×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. XII. Μα και δολοφονία δεν υπήρξε

12. XII. Μα και δολοφονία δεν υπήρξε

Επιτρέψτε μου, κύριοι ένορκοι, εδώ πρόκειται για μιαν ανθρώπινη ζωή και πρέπει να 'μαστε προσεχτικότεροι. Ακούσαμε πως η ίδια η κατηγορούσα αρχή δήλωσε ότι ως την τελευταία μέρα, ως τα σήμερα, ως την ημέρα της δίκης, δίσταζε να καταλογίσει στον πελάτη μου πλήρη προμελέτη του φόνου, αμφέβαλλε ως αυτό το μοιραίο “μεθυσμένο” γράμμα, που προσεκόμισαν σήμερα στο δικαστήριο. “Έγινε κατά γράμμα!” Μα και πάλι το ξαναλέω: Μήπως δεν έτρεξε μόνο και μόνο για να τη βρει, για να μάθει πού βρίσκεται; Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Αν τυχόν εκείνη βρισκόταν στο σπίτι της, πουθενά δε θα 'τρεχε, μα θα 'μενε κοντά της και δε θα 'κανε κείνο που υποσχέθηκε στο γράμμα. Έτρεξε τυχαία και απρόοπτα κι όσο για το “μεθυσμένο” γράμμα του καθόλου ίσως να μην το θυμόταν τότε. “Πήρε μαζί του, λέει, το γουδοχέρι” —και θυμάστε πως μονάχα απ' αυτό το γουδοχέρι εκμαιεύσανε ολόκληρη ψυχολογία: Γιατί θεώρησε το γουδοχέρι σαν όπλο, γιατί τ' άρπαξε ν' οπλιστεί μ' αυτό κ.τ.λ. κ.τ.λ. Εδώ μου 'ρχεται στο νου η πιο κοινή σκέψη: Τι θα γινόταν αν αυτό το γουδοχέρι δε βρισκόταν σε εμφανές μέρος πάνω στο ράφι απ' όπου τ' άρπαξε ο κατηγορούμενος μα ήταν κλεισμένο στο ντουλάπι —τότε δε θα 'πεφτε στο μάτι του κατηγορουμένου και θα 'φευγε χωρίς όπλο, με άδεια χέρια, και τότε ίσως να μη σκότωνε κανέναν. Από πού κι ώς πού λοιπόν μπορώ να θεωρήσω το γουδοχέρι σαν απόδειξη εξοπλισμού και προμελέτης; Ναι, μα αυτός φώναζε στις ταβέρνες πως θα σκοτώσει τον πατέρα, και δυο μέρες πριν, εκείνο το βράδυ που έγραψε το μεθυσμένο του γράμμα, ήταν ήσυχος και μάλωσε μονάχα μ' έναν εμποροϋπάλληλο γιατί, βλέπετε, ένας Καραμάζοβ δεν μπορεί να μην τσακωθεί με κάποιον. Και γω θ' απαντήσω πως αν είχε προμελετήσει ένα τέτοιο έγκλημα, και μάλιστα αν είχε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, τότε σίγουρα δε θα μάλωνε ούτε με τον υπάλληλο, μα ίσως και στην ταβέρνα να μην έμπαινε καθόλου, γιατί μια ψυχή που έβαλε στο νου της μια τέτοια δουλειά, γυρεύει την ησυχία, την αφάνεια και την εξαφάνιση για να μην τη δουν και να μην την ακούσουν: “Ξεχάστε με, αν μπορείτε”, κι αυτό όχι μονάχα από υπολογισμό μα κι από ένστικτο. Κύριοι ένορκοι, η ψυχολογία είναι δίκοπο μαχαίρι και μεις επίσης ξέρουμε να καταλαβαίνουμε την ψυχολογία. Όσο γι' αυτές όλες τις φωνές στις ταβέρνες όλον αυτό το μήνα, λίγες φορές τάχα φωνάζουν τα παιδιά κι οι μεθυσμένοι γλεντζέδες όταν βγαίνουν απ' τις ταβέρνες και βρίζονται μεταξύ τους: “θα σε σκοτώσω”, μα δε σκοτώνουν; Μα και τούτο το μοιραίο γράμμα δεν είναι κι αυτό προϊόν μεθυσμένου ερεθισμού, δεν είναι η κραυγή ενός ανθρώπου που βγαίνει απ' την ταβέρνα και φωνάζει: “πίσω και σας έφαγα! Σας έφαγα όλους!”; Γιατί να μην είναι έτσι; Γιατί δεν μπορεί να 'γινε έτσι; Γιατί αυτό το γράμμα να είναι μοιραίο, γιατί απεναντίας να μην είναι γελοίο; Μα ακριβώς γιατί βρέθηκε το πτώμα του πατέρα, γιατί ένας μάρτυρας είδε τον κατηγορούμενο στον κήπο να τρέχει οπλισμένος, και χτυπήθηκε κι ο ίδιος απ' αυτόν, θα πει πως όλα γίνανε κατά γράμμα, και γι' αυτό τούτο το γράμμα δεν είναι γελοίο μα μοιραίο. Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε στο σημείο: “Ήταν στον κήπο, άρα σκότωσε”. Σ' αυτές τις δυο λεξούλες: ήταν και άρα περιέχεται ολόκληρη η κατηγορία —“ήταν, άρα”. Κι αν όχι άρα παρ' όλο που ήταν; Ω, είμαι σύμφωνος πως η συρροή των γεγονότων, η σύμπτωση των γεγονότων είναι αρκετά εύγλωττη. Μα εξετάστε ωστόσο όλ' αυτά τα γεγονότα χωριστά, χωρίς να σας επηρεάζει η συρροή τους: Γιατί λόγου χάρη η κατηγορούσα αρχή με κανέναν τρόπο δε θέλει να παραδεχτεί την αλήθεια της κατάθεσης του κατηγορουμένου πως απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο του πατέρα του; Θυμηθείτε και τους σαρκασμούς ακόμα όπου παρασύρθηκε εδώ η κατηγορία αναφορικά με το σεβασμό και τα “ευσεβή” αισθήματα που κυρίευσαν ξάφνου την ψυχή του δολοφόνου. Κι αν πραγματικά παρουσιάστηκε εδώ κάτι παρόμοιο, δηλαδή αν όχι σεβασμός μα τουλάχιστον κάποια ευσέβεια; “Θα πρέπει να προσευχήθηκε η μητέρα μου αυτή τη στιγμή για μένα”, καταθέτει στην ανάκριση ο κατηγορούμενος, και να που έφυγε μόλις βεβαιώθηκε πως η Σβετλόβα δεν είναι στο σπίτι του πατέρα του. “Μα δεν μπορούσε να βεβαιωθεί απ' το παράθυρο", μας αντιλέει η κατηγορία. Και γιατί δεν μπορούσε; Δεν του άνοιξαν τάχα το παράθυρο όταν χτύπησε συνθηματικά; Εδώ μπορεί ο Φιόντορ Παύλοβιτς να πρόφερε καμιά λέξη, μπορεί να του ξέφυγε καμιά κραυγή —κι ο κατηγορούμενος μπορούσε ξάφνου να βεβαιωθεί πως η Σβετλόβα δεν ήταν εκεί. Γιατί