×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 4. ΙΙ. Στου πατέρα

4. ΙΙ. Στου πατέρα

Πρώτα απ’ όλα ο Αλιόσα πήγε στου πατέρα του. Πλησιάζοντας θυμήθηκε πως την προηγούμενη ο πατέρας του επέμενε να μπει έτσι που να μην τον δει ο Ιβάν.

«Γιατί άραγε;» συλλογίστηκε τώρα ξαφνικά ο Αλιόσα. «Αν ο πατέρας θέλει να μου πει κάτι ιδιαίτερα, κανένα μυστικό, ποιος ο λόγος να μπω κρυφά; Σίγουρα χτες, μέσα στην ταραχή του κάτι άλλο ήθελε να μου πει, μα δεν πρόφτασε».

Πάντως ευχαριστήθηκε πολύ όταν του άνοιξε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα (ο Γρηγόρης είχε αρρωστήσει και βρισκόταν κρεβατωμένος στην πτέρυγα) και του είπε πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήταν δυο ώρες πια που βγήκε.

— Κι ο πατερούλης;

— Σηκώθηκε, πίνει τον καφέ του, απάντησε κάπως ξερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα.

O Αλιόσα μπήκε. O γέρος καθόταν μοναχός του στο τραπέζι με τις παντούφλες του κι ένα παλιό παλτό και ξεφύλλιζε, έτσι για να περνάει η ώρα, χωρίς μεγάλη προσοχή, κάτι λογαριασμούς. Ήταν ολομόναχος σ' όλο το σπίτι (ο Σμερντιακόβ είχε βγει για ψώνια). Μα δεν ήταν οι λογαριασμοί που τον απασχολούσαν. Αν και σηκώθηκε νωρίς το πρωί και προσποιότανε πως αισθάνεται καλά, φαινόταν παρ' όλα αυτά κουρασμένος κι αδύναμος. Το μέτωπό του, όπου τη νύχτα είχαν φανεί τεράστιες μελανιές, ήταν δεμένο μ' ένα κόκκινο μαντήλι. Η μύτη του είχε πρηστεί πολύ και είχε κι αυτή μερικές μελανιές που, αν και ήταν ασήμαντες, του 'διναν μιαν έκφραση μοχθηρή κι οργισμένη. O γέρος το 'ξερε κι ο ίδιος αυτό και κοίταξε εχθρικά τον Αλιόσα που έμπαινε.

— O καφές είναι κρύος, φώναξε απότομα, δε σε κερνάω. Κι εγώ φίλε μου, δεν πρόκειται να φάω σήμερα παρά μονάχα νηστίσιμη ψαρόσουπα και δε θα προσκαλέσω κανέναν. Γιατί μου κουβαλήθηκες:

— Να μάθω για την υγεία σας, πρόφερε ο Αλιόσα.

— Ναι, κι εξάλλου χτες σ' είχα προστάξει να 'ρθεις. Όλα αυτά είναι ανοησίες. Άδικα μπήκες σε κόπο. Να λέμε την αλήθεια, το 'ξερα πως σίγουρα θα μου κουβαληθείς...

Αυτό το 'πε μ' ένα ύφος εκνευρισμένο. Ταυτόχρονα σηκώθηκε κι εξέτασε ανήσυχα τη μύτη του στον καθρέφτη (για τεσσαρακοστή ίσως φορά απ' το πρωί). Άρχισε να φτιάχνει το κόκκινο μαντήλι πάνω στο μέτωπό του.

— Καλύτερα το κόκκινο, το άσπρο μυρίζει νοσοκομείο, παρατήρησε με εμβρίθεια. Λοιπόν, τι νέα από κει; Πώς τα πάει ο στάρετς σου;

— Είναι πολύ άσχημα, ίσως σήμερα κιόλας να πεθάνει, απάντησε ο Αλιόσα.

Όμως ο πατέρας του ούτε τ' άκουσε καλά-καλά μα και την ερώτησή του την ξέχασε αμέσως.

— O Ιβάν έφυγε, είπε ξαφνικά. Με κάθε τρόπο προσπαθεί να βουτήξει απ' τον Μίτκα την αρραβωνιαστικιά του, γι' αυτό και μένει εδώ πέρα, πρόσθεσε με λύσσα και στραβώνοντας το στόμα του κοίταξε τον Αλιόσα.

— Δεν πιστεύω να σας το είπε ο ίδιος; ρώτησε ο Αλιόσα.

— Είναι καιρός πια που μου το 'πε. Αμέ τι νομίζεις; Εδώ και τρεις βδομάδες μου το 'πε. Δεν ήρθε βέβαια κι αυτός εδώ πέρα για να με σφάξει στα κρυφά! Κάποιο λόγο πρέπει να 'χει που ήρθε.

— Τι λέτε εκεί! Γιατί τα λέτε αυτά; είπε ο Αλιόσα τρομερά συγχυσμένος.

