3. VIII. Πίνοντας Κονιάκ
Η λογομαχία τέλειωσε, όμως παράξενα; Ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ήταν τόσο εύθυμος, στο τέλος σκυθρώπιασε, Σκυθρώπιασε και κατέβασε κι άλλο κονιάκ, κι αυτό το ποτηράκι ήταν πια εντελώς περιττό.
— Ξεφορτωθείτε μας, Ιησουίτες, αδειάστε μας τη γωνιά, φώναξε στους υπηρέτες. Τράβα, Σμερντιακόβ. Θα σου δώσω σήμερα κιόλας τα δέκα ρούβλια, μα τώρα τράβα. Μην κλαις, Γρηγόρη, πήγαινε στη Μάρθα κείνη θα σε ησυχάσει, θα σε βάλει να κοιμηθείς. Δε σ' αφήνουν οι κανάγηδες να ησυχάσεις λίγο μετά το φαΐ, είπε ξαφνικά λυπημένα όταν φύγανε οι υπηρέτες. Ο Σμερντιακόβ κάθε μέρα χώνεται δω μέσα την ώρα που τρώμε" για σένα είναι που ενδιαφέρεται τόσο πολύ, τι του 'κανες και σε προσέχει τόσο; πρόσθεσε γυρίζοντας στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.
— Τίποτ' απολύτως, απάντησε αυτός. Του κατέβηκε η ιδέα πως πρέπει να με σέβεται. Είναι ένας λακές, ένα χαμένο κορμί. Εδώ που τα λέμε, προοδευτικό μουλάρι, όμως για όταν θα 'ρθει ο καιρός.
— Προοδευτικό;
— Θα υπάρχουν κι άλλοι καλύτεροι μα θα υπάρχουν και τέτοιοι. Στην αρχή θα 'ναι τέτοιοι και ύστερα καλύτεροι.
— Και πότε θα γίνει αυτό;
— Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολάκερη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.
— Ναι, τούτη η γαϊδούρα του Βαλαάμ σκέφτεται, σκέφτεται κι ένας διάολος ξέρει τι θα κάνει στο τέλος.
— Θα μαζέψει σκέψεις, είπε ειρωνικά ο Ιβάν.
— Ξέρω πως και μένανε δεν μπορεί να με χωνέψει τώρα, όπως κι όλους τους άλλους και σένα τον ίδιο, αν και σου φαίνεται πως «του κατέβηκε η ιδέα να σε σέβεται». Τον Αλιόσα από πολύν καιρό πια τον περιφρονεί. Όμως δε θα κλέψει ποτέ του, αυτό είναι το σπουδαίο, δεν είναι κουτσομπόλης, όλο και σωπαίνει, δε θα βγάλει στη φόρα τ' άπλυτα του σπιτιού ποτέ του, φτιάχνει περίφημα πατέ μα και στο κάτω-κάτω δεν πάει στο διάολο. Αξίζει τάχα τον κόπο να μιλάμε γι' αυτόν;
— Και βέβαια δεν αξίζει.
— Όσο για δαύτον και για κείνα που σκέφτεται, έχω να πω τούτο: Μιλώντας γενικά, τον Ρώσο μουζίκο πρέπει να τον δέρνουν. Αυτό το υποστήριζα πάντοτε. Ο μουζίκος μας είναι ένας κανάγιας και δεν αξίζει να τον λυπάται κανείς. Είναι καλό που τον δέρνουν καμιά φορά και τώρα ακόμα. Η ρούσικη γη βασίζεται στο ξύλο. Αν κόψουν τα δάση θα καταστραφεί. Εγώ υποστηρίζω τους έξυπνους ανθρώπους. Εμείς πάψαμε να δέρνουμε τους μουζίκους απ' το πολύ μας το μυαλό, όμως αυτοί εξακολουθούν και ξυλοφορτώνονται συναμεταξύ τους. Και καλά κάνουν. Με ότι μέτρο μετριέται, με το ίδιο θα μετριέται και θα ξαναμετριέται... ή, πώς τα λέτε αυτά εσείς; Πάντως μετριέται. Η Ρωσία είναι γουρουνιά. Φίλε μου, αν ήξερες πόσο μισώ τη Ρωσία... δηλαδή όχι τη Ρωσία μα όλ' αυτά τα ελαττώματα... ίσως όμως και τη Ρωσία ολάκερη. Τοut cela c'est de la cochonnerie (Όλ' αυτά είναι γουρουνιά). Ξέρεις τι αγαπώ; Αγαπώ την εξυπνάδα.
