×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. XI. Ακόμα μια χαμένη υπόληψη!

3. XI. Ακόμα μια χαμένη υπόληψη!

Απ' την πολιτεία ως το μοναστήρι δεν ήταν παραπάνω από 'να βέρστι και κάτι. Ο Αλιόσα προχώρησε γρήγορα. Ο δρόμος τούτη την ώρα ήταν έρημος. Είχε σχεδόν νυχτώσει, δύσκολα διέκρινες σε τριάντα βήματα απόσταση. Στα μισά του δρόμου ήταν μια διασταύρωση. Στο σταυροδρόμι αυτό, κάτω από μια ξεμοναχιασμένη ιτιά, πρόβαλε αχνά κάποια σιλουέτα. Μόλις έφτασε ο Αλιόσα στο σταυροδρόμι, η σιλουέτα ρίχτηκε απάνω του και φώναξε με αφύσικη φωνή.

— Το πορτοφόλι ή τη ζωή σου!

— Μπα! Εσύ είσαι, Μίτια! απόρησε ο Αλιόσα που είχε ανατριχιάσει απ' τον τρόμο του.

— Χα-χα-χα! Δεν το περίμενες, ε; Σκέφτηκα: Πού να σε περιμένω; Έξω απ' το σπίτι της; Από κει θα μπορούσες να πάρεις τρεις δρόμους και να μου ξεφύγεις. Τελικά αποφάσισα να σε περιμένω δω πέρα γιατί από δω θα πέρναγες το δίχως άλλο, άλλος δρόμος για το μοναστήρι δεν υπάρχει. Λοιπόν, λέγε μου την αλήθεια. Πάτησέ με σαν κατσαρίδα.,. Μα τι έχεις;

— Τίποτα, αδερφέ μου... είναι μονάχα απ' τον τρόμο μου. Αχ, Ντιμήτρι! Πριν από λίγο, το αίμα του πατέρα (ο Αλιόσα έβαλε τα κλάματα από καιρό τώρα ήθελε να κλάψει και τώρα σάμπως κάτι να 'σπασε στην ψυχή του). Παραλίγο να τον σκότωνες... τον καταράστηκες... και να που τώρα... εδώ... τούτη τη στιγμή... κάνεις αστεία... το πορτοφόλι ή τη ζωή σου!

— Ε, και τι έχει να κάνει; Είναι άπρεπο; Δεν ταιριάζει;

— Μα όχι... έτσι απλώς το 'πα...

— Στάσου, Κοίταξε τη νύχτα. Βλέπεις τι ζοφερή που είναι, σύγνεφα, άρχισε να φυσάει κι αγέρας! Κρύφτηκα δω πέρα, κάτω απ' την ιτιά, σε περίμενα και ξαφνικά σκέφτηκα (να, μα το Θεό σου λέω! ): Μα τι έχω λοιπόν να καρτερώ, τι έχω να περιμένω; Να 'την η ιτιά, μαντήλι έχω, πουκάμισο έχω, μπορώ τώρα στη στιγμή να πλέξω ένα σκοινί, και οι τιράντες —και να μην είμαι πια βάρος της γης, να μην την ατιμάζω με την ποταπή μου παρουσία! Και να που σ' άκουσα κείνη τη στιγμή να 'ρχεσαι και, Θεέ μου, σάμπως κάτι ν' άλλαξε μέσα μου: Πάει να πει λοιπόν πως υπάρχει ένας άνθρωπος που αγαπάω, νά 'τος που έρχεται, νά, τούτος ο μικρούλης μου, ο καλός μου αδερφούλης που τον αγαπάω πιο πολύ απ' το κάθε τι στον κόσμο και που μονάχα αυτόν αγαπάω! Και τόσο πολύ σ' αγάπησα, τόσο πολύ σ' αγαπούσα κείνη τη στιγμή, που σκέφτηκα: Τώρα θα τρέξω και θα πέσω στην αγκαλιά του. Όμως μου πέρασε μια ανόητη σκέψη: «Θ' αστειευτώ λιγάκι μαζί του, θα τον τρομάξω». Και φώναξα σαν βλάκας: «Το πορτοφόλι!» Συγχώρεσέ μου τούτη τη βλακεία, ήταν μια ανοησία μονάχα, μα στην ψυχή μου... είναι όλα σεμνά και όμορφα... Όμως άστα να πάνε στο διάολο, λέγε μου τι έγινε κει πέρα; Τι είπε κείνη; Κομμάτιασέ με, σύντριψέ με, μη με λυπάσαι! Έγινε έξω φρενών;

— Όχι, δεν έγινε αυτό... Εκεί συνέβη κάτι εντελώς διαφορετικό, Μίτια. Εκεί... τις βρήκα κει πέρα και τις δυο.

— Ποιες δυο;

— Την Γκρούσενκα και την Κατερίνα Ιβάνοβνα.

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έμεινε σαν απολιθωμένος.

— Αδύνατο! ξεφώνισε. Παραμιλάς! Η Γκρούσενκα στο σπίτι της!

Ο Αλιόσα τα διηγήθηκε όλα, απ' τη στιγμή που μπήκε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας. Διηγόταν κάπου δέκα λεπτά με χάσματα ίσως κι ανακατεύοντας χρονικά τα γεγονότα, μα, καθώς φαίνεται, τα είπε όλα, διάλεξε τις πιο σπουδαίες φράσεις της κουβέντας, τις πιο σημαντικές χειρονομίες και περιέγραφε με ενάργεια και συχνά με μια λέξη μονάχα τα συναισθήματά του. Ο Ντιμήτρι άκουγε σωπαίνοντας, τον κοιτούσε κατάματα μένοντας σε μια τρομερή ακινησία, μα ο Αλιόσα καταλάβαινε πως τα 'νιωσε όλα, πως αναμέτρησε όλη τη σημασία του γεγονότος. Το πρόσωπό του, όσο προχωρούσε η διήγηση, γινόταν όχι απλά σκυθρωπό μα κάπως απειλητικό. Έσμιγε τα φρύδια του, έσφιγγε τα δόντια του, τ' ακίνητο βλέμμα του γινόταν κάπως ακόμα πιο ακίνητο, πιο καρφωμένο, πιο τρομερό... Όμως εντελώς αναπάντεχα το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση, έχασε την αγριάδα του, τα σφιγμένα δόντια άνοιξαν κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έβαλε ξαφνικά τα πιο ασυγκράτητα και τα πιο αυθόρμητα γέλια. Κυριολεχτικά έσκασε στα γέλια, για πολλήν ώρα ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε.

— Ώστε δεν της φίλησε το χεράκι! Δεν της το φίλησε και το 'σκάσε! ξεφώνιζε με κάποιον αρρωστιάρικο ενθουσιασμό που θα μπορούσες να τον πεις και ξεδιάντροπο, αν δεν ήταν τόσο ανεπιτήδευτος. Ώστε κείνη φώναζε πως είναι μια τίγρισσα, ε; Τίγρισσα είναι, σωστά το είπε. Ώστε της πρέπει το ικρίωμα; Ναι, ναι, θα της χρειαζόταν κάτι τέτοιο, και 'γω την ίδια γνώμη έχω, πως της πρέπει, από καιρό τώρα της πρέπει! Βλέπεις, αδερφέ μου, ας είναι και το ικρίωμα μα πρέπει πρώτα να γιατρευτούμε. Τη νιώθω τη βασίλισσα της αδιαντροπιάς βρίσκεται ολάκερη στο περιστατικό του χεριού! Βρε το καταχθόνιο πλάσμα. Είναι η τσαρίνα όλων των καταχθόνιων θηλυκών που μπορεί να φανταστεί κανείς. Στο είδος της είναι ένα θαύμα! Ώστε πήγε σπίτι της; Τώρα και γω... αχ... Ας τρέξω να την προφτάσω! Αλιόσκα, μη με κατηγοράς, συμφωνώ και 'γω απόλυτα πως και να την πνίξεις λίγο θα 'ναι...

— Και η Κατερίνα Ιβάνοβνα! ξεφώνισε θλιμμένα ο Αλιόσα.

— Κι αυτήν τη βλέπω, τη βλέπω ως τα κατάβαθα, τη βλέπω όπως ποτέ άλλοτε! Εδώ είναι ολόκληρη αποκάλυψη των τεσσάρων ηπείρων του κόσμου, των πέντε δηλαδή! Ένα τέτοιο διάβημα! Είναι η ίδια εκείνη Κάτιενκα, η σπουδάστρια, που δε φοβήθηκε να πάει στο σπίτι ενός αγροίκου αξιωματικού γιατί είχε τη μεγαλοψυχία να θέλει να σώσει τον πατέρα της. Και ήρθε με κίνδυνο να προσβληθεί θανάσιμα! Όμως είναι περήφανη, θέλει πάντα να ρίχνεται στον κίνδυνο, προκαλεί τη μοίρα της, την προκαλεί απεριόριστα! Λες πως εκείνη η θειά της την απότρεπε; Πρέπει να ξέρεις πως τούτη η θειά είναι και η ίδια περήφανη, είναι αδερφή κείνης της στρατηγίνας της Μόσχας, ήταν ακόμα πιο ψηλομύτα κι από κείνη, μα ο άντρας της κατηγορήθηκε για κάποια κατάχρηση, τα 'χασε όλα, και τα χτήματα κι όλα ό,τι είχε και δεν είχε, και η περήφανη γυναίκα του έριξε τη μύτη της και δεν ξανασηκώθηκε. Ώστε αυτή ήθελε να συγκρατήσει την Κάτια και κείνη δεν την άκουσε; «Με όλους μπορώ», θα 'λεγε, «να τα βάλω και να τους νικήσω, όλα τα μπορώ. Σαν το θελήσω και την Γκρούσενκα μπορώ να μαγέψω». Και πίστευε και η ίδια στον εαυτό της, η ίδια κοκορευόταν, κούρντιζε τον εαυτό της, ποιος φταίει λοιπόν; Νομίζεις πως επίτηδες φίλησε πρώτη το χέρι της Γκρούσενκα, με πονηρό υπολογισμό; Όχι, αυτή στ' αλήθεια, στ' αλήθεια ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, δηλαδή όχι την Γκρούσενκα μα το ίδιο της τ' όνειρο, το ίδιο της το παραμιλητό, γιατί σκεφτόταν πως είναι το «δικό μου» όνειρο και το «δικό μου» παραμιλητό! Καλούλη μου Αλιόσα, πώς λοιπόν σώθηκες από κει μέσα; Μήπως το 'σκασες ανασηκώνοντας το ράσο σου; Χα-χα-χα!

