×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 3. VIII. Πίνοντας Κονιάκ

3. VIII. Πίνοντας Κονιάκ

Η λογομαχία τέλειωσε, όμως παράξενα; Ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ήταν τόσο εύθυμος, στο τέλος σκυθρώπιασε, Σκυθρώπιασε και κατέβασε κι άλλο κονιάκ, κι αυτό το ποτηράκι ήταν πια εντελώς περιττό.

— Ξεφορτωθείτε μας, Ιησουίτες, αδειάστε μας τη γωνιά, φώναξε στους υπηρέτες. Τράβα, Σμερντιακόβ. Θα σου δώσω σήμερα κιόλας τα δέκα ρούβλια, μα τώρα τράβα. Μην κλαις, Γρηγόρη, πήγαινε στη Μάρθα κείνη θα σε ησυχάσει, θα σε βάλει να κοιμηθείς. Δε σ' αφήνουν οι κανάγηδες να ησυχάσεις λίγο μετά το φαΐ, είπε ξαφνικά λυπημένα όταν φύγανε οι υπηρέτες. Ο Σμερντιακόβ κάθε μέρα χώνεται δω μέσα την ώρα που τρώμε" για σένα είναι που ενδιαφέρεται τόσο πολύ, τι του 'κανες και σε προσέχει τόσο; πρόσθεσε γυρίζοντας στον Ιβάν Φιοντόροβιτς.

— Τίποτ' απολύτως, απάντησε αυτός. Του κατέβηκε η ιδέα πως πρέπει να με σέβεται. Είναι ένας λακές, ένα χαμένο κορμί. Εδώ που τα λέμε, προοδευτικό μουλάρι, όμως για όταν θα 'ρθει ο καιρός.

— Προοδευτικό;

— Θα υπάρχουν κι άλλοι καλύτεροι μα θα υπάρχουν και τέτοιοι. Στην αρχή θα 'ναι τέτοιοι και ύστερα καλύτεροι.

— Και πότε θα γίνει αυτό;

— Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολάκερη. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν.

— Ναι, τούτη η γαϊδούρα του Βαλαάμ σκέφτεται, σκέφτεται κι ένας διάολος ξέρει τι θα κάνει στο τέλος.

— Θα μαζέψει σκέψεις, είπε ειρωνικά ο Ιβάν.

— Ξέρω πως και μένανε δεν μπορεί να με χωνέψει τώρα, όπως κι όλους τους άλλους και σένα τον ίδιο, αν και σου φαίνεται πως «του κατέβηκε η ιδέα να σε σέβεται». Τον Αλιόσα από πολύν καιρό πια τον περιφρονεί. Όμως δε θα κλέψει ποτέ του, αυτό είναι το σπουδαίο, δεν είναι κουτσομπόλης, όλο και σωπαίνει, δε θα βγάλει στη φόρα τ' άπλυτα του σπιτιού ποτέ του, φτιάχνει περίφημα πατέ μα και στο κάτω-κάτω δεν πάει στο διάολο. Αξίζει τάχα τον κόπο να μιλάμε γι' αυτόν;

— Και βέβαια δεν αξίζει.

— Όσο για δαύτον και για κείνα που σκέφτεται, έχω να πω τούτο: Μιλώντας γενικά, τον Ρώσο μουζίκο πρέπει να τον δέρνουν. Αυτό το υποστήριζα πάντοτε. Ο μουζίκος μας είναι ένας κανάγιας και δεν αξίζει να τον λυπάται κανείς. Είναι καλό που τον δέρνουν καμιά φορά και τώρα ακόμα. Η ρούσικη γη βασίζεται στο ξύλο. Αν κόψουν τα δάση θα καταστραφεί. Εγώ υποστηρίζω τους έξυπνους ανθρώπους. Εμείς πάψαμε να δέρνουμε τους μουζίκους απ' το πολύ μας το μυαλό, όμως αυτοί εξακολουθούν και ξυλοφορτώνονται συναμεταξύ τους. Και καλά κάνουν. Με ότι μέτρο μετριέται, με το ίδιο θα μετριέται και θα ξαναμετριέται... ή, πώς τα λέτε αυτά εσείς; Πάντως μετριέται. Η Ρωσία είναι γουρουνιά. Φίλε μου, αν ήξερες πόσο μισώ τη Ρωσία... δηλαδή όχι τη Ρωσία μα όλ' αυτά τα ελαττώματα... ίσως όμως και τη Ρωσία ολάκερη. Τοut cela c'est de la cochonnerie (Όλ' αυτά είναι γουρουνιά). Ξέρεις τι αγαπώ; Αγαπώ την εξυπνάδα.

— Ήπιατε κι άλλο ποτήρι. Νομίζω πως φτάνει πια.

— Στάσου, θα πιώ κι άλλο ένα, και ύστερα κι άλλο ένα και τότε πια θα σταματήσω. Όχι, στάσου, με διέκοψες. Στο Μόκρογιε ρώτησα ένα γέρο κι αυτός μου απάντησε: «Μας αρέσει», λέει, «πολύ μας αρέσει να καταδικάζουμε σε μαστίγωμα τις κοπέλες. Και βάζουμε νέους να τις μαστιγώσουν. Ύστερα ο νέος πάει και ζητάει σε γάμο κείνη που μαστίγωσε, έτσι που και οι κοπέλες μας», λέει, «τα θέλουνε αυτά». Τι μαρκήσιοι ντε Σαντ, ε; Όμως είναι έξυπνο και λέγε ό,τι θέλεις. Δε θ' άξιζε να πάμε κει πέρα να τα δούμε, ε; Κοκκίνισες, Αλιόσκα; Μην ντρέπεσαι, παιδί μου. Κρίμα που δεν παρακάθισα πριν από λίγο στο τραπέζι του ηγούμενου και δεν τους διηγήθηκα για τις κοπέλες του Μόκρογιε. Αλιόσκα, μη μου θυμώνεις που πρόσβαλα έτσι τον ηγούμενό σου. Γιατί, ξέρεις, με πιάνει φούρκα. Γιατί αν υπάρχει Θεός, τότε και βέβαια είμαι ένοχος και θα τα πληρώσω, όμως αν δεν υπάρχει δεν τους άξιζε να τους πω κι άλλα, σ' αυτούς τους άγιους πατέρες σου; Τότε και το κεφάλι να τους κόβαμε θα 'ταν λίγο μια και καθυστερούν την εξέλιξη. Το πιστεύεις, Ιβάν, πως αυτό το ζήτημα με βασανίζει; Όχι, εσύ δεν το πιστεύεις, αυτό το βλέπω στα μάτια σου. Εσύ πιστεύεις αυτό που λένε όλοι. Πως δηλαδή δεν είμαι τίποτ' άλλο παρά γελωτοποιός. Αλιόσκα, το πιστεύεις πως δεν είμαι μονάχα γελωτοποιός;

— Πιστεύω πως δεν είσαι μονάχα γελωτοποιός.

— Σε πιστεύω πως το πιστεύεις και μου μιλάς ειλικρινά. Με κοιτάς με ειλικρίνεια και μου μιλάς με ειλικρίνεια. Μα ο Ιβάν όχι. Ο Ιβάν είναι περήφανος... Όμως παρ' όλ' αυτά, αν ήταν στο χέρι μου θα ξεμπέρδευα με το μοναστήρι σου. Θα 'πρεπε να ξεμπερδεύουμε σ' όλη τη ρούσικη γη με τούτον το μυστικισμό και να τον καταργήσουμε με μιας, για να βάλουν επιτέλους μυαλό όλοι οι βλάκες. Και πόσο ασήμι, πόσο χρυσάφι θα μαζευόταν στο νομισματοκοπείο.

— Μα γιατί να ξεμπερδεύουμε; είπε ο Ιβάν.

— Για να λάμψει μιαν ώρα αρχύτερα η αλήθεια, να γιατί.

— Μα αν λάμψει αυτή η αλήθεια, τότε σεις θα 'στε ο πρώτος που θα σας πάρουν όλο σας το βίος και ύστερα... θα σας ξεμπερδέψουν.

— Μπα! Μα σαν να 'χεις δίκιο κιόλας, βρε τι βόιδι που είμαι, —ξεφώνισε άξαφνα ο Φιόντορ Παύλοβιτς και χτύπησε ελαφρά το μέτωπό του. Ε, άστο να βρίσκεται το μοναστήρι σου, Αλιόσκα, μια και είναι έτσι. Και μείς οι έξυπνοι άνθρωποι θα καθόμαστε στη ζεστή μας γωνίτσα και θα γλεντάμε το κονιακάκι μας. Ξέρεις τι λέω, Ιβάν; Πως όλ' αυτά έγιναν έτσι επίτηδες απ' το Θεό. Ιβάν, πες μου: Υπάρχει Θεός ή όχι; Στάσου: Μίλα θετικά, λέγε μου σοβαρά! Γιατί γελάς πάλι;

— Γελάω που κι ο ίδιος κάνατε πριν από λίγο μια πνευματώδη παρατήρηση για την πίστη του Σμερντιακόβ που νομίζει πως υπάρχουν δύο πρεσβύτεροι που μπορούν να μετακινήσουν βουνά.