— Ήπιατε κι άλλο ποτήρι. Νομίζω πως φτάνει πια.
— Στάσου, θα πιώ κι άλλο ένα, και ύστερα κι άλλο ένα και τότε πια θα σταματήσω. Όχι, στάσου, με διέκοψες. Στο Μόκρογιε ρώτησα ένα γέρο κι αυτός μου απάντησε: «Μας αρέσει», λέει, «πολύ μας αρέσει να καταδικάζουμε σε μαστίγωμα τις κοπέλες. Και βάζουμε νέους να τις μαστιγώσουν. Ύστερα ο νέος πάει και ζητάει σε γάμο κείνη που μαστίγωσε, έτσι που και οι κοπέλες μας», λέει, «τα θέλουνε αυτά». Τι μαρκήσιοι ντε Σαντ, ε; Όμως είναι έξυπνο και λέγε ό,τι θέλεις. Δε θ' άξιζε να πάμε κει πέρα να τα δούμε, ε; Κοκκίνισες, Αλιόσκα; Μην ντρέπεσαι, παιδί μου. Κρίμα που δεν παρακάθισα πριν από λίγο στο τραπέζι του ηγούμενου και δεν τους διηγήθηκα για τις κοπέλες του Μόκρογιε. Αλιόσκα, μη μου θυμώνεις που πρόσβαλα έτσι τον ηγούμενό σου. Γιατί, ξέρεις, με πιάνει φούρκα. Γιατί αν υπάρχει Θεός, τότε και βέβαια είμαι ένοχος και θα τα πληρώσω, όμως αν δεν υπάρχει δεν τους άξιζε να τους πω κι άλλα, σ' αυτούς τους άγιους πατέρες σου; Τότε και το κεφάλι να τους κόβαμε θα 'ταν λίγο μια και καθυστερούν την εξέλιξη. Το πιστεύεις, Ιβάν, πως αυτό το ζήτημα με βασανίζει; Όχι, εσύ δεν το πιστεύεις, αυτό το βλέπω στα μάτια σου. Εσύ πιστεύεις αυτό που λένε όλοι. Πως δηλαδή δεν είμαι τίποτ' άλλο παρά γελωτοποιός. Αλιόσκα, το πιστεύεις πως δεν είμαι μονάχα γελωτοποιός;
— Πιστεύω πως δεν είσαι μονάχα γελωτοποιός.
— Σε πιστεύω πως το πιστεύεις και μου μιλάς ειλικρινά. Με κοιτάς με ειλικρίνεια και μου μιλάς με ειλικρίνεια. Μα ο Ιβάν όχι. Ο Ιβάν είναι περήφανος... Όμως παρ' όλ' αυτά, αν ήταν στο χέρι μου θα ξεμπέρδευα με το μοναστήρι σου. Θα 'πρεπε να ξεμπερδεύουμε σ' όλη τη ρούσικη γη με τούτον το μυστικισμό και να τον καταργήσουμε με μιας, για να βάλουν επιτέλους μυαλό όλοι οι βλάκες. Και πόσο ασήμι, πόσο χρυσάφι θα μαζευόταν στο νομισματοκοπείο.
— Μα γιατί να ξεμπερδεύουμε; είπε ο Ιβάν.
— Για να λάμψει μιαν ώρα αρχύτερα η αλήθεια, να γιατί.
— Μα αν λάμψει αυτή η αλήθεια, τότε σεις θα 'στε ο πρώτος που θα σας πάρουν όλο σας το βίος και ύστερα... θα σας ξεμπερδέψουν.