απαραίτητα πρέπει να υποθέτουμε όπως φανταζόμαστε, όπως προαποφασίσαμε να φανταζόμαστε; Στην πραγματικότητα μπορούν να συμβούν χίλια δυό πράγματα που ξεφεύγουν κι απ' τον πιο λεπτό μυθιστοριογράφο. “Ναι, μα ο Γρηγόρης είδε την πόρτα ανοιχτή, και κατά συνέπεια είναι σίγουρο πως ο κατηγορούμενος μπήκε μέσα στο σπίτι, και κατά συνέπεια σκότωσε κιόλας": Γι' αυτή την πόρτα, κύριοι ένορκοι... Βλέπετε, γι' αυτή την ανοιχτή πόρτα μαρτυρεί μονάχα ένα πρόσωπο, που ήταν όμως σε τέτοια κατάσταση κείνη την ώρα που... Μα ας ήταν, ας ήταν ανοιχτή η πόρτα, ας είπε ψέματα ο κατηγορούμενος, είπε ψέματα από αίσθημα αυτοάμυνας τόσο κατανοητής στην κατάστησή του, ας μπήκε, ας μπήκε στο σπίτι, ήταν στο σπίτι —ε, και τι μ' αυτό; Είναι απαραίτητο δηλαδή επειδή μπήκε να σκότωσε κιόλας; Μπορεί να όρμησε μέσα, να 'τρεξε σ' όλα τα δωμάτια, να 'σπρωξε τον πατέρα του, μπορεί μάλιστα να χτύπησε τον πατέρα του, μα αφού βεβαιώθηκε πως η Σβετλόβα δεν ήταν εκεί, έφυγε τρέχοντας, χαρούμενος που δεν ήταν και που έφευγε χωρίς να σκοτώσει τον πατέρα του. Γι' αυτό ακριβώς, ύστερ' από 'να λεπτό, ίσως και να πήδησε κάτω απ' το φράχτη, στο Γρηγόρη που τον τραυμάτισε πάνω στην έξαψή του επειδή ήταν σε θέση να αισθανθεί αίσθημα αγνό, αίσθημα συμπόνιας και οίκτου γιατί ξέφυγε απ' τον πειρασμό να σκοτώσει τον πατέρα του, γιατί αισθανόταν μέσα του καθαρή και χαρούμενη την καρδιά του που δε σκότωσε τον πατέρα. Εύγλωττα μέχρι φρίκης μάς περιγράφει η κατηγορούσα αρχή την κατάσταση του κατηγορουμένου στο χωριό Μόκρογιε, όταν ο έρωτας ξανοίχτηκε μπροστά του προσκαλώντας τον σε καινούργια ζωή, όταν δεν του επιτρεπόταν πια ν' αγαπήσει γιατί είχε πίσω του το αιμόφυρτο πτώμα του πατέρα του, και πέρα απ' αυτό την τιμωρία. Κι όμως ο κατήγορος παραδέχτηκε τον έρωτα που τον εξήγησε με τη δική του ψυχολογία: “Μεθυσμένος, λέει... τον κακούργο τον πάνε στη κρεμάλα... έχουμε καιρό ακόμα κ.τ.λ, κ.τ.λ.” Μα μήπως τάχα δημιουργήσατε άλλο πρόσωπο, κύριε κατήγορε, σας ερωτώ και πάλι; Τόσο, τόσο πολύ άξεστος και άκαρδος είναι ο κατηγορούμενος που μπορούσε να σκέφτεται κείνη τη στιγμή τον έρωτα και τις πονηριές μπροστά στο δικαστήριο αν πραγματικά τον βάραινε το αίμα του πατέρα του; Όχι, όχι και πάλι όχι! Μόλις αποκαλύφθηκε πως εκείνη τον αγαπάει, τον καλεί μαζί της, του υπόσχεται καινούργια ευτυχία —ω, ορκίζομαι πως θα 'πρεπε να αισθανθεί τότε διπλή και τριπλή ανάγκη ν' αυτοκτονήσει, και θ' αυτοκτονούσε οπωσδήποτε, αν πίσω του κειτόταν το πτώμα του πατέρα του! Ω, όχι, δε θα ξέχναγε πού βρίσκονται τα πιστόλια του! Τον ξέρω καλά τον κατηγορούμενο: η άγρια, η πέτρινη αναισθησία που του προσάπτει η κατηγορία δε συμβιβάζεται με το χαρακτήρα του. Θ' αυτοκτονούσε, αυτό είναι σίγουρο. Δε σκοτώθηκε γιατί η μητέρα του προσευχήθηκε γι' αυτόν κι η καρδιά του ήταν αθώα για το αίμα του πατέρα. Βασανιζόταν, θλιβόταν κείνη τη νύχτα στο Μόκρογιε μονάχα για το γερο-Γρηγόρη που χτύπησε, και παρακαλούσε μέσα του το Θεό να σηκωθεί ο γέρος και να ξανάβρει τις αισθήσεις του, να 'ναι το χτύπημά του όχι θανατηφόρο, και να παρέλθει η τιμωρία. Γιατί να μην παραδεχτούμε μια τέτοια άποψη; Ποια σίγουρη απόδειξη έχουμε πως ο κατηγορούμενος μας λέει ψέματα; Μα να που θα μας δείξουν αμέσως το πτώμα του πατέρα: αυτός βγήκε έξω τρέχοντας, δε σκότωσε, τότε ποιος σκότωσε λοιπόν το γέρο;

»Το ξαναλέω πως αυτή είναι όλη η λογική της κατηγορίας: Ποιος σκότωσε αν όχι αυτός; Δεν υπάρχει άλλος, λέει, να βάλουμε στη θέση του. Κύριοι ένορκοι, έτσι είναι τάχα; Στ' αλήθεια λοιπόν πραγματικά δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας να κατηγορήσουμε; Ακούσαμε πως η κατηγορία απαρίθμησε όλους όσοι ήταν και πέρασαν κείνη την νύχτα απ' το σπίτι. Βρήκε πέντε πρόσωπα. Οι τρεις τους, συμφωνώ και γω, είναι έξω από κάθε υποψία: Ο ένας ο σκοτωμένος, ο Γρηγόρης κι η γυναίκα του. Μένουν συνεπώς ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ και να που ο κατήγορος με πάθος αναφωνεί πως ο κατηγορούμενος υποδείχνει το Σμερντιακόβ επειδή δεν έχει κανέναν άλλον να υποδείξει, πως αν υπήρχε κανένας άλλος έκτος, ακόμα κι η σκιά κανενός άλλου έκτου, τότε ο κατηγορούμενος ο ίδιος θα 'παυε να κατηγορεί το Σμερντιακόβ γιατί θα ντρεπότανε και θα κατέθετε ενάντια σ' αυτόν τον έκτο. Μα, κύριοι ένορκοι, για ποιο λόγο δε θα μπορούσα να συμπεράνω εντελώς το αντίθετο; Υπάρχουν δυο: ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ —γιατί λοιπόν να μην πω πως κατηγορείτε τον πελάτη μου επειδή δεν έχετε κανέναν άλλο να κατηγορήσετε; Και δεν υπάρχει μόνο και μόνο γιατί εσείς εντελώς προκατειλημμένα εξαιρέσατε το Σμερντιακόβ από κάθε υποψία. Ναι, είναι αλήθεια πως ενάντια στο