— Είναι αλήθεια πως δεν μου ζητάει λεφτά, μα κι έτσι ούτε μια τρίχα δε θα του δώσω. Έχω σκοπό, αγαπητέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, να ζήσω σε τούτη τη γη όσο μπορώ περισσότερο, να το ξέρετε αυτό, και για τούτο μου χρειάζεται το κάθε καπίκι· κι όσο πιο πολύ ζήσω τόσο θα μου είναι πιο χρειαζούμενα τα λεφτά, εξακολουθούσε να λέει κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο κι έχοντας τα χέρια του στις τσέπες του λιγδιασμένου καλοκαιρινού κίτρινου παλτού του. Τώρα όσο να 'ναι είμαι άντρας ακόμα, πενήντα πέντε χρονώ όλο κι όλο, μα θέλω να ζήσω σαν άντρας τουλάχιστον είκοσι χρόνια ακόμα. Μα όταν θα γεράσω θα γίνω σιχαμερός, κι αυτές δε θα μου 'ρχονται τότε με τη θέλησή τους. Γι' αυτό τότε θα μου χρειαστούν τα λεφτουδάκια μου. Γι' αυτό και γω όλο και τα μαζεύω, όλο και τα μαζεύω και το κάνω μονάχα για μένα, αγαπητέ μου γιε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και να το ξέρετε, γιατί εγώ θέλω να ζήσω μες στο βούρκο μου ως την τελευταία μέρα. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας! Είναι γλυκά μέσα στο βούρκο: Όλοι τον βρίζουνε, όλοι όμως μέσα του ζούνε· μα όλοι κρυφά ενώ εγώ ολοφάνερα. Γι' αυτήν ακριβώς την ειλικρίνειά μου είναι που ρίχτηκαν πάνω μου όλοι αυτοί του βούρκου. Όσο για τον Παράδεισό σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, καθόλου δεν τον γουστάρω και να το ξέρεις. Στο κάτω κάτω δεν ταιριάζει κιόλας σ' έναν καθώς πρέπει άνθρωπο να πάει στον Παράδεισο, αν υποθέσουμε πως υπάρχει δηλαδή και τούτος. Κατά τη γνώμη μου πέφτεις και κοιμάσαι τον αξύπνητο και τίποτα άλλο δεν υπάρχει. Αν το θέτε μνημονεύετέ με κι αν δε θέτε τραβάτε στο διάολο. Νά η φιλοσοφία μου. Καλά τα 'λεγε χτες εδώ πέρα ο Ιβάν, παρ' όλο που όλοι ήμασταν μεθυσμένοι. O Ιβάν είναι καυχησιάρης, κι ούτε είναι και κάνας σοφός... κι ούτε έχει και σπουδαία μόρφωση... Το μόνο που ξέρει είναι να σωπαίνει και να σε κοιτάει χαμογελώντας. Αυτό είναι το κόλπο.

O Αλιόσα τον άκουγε και δεν έβγαζε λέξη.

— Γιατί δε μιλάει μαζί μου; Κι όταν μιλάει παρασταίνει. Παλιάνθρωπος είναι ο Ιβάν σου! Όσο για την Γκρούσενκα, φτάνει να θέλω και την παντρεύουμαι τώρα αμέσως. Γιατί όταν έχεις λεφτά, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, φτάνει κάτι να θελήσεις κι αμέσως γίνεται. O Ιβάν αυτό ακριβώς φοβάται και με παραφυλάει. Δε θέλει να πάρω την Γκρούσενκα, μα παροτρύνει τον Μίτκα να την πάρει εκείνος: Έτσι θέλει να χωρίσει και μένα απ' την Γκρούσενκα (λες και θα του αφήσω λεφτά αν δεν την παντρευτώ!) κι απ' την άλλη αν ο Μίτκα πάρει την Γκρούσενκα, τότε αυτός θα του πάρει την πλούσια μνηστή του. Νά τι υπολογισμούς κάνει! Είναι παλιάνθρωπος ο Ιβάν σου!

— Πόσο είστε ευερέθιστος. Είναι απ' τα χτεσινά. Καλύτερα να πηγαίνατε να πλαγιάσετε, είπε ο Αλιόσα.

— Νά, εσύ μου το λες αυτό, είπε ο γέρος ξαφνικά σάμπως τώρα να το πρωτοσκέφτηκε. Μου το λες κι εγώ δε θυμώνω μαζί σου, όμως με τον Ιβάν θα θύμωνα αν τυχόν και μου 'λεγε το ίδιο πράμα. Μονάχα με σένα είχα πού και πού στιγμές καλοσύνης, αλλιώς είμαι κακός άνθρωπος.

— Δεν ήσασταν κακός από φυσικού σας, μα σας σημάδεψε η ζωή, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα.

— Άκου, τον κακούργο τον Μίτκα ήθελα σήμερα κιόλας να τον χώσω στη φυλακή, μα και τώρα δεν το ξέρω ακόμα τι απόφαση θα πάρω. Βέβαια, στην εποχή μας είναι πολύ της μόδας να νομίζει κανείς πως ο σεβασμός προς τον πατέρα και τη μητέρα είναι μια πρόληψη, μα νομίζω πως υπάρχουν και νόμοι που και στις μέρες μας ακόμα απαγορεύουν στους γιους να τραβάνε απ' τα μαλλιά τους γέρους πατεράδες τους και να τους χτυπάνε με το τακούνι στα μούτρα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, τη στιγμή που αυτοί είναι πεσμένοι χάμω κι ακόμα να καυχιούνται πως θα 'ρθουν και θα τους σκοτώσουν κι όλ' αυτά μπροστά σε μάρτυρες. Αν το 'θελα θα τον γράπωνα τώρα και θα τον έχωνα μέσα για τα χτεσινά του καμώματα.

— Όμως δε θέλετε να τον καταγγείλετε, έτσι δεν είναι;

— O Ιβάν με απότρεψε. Βέβαια θ' αδιαφορούσα γι' αυτά που λέει ο Ιβάν, μα ξέρω κάτι άλλο...

Και σκύβοντας εξακολούθησε εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα:

— Αν τον χώσω μέσα τον παλιάνθρωπο, εκείνη θα το μάθει και θα τρέξει στη στιγμή κοντά του. Μα αν ακούσει σήμερα πως μ' έσπασε στο ξύλο και λίγο έλειψε να με σκοτώσει, εμένα, τον αδύναμο γέρο, ίσως να τον παρατήσει και να 'ρθει εδώ να με δει... Νά τι χαρακτήρα έχουμε: πάντα κόντρα πάμε. Την ξέρω απόξω κι ανακατωτά. Μα δε θα πιείς κανένα κονιάκ; Πάρε κρύο καφεδάκι, θα σου βάλω και λιγάκι κονιάκ, θα γίνει νόστιμο, άκου που σου λέω.