— Μπα! Μα σαν να 'χεις δίκιο κιόλας, βρε τι βόιδι που είμαι, —ξεφώνισε άξαφνα ο Φιόντορ Παύλοβιτς και χτύπησε ελαφρά το μέτωπό του. Ε, άστο να βρίσκεται το μοναστήρι σου, Αλιόσκα, μια και είναι έτσι. Και μείς οι έξυπνοι άνθρωποι θα καθόμαστε στη ζεστή μας γωνίτσα και θα γλεντάμε το κονιακάκι μας. Ξέρεις τι λέω, Ιβάν; Πως όλ' αυτά έγιναν έτσι επίτηδες απ' το Θεό. Ιβάν, πες μου: Υπάρχει Θεός ή όχι; Στάσου: Μίλα θετικά, λέγε μου σοβαρά! Γιατί γελάς πάλι;
— Γελάω που κι ο ίδιος κάνατε πριν από λίγο μια πνευματώδη παρατήρηση για την πίστη του Σμερντιακόβ που νομίζει πως υπάρχουν δύο πρεσβύτεροι που μπορούν να μετακινήσουν βουνά.
— Και μήπως αυτά που λέω μοιάζουν με κείνο;
— Πολύ.
— Ε, θα πει λοιπόν πως και 'γω είμαι Ρώσος και 'γω έχω τα ρούσικα χαρακτηριστικά. Μα και σένα, το φιλόσοφο, θα μπορούσε εύκολα να σε πιάσει κανείς πάνω σ' ένα τέτοιο χαρακτηριστικό. Θέλεις να σε πιάσω; Στοιχηματίζουμε πως θα σε πιάσω αύριο κιόλας; Κι όμως πες μου: Υπάρχει Θεός για όχι; Μονάχα πες μου σοβαρά. Θέλω τώρα να μιλήσεις σοβαρά.
— Όχι, δεν υπάρχει Θεός.
— Αλιόσκα, υπάρχει Θεός;
— Υπάρχει.
— Ιβάν, υπάρχει αθανασία; Μια οποιαδήποτε αθανασία, μια μικρή, μια μικρούλα αθανασία;
— Δεν υπάρχει ούτε αθανασία.
— Καμιά;
— Καμιά.
— Δηλαδή είναι το απόλυτο μηδέν ή το τίποτα. Μήπως όμως υπάρχει κάτι τι; Έτσι που να μην είναι το απόλυτο τίποτα!
— Απόλυτο μηδέν.
— Αλιόσκα, υπάρχει αθανασία.
— Υπάρχει.
— Και Θεός και αθανασία;
— Και Θεός και αθανασία. Η αθανασία βρίσκεται στο Θεό.
— Χμ, το πιθανότερο είναι πως έχει δίκιο ο Ιβάν. Θεέ μου, και να σκεφτεί κανείς πόση πίστη έδωσε ο άνθρωπος, πόση δύναμη πήγε χαμένη γι' αυτή την ονειροφαντασία, τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα. Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει έτσι τον άνθρωπο; Ιβάν, πες μου για τελευταία φορά κι αποφασιστικά: Υπάρχει Θεός για όχι; Τελευταία φορά σε ρωτάω!
— Και πάλι, όχι.
— Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει τους ανθρώπους, Ιβάν;
— Ο διάβολος ίσως, χαμογέλασε ειρωνικά ο Ιβάν.
— Υπάρχει λοιπόν διάβολος;
— Όχι, ούτε διάβολος δεν υπάρχει.
— Κρίμα. Που να πάρει ο διάολος ούτε και 'γω δεν ξέρω τι θα του 'κανα αυτουνού που πρωτοσκαρφίστηκε το Θεό! Λίγο θα του ήτανε να τον κρεμάσεις σε μια πικροχαρουπιά.
—Δε θα υπήρχε κανένας πολιτισμός, αν δε σκαρφίζονταν το Θεό.
—Δε θα υπήρχε λες δίχως Θεό;
—Όχι. Κι ούτε κονιάκ θα υπήρχε. Μα το κονιάκ θ' αναγκαστώ να σας το πάρω μολαταύτα.