— Φαίνεται αδερφέ μου, πως ούτε καν πρόσεξες πόσο πολύ πρόσβαλες την Κατερίνα Ιβάνοβνα με το να διηγηθείς στην Γκρούσενκα τα καθέκαστα κείνης της ημέρας και τώρα εκείνη της το πέταξε κατάμουτρα πως «σεις η ίδια πηγαίνατε στους νεαρούς να πουλήσετε κρυφά την ομορφιά σας!» Τι μεγαλύτερη προσβολή μπορεί να γίνει;

Τον Αλιόσα τον βασάνιζε περισσότερο απ' όλα η σκέψη πως ο αδερφός του φαινόταν να χαίρεται με την ταπείνωση της Κατερίνας Ιβάνοβνας, αν κι αυτό φυσικά δεν μπορούσε να συμβαίνει.

— Μπα! είπε και ξαφνικά σκυθρώπιασε τρομερά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και χτύπησε το μέτωπο με την παλάμη του.

Μόλις τώρα το πρόσεξε αν κι ο Αλιόσα του διηγήθηκε πριν από λίγο και την προσβολή και την κραυγή της Κατερίνας Ιβάνοβνας: «Ο αδερφός σας είναι παλιάνθρωπος!»

— Ναι, ίσως και πραγματικά να διηγήθηκα στην Γκρούσενκα για κείνη τη «μοιραία ημέρα» όπως τη λέει η Κάτια. Ναι, έτσι είναι, τώρα το θυμάμαι! Έγινε κείνη τη βραδιά που πήγαμε στο Μόκρογιε, ήμουνα μεθυσμένος, οι τσιγγάνες τραγουδάγανε... Όμως τότε έκλαιγα, έκλαιγα κι ο ίδιος μ' αναφιλητά, είχα πέσει στα γόνατα, μπροστά στην εικόνα της Κάτιας και η Γκρούσενκα το καταλάβαινε αυτό. Τότε όλα τα κατάλαβε και, καθώς θυμάμαι, έκλαψε και κείνη... Διάολε! Μα μήπως τάχα μπορούσε να γίνει τώρα διαφορετικά; Τότε έκλαιγε μα τώρα... τώρα «το στιλέτο στην καρδιά!» Να οι γυναίκες.

Κατέβασε το κεφάλι του κι έμεινε για λίγο σκεφτικός.

— Ναι, είμαι παλιάνθρωπος! Χωρίς αμφιβολία είμαι παλιάνθρωπος, πρόφερε άξαφνα με σκυθρωπή φωνή, Το ίδιο κάνει αν έκλαιγα ή όχι. Πάλι παλιάνθρωπος είμαι! Πες της πως παραδέχομαι αυτόν το χαρακτηρισμό, αν αυτό μπορεί να την ανακουφίσει. Όμως φτάνει πια, γειά σου, ποιος ο λόγος να φλυαρούμε! Τούτη η κουβέντα δεν έχει τίποτα ευχάριστο. Συ θα τραβήξεις το δρόμο σου και 'γω το δικό μου. Κι ούτε θέλω να σε ξαναδώ, εκτός πια ίσως κάποια τελευταία στιγμή... Αντίο, Αλεξέι! έσφιξε δυνατά το χέρι του Αλιόσα και με το κεφάλι πάντα σκυφτό όρμησε προς την πολιτεία.

Ο Αλιόσα τον παρακολούθησε μην πιστεύοντας πως έφευγε ξαφνικά για πάντα.

— Στάσου, Αλεξέι, μια εξομολόγηση ακόμα σε σένα μονάχα! και ξαφνικά ξαναγύρισε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. Κοίτα με, κοίτα με και πρόσεξε: Βλέπεις εδώ; Να, εδώ ετοιμάζεται μια τρομερή ατιμία. (Λέγοντας «εδώ» ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του και μ' έναν τέτοιο τρόπο που 'χες την εντύπωση πως πραγματικά η ατιμία βρισκόταν κάπου εκεί σε καμιά τσέπη ίσως ή κρεμόταν σαν φυλαχτό στο λαιμό του). Με ξέρεις πια! Είμαι ένας παλιάνθρωπος, ένας αναγνωρισμένος παλιάνθρωπος! Μάθε όμως πως ό,τι κι αν έκανα, ό,τι κι αν θα κάνω, τίποτα δε θα μπορεί να συγκριθεί σε προστυχιά με την ατιμία που 'χω τούτην ακριβώς τη στιγμή εδώ στο στήθος μου, να εδώ, εδώ, που δρα και πραγματοποιείται και που είναι εντελώς στο χέρι μου να την σταματήσω, μπορώ να τη σταματήσω ή να την κάνω, σημείωσέ το αυτό. Ε, λοιπόν, μάθε πως θα την κάνω και δε θα τη σταματήσω. Πριν από λίγο όλα στα διηγήθηκα, όμως τούτο δε στο είπα γιατί και 'γω ακόμα δεν είχα την ξετσιπωσιά που χρειάζεται! Μπορώ ακόμα να την αποφύγω. Αποφεύγοντάς την μπορώ αύριο κιόλας να ξαναποχτήσω τη μισή χαμένη τιμή μου, όμως εγώ δε θα την αποφύγω, θα πραγματοποιήσω το πρόστυχο σχέδιό μου και, να 'σαι μάρτυρας, πως το 'λεγα συνειδητά κι από πριν αυτό! Χαμός και σκοτάδι! Δεν υπάρχει λόγος να σου εξηγήσω, θα τα μάθεις όταν έρθει η ώρα. Το βρώμικο σοκάκι και το καταχθόνιο θηλυκό! Αντίο. Μην προσευχηθείς για μένα, δεν το αξίζω, μα κι ούτε χρειάζεται, καθόλου δε χρειάζεται... δεν έχω ανάγκη από προσευχές! Μακριά!

Και ξανάφυγε, τελειωτικά τούτη τη φορά. Ο Αλιόσα προχώρησε προς το μοναστήρι: «Πώς λοιπόν, πώς λοιπόν δε θα τον ξαναδώ ποτέ; Τι 'ναι αυτά που λέει;» Αυτό του έκανε κι αγριεύτηκε. « Όμως αύριο κιόλας θα τον δω το δίχως άλλο, θα ψάξω να τον βρω, θα τον βρω. Τι 'ναι αυτά που λέει;»...

Έκανε το γύρο του μοναστηριού και περνώντας απ' το δασάκι πήγε κατευθείαν στη σκήτη. Του άνοιξαν την πόρτα, αν και τέτοιαν ώρα δεν άφηναν κανέναν πια να μπει. Η καρδιά του έτρεμε όταν μπήκε στο κελί του στάρετς: Γιατί, γιατί τον άφησε και βγήκε; Γιατί εκείνος τον έστειλε στον «κόσμο»; Εδώ είναι η ειρήνη, η αγιοσύνη και κει η σύγχυση, το σκοτάδι, που με το πρώτο μπορείς να παραστρατήσεις και να χαθείς.

