×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. XIII. Οι μοιχοί της σκέψης

12. XIII. Οι μοιχοί της σκέψης

Δεν είναι η συρροή των γεγονότων που καταστρέφει τον πελάτη μου, κύριοι ένορκοι», είπε αυτός, «όχι, τον πελάτη μου τον καταστρέφει ουσιαστικά ένα μονάχα γεγονός: το πτώμα του γέρου πατέρα! Αν ήταν ένας απλός φόνος, μπροστά στην ασημαντότητα, το αναπόδειχτο, τη φανταστικότητα των γεγονότων —αν τα εξετάσει κανείς το καθένα χωριστά, κι όχι σε συσχετισμό— θ' απορρίπτατε την κατηγορία, ή τουλάχιστο θα διστάζατε να καταστρέψετε τη μοίρα ενός ανθρώπου από μια μονάχα προκατάληψη εναντίον του, που αλίμονο τόσο την αξίζει! Όμως εδώ δεν είναι απλός φόνος μα πατροκτονία! Αυτό κάνει εντύπωση, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που κι αυτή ακόμα η ασημαντότητα και το αναπόδειχτο των ενοχοποιητικών γεγονότων, γίνεται πια όχι τόσο ασήμαντη κι όχι τόσο αναπόδειχτη, κι αυτό ακόμα και στο πιο απροκατάληπτο μυαλό. Πώς ν' αθωώσει κανείς έναν τέτοιο κατηγορούμενο; Κι αν έχει σκοτώσει και διαφύγει την τιμωρία; Να τι αισθάνεται ο καθένας στην καρδιά του χωρίς να το θέλει, με το ένστικτο. Ναι, είναι τρομερό να χύσει κανείς το αίμα ενός πατέρα, το αίμα κείνου που τον γέννησε, που τον αγαπούσε, το αίμα κείνου που δε λυπόταν να δώσει και τη ζωή του γι' αυτόν, που πονούσε με τους πόνους του, που σ' όλη του τη ζωή υπόφερε για την ευτυχία του, και μονάχα με τις χαρές του, τις επιτυχίες του ζούσε! Ω, να σκοτώσει κανείς έναν τέτοιον πατέρα! —μα αυτό είναι αδύνατο και να το σκεφτεί κανείς! Κύριοι ένορκοι, τι είναι ένας πατέρας, ένας αληθινός πατέρας, τι είν' αυτή η μεγάλη λέξη, ποια τρομερά μεγάλη ιδέα περικλείεται σ' αυτήν; Μόλις τώρα δείξαμε κάπως τι είναι και πώς πρέπει να 'ναι ένας αληθινός πατέρας. Στην παρούσα όμως υπόθεση που τόσο μας απασχολεί και τόση οδύνη μας προκαλεί, στην παρούσα υπόθεση ο πατέρας, ο μακαρίτης Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, καθόλου δεν ανταποκρίνεται σε κείνη την έννοια του πατέρα που μόλις τώρα καθόρισε η καρδιά μας. Αυτός είναι σωστός όλεθρος. Ναι, πραγματικά υπάρχουν πατεράδες που μοιάζουνε με όλεθρο. Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτόν τον όλεθρο από πιο κοντά —γιατί τίποτα δεν πρέπει να φοβόμαστε, κύριοι ένορκοι, όταν έχουμε υπ' όψη μας τη σπουδαιότητα της απόφασης που πρόκειται να πάρουμε. Ιδιαίτερα δεν πρέπει να φοβόμαστε και, ας το πούμε, ν' αποδιώχνουμε μιαν ιδέα σαν παιδιά ή σα φοβιτσιάρες γυναίκες, κατά την πετυχημένη έκφραση του διακεκριμένου κατηγόρου. Μα στο θερμό του λόγο ο σεβαστός μου αντίπαλος (και αντίπαλος προτού καν προφέρω την πρώτη μου λέξη), ο αντίπαλός μου αρκετές φορές αναφώνησε: “Όχι, κανένα δε θ' αφήσω να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο, δε θα παραχωρήσω την υπεράσπισή του στον συνήγορο που ήρθε απ' την Πετρούπολη —εγώ είμαι ο κατήγορος, εγώ κι ο συνήγορος!” Να τι αναφώνησε αρκετές φορές κι όμως ξέχασε να υπενθυμίσει πως αν ο τρομερός κατηγορούμενος είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια ήταν τόσο ευγνώμων για ένα φούντι φουντούκια, που τα πήρε απ' το μόνο άνθρωπο που τον χάιδεψε στα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του σπίτι, τότε απεναντίας δεν μπορούσε αυτός ο ίδιος άνθρωπος να μη θυμάται, όλ' αυτά τα είκοσι τρία χρόνια, πως έτρεχε ξυπόλητος στου πατέρα του, “στην πίσω αυλή χωρίς παπούτσια, και με παντελονάκι που κούμπωνε μ' ένα κουμπί”, κατά την έκφραση του φιλάνθρωπου γιατρού Χερτσενστούμπε. Ω, κύριοι ένορκοι, γιατί να παρατηρήσουμε από πιο κοντά αυτόν τον “όλεθρο”, να επαναλάβουμε αυτά που όλοι πια τα ξέρουν; Τι συνάντησε ο πελάτης μου όταν ήρθε δω στον πατέρα; Και γιατί, γιατί να παρασταίνουμε τον πελάτη μου αναίσθητο, εγωιστή, τέρας; Είναι ασυγκράτητος, είναι βίαιος κι ορμητικός, να τώρα τον δικάζουμε γι' αυτό, μα ποιος φταίει για τη μοίρα του, ποιος φταίει που ενώ είχε καλές κλίσεις κι ευγνώμονη, ευαίσθητη καρδιά, πήρε μια τέτοια αλόγιστη ανατροφή; Τον δίδαξε τάχα κανείς ορθοφροσύνη, τον μύησε στις επιστήμες, τον αγάπησε τάχα κανείς καθόλου στα παιδικά του χρόνια; Ο πελάτης μου μεγάλωσε στο έλεος του Θεού, δηλαδή σαν άγριο ζώο. Ίσως να ποθούσε να δει τον πατέρα του ύστερ' από πολύχρονο χωρισμό, ίσως χίλιες φορές προηγουμένως, θυμούμενος σα μέσα σ' όνειρο τα παιδικά του χρόνια, ν' απόδιωχνε τ' αποκρουστικά οράματα που είδε τότε και μ' όλη του την ψυχή να ποθούσε να δικαιολογήσει και ν' αγκαλιάσει τον πατέρα του! Και λοιπόν; Τον υποδέχονται μονάχα με κυνικούς χλευασμούς, με καχυποψία και με στρεψοδικίες για τ' αμφισβητούμενα χρήματα. Ακούει μονάχα συστάσεις και κανόνες ζωής που του ανακατεύουν την καρδιά από αηδία, κάθε μέρα "μπρος στο κονιακάκι”, και τέλος βλέπει τον πατέρα του να επιχειρεί ν' αρπάξει απ' αυτόν, το γιο του, με τα ίδια του τα λεφτά, την αγαπημένη του —ω, κύριοι ένορκοι, αυτό είναι αηδιαστικό και σκληρό! Κι αυτός ο ίδιος ο γέρος παραπονιέται σ' όλους για την έλλειψη σεβασμού και την αγριότητα του γιου του, τον κηλιδώνει στην κοινωνία, του κάνει κακό, τον συκοφαντεί, εξαγοράζει τα γραμμάτιά του για να τον βάλει φυλακή! Κύριοι ένορκοι, αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί που εκ πρώτης όψεως φαίνονται σκληρόκαρδοι, βίαιοι κι ασυγκράτητοι, όπως ο πελάτης μου, έχουν πολύ συχνά εξαιρετικά τρυφερή καρδιά μονάχα που δεν το δείχνουν. Μη γελάτε, μη γελάτε με τη σκέψη μου! Ο διαπρεπής κατήγορος ειρωνεύτηκε πριν από λίγο τον πελάτη μου σκληρά, τονίζοντας πως αγαπάει το Σίλερ, αγαπάει το “ωραίο και το υψηλό”. Εγώ στη θέση του, στη θέση του κατηγόρου, δε θα τον ειρωνευόμουνα γι' αυτά του τα αισθήματα. Ναι, αυτές οι καρδιές —ω, αφήστε με να υπερασπίσω αυτές τις καρδιές, που τόσο σπάνια και λαθεμένα τις καταλαβαίνουμε— αυτές οι καρδιές πολύ συχνά διψάνε το τρυφερό, το ωραίο και το δίκαιο, ακριβώς σαν κάτι αντίθετο με τον εαυτό τους, σαν κάτι αντίθετο στη βιαιότητά τους, στη σκληρότητά