Σμερντιακόβ καταθέτουν μονάχα ο κατηγορούμενος, οι δυο αδερφοί του, η Σβετλόβα και κανένας άλλος. Μα υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο που καταθέτει: Αυτό είναι η κάποια, αν κι ακαθόριστη, ζύμωση μέσα στην κοινωνία, κάποιες υποψίες, ακούγεται κάποια συγκεχυμένη φήμη, αισθάνεται κανείς πως υπάρχει κάποια προσμονή. Τέλος μαρτυρεί και κάποια αντιπαράθεση γεγονότων εξαιρετικά χαρακτηριστική, αν και παραδέχομαι πως είναι αόριστη: Πρώτα-πρώτα αυτή η κρίση της επιληψίας ακριβώς την ημέρα της καταστροφής, η κρίση που για κάποιο λόγο με τόση φροντίδα ήταν αναγκασμένος να υπερασπίσει και να τη δικαιολογήσει ο κατήγορος. Ύστερα είναι αυτή η αναπάντεχη αυτοκτονία του Σμερντιακόβ την παραμονή της δίκης. Ύστερα η όχι λιγότερο αναπάντεχη κατάθεση του μεγαλύτερου αδερφού του κατηγορουμένου, που έγινε σήμερα στη δίκη, αυτού που πίστευε ως τα τώρα στην ενοχή του αδερφού του και ξάφνου μας φέρνει τα λεφτά λέγοντας πως ο Σμερντιακόβ είναι ο δολοφόνος! Ω, είμαι απόλυτα βέβαιος μαζί με το δικαστήριο και την εισαγγελία πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είναι άρρωστος κι έχει εγκεφαλικό πυρετό, πως η κατάθεσή του πραγματικά ίσως να 'ταν μια απελπισμένη απόπειρα που τη σκέφτηκε μέσα στο παραλήρημα για να σώσει τον αδερφό του ρίχνοντας τα σ' ένα νεκρό. Μα ωστόσο και πάλι προφέρθηκε τ' όνομα του Σμερντιακόβ, και πάλι σα ν' ακούγεται κάτι αινιγματικό. Λες και κάτι δεν έχει ειπωθεί εδώ ως το τέλος, κύριοι ένορκοι, και δεν έχει τελειώσει. Κι ίσως ακόμα να ειπωθεί. Μα αυτό ας τ' αφήσουμε ακόμα, ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Το δικαστήριο πριν από λίγο αποφάσισε να εξακολουθήσει τη συνεδρίαση, μα τώρα προς τον παρόν είναι σ' αναμονή· εγώ θα μπορούσα ωστόσο κάτι να παρατηρήσω λόγου χάρη όσον αφορά το χαρακτήρα του μακαρίτη Σμερντιακόβ, που με τόση λεπτότητα και τόσο ταλέντο σκιαγράφησε ο κατήγορος. Μα παρ' όλο το θαυμασμό μου για το ταλέντο του, δεν μπορώ ωστόσο να συμφωνήσω απόλυτα με την ουσία του χαρακτηρισμού. Πήγα στο Σμερντιακόβ, τον είδα και μίλησα μαζί του, μου 'κανε εντελώς διαφορετική εντύπωση. Η υγεία του δεν ήταν καλή, αυτό ήταν αλήθεια, μα στο χαρακτήρα, στην καρδιά, —ω όχι, αυτός δεν ήταν καθόλου τόσο αδύναμος άνθρωπος όπως συμπέρανε γι' αυτόν η κατηγορούσα αρχή. Ιδιαίτερα δε βρήκα μέσα του δειλία, κείνη τη δειλία που τόσο χαρακτηριστικά μας περιέγραψε ο κατήγορος. Ούτε αφέλεια είχε καθόλου· απεναντίας, εγώ βρήκα τρομερή δυσπιστία που κρυβόταν κάτω απ' την αφέλεια, κι ένα μυαλό που ήταν ικανό να καταλαβαίνει πάρα πολλά. Ω, η κατηγορούσα αρχή πολύ αφελώς θεώρησε πως έχει αδύνατο μυαλό. Εμένα μου 'κανε μιαν εντύπωση εντελώς ξεκάθαρη: έφυγα με την πεποίθηση πως αυτό το πλάσμα είναι μοχθηρό, άμετρα φιλόδοξο, εκδικητικό και υπερβολικά ζηλόφθονο. Μάζεψα μερικές πληροφορίες: μισούσε την καταγωγή του, τη ντρεπότανε και θυμόταν τρίζοντας τα δόντια του πως “βγήκε απ' την Σμερντιάστσαγια". Στον υπηρέτη Γρηγόρη και στη γυναίκα του, που τον είχαν ευεργετήσει όταν ήταν παιδί, δεν είχε κανένα σεβασμό. Τη Ρωσία την καταριόταν και την κορόιδευε. Ονειρευόταν να πάει στη Γαλλία με σκοπό να γίνει Γάλλος. Το 'λεγε πολλές φορές από πριν ακόμα πως γι' αυτό δεν του φτάνουν τα μέσα. Μου φαίνεται πως δεν αγαπούσε κανέναν εκτός απ' τον εαυτό του, εκτιμούσε δε τον εαυτό του πάρα πολύ, μέχρι παραξενιάς. Τον πολιτισμό τον έβλεπε στο καλό κουστούμι, στα καθαρά μανικέτια και στα καλογυαλισμένα παπούτσια. Θεωρώντας ο ίδιος τον εαυτό του (και γι' αυτό υπάρχουν αποδείξεις) νόθο γιο του Φιόντορ Παύλοβιτς, μπορεί να μισούσε την κατάστασή του σε σύγκριση με τα νόμιμα παιδιά του κυρίου του: Αυτοί θα τα παίρνανε όλα κι αυτός τίποτα, σ' αυτούς όλα τα δικαιώματα, όλη η κληρονομιά, κι αυτός μονάχα μάγειρας. Μου 'κανε γνωστό πως αυτός ο ίδιος μαζί με το Φιόντορ Παύλοβιτς έβαλε τα λεφτά στο φάκελο. Ο προορισμός αυτού του ποσού (ποσού που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την καριέρα του) του ήταν βέβαια μισητός. Επιπλέον είχε δει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια όλα σε κολλαριστά κατοστάρικα (γι' αυτό τον ρώτησα επίτηδες). Ω, μη δείχνετε ποτέ σ' ένα ζηλόφθονο κι εγωιστή πολλά λεφτά, κι αυτός για πρώτη φορά είδε ένα τέτοιο ποσό στα χέρια ενός ανθρώπου. Η εντύπωση που του 'κανε αυτό το χρηματόδεμα θα μπορούσε να προκαλέσει νοσηρό αντίχτυπο στη φαντασία του, χωρίς προς το παρόν καμιά συνέπεια. Ο διακεκριμένος κατήγορος με ασυνήθιστη λεπτότητα μας περιέγραψε όλα τα υπέρ και τα κατά της πιθανότητας της ενοχής του Σμερντιακόβ επιμένοντας ιδιαίτερα στο εξής: Για ποιο λόγο αυτός να υποκριθεί πως έπαθε κρίση