Στο κελί βρισκόταν ο δόκιμος Πορφύριος κι ο ιερομόναχος πάτερ Παΐσιος που ερχόταν κάθε ώρα να μάθει για την κατάσταση του πάτερ Ζωσιμά, που, όπως έμαθε τρομάζοντας ο Αλιόσα όλο και χειροτέρευε. Ακόμα και η συνηθισμένη βραδινή συζήτηση με την αδελφότητα δεν μπόρεσε τούτη τη φορά να γίνει... Το βράδι, μετά τη λειτουργία, κάθε μέρα, πριν πλαγιάσουν, μαζευόταν η αδελφότητα του μοναστηριού στο κελί του στάρετς κι ο καθένας του εξομολογιόταν φωναχτά τ' αμαρτήματα που 'χε κάνει κείνη τη μέρα, τις κακές του σκέψεις, τους πειρασμούς που είχε νιώσει, ακόμα και τις φιλονικίες του με τους αδερφούς — αν γινόταν κάτι τέτοιο. Μερικοί εξομολογιόνταν γονατιστοί. Ο στάρετς έδινε άφεση, τους συμφιλίωνε, τους νουθετούσε, τους επέβαλλε κανόνα, τους ευλογούσε και τους άφηνε να φύγουν. Σ' αυτές ακριβώς τις αδερφικές «εξομολογήσεις» εναντιώνονταν οι εχθροί του θεσμού των στάρετς, λέγοντας πως καταστρατηγείται η μυστικότητα της εξομολόγησης, πως είναι σχεδόν βεβήλωση του μυστηρίου, σχεδόν ιεροσυλία, αν κι όλ' αυτά ήταν κάτι εντελώς αλλιώτικο. Ανάφεραν μάλιστα στην επαρχιακή διοίκηση πως οι τέτοιες εξομολογήσεις δε φέρνουν τίποτα καλό μα οδηγούν τον άνθρωπο στο κρίμα και στον πειρασμό. Λέγανε πως τάχα πολλοί αδερφοί δεν έχουν καμιάν όρεξη να πηγαίνουν στον στάρετς και εξαναγκάζονται να πάνε, μόνο και μόνο γιατί πηγαίνουν όλοι οι άλλοι, μονάχα για να μην τους θεωρήσουν περήφανους κι απείθαρχους. Διηγόνταν πως μερικοί απ' τους αδερφούς, πηγαίνοντας για τη βραδινή εξομολόγηση, συμφωνάγανε από πριν ανάμεσα τους: «θα πω πως το πρωί θύμωσα μαζί σου και συ να το επιβεβαιώσεις». Αυτό γινόταν για να 'χουν κάτι να πουν και να ξεμπερδεύουν. Ο Αλιόσα ήξερε πως αυτό και στ' αλήθεια γινόταν καμιά φορά. Ήξερε ακόμα πως υπήρχαν πολλοί αδερφοί που αγαναχτούσαν, γιατί ήταν συνήθειο, τα γράμματα που λάβαιναν, ακόμα κι απ' τους συγγενείς τους, να τ' ανοίγει και να τα διαβάζει πρώτα ο στάρετς. Όλ' αυτά υποτίθεται φυσικά πως γίνονταν λεύτερα και ειλικρινά, μ' όλη τους την καρδιά, «εν ονόματι» της θεληματικής υπακοής και της σωτήριας διαπαιδαγώγησης, μα όπως αποδεικνυόταν, στην πραγματικότητα γίνονταν καμιά φορά υποκριτικά, τεχνητά και δίχως καμιάν ειλικρίνεια. Μα οι γεροντότεροι και οι πιο έμπειροι απ' τους αδερφούς επιμένανε στη μέθοδο τούτη λέγοντας πως «όποιος μπήκε δε μέσα γιατί ειλικρινά ήθελε να σωθεί, γι' αυτόν όλη αυτή η άσκηση υπακοής θ' αποδειχτεί στ' αλήθεια σωτήρια και θα του κάνει μεγάλο καλό. Κι όποιος δυσφορεί κι αγαναχτεί, εκείνος δεν είναι άξιος να γίνει μοναχός κι άδικα ήρθε στο μοναστήρι. Αυτουνού η θέση είναι με τους κοσμικούς. Γιατί απ' την αμαρτία και το δαίμονα όχι μονάχα όταν είσαι έξω στον κόσμο μα ούτε και μέσα στο ναό δεν μπορείς να προφυλαχτείς. Ώστε λοιπόν δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε παραχωρήσεις στο Σατανά».

— Αδυνάτισε, πέφτει σε βύθος, είπε ψιθυριστά στον Αλιόσα ο πάτερ Παΐσιος ευλογόντας τον. Είναι δύσκολο και να τον ξυπνήσει κανείς. Μα κι ούτε πρέπει να τον ξυπνήσουμε. Ξύπνησε κάπου για πέντε λεπτά, παρακάλεσε να πάμε την ευλογία του στην αδελφότητα και να παρακαλέσουμε τους αδερφούς να προσευχηθούν γι' αυτόν τη νύχτα. Το πρωί έχει σκοπό να κοινωνήσει ακόμα μια φορά. Σε θυμήθηκε, Αλεξέι, ρωτούσε αν έφυγες και του απαντήσαμε πως είσαι στην πολιτεία. «Γι' αυτό και του 'δωσα την ευλογία μου εκεί είναι η θέση του προς το παρόν κι όχι εδώ». Αυτά είπε για σένα. Σε θυμήθηκε με αγάπη, με φροντίδα. Το νιώθεις τάχα τι αξιώθηκες; Μα για να σου παραγγείλει να μείνεις ακόμα στον κόσμο, θα πει πως κάτι προβλέπει στη μοίρα σου! Κατάλαβέ το καλά, Αλεξέι, πως κι αν ακόμα γυρίσεις στον κόσμο, αυτό θα το πάρεις σαν μια δοκιμασία που σου επέβαλε ο στάρετς κι όχι για να παραδοθείς σε επιπόλαιες, μάταιες, εγκόσμιες χαρές...

Ο πάτερ Παΐσιος βγήκε. Το πως ο στάρετς αποδημούσε εις Κύριον, γι' αυτό ο Αλιόσα ήταν βέβαιος, αν και υπολόγιζε πως μπορεί να ζήσει ακόμα μια-δυο μέρες. Ο Αλιόσα αποφάσισε σταθερά και με θέρμη πως παρ' όλη την υπόσχεση που έδωσε να συναντήσει τον πατέρα, τη Χοχλάκοβα, τον αδερφό του και την Κατερίνα Ιβάνοβνα, αύριο δε θα 'βγαίνε καθόλου απ' το μοναστήρι και θα 'μενε κοντά στον στάρετς του ως την τελευταία του στιγμή. Η καρδιά του πλημμύρισε αγάπη και κατηγόρησε πικρά τον εαυτό του που μπόρεσε έστω και για μια στιγμή, εκεί στην πολιτεία, να ξεχάσει έναν άνθρωπο στην επιθανάτια κλίνη του, τον άνθρωπο που σεβόταν περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. Μπήκε στη μικρή κρεβατοκάμαρα του στάρετς και υποκλίθηκε, μπροστά στον κοιμισμένο, ως το πάτωμα. Εκείνος κοιμόταν ήσυχα. Ήταν εντελώς ακίνητος και η αναπνοή του μόλις μαντευόταν. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο.

Όταν γύρισε στο άλλο δωμάτιο, σε κείνο το ίδιο όπου ο στάρετς δέχτηκε το πρωί τους επισκέπτες του, ο Αλιόσα πλάγιασε, βγάζοντας μονάχα τα παπούτσια του, στο στενό και σκληρό πέτσινο ντιβάνι. Εκεί κοιμόταν από καιρό τώρα, φέρνοντας μονάχα το μαξιλάρι του. Όσο για το στρώμα που του φώναξε το πρωί ο πατέρας του, από καιρό είχε ξεχάσει να το χρησιμοποιεί. Έβγαζε μονάχα το ράσο του και σκεπαζότανε μ' αυτό αντί για κουβέρτα. Μα πριν πέσει για ύπνο έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε πολλήν ώρα. Στη φλογερή προσευχή του δεν παρακαλούσε το Θεό να τον λυτρώσει απ' την αγωνία του. Διψούσε μονάχα τη χαρούμενη τρυφερότητα, την τρυφερότητα που γέμιζε πάντοτε την ψυχή του μετά τους ύμνους και τα δοξαστικά προς το Θεό, που αυτά ήταν συνήθως όλη κι όλη η προσευχή του πριν απ' τον ύπνο. Αυτή η χαρά που τον πλημμύριζε του 'φερνε ελαφρό και ήσυχο ύπνο. Καθώς προσευχόταν και τώρα, ένιωσε ξαφνικά στην τσέπη του κείνο το μικρό ροζ φακελάκι που του 'δωσε στο δρόμο η υπηρέτρια της Κατερίνας Ιβάνοβνας. Ταράχτηκε κάπως μα τέλειωσε την προσευχή. Ύστερα, μετά από σύντομο δισταγμό, άνοιξε το γράμμα. Tο γραμματάκι ήταν γραμμένο απ' τη Lise, από κείνη την ίδια μικρή κόρη της κυρίας Χοχλάκοβα που τόσο γέλαγε μαζί του το πρωί μπροστά στον στάρετς.

«Αλεξέι Φιοντόροβιτς», έγραφε, «σας γράφω κρυφά απ' όλους, ακόμα κι απ' τη μαμά και ξέρω πόσο κακό είναι αυτό. Μα δεν μπορώ πια να ζήσω αν δεν σας πω αυτό που γεννήθηκε στην καρδιά μου, κι αυτό κανένας άλλος εκτός από τους δυό μας δεν πρέπει προς το παρόν να το ξέρει. Μα πώς να σας πω αυτό που τόσο θέλω να σας πω; Λένε πως το χαρτί δεν κοκκινίζει μα σας βεβαιώνω πως αυτό δεν είναι αλήθεια και πως κοκκινίζει κι αυτό ακριβώς όπως και 'γω τώρα. Καλέ μου Αλιόσα, σας αγαπώ, σας αγαπώ από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια, απ' τη Μόσχα απ' όταν ήσασταν ακόμα πολύ αλλιώτικος από τώρα, και θα σας αγαπώ σ' όλη του τη ζωή. Η καρδιά μου σας διάλεξε για σύντροφο του βίου μου και θα 'θελα να τελειώσουμε μαζί τη ζωή μας σαν γεράσουμε. Φυσικά με την προϋπόθεση πως θα βγείτε απ' το μοναστήρι, Όσο για τα χρόνια μας, θα περιμένουμε όσο λένε οι νόμοι. ως τα τότε εγώ το δίχως άλλο θα γίνω καλά, θα περπατάω και θα χορεύω. Γι' αυτό ούτε κουβέντα να γίνεται.

Βλέπετε, όλα τα υπολόγισα, ένα μονάχα δεν μπορώ να φανταστώ: Τι θα σκεφτείτε για μένα όταν τα διαβάσετε αυτά; Εγώ όλο γελάω και κάνω αταξίες, το πρωί σας έκανα να θυμώσετε, όμως σας βεβαιώνω πως τώρα, πριν πάρω την πένα στο χέρι, προσευχήθηκα στην εικόνα της Μεγαλόχαρης, μα και τώρα προσεύχομαι και σχεδόν κλαίω.

Νά λοιπόν που το μυστικό μου είναι στα χέρια σας. Όταν θα έρθετε αύριο δεν ξέρω ούτε πώς θα σας κοιτάξω. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τι θα γίνει αν και πάλι δε συγκρατηθώ κι αρχίσω πάλι να γελάω σαν ανόητη, κοιτάζοντας σας; Θα με πάρετε για κακή, θα νομίσετε πως σας κοροϊδεύω και δε θα πιστέψετε το γράμμα μου. Γι' αυτό σας ικετεύω, καλέ μου, αν με λυπάστε λιγάκι, να μη με κοιτάτε εντελώς κατάματα όταν θα έρθετε αύριο γιατί εγώ, αν συναντήσω το βλέμμα σας, ίσως να βάλω τα γέλια. Γιατί σεις θα φοράτε κιόλας κείνο το μακρύ φουστάνι... Ακόμα και τώρα με πιάνει σύγκρυο όταν το σκέφτομαι και γι' αυτό όταν θα μπείτε μη με κοιτάξετε καθόλου για κάμποσην ώρα, μα να κοιτάτε τη μαμά ή το παράθυρο.