τους —διψάνε ασυναίσθητα, μα διψάνε. Παράφοροι και σκληροί εξωτερικά, είναι ικανοί ν' αγαπήσουν μέχρι μαρτυρίου μια γυναίκα λόγου χάρη, και να την αγαπήσουν μ' έναν έρωτα ιδανικό κι ανώτερο. Και πάλι μη γελάτε: Έτσι ακριβώς συμβαίνει συχνότατα σ' αυτές τις φύσεις! Μονάχα που δεν μπορούν να κρύψουν τα πάθη τους, ώρες-ώρες πολύ βάναυσα —αυτό είναι κιόλας που εκπλήττει, αυτό είναι που προσέχει ο κόσμος μα το βάθος του ανθρώπου δεν το βλέπει. Απεναντίας όλα τα πάθη του σβήνουν γρήγορα, και κοντά σ' ένα ευγενικό, υπέροχο πλάσμα, αυτός ο φαινομενικά βάναυσος κι άκαρδος άνθρωπος γυρεύει ν' αναγεννηθεί, γυρεύει τις δυνατότητες να διορθωθεί, να γίνει καλύτερος, να γίνει υψηλόφρων και τίμιος — “ανώτερος και υπέροχος” όσο κι αν γελοιοποιήθηκε αυτή η έκφραση! Πριν από λίγο είπα πως δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου ν' αγγίξω το ειδύλλιο του πελάτη μου με την κυρία Βερχόβτσεβα. Μα ωστόσο δυο λόγια μπορώ να πω: Ακούσαμε προηγουμένως όχι μια κατάθεση μα μια κραυγή παράφορης κι εκδικούμενης γυναίκας και δε θα 'πρεπε, ω, δε θα 'πρεπε αυτή να κατηγορεί για απιστία γιατί αυτή η ίδια απίστησε! Αν είχε έστω και λίγον καιρό για να το σκεφτεί, δε θα 'κανε ποτέ μια τέτοια κατάθεση! Ω, μην το πιστεύετε, όχι, δεν είναι τέρας ο πελάτης μου όπως τον αποκαλούσε! Ο Εσταυρωμένος Φιλάνθρωπος, έτοιμος για τα Πάθη Του, έλεγε: Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων... και ου μη απόλυνται εις τον αιώνα... Ας μην καταστρέφουμε και μεις μιαν ανθρώπινη ψυχή! Ρωτούσα τώρα: τι είναι ο πατέρας κι αναφώνησα πως είναι μια μεγάλη λέξη, ένα πολύτιμο όνομα. Μα με τις λέξεις, κύριοι ένορκοι, πρέπει να φερνόμαστε τίμια, και γω θα επιτρέψω στον εαυτό μου να ονομάζει τα πράγματα με τ' όνομά τους, με τ' αληθινό τους όνομα: Ένας τέτοιος πατέρας σαν το θύμα, το γέρο Καραμάζοβ, δεν μπορεί και δεν αξίζει να λέγεται πατέρας. Η αγάπη για τον πατέρα όταν δε δικαιολογείται απ' τον πατέρα είναι μια ηλιθιότητα, είναι αδύνατο να υπάρχει. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κανείς αγάπη απ' το τίποτα, απ' το τίποτα μονάχα ο Θεός δημιουργεί. 'Όι πατέρες, μην ερεθίζετε τα τέκνα υμών", γράφει ο Απόστολος που η καρδιά του φλογίζεται απ' αγάπη. Δεν τα λέω αυτά τ' άγια λόγια για χάρη του πελάτη μου, τα υπενθυμίζω για όλους τους πατέρες. Ποιος μου 'δωσε αυτή την εξουσία να κάνω μάθημα στους πατέρες; Κανένας. Μα σαν άνθρωπος και πολίτης αναφωνώ — vivos voco (επικαλούμαι τους ζωντανούς!) Είμαστε για λίγον καιρό στη γη, κάνουμε πολλές κακές πράξεις και λέμε λόγια κακά. Και γι' αυτό ας αδράχνουμε όλοι την κατάλληλη στιγμή για να πούμε ο ένας στον άλλον και μια λέξη καλή. Αυτό κάνω και γω: Όσο είμαι σ' αυτή τη θέση, επωφελούμαι της στιγμής μου. Δε μας δόθηκε άδικα αυτό το βήμα από ανώτερη θέληση —από δω μας ακούει όλη η Ρωσία. Δεν τα λέω μονάχα για τους εδώ πατέρες μα φωνάζω σ' όλους τους πατέρες: “πατέρες, μην ερεθίζετε τα τέκνα υμών!” Ναι, ας εκτελέσουμε πρώτα οι ίδιοι τις εντολές του Χριστού και τότε μονάχα ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να το ζητάει κι απ' τα παιδιά μας. Αλλιώς δεν είμαστε πατέρες μα εχθροί των παιδιών μας κι αυτά δεν είναι παιδιά μας μα εχθροί μας και μεις μόνοι μας τους κάναμε εχθρούς μας! “Τω γάρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται και υμίν” —αυτό πια δεν το λέω εγώ, αυτό το γράφει το Ευαγγέλιο. Πώς λοιπόν να κατηγορήσουμε τα παιδιά μας αν μας μετρούν με τα δικά μας μέτρα; Πριν από λίγο, στη Φιλανδία, μια κοπέλα, υπηρέτρια, την υποπτεύθηκαν πως γέννησε κρυφά ένα παιδί. Αρχίσανε να την παρακολουθούν και στη σοφίτα του σπιτιού, στη γωνιά πίσω από 'να σωρό τούβλα, βρήκανε το σεντούκι της που κανένας δεν το 'ξερε, τ' ανοίξανε και βρήκανε μέσα το πτώμα του δολοφονημένου νεογέννητου. Στο ίδιο σεντούκι βρήκανε δυο σκελετούς μωρών που είχε γεννήσει προηγούμενα και που τα σκότωσε η ίδια τη στιγμή της γέννησής τους, πράγμα που ομολόγησε. Κύριοι ένορκοι, είναι τάχα μητέρα αυτή; Ναι, τα γέννησε, μα είναι μάνα τους; Θα τολμήσει άραγε κανείς να την ονομάσει με το άγιο όνομα της μάνας; Ας είμαστε τολμηροί, κύριοι ένορκοι, ας είμαστε μάλιστα θρασείς, είμαστε μάλιστα υποχρεωμένοι να 'μαστε τέτοιοι τούτη τη στιγμή και να μη φοβόμαστε μερικές λέξεις και ιδέες, όπως κάνουν οι Μοσχοβίτισσες εμπόρισσες που φαντάζονται πως υπάρχουν γρουσούζικες λέξεις. Όχι, ας αποδείξουμε απεναντίας πως η πρόοδος των τελευταίων χρόνων έχει επιδράσει και στη δική μας ανάπτυξη κι ας το πούμε ανοιχτά: ο γεννήτορας δεν είναι ακόμα πατέρας μα πατέρας είναι κείνος που γέννησε και στάθηκε άξιος γι' αυτό το όνομα. Ω, φυσικά υπάρχουν κι άλλες σημασίες, άλλες εξηγήσεις της λέξης πατέρας, που απαιτούν να μείνει ο πατέρας μου πατέρας έστω κι αν είναι σωστός όλεθρος, έστω κι αν είναι κακούργος με τα παιδιά του, μόνο και μόνο γιατί με γέννησε. Μα αυτή η σημασία είναι, ας το πούμε μυστικιστική, που δεν την καταλαβαίνω με το μυαλό μου μα μπορώ να την παραδεχτώ με την πίστη ή, για να το πούμε σωστότερα, πιστεύοντας στους άλλους, όπως και πολλά άλλα πράματα που δεν καταλαβαίνω μα που η θρησκεία με προστάζει ωστόσο να τα πιστέψω. Μα σ' αυτή την περίπτωση ας μείνει αυτό έξω απ' την περιοχή της πραγματικής ζωής. Στην περιοχή δε της πραγματικής ζωής που έχει όχι μονάχα τα δικαιώματά της μα κι η ίδια επιβάλλει μεγάλες υποχρεώσεις —σ' αυτή την περιοχή, αν θέλουμε να 'μαστε ουμανιστές, χριστιανοί τέλος, πρέπει να είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχόμαστε μονάχα τις πεποιθήσεις που δικαιώνονται απ' τη λογική και την πείρα, που περάσανε απ' το χωνευτήρι της ανάλυσης, με δυο λόγια να ενεργούμε λογικά κι όχι παράλογα όπως στον ύπνο και στο παραλήρημα, για να μην κάνουμε κακό στον άνθρωπο για να μη βασανίσουμε και να μην καταστρέψουμε τον άνθρωπο. Και τότε αυτό θα 'ναι πραγματικά χριστιανική πράξη, όχι μονάχα μυστικιστική μα λογική και πραγματικά πια φιλάνθρωπη πράξη!...»