— Και μήπως αυτά που λέω μοιάζουν με κείνο;

— Πολύ.

— Ε, θα πει λοιπόν πως και 'γω είμαι Ρώσος και 'γω έχω τα ρούσικα χαρακτηριστικά. Μα και σένα, το φιλόσοφο, θα μπορούσε εύκολα να σε πιάσει κανείς πάνω σ' ένα τέτοιο χαρακτηριστικό. Θέλεις να σε πιάσω; Στοιχηματίζουμε πως θα σε πιάσω αύριο κιόλας; Κι όμως πες μου: Υπάρχει Θεός για όχι; Μονάχα πες μου σοβαρά. Θέλω τώρα να μιλήσεις σοβαρά.

— Όχι, δεν υπάρχει Θεός.

— Αλιόσκα, υπάρχει Θεός;

— Υπάρχει.

— Ιβάν, υπάρχει αθανασία; Μια οποιαδήποτε αθανασία, μια μικρή, μια μικρούλα αθανασία;

— Δεν υπάρχει ούτε αθανασία.

— Καμιά;

— Καμιά.

— Δηλαδή είναι το απόλυτο μηδέν ή το τίποτα. Μήπως όμως υπάρχει κάτι τι; Έτσι που να μην είναι το απόλυτο τίποτα!

— Απόλυτο μηδέν.

— Αλιόσκα, υπάρχει αθανασία.

— Υπάρχει.

— Και Θεός και αθανασία;

— Και Θεός και αθανασία. Η αθανασία βρίσκεται στο Θεό.

— Χμ, το πιθανότερο είναι πως έχει δίκιο ο Ιβάν. Θεέ μου, και να σκεφτεί κανείς πόση πίστη έδωσε ο άνθρωπος, πόση δύναμη πήγε χαμένη γι' αυτή την ονειροφαντασία, τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα. Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει έτσι τον άνθρωπο; Ιβάν, πες μου για τελευταία φορά κι αποφασιστικά: Υπάρχει Θεός για όχι; Τελευταία φορά σε ρωτάω!

— Και πάλι, όχι.

— Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει τους ανθρώπους, Ιβάν;

— Ο διάβολος ίσως, χαμογέλασε ειρωνικά ο Ιβάν.

— Υπάρχει λοιπόν διάβολος;

— Όχι, ούτε διάβολος δεν υπάρχει.

— Κρίμα. Που να πάρει ο διάολος ούτε και 'γω δεν ξέρω τι θα του 'κανα αυτουνού που πρωτοσκαρφίστηκε το Θεό! Λίγο θα του ήτανε να τον κρεμάσεις σε μια πικροχαρουπιά.

—Δε θα υπήρχε κανένας πολιτισμός, αν δε σκαρφίζονταν το Θεό.

—Δε θα υπήρχε λες δίχως Θεό;

—Όχι. Κι ούτε κονιάκ θα υπήρχε. Μα το κονιάκ θ' αναγκαστώ να σας το πάρω μολαταύτα.

—Στάσου, στάσου, στάσου, καλέ μου, ακόμα ένα ποτηράκι. Πρόσβαλα τον Αλιόσκα. Δε μου θυμώνεις, Αλεξέι; Καλέ μου Αλεξάκι, Αλεξάκι μου!

—Όχι, δε θυμώνω. Ξέρω τις σκέψεις σας. Η καρδιά σας είναι καλύτερη απ' το μυαλό σας.

—Εγώ έχω καλύτερη καρδιά απ' το μυαλό; Θεέ μου, και Ποιος το λέει αυτό; Ιβάν, τον αγαπάς τον Αλιόσκα;

—Τον αγαπάω.

—Να τον αγαπάς. (Το μεθύσι του Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και μεγάλωνε). Άκου, Αλιόσκα, κει στο κελί έκανα μια προστυχιά στον στάρετς σου. Όμως ήμουν ταραγμένος. Μα τούτος ο

στάρετς είναι έξυπνος, τι νομίζεις και συ, Ιβάν;

—Ίσως και να 'ναι.

—Είναι, είναι, il y a du Piron lά-dedans. Είναι ένας Ιησουίτης, Ρώσος δηλαδή. Κι επειδή είναι ευγενικός άνθρωπος, νιώθει συνεχώς αγανάχτηση που προσπαθεί να την κρύψει, γιατί αναγκάζεται να υποκρίνεται... να βάζει τη μάσκα της αγιοσύνης.

— Μα αυτός πιστεύει στο Θεό.

— Ούτε τόσο δα. Δεν το 'ξερες; Μα μονάχος του το λέει σ' όλους, δηλαδή όχι σ' όλους, μα στους έξυπνους ανθρώπους που έρχονται να τον επισκεφτούν. Στο νομάρχη Σουλτς το είπε ορθά κοφτά: Credo, μα δεν ξέρω σε τι.

— Σοβαρά;

— Ακριβώς έτσι έγινε. Μα εγώ τον εκτιμάω. Έχει κάτι απ' τον Μεφιστοφελή ή καλύτερα απ' τον Ήρωα της Εποχής μας... ( Έργο το Λέρμοντοβ. Σ.τ.Μ.) τον Αρμπένιν ή όπως αλλιώς τον λένε... δηλαδή είναι βλέπεις φιλήδονος. Είναι τόσο φιλήδονος που και τώρα ακόμα θ' ανησυχούσα για την κόρη μου ή για τη γυναίκα μου, αν τυχόν και πηγαίνανε να του ξομολογηθούνε... Όταν αρχίσει να στα διηγιέται... Πριν από τρία χρόνια μας κάλεσε να πιούμε τσάι και λικέρ (οι κυρίες της αριστοκρατίας του στέλνουν λικέρ) κι άρχισε που λες να περιγράφει τις παλιές του περιπέτειες, έτσι που κρατάγαμε την κοιλιά μας απ' τα γέλια... Ιδιαίτερα το πώς γιάτρεψε μια παράλυτη. «Αν δε μου πονάγανε τα πόδια», μας λέει, «θα σας χόρευα τώρα ένα σπουδαίο χορό». Ε, τι του λες; «Έκανα πολλά», μας λέει, «στη ζωή μου». Βούτηξε εξήντα χιλιάδες απ' τον Ντεμίντοβ τον έμπορο.

— Πώς δηλαδή, του τα 'κλεψε;

— Κείνος του τα 'χε εμπιστευτεί γιατί τον θεωρούσε τίμιον άνθρωπο: «Φύλαξέ τα, αδερφέ μου, αύριο θα κάνουν έρευνα στο σπίτι μου». Και κείνος του τα φύλαξε για τα καλά. «Τα δώρισες», λέει, «στην εκκλησία». Τότε και 'γω του λέω: «Είσαι παλιάνθρωπος», του λέω. «Όχι», μου λέει, «δεν είμαι παλιάνθρωπος μα έχω πλατιές αντιλήψεις...» Βρε, για στάσου, δεν είν' αυτός... Άλλος είναι. Τα 'χω μπερδέψει δίχως να το καταλάβω... Να, ακόμα ένα ποτηράκι και φτάνει. Πάρε την μπουκάλα, Ιβάν. Έλεγα ψέματα, γιατί δε με σταμάτησες, Ιβάν...

και δε μου 'πες πως λέω ψέματα;

— Το 'ξερα πως θα σταματούσατε και μονάχος σας.

— Ψέματα λες είναι γιατί με μισείς, μονάχα γιατί με μισείς. Με περιφρονείς. Ήρθες δω πέρα και με περιφρονείς μέσα στο ίδιο μου το σπίτι.

— Θα φύγω. Είναι που σας χτύπησε το κονιάκ.

— Σ' έκανα Θεό να πας στην Τσερμασνιά για μια-δυο μέρες και συ δεν πας.

— Θα πάω αύριο, αφού επιμένετε τόσο.

— Δε θα πας. Θέλεις να με παρακολουθείς, νά τι θες εσύ, στριμμένη ψυχή, και γι' αυτό δε θα πας.

Ο γέρος δεν έλεγε να βάλει φρένο. Έφτασε σε κείνο το σημείο του μεθυσιού που μερικοί μεθυσμένοι, ήρεμοι ως εκείνη τη στιγμή, ζορίζονται ξαφνικά να θυμώσουν για να κάνουν τον καμπόσο.