Νά που σας έγραψα ένα ερωτικό γράμμα, Θεέ μου, τι έκανα! Αλιόσα, μη με περιφρονήσετε κι αν έκανα κάτι πολύ άσχημο και σας πίκρανα, τότε συγχωρέστε με. Τώρα το μυστικό της χαμένης για πάντα ίσως υπόληψής μου είναι στα χέρια σας.

Σήμερα το δίχως άλλο θα κλάψω. Εις το επανιδείν, εις το τρομερό επανιδείν. Lise.

Υ.Γ. Αλιόσα, χωρίς άλλο να έρθετε! Lise».

Ο Αλιόσα το διάβασε με κατάπληξη, το ξαναδιάβασε και δεύτερη φορά, έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ξαφνικά γέλασε ήσυχα και γλυκά. Σχεδόν ανατρίχιασε, το γέλιο τούτο του φάνηκε αμαρτωλό. Μα ύστερ' από μια στιγμή ξαναγέλασε και πάλι το ίδιο ήσυχα κι ευτυχισμένα. Δίπλωσε αργά το γραμματάκι και το 'βαλε στο φάκελο. Έκανε το σταυρό του και πλάγιασε. Η ταραχή της ψυχής του πέρασε ξαφνικά. «Θεέ μου, ευσπλαχνήσου τους όλους, φύλαξέ τους τους δυστυχισμένους, εκείνους που τους απέλειπε η γαλήνη κι οδήγησέ τους. Εσύ ξέρεις το δρόμο. Δείξε τους τη οδό της σωτηρίας. Εσύ είσαι η αγάπη, και συ θα στείλεις σ' όλους τη χαρά!» μουρμούριζε ο Αλιόσα και σταυροκοπιόταν καθώς τον έπαιρνε ο ατάραχος ύπνος.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ


3. XI. Ακόμα μια χαμένη υπόληψη! 3. XI. Another lost reputation! 3. XI. Otra reputación perdida 3. XI. Kolejna utracona reputacja!

Απ' την πολιτεία ως το μοναστήρι δεν ήταν παραπάνω από 'να βέρστι και κάτι. From the state to the monastery was no more than a verst or so. Ο Αλιόσα προχώρησε γρήγορα. Aliosa moved on quickly. Ο δρόμος τούτη την ώρα ήταν έρημος. The road at this time was deserted. Είχε σχεδόν νυχτώσει, δύσκολα διέκρινες σε τριάντα βήματα απόσταση. It was almost dark, you could barely see thirty paces away. Στα μισά του δρόμου ήταν μια διασταύρωση. Halfway down the road was an intersection. Στο σταυροδρόμι αυτό, κάτω από μια ξεμοναχιασμένη ιτιά, πρόβαλε αχνά κάποια σιλουέτα. At this crossroads, under a straggling willow, a silhouette was faintly projecting. Μόλις έφτασε ο Αλιόσα στο σταυροδρόμι, η σιλουέτα ρίχτηκε απάνω του και φώναξε με αφύσικη φωνή. As soon as Alyosha reached the crossroads, the silhouette threw itself at him and shouted in an unnatural voice.

— Το πορτοφόλι ή τη ζωή σου! - Your wallet or your life!

— Μπα! - Nah! Εσύ είσαι, Μίτια! It's you, Mitia! απόρησε ο Αλιόσα που είχε ανατριχιάσει απ' τον τρόμο του. Alyosha, who had shuddered in horror, wondered.

— Χα-χα-χα! Δεν το περίμενες, ε; Σκέφτηκα: Πού να σε περιμένω; Έξω απ' το σπίτι της; Από κει θα μπορούσες να πάρεις τρεις δρόμους και να μου ξεφύγεις. You didn't see that coming, did you? I thought: Where should I wait for you? Outside her house? You could go three streets from there and get away from me. Τελικά αποφάσισα να σε περιμένω δω πέρα γιατί από δω θα πέρναγες το δίχως άλλο, άλλος δρόμος για το μοναστήρι δεν υπάρχει. Finally I decided to wait for you here because you were going to pass through here anyway, there is no other way to the monastery. Λοιπόν, λέγε μου την αλήθεια. Well, tell me the truth. Πάτησέ με σαν κατσαρίδα.,. Step on me like a cockroach. Μα τι έχεις; What's wrong with you?

— Τίποτα, αδερφέ μου... είναι μονάχα απ' τον τρόμο μου. - Nothing, my brother... it's just my terror. Αχ, Ντιμήτρι! Ah, Dimitri! Πριν από λίγο, το αίμα του πατέρα (ο Αλιόσα έβαλε τα κλάματα από καιρό τώρα ήθελε να κλάψει και τώρα σάμπως κάτι να 'σπασε στην ψυχή του). A little while ago, the blood of the father (Alyosha had been crying for a long time now he wanted to cry and now something was broken in his soul). Παραλίγο να τον σκότωνες... τον καταράστηκες... και να που τώρα... εδώ... τούτη τη στιγμή... κάνεις αστεία... το πορτοφόλι ή τη ζωή σου! You almost killed him... you cursed him... and here... here... at this moment... you're making jokes... your wallet or your life!

— Ε, και τι έχει να κάνει; Είναι άπρεπο; Δεν ταιριάζει; - Well, what's he got to do? Is it unseemly? Doesn't it fit?

— Μα όχι... έτσι απλώς το 'πα...

— Στάσου, Κοίταξε τη νύχτα. - Wait, look at the night. Βλέπεις τι ζοφερή που είναι, σύγνεφα, άρχισε να φυσάει κι αγέρας! You see how gloomy it is, clouds, it's getting windy! Κρύφτηκα δω πέρα, κάτω απ' την ιτιά, σε περίμενα και ξαφνικά σκέφτηκα (να, μα το Θεό σου λέω! I was hiding over here, under the willow tree, waiting for you and suddenly I thought (well, I swear to God! ): Μα τι έχω λοιπόν να καρτερώ, τι έχω να περιμένω; Να 'την η ιτιά, μαντήλι έχω, πουκάμισο έχω, μπορώ τώρα στη στιγμή να πλέξω ένα σκοινί, και οι τιράντες —και να μην είμαι πια βάρος της γης, να μην την ατιμάζω με την ποταπή μου παρουσία! ): So what do I have to look forward to, what do I have to expect? Here's the willow, I have a handkerchief, I have a shirt, I can now in a moment knit a rope, and the braces-and I am no longer a burden to the earth, no longer disgrace it with my vile presence! Και να που σ' άκουσα κείνη τη στιγμή να 'ρχεσαι και, Θεέ μου, σάμπως κάτι ν' άλλαξε μέσα μου: Πάει να πει λοιπόν πως υπάρχει ένας άνθρωπος που αγαπάω, νά 'τος που έρχεται, νά, τούτος ο μικρούλης μου, ο καλός μου αδερφούλης που τον αγαπάω πιο πολύ απ' το κάθε τι στον κόσμο και που μονάχα αυτόν αγαπάω! And here I heard you coming at that moment and, God, something changed in me: So he goes on to say that there is a man I love, here he comes, there he is, this little one of mine, my good little brother whom I love more than anything in the world, and whom I love only! Και τόσο πολύ σ' αγάπησα, τόσο πολύ σ' αγαπούσα κείνη τη στιγμή, που σκέφτηκα: Τώρα θα τρέξω και θα πέσω στην αγκαλιά του. And I loved you so much, I loved you so much at that moment, I thought: Now I'm going to run and fall into his arms. Όμως μου πέρασε μια ανόητη σκέψη: «Θ' αστειευτώ λιγάκι μαζί του, θα τον τρομάξω». But a silly thought occurred to me: 'I'll have a little joke with him, I'll scare him.' Και φώναξα σαν βλάκας: «Το πορτοφόλι!» Συγχώρεσέ μου τούτη τη βλακεία, ήταν μια ανοησία μονάχα, μα στην ψυχή μου... είναι όλα σεμνά και όμορφα... Όμως άστα να πάνε στο διάολο, λέγε μου τι έγινε κει πέρα; Τι είπε κείνη; Κομμάτιασέ με, σύντριψέ με, μη με λυπάσαι! And I screamed like an idiot: "The wallet!" Forgive me for this stupidity, it was only a foolishness, but in my soul... all is modest and beautiful... But let them go to hell, tell me what happened there? What did she say? Tear me to pieces, crush me, don't pity me! Έγινε έξω φρενών; Did he get mad?

— Όχι, δεν έγινε αυτό... Εκεί συνέβη κάτι εντελώς διαφορετικό, Μίτια. - No, that's not what happened... Something completely different happened there, Mitia. Εκεί... τις βρήκα κει πέρα και τις δυο. There... I found them both over there.

— Ποιες δυο; - Which two?

— Την Γκρούσενκα και την Κατερίνα Ιβάνοβνα. - Grushenka and Katerina Ivanovna.

Ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έμεινε σαν απολιθωμένος. Dimitri Fyodorovich was left like a fossil.

— Αδύνατο! ξεφώνισε. he exclaimed. Παραμιλάς! Η Γκρούσενκα στο σπίτι της!