Σ' αυτό το σημείο ξέσπασαν δυνατά χειροκροτήματα από πολλές μεριές της αίθουσας μα ο Φετιουκόβιτς έκανε με τα χέρια του σα να παρακαλούσε να μην τον διακόπτουν και να τον αφήσουν να τελειώσει. Όλοι ησυχάσανε μονομιάς. Ο ρήτορας συνέχισε:

«Νομίζετε τάχα, κύριοι ένορκοι, πως τέτοια προβλήματα μπορεί να μένουν απαρατήρητα απ' τα παιδιά μας ή έστω απ' τους νέους μας που άρχισαν να σκέφτονται; Όχι, δεν μπορούν κι ας μην απαιτούμε απ' αυτά ένα συγκρατημό σκέψης που είναι αδύνατο να υπάρχει. Το θέαμα του ανάξιου πατέρα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους άλλους πατέρες, τους άξιους, που 'χουν άλλα παιδιά, συνομήλικά του, άθελα υποβάλλει στον έφηβο ερωτήματα βασανιστικά. Του απαντάνε στερεότυπα σ' αυτά τα ερωτήματα. “Σε γέννησε, είσαι αίμα του, και γι' αυτό πρέπει να τον αγαπάς". Ο έφηβος αθέλητα πέφτει σε συλλογή: “Μα μ' αγαπούσε τάχα όταν με γεννούσε;” αναρωτιέται απορώντας όλο και περισσότερο- “για μένα τάχα με γέννησε;” Δεν ήξερε ούτε μένα ούτε καν το φύλο μου κείνη τη στιγμή, τη στιγμή του πάθους που ίσως ν' άναψε απ' το κρασί, και το μόνο που μου 'κανε είναι να μου μεταδώσει τη ροπή στο μεθύσι —να όλη κι όλη η ευεργεσία του... Γιατί λοιπόν πρέπει να τον αγαπάω μόνο και μόνο επειδή μ' έφερε στον κόσμο “κι ύστερα σ' όλη μου τη ζωή δε μ' αγαπούσε;” Ω, ίσως να σας φαίνονται βάναυσες αυτές οι ερωτήσεις, απάνθρωπες, μα μην απαιτείτε από 'να εφηβικό μυαλό συγκρατημό αδύνατο: Διώξε τη φύση απ' την πόρτα κι αυτή θα μπει απ' το παράθυρο. Αλλά προπάντων ας μη φοβόμαστε τις γρουσούζικες λέξεις. Ας λύσουμε το πρόβλημα όπως το υπαγορεύουν η λογική κι ο ανθρωπισμός κι όχι όπως το υπαγορεύουν οι μυστικιστικές αντιλήψεις. Πώς να το λύσουμε λοιπόν; Να πώς: Ας σταθεί ο γιος μπροστά στον πατέρα του κι ας τον ρωτήσει: “Πατέρα, πες μου: Γιατί πρέπει να σ' αγαπώ; Απόδειξέ μου, πατέρα, πως πρέπει να σ' αγαπώ”. Κι αν αυτός ο πατέρας θα 'χει τη δυνατότητα και θα 'ναι σε θέση να του απαντήσει και να του αποδείξει —να τότε η πραγματική, η κανονική οικογένεια, που δε βασίζεται μονάχα στις μυστικιστικές προκαταλήψεις μα σε βάσεις λογικές, προφανείς κι αυστηρά ανθρωπιστικές. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δεν αποδείξει ο πατέρας —αμέσως έρχεται το τέλος αυτής της οικογένειας: αυτός πια δεν είναι πατέρας του κι ο γιος είν' ελεύθερος κι έχει το δικαίωμα να τον θεωρεί ξένο και μάλιστα εχθρό του. Το βήμα μας, κύριοι ένορκοι, πρέπει να γίνει σχολείο της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων!»

Εδώ ο ρήτορας διακόπηκε από ασυγκράτητα χειροκροτήματα, σχεδόν παράφορα. Βέβαια δε χειροκροτούσε όλη η αίθουσα, πάντως η μισή χειροκροτούσε- χειροκροτούσαν πατέρες και μητέρες. Από πάνω, εκεί που κάθονταν οι κυρίες, ακούγονταν τσιριξιές και φωνές. Κουνούσαν τα μαντίλια τους. Ο πρόεδρος άρχισε να χτυπάει το κουδούνι μ' όλη του τη δύναμη. Ήταν φανερά ερεθισμένος με τη συμπεριφορά του ακροατηρίου, μα να «εκκενώσει» την αίθουσα, όπως απειλούσε πριν, δεν τόλμησε: χειροκροτούσαν και κουνούσαν τα μαντίλια τους στο ρήτορα ακόμα και κείνοι που κάθονταν πίσω απ' τον πρόεδρο, σ' ορισμένα καθίσματα, διάφοροι αξιωματούχοι, γεροντάκια με παράσημα στα φράκα τους, έτσι που όταν ο θόρυβος καταλάγιασε, ο πρόεδρος περιορίστηκε μονάχα ν' απειλήσει αυστηρά σαν και πρώτα πως θα «εκκενώσει» την αίθουσα, ενώ ο Φετιουκόβιτς μέσα στο θρίαμβό του, συγκινημένος εξακολούθησε την αγόρευσή του.