— Τι με κοιτάς; Τι μάτια είν' αυτά; Τα μάτια σου με κοιτάνε και μου λένε: «Μπεκρόμουτρο». Τα μάτια σου είναι ύποπτα, περιφρονητικά είναι τα μάτια σου... Κάτι έχεις βάλει στο νου σου και ήρθες εδώ πέρα. Να, ο Αλιόσα με κοιτάει και τα μάτια του λάμπουνε. Δεν με περιφρονεί ο Αλιόσα. Αλεξέι, μην τον αγαπάς τον Ιβάν...

— Μη θυμώνετε με τον αδερφό μου! Πάψτε να τον προσβάλλετε πια, πρόφερε ξαφνικά σταθερά ο Αλιόσα.

— Ε, καλά, εγώ έστω. Ωχ, πονάει το κεφάλι μου. Πάρτο από δω το κονιάκ Ιβάν, τρίτη φορά στο λέω. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά είπε μ' ένα μακρύ και πονηρό χαμόγελο: Μη θυμώνεις, Ιβάν, μ' ένα γέρο ξεκούτη. Το ξέρω πως δε μ' αγαπάς, όμως μη μου θυμώνεις. Στο κάτω-κάτω ούτε και τ' αξίζω να μ' αγαπάνε. Όταν θα πας στην Τσερμασνιά, θα 'ρθω και 'γω να σε βρω και θα σου φέρω ένα πεσκέσι. Θα σου δείξω κει πέρα ένα κοριτσόπουλο, την έχω βάλει από καιρό τώρα στο μάτι. Προς το παρόν είναι ξυπόλυτη ακόμα. Μα μην τις φοβάσαι τις ξυπόλυτες, μην τις περιφρονάς. Είναι μαργαριτάρια!...

Και φίλησε τ' ακροδάχτυλά του.

— Για μένα, είπε ξαφνικά και ζωήρεψε ολάκερος σαν να ξεμέθυσε απότομα, μόλις άρχισε να μιλάει για τ' αγαπημένα του θέματα, για μένα... Ε, ρε παιδιά! Μπέμπηδές μου, μικρά μου γουρουνάκια, για μένα... σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε άσχημη γυναίκα. Νά ο κανόνας μου! Μπορείτε να το καταλάβετε αυτό; Μα πού να το καταλάβετε! Στις φλέβες σας τρέχει ακόμα γαλατάκι αντί για αίμα, δε βγήκατε ακόμα απ' τ' αυγό! Σύμφωνα με τον κανόνα μου, σε κάθε γυναίκα μπορείς να βρεις κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, που να πάρει ο διάολος, κάτι που δεν μπορείς να το βρεις σε καμιάν άλλη —μονάχα που πρέπει να ξέρεις να το βρίσκεις. Να το κόλπο. Είναι σωστό ταλέντο! Για μένα δεν υπήρξαν ποτέ ασχημομούρες: και μονάχα πως είναι γυναίκα, είναι κιόλας το ήμισυ του παντός... μα πού να το καταλάβετε σεις αυτό! Ακόμα και στις γεροντοκόρες μπορείς καμιά φορά να βρεις κάτι που σε κάνει κι απορείς πώς τόσοι και τόσοι βλάκες τις αφήσανε και γεράσανε έτσι δίχως να τις προσέξουν! Τις ξυπολυτούλες και τις ασχημομούρες πρέπει πρώτα-πρώτα να τις καταπλήξεις. Νά πώς πρέπει να καταπιάνεσαι μαζί τους. Τί, δεν το 'ξερες; Πρέπει να την εκπλήξεις ώσπου να θαμπωθεί μέχρι τα τρίσβαθά της, ώσπου να νιώσει ντροπή που μια βρωμιάρα σαν κι αυτήν την ερωτεύτηκε ένας τέτοιος αφέντης. Αληθινά είναι υπέροχο που υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στον κόσμο κανάγηδες και αφεντάδες γιατί έτσι πάντα θα υπάρχουν και κάτι τέτοια δουλάκια. Αυτό δα είναι και το μόνο που χρειάζεται για να 'ναι η ζωή ευτυχισμένη! Για στάσου... άκου Αλιόσα, τη μακαρίτισσα τη μάνα σου πάντα την έκανα να τα χάνει, όμως μ' άλλον τρόπο. Δεν τη χάιδευα σχεδόν ποτέ, μα κάποτε, ξαφνικά, όταν ερχόταν η στιγμή, δεν κρατιόμουνα πια, έπεφτα μπροστά της στα γόνατα, της φίλαγα τα πόδια και πάντα την έφερνα, πάντοτε —το θυμάμαι σαν να 'ταν σήμερα— σε κείνο το λεπτεπίλεπτο γελάκι της, το κουδουνιστό μα δίχως λάμψη, νευρικό κι εντελώς ιδιαίτερο. Αυτή μονάχα είχε αυτό το γελάκι. Το 'ξερα πως πάντα έτσι άρχιζαν οι κρίσεις της, πως αύριο κιόλας θ' αρχίσει να ξεφωνίζει σαν σεληνιασμένη που ήταν και πως το γέλιο τούτο το σύντομο δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό: «Μα ας ήταν και ψεύτικο, ήταν ωστόσο μια έξαρση κι αυτό». Να τι θα πει να μπορείς να βρίσκεις στο κάθε τι το μικρό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. Μια φορά ο Μπελιάβσκι, —ένας όμορφος και πλούσιος νέος, άρχισε να την τριγυρίζει και να συχνάζει στο σπίτι μου. Όπου μια μέρα μου 'δωσε ένα χαστούκι εδώ στο σπίτι μου και μπροστά της. Τότε αυτή, αυτό το κουτορνίθι, —μου φάνηκε πως θα με σκοτώσει γι' αυτό το χαστούκι— χύμηξε απάνω μου: «Τώρα, μου λέει, είσαι δαρμένος, τις έφαγες, σου 'δωσε χαστούκι! Εσύ ο ίδιος, μου λέει, ήθελες να με πουλήσεις σ' αυτόν... Πώς τόλμησε να σε χτυπήσει μπροστά μου! Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις ποτέ σου, ποτέ σου! Τρέχα τώρα αμέσως και κάλεσέ τον σε μονομαχία...» Τόσο που την πήγα τότε στο μοναστήρι και οι άγιοι πατέρες τη διαβάζανε. Όμως, μα το Θεό, Αλιόσα, ποτέ δεν την πρόσβαλα τη μικρή μου σεληνιασμένη. Μονάχα μια φορά, την πρώτη χρονιά του γάμου μας. Τότε προσευχόταν πάρα πολύ, και ιδιαίτερα τηρούσε τις γιορτές της Παναγίας, και μένα μ' έδιωχνε και μ' έβαζε να κοιμάμαι στο γραφείο μου. Σκέφτηκα λοιπόν:

Για στάσου να της ξεριζώσω τούτον το μυστικισμό! «Κοίτα», της λέω, «κοίτα. Να το εικόνισμά σου, νά το, εγώ τώρα το ξεκρεμάω απ' τον τοίχο. Κοίτα λοιπόν, εσύ το 'χεις για θαυματουργό, μα εγώ τώρα αμέσως θα το φτύσω μπροστά σου και δε θα πάθω τίποτα!...» Μόλις το 'δε, Θεέ μου! Θα με σκοτώσει τώρα, σκέφτηκα, όμως αυτή σηκώθηκε μονάχα απότομα, χτύπησε τα χέρια της, ύστερα σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπο της, άρχισε να τρέμει ολάκερη και σωριάστηκε στο πάτωμα... Αλιόσα, Αλιόσα! Τι έπαθες!

Ο γέρος τινάχτηκε απ' τη θέση του τρομαγμένος. Ο Αλιόσα, απ' τη στιγμή που εκείνος άρχισε να μιλάει για τη μητέρα του, άλλαζε σιγά-σιγά στο πρόσωπο. Κοκκίνιζε, τα μάτια του ανάψανε, τα χείλια του άρχισαν να τρέμουν... Ο μεθυσμένος γέρος φαφλάτιζε και δεν παρατήρησε τίποτα ως τη στιγμή που συνέβη με τον Αλιόσα κάτι πολύ παράξενο. Ξανάγινε δηλαδή και μ' αυτόν ακριβώς τον ίδιο που 'χε μόλις διηγηθεί ο πατέρας του για τη «σεληνιασμένη«. Ο Αλιόσα πετάχτηκε ξαφνικά απ' το τραπέζι και, ακριβώς όπως κι η μητέρα του, χτύπησε τα χέρια του, ύστερα σκέπασε μ' αυτά το πρόσωπό του, έπεσε σαν θερισμένος στην καρέκλα κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος από μιαν υστερική κρίση κλαίγοντας με σιωπηλά, ξαφνικά αναφιλητά. Η καταπληχτική ομοιότητα με τη μητέρα του έκανε εξαιρετική εντύπωση στο γέρο.

— Ιβάν, Ιβάν! Γρήγορα νερό. Όμοια σαν κι αυτήν, απαράλλαχτα σαν τη μάνα του! Ράντισέ τον με νερό, έτσι της έκανα και γω. Με τη μητέρα του, με τη μητέρα του, τραύλιζε στον Ιβάν.