— Όχι, δε θέλω, ευχαριστώ. Νά, τούτο το ψωμάκι θα πάρω μαζί μου, αν μου το δώσετε, είπε ο Αλιόσα κι έβαλε στην τσέπη του ράσου του ένα φρατζολάκι των τριών καπικίων. Όμως κονιάκ καλά θα κάνατε να μην πίνατε ούτε εσείς, τον συμβούλεψε επιφυλακτικά ο Αλιόσα κοιτάζοντας το πρόσωπο του γέρου.

— Δίκιο έχεις. Σε νευριάζει αντί να σε καλμάρει. Όμως μονάχα ένα ποτηράκι θα πιώ... Εδώ στο ντουλαπάκι είναι...

Άνοιξε με το κλειδί το ντουλαπάκι, γέμισε ένα ποτηράκι, το ήπιε, ύστερα ξανάκλεισε το ντουλαπάκι και ξανάβαλε το κλειδί στην τσέπη του.

— Δεν θα πιώ άλλο, μ' ένα ποτηράκι δεν ψοφάω.

— Νά που γίνατε τώρα καλύτερος, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε.

— Χμ! Εσένα σ' αγαπάω και χωρίς να πιώ κονιάκ, μα με τους παλιανθρώπους είμαι παλιάνθρωπος. O Βάνκα δεν πάει στην Τσερμασνιά. Γιατί; Θέλει να με κατασκοπεύει: θα δώσω πολλά στην Γκρούσενκα όταν θα 'ρθει; Όλοι είναι παλιάνθρωποι! Μα τον Ιβάν εγώ καθόλου δεν τον παραδέχομαι για γιο μου. Καθόλου δεν θέλω να τον ξέρω. Από που ξεφύτρωσε; Είναι εντελώς διαφορετικός από μας. Και μήπως τάχα θα του αφήσω τίποτα; Ούτε διαθήκη δεν θα κάνω και να το ξέρετε. Και τον Μίτκα θα τον πατήσω και θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. Τις νύχτες τυχαίνει καμιά φορά να πατάω τις μαύρες κατσαρίδες με την παντούφλα: ένα κρατς κάνουν μονάχα και λειώνουν. Κρατς θα κάνει κι ο Μίτκα σου. O Μίτκα σου, γιατί εσύ τον αγαπάς. Νά, εσύ τον αγαπάς και γω δεν φοβάμαι που τον αγαπάς. Αν τον αγαπούσε όμως ο Ιβάν, μα την αλήθεια, θα φοβόμουνα και για τη ζωή μου. Μα ο Ιβάν κανέναν δεν αγαπάει, ο Ιβάν δεν είναι δικός μας άνθρωπος. Κάτι τέτοιοι, αδερφέ μου, είναι εντελώς αλλιώτικοι από μας, είναι μια σκόνη που σηκώθηκε... λίγος αέρας να φυσήξει και θα φύγει... Χτες μου πέρασε μια ανοησία απ' το κεφάλι, όταν σου είπα να περάσεις. Ήθελα να μάθω από σένα κάτι για τον Μίτκα, αν του 'δινα δηλαδή καμιά χιλιάδα ρούβλια, ή και δυο ακόμα, θα δεχότανε να φύγει από δω αυτός ο απένταρος αχρείος για πέντε ή καλύτερα για τριανταπέντε χρόνια, χωρίς να πάρει την Γκρούσενκα και να παραιτηθεί εντελώς απ' αυτήν; Τι λες και συ;

— Θα... θα τον ρωτήσω... μουρμούρισε ο Αλιόσα. Αν του δίνατε τις τρεις χιλιάδες, τότε ίσως αυτός...

— Ψέματα λες! Δεν υπάρχει λόγος τώρα να τον ρωτήσεις. Καθόλου δε χρειάζεται. Άλλαξα γνώμη. Χτες μου πέρασε μια ανόητη σκέψη απ' το κεφάλι. Τίποτα δε θα δώσω, μα τίποτα σου λέω· τα λεφτά μου χρειάζονται σε μένα, είπε ο γέρος κι άρχισε να χειρονομεί. Εγώ θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. Μην του λες τίποτα, γιατί μπορεί ν' αρχίσει να ελπίζει κιόλας. Όμως και συ δεν έχεις τίποτα να κάνεις εδώ πέρα. Μπορείς να πηγαίνεις. Εκείνη η μνηστή του, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που μου την έκρυβε τόσο προσεχτικά όλον τούτο τον καιρό, τι θα κάνει; Θα τον παντρευτεί για όχι; Νομίζω πως χτες πήγες σπίτι της, ε;

— Με κανέναν τρόπο δεν θέλει να τον παρατήσει.

— Κάτι τέτοιους αγαπάνε αυτές οι λεπτές δεσποινίδες. Κάτι γλεντζέδες και παλιανθρώπους! Τίποτα δεν αξίζουν αυτές οι χλωμές δεσποινίδες, άκου με που σου λέω. Να δεις κάτι άλλες... Ε, ρε, και να 'χα τα νιάτα του και το τοτινό μου πρόσωπο, γιατί εγώ ήμουνα πολύ πιο καλοκαμωμένος από εκείνον στα εικοσιοχτώ μου χρόνια. Τότε και εγώ θα 'μουνα κατακτητής όπως και κείνος. Κανάγιας είναι! Μα την Γκρούσενκα δε θα μου τη φάει, ποτέ δε θα μου τη φάει... Θα τον κάνω λιώμα!

Αγρίεψε και πάλι με τα τελευταία λόγια του.

— Πήγαινε. Τίποτα δεν έχεις να κάνεις σήμερα εδώ πέρα, είπε απότομα.

O Αλιόσα σηκώθηκε να τον χαιρετήσει και τον φίλησε στο μάγουλο.

— Γιατί το 'κανες αυτό; είπε λίγο ξαφνιασμένος ο γέρος. Θα ξαναειδωθούμε δα. Έ, μήπως νομίζεις πως δε θα ξαναειδωθούμε;

— Κάθε άλλο, έτσι το 'κανα.