«Κύριοι ένορκοι, θυμάστε κείνη την τρομερή νύχτα που γι' αυτήν τόσα πολλά ειπώθηκαν και σήμερα ακόμα, όταν ο γιος μπήκε πηδώντας το φράχτη στο σπίτι του πατέρα του και στάθηκε επιτέλους πρόσωπο με πρόσωπο με το γεννήτορά του, με τον εχθρό του που τόσο τον είχε προσβάλει. Μ' όλη μου τη δύναμη επιμένω, δεν πήγε κει για τα λεφτά κείνη τη στιγμή: Η κατηγορία για ληστεία είναι ανοησία, όπως το εξέθεσα και προηγουμένως. Κι ούτε για να σκοτώσει όρμησε μέσα, ω, όχι. Αν είχε προμελετήσει κάτι τέτοιο, τότε θα φρόντιζε τουλάχιστο από πρώτα για όπλο το μπακιρένιο γουδοχέρι το άρπαξε ενστιχτώδικα, χωρίς ο ίδιος να ξέρει γιατί. Ας ξεγέλασε τον πατέρα του με τα συνθήματα, ας μπήκε μέσα, —το είπα πια πως ούτε για μια στιγμή δεν πιστεύω σ' αυτόν το μύθο, μα ας είναι, ας το υποθέσουμε για μια στιγμή! Κύριοι ένορκοι, σας ορκίζομαι σ' ό,τι υπάρχει ιερό, πως αν δεν ήταν πατέρας του μα ένας ξένος αυτός που τον είχε προσβάλει, τότε αφού θα διέτρεχε όλα τα δωμάτια και βεβαιωνόταν πως αυτή η γυναίκα δεν ήταν σ' αυτό το σπίτι, θα 'φευγε τρέχοντας χωρίς να κάνει στον αντίζηλό του κανένα κακό- θα τον χτυπούσε, θα τον έσπρωχνε ίσως, μα αυτό θα 'ταν όλο, γιατί δεν είχε σ' αυτό το νου του, γιατί βιαζόταν, έπρεπε να μάθει πού είναι κείνη. Μα πατέρας, πατέρας, —ω, όλα τα έκανε μονάχα η θέα του πατέρα, που τον μισούσε απ' τα παιδικά του χρόνια, του εχθρού του, αυτού που τον πρόσβαλε, και τώρα του τερατώδη αντιζήλου του. Ένα κύμα μίσους τον κυρίεψε άθελά του, ακατανίκητα, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, όλα αναδύθηκαν μονομιάς! Αυτό ήταν πλήρης σύγχυση, σύγχυση τρέλας μα και πλήρης σύγχυση της φύσης που εκδικιότανε τους αιώνιους νόμους της ασυγκράτητα κι ασυνείδητα, όπως είναι όλα στη φύση. Μα ο δολοφόνος κι εδώ δε σκότωσε —το βεβαιώνω αυτό και το φωνάζω— όχι, έκανε μονάχα με το γουδοχέρι μια κίνηση αποτροπιασμού κι αγανάκτησης, μη θέλοντας να σκοτώσει, μην ξέροντας πως θα σκότωνε. Αν δεν είχε αυτό το μοιραίο γουδοχέρι στο χέρι του, και τότε θα έδερνε ίσως μονάχα τον πατέρα του μα δε θα τον σκότωνε. Όταν έφυγε, δεν ήξερε αν είναι νεκρός ο γέρος που έριξε χάμω. Ένας τέτοιος φόνος δεν είναι φόνος. Ένας τέτοιος φόνος δεν είναι πατροκτονία. Όχι, ο φόνος ενός τέτοιου πατέρα δεν μπορεί να ονομαστεί πατροκτονία. Ένας τέτοιος φόνος μπορεί να θεωρηθεί πατροκτονία μονάχα από πρόληψη! Μα έγινε, έγινε πραγματικά αυτός ο φόνος; —σας ξαναρωτάω και πάλι απ' τα βάθη της ψυχής μου. Κύριοι ένορκοι, να που θα τον καταδικάσουμε κι αυτός θα πει στον εαυτό του: “Αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνανε τίποτα για μένα, για την ανατροφή, για τη μόρφωσή μου, για να με κάνουν άνθρωπο. Αυτοί οι άνθρωποι δε με τάισαν κι ούτε με πότισαν, κι ούτε μ' επισκέφτηκαν όταν ήμουν γυμνός στη φυλακή μου, και να που τώρα με στέλνουν στο κάτεργο. Έχουμε ξοφλήσει πια τους λογαριασμούς μας, τώρα τίποτα δεν τους χρωστάω και σε κανέναν δε χρωστάω στους αιώνες των αιώνων. Είναι μοχθηροί και θα γίνω και γω μοχθηρός. Είναι σκληροί και θα γίνω και γω σκληρός". Να τι θα πει, κύριοι ένορκοι! Και τ' ορκίζομαι πως με την καταδίκη σας θα ξαλαφρώσετε μονάχα τη συνείδησή του, θα καταριέται το αίμα που έχυσε, μα δε θα το λυπάται. Μαζί μ' αυτό θα καταστρέφετε και τον άνθρωπο που υπάρχει ενδεχομένως μέσα του, γιατί θα μείνει μοχθηρός και τυφλός για όλη του τη ζωή. Μα θέλετε να τον τιμωρήσετε τρομερά, φοβερά, με την πιο τρομακτική τιμωρία που μπορεί να φανταστεί κανείς, για να τον σώσετε όμως και ν' αναγεννήσετε την ψυχή του για πάντα; Αν είναι έτσι, τότε συντρίψτε τον με την ευσπλαχνία σας! Θα δείτε, θ' ακούσετε πώς θα ριγήσει και θα φρίξει η ψυχή του: “Μπορώ εγώ τάχα να σηκώσω αυτή την καλοσύνη, για μένα είναι η τόση αγάπη, τάχα την αξίζω;" —να τι θ' αναφωνήσει! Ω, εγώ ξέρω, ξέρω την καρδιά του, αυτή την άγρια μα ευγενική καρδιά, κύριοι ένορκοι. Αυτή θα γονατίσει μπροστά στον ηθικό σας άθλο, αυτή διψάει τη μεγάλη πράξη της αγάπης, θα φλογιστεί και θ' αναστηθεί για πάντα. Υπάρχουν ψυχές που μέσα στη μικρότητά τους κατηγορούν όλο τον κόσμο. Μα κατασυντρίψτε αυτή την ψυχή με την ευσπλαχνία σας, δείξτε της αγάπη, κι αυτή θα καταραστεί όλα όσα έχει κάνει ως τα σήμερα γιατί έχει μέσα της τόσα καλά σπέρματα. Η ψυχή θα πλατυνθεί και θα δει πόσο ο Θεός είναι ελεήμων και πόρο οι άνθρωποι είναι υπέροχοι και δίκαιοι. Θα τον κάνει να φρίξει, θα τον κατασυντρίψει η μετάνοια και το άμετρο χρέος του προς τους ανθρώπους. Και δε θα πει τότε: “Έχουμε ξοφλήσει πια”, μα θα πει: “Έφταιξα μπροστά σ' όλους κι είμαι ο πιο ανάξιος από όλους". Μέσα σε δάκρυα μετάνοιας και φλογερής σπαρακτικής συγκίνησης θ' αναφωνήσει: “Οι άνθρωποι είναι καλύτεροι από μένα, γιατί θελήσανε όχι να με καταστρέψουν μα να με σώσουν!" Ω, είναι τόσο εύκολο να επιτελέσετε αυτή την πράξη της ευσπλαχνίας γιατί, μια και δεν υπάρχει καμιά αληθοφανής ένδειξη, θα σας είναι δύσκολο να προφέρετε: “Ναι, είναι ένοχος". Είναι προτιμότερο ν' αθωώσετε δέκα ενόχους παρά να καταδικάσετε έναν αθώο, —την ακούτε, την ακούτε αυτή την περίφημη φωνή απ' τον προηγούμενο αιώνα της δοξασμένης μας ιστορίας; Εγώ ο ταπεινός και άσημος πρέπει να σας υπενθυμίσω πως η ρωσική δικαιοσύνη δεν είναι μονάχα τιμωρία μα και σωτηρία του ανθρώπου που ξέπεσε! Ας αφήσουμε στους άλλους λαούς το γράμμα του Νόμου και την τιμωρία, εμείς ας ακολουθήσουμε το πνεύμα και το βαθύτερο νόημά του, κι ας αποβλέψουμε στη σωτηρία και στην αναγέννηση του παραστρατημένου. Κι αν είναι έτσι, αν πραγματικά είναι τέτοια η Ρωσία κι η δικαιοσύνη της, —τότε εμπρός, Ρωσία, και μη μας τρομάζετε, ω, μη μας τρομάζετε με τις αφηνιασμένες σας τρόικες που με σιχαμάρα παραμερίζουν μπροστά τους οι λαοί! Όχι η αφηνιασμένη τρόικα μα το μεγαλόπρεπο ρούσικο άρμα θα φτάσει θριαμβευτικά και ήρεμα στο σκοπό του. Η τύχη του πελάτη μου είναι στα χέρια σας, στα χέρια σας είναι κι η τύχη της ρωσικής μας δικαιοσύνης. Εσείς θα τη σώσετε, εσείς θα την υπερασπιστείτε, θ' αποδείξετε πως υπάρχουν άνθρωποι να την τηρήσουν, πως βρίσκεται σε καλά χέρια!».