— Μα νομίζω πως ήταν και δίκιά μου μητέρα η μητέρα του, πώς το νομίζετε; ξέσπασε άξαφνα ο Ιβάν με μιαν αγαναχτισμένη περιφρόνηση.

Ο γέρος τινάχτηκε κάτω απ' τ' αστραφτερό του βλέμμα. Μα τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο, για μια μονάχα στιγμή είν' αλήθεια: Φαίνεται πως του γέρου πραγματικά του 'χε διαφύγει πως η μητέρα του Αλιόσα ήταν και μητέρα του Ιβάν.

— Πώς μητέρα σου; μουρμούρισε αυτός μην καταλαβαίνοντας. Γιατί το λες αυτό; Για ποια μητέρα μιλάς... μα μήπως αυτή... Αχ, διάολε! Μα ναι, ήταν και δική σου! Ω, διάολε! Αυτό πια, αδερφέ μου, είναι μια διάλειψη συγχώρα με. Και 'γω που νόμιζα, Ιβάν... Χε-χε-χε!

Σταμάτησε. Ένα μεθυσμένο, ηλίθιο χαμόγελο διέστειλε το πρόσωπό του. Όπου ξαφνικά, την ίδια κείνη στιγμή, αντήχησε στον προθάλαμο ένας τρομερός θόρυβος και μια φασαρία, ακούστηκαν κραυγές, η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς όρμησε στη σάλα. Ο γέρος έτρεξε τρομαγμένος στον Ιβάν:

— Θα με σκοτώσει, θα με σκοτώσει! Μη με παραδίνεις, μη με παραδίνεις! φώναξε αρπαγμένος απ' τα πέτα της ρεντιγκότας του Ιβάν Φιοντόροβιτς.


3. VIII. Πίνοντας Κονιάκ 3. VIII. Drinking Cognac 3. VIII. Beber coñac 3. VIII. Picie koniaku

Η λογομαχία τέλειωσε, όμως παράξενα; Ο Φιόντορ Παύλοβιτς που ήταν τόσο εύθυμος, στο τέλος σκυθρώπιασε, Σκυθρώπιασε και κατέβασε κι άλλο κονιάκ, κι αυτό το ποτηράκι ήταν πια εντελώς περιττό. The argument is over, but strangely? Fyodor Pavlovitch, who had been so cheerful, in the end sulked, Sulked and downed more brandy, and that little glass was now quite unnecessary.

— Ξεφορτωθείτε μας, Ιησουίτες, αδειάστε μας τη γωνιά, φώναξε στους υπηρέτες. - Get rid of us, Jesuits, empty our corner, he shouted to the servants. Τράβα, Σμερντιακόβ. Trava, Smerdiakov. Θα σου δώσω σήμερα κιόλας τα δέκα ρούβλια, μα τώρα τράβα. I'll give you the ten rubles today, but now go. Μην κλαις, Γρηγόρη, πήγαινε στη Μάρθα κείνη θα σε ησυχάσει, θα σε βάλει να κοιμηθείς. Don't cry, Gregory, go to Martha, she will calm you down, she will put you to sleep. Δε σ' αφήνουν οι κανάγηδες να ησυχάσεις λίγο μετά το φαΐ, είπε ξαφνικά λυπημένα όταν φύγανε οι υπηρέτες. "The cannibals won't let you rest a little after eating," he said sadly, suddenly, when the servants left. Ο Σμερντιακόβ κάθε μέρα χώνεται δω μέσα την ώρα που τρώμε" για σένα είναι που ενδιαφέρεται τόσο πολύ, τι του 'κανες και σε προσέχει τόσο; πρόσθεσε γυρίζοντας στον Ιβάν Φιοντόροβιτς. Smerdyakov comes in here every day while we are eating" "It is you he is so interested in, what have you done to him and does he look after you so much?" he added, turning to Ivan Fyodorovich.

— Τίποτ' απολύτως, απάντησε αυτός. - Nothing at all, he replied. Του κατέβηκε η ιδέα πως πρέπει να με σέβεται. He got the idea that he had to respect me. Είναι ένας λακές, ένα χαμένο κορμί. He is a lackey, a lost body. Εδώ που τα λέμε, προοδευτικό μουλάρι, όμως για όταν θα 'ρθει ο καιρός. As a matter of fact, progressive mule, but for when the time comes.

— Προοδευτικό; - Progressive?

— Θα υπάρχουν κι άλλοι καλύτεροι μα θα υπάρχουν και τέτοιοι. - There will be others who are better, but there will be others like that. Στην αρχή θα 'ναι τέτοιοι και ύστερα καλύτεροι. They'll be like that at first and then they'll be better.

— Και πότε θα γίνει αυτό; - And when will this happen?

— Θ' ανάψει η ρουκέτα και ίσως να μην προφτάσει να καεί ολάκερη. - The rocket will ignite and maybe it won't have time to burn up in its entirety. Κάτι τέτοιους σαλτσοχαλαστές ο λαός ούτε θέλει να τους ακούσει προς το παρόν. The people don't even want to listen to such flip-flops at the moment.

— Ναι, τούτη η γαϊδούρα του Βαλαάμ σκέφτεται, σκέφτεται κι ένας διάολος ξέρει τι θα κάνει στο τέλος. - Yes, that Balaam's donkey is thinking, thinking, thinking and who the hell knows what she'll do in the end.

— Θα μαζέψει σκέψεις, είπε ειρωνικά ο Ιβάν. - He's going to collect thoughts, Ivan said ironically.

— Ξέρω πως και μένανε δεν μπορεί να με χωνέψει τώρα, όπως κι όλους τους άλλους και σένα τον ίδιο, αν και σου φαίνεται πως «του κατέβηκε η ιδέα να σε σέβεται». - I know he can't stomach me now either, just like everyone else and you, though it seems to you that he "got over the idea of respecting you". Τον Αλιόσα από πολύν καιρό πια τον περιφρονεί. Alyosha has long since been despised by him. Όμως δε θα κλέψει ποτέ του, αυτό είναι το σπουδαίο, δεν είναι κουτσομπόλης, όλο και σωπαίνει, δε θα βγάλει στη φόρα τ' άπλυτα του σπιτιού ποτέ του, φτιάχνει περίφημα πατέ μα και στο κάτω-κάτω δεν πάει στο διάολο. But he'll never steal, that's the great thing, he's not a gossip, he's always quiet, he'll never air his dirty laundry, he makes great pâtés but after all, he doesn't go to hell. Αξίζει τάχα τον κόπο να μιλάμε γι' αυτόν; Is it worth talking about him?

— Και βέβαια δεν αξίζει. - Of course it's not worth it.

— Όσο για δαύτον και για κείνα που σκέφτεται, έχω να πω τούτο: Μιλώντας γενικά, τον Ρώσο μουζίκο πρέπει να τον δέρνουν. - As for him and what he thinks, I have this to say: generally speaking, the Russian muzhik should be beaten. Αυτό το υποστήριζα πάντοτε. I have always supported that. Ο μουζίκος μας είναι ένας κανάγιας και δεν αξίζει να τον λυπάται κανείς. Our muzikos is a cannibal and is not worthy of pity. Είναι καλό που τον δέρνουν καμιά φορά και τώρα ακόμα. It's a good thing they still beat him up sometimes. Η ρούσικη γη βασίζεται στο ξύλο. The Russian land is based on wood. Αν κόψουν τα δάση θα καταστραφεί. If they cut down the forests it will be destroyed. Εγώ υποστηρίζω τους έξυπνους ανθρώπους. I support smart people. Εμείς πάψαμε να δέρνουμε τους μουζίκους απ' το πολύ μας το μυαλό, όμως αυτοί εξακολουθούν και ξυλοφορτώνονται συναμεταξύ τους. We have stopped beating the musketeers out of our very minds, but they are still beating each other up. Και καλά κάνουν. And rightly so. Με ότι μέτρο μετριέται, με το ίδιο θα μετριέται και θα ξαναμετριέται... ή, πώς τα λέτε αυτά εσείς; Πάντως μετριέται. Whatever is measured, will be measured and measured again... or, what do you call it? Well, it is measured. Η Ρωσία είναι γουρουνιά. Russia is a pig. Φίλε μου, αν ήξερες πόσο μισώ τη Ρωσία... δηλαδή όχι τη Ρωσία μα όλ' αυτά τα ελαττώματα... ίσως όμως και τη Ρωσία ολάκερη. My friend, if you knew how much I hate Russia... I mean, not Russia, but all these faults... but perhaps Russia as a whole. Τοut cela c'est de la cochonnerie (Όλ' αυτά είναι γουρουνιά). Tout cela c'est de la cochonnerie (All these are pigs). Ξέρεις τι αγαπώ; Αγαπώ την εξυπνάδα. You know what I love? I love intelligence.