Ο Αλιόσα τα διηγήθηκε όλα, απ' τη στιγμή που μπήκε στης Κατερίνας Ιβάνοβνας. Aljoscha hat alles erzählt, von dem Moment an, als er das Haus von Katerina Iwanowna betreten hat. Alyosha told it all, from the moment he walked into Katerina Ivanovna's. Διηγόταν κάπου δέκα λεπτά με χάσματα ίσως κι ανακατεύοντας χρονικά τα γεγονότα, μα, καθώς φαίνεται, τα είπε όλα, διάλεξε τις πιο σπουδαίες φράσεις της κουβέντας, τις πιο σημαντικές χειρονομίες και περιέγραφε με ενάργεια και συχνά με μια λέξη μονάχα τα συναισθήματά του. He talked for about ten minutes, perhaps with gaps and shuffling of events, but, as it seems, he said everything, chose the most important phrases of the conversation, the most important gestures, and described his feelings in a concise and often one-word manner. Ο Ντιμήτρι άκουγε σωπαίνοντας, τον κοιτούσε κατάματα μένοντας σε μια τρομερή ακινησία, μα ο Αλιόσα καταλάβαινε πως τα 'νιωσε όλα, πως αναμέτρησε όλη τη σημασία του γεγονότος. Dimitri listened in silence, staring at him in a terrible stillness, but Alyosha understood that he felt it all, that he was confronted with the full significance of the event. Το πρόσωπό του, όσο προχωρούσε η διήγηση, γινόταν όχι απλά σκυθρωπό μα κάπως απειλητικό. His face, as the narrative progressed, became not just sullen but somewhat menacing. Έσμιγε τα φρύδια του, έσφιγγε τα δόντια του, τ' ακίνητο βλέμμα του γινόταν κάπως ακόμα πιο ακίνητο, πιο καρφωμένο, πιο τρομερό... Όμως εντελώς αναπάντεχα το πρόσωπό του άλλαξε έκφραση, έχασε την αγριάδα του, τα σφιγμένα δόντια άνοιξαν κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς έβαλε ξαφνικά τα πιο ασυγκράτητα και τα πιο αυθόρμητα γέλια. He furrowed his eyebrows, clenched his teeth, his still gaze somehow became even more still, more fixed, more terrible... But quite unexpectedly his face changed its expression, lost its fierceness, the clenched teeth opened and Dimitri Fyodorovich suddenly laughed the most unrestrained and the most spontaneous laughter. Κυριολεχτικά έσκασε στα γέλια, για πολλήν ώρα ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε. He literally burst out laughing, for a long time he couldn't even speak.

— Ώστε δεν της φίλησε το χεράκι! - So he didn't kiss her hand! Δεν της το φίλησε και το 'σκάσε! He didn't kiss her and run away! ξεφώνιζε με κάποιον αρρωστιάρικο ενθουσιασμό που θα μπορούσες να τον πεις και ξεδιάντροπο, αν δεν ήταν τόσο ανεπιτήδευτος. he would exclaim with a kind of morbid enthusiasm that you could call shameless, if it weren't so unpretentious. Ώστε κείνη φώναζε πως είναι μια τίγρισσα, ε; Τίγρισσα είναι, σωστά το είπε. So she was screaming she was a tigress, huh? She's a tigress, she said it right. Ώστε της πρέπει το ικρίωμα; Ναι, ναι, θα της χρειαζόταν κάτι τέτοιο, και 'γω την ίδια γνώμη έχω, πως της πρέπει, από καιρό τώρα της πρέπει! So she needs the scaffold? Yes, yes, she would need such a thing, and I am of the same opinion, that she should, she has long since needed it! Βλέπεις, αδερφέ μου, ας είναι και το ικρίωμα μα πρέπει πρώτα να γιατρευτούμε. You see, my brother, let it be the scaffold, but first we must be healed. Τη νιώθω τη βασίλισσα της αδιαντροπιάς βρίσκεται ολάκερη στο περιστατικό του χεριού! I feel the queen of shamelessness is all over the hand incident! Βρε το καταχθόνιο πλάσμα. You infernal creature. Είναι η τσαρίνα όλων των καταχθόνιων θηλυκών που μπορεί να φανταστεί κανείς. She is the czarina of all the most hateful females imaginable. Στο είδος της είναι ένα θαύμα! In its kind it is a miracle! Ώστε πήγε σπίτι της; Τώρα και γω... αχ... Ας τρέξω να την προφτάσω! So she went home? Now I... ah... Let me run and catch up with her! Αλιόσκα, μη με κατηγοράς, συμφωνώ και 'γω απόλυτα πως και να την πνίξεις λίγο θα 'ναι... Alioska, don't blame me, I totally agree that even if you drown her, it's not enough...

— Και η Κατερίνα Ιβάνοβνα! ξεφώνισε θλιμμένα ο Αλιόσα.

— Κι αυτήν τη βλέπω, τη βλέπω ως τα κατάβαθα, τη βλέπω όπως ποτέ άλλοτε! - And I see it, I see it to the depths, I see it like never before! Εδώ είναι ολόκληρη αποκάλυψη των τεσσάρων ηπείρων του κόσμου, των πέντε δηλαδή! Here is the whole revelation of the four continents of the world, the five! Ένα τέτοιο διάβημα! Είναι η ίδια εκείνη Κάτιενκα, η σπουδάστρια, που δε φοβήθηκε να πάει στο σπίτι ενός αγροίκου αξιωματικού γιατί είχε τη μεγαλοψυχία να θέλει να σώσει τον πατέρα της. She is the same Katienka, the student, who was not afraid to go to the house of a peasant officer because she had the magnanimity to want to save her father. Και ήρθε με κίνδυνο να προσβληθεί θανάσιμα! And he came at the risk of being mortally wounded! Όμως είναι περήφανη, θέλει πάντα να ρίχνεται στον κίνδυνο, προκαλεί τη μοίρα της, την προκαλεί απεριόριστα! But she is proud, she always wants to throw herself into danger, she challenges her fate, challenges it limitlessly! Λες πως εκείνη η θειά της την απότρεπε; Πρέπει να ξέρεις πως τούτη η θειά είναι και η ίδια περήφανη, είναι αδερφή κείνης της στρατηγίνας της Μόσχας, ήταν ακόμα πιο ψηλομύτα κι από κείνη, μα ο άντρας της κατηγορήθηκε για κάποια κατάχρηση, τα 'χασε όλα, και τα χτήματα κι όλα ό,τι είχε και δεν είχε, και η περήφανη γυναίκα του έριξε τη μύτη της και δεν ξανασηκώθηκε. You think that aunt of hers was putting her off? You ought to know that this aunt is a proud woman herself, she is the sister of that general of Moscow, she was even taller than she was, but her husband was accused of some abuse, he lost everything, and the estates and everything he had, and the proud woman threw her nose in his face and never got up again. Ώστε αυτή ήθελε να συγκρατήσει την Κάτια και κείνη δεν την άκουσε; «Με όλους μπορώ», θα 'λεγε, «να τα βάλω και να τους νικήσω, όλα τα μπορώ. So she wanted to restrain Katya and she didn't listen? "I can take them all on," she would say, "I can take them on and beat them, I can do anything. Σαν το θελήσω και την Γκρούσενκα μπορώ να μαγέψω». If I want to, I can even enchant Grussenka." Και πίστευε και η ίδια στον εαυτό της, η ίδια κοκορευόταν, κούρντιζε τον εαυτό της, ποιος φταίει λοιπόν; Νομίζεις πως επίτηδες φίλησε πρώτη το χέρι της Γκρούσενκα, με πονηρό υπολογισμό; Όχι, αυτή στ' αλήθεια, στ' αλήθεια ερωτεύτηκε την Γκρούσενκα, δηλαδή όχι την Γκρούσενκα μα το ίδιο της τ' όνειρο, το ίδιο της το παραμιλητό, γιατί σκεφτόταν πως είναι το «δικό μου» όνειρο και το «δικό μου» παραμιλητό! And she believed in herself, she was bragging, she was bragging herself, she was bragging herself, so whose fault is it? Do you think she deliberately kissed Grushenka's hand first, with a sly calculation? No, she really, really fell in love with Grushenka, that is, not Grushenka but her own dream, her own ramblings, because she thought it was "my" dream and "my" ramblings! Καλούλη μου Αλιόσα, πώς λοιπόν σώθηκες από κει μέσα; Μήπως το 'σκασες ανασηκώνοντας το ράσο σου; Χα-χα-χα! My dear Alyosha, how did you get out of there? Did you escape by lifting your robe? Ha-ha-ha-ha!

— Φαίνεται αδερφέ μου, πως ούτε καν πρόσεξες πόσο πολύ πρόσβαλες την Κατερίνα Ιβάνοβνα με το να διηγηθείς στην Γκρούσενκα τα καθέκαστα κείνης της ημέρας και τώρα εκείνη της το πέταξε κατάμουτρα πως «σεις η ίδια πηγαίνατε στους νεαρούς να πουλήσετε κρυφά την ομορφιά σας!» Τι μεγαλύτερη προσβολή μπορεί να γίνει; - It seems, my brother, that you didn't even notice how much you insulted Katerina Ivanovna by telling Grushenka about the events of that day and now she threw it in her face that "you yourself were going to the young men to secretly sell your beauty!" What greater insult could there be?

Τον Αλιόσα τον βασάνιζε περισσότερο απ' όλα η σκέψη πως ο αδερφός του φαινόταν να χαίρεται με την ταπείνωση της Κατερίνας Ιβάνοβνας, αν κι αυτό φυσικά δεν μπορούσε να συμβαίνει. Aliosha was tormented above all by the thought that his brother seemed to rejoice in the humiliation of Katerina Ivanovna, though of course that could not be the case.

— Μπα! είπε και ξαφνικά σκυθρώπιασε τρομερά ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς και χτύπησε το μέτωπο με την παλάμη του. he said, and suddenly Dimitri Fyodorovich frowned terribly and struck his forehead with his palm.