12. XIII. Οι μοιχοί της σκέψης 12. XIII. The adulterers of thought

Δεν είναι η συρροή των γεγονότων που καταστρέφει τον πελάτη μου, κύριοι ένορκοι», είπε αυτός, «όχι, τον πελάτη μου τον καταστρέφει ουσιαστικά ένα μονάχα γεγονός: το πτώμα του γέρου πατέρα! Αν ήταν ένας απλός φόνος, μπροστά στην ασημαντότητα, το αναπόδειχτο, τη φανταστικότητα των γεγονότων —αν τα εξετάσει κανείς το καθένα χωριστά, κι όχι σε συσχετισμό— θ' απορρίπτατε την κατηγορία, ή τουλάχιστο θα διστάζατε να καταστρέψετε τη μοίρα ενός ανθρώπου από μια μονάχα προκατάληψη εναντίον του, που αλίμονο τόσο την αξίζει! Όμως εδώ δεν είναι απλός φόνος μα πατροκτονία! Αυτό κάνει εντύπωση, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που κι αυτή ακόμα η ασημαντότητα και το αναπόδειχτο των ενοχοποιητικών γεγονότων, γίνεται πια όχι τόσο ασήμαντη κι όχι τόσο αναπόδειχτη, κι αυτό ακόμα και στο πιο απροκατάληπτο μυαλό. Πώς ν' αθωώσει κανείς έναν τέτοιο κατηγορούμενο; Κι αν έχει σκοτώσει και διαφύγει την τιμωρία; Να τι αισθάνεται ο καθένας στην καρδιά του χωρίς να το θέλει, με το ένστικτο. Ναι, είναι τρομερό να χύσει κανείς το αίμα ενός πατέρα, το αίμα κείνου που τον γέννησε, που τον αγαπούσε, το αίμα κείνου που δε λυπόταν να δώσει και τη ζωή του γι' αυτόν, που πονούσε με τους πόνους του, που σ' όλη του τη ζωή υπόφερε για την ευτυχία του, και μονάχα με τις χαρές του, τις επιτυχίες του ζούσε! Ω, να σκοτώσει κανείς έναν τέτοιον πατέρα! —μα αυτό είναι αδύνατο και να το σκεφτεί κανείς! Κύριοι ένορκοι, τι είναι ένας πατέρας, ένας αληθινός πατέρας, τι είν' αυτή η μεγάλη λέξη, ποια τρομερά μεγάλη ιδέα περικλείεται σ' αυτήν; Μόλις τώρα δείξαμε κάπως τι είναι και πώς πρέπει να 'ναι ένας αληθινός πατέρας. Στην παρούσα όμως υπόθεση που τόσο μας απασχολεί και τόση οδύνη μας προκαλεί, στην παρούσα υπόθεση ο πατέρας, ο μακαρίτης Φιόντορ Παύλοβιτς Καραμάζοβ, καθόλου δεν ανταποκρίνεται σε κείνη την έννοια του πατέρα που μόλις τώρα καθόρισε η καρδιά μας. Αυτός είναι σωστός όλεθρος. Ναι, πραγματικά υπάρχουν πατεράδες που μοιάζουνε με όλεθρο. Ας εξετάσουμε λοιπόν αυτόν τον όλεθρο από πιο κοντά —γιατί τίποτα δεν πρέπει να φοβόμαστε, κύριοι ένορκοι, όταν έχουμε υπ' όψη μας τη σπουδαιότητα της απόφασης που πρόκειται να πάρουμε. Ιδιαίτερα δεν πρέπει να φοβόμαστε και, ας το πούμε, ν' αποδιώχνουμε μιαν ιδέα σαν παιδιά ή σα φοβιτσιάρες γυναίκες, κατά την πετυχημένη έκφραση του διακεκριμένου κατηγόρου. Μα στο θερμό του λόγο ο σεβαστός μου αντίπαλος (και αντίπαλος προτού καν προφέρω την πρώτη μου λέξη), ο αντίπαλός μου αρκετές φορές αναφώνησε: “Όχι, κανένα δε θ' αφήσω να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο, δε θα παραχωρήσω την υπεράσπισή του στον συνήγορο που ήρθε απ' την Πετρούπολη —εγώ είμαι ο κατήγορος, εγώ κι ο συνήγορος!” Να τι αναφώνησε αρκετές φορές κι όμως ξέχασε να υπενθυμίσει πως αν ο τρομερός κατηγορούμενος είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια ήταν τόσο ευγνώμων για ένα φούντι φουντούκια, που τα πήρε απ' το μόνο άνθρωπο που τον χάιδεψε στα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του σπίτι, τότε απεναντίας δεν μπορούσε αυτός ο ίδιος άνθρωπος να μη θυμάται, όλ' αυτά τα είκοσι τρία χρόνια, πως έτρεχε ξυπόλητος στου πατέρα του, “στην πίσω αυλή χωρίς παπούτσια, και με παντελονάκι που κούμπωνε μ' ένα κουμπί”, κατά την έκφραση του φιλάνθρωπου γιατρού Χερτσενστούμπε. Ω, κύριοι ένορκοι, γιατί να παρατηρήσουμε από πιο κοντά αυτόν τον “όλεθρο”, να επαναλάβουμε αυτά που όλοι πια τα ξέρουν; Τι συνάντησε ο πελάτης μου όταν ήρθε δω στον πατέρα; Και γιατί, γιατί να παρασταίνουμε τον πελάτη μου αναίσθητο, εγωιστή, τέρας; Είναι ασυγκράτητος, είναι βίαιος κι ορμητικός, να τώρα τον δικάζουμε γι' αυτό, μα ποιος φταίει για τη μοίρα του, ποιος φταίει που ενώ είχε καλές κλίσεις κι ευγνώμονη, ευαίσθητη καρδιά, πήρε μια τέτοια αλόγιστη ανατροφή; Τον δίδαξε τάχα κανείς ορθοφροσύνη, τον μύησε στις επιστήμες, τον αγάπησε τάχα κανείς καθόλου στα παιδικά του χρόνια; Ο πελάτης μου μεγάλωσε στο έλεος του Θεού, δηλαδή σαν άγριο ζώο. Ίσως να ποθούσε να δει τον πατέρα του ύστερ' από πολύχρονο χωρισμό, ίσως χίλιες φορές προηγουμένως, θυμούμενος σα μέσα σ' όνειρο τα παιδικά του χρόνια, ν' απόδιωχνε τ' αποκρουστικά οράματα που είδε τότε και μ' όλη του την ψυχή να ποθούσε να δικαιολογήσει και ν' αγκαλιάσει τον πατέρα του! Και λοιπόν; Τον υποδέχονται μονάχα με κυνικούς χλευασμούς, με καχυποψία και με στρεψοδικίες για τ' αμφισβητούμενα χρήματα. Ακούει μονάχα συστάσεις και κανόνες ζωής που του ανακατεύουν την καρδιά από αηδία, κάθε μέρα "μπρος στο κονιακάκι”, και τέλος βλέπει τον πατέρα του να επιχειρεί ν' αρπάξει απ' αυτόν, το γιο του, με τα ίδια του τα λεφτά, την αγαπημένη του —ω, κύριοι ένορκοι, αυτό είναι αηδιαστικό και σκληρό! Κι αυτός ο ίδιος ο γέρος παραπονιέται σ' όλους για την έλλειψη σεβασμού και την αγριότητα του γιου του, τον κηλιδώνει στην κοινωνία, του κάνει κακό, τον συκοφαντεί, εξαγοράζει τα γραμμάτιά του για να τον βάλει φυλακή! Κύριοι ένορκοι, αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί που εκ πρώτης όψεως φαίνονται σκληρόκαρδοι, βίαιοι κι ασυγκράτητοι, όπως ο πελάτης μου, έχουν πολύ συχνά εξαιρετικά τρυφερή καρδιά μονάχα που δεν το δείχνουν. Μη γελάτε, μη γελάτε με τη σκέψη μου! Ο διαπρεπής κατήγορος ειρωνεύτηκε πριν από λίγο τον πελάτη μου σκληρά, τονίζοντας πως αγαπάει το Σίλερ, αγαπάει το “ωραίο και το υψηλό”. Εγώ στη θέση του, στη θέση του κατηγόρου, δε θα τον ειρωνευόμουνα γι' αυτά του τα αισθήματα. Ναι, αυτές οι καρδιές —ω, αφήστε με να υπερασπίσω αυτές τις καρδιές, που τόσο σπάνια και λαθεμένα τις καταλαβαίνουμε— αυτές οι καρδιές πολύ συχνά διψάνε το τρυφερό, το ωραίο και το δίκαιο, ακριβώς σαν κάτι αντίθετο με τον εαυτό τους, σαν κάτι αντίθετο στη βιαιότητά τους, στη σκληρότητά τους —διψάνε ασυναίσθητα, μα