— Ήπιατε κι άλλο ποτήρι. - You've had another glass. Νομίζω πως φτάνει πια. I think that's enough.

— Στάσου, θα πιώ κι άλλο ένα, και ύστερα κι άλλο ένα και τότε πια θα σταματήσω. - Wait, I'll have another one, and then another one, and then I'll stop. Όχι, στάσου, με διέκοψες. No, wait, you interrupted me. Στο Μόκρογιε ρώτησα ένα γέρο κι αυτός μου απάντησε: «Μας αρέσει», λέει, «πολύ μας αρέσει να καταδικάζουμε σε μαστίγωμα τις κοπέλες. In Mokroje I asked an old man and he replied, "We like," he said, "we really like to sentence girls to flogging. Και βάζουμε νέους να τις μαστιγώσουν. And we have young men to whip them. Ύστερα ο νέος πάει και ζητάει σε γάμο κείνη που μαστίγωσε, έτσι που και οι κοπέλες μας», λέει, «τα θέλουνε αυτά». Then the young man goes and asks to marry the woman he whipped, so that our girls," he says, "want that too." Τι μαρκήσιοι ντε Σαντ, ε; Όμως είναι έξυπνο και λέγε ό,τι θέλεις. What a marquis de Sade, huh? But it's clever and you can say what you like. Δε θ' άξιζε να πάμε κει πέρα να τα δούμε, ε; Κοκκίνισες, Αλιόσκα; Μην ντρέπεσαι, παιδί μου. Wouldn't be worth going over there to see, would it? Are you blushing, Alioska? Don't be shy, child. Κρίμα που δεν παρακάθισα πριν από λίγο στο τραπέζι του ηγούμενου και δεν τους διηγήθηκα για τις κοπέλες του Μόκρογιε. It's a pity I didn't sit at the abbot's table a while ago and tell them about the Mokroye girls. Αλιόσκα, μη μου θυμώνεις που πρόσβαλα έτσι τον ηγούμενό σου. Alyosha, don't be angry with me for insulting your abbot like that. Γιατί, ξέρεις, με πιάνει φούρκα. Cause, you know, I'm getting a bit of a buzz. Γιατί αν υπάρχει Θεός, τότε και βέβαια είμαι ένοχος και θα τα πληρώσω, όμως αν δεν υπάρχει δεν τους άξιζε να τους πω κι άλλα, σ' αυτούς τους άγιους πατέρες σου; Τότε και το κεφάλι να τους κόβαμε θα 'ταν λίγο μια και καθυστερούν την εξέλιξη. For if there is a God, then of course I am guilty and I will pay for it, but if there is not, did I not deserve to tell these holy fathers of yours more? Then cutting off their heads would be a bit much, since they're slowing things down. Το πιστεύεις, Ιβάν, πως αυτό το ζήτημα με βασανίζει; Όχι, εσύ δεν το πιστεύεις, αυτό το βλέπω στα μάτια σου. Can you believe, Ivan, that this question is troubling me? No, you don't believe it, I can see it in your eyes. Εσύ πιστεύεις αυτό που λένε όλοι. You believe what everyone says. Πως δηλαδή δεν είμαι τίποτ' άλλο παρά γελωτοποιός. That I'm nothing but a jester. Αλιόσκα, το πιστεύεις πως δεν είμαι μονάχα γελωτοποιός; Alioska, can you believe I'm not just a jester?

— Πιστεύω πως δεν είσαι μονάχα γελωτοποιός. - I believe you're not just a jester.

— Σε πιστεύω πως το πιστεύεις και μου μιλάς ειλικρινά. - I believe you believe it and you're being honest with me. Με κοιτάς με ειλικρίνεια και μου μιλάς με ειλικρίνεια. You look at me honestly and you speak to me honestly. Μα ο Ιβάν όχι. But not Ivan. Ο Ιβάν είναι περήφανος... Όμως παρ' όλ' αυτά, αν ήταν στο χέρι μου θα ξεμπέρδευα με το μοναστήρι σου. Ivan is proud... But nevertheless, if it were up to me, I would have gotten rid of your monastery. Θα 'πρεπε να ξεμπερδεύουμε σ' όλη τη ρούσικη γη με τούτον το μυστικισμό και να τον καταργήσουμε με μιας, για να βάλουν επιτέλους μυαλό όλοι οι βλάκες. We should get rid of this mysticism in the whole of the Russian land and abolish it all at once, so that all the fools would finally come to their senses. Και πόσο ασήμι, πόσο χρυσάφι θα μαζευόταν στο νομισματοκοπείο. And how much silver, how much gold would be collected at the mint.

— Μα γιατί να ξεμπερδεύουμε; είπε ο Ιβάν. - But why should we get rid of it? said Ivan.

— Για να λάμψει μιαν ώρα αρχύτερα η αλήθεια, να γιατί. - To shine an hour earlier the truth, that's why.

— Μα αν λάμψει αυτή η αλήθεια, τότε σεις θα 'στε ο πρώτος που θα σας πάρουν όλο σας το βίος και ύστερα... θα σας ξεμπερδέψουν. - But if that truth shines through, then you will be the first to have your whole life taken away from you and then... they will get rid of you.

— Μπα! - Nah! Μα σαν να 'χεις δίκιο κιόλας, βρε τι βόιδι που είμαι, —ξεφώνισε άξαφνα ο Φιόντορ Παύλοβιτς και χτύπησε ελαφρά το μέτωπό του. "But as if you were right, what an ox I am," exclaimed Fyodor Pavlovitch, suddenly, and lightly slapped his forehead. Ε, άστο να βρίσκεται το μοναστήρι σου, Αλιόσκα, μια και είναι έτσι. Well, let your monastery lie, Alioska, since it is so. Και μείς οι έξυπνοι άνθρωποι θα καθόμαστε στη ζεστή μας γωνίτσα και θα γλεντάμε το κονιακάκι μας. And we clever people will sit in our cosy little corner and enjoy our conakaki. Ξέρεις τι λέω, Ιβάν; Πως όλ' αυτά έγιναν έτσι επίτηδες απ' το Θεό. You know what I'm saying, Ivan? That all this was done on purpose by God. Ιβάν, πες μου: Υπάρχει Θεός ή όχι; Στάσου: Μίλα θετικά, λέγε μου σοβαρά! Ivan, tell me: Is there a God or not? Wait: Speak positively, tell me seriously! Γιατί γελάς πάλι; Why are you laughing again?

— Γελάω που κι ο ίδιος κάνατε πριν από λίγο μια πνευματώδη παρατήρηση για την πίστη του Σμερντιακόβ που νομίζει πως υπάρχουν δύο πρεσβύτεροι που μπορούν να μετακινήσουν βουνά. - I laugh that you yourself made a witty remark a while ago about Smerdiakov's belief that there are two elders who think there are two elders who can move mountains.

— Και μήπως αυτά που λέω μοιάζουν με κείνο; - And does what I'm saying sound like that?

— Πολύ.

— Ε, θα πει λοιπόν πως και 'γω είμαι Ρώσος και 'γω έχω τα ρούσικα χαρακτηριστικά. - Well, he will say that I am Russian and I have the Russian characteristics. Μα και σένα, το φιλόσοφο, θα μπορούσε εύκολα να σε πιάσει κανείς πάνω σ' ένα τέτοιο χαρακτηριστικό. But even you, the philosopher, could easily be caught on such a characteristic. Θέλεις να σε πιάσω; Στοιχηματίζουμε πως θα σε πιάσω αύριο κιόλας; Κι όμως πες μου: Υπάρχει Θεός για όχι; Μονάχα πες μου σοβαρά. You want me to catch you? You wanna bet I'll get you tomorrow? Yeah, tell me about it: Is there a God for no? Just tell me seriously. Θέλω τώρα να μιλήσεις σοβαρά. I want you to talk seriously now.

— Όχι, δεν υπάρχει Θεός. - No, there is no God.

— Αλιόσκα, υπάρχει Θεός; - Alioska, is there a God?

— Υπάρχει.

— Ιβάν, υπάρχει αθανασία; Μια οποιαδήποτε αθανασία, μια μικρή, μια μικρούλα αθανασία; - Ivan, is there immortality? Any immortality, a little immortality, a little, tiny immortality?

— Δεν υπάρχει ούτε αθανασία. - There is no immortality either.

— Καμιά;

— Καμιά.

— Δηλαδή είναι το απόλυτο μηδέν ή το τίποτα. - That is, it is absolute zero or nothing. Μήπως όμως υπάρχει κάτι τι; Έτσι που να μην είναι το απόλυτο τίποτα! But is there something what? So that it's not absolute nothing!

— Απόλυτο μηδέν. - Absolute zero.

— Αλιόσκα, υπάρχει αθανασία. - Alisocca, there is immortality.

— Υπάρχει.