—Στάσου, στάσου, στάσου, καλέ μου, ακόμα ένα ποτηράκι. Πρόσβαλα τον Αλιόσκα. Δε μου θυμώνεις, Αλεξέι; Καλέ μου Αλεξάκι, Αλεξάκι μου!
—Όχι, δε θυμώνω. Ξέρω τις σκέψεις σας. Η καρδιά σας είναι καλύτερη απ' το μυαλό σας.
—Εγώ έχω καλύτερη καρδιά απ' το μυαλό; Θεέ μου, και Ποιος το λέει αυτό; Ιβάν, τον αγαπάς τον Αλιόσκα;
—Τον αγαπάω.
—Να τον αγαπάς. (Το μεθύσι του Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και μεγάλωνε). Άκου, Αλιόσκα, κει στο κελί έκανα μια προστυχιά στον στάρετς σου. Όμως ήμουν ταραγμένος. Μα τούτος ο
στάρετς είναι έξυπνος, τι νομίζεις και συ, Ιβάν;
—Ίσως και να 'ναι.
—Είναι, είναι, il y a du Piron lά-dedans. Είναι ένας Ιησουίτης, Ρώσος δηλαδή. Κι επειδή είναι ευγενικός άνθρωπος, νιώθει συνεχώς αγανάχτηση που προσπαθεί να την κρύψει, γιατί αναγκάζεται να υποκρίνεται... να βάζει τη μάσκα της αγιοσύνης.
— Μα αυτός πιστεύει στο Θεό.
— Ούτε τόσο δα. Δεν το 'ξερες; Μα μονάχος του το λέει σ' όλους, δηλαδή όχι σ' όλους, μα στους έξυπνους ανθρώπους που έρχονται να τον επισκεφτούν. Στο νομάρχη Σουλτς το είπε ορθά κοφτά: Credo, μα δεν ξέρω σε τι.
— Σοβαρά;
— Ακριβώς έτσι έγινε. Μα εγώ τον εκτιμάω. Έχει κάτι απ' τον Μεφιστοφελή ή καλύτερα απ' τον Ήρωα της Εποχής μας... ( Έργο το Λέρμοντοβ. Σ.τ.Μ.) τον Αρμπένιν ή όπως αλλιώς τον λένε... δηλαδή είναι βλέπεις φιλήδονος. Είναι τόσο φιλήδονος που και τώρα ακόμα θ' ανησυχούσα για την κόρη μου ή για τη γυναίκα μου, αν τυχόν και πηγαίνανε να του ξομολογηθούνε... Όταν αρχίσει να στα διηγιέται... Πριν από τρία χρόνια μας κάλεσε να πιούμε τσάι και λικέρ (οι κυρίες της αριστοκρατίας του στέλνουν λικέρ) κι άρχισε που λες να περιγράφει τις παλιές του περιπέτειες, έτσι που κρατάγαμε την κοιλιά μας απ' τα γέλια... Ιδιαίτερα το πώς γιάτρεψε μια παράλυτη. «Αν δε μου πονάγανε τα πόδια», μας λέει, «θα σας χόρευα τώρα ένα σπουδαίο χορό». Ε, τι του λες; «Έκανα πολλά», μας λέει, «στη ζωή μου». Βούτηξε εξήντα χιλιάδες απ' τον Ντεμίντοβ τον έμπορο.
— Πώς δηλαδή, του τα 'κλεψε;
— Κείνος του τα 'χε εμπιστευτεί γιατί τον θεωρούσε τίμιον άνθρωπο: «Φύλαξέ τα, αδερφέ μου, αύριο θα κάνουν έρευνα στο σπίτι μου». Και κείνος του τα φύλαξε για τα καλά. «Τα δώρισες», λέει, «στην εκκλησία». Τότε και 'γω του λέω: «Είσαι παλιάνθρωπος», του λέω. «Όχι», μου λέει, «δεν είμαι παλιάνθρωπος μα έχω πλατιές αντιλήψεις...» Βρε, για στάσου, δεν είν' αυτός... Άλλος είναι. Τα 'χω μπερδέψει δίχως να το καταλάβω... Να, ακόμα ένα ποτηράκι και φτάνει. Πάρε την μπουκάλα, Ιβάν. Έλεγα ψέματα, γιατί δε με σταμάτησες, Ιβάν...