διψάνε. Παράφοροι και σκληροί εξωτερικά, είναι ικανοί ν' αγαπήσουν μέχρι μαρτυρίου μια γυναίκα λόγου χάρη, και να την αγαπήσουν μ' έναν έρωτα ιδανικό κι ανώτερο. Και πάλι μη γελάτε: Έτσι ακριβώς συμβαίνει συχνότατα σ' αυτές τις φύσεις! Μονάχα που δεν μπορούν να κρύψουν τα πάθη τους, ώρες-ώρες πολύ βάναυσα —αυτό είναι κιόλας που εκπλήττει, αυτό είναι που προσέχει ο κόσμος μα το βάθος του ανθρώπου δεν το βλέπει. Απεναντίας όλα τα πάθη του σβήνουν γρήγορα, και κοντά σ' ένα ευγενικό, υπέροχο πλάσμα, αυτός ο φαινομενικά βάναυσος κι άκαρδος άνθρωπος γυρεύει ν' αναγεννηθεί, γυρεύει τις δυνατότητες να διορθωθεί, να γίνει καλύτερος, να γίνει υψηλόφρων και τίμιος — “ανώτερος και υπέροχος” όσο κι αν γελοιοποιήθηκε αυτή η έκφραση! Πριν από λίγο είπα πως δε θα επιτρέψω στον εαυτό μου ν' αγγίξω το ειδύλλιο του πελάτη μου με την κυρία Βερχόβτσεβα. Μα ωστόσο δυο λόγια μπορώ να πω: Ακούσαμε προηγουμένως όχι μια κατάθεση μα μια κραυγή παράφορης κι εκδικούμενης γυναίκας και δε θα 'πρεπε, ω, δε θα 'πρεπε αυτή να κατηγορεί για απιστία γιατί αυτή η ίδια απίστησε! Αν είχε έστω και λίγον καιρό για να το σκεφτεί, δε θα 'κανε ποτέ μια τέτοια κατάθεση! Ω, μην το πιστεύετε, όχι, δεν είναι τέρας ο πελάτης μου όπως τον αποκαλούσε! Ο Εσταυρωμένος Φιλάνθρωπος, έτοιμος για τα Πάθη Του, έλεγε: Εγώ ειμί ο ποιμήν ο καλός ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησι υπέρ των προβάτων... και ου μη απόλυνται εις τον αιώνα... Ας μην καταστρέφουμε και μεις μιαν ανθρώπινη ψυχή! Ρωτούσα τώρα: τι είναι ο πατέρας κι αναφώνησα πως είναι μια μεγάλη λέξη, ένα πολύτιμο όνομα. Μα με τις λέξεις, κύριοι ένορκοι, πρέπει να φερνόμαστε τίμια, και γω θα επιτρέψω στον εαυτό μου να ονομάζει τα πράγματα με τ' όνομά τους, με τ' αληθινό τους όνομα: Ένας τέτοιος πατέρας σαν το θύμα, το γέρο Καραμάζοβ, δεν μπορεί και δεν αξίζει να λέγεται πατέρας. Η αγάπη για τον πατέρα όταν δε δικαιολογείται απ' τον πατέρα είναι μια ηλιθιότητα, είναι αδύνατο να υπάρχει. Δεν μπορεί να δημιουργήσει κανείς αγάπη απ' το τίποτα, απ' το τίποτα μονάχα ο Θεός δημιουργεί. 'Όι πατέρες, μην ερεθίζετε τα τέκνα υμών", γράφει ο Απόστολος που η καρδιά του φλογίζεται απ' αγάπη. Δεν τα λέω αυτά τ' άγια λόγια για χάρη του πελάτη μου, τα υπενθυμίζω για όλους τους πατέρες. Ποιος μου 'δωσε αυτή την εξουσία να κάνω μάθημα στους πατέρες; Κανένας. Μα σαν άνθρωπος και πολίτης αναφωνώ — vivos voco (επικαλούμαι τους ζωντανούς!) Είμαστε για λίγον καιρό στη γη, κάνουμε πολλές κακές πράξεις και λέμε λόγια κακά. Και γι' αυτό ας αδράχνουμε όλοι την κατάλληλη στιγμή για να πούμε ο ένας στον άλλον και μια λέξη καλή. Αυτό κάνω και γω: Όσο είμαι σ' αυτή τη θέση, επωφελούμαι της στιγμής μου. Δε μας δόθηκε άδικα αυτό το βήμα από ανώτερη θέληση —από δω μας ακούει όλη η Ρωσία. Δεν τα λέω μονάχα για τους εδώ πατέρες μα φωνάζω σ' όλους τους πατέρες: “πατέρες, μην ερεθίζετε τα τέκνα υμών!” Ναι, ας εκτελέσουμε πρώτα οι ίδιοι τις εντολές του Χριστού και τότε μονάχα ας επιτρέψουμε στον εαυτό μας να το ζητάει κι απ' τα παιδιά μας. Αλλιώς δεν είμαστε πατέρες μα εχθροί των παιδιών μας κι αυτά δεν είναι παιδιά μας μα εχθροί μας και μεις μόνοι μας τους κάναμε εχθρούς μας! “Τω γάρ αυτώ μέτρω, ω μετρείτε, αντιμετρηθήσεται και υμίν” —αυτό πια δεν το λέω εγώ, αυτό το γράφει το Ευαγγέλιο. Πώς λοιπόν να κατηγορήσουμε τα παιδιά μας αν μας μετρούν με τα δικά μας μέτρα; Πριν από λίγο, στη Φιλανδία, μια κοπέλα, υπηρέτρια, την υποπτεύθηκαν πως γέννησε κρυφά ένα παιδί. Αρχίσανε να την παρακολουθούν και στη σοφίτα του σπιτιού, στη γωνιά πίσω από 'να σωρό τούβλα, βρήκανε το σεντούκι της που κανένας δεν το 'ξερε, τ' ανοίξανε και βρήκανε μέσα το πτώμα του δολοφονημένου νεογέννητου. Στο ίδιο σεντούκι βρήκανε δυο σκελετούς μωρών που είχε γεννήσει προηγούμενα και που τα σκότωσε η ίδια τη στιγμή της γέννησής τους, πράγμα που ομολόγησε. Κύριοι ένορκοι, είναι τάχα μητέρα αυτή; Ναι, τα γέννησε, μα είναι μάνα τους; Θα τολμήσει άραγε κανείς να την ονομάσει με το άγιο όνομα της μάνας; Ας είμαστε τολμηροί, κύριοι ένορκοι, ας είμαστε μάλιστα θρασείς, είμαστε μάλιστα υποχρεωμένοι να 'μαστε τέτοιοι τούτη τη στιγμή και να μη φοβόμαστε μερικές λέξεις και ιδέες, όπως κάνουν οι Μοσχοβίτισσες εμπόρισσες που φαντάζονται πως υπάρχουν γρουσούζικες λέξεις. Όχι, ας αποδείξουμε απεναντίας πως η πρόοδος των τελευταίων χρόνων έχει επιδράσει και στη δική μας ανάπτυξη κι ας το πούμε ανοιχτά: ο γεννήτορας δεν είναι ακόμα πατέρας μα πατέρας είναι κείνος που γέννησε και στάθηκε άξιος γι' αυτό το όνομα. Ω, φυσικά υπάρχουν κι άλλες σημασίες, άλλες εξηγήσεις της λέξης πατέρας, που απαιτούν να μείνει ο πατέρας μου πατέρας έστω κι αν είναι σωστός όλεθρος, έστω κι αν είναι κακούργος με τα παιδιά του, μόνο και μόνο γιατί με γέννησε. Μα αυτή η σημασία είναι, ας το πούμε μυστικιστική, που δεν την καταλαβαίνω με το μυαλό μου μα μπορώ να την παραδεχτώ με την πίστη ή, για να το πούμε σωστότερα, πιστεύοντας στους άλλους, όπως και πολλά άλλα πράματα που δεν καταλαβαίνω μα που η θρησκεία με προστάζει ωστόσο να τα πιστέψω. Μα σ' αυτή την περίπτωση ας μείνει αυτό έξω απ' την περιοχή της πραγματικής ζωής. Στην περιοχή δε της πραγματικής ζωής που έχει όχι μονάχα τα δικαιώματά της μα κι η ίδια επιβάλλει μεγάλες υποχρεώσεις —σ' αυτή την περιοχή, αν θέλουμε να 'μαστε ουμανιστές, χριστιανοί τέλος, πρέπει να είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχόμαστε μονάχα τις πεποιθήσεις που δικαιώνονται απ' τη λογική και την πείρα, που περάσανε απ' το χωνευτήρι της ανάλυσης, με δυο λόγια να ενεργούμε λογικά κι όχι παράλογα όπως στον ύπνο και στο παραλήρημα, για να μην κάνουμε κακό στον άνθρωπο για να μη βασανίσουμε και να μην καταστρέψουμε τον άνθρωπο. Και τότε αυτό θα 'ναι πραγματικά χριστιανική πράξη, όχι μονάχα μυστικιστική μα λογική και πραγματικά πια φιλάνθρωπη πράξη!...»