— Και Θεός και αθανασία; - And God and immortality?

— Και Θεός και αθανασία. - And God and immortality. Η αθανασία βρίσκεται στο Θεό. Immortality is in God.

— Χμ, το πιθανότερο είναι πως έχει δίκιο ο Ιβάν. - Hmm, Ivan is probably right. Θεέ μου, και να σκεφτεί κανείς πόση πίστη έδωσε ο άνθρωπος, πόση δύναμη πήγε χαμένη γι' αυτή την ονειροφαντασία, τόσες χιλιάδες χρόνια τώρα. My God, and to think how much faith man has given, how much power has been wasted on this fantasy, for so many thousands of years now. Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει έτσι τον άνθρωπο; Ιβάν, πες μου για τελευταία φορά κι αποφασιστικά: Υπάρχει Θεός για όχι; Τελευταία φορά σε ρωτάω! So who is it that makes fun of the man like this? Ivan, tell me for the last time, and firmly: Is there a God for no? For the last time I ask you!

— Και πάλι, όχι.

— Ποιος λοιπόν κοροϊδεύει τους ανθρώπους, Ιβάν; - So who's fooling people, Ivan?

— Ο διάβολος ίσως, χαμογέλασε ειρωνικά ο Ιβάν. - The devil perhaps, Ivan smiled wryly.

— Υπάρχει λοιπόν διάβολος; - So is there a devil?

— Όχι, ούτε διάβολος δεν υπάρχει. - No, there is no devil either.

— Κρίμα. Που να πάρει ο διάολος ούτε και 'γω δεν ξέρω τι θα του 'κανα αυτουνού που πρωτοσκαρφίστηκε το Θεό! Damn it, I don't even know what I'd do to him who first incarnated God! Λίγο θα του ήτανε να τον κρεμάσεις σε μια πικροχαρουπιά. It'd be a bit like hanging him from a bittersweet tree.

—Δε θα υπήρχε κανένας πολιτισμός, αν δε σκαρφίζονταν το Θεό. -There would be no civilization if they did not invent God.

—Δε θα υπήρχε λες δίχως Θεό; -Wouldn't there be without God, you say?

—Όχι. Κι ούτε κονιάκ θα υπήρχε. Μα το κονιάκ θ' αναγκαστώ να σας το πάρω μολαταύτα. But I'll have to take the cognac anyway.

—Στάσου, στάσου, στάσου, καλέ μου, ακόμα ένα ποτηράκι. -Wait, wait, wait, wait, dear, one more glass. Πρόσβαλα τον Αλιόσκα. Δε μου θυμώνεις, Αλεξέι; Καλέ μου Αλεξάκι, Αλεξάκι μου! Aren't you angry with me, Alexei? My dear Alexei, my Alexei!

—Όχι, δε θυμώνω. Ξέρω τις σκέψεις σας. Η καρδιά σας είναι καλύτερη απ' το μυαλό σας. Your heart is better than your mind.

—Εγώ έχω καλύτερη καρδιά απ' το μυαλό; Θεέ μου, και Ποιος το λέει αυτό; Ιβάν, τον αγαπάς τον Αλιόσκα; -Do I have a better heart than the brain? Oh, my God, and who says that? Ivan, do you love Alioska?

—Τον αγαπάω.

—Να τον αγαπάς. (Το μεθύσι του Φιόντορ Παύλοβιτς όλο και μεγάλωνε). (Fiodor Pavlovic's drunkenness was growing). Άκου, Αλιόσκα, κει στο κελί έκανα μια προστυχιά στον στάρετς σου. Listen, Alyosha, there in the cell I did an insult to your starlet. Όμως ήμουν ταραγμένος. But I was upset. Μα τούτος ο

στάρετς είναι έξυπνος, τι νομίζεις και συ, Ιβάν; Staretz is smart, what do you think, Ivan?

—Ίσως και να 'ναι.

—Είναι, είναι, il y a du Piron lά-dedans. -It is, it is, il y a du Piron là-dedans. Είναι ένας Ιησουίτης, Ρώσος δηλαδή. He's a Jesuit, a Russian. Κι επειδή είναι ευγενικός άνθρωπος, νιώθει συνεχώς αγανάχτηση που προσπαθεί να την κρύψει, γιατί αναγκάζεται να υποκρίνεται... να βάζει τη μάσκα της αγιοσύνης. And because he is a gentle man, he constantly feels resentment which he tries to hide, because he is forced to pretend... to put on the mask of holiness.

— Μα αυτός πιστεύει στο Θεό. - But he believes in God.

— Ούτε τόσο δα. - Not so much. Δεν το 'ξερες; Μα μονάχος του το λέει σ' όλους, δηλαδή όχι σ' όλους, μα στους έξυπνους ανθρώπους που έρχονται να τον επισκεφτούν. Didn't you know? But he alone tells everyone, that is, not everyone, but the clever people who come to visit him. Στο νομάρχη Σουλτς το είπε ορθά κοφτά: Credo, μα δεν ξέρω σε τι. To Prefect Schultz he said it rightly and sharply: credo, but I don't know what.

— Σοβαρά;

— Ακριβώς έτσι έγινε. Μα εγώ τον εκτιμάω. But I appreciate him. Έχει κάτι απ' τον Μεφιστοφελή ή καλύτερα απ' τον Ήρωα της Εποχής μας... ( Έργο το Λέρμοντοβ. It has something of the Mephistopheles, or rather the Hero of our Age... ( Project Lermontov. Σ.τ.Μ.) τον Αρμπένιν ή όπως αλλιώς τον λένε... δηλαδή είναι βλέπεις φιλήδονος. Arbenin or whatever his name is... I mean, he's a bigot, you see. Είναι τόσο φιλήδονος που και τώρα ακόμα θ' ανησυχούσα για την κόρη μου ή για τη γυναίκα μου, αν τυχόν και πηγαίνανε να του ξομολογηθούνε... Όταν αρχίσει να στα διηγιέται... Πριν από τρία χρόνια μας κάλεσε να πιούμε τσάι και λικέρ (οι κυρίες της αριστοκρατίας του στέλνουν λικέρ) κι άρχισε που λες να περιγράφει τις παλιές του περιπέτειες, έτσι που κρατάγαμε την κοιλιά μας απ' τα γέλια... Ιδιαίτερα το πώς γιάτρεψε μια παράλυτη. He's so generous that even now I would still worry about my daughter or my wife if they went to confess to him... When he starts telling you... Three years ago he invited us to tea and liqueur (the ladies of the aristocracy send him liqueurs) and he began to describe his old adventures, so that we held our bellies from laughing... Especially how he healed a paralytic. «Αν δε μου πονάγανε τα πόδια», μας λέει, «θα σας χόρευα τώρα ένα σπουδαίο χορό». "If my feet didn't hurt," he says, "I would dance a great dance for you now." Ε, τι του λες; «Έκανα πολλά», μας λέει, «στη ζωή μου». Hey, what do you tell him? "I've done a lot," he says, "in my life." Βούτηξε εξήντα χιλιάδες απ' τον Ντεμίντοβ τον έμπορο. He stole sixty thousand from Demidov the merchant.

— Πώς δηλαδή, του τα 'κλεψε; - How did she steal it from him?

— Κείνος του τα 'χε εμπιστευτεί γιατί τον θεωρούσε τίμιον άνθρωπο: «Φύλαξέ τα, αδερφέ μου, αύριο θα κάνουν έρευνα στο σπίτι μου». - He had trusted him because he considered him an honest man: "Keep them, my brother, tomorrow they will search my house." Και κείνος του τα φύλαξε για τα καλά. And he saved it for him for good. «Τα δώρισες», λέει, «στην εκκλησία». "You donated them," he says, "to the church." Τότε και 'γω του λέω: «Είσαι παλιάνθρωπος», του λέω. Then I said to him, "You are a scoundrel," I said. «Όχι», μου λέει, «δεν είμαι παλιάνθρωπος μα έχω πλατιές αντιλήψεις...» Βρε, για στάσου, δεν είν' αυτός... Άλλος είναι. "No," he says, "I'm not a scoundrel, but I have broad ideas..." Well, wait a minute, it's not him... It's someone else. Τα 'χω μπερδέψει δίχως να το καταλάβω... Να, ακόμα ένα ποτηράκι και φτάνει. I'm confused without realizing it... There, one more glass and that's enough. Πάρε την μπουκάλα, Ιβάν. Take the bottle, Ivan. Έλεγα ψέματα, γιατί δε με σταμάτησες, Ιβάν... I was lying because you didn't stop me, Ivan...

και δε μου 'πες πως λέω ψέματα; and you didn't tell me I was lying?

— Το 'ξερα πως θα σταματούσατε και μονάχος σας. - I knew you'd stop on your own.