— Μα και βέβαια, δεν είναι τίποτα, κι εγώ έτσι απλώς το είπα, απάντησε ο γέρος κοιτάζοντάς τον. Άκου δω, άκου, φώναξε πίσω του. Έλα καμιά φορά, και σύντομα μάλιστα, για να φάμε ψαρόσουπα· θα φτιάξω ψαρόσουπα εξαιρετική, η σημερινή δε θα πιάνει πεντάρα μπροστά σε κείνην, να 'ρθεις το δίχως άλλο! Αύριο κιόλας, ακούς, αύριο κιόλας να 'ρθεις!

Και μόλις ο Αλιόσα βγήκε, αυτός πλησίασε το ντουλαπάκι και κατέβασε ακόμα μισό ποτηράκι.

— Όχι άλλο! μουρμούρισε πλαταγίζοντας τη γλώσσα του.

Ξανάκλεισε το ντουλαπάκι, έβαλε το κλειδί στην τσέπη και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Ένιωθε αδυνατισμένος και, μόλις πλάγιασε στο κρεβάτι, τον πήρε ο ύπνος.


4. ΙΙ. Στου πατέρα 4. II. To the father's 4. II. Al padre

Πρώτα απ’ όλα ο Αλιόσα πήγε στου πατέρα του. Πλησιάζοντας θυμήθηκε πως την προηγούμενη ο πατέρας του επέμενε να μπει έτσι που να μην τον δει ο Ιβάν. First of all, Alyosha went to his father's. As he approached, he remembered that the day before his father had insisted that he enter so that Ivan would not see him.

«Γιατί άραγε;» συλλογίστηκε τώρα ξαφνικά ο Αλιόσα. "I wonder why?" pondered Aliosha now suddenly. «Αν ο πατέρας θέλει να μου πει κάτι ιδιαίτερα, κανένα μυστικό, ποιος ο λόγος να μπω κρυφά; Σίγουρα χτες, μέσα στην ταραχή του κάτι άλλο ήθελε να μου πει, μα δεν πρόφτασε». "If father wants to tell me something in particular, no secret, what's the point of sneaking in? Surely yesterday, in his agitation, he wanted to tell me something else, but he didn't have time."

Πάντως ευχαριστήθηκε πολύ όταν του άνοιξε η Μάρθα Ιγνάτιεβνα (ο Γρηγόρης είχε αρρωστήσει και βρισκόταν κρεβατωμένος στην πτέρυγα) και του είπε πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς ήταν δυο ώρες πια που βγήκε. However, he was very pleased when Martha Ignatievna opened the door (Grigoris had been ill and was lying in bed in the ward) and told him that Ivan Fyodorovich had been out for two hours.

— Κι ο πατερούλης; - What about Daddy?

— Σηκώθηκε, πίνει τον καφέ του, απάντησε κάπως ξερά η Μάρθα Ιγνάτιεβνα. - He got up, he is drinking his coffee, Martha Ignatievna replied somewhat dryly.

O Αλιόσα μπήκε. Aliosa entered. O γέρος καθόταν μοναχός του στο τραπέζι με τις παντούφλες του κι ένα παλιό παλτό και ξεφύλλιζε, έτσι για να περνάει η ώρα, χωρίς μεγάλη προσοχή, κάτι λογαριασμούς. The old man was sitting alone at the table in his slippers and an old coat, leafing through some bills, just to pass the time, without much attention. Ήταν ολομόναχος σ' όλο το σπίτι (ο Σμερντιακόβ είχε βγει για ψώνια). He was all alone in the whole house (Smerdiakov was out shopping). Μα δεν ήταν οι λογαριασμοί που τον απασχολούσαν. But it wasn't the bills he was concerned about. Αν και σηκώθηκε νωρίς το πρωί και προσποιότανε πως αισθάνεται καλά, φαινόταν παρ' όλα αυτά κουρασμένος κι αδύναμος. Although he got up early in the morning and pretended to feel well, he still looked tired and weak. Το μέτωπό του, όπου τη νύχτα είχαν φανεί τεράστιες μελανιές, ήταν δεμένο μ' ένα κόκκινο μαντήλι. His forehead, where huge bruises had appeared during the night, was bound with a red handkerchief. Η μύτη του είχε πρηστεί πολύ και είχε κι αυτή μερικές μελανιές που, αν και ήταν ασήμαντες, του 'διναν μιαν έκφραση μοχθηρή κι οργισμένη. His nose was very swollen and had a few bruises too, which, though insignificant, gave him an expression of malice and anger. O γέρος το 'ξερε κι ο ίδιος αυτό και κοίταξε εχθρικά τον Αλιόσα που έμπαινε. The old man knew this himself and looked hostilely at Aliosha who was entering.

— O καφές είναι κρύος, φώναξε απότομα, δε σε κερνάω. - The coffee's cold, he shouted sharply, it's not on me. Κι εγώ φίλε μου, δεν πρόκειται να φάω σήμερα παρά μονάχα νηστίσιμη ψαρόσουπα και δε θα προσκαλέσω κανέναν. And I, my friend, will have nothing but fasting fish soup today and I will not invite anyone. Γιατί μου κουβαλήθηκες: Because you were carried to me:

— Να μάθω για την υγεία σας, πρόφερε ο Αλιόσα. - "I want to know about your health," Alyosha suggested.

— Ναι, κι εξάλλου χτες σ' είχα προστάξει να 'ρθεις. - Yes, and besides, I ordered you to come yesterday. Όλα αυτά είναι ανοησίες. This is all nonsense. Άδικα μπήκες σε κόπο. You went to all that trouble for nothing. Να λέμε την αλήθεια, το 'ξερα πως σίγουρα θα μου κουβαληθείς... To tell you the truth, I knew you'd definitely be carried...