Σ' αυτό το σημείο ξέσπασαν δυνατά χειροκροτήματα από πολλές μεριές της αίθουσας μα ο Φετιουκόβιτς έκανε με τα χέρια του σα να παρακαλούσε να μην τον διακόπτουν και να τον αφήσουν να τελειώσει. Όλοι ησυχάσανε μονομιάς. Ο ρήτορας συνέχισε:

«Νομίζετε τάχα, κύριοι ένορκοι, πως τέτοια προβλήματα μπορεί να μένουν απαρατήρητα απ' τα παιδιά μας ή έστω απ' τους νέους μας που άρχισαν να σκέφτονται; Όχι, δεν μπορούν κι ας μην απαιτούμε απ' αυτά ένα συγκρατημό σκέψης που είναι αδύνατο να υπάρχει. Το θέαμα του ανάξιου πατέρα, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους άλλους πατέρες, τους άξιους, που 'χουν άλλα παιδιά, συνομήλικά του, άθελα υποβάλλει στον έφηβο ερωτήματα βασανιστικά. Του απαντάνε στερεότυπα σ' αυτά τα ερωτήματα. “Σε γέννησε, είσαι αίμα του, και γι' αυτό πρέπει να τον αγαπάς". Ο έφηβος αθέλητα πέφτει σε συλλογή: “Μα μ' αγαπούσε τάχα όταν με γεννούσε;” αναρωτιέται απορώντας όλο και περισσότερο- “για μένα τάχα με γέννησε;” Δεν ήξερε ούτε μένα ούτε καν το φύλο μου κείνη τη στιγμή, τη στιγμή του πάθους που ίσως ν' άναψε απ' το κρασί, και το μόνο που μου 'κανε είναι να μου μεταδώσει τη ροπή στο μεθύσι —να όλη κι όλη η ευεργεσία του... Γιατί λοιπόν πρέπει να τον αγαπάω μόνο και μόνο επειδή μ' έφερε στον κόσμο “κι ύστερα σ' όλη μου τη ζωή δε μ' αγαπούσε;” Ω, ίσως να σας φαίνονται βάναυσες αυτές οι ερωτήσεις, απάνθρωπες, μα μην απαιτείτε από 'να εφηβικό μυαλό συγκρατημό αδύνατο: Διώξε τη φύση απ' την πόρτα κι αυτή θα μπει απ' το παράθυρο. Αλλά προπάντων ας μη φοβόμαστε τις γρουσούζικες λέξεις. Ας λύσουμε το πρόβλημα όπως το υπαγορεύουν η λογική κι ο ανθρωπισμός κι όχι όπως το υπαγορεύουν οι μυστικιστικές αντιλήψεις. Πώς να το λύσουμε λοιπόν; Να πώς: Ας σταθεί ο γιος μπροστά στον πατέρα του κι ας τον ρωτήσει: “Πατέρα, πες μου: Γιατί πρέπει να σ' αγαπώ; Απόδειξέ μου, πατέρα, πως πρέπει να σ' αγαπώ”. Κι αν αυτός ο πατέρας θα 'χει τη δυνατότητα και θα 'ναι σε θέση να του απαντήσει και να του αποδείξει —να τότε η πραγματική, η κανονική οικογένεια, που δε βασίζεται μονάχα στις μυστικιστικές προκαταλήψεις μα σε βάσεις λογικές, προφανείς κι αυστηρά ανθρωπιστικές. Στην αντίθετη περίπτωση, αν δεν αποδείξει ο πατέρας —αμέσως έρχεται το τέλος αυτής της οικογένειας: αυτός πια δεν είναι πατέρας του κι ο γιος είν' ελεύθερος κι έχει το δικαίωμα να τον θεωρεί ξένο και μάλιστα εχθρό του. Το βήμα μας, κύριοι ένορκοι, πρέπει να γίνει σχολείο της αλήθειας και των υγιών αντιλήψεων!»

Εδώ ο ρήτορας διακόπηκε από ασυγκράτητα χειροκροτήματα, σχεδόν παράφορα. Βέβαια δε χειροκροτούσε όλη η αίθουσα, πάντως η μισή χειροκροτούσε- χειροκροτούσαν πατέρες και μητέρες. Από πάνω, εκεί που κάθονταν οι κυρίες, ακούγονταν τσιριξιές και φωνές. Κουνούσαν τα μαντίλια τους. Ο πρόεδρος άρχισε να χτυπάει το κουδούνι μ' όλη του τη δύναμη. Ήταν φανερά ερεθισμένος με τη συμπεριφορά του ακροατηρίου, μα να «εκκενώσει» την αίθουσα, όπως απειλούσε πριν, δεν τόλμησε: χειροκροτούσαν και κουνούσαν τα μαντίλια τους στο ρήτορα ακόμα και κείνοι που κάθονταν πίσω απ' τον πρόεδρο, σ' ορισμένα καθίσματα, διάφοροι αξιωματούχοι, γεροντάκια με παράσημα στα φράκα τους, έτσι που όταν ο θόρυβος καταλάγιασε, ο πρόεδρος περιορίστηκε μονάχα ν' απειλήσει αυστηρά σαν και πρώτα πως θα «εκκενώσει» την αίθουσα, ενώ ο Φετιουκόβιτς μέσα στο θρίαμβό του, συγκινημένος εξακολούθησε την αγόρευσή του.