επιληψίας; Ναι, μα μπορεί να μην υποκρινόταν καθόλου, η κρίση μπορεί να 'ρθε εντελώς φυσικά, μα μπορούσε επίσης και να περάσει εντελώς φυσικά, κι ο άρρωστος μπορεί να συνερχόταν. Ας υποθέσουμε πως δεν έγινε καλά, μα ωστόσο πως είχε συνέλθει όπως συμβαίνει στην επιληψία. Η κατηγορούσα αρχή ρωτάει: Πού είναι η στιγμή που ο Σμερντιακόβ έκανε το φόνο; Μα το να υποδείξει κανείς αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά εύκολο. Μπορούσε να ξυπνήσει και να σηκωθεί απ' το βαθύ του ύπνο (γιατί κοιμότανε μονάχα: μετά τις κρίσεις της επιληψίας πάντα επέρχεται βαθύς ύπνος), ίσα-ίσα κείνη τη στιγμή, όταν ο γερο-Γρηγόρης, αρπάζοντας απ' το πόδι τον κατηγορούμενο που έφευγε, ούρλιαξε σ' όλη τη γειτονιά: “Πατροκτόνε!" Αυτή η ασυνήθιστη κραυγή στην ησυχία και στο σκοτάδι μπορούσε να ξυπνήσει το Σμερντιακόβ που ο ύπνος του κείνη τη στιγμή ίσως να μην ήταν και τόσο βαθύς: από μιαν ώρα πριν ήταν φυσικό ν' αρχίσει να ξυπνάει. Σηκώνεται απ' το κρεβάτι και πηγαίνει, σχεδόν ασυναίσθητα και χωρίς κανένα σκοπό, να δει τι συμβαίνει. Στο αρρωστημένο κεφάλι του επικρατεί ακόμα μια θολούρα, η σκέψη του είναι ακόμα ναρκωμένη, μα να τος στον κήπο, πλησιάζει στα φωτισμένα παράθυρα κι ακούει τη φοβερή είδηση από τον κύριό του, που βέβαια χάρηκε σαν τον είδε. Η σκέψη ανάβει μονομιάς στο κεφάλι του. Απ' τον τρομαγμένο κύριο μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες. Και να που σιγά-σιγά, στο σαλεμένο κι άρρωστο μυαλό του, σχηματίζεται η σκέψη —φοβερή μα ελκυστική κι ακαταμάχητα λογική: Να σκοτώσει, να πάρει τις τρεις χιλιάδες και να τα ρίξει όλα ύστερα στο γιο του αφεντικού. Μα και ποιον άλλον θα μπορούσαν να υποπτευθούν, ποιον άλλον να κατηγορήσουν αν όχι το αρχοντόπουλο μια κι όλες οι ενδείξεις λένε πως ήταν εδώ; Η τρομερή δίψα των χρημάτων, της λείας, μπορεί να του συνεπήρε την ψυχή, μαζί με τη σκέψη τη ατιμωρησίας. Ω, αυτές οι αναπάντεχες κι ακατανίκητες ροπές τόσο συχνά έρχονται όταν τύχει η ευκαιρία και, το κυριότερο, έρχονται αναπάντεχα σε τέτοιους φονιάδες που πριν από 'να λεπτό δεν ξέρανε ακόμα πως θα θελήσουν να σκοτώσουν! Και να που ο Σμερντιακόβ μπορούσε να μπει στου κυρίου του και να εκτελέσει το σχέδιό του με τι, με ποιο όπλο —μα με την πρώτη πέτρα που βρήκε στον κήπο. Μα γιατί λοιπόν; Με ποιο σκοπό; Μα οι τρεις χιλιάδες είναι η καριέρα του. Ω! δεν αντιφάσκω: Τα λεφτά μπορεί να 'ταν και να υπήρχαν. Και μάλιστα ίσως μονάχα ο Σμερντιακόβ να 'ξερε πού να τα βρει, πού ακριβώς τα 'χε βάλει τ' αφεντικό του. “Καλά, και το περίβλημα των χρημάτων, ο σκισμένος φάκελος που βρέθηκε στο πάτωμα;” Πριν από λίγο, όταν ο κατήγορος μιλώντας γι' αυτόν το φάκελο εξέθεσε την εξαιρετικά λεπτή σκέψη πως μονάχα ένας άπειρος κλέφτης μπορούσε να τον αφήσει στο πάτωμα, ακριβώς όπως ο Καραμάζοβ, και ποτέ ο Σμερντιακόβ που ποτέ δε θ' άφηνε εναντίον του μια τέτοια ένδειξη, —πριν από λίγο, κύριοι ένορκοι, εγώ, ακούγοντας αυτό, αισθάνθηκα ξαφνικά πως ακούω κάτι εξαιρετικά γνωστό. Και φανταστείτε, αυτόν ακριβώς το συλλογισμό, αυτή την υποψία για το πώς θα μπορούσε να συμπεριφερόταν ο Καραμάζοβ με το φάκελο, εγώ την άκουσα δυο μέρες πριν απ' τον ίδιο το Σμερντιακόβ. Κι όχι μονάχα αυτό μα με εξέπληξε: Μου φάνηκε πως κάνει τον αφελή, προτρέχει, μου φορτώνει αυτή τη σκέψη για να βγάλω και γω το ίδιο συμπέρασμα, και σα να μου την υποβάλλει. Μήπως άραγε υπέβαλε αυτή την αντίληψη και στην ανάκριση; Μήπως τη φόρτωσε και στον διακεκριμένο κατήγορο; Θα μου πουν: Κι η γριά γυναίκα του Γρηγόρη; Αυτή άκουγε όλη τη νύχτα τον άρρωστο να βογγάει δίπλα της. Μάλιστα, άκουγε- μα αυτό το επιχείρημα είναι υπερβολικά ασταθές. Ήξερα μια κυρία που παραπονιόταν πικρά πως δεν την άφηνε όλη τη νύχτα να κοιμηθεί ένα σκυλάκι που γαύγιζε στην αυλή της. Ε, λοιπόν, το καημένο το σκυλί, όπως έμαθα, δε γαύγιζε παρά δυο τρεις φορές όλη τη νύχτα. Κι αυτό είναι φυσικό- ο άνθρωπος κοιμάται και ξαφνικά ακούει ένα βογγητά, ξυπνάει θυμωμένος που τον ξυπνήσανε μα ξανακοιμάται αμέσως. Σε δυο ώρες πάλι βογγητά, πάλι ξυπνάει και ξανακοιμάται, τέλος, άλλη μια φορά και πάλι ύστερ' από δυο ώρες, όλο κι όλο τη νύχτα κάπου τρεις φορές. Το πρωί ο άνθρωπος ξυπνάει και παραπονιέται πως κάποιος βογγούσε όλη τη νύχτα και δεν τον άφησε να κλείσει μάτι. Μα έτσι και πρέπει να του φανεί. Τα διαστήματα του ύπνου, από δυο ώρες το καθένα, τα κοιμήθηκε και δεν τα θυμάται, μα θυμάται μονάχα τις στιγμές που ξυπνούσε, και του φαίνεται λοιπόν πως τον ξυπνάγανε όλη νύχτα. Μα γιατί, γιατί, αναφωνεί η κατηγορούσα αρχή, ο Σμερντιακόβ δεν ομολόγησε στο επιθανάτιο σημείωμά του; “Για το ένα λέει, έφτασε η συνείδηση, για τ' άλλο όχι”. Μα επιτρέψτε μου, συνείδηση, αυτό είναι πια μετάνοια, όμως ο αυτόχειρας μπορεί να μη μετάνιωσε καθόλου, μονάχα ν' απελπίστηκε. Η μετάνοια κι η απελπισία είναι δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Η απελπισία μπορεί να 'ναι μοχθηρή και αδιάλλακτη, ο αυτόχειρας μπορεί τη στιγμή που σκοτωνόταν να μισούσε διπλά κείνους που φθονούσε σ' όλη του τη ζωή. Κύριοι ένορκοι, προσέξτε μη διαπράξετε δικαστική πλάνη! Τι, τι το αναληθοφανές υπάρχει σ' όλ' αυτά που σας παρουσίασα και περιέγραψα; Βρείτε μια πλάνη στην έκθεσή μου, βρείτε κάτι το αδύνατο, το παράλογο. Μα αν υπάρχει έστω και σκιά πιθανότητας, έστω και σκιά αληθοφάνειας στις υποθέσεις μου —φυλαχτείτε απ' το να καταδικάσετε. Μα εδώ μήπως είναι μονάχα σκιά; Ορκίζομαι σε ό,τι ιερό και όσιο πως πιστεύω απόλυτα σε ό,τι σας είπα τώρα, στη δική μου εκδοχή για το φόνο. Και το σπουδαιότερο, το σπουδαιότερο, με κάνει και τα χάνω και με κάνει να παραφέρομαι διαρκώς η ίδια σκέψη πως απ' τον όγκο των γεγονότων που φόρτωσε στον κατηγορούμενο η κατηγορούσα αρχή, δεν υπάρχει ούτε ένα που να 'ναι κάπως ακριβές κι ακαταμάχητο, μα πως χάνεται ο δύστυχος μονάχα απ' τη συρροή αυτών των γεγονότων. Μα αυτή η συρροή είναι φριχτή: Αυτό το αίμα, αυτό το αίμα που στάζει απ' τα δάχτυλα, τα ματωμένα ρούχα, η σκοτεινή νύχτα, όπου ακούγεται η κραυγή “πατροκτόνε”! και κείνος που φώναξε να πέφτει με σπασμένο το κεφάλι, κι ύστερα αυτό το πλήθος των λόγων, των καταθέσεων, των χειρονομιών, των κραυγών. —Ω, όλ' αυτά επιδρούν τόσο πολύ, μπορεί να επηρεάσουν τόσο εύκολα την πεποίθηση, μα τις δικές σας πεποιθήσεις, τις δικές σας πεποιθήσεις τάχα, κύριοι ένορκοι, μπορούν να τις επηρεάσουν; Θυμηθείτε πως σας έχει δοθεί απεριόριστη εξουσία, εξουσία του δεσμείν και λύειν. Μα όσο πιο μεγάλη είναι η εξουσία τόσο πιο τρομερή η διαχείρισή της! Εγώ ούτε κατά ένα γιώτα δεν υποχωρώ σ' αυτά που είπα, μα ας είναι, ας συμφωνήσω και γω προς στιγμήν με την κατηγορία πως ο δυστυχισμένος πελάτης μου έβαψε τα χέρια του στο αίμα του πατέρα του. Αυτό είναι, το ξαναλέω, μια υπόθεση μονάχα, εγώ ούτε για μια στιγμή δεν αμφιβάλλω για την αθωότητά του, μα ας είναι, θα υποθέσω πως ο κατηγορούμενος είναι ένοχος πατροκτονίας, μα ακούστε με ωστόσο, κι αν ακόμα παραδεχόμουνα μια τέτοια υπόθεση, έχω στην καρδιά μου κάτι που πρέπει να σας το εκφράσω γιατί προαισθάνομαι πως και στη δική σας καρδιά και στη δική σας ψυχή γίνεται μια τρομερή πάλη... Συγχωρέστε μου αυτά τα λόγια, κύριοι ένορκοι, για την καρδιά και τη ψυχή σας. Μα θέλω να είμαι αληθινός και ειλικρινής ως το τέλος. Ας είμαστε λοιπόν όλοι ειλικρινείς!...»

Σ' αυτό το σημείο το συνήγορο τον διακόψανε αρκετά δυνατά χειροκροτήματα. Πραγματικά τα τελευταία του λόγια τα πρόφερε μ' έναν τόνο τόσο ειλικρινά συγκινημένο που όλοι αισθάνθηκαν πως πραγματικά έχει κάτι να πει και πως αυτό που θα πει τώρα είναι και το πιο σπουδαίο. Μα ο πρόεδρος, μόλις άκουσε τα χειροκροτήματα, απείλησε ότι θα «εκκενώσει» την αίθουσα αν επαναληφθεί άλλη μια φορά «κάτι παρόμοιο». Έγινε άκρα σιωπή κι ο Φετιουκόβιτς άρχισε με μια καινούργια υποβλητική φωνή, εντελώς διαφορετική απ' αυτήν που χρησιμοποιούσε ως τώρα.


12. XII. Μα και δολοφονία δεν υπήρξε

Επιτρέψτε μου, κύριοι ένορκοι, εδώ πρόκειται για μιαν ανθρώπινη ζωή και πρέπει να 'μαστε προσεχτικότεροι. Ακούσαμε πως η ίδια η κατηγορούσα αρχή δήλωσε ότι ως την τελευταία μέρα, ως τα σήμερα, ως την ημέρα της δίκης, δίσταζε να καταλογίσει στον πελάτη μου πλήρη προμελέτη του φόνου, αμφέβαλλε ως αυτό το μοιραίο “μεθυσμένο” γράμμα, που προσεκόμισαν σήμερα στο δικαστήριο. “Έγινε κατά γράμμα!” Μα και πάλι το ξαναλέω: Μήπως δεν έτρεξε μόνο και μόνο για να τη βρει, για να μάθει πού βρίσκεται; Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Αν τυχόν εκείνη βρισκόταν στο σπίτι της, πουθενά δε θα 'τρεχε, μα θα 'μενε κοντά της και δε θα 'κανε κείνο που υποσχέθηκε στο γράμμα. Έτρεξε τυχαία και απρόοπτα κι όσο για το “μεθυσμένο” γράμμα του καθόλου ίσως να μην το θυμόταν τότε. “Πήρε μαζί του, λέει, το γουδοχέρι” —και θυμάστε πως μονάχα απ' αυτό το γουδοχέρι εκμαιεύσανε ολόκληρη ψυχολογία: Γιατί θεώρησε το γουδοχέρι σαν όπλο, γιατί τ' άρπαξε ν' οπλιστεί μ' αυτό κ.τ.λ. κ.τ.λ. Εδώ μου 'ρχεται στο νου η πιο κοινή σκέψη: Τι θα γινόταν αν αυτό το γουδοχέρι δε βρισκόταν σε εμφανές μέρος πάνω στο ράφι απ' όπου τ' άρπαξε ο κατηγορούμενος μα ήταν κλεισμένο στο ντουλάπι —τότε δε θα 'πεφτε στο μάτι του κατηγορουμένου και θα 'φευγε χωρίς όπλο, με άδεια χέρια, και τότε ίσως να μη σκότωνε κανέναν. Από πού κι ώς πού λοιπόν μπορώ να θεωρήσω το γουδοχέρι σαν απόδειξη εξοπλισμού και προμελέτης; Ναι, μα αυτός φώναζε στις ταβέρνες πως θα σκοτώσει τον πατέρα, και δυο μέρες πριν, εκείνο το βράδυ που έγραψε το μεθυσμένο του γράμμα, ήταν ήσυχος και μάλωσε μονάχα μ' έναν εμποροϋπάλληλο γιατί, βλέπετε, ένας Καραμάζοβ δεν μπορεί να μην τσακωθεί με κάποιον. Και γω θ' απαντήσω πως αν είχε προμελετήσει ένα τέτοιο έγκλημα, και μάλιστα αν είχε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, τότε σίγουρα δε θα μάλωνε ούτε με τον υπάλληλο, μα ίσως και στην ταβέρνα να μην έμπαινε καθόλου, γιατί μια ψυχή που έβαλε στο νου της μια τέτοια δουλειά, γυρεύει την ησυχία, την αφάνεια και την εξαφάνιση για να μην τη δουν και να μην την ακούσουν: “Ξεχάστε με, αν μπορείτε”, κι αυτό όχι μονάχα από υπολογισμό μα κι από ένστικτο. Κύριοι ένορκοι, η ψυχολογία είναι δίκοπο μαχαίρι και μεις επίσης ξέρουμε να καταλαβαίνουμε την ψυχολογία. Όσο γι' αυτές όλες τις φωνές στις ταβέρνες όλον αυτό το μήνα, λίγες φορές τάχα φωνάζουν τα παιδιά κι οι μεθυσμένοι γλεντζέδες όταν βγαίνουν απ' τις ταβέρνες και βρίζονται μεταξύ τους: “θα σε σκοτώσω”, μα δε σκοτώνουν; Μα και τούτο το μοιραίο γράμμα δεν είναι κι αυτό προϊόν μεθυσμένου ερεθισμού, δεν είναι η κραυγή ενός ανθρώπου που βγαίνει απ' την ταβέρνα και φωνάζει: “πίσω και σας έφαγα! Σας έφαγα όλους!”; Γιατί να μην είναι έτσι; Γιατί δεν μπορεί να 'γινε έτσι; Γιατί αυτό το γράμμα να είναι μοιραίο, γιατί απεναντίας να μην είναι γελοίο; Μα ακριβώς γιατί βρέθηκε το πτώμα του πατέρα, γιατί ένας μάρτυρας είδε τον κατηγορούμενο στον κήπο να τρέχει οπλισμένος, και χτυπήθηκε κι ο ίδιος απ' αυτόν, θα πει πως όλα γίνανε κατά γράμμα, και γι' αυτό τούτο το γράμμα δεν είναι γελοίο μα μοιραίο. Δόξα τω Θεώ, φτάσαμε στο σημείο: “Ήταν στον κήπο, άρα σκότωσε”. Σ' αυτές τις δυο λεξούλες: ήταν και άρα περιέχεται ολόκληρη η κατηγορία —“ήταν, άρα”. Κι αν όχι άρα παρ' όλο που ήταν; Ω, είμαι σύμφωνος πως η συρροή των γεγονότων, η σύμπτωση των γεγονότων είναι αρκετά εύγλωττη. Μα εξετάστε ωστόσο όλ' αυτά τα γεγονότα χωριστά, χωρίς να σας επηρεάζει η συρροή τους: Γιατί λόγου χάρη η κατηγορούσα αρχή με κανέναν τρόπο δε θέλει να παραδεχτεί την αλήθεια της κατάθεσης του κατηγορουμένου πως απομακρύνθηκε απ' το παράθυρο του πατέρα του; Θυμηθείτε και τους σαρκασμούς ακόμα όπου παρασύρθηκε εδώ η κατηγορία αναφορικά με το σεβασμό και τα “ευσεβή” αισθήματα που κυρίευσαν ξάφνου την ψυχή του δολοφόνου. Κι αν πραγματικά παρουσιάστηκε εδώ κάτι παρόμοιο, δηλαδή αν όχι σεβασμός μα τουλάχιστον κάποια ευσέβεια; “Θα πρέπει να προσευχήθηκε η μητέρα μου αυτή τη στιγμή για μένα”, καταθέτει στην ανάκριση ο κατηγορούμενος, και να που έφυγε μόλις βεβαιώθηκε πως η Σβετλόβα δεν είναι στο σπίτι του πατέρα του. “Μα δεν μπορούσε να βεβαιωθεί απ' το παράθυρο", μας αντιλέει η κατηγορία. Και γιατί δεν μπορούσε; Δεν του άνοιξαν τάχα το παράθυρο όταν χτύπησε συνθηματικά; Εδώ μπορεί ο Φιόντορ Παύλοβιτς να πρόφερε καμιά λέξη, μπορεί να του ξέφυγε καμιά κραυγή —κι ο κατηγορούμενος μπορούσε ξάφνου να βεβαιωθεί πως η Σβετλόβα δεν ήταν εκεί. Γιατί απαραίτητα πρέπει να υποθέτουμε όπως φανταζόμαστε, όπως προαποφασίσαμε να φανταζόμαστε; Στην πραγματικότητα μπορούν να συμβούν χίλια δυό πράγματα που ξεφεύγουν κι απ' τον πιο λεπτό μυθιστοριογράφο. “Ναι, μα ο Γρηγόρης είδε την πόρτα ανοιχτή, και κατά συνέπεια είναι σίγουρο πως ο κατηγορούμενος μπήκε μέσα στο σπίτι, και κατά συνέπεια σκότωσε κιόλας": Γι' αυτή την πόρτα, κύριοι ένορκοι... Βλέπετε, γι' αυτή την ανοιχτή πόρτα μαρτυρεί μονάχα ένα πρόσωπο, που ήταν όμως σε τέτοια κατάσταση κείνη την ώρα που... Μα ας ήταν, ας ήταν ανοιχτή η πόρτα, ας είπε ψέματα ο κατηγορούμενος, είπε ψέματα από αίσθημα αυτοάμυνας τόσο κατανοητής στην κατάστησή του, ας μπήκε, ας μπήκε στο σπίτι, ήταν στο σπίτι —ε, και τι μ' αυτό; Είναι απαραίτητο δηλαδή επειδή μπήκε να σκότωσε κιόλας; Μπορεί να όρμησε μέσα, να 'τρεξε σ' όλα τα δωμάτια, να 'σπρωξε τον πατέρα του, μπορεί μάλιστα να χτύπησε τον πατέρα του, μα αφού βεβαιώθηκε πως η Σβετλόβα δεν ήταν εκεί, έφυγε τρέχοντας, χαρούμενος που δεν ήταν και που έφευγε χωρίς να σκοτώσει τον πατέρα του. Γι' αυτό ακριβώς, ύστερ' από 'να λεπτό, ίσως και να πήδησε κάτω απ' το φράχτη, στο Γρηγόρη που τον τραυμάτισε πάνω στην έξαψή του επειδή ήταν σε θέση να αισθανθεί αίσθημα αγνό, αίσθημα συμπόνιας και οίκτου γιατί ξέφυγε απ' τον πειρασμό να σκοτώσει τον πατέρα του, γιατί αισθανόταν μέσα του καθαρή και χαρούμενη την καρδιά του που δε σκότωσε τον πατέρα. Εύγλωττα μέχρι φρίκης μάς περιγράφει η κατηγορούσα αρχή την κατάσταση του κατηγορουμένου στο χωριό Μόκρογιε, όταν ο έρωτας ξανοίχτηκε μπροστά του προσκαλώντας τον σε καινούργια ζωή, όταν δεν του επιτρεπόταν πια ν' αγαπήσει γιατί είχε πίσω του το αιμόφυρτο πτώμα του πατέρα του, και πέρα απ' αυτό την τιμωρία. Κι όμως ο κατήγορος παραδέχτηκε τον έρωτα που τον εξήγησε με τη δική του ψυχολογία: “Μεθυσμένος, λέει... τον κακούργο τον πάνε στη κρεμάλα... έχουμε καιρό ακόμα κ.τ.λ, κ.τ.λ.” Μα μήπως τάχα δημιουργήσατε άλλο πρόσωπο, κύριε κατήγορε, σας ερωτώ και πάλι; Τόσο, τόσο πολύ άξεστος και άκαρδος είναι ο κατηγορούμενος που μπορούσε να σκέφτεται κείνη τη στιγμή τον έρωτα και τις πονηριές μπροστά στο δικαστήριο αν πραγματικά τον βάραινε το αίμα του πατέρα του; Όχι, όχι και πάλι όχι! Μόλις αποκαλύφθηκε πως εκείνη τον αγαπάει, τον καλεί μαζί της, του υπόσχεται καινούργια ευτυχία —ω, ορκίζομαι πως θα 'πρεπε να αισθανθεί τότε διπλή και τριπλή ανάγκη ν' αυτοκτονήσει, και θ' αυτοκτονούσε οπωσδήποτε, αν πίσω του κειτόταν το πτώμα του πατέρα του! Ω, όχι, δε θα ξέχναγε πού βρίσκονται τα πιστόλια του! Τον ξέρω καλά τον κατηγορούμενο: η άγρια, η πέτρινη αναισθησία που του προσάπτει η κατηγορία δε συμβιβάζεται με το χαρακτήρα του. Θ' αυτοκτονούσε, αυτό είναι σίγουρο. Δε σκοτώθηκε γιατί η μητέρα του προσευχήθηκε γι' αυτόν κι η καρδιά του ήταν αθώα για το αίμα του πατέρα. Βασανιζόταν, θλιβόταν κείνη τη νύχτα στο Μόκρογιε μονάχα για το γερο-Γρηγόρη που χτύπησε, και παρακαλούσε μέσα του το Θεό να σηκωθεί ο γέρος και να ξανάβρει τις αισθήσεις του, να 'ναι το χτύπημά του όχι θανατηφόρο, και να παρέλθει η τιμωρία. Γιατί να μην παραδεχτούμε μια τέτοια άποψη; Ποια σίγουρη απόδειξη έχουμε πως ο κατηγορούμενος μας λέει ψέματα; Μα να που θα μας δείξουν αμέσως το πτώμα του πατέρα: αυτός βγήκε έξω τρέχοντας, δε σκότωσε, τότε ποιος σκότωσε λοιπόν το γέρο;

»Το ξαναλέω πως αυτή είναι όλη η λογική της κατηγορίας: Ποιος σκότωσε αν όχι αυτός; Δεν υπάρχει άλλος, λέει, να βάλουμε στη θέση του. Κύριοι ένορκοι, έτσι είναι τάχα; Στ' αλήθεια λοιπόν πραγματικά δεν υπάρχει κανένας, μα κανένας να κατηγορήσουμε; Ακούσαμε πως η κατηγορία απαρίθμησε όλους όσοι ήταν και πέρασαν κείνη την νύχτα απ' το σπίτι. Βρήκε πέντε πρόσωπα. Οι τρεις τους, συμφωνώ και γω, είναι έξω από κάθε υποψία: Ο ένας ο σκοτωμένος, ο Γρηγόρης κι η γυναίκα του. Μένουν συνεπώς ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ και να που ο κατήγορος με πάθος αναφωνεί πως ο κατηγορούμενος υποδείχνει το Σμερντιακόβ επειδή δεν έχει κανέναν άλλον να υποδείξει, πως αν υπήρχε κανένας άλλος έκτος, ακόμα κι η σκιά κανενός άλλου έκτου, τότε ο κατηγορούμενος ο ίδιος θα 'παυε να κατηγορεί το Σμερντιακόβ γιατί θα ντρεπότανε και θα κατέθετε ενάντια σ' αυτόν τον έκτο. Μα, κύριοι ένορκοι, για ποιο λόγο δε θα μπορούσα να συμπεράνω εντελώς το αντίθετο; Υπάρχουν δυο: ο κατηγορούμενος κι ο Σμερντιακόβ —γιατί λοιπόν να μην πω πως κατηγορείτε τον πελάτη μου επειδή δεν έχετε κανέναν άλλο να κατηγορήσετε; Και δεν υπάρχει μόνο και μόνο γιατί εσείς εντελώς προκατειλημμένα εξαιρέσατε το Σμερντιακόβ από κάθε υποψία. Ναι, είναι αλήθεια πως ενάντια στο Σμερντιακόβ καταθέτουν μονάχα ο κατηγορούμενος, οι δυο αδερφοί του, η Σβετλόβα και κανένας άλλος. Μα υπάρχει ωστόσο και κάτι άλλο που καταθέτει: Αυτό είναι η κάποια, αν κι ακαθόριστη, ζύμωση μέσα στην κοινωνία, κάποιες υποψίες, ακούγεται κάποια συγκεχυμένη φήμη, αισθάνεται κανείς πως υπάρχει κάποια προσμονή. Τέλος μαρτυρεί και κάποια αντιπαράθεση γεγονότων εξαιρετικά χαρακτηριστική, αν και παραδέχομαι πως είναι αόριστη: Πρώτα-πρώτα αυτή η κρίση της επιληψίας ακριβώς την ημέρα της καταστροφής, η κρίση που για κάποιο λόγο με τόση φροντίδα ήταν αναγκασμένος να υπερασπίσει και να τη δικαιολογήσει ο κατήγορος. Ύστερα είναι αυτή η αναπάντεχη αυτοκτονία του Σμερντιακόβ την παραμονή της δίκης. Ύστερα η όχι λιγότερο αναπάντεχη κατάθεση του μεγαλύτερου αδερφού του κατηγορουμένου, που έγινε σήμερα στη δίκη, αυτού που πίστευε ως τα τώρα στην ενοχή του αδερφού του και ξάφνου μας φέρνει τα λεφτά λέγοντας πως ο Σμερντιακόβ είναι ο δολοφόνος! Ω, είμαι απόλυτα βέβαιος μαζί με το δικαστήριο και την εισαγγελία πως ο Ιβάν Φιοντόροβιτς είναι άρρωστος κι έχει εγκεφαλικό πυρετό, πως η κατάθεσή του πραγματικά ίσως να 'ταν μια απελπισμένη απόπειρα που τη σκέφτηκε μέσα στο παραλήρημα για να σώσει τον αδερφό του ρίχνοντας τα σ' ένα νεκρό. Μα ωστόσο και πάλι προφέρθηκε τ' όνομα του Σμερντιακόβ, και πάλι σα ν' ακούγεται κάτι αινιγματικό. Λες και κάτι δεν έχει ειπωθεί εδώ ως το τέλος, κύριοι ένορκοι, και δεν έχει τελειώσει. Κι ίσως ακόμα να ειπωθεί. Μα αυτό ας τ' αφήσουμε ακόμα, ας τ' αφήσουμε γι' αργότερα. Το δικαστήριο πριν από λίγο αποφάσισε να εξακολουθήσει τη συνεδρίαση, μα τώρα προς τον παρόν είναι σ' αναμονή· εγώ θα μπορούσα ωστόσο κάτι να παρατηρήσω