και δε μου 'πες πως λέω ψέματα;
— Το 'ξερα πως θα σταματούσατε και μονάχος σας.
— Ψέματα λες είναι γιατί με μισείς, μονάχα γιατί με μισείς. Με περιφρονείς. Ήρθες δω πέρα και με περιφρονείς μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.
— Θα φύγω. Είναι που σας χτύπησε το κονιάκ.
— Σ' έκανα Θεό να πας στην Τσερμασνιά για μια-δυο μέρες και συ δεν πας.
— Θα πάω αύριο, αφού επιμένετε τόσο.
— Δε θα πας. Θέλεις να με παρακολουθείς, νά τι θες εσύ, στριμμένη ψυχή, και γι' αυτό δε θα πας.
Ο γέρος δεν έλεγε να βάλει φρένο. Έφτασε σε κείνο το σημείο του μεθυσιού που μερικοί μεθυσμένοι, ήρεμοι ως εκείνη τη στιγμή, ζορίζονται ξαφνικά να θυμώσουν για να κάνουν τον καμπόσο.
— Τι με κοιτάς; Τι μάτια είν' αυτά; Τα μάτια σου με κοιτάνε και μου λένε: «Μπεκρόμουτρο». Τα μάτια σου είναι ύποπτα, περιφρονητικά είναι τα μάτια σου... Κάτι έχεις βάλει στο νου σου και ήρθες εδώ πέρα. Να, ο Αλιόσα με κοιτάει και τα μάτια του λάμπουνε. Δεν με περιφρονεί ο Αλιόσα. Αλεξέι, μην τον αγαπάς τον Ιβάν...
— Μη θυμώνετε με τον αδερφό μου! Πάψτε να τον προσβάλλετε πια, πρόφερε ξαφνικά σταθερά ο Αλιόσα.
— Ε, καλά, εγώ έστω. Ωχ, πονάει το κεφάλι μου. Πάρτο από δω το κονιάκ Ιβάν, τρίτη φορά στο λέω. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά είπε μ' ένα μακρύ και πονηρό χαμόγελο: Μη θυμώνεις, Ιβάν, μ' ένα γέρο ξεκούτη. Το ξέρω πως δε μ' αγαπάς, όμως μη μου θυμώνεις. Στο κάτω-κάτω ούτε και τ' αξίζω να μ' αγαπάνε. Όταν θα πας στην Τσερμασνιά, θα 'ρθω και 'γω να σε βρω και θα σου φέρω ένα πεσκέσι. Θα σου δείξω κει πέρα ένα κοριτσόπουλο, την έχω βάλει από καιρό τώρα στο μάτι. Προς το παρόν είναι ξυπόλυτη ακόμα. Μα μην τις φοβάσαι τις ξυπόλυτες, μην τις περιφρονάς. Είναι μαργαριτάρια!...
Και φίλησε τ' ακροδάχτυλά του.