Μόλις τώρα το πρόσεξε αν κι ο Αλιόσα του διηγήθηκε πριν από λίγο και την προσβολή και την κραυγή της Κατερίνας Ιβάνοβνας: «Ο αδερφός σας είναι παλιάνθρωπος!» He only just noticed it now, even though Aliosha had just told him about the insult and the cry of Katerina Ivanovna: "Your brother is a scoundrel!"

— Ναι, ίσως και πραγματικά να διηγήθηκα στην Γκρούσενκα για κείνη τη «μοιραία ημέρα» όπως τη λέει η Κάτια. - Yes, maybe I really did tell Grushenka about that "fateful day" as Katia calls it. Ναι, έτσι είναι, τώρα το θυμάμαι! Έγινε κείνη τη βραδιά που πήγαμε στο Μόκρογιε, ήμουνα μεθυσμένος, οι τσιγγάνες τραγουδάγανε... Όμως τότε έκλαιγα, έκλαιγα κι ο ίδιος μ' αναφιλητά, είχα πέσει στα γόνατα, μπροστά στην εικόνα της Κάτιας και η Γκρούσενκα το καταλάβαινε αυτό. It happened that night we went to Mokroje, I was drunk, the gypsies were singing... But then I was crying, I was sobbing myself, I was on my knees in front of Katya's picture and Grussenka understood that. Τότε όλα τα κατάλαβε και, καθώς θυμάμαι, έκλαψε και κείνη... Διάολε! Then she understood everything and, as I remember, she cried too... Damn! Μα μήπως τάχα μπορούσε να γίνει τώρα διαφορετικά; Τότε έκλαιγε μα τώρα... τώρα «το στιλέτο στην καρδιά!» Να οι γυναίκες. But could it be done differently now? Then he cried, but now... now "the dagger in the heart!" There are the women.

Κατέβασε το κεφάλι του κι έμεινε για λίγο σκεφτικός. He lowered his head and remained thoughtful for a moment.

— Ναι, είμαι παλιάνθρωπος! Χωρίς αμφιβολία είμαι παλιάνθρωπος, πρόφερε άξαφνα με σκυθρωπή φωνή, Το ίδιο κάνει αν έκλαιγα ή όχι. No doubt I am a scoundrel, he pronounced abruptly in a sullen voice, It makes no difference whether I was crying or not. Πάλι παλιάνθρωπος είμαι! Πες της πως παραδέχομαι αυτόν το χαρακτηρισμό, αν αυτό μπορεί να την ανακουφίσει. Tell her that I admit this characterization, if it can be of any comfort to her. Όμως φτάνει πια, γειά σου, ποιος ο λόγος να φλυαρούμε! But that's enough, hello, what's the point of babbling! Τούτη η κουβέντα δεν έχει τίποτα ευχάριστο. There is nothing pleasant about this conversation. Συ θα τραβήξεις το δρόμο σου και 'γω το δικό μου. You will go your way and I will go mine. Κι ούτε θέλω να σε ξαναδώ, εκτός πια ίσως κάποια τελευταία στιγμή... Αντίο, Αλεξέι! And I don't want to see you again, except maybe at the last minute... Goodbye, Alexei! έσφιξε δυνατά το χέρι του Αλιόσα και με το κεφάλι πάντα σκυφτό όρμησε προς την πολιτεία. shook Aliosha's hand firmly, and with his head always bowed he rushed towards the state.

Ο Αλιόσα τον παρακολούθησε μην πιστεύοντας πως έφευγε ξαφνικά για πάντα. Alyosha watched him, not believing that he was suddenly gone forever.

— Στάσου, Αλεξέι, μια εξομολόγηση ακόμα σε σένα μονάχα! - Wait, Alexei, one more confession to you alone! και ξαφνικά ξαναγύρισε ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς. and suddenly Dimitri Fyodorovich is back. Κοίτα με, κοίτα με και πρόσεξε: Βλέπεις εδώ; Να, εδώ ετοιμάζεται μια τρομερή ατιμία. Look at me, look at me and watch: See here? Here, here is a terrible dishonor being prepared. (Λέγοντας «εδώ» ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του και μ' έναν τέτοιο τρόπο που 'χες την εντύπωση πως πραγματικά η ατιμία βρισκόταν κάπου εκεί σε καμιά τσέπη ίσως ή κρεμόταν σαν φυλαχτό στο λαιμό του). (By saying "here" Dimitri Fyodorovich punched his chest with his fist and in such a way that you got the impression that the dishonesty was really there somewhere in a pocket or hanging like an amulet around his neck). Με ξέρεις πια! You know me now! Είμαι ένας παλιάνθρωπος, ένας αναγνωρισμένος παλιάνθρωπος! I am a scoundrel, an acknowledged scoundrel! Μάθε όμως πως ό,τι κι αν έκανα, ό,τι κι αν θα κάνω, τίποτα δε θα μπορεί να συγκριθεί σε προστυχιά με την ατιμία που 'χω τούτην ακριβώς τη στιγμή εδώ στο στήθος μου, να εδώ, εδώ, που δρα και πραγματοποιείται και που είναι εντελώς στο χέρι μου να την σταματήσω, μπορώ να τη σταματήσω ή να την κάνω, σημείωσέ το αυτό. But know that no matter what I have done, no matter what I will do, nothing can compare in infamy to the infamy that I have at this very moment here in my breast, here, here, acting and taking place and that it is entirely within my power to stop, I can stop it or I can make it, mark that down. Ε, λοιπόν, μάθε πως θα την κάνω και δε θα τη σταματήσω. Well, find out how I'm going to do it and I won't stop it. Πριν από λίγο όλα στα διηγήθηκα, όμως τούτο δε στο είπα γιατί και 'γω ακόμα δεν είχα την ξετσιπωσιά που χρειάζεται! A little while ago I told you everything, but I didn't tell you this because I still didn't have the unburdening I needed! Μπορώ ακόμα να την αποφύγω. I can still avoid it. Αποφεύγοντάς την μπορώ αύριο κιόλας να ξαναποχτήσω τη μισή χαμένη τιμή μου, όμως εγώ δε θα την αποφύγω, θα πραγματοποιήσω το πρόστυχο σχέδιό μου και, να 'σαι μάρτυρας, πως το 'λεγα συνειδητά κι από πριν αυτό! By avoiding it I can tomorrow already regain half my lost honour, but I will not avoid it, I will carry out my dirty plan and, witness, I have consciously said this before! Χαμός και σκοτάδι! Chaos and darkness! Δεν υπάρχει λόγος να σου εξηγήσω, θα τα μάθεις όταν έρθει η ώρα. There's no need to explain, you'll find out when the time comes. Το βρώμικο σοκάκι και το καταχθόνιο θηλυκό! The dirty alley and the infernal female! Αντίο. Μην προσευχηθείς για μένα, δεν το αξίζω, μα κι ούτε χρειάζεται, καθόλου δε χρειάζεται... δεν έχω ανάγκη από προσευχές! Don't pray for me, I don't deserve it, but I don't need it, I don't need it at all... I don't need prayers! Μακριά! Stay away!

Και ξανάφυγε, τελειωτικά τούτη τη φορά. And he left again, this time for good. Ο Αλιόσα προχώρησε προς το μοναστήρι: «Πώς λοιπόν, πώς λοιπόν δε θα τον ξαναδώ ποτέ; Τι 'ναι αυτά που λέει;» Αυτό του έκανε κι αγριεύτηκε. Aliosha walked towards the monastery: "How then, how then will I never see him again? What is he talking about?" That's what he did to him and he got angry. « Όμως αύριο κιόλας θα τον δω το δίχως άλλο, θα ψάξω να τον βρω, θα τον βρω. "But tomorrow I'll see him tomorrow after all, I'll look for him, I'll find him, I'll find him. Τι 'ναι αυτά που λέει;»... What is he talking about?"

Έκανε το γύρο του μοναστηριού και περνώντας απ' το δασάκι πήγε κατευθείαν στη σκήτη. He went around the monastery and passing through the woods he went straight to the skete. Του άνοιξαν την πόρτα, αν και τέτοιαν ώρα δεν άφηναν κανέναν πια να μπει. They opened the door for him, although at that time they would not let anyone in. Η καρδιά του έτρεμε όταν μπήκε στο κελί του στάρετς: Γιατί, γιατί τον άφησε και βγήκε; Γιατί εκείνος τον έστειλε στον «κόσμο»; Εδώ είναι η ειρήνη, η αγιοσύνη και κει η σύγχυση, το σκοτάδι, που με το πρώτο μπορείς να παραστρατήσεις και να χαθείς. His heart was trembling when he entered the starlet's cell: Why, why did she leave him and come out? Why did he send him out into "the world"? Here is peace, holiness, and there is confusion, darkness, with the former you can go astray and be lost.