— Ψέματα λες είναι γιατί με μισείς, μονάχα γιατί με μισείς. - You lie is because you hate me, only because you hate me. Με περιφρονείς. You despise me. Ήρθες δω πέρα και με περιφρονείς μέσα στο ίδιο μου το σπίτι. You come here and despise me in my own house.

— Θα φύγω. Είναι που σας χτύπησε το κονιάκ. It's the cognac that hit you.

— Σ' έκανα Θεό να πας στην Τσερμασνιά για μια-δυο μέρες και συ δεν πας. - I made you a god to go to Chermasnia for a day or two and you don't go.

— Θα πάω αύριο, αφού επιμένετε τόσο. - I'll go tomorrow, if you insist.

— Δε θα πας. Θέλεις να με παρακολουθείς, νά τι θες εσύ, στριμμένη ψυχή, και γι' αυτό δε θα πας. You want to watch me, that's what you want, you twisted soul, and that's why you won't go.

Ο γέρος δεν έλεγε να βάλει φρένο. The old man wouldn't put on the brakes. Έφτασε σε κείνο το σημείο του μεθυσιού που μερικοί μεθυσμένοι, ήρεμοι ως εκείνη τη στιγμή, ζορίζονται ξαφνικά να θυμώσουν για να κάνουν τον καμπόσο. He reached that point in the drunkenness where some drunks, calm up to that moment, suddenly strain to get angry enough to do a caboose.

— Τι με κοιτάς; Τι μάτια είν' αυτά; Τα μάτια σου με κοιτάνε και μου λένε: «Μπεκρόμουτρο». - What are you looking at me for? What are those eyes? Your eyes look at me and say, "Becromutro." Τα μάτια σου είναι ύποπτα, περιφρονητικά είναι τα μάτια σου... Κάτι έχεις βάλει στο νου σου και ήρθες εδώ πέρα. Your eyes are suspicious, contemptuous are your eyes... You're up to something and you've come here. Να, ο Αλιόσα με κοιτάει και τα μάτια του λάμπουνε. Here, Aliosha looks at me and his eyes are shining. Δεν με περιφρονεί ο Αλιόσα. Aliosa doesn't despise me. Αλεξέι, μην τον αγαπάς τον Ιβάν... Alexei, don't love Ivan...

— Μη θυμώνετε με τον αδερφό μου! - Don't be angry with my brother! Πάψτε να τον προσβάλλετε πια, πρόφερε ξαφνικά σταθερά ο Αλιόσα. 'Stop insulting him already,' Alyosha suddenly pronounced firmly.

— Ε, καλά, εγώ έστω. - Well, well, I'll be damned. Ωχ, πονάει το κεφάλι μου. Πάρτο από δω το κονιάκ Ιβάν, τρίτη φορά στο λέω. Get that cognac out of here, Ivan, for the third time. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και ξαφνικά είπε μ' ένα μακρύ και πονηρό χαμόγελο: Μη θυμώνεις, Ιβάν, μ' ένα γέρο ξεκούτη. He was thoughtful for a moment and suddenly said with a long and sly smile: Don't be angry, Ivan, with an old fool. Το ξέρω πως δε μ' αγαπάς, όμως μη μου θυμώνεις. I know you don't love me, but don't be angry with me. Στο κάτω-κάτω ούτε και τ' αξίζω να μ' αγαπάνε. After all, I don't deserve to be loved either. Όταν θα πας στην Τσερμασνιά, θα 'ρθω και 'γω να σε βρω και θα σου φέρω ένα πεσκέσι. When you go to Chermasnia, I will come and find you and bring you a pesquesi. Θα σου δείξω κει πέρα ένα κοριτσόπουλο, την έχω βάλει από καιρό τώρα στο μάτι. I'll show you a little girl over there, I've had my eye on her for a while now. Προς το παρόν είναι ξυπόλυτη ακόμα. At the moment she is still barefoot. Μα μην τις φοβάσαι τις ξυπόλυτες, μην τις περιφρονάς. But do not fear the barefoot, do not despise them. Είναι μαργαριτάρια!... They are pearls!...

Και φίλησε τ' ακροδάχτυλά του. And he kissed his fingertips.

— Για μένα, είπε ξαφνικά και ζωήρεψε ολάκερος σαν να ξεμέθυσε απότομα, μόλις άρχισε να μιλάει για τ' αγαπημένα του θέματα, για μένα... Ε, ρε παιδιά! - "For me," he said suddenly, and came to life as if he had suddenly sobered up, as soon as he began to talk about his favourite subjects, for me... Hey, you guys! Μπέμπηδές μου, μικρά μου γουρουνάκια, για μένα... σ' όλη μου τη ζωή δεν υπήρξε άσχημη γυναίκα. My babies, my little piglets, for me... in all my life there has never been an ugly woman. Νά ο κανόνας μου! Here's my rule! Μπορείτε να το καταλάβετε αυτό; Μα πού να το καταλάβετε! Can you understand that? But how can you understand it! Στις φλέβες σας τρέχει ακόμα γαλατάκι αντί για αίμα, δε βγήκατε ακόμα απ' τ' αυγό! You still have milk in your veins instead of blood, you are not out of the egg yet! Σύμφωνα με τον κανόνα μου, σε κάθε γυναίκα μπορείς να βρεις κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον, που να πάρει ο διάολος, κάτι που δεν μπορείς να το βρεις σε καμιάν άλλη —μονάχα που πρέπει να ξέρεις να το βρίσκεις. According to my rule, in every woman you can find something extremely interesting, damn it, something you can't find in any other woman - although you have to know how to find it. Να το κόλπο. Here's the trick. Είναι σωστό ταλέντο! He's a real talent! Για μένα δεν υπήρξαν ποτέ ασχημομούρες: και μονάχα πως είναι γυναίκα, είναι κιόλας το ήμισυ του παντός... μα πού να το καταλάβετε σεις αυτό! For me, there have never been any ugly faces: and just being a woman is half of everything... but how can you understand that! Ακόμα και στις γεροντοκόρες μπορείς καμιά φορά να βρεις κάτι που σε κάνει κι απορείς πώς τόσοι και τόσοι βλάκες τις αφήσανε και γεράσανε έτσι δίχως να τις προσέξουν! Even in old maids you can sometimes find something that makes you wonder how so many idiots left them and grew old without paying attention to them! Τις ξυπολυτούλες και τις ασχημομούρες πρέπει πρώτα-πρώτα να τις καταπλήξεις. Νά πώς πρέπει να καταπιάνεσαι μαζί τους. Here's how you have to deal with them. Τί, δεν το 'ξερες; Πρέπει να την εκπλήξεις ώσπου να θαμπωθεί μέχρι τα τρίσβαθά της, ώσπου να νιώσει ντροπή που μια βρωμιάρα σαν κι αυτήν την ερωτεύτηκε ένας τέτοιος αφέντης. What, you didn't know? You must surprise her until she's dazzled to her triceps, until she's ashamed that a filthy girl like her has fallen in love with such a master. Αληθινά είναι υπέροχο που υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στον κόσμο κανάγηδες και αφεντάδες γιατί έτσι πάντα θα υπάρχουν και κάτι τέτοια δουλάκια. It's really wonderful that there are and there will always be cannibals and bosses in the world because then there will always be some of these little slaves. Αυτό δα είναι και το μόνο που χρειάζεται για να 'ναι η ζωή ευτυχισμένη! That's all it takes to make life happy! Για στάσου... άκου Αλιόσα, τη μακαρίτισσα τη μάνα σου πάντα την έκανα να τα χάνει, όμως μ' άλλον τρόπο. Wait a minute... listen, Alyosha, I always made your late mother lose it, but in a different way. Δεν τη χάιδευα σχεδόν ποτέ, μα κάποτε, ξαφνικά, όταν ερχόταν η στιγμή, δεν κρατιόμουνα πια, έπεφτα μπροστά της στα γόνατα, της φίλαγα τα πόδια και πάντα την έφερνα, πάντοτε —το θυμάμαι σαν να 'ταν σήμερα— σε κείνο το λεπτεπίλεπτο γελάκι της, το κουδουνιστό μα δίχως λάμψη, νευρικό κι εντελώς ιδιαίτερο. I hardly ever caressed her, but once, suddenly, when the moment came, I could no longer hold back, I would fall on my knees in front of her, kiss her feet and always bring her, always - I remember it as if it were today - to that delicate laugh of hers, rattling but without glitter, nervous and completely special. Αυτή μονάχα είχε αυτό το γελάκι. She was the only one who had that laugh. Το 'ξερα πως πάντα έτσι άρχιζαν οι κρίσεις της, πως αύριο κιόλας θ' αρχίσει να ξεφωνίζει σαν σεληνιασμένη που ήταν και πως το γέλιο τούτο το σύντομο δεν έδειχνε κανέναν ενθουσιασμό: «Μα ας ήταν και ψεύτικο, ήταν ωστόσο μια έξαρση κι αυτό». I knew that this was how her fits always began, that tomorrow she would start screaming like the lunatic she was, and that this short laugh showed no enthusiasm: "But though it was false, it was nevertheless an exaltation too." Να τι θα πει να μπορείς να βρίσκεις στο κάθε τι το μικρό ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του. This is what it means to be able to find in everything its little special feature. Μια φορά ο Μπελιάβσκι, —ένας όμορφος και πλούσιος νέος, άρχισε να την τριγυρίζει και να συχνάζει στο σπίτι μου. Once Beliavsky, -a handsome and rich young man, began to go around and frequent my house. Όπου μια μέρα μου 'δωσε ένα χαστούκι εδώ στο σπίτι μου και μπροστά της. Where one day she slapped me right here in my house and in front of her. Τότε αυτή, αυτό το κουτορνίθι, —μου φάνηκε πως θα με σκοτώσει γι' αυτό το χαστούκι— χύμηξε απάνω μου: «Τώρα, μου λέει, είσαι δαρμένος, τις έφαγες, σου 'δωσε χαστούκι! Then she, that little coward, - it seemed to me that she would kill me for that slap - came on me: "Now," she says, "you're beaten, you've been spanked, she slapped you! Εσύ ο ίδιος, μου λέει, ήθελες να με πουλήσεις σ' αυτόν... Πώς τόλμησε να σε χτυπήσει μπροστά μου! You yourself, he says, wanted to sell me to him... How dare he hit you in front of me! Μην τολμήσεις να με πλησιάσεις ποτέ σου, ποτέ σου! Don't you ever, ever come near me! Τρέχα τώρα αμέσως και κάλεσέ τον σε μονομαχία...» Τόσο που την πήγα τότε στο μοναστήρι και οι άγιοι πατέρες τη διαβάζανε. Run right now and challenge him to a duel..." So much so that I then took it to the monastery and the holy fathers read it. Όμως, μα το Θεό, Αλιόσα, ποτέ δεν την πρόσβαλα τη μικρή μου σεληνιασμένη. But, by God, Alyosha, I never insulted my little lunatic. Μονάχα μια φορά, την πρώτη χρονιά του γάμου μας. Only once, the first year of our marriage. Τότε προσευχόταν πάρα πολύ, και ιδιαίτερα τηρούσε τις γιορτές της Παναγίας, και μένα μ' έδιωχνε και μ' έβαζε να κοιμάμαι στο γραφείο μου. Then he prayed very much, and especially observed the feasts of the Virgin Mary, and he sent me away and made me sleep in my office. Σκέφτηκα λοιπόν: So I thought:

Για στάσου να της ξεριζώσω τούτον το μυστικισμό! Wait till I root out this mysticism! «Κοίτα», της λέω, «κοίτα. "Look," I say to her, "look. Να το εικόνισμά σου, νά το, εγώ τώρα το ξεκρεμάω απ' τον τοίχο. Here's your icon, here it is, I'm taking it off the wall now. Κοίτα λοιπόν, εσύ το 'χεις για θαυματουργό, μα εγώ τώρα αμέσως θα το φτύσω μπροστά σου και δε θα πάθω τίποτα!...» Μόλις το 'δε, Θεέ μου! So look, you think it's a miracle worker, but I'll spit it out right now in front of you and nothing will happen to me!..." It's just gone, my God! Θα με σκοτώσει τώρα, σκέφτηκα, όμως αυτή σηκώθηκε μονάχα απότομα, χτύπησε τα χέρια της, ύστερα σκέπασε με τις παλάμες το πρόσωπο της, άρχισε να τρέμει ολάκερη και σωριάστηκε στο πάτωμα... Αλιόσα, Αλιόσα! She's going to kill me now, I thought, but she only stood up suddenly, clapped her hands, then covered her face with her palms, started shaking all over and collapsed on the floor... Alyosha, Alyosha! Τι έπαθες! What's wrong with you!

Ο γέρος τινάχτηκε απ' τη θέση του τρομαγμένος. The old man jerked out of his seat in terror. Ο Αλιόσα, απ' τη στιγμή που εκείνος άρχισε να μιλάει για τη μητέρα του, άλλαζε σιγά-σιγά στο πρόσωπο. Alyosha, from the moment he started talking about his mother, was slowly changing in face. Κοκκίνιζε, τα μάτια του ανάψανε, τα χείλια του άρχισαν να τρέμουν... Ο μεθυσμένος γέρος φαφλάτιζε και δεν παρατήρησε τίποτα ως τη στιγμή που συνέβη με τον Αλιόσα κάτι πολύ παράξενο. He blushed, his eyes lit up, his lips began to tremble... The drunken old man was babbling and didn't notice anything until the moment something very strange happened to Alyosha. Ξανάγινε δηλαδή και μ' αυτόν ακριβώς τον ίδιο που 'χε μόλις διηγηθεί ο πατέρας του για τη «σεληνιασμένη«. That is to say, he was also reminiscing with the very same one that his father had just told about the "lunar woman". Ο Αλιόσα πετάχτηκε ξαφνικά απ' το τραπέζι και, ακριβώς όπως κι η μητέρα του, χτύπησε τα χέρια του, ύστερα σκέπασε μ' αυτά το πρόσωπό του, έπεσε σαν θερισμένος στην καρέκλα κι άρχισε να τρέμει σύγκορμος από μιαν υστερική κρίση κλαίγοντας με σιωπηλά, ξαφνικά αναφιλητά. Alyosha suddenly jumped from the table and, just like his mother, he clapped his hands, then covered his face with them, fell like a reaper on the chair and began to shake convulsively from a hysterical fit, crying in silent, sudden sobs. Η καταπληχτική ομοιότητα με τη μητέρα του έκανε εξαιρετική εντύπωση στο γέρο. The amazing resemblance to his mother made an extraordinary impression on the old man.

— Ιβάν, Ιβάν! Γρήγορα νερό. Όμοια σαν κι αυτήν, απαράλλαχτα σαν τη μάνα του! Just like her, just like his mother! Ράντισέ τον με νερό, έτσι της έκανα και γω. Sprinkle him with water, that's what I did to her. Με τη μητέρα του, με τη μητέρα του, τραύλιζε στον Ιβάν. With his mother, with his mother, he stammered to Ivan.

— Μα νομίζω πως ήταν και δίκιά μου μητέρα η μητέρα του, πώς το νομίζετε; ξέσπασε άξαφνα ο Ιβάν με μιαν αγαναχτισμένη περιφρόνηση. - But I think his mother was my mother's mother, how do you think so?Ivan suddenly burst out with an indignant contempt.

Ο γέρος τινάχτηκε κάτω απ' τ' αστραφτερό του βλέμμα. The old man shook under his glittering gaze. Μα τότε συνέβη κάτι πολύ παράξενο, για μια μονάχα στιγμή είν' αλήθεια: Φαίνεται πως του γέρου πραγματικά του 'χε διαφύγει πως η μητέρα του Αλιόσα ήταν και μητέρα του Ιβάν. But then a very strange thing happened, for just one moment it is true: it seems that the old man really had missed that Aliosa's mother was also Ivan's mother.

— Πώς μητέρα σου; μουρμούρισε αυτός μην καταλαβαίνοντας. - How your mother?" he muttered, not understanding. Γιατί το λες αυτό; Για ποια μητέρα μιλάς... μα μήπως αυτή... Αχ, διάολε! Why do you say that? What mother are you talking about... but is she... Oh, hell! Μα ναι, ήταν και δική σου! Ω, διάολε! Αυτό πια, αδερφέ μου, είναι μια διάλειψη συγχώρα με. This now, my brother, is a break forgive me. Και 'γω που νόμιζα, Ιβάν... Χε-χε-χε! And here I thought, Ivan... He-he-he-he!

Σταμάτησε. It stopped. Ένα μεθυσμένο, ηλίθιο χαμόγελο διέστειλε το πρόσωπό του. A drunken, stupid grin spread across his face. Όπου ξαφνικά, την ίδια κείνη στιγμή, αντήχησε στον προθάλαμο ένας τρομερός θόρυβος και μια φασαρία, ακούστηκαν κραυγές, η πόρτα άνοιξε διάπλατα κι ο Ντιμήτρι Φιοντόροβιτς όρμησε στη σάλα. Where suddenly, at that very moment, there was a terrible noise and commotion in the antechamber, screams were heard, the door opened wide and Dimitri Fyodorovich rushed into the hall. Ο γέρος έτρεξε τρομαγμένος στον Ιβάν: The old man ran to Ivan, frightened:

— Θα με σκοτώσει, θα με σκοτώσει! - He's gonna kill me, he's gonna kill me! Μη με παραδίνεις, μη με παραδίνεις! Don't give me up, don't give me up! φώναξε αρπαγμένος απ' τα πέτα της ρεντιγκότας του Ιβάν Φιοντόροβιτς. he cried, snatched from the lapels of Ivan Fyodorovich's retinue.