Αυτό το 'πε μ' ένα ύφος εκνευρισμένο. He said this with a look of annoyance. Ταυτόχρονα σηκώθηκε κι εξέτασε ανήσυχα τη μύτη του στον καθρέφτη (για τεσσαρακοστή ίσως φορά απ' το πρωί). At the same time he stood up and anxiously examined his nose in the mirror (for perhaps the fortieth time since morning). Άρχισε να φτιάχνει το κόκκινο μαντήλι πάνω στο μέτωπό του. He began to make the red scarf on his forehead.

— Καλύτερα το κόκκινο, το άσπρο μυρίζει νοσοκομείο, παρατήρησε με εμβρίθεια. - Red is better, white smells like a hospital, he remarked in a deep voice. Λοιπόν, τι νέα από κει; Πώς τα πάει ο στάρετς σου; So, what's the news from there? How's your starlet doing?

— Είναι πολύ άσχημα, ίσως σήμερα κιόλας να πεθάνει, απάντησε ο Αλιόσα. - It's very bad, maybe he will die today, replied Alyosha.

Όμως ο πατέρας του ούτε τ' άκουσε καλά-καλά μα και την ερώτησή του την ξέχασε αμέσως. But his father did not hear it well, nor did he hear it well, but he forgot his question at once.

— O Ιβάν έφυγε, είπε ξαφνικά. - Ivan left, he said suddenly. Με κάθε τρόπο προσπαθεί να βουτήξει απ' τον Μίτκα την αρραβωνιαστικιά του, γι' αυτό και μένει εδώ πέρα, πρόσθεσε με λύσσα και στραβώνοντας το στόμα του κοίταξε τον Αλιόσα. He is trying by all means to swindle his fiancée from Mitka, that's why he is staying here," he added with rage and twisted his mouth to look at Aliosha.

— Δεν πιστεύω να σας το είπε ο ίδιος; ρώτησε ο Αλιόσα. - "I don't believe he told you himself?" asked Aliosha.

— Είναι καιρός πια που μου το 'πε. - It's been a long time since he told me. Αμέ τι νομίζεις; Εδώ και τρεις βδομάδες μου το 'πε. Yeah, what do you think? He told me three weeks ago. Δεν ήρθε βέβαια κι αυτός εδώ πέρα για να με σφάξει στα κρυφά! Of course, he didn't come here to sneak in here and slaughter me! Κάποιο λόγο πρέπει να 'χει που ήρθε. There must be a reason he's here.

— Τι λέτε εκεί! Γιατί τα λέτε αυτά; είπε ο Αλιόσα τρομερά συγχυσμένος. Why do you say this?Aliosha said, terribly confused.

— Είναι αλήθεια πως δεν μου ζητάει λεφτά, μα κι έτσι ούτε μια τρίχα δε θα του δώσω. - It's true that he doesn't ask me for money, but I won't give him a single hair. Έχω σκοπό, αγαπητέ μου Αλεξέι Φιοντόροβιτς, να ζήσω σε τούτη τη γη όσο μπορώ περισσότερο, να το ξέρετε αυτό, και για τούτο μου χρειάζεται το κάθε καπίκι· κι όσο πιο πολύ ζήσω τόσο θα μου είναι πιο χρειαζούμενα τα λεφτά, εξακολουθούσε να λέει κόβοντας βόλτες στο δωμάτιο κι έχοντας τα χέρια του στις τσέπες του λιγδιασμένου καλοκαιρινού κίτρινου παλτού του. "I intend, my dear Alexey Fyodorovich, to live on this earth as long as I can, you know that, and for that I need every penny; and the longer I live the more I shall need money," he continued to say, strolling round the room and with his hands in the pockets of his greasy yellow summer coat. Τώρα όσο να 'ναι είμαι άντρας ακόμα, πενήντα πέντε χρονώ όλο κι όλο, μα θέλω να ζήσω σαν άντρας τουλάχιστον είκοσι χρόνια ακόμα. Now I'm still a man anyway, fifty-five years old all the same, but I want to live as a man for at least twenty more years. Μα όταν θα γεράσω θα γίνω σιχαμερός, κι αυτές δε θα μου 'ρχονται τότε με τη θέλησή τους. But when I am old, I shall be disgusting, and they will not come to me of their own accord. Γι' αυτό τότε θα μου χρειαστούν τα λεφτουδάκια μου. That's why I'm gonna need my money. Γι' αυτό και γω όλο και τα μαζεύω, όλο και τα μαζεύω και το κάνω μονάχα για μένα, αγαπητέ μου γιε, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, και να το ξέρετε, γιατί εγώ θέλω να ζήσω μες στο βούρκο μου ως την τελευταία μέρα. That's why I'm always picking up, always picking up, and I'm doing it only for myself, my dear son, Alexei Fyodorovich, and you should know it, because I want to live in my own mire until the last day. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας! Put it well in your mind! Είναι γλυκά μέσα στο βούρκο: Όλοι τον βρίζουνε, όλοι όμως μέσα του ζούνε· μα όλοι κρυφά ενώ εγώ ολοφάνερα. They are sweet in the mire: All revile him, but all live in him; but all secretly, and I in plain sight. Γι' αυτήν ακριβώς την ειλικρίνειά μου είναι που ρίχτηκαν πάνω μου όλοι αυτοί του βούρκου. It is precisely because of this honesty that all those in the gutter were thrown at me. Όσο για τον Παράδεισό σου, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, καθόλου δεν τον γουστάρω και να το ξέρεις. As for your Paradise, Alexei Fyodorovich, I don't like it at all, and you know it. Στο κάτω κάτω δεν ταιριάζει κιόλας σ' έναν καθώς πρέπει άνθρωπο να πάει στον Παράδεισο, αν υποθέσουμε πως υπάρχει δηλαδή και τούτος. After all, it is not fitting for a proper man to go to Heaven, assuming that it exists. Κατά τη γνώμη μου πέφτεις και κοιμάσαι τον αξύπνητο και τίποτα άλλο δεν υπάρχει. In my opinion you fall asleep and sleep the unsleeping and nothing else. Αν το θέτε μνημονεύετέ με κι αν δε θέτε τραβάτε στο διάολο. If you do, remember me and if you don't, go to hell. Νά η φιλοσοφία μου. Here's my philosophy. Καλά τα 'λεγε χτες εδώ πέρα ο Ιβάν, παρ' όλο που όλοι ήμασταν μεθυσμένοι. Ivan was talking well here yesterday, even though we were all drunk. O Ιβάν είναι καυχησιάρης, κι ούτε είναι και κάνας σοφός... κι ούτε έχει και σπουδαία μόρφωση... Το μόνο που ξέρει είναι να σωπαίνει και να σε κοιτάει χαμογελώντας. Ivan is a braggart, and he's not a wise man either... and he's not very well educated... All he knows how to do is keep quiet and smile at you. Αυτό είναι το κόλπο. That's the trick.

O Αλιόσα τον άκουγε και δεν έβγαζε λέξη. Alyosha listened to him and did not utter a word.

— Γιατί δε μιλάει μαζί μου; Κι όταν μιλάει παρασταίνει. - Why won't he talk to me? And when he does, he's just giving up. Παλιάνθρωπος είναι ο Ιβάν σου! He's your Ivan, you old man! Όσο για την Γκρούσενκα, φτάνει να θέλω και την παντρεύουμαι τώρα αμέσως. As for Grushenka, as long as I want to marry her right now. Γιατί όταν έχεις λεφτά, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, φτάνει κάτι να θελήσεις κι αμέσως γίνεται. Because when you have money, Alexei Fyodorovich, all you have to do is want something and it's done. O Ιβάν αυτό ακριβώς φοβάται και με παραφυλάει. That's exactly what Ivan is afraid of, and he's stalking me. Δε θέλει να πάρω την Γκρούσενκα, μα παροτρύνει τον Μίτκα να την πάρει εκείνος: Έτσι θέλει να χωρίσει και μένα απ' την Γκρούσενκα (λες και θα του αφήσω λεφτά αν δεν την παντρευτώ!) He doesn't want me to marry Grushenka, but he urges Mitka to marry her: so he wants to divorce me from Grushenka too (as if I'll leave him money if I don't marry her!) κι απ' την άλλη αν ο Μίτκα πάρει την Γκρούσενκα, τότε αυτός θα του πάρει την πλούσια μνηστή του. and on the other hand, if Mitka takes Grushenka, then he will take his rich fiancée. Νά τι υπολογισμούς κάνει! What a calculation he's making! Είναι παλιάνθρωπος ο Ιβάν σου! He's a scoundrel, your Ivan!

— Πόσο είστε ευερέθιστος. - How irritable you are. Είναι απ' τα χτεσινά. It's from yesterday. Καλύτερα να πηγαίνατε να πλαγιάσετε, είπε ο Αλιόσα. You'd better go to bed, said Aliosa.

— Νά, εσύ μου το λες αυτό, είπε ο γέρος ξαφνικά σάμπως τώρα να το πρωτοσκέφτηκε. - "Well, you're telling me that," said the old man suddenly, as if he had just thought of it for the first time. Μου το λες κι εγώ δε θυμώνω μαζί σου, όμως με τον Ιβάν θα θύμωνα αν τυχόν και μου 'λεγε το ίδιο πράμα. You tell me and I'm not angry with you, but I'd be angry with Ivan if he said the same thing to me. Μονάχα με σένα είχα πού και πού στιγμές καλοσύνης, αλλιώς είμαι κακός άνθρωπος. Only with you have I had occasional moments of kindness, otherwise I am a bad person.

— Δεν ήσασταν κακός από φυσικού σας, μα σας σημάδεψε η ζωή, είπε χαμογελώντας ο Αλιόσα. - You weren't naturally bad, but you were scarred by life, said Aliosha with a smile.

— Άκου, τον κακούργο τον Μίτκα ήθελα σήμερα κιόλας να τον χώσω στη φυλακή, μα και τώρα δεν το ξέρω ακόμα τι απόφαση θα πάρω. - Listen, I wanted to put the villain Mitka in jail today, but even now I don't know what decision I'm going to make. Βέβαια, στην εποχή μας είναι πολύ της μόδας να νομίζει κανείς πως ο σεβασμός προς τον πατέρα και τη μητέρα είναι μια πρόληψη, μα νομίζω πως υπάρχουν και νόμοι που και στις μέρες μας ακόμα απαγορεύουν στους γιους να τραβάνε απ' τα μαλλιά τους γέρους πατεράδες τους και να τους χτυπάνε με το τακούνι στα μούτρα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, τη στιγμή που αυτοί είναι πεσμένοι χάμω κι ακόμα να καυχιούνται πως θα 'ρθουν και θα τους σκοτώσουν κι όλ' αυτά μπροστά σε μάρτυρες. Of course, it is very fashionable nowadays to think that respect for the father and mother is a superstition, but I think there are also laws that even nowadays still forbid sons to pull their old fathers' hair and hit them in the face with their heels, in their own house, while they are lying on their backs and still bragging that they will come and kill them, and all this in front of witnesses. Αν το 'θελα θα τον γράπωνα τώρα και θα τον έχωνα μέσα για τα χτεσινά του καμώματα. If I wanted to, I'd write him now and put him in jail for his antics yesterday.

— Όμως δε θέλετε να τον καταγγείλετε, έτσι δεν είναι; - But you don't want to denounce him, do you?

— O Ιβάν με απότρεψε. - Ivan stopped me. Βέβαια θ' αδιαφορούσα γι' αυτά που λέει ο Ιβάν, μα ξέρω κάτι άλλο... Of course I wouldn't care what Ivan says, but I know something else...

Και σκύβοντας εξακολούθησε εμπιστευτικά και χαμηλόφωνα: And bending down he continued confidentially and in a low voice:

— Αν τον χώσω μέσα τον παλιάνθρωπο, εκείνη θα το μάθει και θα τρέξει στη στιγμή κοντά του. - If I put the scoundrel in, she'll find out and run to him in a heartbeat. Μα αν ακούσει σήμερα πως μ' έσπασε στο ξύλο και λίγο έλειψε να με σκοτώσει, εμένα, τον αδύναμο γέρο, ίσως να τον παρατήσει και να 'ρθει εδώ να με δει... Νά τι χαρακτήρα έχουμε: πάντα κόντρα πάμε. But if he hears today that he beat me up and nearly killed me, me, the weak old man, maybe he'll give up and come here to see me... Here's our character: we always go against each other. Την ξέρω απόξω κι ανακατωτά. I know her inside and out. Μα δε θα πιείς κανένα κονιάκ; Πάρε κρύο καφεδάκι, θα σου βάλω και λιγάκι κονιάκ, θα γίνει νόστιμο, άκου που σου λέω. But aren't you going to have a brandy? Have some cold coffee, I'll put some brandy in it, it'll be delicious, listen to me.

— Όχι, δε θέλω, ευχαριστώ. - No, I'm fine, thank you. Νά, τούτο το ψωμάκι θα πάρω μαζί μου, αν μου το δώσετε, είπε ο Αλιόσα κι έβαλε στην τσέπη του ράσου του ένα φρατζολάκι των τριών καπικίων. 'Here, this bread I will take with me, if you will give it to me,' said Aliosha, and put a cup of three cups of tobacco in the pocket of his robe. Όμως κονιάκ καλά θα κάνατε να μην πίνατε ούτε εσείς, τον συμβούλεψε επιφυλακτικά ο Αλιόσα κοιτάζοντας το πρόσωπο του γέρου. But you would do well not to drink cognac either," Alyosha advised him cautiously, looking at the old man's face.

— Δίκιο έχεις. - You're right. Σε νευριάζει αντί να σε καλμάρει. It makes you angry instead of calming you down. Όμως μονάχα ένα ποτηράκι θα πιώ... Εδώ στο ντουλαπάκι είναι... But I'll only have one drink... Here in the glove compartment is...

Άνοιξε με το κλειδί το ντουλαπάκι, γέμισε ένα ποτηράκι, το ήπιε, ύστερα ξανάκλεισε το ντουλαπάκι και ξανάβαλε το κλειδί στην τσέπη του. He opened the cupboard with the key, filled a small glass, drank it, then closed the cupboard again and put the key back in his pocket.

— Δεν θα πιώ άλλο, μ' ένα ποτηράκι δεν ψοφάω. - I won't drink any more, I can't die from one little glass.

— Νά που γίνατε τώρα καλύτερος, είπε ο Αλιόσα και χαμογέλασε. - Now you're better, said Aliosha and smiled.

— Χμ! Εσένα σ' αγαπάω και χωρίς να πιώ κονιάκ, μα με τους παλιανθρώπους είμαι παλιάνθρωπος. I love you even without drinking brandy, but I am a scoundrel with the scoundrels. O Βάνκα δεν πάει στην Τσερμασνιά. Vanka's not going to Chermasnia. Γιατί; Θέλει να με κατασκοπεύει: θα δώσω πολλά στην Γκρούσενκα όταν θα 'ρθει; Όλοι είναι παλιάνθρωποι! Why? He wants to spy on me: will I give a lot to Grushenka when she comes? They're all scoundrels! Μα τον Ιβάν εγώ καθόλου δεν τον παραδέχομαι για γιο μου. But I don't acknowledge Ivan as my son at all. Καθόλου δεν θέλω να τον ξέρω. I don't want to know him at all. Από που ξεφύτρωσε; Είναι εντελώς διαφορετικός από μας. Where did it come from? He's completely different from us. Και μήπως τάχα θα του αφήσω τίποτα; Ούτε διαθήκη δεν θα κάνω και να το ξέρετε. And am I supposed to leave him anything? I won't even make a will, and you know it. Και τον Μίτκα θα τον πατήσω και θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. And I'm gonna step on Mitka and squash him like a cockroach. Τις νύχτες τυχαίνει καμιά φορά να πατάω τις μαύρες κατσαρίδες με την παντούφλα: ένα κρατς κάνουν μονάχα και λειώνουν. At night I sometimes happen to step on the black cockroaches with a slipper: they only make a crunch and melt away. Κρατς θα κάνει κι ο Μίτκα σου. Your Mitka's going to be doing crunches, too. O Μίτκα σου, γιατί εσύ τον αγαπάς. Your Mitka, because you love him. Νά, εσύ τον αγαπάς και γω δεν φοβάμαι που τον αγαπάς. Here, you love him and I'm not afraid that you love him. Αν τον αγαπούσε όμως ο Ιβάν, μα την αλήθεια, θα φοβόμουνα και για τη ζωή μου. But if Ivan loved him, I swear to God, I would fear for my life. Μα ο Ιβάν κανέναν δεν αγαπάει, ο Ιβάν δεν είναι δικός μας άνθρωπος. But Ivan loves no one, Ivan is not our man. Κάτι τέτοιοι, αδερφέ μου, είναι εντελώς αλλιώτικοι από μας, είναι μια σκόνη που σηκώθηκε... λίγος αέρας να φυσήξει και θα φύγει... Χτες μου πέρασε μια ανοησία απ' το κεφάλι, όταν σου είπα να περάσεις. Such people, my brother, are completely different from us, they are a dust that has risen... a little wind to blow and it will go away... Yesterday a nonsense passed through my head when I told you to come in. Ήθελα να μάθω από σένα κάτι για τον Μίτκα, αν του 'δινα δηλαδή καμιά χιλιάδα ρούβλια, ή και δυο ακόμα, θα δεχότανε να φύγει από δω αυτός ο απένταρος αχρείος για πέντε ή καλύτερα για τριανταπέντε χρόνια, χωρίς να πάρει την Γκρούσενκα και να παραιτηθεί εντελώς απ' αυτήν; Τι λες και συ; I wanted to know something from you about Mitka, that is, if I gave him a thousand rubles, or two more, would he accept to leave here for five or better for thirty-five years, without taking Grushenka and giving it up completely? What do you think?