— Για μένα, είπε ξαφνικά και ζωήρεψε ολάκερος σαν να ξεμέθυσε απότομα, μόλις άρχισε να μιλάει για τ' αγαπημένα του θέματα, για μένα... Ε, ρε παιδιά! Μπέμπηδές μου, μικρά μου γουρουνάκια, για μένα... σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε άσχημη γυναίκα. Νά ο κανόνας μου! Μπορείτε να το καταλάβετε αυτό; Μα πού να το καταλάβετε! Στις φλέβες σας τρέχει ακόμα γαλατάκι αντί για αίμα, δε βγήκατε ακόμα απ' τ' αυγό! Σύμφωνα με τον κανόνα μου, σε κάθε γυναίκα μπορείς να βρεις κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, που να πάρει ο διάολος, κάτι που δεν μπορείς να το βρεις σε καμιάν άλλη —μονάχα που πρέπει να ξέρεις να το βρίσκεις. Να το κόλπο. Είναι σωστό ταλέντο! Για μένα δεν υπήρξαν ποτέ ασχημομούρες: και μονάχα πως είναι γυναίκα, είναι κιόλας το ήμισυ του παντός... μα πού να το καταλάβετε σεις αυτό! Ακόμα και στις γεροντοκόρες μπορείς καμιά φορά να βρεις κάτι που σε κάνει κι απορείς πώς τόσοι και τόσοι βλάκες τις αφήσανε και γεράσανε έτσι δίχως να τις προσέξουν! Τις ξυπολυτούλες και τις ασχημομούρες πρέπει πρώτα-πρώτα να τις καταπλήξεις. Νά πώς πρέπει να καταπιάνεσαι μαζί τους. Τί, δεν το 'ξερες; Πρέπει να την εκπλήξεις ώσπου να θαμπωθεί μέχρι τα τρίσβαθά της, ώσπου να νιώσει ντροπή που μια βρωμιάρα σαν κι αυτήν την ερωτεύτηκε ένας τέτοιος αφέντης. Αληθινά είναι υπέροχο που υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στον κόσμο κανάγηδες και αφεντάδες γιατί έτσι πάντα θα υπάρχουν και κάτι τέτοια δουλάκια. Αυτό δα είναι και το μόνο που χρειάζεται για να 'ναι η ζωή ευτυχισμένη! Για στάσου... άκου Αλιόσα, τη μακαρίτισσα τη μάνα σου πάντα την έκανα να τα χάνει, όμως μ' άλλον τρόπο. Δεν τη χάιδευα σχεδόν ποτέ, μα κάποτε, ξαφνικά, όταν ερχόταν η στιγμή, δεν κρατιόμουνα πια, έπεφτα μπροστά της στα γόνατα, της φίλαγα τα πόδια και πάντα την έφερνα, πάντοτε —το θυμάμαι σαν να 'ταν σήμερα— σε κείνο το λεπτεπίλεπτο γελάκι της, το κουδουνιστό μα δίχως λάμψη, νευρικό κι εντελώς ιδιαίτερο. Αυτή μονάχα είχε αυτό το γελάκι. Το 'ξερα πως πάντα έτσι άρχιζαν οι κρίσεις της, πως αύριο κιόλας θ' αρχίσει να ξεφωνίζει σαν σεληνιασμένη που ήταν και πως το γέλιο τούτο το σύντομο δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό: «Μα ας ήταν και ψεύτικο, ήταν ωστόσο μια έξαρση κι αυτό». Να τι θα πει να μπορείς να βρίσκεις στο κάθε τι το μικρό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Μια φορά ο Μπελιάβσκι, —ένας όμορφος και πλούσιος νέος, άρχισε να την τριγυρίζει και να συχνάζει στο σπίτι μου. Όπου μια μέρα μου 'δωσε ένα χαστούκι εδώ στο σπίτι μου και μπροστά της. Τότε αυτή, αυτό το κουτορνίθι, —μου φάνηκε πως θα με σκοτώσει γι' αυτό το χαστούκι— χύμηξε απάνω μου: «Τώρα, μου λέει, είσαι δαρμένος, τις έφαγες, σου 'δωσε χαστούκι! Εσύ ο ίδιος, μου λέει, ήθελες να με πουλήσεις σ' αυτόν... Πώς τόλμησε να σε χτυπήσει μπροστά μου! Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις ποτέ σου, ποτέ σου! Τρέχα τώρα αμέσως και κάλεσέ τον σε μονομαχία...» Τόσο που την πήγα τότε στο μοναστήρι και οι άγιοι πατέρες τη διαβάζανε. Όμως, μα το Θεό, Αλιόσα, ποτέ δεν την πρόσβαλα τη μικρή μου σεληνιασμένη. Μονάχα μια φορά, την πρώτη χρονιά του γάμου μας. Τότε προσευχόταν πάρα πολύ, και ιδιαίτερα τηρούσε τις γιορτές της Παναγίας, και μένα μ' έδιωχνε και μ' έβαζε να κοιμάμαι στο γραφείο μου. Σκέφτηκα λοιπόν:
Για στάσου να της ξεριζώσω τούτον το μυστικισμό! «Κοίτα», της λέω, «κοίτα. Να το εικόνισμά σου, νά το, εγώ τώρα το ξεκρεμάω απ' τον τοίχο. Κοίτα λοιπόν, εσύ το 'χεις για θαυματουργό, μα εγώ τώρα αμέσως θα το φτύσω μπροστά σου και δε θα πάθω τίποτα!...» Μόλις το 'δε, Θεέ μου! Θα με σκοτώσει τώρα, σκέφτηκα, όμως αυτή σηκώθηκε μονάχα απότομα, χτύπησε τα χέρια της, ύστερα σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπο της, άρχισε να τρέμει ολάκερη και σωριάστηκε στο πάτωμα... Αλιόσα, Αλιόσα! Τι έπαθες!