Στο κελί βρισκόταν ο δόκιμος Πορφύριος κι ο ιερομόναχος πάτερ Παΐσιος που ερχόταν κάθε ώρα να μάθει για την κατάσταση του πάτερ Ζωσιμά, που, όπως έμαθε τρομάζοντας ο Αλιόσα όλο και χειροτέρευε. In the cell were the novice Porphyrios and the monk Father Paisios, who came every hour to learn about Father Zosima's condition, which, as Alyosha learned to his horror, was getting worse and worse. Ακόμα και η συνηθισμένη βραδινή συζήτηση με την αδελφότητα δεν μπόρεσε τούτη τη φορά να γίνει... Το βράδι, μετά τη λειτουργία, κάθε μέρα, πριν πλαγιάσουν, μαζευόταν η αδελφότητα του μοναστηριού στο κελί του στάρετς κι ο καθένας του εξομολογιόταν φωναχτά τ' αμαρτήματα που 'χε κάνει κείνη τη μέρα, τις κακές του σκέψεις, τους πειρασμούς που είχε νιώσει, ακόμα και τις φιλονικίες του με τους αδερφούς — αν γινόταν κάτι τέτοιο. Even the usual evening conversation with the fraternity could not take place this time... In the evening, after Mass, every day, before going to bed, the brotherhood of the monastery would gather in the starets' cell and each one would confess aloud the sins he had committed that day, his evil thoughts, the temptations he had felt, and even his quarrels with the brothers - if there was such a thing. Μερικοί εξομολογιόνταν γονατιστοί. Some confessed on their knees. Ο στάρετς έδινε άφεση, τους συμφιλίωνε, τους νουθετούσε, τους επέβαλλε κανόνα, τους ευλογούσε και τους άφηνε να φύγουν. The starets gave them absolution, reconciled them, admonished them, gave them a rule, blessed them and let them go. Σ' αυτές ακριβώς τις αδερφικές «εξομολογήσεις» εναντιώνονταν οι εχθροί του θεσμού των στάρετς, λέγοντας πως καταστρατηγείται η μυστικότητα της εξομολόγησης, πως είναι σχεδόν βεβήλωση του μυστηρίου, σχεδόν ιεροσυλία, αν κι όλ' αυτά ήταν κάτι εντελώς αλλιώτικο. It was precisely these fraternal "confessions" that the enemies of the institution of the starets opposed, saying that the secrecy of confession was violated, that it was almost a desecration of the sacrament, almost sacrilege, although all this was something quite different. Ανάφεραν μάλιστα στην επαρχιακή διοίκηση πως οι τέτοιες εξομολογήσεις δε φέρνουν τίποτα καλό μα οδηγούν τον άνθρωπο στο κρίμα και στον πειρασμό. They even mentioned to the provincial administration that such confessions do not bring anything good but lead people to pity and temptation. Λέγανε πως τάχα πολλοί αδερφοί δεν έχουν καμιάν όρεξη να πηγαίνουν στον στάρετς και εξαναγκάζονται να πάνε, μόνο και μόνο γιατί πηγαίνουν όλοι οι άλλοι, μονάχα για να μην τους θεωρήσουν περήφανους κι απείθαρχους. It was said that many brothers have no desire to go to the starets and are forced to go, just because everyone else goes, just so they won't be considered proud and undisciplined. Διηγόνταν πως μερικοί απ' τους αδερφούς, πηγαίνοντας για τη βραδινή εξομολόγηση, συμφωνάγανε από πριν ανάμεσα τους: «θα πω πως το πρωί θύμωσα μαζί σου και συ να το επιβεβαιώσεις». They told how some of the brothers, on their way to evening confession, had previously agreed among themselves: "I will say that I was angry with you this morning and you will confirm it." Αυτό γινόταν για να 'χουν κάτι να πουν και να ξεμπερδεύουν. That was so they'd have something to say and get it over with. Ο Αλιόσα ήξερε πως αυτό και στ' αλήθεια γινόταν καμιά φορά. Alyosha knew that this really did happen sometimes. Ήξερε ακόμα πως υπήρχαν πολλοί αδερφοί που αγαναχτούσαν, γιατί ήταν συνήθειο, τα γράμματα που λάβαιναν, ακόμα κι απ' τους συγγενείς τους, να τ' ανοίγει και να τα διαβάζει πρώτα ο στάρετς. He also knew that there were many brothers who resented it, because it was customary for the letters they received, even from their relatives, to be opened and read by the starets first. Όλ' αυτά υποτίθεται φυσικά πως γίνονταν λεύτερα και ειλικρινά, μ' όλη τους την καρδιά, «εν ονόματι» της θεληματικής υπακοής και της σωτήριας διαπαιδαγώγησης, μα όπως αποδεικνυόταν, στην πραγματικότητα γίνονταν καμιά φορά υποκριτικά, τεχνητά και δίχως καμιάν ειλικρίνεια. All this was of course supposed to be done smoothly and sincerely, with all their heart, "in the name" of willful obedience and salvific education, but as it turned out, in reality it was sometimes done hypocritically, artificially and without any sincerity. Μα οι γεροντότεροι και οι πιο έμπειροι απ' τους αδερφούς επιμένανε στη μέθοδο τούτη λέγοντας πως «όποιος μπήκε δε μέσα γιατί ειλικρινά ήθελε να σωθεί, γι' αυτόν όλη αυτή η άσκηση υπακοής θ' αποδειχτεί στ' αλήθεια σωτήρια και θα του κάνει μεγάλο καλό. But the older and more experienced of the brothers insisted on this method, saying that "whoever went in because he sincerely wanted to be saved, for him all this exercise of obedience will prove to be truly salutary and will do him great good. Κι όποιος δυσφορεί κι αγαναχτεί, εκείνος δεν είναι άξιος να γίνει μοναχός κι άδικα ήρθε στο μοναστήρι. And whoever is resentful and indignant, he is not worthy to become a monk and has come to the monastery in vain. Αυτουνού η θέση είναι με τους κοσμικούς. His place is with the worldly. Γιατί απ' την αμαρτία και το δαίμονα όχι μονάχα όταν είσαι έξω στον κόσμο μα ούτε και μέσα στο ναό δεν μπορείς να προφυλαχτείς. Because you cannot be protected from sin and the demon not only when you are out in the world but also in the temple. Ώστε λοιπόν δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε παραχωρήσεις στο Σατανά». So there is no reason to make concessions to Satan."

— Αδυνάτισε, πέφτει σε βύθος, είπε ψιθυριστά στον Αλιόσα ο πάτερ Παΐσιος ευλογόντας τον. - Weakened, falling into a deep, Father Paisios said in a whisper to Aliosha, blessing him. Είναι δύσκολο και να τον ξυπνήσει κανείς. It's hard even to wake him up. Μα κι ούτε πρέπει να τον ξυπνήσουμε. But we don't have to wake him up either. Ξύπνησε κάπου για πέντε λεπτά, παρακάλεσε να πάμε την ευλογία του στην αδελφότητα και να παρακαλέσουμε τους αδερφούς να προσευχηθούν γι' αυτόν τη νύχτα. He woke up for about five minutes, begged us to take his blessing to the brotherhood and ask the brothers to pray for him at night. Το πρωί έχει σκοπό να κοινωνήσει ακόμα μια φορά. In the morning he intends to take communion one more time. Σε θυμήθηκε, Αλεξέι, ρωτούσε αν έφυγες και του απαντήσαμε πως είσαι στην πολιτεία. He remembered you, Alexei, he asked if you had left and we told him you were in the state. «Γι' αυτό και του 'δωσα την ευλογία μου εκεί είναι η θέση του προς το παρόν κι όχι εδώ». "That's why I gave him my blessing that's his place for now, not here." Αυτά είπε για σένα. Σε θυμήθηκε με αγάπη, με φροντίδα. Το νιώθεις τάχα τι αξιώθηκες; Μα για να σου παραγγείλει να μείνεις ακόμα στον κόσμο, θα πει πως κάτι προβλέπει στη μοίρα σου! Do you feel what you deserve? But to order you to stay in the world, he will say that he foresees something in your fate! Κατάλαβέ το καλά, Αλεξέι, πως κι αν ακόμα γυρίσεις στον κόσμο, αυτό θα το πάρεις σαν μια δοκιμασία που σου επέβαλε ο στάρετς κι όχι για να παραδοθείς σε επιπόλαιες, μάταιες, εγκόσμιες χαρές... Understand well, Alexei, that even if you still return to the world, you will take this as a test imposed by the starlet and not to indulge in frivolous, vain, worldly pleasures...

Ο πάτερ Παΐσιος βγήκε. Το πως ο στάρετς αποδημούσε εις Κύριον, γι' αυτό ο Αλιόσα ήταν βέβαιος, αν και υπολόγιζε πως μπορεί να ζήσει ακόμα μια-δυο μέρες. That the starlet was departing to the Lord, of that Alyosha was sure, though he reckoned he might live another day or two. Ο Αλιόσα αποφάσισε σταθερά και με θέρμη πως παρ' όλη την υπόσχεση που έδωσε να συναντήσει τον πατέρα, τη Χοχλάκοβα, τον αδερφό του και την Κατερίνα Ιβάνοβνα, αύριο δε θα 'βγαίνε καθόλου απ' το μοναστήρι και θα 'μενε κοντά στον στάρετς του ως την τελευταία του στιγμή. Alyosha decided firmly and fervently that despite all the promise he had made to meet his father, Hohlakova, his brother and Katerina Ivanovna, tomorrow he would not leave the monastery at all and would stay with his starets until his last moment. Η καρδιά του πλημμύρισε αγάπη και κατηγόρησε πικρά τον εαυτό του που μπόρεσε έστω και για μια στιγμή, εκεί στην πολιτεία, να ξεχάσει έναν άνθρωπο στην επιθανάτια κλίνη του, τον άνθρωπο που σεβόταν περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο. His heart overflowed with love, and he bitterly blamed himself for having been able, even for a moment, there in the state, to forget a man on his deathbed, the man he respected more than anyone else in the world. Μπήκε στη μικρή κρεβατοκάμαρα του στάρετς και υποκλίθηκε, μπροστά στον κοιμισμένο, ως το πάτωμα. He entered the starlet's small bedroom and bowed, before the sleeping man, to the floor. Εκείνος κοιμόταν ήσυχα. He was sleeping peacefully. Ήταν εντελώς ακίνητος και η αναπνοή του μόλις μαντευόταν. He was completely still and his breathing was barely guessed. Το πρόσωπό του ήταν ήρεμο.