— Θα... θα τον ρωτήσω... μουρμούρισε ο Αλιόσα. - I'll... I'll ask him... Alyosha muttered. Αν του δίνατε τις τρεις χιλιάδες, τότε ίσως αυτός... If you gave him the three thousand, then maybe he...

— Ψέματα λες! Δεν υπάρχει λόγος τώρα να τον ρωτήσεις. There's no need to ask him now. Καθόλου δε χρειάζεται. No need at all. Άλλαξα γνώμη. I changed my mind. Χτες μου πέρασε μια ανόητη σκέψη απ' το κεφάλι. Yesterday a silly thought crossed my mind. Τίποτα δε θα δώσω, μα τίποτα σου λέω· τα λεφτά μου χρειάζονται σε μένα, είπε ο γέρος κι άρχισε να χειρονομεί. I will give nothing, I tell you nothing; my money is needed to me," said the old man, and began to gesticulate. Εγώ θα τον λειώσω σαν κατσαρίδα. I'm gonna squash him like a cockroach. Μην του λες τίποτα, γιατί μπορεί ν' αρχίσει να ελπίζει κιόλας. Don't tell him anything, because he might start to get his hopes up. Όμως και συ δεν έχεις τίποτα να κάνεις εδώ πέρα. But you have nothing to do here either. Μπορείς να πηγαίνεις. You can go. Εκείνη η μνηστή του, η Κατερίνα Ιβάνοβνα, που μου την έκρυβε τόσο προσεχτικά όλον τούτο τον καιρό, τι θα κάνει; Θα τον παντρευτεί για όχι; Νομίζω πως χτες πήγες σπίτι της, ε;

— Με κανέναν τρόπο δεν θέλει να τον παρατήσει. - There is no way she wants to give him up.

— Κάτι τέτοιους αγαπάνε αυτές οι λεπτές δεσποινίδες. - That's the kind of man these fine ladies love. Κάτι γλεντζέδες και παλιανθρώπους! Some revelers and scoundrels! Τίποτα δεν αξίζουν αυτές οι χλωμές δεσποινίδες, άκου με που σου λέω. These pale young ladies are worth nothing, listen to me when I tell you. Να δεις κάτι άλλες... Ε, ρε, και να 'χα τα νιάτα του και το τοτινό μου πρόσωπο, γιατί εγώ ήμουνα πολύ πιο καλοκαμωμένος από εκείνον στα εικοσιοχτώ μου χρόνια. See some other... Hey, man, if only I had his youth and my present face, because I was much more well-built than he was at twenty-eight. Τότε και εγώ θα 'μουνα κατακτητής όπως και κείνος. Then I would be a conqueror like him. Κανάγιας είναι! He's a cannibal! Μα την Γκρούσενκα δε θα μου τη φάει, ποτέ δε θα μου τη φάει... Θα τον κάνω λιώμα! But he won't get Grussenka, he'll never get Grussenka, he'll never get Grussenka... I'm going to beat him to a pulp!

Αγρίεψε και πάλι με τα τελευταία λόγια του. He went wild again with his last words.

— Πήγαινε. Τίποτα δεν έχεις να κάνεις σήμερα εδώ πέρα, είπε απότομα. "Nothing for you to do here today," he said abruptly.

O Αλιόσα σηκώθηκε να τον χαιρετήσει και τον φίλησε στο μάγουλο. Aliosha stood up to greet him and kissed him on the cheek.

— Γιατί το 'κανες αυτό; είπε λίγο ξαφνιασμένος ο γέρος. - Why did you do that? said the old man, a little surprised. Θα ξαναειδωθούμε δα. We'll see each other again. Έ, μήπως νομίζεις πως δε θα ξαναειδωθούμε; Hey, do you think we'll never see each other again?

— Κάθε άλλο, έτσι το 'κανα. - Not at all, that's how I did it.

— Μα και βέβαια, δεν είναι τίποτα, κι εγώ έτσι απλώς το είπα, απάντησε ο γέρος κοιτάζοντάς τον. - Of course, it's nothing, and I just said so," the old man replied, looking at him. Άκου δω, άκου, φώναξε πίσω του. Listen here, listen, he called after him. Έλα καμιά φορά, και σύντομα μάλιστα, για να φάμε ψαρόσουπα· θα φτιάξω ψαρόσουπα εξαιρετική, η σημερινή δε θα πιάνει πεντάρα μπροστά σε κείνην, να 'ρθεις το δίχως άλλο! Come sometime, and soon, to eat fish soup; I'll make an excellent fish soup, today's will not be worth a penny compared to it, come no matter what! Αύριο κιόλας, ακούς, αύριο κιόλας να 'ρθεις! Tomorrow already, you hear, tomorrow already you come!

Και μόλις ο Αλιόσα βγήκε, αυτός πλησίασε το ντουλαπάκι και κατέβασε ακόμα μισό ποτηράκι. And as soon as Alyosha came out, he approached the cupboard and downed another half a glass.

— Όχι άλλο! μουρμούρισε πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. he muttered, flapping his tongue.

Ξανάκλεισε το ντουλαπάκι, έβαλε το κλειδί στην τσέπη και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. He unlocked the cupboard, put the key in his pocket and went into the bedroom. Ένιωθε αδυνατισμένος και, μόλις πλάγιασε στο κρεβάτι, τον πήρε ο ύπνος. He felt thin and, as soon as he lay down in bed, he fell asleep.