Ο γέρος τινάχτηκε απ' τη θέση του τρομαγμένος. Ο Αλιόσα, απ' τη στιγμή που εκείνος άρχισε να μιλάει για τη μητέρα του, άλλαζε σιγά-σιγά στο πρόσωπο. Κοκκίνιζε, τα μάτια του ανάψανε, τα χείλια του άρχισαν να τρέμουν... Ο μεθυσμένος γέρος φαφλάτιζε και δεν παρατήρησε τίποτα ως τη στιγμή που συνέβη με τον Αλιόσα κάτι πολύ παράξενο. Ξανάγινε δηλαδή και μ' αυτόν ακριβώς τον ίδιο που 'χε μόλις διηγηθεί ο πατέρας του για τη «σεληνιασμένη«. Ο Αλιόσα πετάχτηκε ξαφνικά απ' το τραπέζι και, ακριβώς όπως κι η μητέρα του, χτύπησε τα χέρια του, ύστερα σκέπασε μ' αυτά το πρόσωπό του, έπεσε σαν θερισμένος στην καρέκλα κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος από μιαν υστερική κρίση κλαίγοντας με σιωπηλά, ξαφνικά αναφιλητά. Η καταπληχτική ομοιότητα με τη μητέρα του έκανε εξαιρετική εντύπωση στο γέρο.
— Ιβάν, Ιβάν! Γρήγορα νερό. Όμοια σαν κι αυτήν, απαράλλαχτα σαν τη μάνα του! Ράντισέ τον με νερό, έτσι της έκανα και γω. Με τη μητέρα του, με τη μητέρα του, τραύλιζε στον Ιβάν.
— Μα νομίζω πως ήταν και δίκιά μου μητέρα η μητέρα του, πώς το νομίζετε; ξέσπασε άξαφνα ο Ιβάν με μιαν αγαναχτισμένη περιφρόνηση.
Ο γέρος τινάχτηκε κάτω απ' τ' αστραφτερό του βλέμμα. Μα τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο, για μια μονάχα στιγμή είν' αλήθεια: Φαίνεται πως του γέρου πραγματικά του 'χε διαφύγει πως η μητέρα του Αλιόσα ήταν και μητέρα του Ιβάν.
— Πώς μητέρα σου; μουρμούρισε αυτός μην καταλαβαίνοντας. Γιατί το λες αυτό; Για ποια μητέρα μιλάς... μα μήπως αυτή... Αχ, διάολε! Μα ναι, ήταν και δική σου! Ω, διάολε! Αυτό πια, αδερφέ μου, είναι μια διάλειψη συγχώρα με. Και 'γω που νόμιζα, Ιβάν... Χε-χε-χε!
Σταμάτησε. Ένα μεθυσμένο, ηλίθιο χαμόγελο διέστειλε το πρόσωπό του. Όπου ξαφνικά, την ίδια κείνη στιγμή, αντήχησε στον προθάλαμο ένας τρομερός θόρυβος και μια φασαρία, ακούστηκαν κραυγές, η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς όρμησε στη σάλα. Ο γέρος έτρεξε τρομαγμένος στον Ιβάν:
— Θα με σκοτώσει, θα με σκοτώσει! Μη με παραδίνεις, μη με παραδίνεις! φώναξε αρπαγμένος απ' τα πέτα της ρεντιγκότας του Ιβάν Φιοντόροβιτς.