Όταν γύρισε στο άλλο δωμάτιο, σε κείνο το ίδιο όπου ο στάρετς δέχτηκε το πρωί τους επισκέπτες του, ο Αλιόσα πλάγιασε, βγάζοντας μονάχα τα παπούτσια του, στο στενό και σκληρό πέτσινο ντιβάνι. When he returned to the other room, the same one where the starlet had received his guests in the morning, Aliosha lay back, taking off only his shoes, on the narrow, hard leather divan. Εκεί κοιμόταν από καιρό τώρα, φέρνοντας μονάχα το μαξιλάρι του. He had been sleeping there for a long time now, bringing only his pillow. Όσο για το στρώμα που του φώναξε το πρωί ο πατέρας του, από καιρό είχε ξεχάσει να το χρησιμοποιεί. As for the mattress his father had called him this morning, he had long forgotten to use it. Έβγαζε μονάχα το ράσο του και σκεπαζότανε μ' αυτό αντί για κουβέρτα. He only took off his robe and covered himself with it instead of a blanket. Μα πριν πέσει για ύπνο έπεσε στα γόνατα και προσευχήθηκε πολλήν ώρα. But before he went to sleep he fell on his knees and prayed for a long time. Στη φλογερή προσευχή του δεν παρακαλούσε το Θεό να τον λυτρώσει απ' την αγωνία του. In his fervent prayer he did not beg God to deliver him from his agony. Διψούσε μονάχα τη χαρούμενη τρυφερότητα, την τρυφερότητα που γέμιζε πάντοτε την ψυχή του μετά τους ύμνους και τα δοξαστικά προς το Θεό, που αυτά ήταν συνήθως όλη κι όλη η προσευχή του πριν απ' τον ύπνο. He thirsted only for joyful tenderness, the tenderness that always filled his soul after the hymns and praises to God, which was usually all his prayer before sleep. Αυτή η χαρά που τον πλημμύριζε του 'φερνε ελαφρό και ήσυχο ύπνο. This joy that flooded him brought him a light and peaceful sleep. Καθώς προσευχόταν και τώρα, ένιωσε ξαφνικά στην τσέπη του κείνο το μικρό ροζ φακελάκι που του 'δωσε στο δρόμο η υπηρέτρια της Κατερίνας Ιβάνοβνας. As he was praying even now, he suddenly felt in his pocket the small pink envelope that Katerina Ivanovna's maid had given him on the street. Ταράχτηκε κάπως μα τέλειωσε την προσευχή. He got a little upset but finished the prayer. Ύστερα, μετά από σύντομο δισταγμό, άνοιξε το γράμμα. Then, after a brief hesitation, he opened the letter. Tο γραμματάκι ήταν γραμμένο απ' τη Lise, από κείνη την ίδια μικρή κόρη της κυρίας Χοχλάκοβα που τόσο γέλαγε μαζί του το πρωί μπροστά στον στάρετς. The letter was written by Lise, the same little daughter of Mrs. Hochlakova who had laughed so much with him in the morning in front of the starets.

«Αλεξέι Φιοντόροβιτς», έγραφε, «σας γράφω κρυφά απ' όλους, ακόμα κι απ' τη μαμά και ξέρω πόσο κακό είναι αυτό. "Alexei Fyodorovich," he wrote, "I am writing to you secretly from everyone, even from mamma, and I know how bad that is. Μα δεν μπορώ πια να ζήσω αν δεν σας πω αυτό που γεννήθηκε στην καρδιά μου, κι αυτό κανένας άλλος εκτός από τους δυό μας δεν πρέπει προς το παρόν να το ξέρει. But I can no longer live if I do not tell you what was born in my heart, and this no one but you and I must know for the moment. Μα πώς να σας πω αυτό που τόσο θέλω να σας πω; Λένε πως το χαρτί δεν κοκκινίζει μα σας βεβαιώνω πως αυτό δεν είναι αλήθεια και πως κοκκινίζει κι αυτό ακριβώς όπως και 'γω τώρα. But how can I tell you what I so much want to tell you? They say that paper does not blush but I assure you that this is not true and that it blushes just as much as I do now. Καλέ μου Αλιόσα, σας αγαπώ, σας αγαπώ από τα παιδικά μου ακόμα χρόνια, απ' τη Μόσχα απ' όταν ήσασταν ακόμα πολύ αλλιώτικος από τώρα, και θα σας αγαπώ σ' όλη του τη ζωή. My dear Alyosha, I love you, I love you from my childhood, from Moscow when you were still very different from now, and I will love you all his life. Η καρδιά μου σας διάλεξε για σύντροφο του βίου μου και θα 'θελα να τελειώσουμε μαζί τη ζωή μας σαν γεράσουμε. My heart has chosen you as my life partner and I would like us to end our lives together as we grow old. Φυσικά με την προϋπόθεση πως θα βγείτε απ' το μοναστήρι, Όσο για τα χρόνια μας, θα περιμένουμε όσο λένε οι νόμοι. Provided, of course, that you leave the monastery, As for our years, we will wait as long as the laws say. ως τα τότε εγώ το δίχως άλλο θα γίνω καλά, θα περπατάω και θα χορεύω. by then I shall be well, walking and dancing. Γι' αυτό ούτε κουβέντα να γίνεται. That's why there's not a word about it.

Βλέπετε, όλα τα υπολόγισα, ένα μονάχα δεν μπορώ να φανταστώ: Τι θα σκεφτείτε για μένα όταν τα διαβάσετε αυτά; Εγώ όλο γελάω και κάνω αταξίες, το πρωί σας έκανα να θυμώσετε, όμως σας βεβαιώνω πως τώρα, πριν πάρω την πένα στο χέρι, προσευχήθηκα στην εικόνα της Μεγαλόχαρης, μα και τώρα προσεύχομαι και σχεδόν κλαίω. You see, I've calculated everything, only one thing I can't imagine: What will you think of me when you read this? I am always laughing and making mischief, this morning I made you angry, but I assure you that now, before I took the pen in my hand, I prayed to the image of Our Lady, but even now I pray and almost cry.

Νά λοιπόν που το μυστικό μου είναι στα χέρια σας. So here's my secret in your hands. Όταν θα έρθετε αύριο δεν ξέρω ούτε πώς θα σας κοιτάξω. When you come tomorrow I don't even know how I'll look at you. Αχ, Αλεξέι Φιοντόροβιτς, τι θα γίνει αν και πάλι δε συγκρατηθώ κι αρχίσω πάλι να γελάω σαν ανόητη, κοιτάζοντας σας; Θα με πάρετε για κακή, θα νομίσετε πως σας κοροϊδεύω και δε θα πιστέψετε το γράμμα μου. Ah, Alexey Fyodorovich, what if I still don't restrain myself and start laughing like a fool again, looking at you? You will take me for a bad person, you will think I am making fun of you, and you will not believe my letter. Γι' αυτό σας ικετεύω, καλέ μου, αν με λυπάστε λιγάκι, να μη με κοιτάτε εντελώς κατάματα όταν θα έρθετε αύριο γιατί εγώ, αν συναντήσω το βλέμμα σας, ίσως να βάλω τα γέλια. So I beg you, my dear, if you feel a little sorry for me, not to look me completely in the face when you come tomorrow, for I, if I meet your gaze, may laugh. Γιατί σεις θα φοράτε κιόλας κείνο το μακρύ φουστάνι... Ακόμα και τώρα με πιάνει σύγκρυο όταν το σκέφτομαι και γι' αυτό όταν θα μπείτε μη με κοιτάξετε καθόλου για κάμποσην ώρα, μα να κοιτάτε τη μαμά ή το παράθυρο.

Νά που σας έγραψα ένα ερωτικό γράμμα, Θεέ μου, τι έκανα! Here I am writing you a love letter, my God, what have I done! Αλιόσα, μη με περιφρονήσετε κι αν έκανα κάτι πολύ άσχημο και σας πίκρανα, τότε συγχωρέστε με. Alyosha, do not despise me, and if I have done something very bad and have offended you, then forgive me. Τώρα το μυστικό της χαμένης για πάντα ίσως υπόληψής μου είναι στα χέρια σας. Now the secret of my perhaps forever lost reputation is in your hands.

Σήμερα το δίχως άλλο θα κλάψω. Today I'm going to cry no matter what. Εις το επανιδείν, εις το τρομερό επανιδείν. To the reunion, to the terrible reunion. Lise. Lise.

Υ.Γ. P.S. Αλιόσα, χωρίς άλλο να έρθετε! Aliosa, no more coming! Lise».

Ο Αλιόσα το διάβασε με κατάπληξη, το ξαναδιάβασε και δεύτερη φορά, έμεινε για λίγο σκεφτικός, και ξαφνικά γέλασε ήσυχα και γλυκά. Alyosha read it in amazement, read it again a second time, pondered for a while, and suddenly laughed quietly and sweetly. Σχεδόν ανατρίχιασε, το γέλιο τούτο του φάνηκε αμαρτωλό. He almost shuddered, this laughter seemed sinful to him. Μα ύστερ' από μια στιγμή ξαναγέλασε και πάλι το ίδιο ήσυχα κι ευτυχισμένα. But after a moment he laughed again, and again just as quietly and happily. Δίπλωσε αργά το γραμματάκι και το 'βαλε στο φάκελο. He slowly folded the letter and put it in the envelope. Έκανε το σταυρό του και πλάγιασε. He made the sign of the cross and lay down. Η ταραχή της ψυχής του πέρασε ξαφνικά. The turmoil of his soul suddenly passed. «Θεέ μου, ευσπλαχνήσου τους όλους, φύλαξέ τους τους δυστυχισμένους, εκείνους που τους απέλειπε η γαλήνη κι οδήγησέ τους. "O God, have mercy on them all, keep the unhappy, those who lack peace, and lead them. Εσύ ξέρεις το δρόμο. You know the way. Δείξε τους τη οδό της σωτηρίας. Show them the way of salvation. Εσύ είσαι η αγάπη, και συ θα στείλεις σ' όλους τη χαρά!» μουρμούριζε ο Αλιόσα και σταυροκοπιόταν καθώς τον έπαιρνε ο ατάραχος ύπνος. You are love, and you will send joy to all!" murmured Alyosha, crossing himself as he fell into a fitful sleep.

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΤΟΜΟΥ