scowled at him.

—Εγώ δεν σας ξέρω. -I don't know you. Μήπως εσείς με ξέρετε; εξακολούθησε να ρωτάει ο Αλιόσα. Do you know me?Aliosha continued to ask.

— Να μ' αφήσετε ήσυχο! - Leave me alone! φώναξε ξαφνικά το παιδί θυμωμένο, όμως δεν κουνήθηκε απ' τη θέση του, σάμπως όλο και κάτι να περίμενε, και πάλι τα ματάκια του άστραψαν μοχθηρά. the child suddenly cried angrily, but he did not move from his seat, as if he was expecting something, and again his little eyes glared maliciously.

— Καλά, θα φύγω, είπε ο Αλιόσα. - Well, I'll go, said Alyosha. Μονάχα πρέπει να ξέρετε πως εγώ ούτε σας ξέρω ούτε σας κοροϊδεύω. Only you should know that I neither know you nor am I making fun of you. Εκείνοι μου είπανε με ποιον τρόπο σας κοροϊδεύουν, όμως εγώ δε θέλω να σας κοροϊδέψω. They told me how they are making fun of you, but I don't want to make fun of you. Χαίρετε! Hello!

— Φουστανά, βρωμοκαλόγερε, φώναξε τ' αγόρι κοιτάζοντας τον Αλιόσα με το ίδιο άγριο και προκλητικό βλέμμα. - 'Fluffy, stinking old man,' the boy shouted, looking at Aliosha with the same fierce and defiant look.

Πήρε μάλιστα κι αμυντική στάση υπολογίζοντας πως τώρα, το δίχως άλλο, ο Αλιόσα θα ορμήσει πάνω του. He even took a defensive stance, expecting that now, no matter what, Alyosha would pounce on him. Μα ο Αλιόσα γύρισε, τον κοίταξε κι έφυγε. But Alyosha turned, looked at him and left. Όμως δεν πρόφτασε να κάνει ούτε τρία βήματα και τον χτύπησε στην πλάτη το πιο μεγάλο βότσαλο που 'χε τ' αγόρι στις τσέπες του. But he did not have time to take even three steps, and the biggest pebble the boy had in his pockets hit him on the back.

— Ώστε από πίσω χτυπάτε; Λένε λοιπόν την αλήθεια τα παιδιά πως τους ρίχνετε μπαμπέσικα; γύρισε και πάλι ο Αλιόσα και του είπε. - So you hit from behind? So the children are telling the truth that you are throwing babesikas at them?Aliosha turned to him again and said.

Μα τούτη τη φορά το παιδί του 'ριξε με λύσσα μια πέτρα καταπρόσωπο. But this time the child threw a stone at him with fury in his face. Όμως ο Αλιόσα πρόφτασε να προφυλαχτεί και η πέτρα τον βρήκε στον αγκώνα. But Alyosha managed to guard himself and the stone caught him on the elbow.

— Ντροπή σας! - Shame on you! Τι σας έκανα; φώναξε αυτός. What have I done to you?" he cried.

Τ' αγόρι περίμενε σιωπηλό πως τώρα πια ο Αλιόσα θα ορμήσει χωρίς άλλο πάνω του. The boy waited in silence for Aliosha to pounce on him without further ado. Βλέποντας όμως πως και τώρα δεν ορμάει, τον έπιασε τρομερός θυμός, έγινε ένα μικρό θεριό: όρμησε πάνω στον Αλιόσα και, πριν εκείνος προφτάσει να κουνηθεί, του άρπαξε τ' αριστερό του χέρι και με τα δυο του χέρια, έσκυψε το κεφάλι του και του δάγκωσε το μεσαίο δάχτυλο. But seeing that even now he did not rush, he was seized with a terrible anger, he became a little beast: he rushed at Aliosha and, before he could move, he seized his left hand and with both hands, he bent his head and bit his middle finger. Έχωσε βαθιά τα δόντια του και κάπου δέκα δευτερόλεπτα δεν τ' άφηνε. He sank his teeth in deep and for about ten seconds he wouldn't let go. O Αλιόσα ξεφώνισε απ' τον πόνο τραβώντας το δάχτυλό του μ' όλη του τη δύναμη. Alyosha cried out in pain, pulling his finger with all his strength. Το παιδί τ' άφησε επιτέλους και ξαναγύρισε τρέχοντας στην προηγούμενη θέση του. The child finally let go and ran back to his previous position. Το δάχτυλο το 'χε δαγκώσει βαθιά, ίσαμε το κόκκαλο, κοντά στο νύχι. The finger had bitten deep, right up to the bone, near the nail. Έτρεχε αίμα. O Αλιόσα έβγαλε το μαντήλι του κι έδεσε σφιχτά το πονεμένο του χέρι. Aliosha took off his handkerchief and tied his aching hand tightly. Το τύλιγε σχεδόν ένα ολάκερο λεπτό. He wrapped it up for almost a full minute. Το παιδί όλη τούτη την ώρα στεκόταν και περίμενε. All this time the child stood waiting. Τέλος ο Αλιόσα τον κοίταξε με το ήσυχο βλέμμα του. Finally Alyosha looked at him with his quiet gaze.

— Πάει καλά, είπε. - It's going well, he said. Το βλέπετε και μονάχος σας πόσο άσχημα με δαγκώσατε. You can see for yourself how badly you bit me. Όμως νομίζω πως φτάνει πια, ε; Τώρα πέστε μου, τι σας έκανα; But I think that's enough, don't you? Now tell me, what have I done to you?

Το παιδί τον κοίταξε απορώντας. The boy looked at him in amazement.

— Αν και καθόλου δε σας ξέρω και σας βλέπω για πρώτη φορά, συνέχισε το ίδιο ήρεμα ο Αλιόσα. - Although I don't know you at all and I'm seeing you for the first time, continued Alyosha just as calmly. Όμως δεν μπορεί να μη σας έκανα κάτι, γιατί βέβαια δε θα με βασανίζατε έτσι χωρίς λόγο. But I couldn't have done nothing to you, because of course you wouldn't torture me like that for no reason. Τι σας έκανα λοιπόν και σε τι σας έβλαψα; Πέστε μου. So what have I done to you and what have I done to you? Tell me.

Αντί ν' απαντήσει το παιδί, ξέσπασε ξαφνικά σε λυγμούς κι έφυγε τρέχοντας. Instead of answering, the child suddenly burst into sobs and ran away. O Αλιόσα το ακολούθησε σιγά, πηγαίνοντας για την Μιχαηλόβσκαγια κι έβλεπε για πολλή ώρα τ' αγόρι που 'τρεχε χωρίς να γυρίζει πίσω του και, καθώς φαίνεται, όλο κλαίγοντας. Alyosha followed it slowly, going to Mihailovskaya, and for a long time he saw the boy running mad without turning back and, as it seemed, always crying. Αποφάσισε να πάει και να το βρει μόλις θα 'βρισκε καιρό, για να λύσει αυτό το αίνιγμα που του 'κανε τόση εντύπωση. He decided to go and find it as soon as he had time, to solve this enigma that had made such an impression on him. Μα τώρα βιαζόταν. But now he was in a hurry.