«Κύριοι ένορκοι, θυμάστε κείνη την τρομερή νύχτα που γι' αυτήν τόσα πολλά ειπώθηκαν και σήμερα ακόμα, όταν ο γιος μπήκε πηδώντας το φράχτη στο σπίτι του πατέρα του και στάθηκε επιτέλους πρόσωπο με πρόσωπο με το γεννήτορά του, με τον εχθρό του που τόσο τον είχε προσβάλει. Μ' όλη μου τη δύναμη επιμένω, δεν πήγε κει για τα λεφτά κείνη τη στιγμή: Η κατηγορία για ληστεία είναι ανοησία, όπως το εξέθεσα και προηγουμένως. Κι ούτε για να σκοτώσει όρμησε μέσα, ω, όχι. Αν είχε προμελετήσει κάτι τέτοιο, τότε θα φρόντιζε τουλάχιστο από πρώτα για όπλο το μπακιρένιο γουδοχέρι το άρπαξε ενστιχτώδικα, χωρίς ο ίδιος να ξέρει γιατί. Ας ξεγέλασε τον πατέρα του με τα συνθήματα, ας μπήκε μέσα, —το είπα πια πως ούτε για μια στιγμή δεν πιστεύω σ' αυτόν το μύθο, μα ας είναι, ας το υποθέσουμε για μια στιγμή! Κύριοι ένορκοι, σας ορκίζομαι σ' ό,τι υπάρχει ιερό, πως αν δεν ήταν πατέρας του μα ένας ξένος αυτός που τον είχε προσβάλει, τότε αφού θα διέτρεχε όλα τα δωμάτια και βεβαιωνόταν πως αυτή η γυναίκα δεν ήταν σ' αυτό το σπίτι, θα 'φευγε τρέχοντας χωρίς να κάνει στον αντίζηλό του κανένα κακό- θα τον χτυπούσε, θα τον έσπρωχνε ίσως, μα αυτό θα 'ταν όλο, γιατί δεν είχε σ' αυτό το νου του, γιατί βιαζόταν, έπρεπε να μάθει πού είναι κείνη. Μα πατέρας, πατέρας, —ω, όλα τα έκανε μονάχα η θέα του πατέρα, που τον μισούσε απ' τα παιδικά του χρόνια, του εχθρού του, αυτού που τον πρόσβαλε, και τώρα του τερατώδη αντιζήλου του. Ένα κύμα μίσους τον κυρίεψε άθελά του, ακατανίκητα, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, όλα αναδύθηκαν μονομιάς! Αυτό ήταν πλήρης σύγχυση, σύγχυση τρέλας μα και πλήρης σύγχυση της φύσης που εκδικιότανε τους αιώνιους νόμους της ασυγκράτητα κι ασυνείδητα, όπως είναι όλα στη φύση. Μα ο δολοφόνος κι εδώ δε σκότωσε —το βεβαιώνω αυτό και το φωνάζω— όχι, έκανε μονάχα με το γουδοχέρι μια κίνηση αποτροπιασμού κι αγανάκτησης, μη θέλοντας να σκοτώσει, μην ξέροντας πως θα σκότωνε. Αν δεν είχε αυτό το μοιραίο γουδοχέρι στο χέρι του, και τότε θα έδερνε ίσως μονάχα τον πατέρα του μα δε θα τον σκότωνε. Όταν έφυγε, δεν ήξερε αν είναι νεκρός ο γέρος που έριξε χάμω. Ένας τέτοιος φόνος δεν είναι φόνος. Ένας τέτοιος φόνος δεν είναι πατροκτονία. Όχι, ο φόνος ενός τέτοιου πατέρα δεν μπορεί να ονομαστεί πατροκτονία. Ένας τέτοιος φόνος μπορεί να θεωρηθεί πατροκτονία μονάχα από πρόληψη! Μα έγινε, έγινε πραγματικά αυτός ο φόνος; —σας ξαναρωτάω και πάλι απ' τα βάθη της ψυχής μου. Κύριοι ένορκοι, να που θα τον καταδικάσουμε κι αυτός θα πει στον εαυτό του: “Αυτοί οι άνθρωποι δεν κάνανε τίποτα για μένα, για την ανατροφή, για τη μόρφωσή μου, για να με κάνουν άνθρωπο. Αυτοί οι άνθρωποι δε με τάισαν κι ούτε με πότισαν, κι ούτε μ' επισκέφτηκαν όταν ήμουν γυμνός στη φυλακή μου, και να που τώρα με στέλνουν στο κάτεργο. Έχουμε ξοφλήσει πια τους λογαριασμούς μας, τώρα τίποτα δεν τους χρωστάω και σε κανέναν δε χρωστάω στους αιώνες των αιώνων. Είναι μοχθηροί και θα γίνω και γω μοχθηρός. Είναι σκληροί και θα γίνω και γω σκληρός". Να τι θα πει, κύριοι ένορκοι! Και τ' ορκίζομαι πως με την καταδίκη σας θα ξαλαφρώσετε μονάχα τη συνείδησή του, θα καταριέται το αίμα που έχυσε, μα δε θα το λυπάται. Μαζί μ' αυτό θα καταστρέφετε και τον άνθρωπο που υπάρχει ενδεχομένως μέσα του, γιατί θα μείνει μοχθηρός και τυφλός για όλη του τη ζωή. Μα θέλετε να τον τιμωρήσετε τρομερά, φοβερά, με την πιο τρομακτική τιμωρία που μπορεί να φανταστεί κανείς, για να τον σώσετε όμως και ν' αναγεννήσετε την ψυχή του για πάντα; Αν είναι έτσι, τότε συντρίψτε τον με την ευσπλαχνία σας! Θα δείτε, θ' ακούσετε πώς θα ριγήσει και θα φρίξει η ψυχή του: “Μπορώ εγώ τάχα να σηκώσω αυτή την καλοσύνη, για μένα είναι η τόση αγάπη, τάχα την αξίζω;" —να τι θ' αναφωνήσει! Ω, εγώ ξέρω, ξέρω την καρδιά του, αυτή την άγρια μα ευγενική καρδιά, κύριοι ένορκοι. Αυτή θα γονατίσει μπροστά στον ηθικό σας άθλο, αυτή διψάει τη μεγάλη πράξη της αγάπης, θα φλογιστεί και θ' αναστηθεί για πάντα. Υπάρχουν ψυχές που μέσα στη μικρότητά τους κατηγορούν όλο τον κόσμο. Μα κατασυντρίψτε αυτή την ψυχή με την ευσπλαχνία σας, δείξτε της αγάπη, κι αυτή θα καταραστεί όλα όσα έχει κάνει ως τα σήμερα γιατί έχει μέσα της τόσα καλά σπέρματα. Η ψυχή θα πλατυνθεί και θα δει πόσο ο Θεός είναι ελεήμων και πόρο οι άνθρωποι είναι υπέροχοι και δίκαιοι. Θα τον κάνει να φρίξει, θα τον κατασυντρίψει η μετάνοια και το άμετρο χρέος του προς τους ανθρώπους. Και δε θα πει τότε: “Έχουμε ξοφλήσει πια”, μα θα πει: “Έφταιξα μπροστά σ' όλους κι είμαι ο πιο ανάξιος από όλους". Μέσα σε δάκρυα μετάνοιας και φλογερής σπαρακτικής συγκίνησης θ' αναφωνήσει: “Οι άνθρωποι είναι καλύτεροι από μένα, γιατί θελήσανε όχι να με καταστρέψουν μα να με σώσουν!" Ω, είναι τόσο εύκολο να επιτελέσετε αυτή την πράξη της ευσπλαχνίας γιατί, μια και δεν υπάρχει καμιά αληθοφανής ένδειξη, θα σας είναι δύσκολο να προφέρετε: “Ναι, είναι ένοχος". Είναι προτιμότερο ν' αθωώσετε δέκα ενόχους παρά να καταδικάσετε έναν αθώο, —την ακούτε, την ακούτε αυτή την περίφημη φωνή απ' τον προηγούμενο αιώνα της δοξασμένης μας ιστορίας; Εγώ ο ταπεινός και άσημος πρέπει να σας υπενθυμίσω πως η ρωσική δικαιοσύνη δεν είναι μονάχα τιμωρία μα και σωτηρία του ανθρώπου που ξέπεσε! Ας αφήσουμε στους άλλους λαούς το γράμμα του Νόμου και την τιμωρία, εμείς ας ακολουθήσουμε το πνεύμα και το βαθύτερο νόημά του, κι ας αποβλέψουμε στη σωτηρία και στην αναγέννηση του παραστρατημένου. Κι αν είναι έτσι, αν πραγματικά είναι τέτοια η Ρωσία κι η δικαιοσύνη της, —τότε εμπρός, Ρωσία, και μη μας τρομάζετε, ω, μη μας τρομάζετε με τις αφηνιασμένες σας τρόικες που με σιχαμάρα παραμερίζουν μπροστά τους οι λαοί! Όχι η αφηνιασμένη τρόικα μα το μεγαλόπρεπο ρούσικο άρμα θα φτάσει θριαμβευτικά και ήρεμα στο σκοπό του. Η τύχη του πελάτη μου είναι στα χέρια σας, στα χέρια σας είναι κι η τύχη της ρωσικής μας δικαιοσύνης. Εσείς θα τη σώσετε, εσείς θα την υπερασπιστείτε, θ' αποδείξετε πως υπάρχουν άνθρωποι να την τηρήσουν, πως βρίσκεται σε καλά χέρια!».