λόγου χάρη όσον αφορά το χαρακτήρα του μακαρίτη Σμερντιακόβ, που με τόση λεπτότητα και τόσο ταλέντο σκιαγράφησε ο κατήγορος. Μα παρ' όλο το θαυμασμό μου για το ταλέντο του, δεν μπορώ ωστόσο να συμφωνήσω απόλυτα με την ουσία του χαρακτηρισμού. Πήγα στο Σμερντιακόβ, τον είδα και μίλησα μαζί του, μου 'κανε εντελώς διαφορετική εντύπωση. Η υγεία του δεν ήταν καλή, αυτό ήταν αλήθεια, μα στο χαρακτήρα, στην καρδιά, —ω όχι, αυτός δεν ήταν καθόλου τόσο αδύναμος άνθρωπος όπως συμπέρανε γι' αυτόν η κατηγορούσα αρχή. Ιδιαίτερα δε βρήκα μέσα του δειλία, κείνη τη δειλία που τόσο χαρακτηριστικά μας περιέγραψε ο κατήγορος. Ούτε αφέλεια είχε καθόλου· απεναντίας, εγώ βρήκα τρομερή δυσπιστία που κρυβόταν κάτω απ' την αφέλεια, κι ένα μυαλό που ήταν ικανό να καταλαβαίνει πάρα πολλά. Ω, η κατηγορούσα αρχή πολύ αφελώς θεώρησε πως έχει αδύνατο μυαλό. Εμένα μου 'κανε μιαν εντύπωση εντελώς ξεκάθαρη: έφυγα με την πεποίθηση πως αυτό το πλάσμα είναι μοχθηρό, άμετρα φιλόδοξο, εκδικητικό και υπερβολικά ζηλόφθονο. Μάζεψα μερικές πληροφορίες: μισούσε την καταγωγή του, τη ντρεπότανε και θυμόταν τρίζοντας τα δόντια του πως “βγήκε απ' την Σμερντιάστσαγια". Στον υπηρέτη Γρηγόρη και στη γυναίκα του, που τον είχαν ευεργετήσει όταν ήταν παιδί, δεν είχε κανένα σεβασμό. Τη Ρωσία την καταριόταν και την κορόιδευε. Ονειρευόταν να πάει στη Γαλλία με σκοπό να γίνει Γάλλος. Το 'λεγε πολλές φορές από πριν ακόμα πως γι' αυτό δεν του φτάνουν τα μέσα. Μου φαίνεται πως δεν αγαπούσε κανέναν εκτός απ' τον εαυτό του, εκτιμούσε δε τον εαυτό του πάρα πολύ, μέχρι παραξενιάς. Τον πολιτισμό τον έβλεπε στο καλό κουστούμι, στα καθαρά μανικέτια και στα καλογυαλισμένα παπούτσια. Θεωρώντας ο ίδιος τον εαυτό του (και γι' αυτό υπάρχουν αποδείξεις) νόθο γιο του Φιόντορ Παύλοβιτς, μπορεί να μισούσε την κατάστασή του σε σύγκριση με τα νόμιμα παιδιά του κυρίου του: Αυτοί θα τα παίρνανε όλα κι αυτός τίποτα, σ' αυτούς όλα τα δικαιώματα, όλη η κληρονομιά, κι αυτός μονάχα μάγειρας. Μου 'κανε γνωστό πως αυτός ο ίδιος μαζί με το Φιόντορ Παύλοβιτς έβαλε τα λεφτά στο φάκελο. Ο προορισμός αυτού του ποσού (ποσού που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την καριέρα του) του ήταν βέβαια μισητός. Επιπλέον είχε δει τις τρεις χιλιάδες ρούβλια όλα σε κολλαριστά κατοστάρικα (γι' αυτό τον ρώτησα επίτηδες). Ω, μη δείχνετε ποτέ σ' ένα ζηλόφθονο κι εγωιστή πολλά λεφτά, κι αυτός για πρώτη φορά είδε ένα τέτοιο ποσό στα χέρια ενός ανθρώπου. Η εντύπωση που του 'κανε αυτό το χρηματόδεμα θα μπορούσε να προκαλέσει νοσηρό αντίχτυπο στη φαντασία του, χωρίς προς το παρόν καμιά συνέπεια. Ο διακεκριμένος κατήγορος με ασυνήθιστη λεπτότητα μας περιέγραψε όλα τα υπέρ και τα κατά της πιθανότητας της ενοχής του Σμερντιακόβ επιμένοντας ιδιαίτερα στο εξής: Για ποιο λόγο αυτός να υποκριθεί πως έπαθε κρίση επιληψίας; Ναι, μα μπορεί να μην υποκρινόταν καθόλου, η κρίση μπορεί να 'ρθε εντελώς φυσικά, μα μπορούσε επίσης και να περάσει εντελώς φυσικά, κι ο άρρωστος μπορεί να συνερχόταν. Ας υποθέσουμε πως δεν έγινε καλά, μα ωστόσο πως είχε συνέλθει όπως συμβαίνει στην επιληψία. Η κατηγορούσα αρχή ρωτάει: Πού είναι η στιγμή που ο Σμερντιακόβ έκανε το φόνο; Μα το να υποδείξει κανείς αυτή τη στιγμή είναι εξαιρετικά εύκολο. Μπορούσε να ξυπνήσει και να σηκωθεί απ' το βαθύ του ύπνο (γιατί κοιμότανε μονάχα: μετά τις κρίσεις της επιληψίας πάντα επέρχεται βαθύς ύπνος), ίσα-ίσα κείνη τη στιγμή, όταν ο γερο-Γρηγόρης, αρπάζοντας απ' το πόδι τον κατηγορούμενο που έφευγε, ούρλιαξε σ' όλη τη γειτονιά: “Πατροκτόνε!" Αυτή η ασυνήθιστη κραυγή στην ησυχία και στο σκοτάδι μπορούσε να ξυπνήσει το Σμερντιακόβ που ο ύπνος του κείνη τη στιγμή ίσως να μην ήταν και τόσο βαθύς: από μιαν ώρα πριν ήταν φυσικό ν' αρχίσει να ξυπνάει. Σηκώνεται απ' το κρεβάτι και πηγαίνει, σχεδόν ασυναίσθητα και χωρίς κανένα σκοπό, να δει τι συμβαίνει. Στο αρρωστημένο κεφάλι του επικρατεί ακόμα μια θολούρα, η σκέψη του είναι ακόμα ναρκωμένη, μα να τος στον κήπο, πλησιάζει στα φωτισμένα παράθυρα κι ακούει τη φοβερή είδηση από τον κύριό του, που βέβαια χάρηκε σαν τον είδε. Η σκέψη ανάβει μονομιάς στο κεφάλι του. Απ' τον τρομαγμένο κύριο μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες. Και να που σιγά-σιγά, στο σαλεμένο κι άρρωστο μυαλό του, σχηματίζεται η σκέψη —φοβερή μα ελκυστική κι ακαταμάχητα λογική: Να σκοτώσει, να πάρει τις τρεις χιλιάδες και να τα ρίξει όλα ύστερα στο γιο του αφεντικού. Μα και ποιον άλλον θα μπορούσαν να υποπτευθούν, ποιον άλλον να κατηγορήσουν αν όχι το αρχοντόπουλο μια κι όλες οι ενδείξεις λένε πως ήταν εδώ; Η τρομερή δίψα των χρημάτων, της λείας, μπορεί να του συνεπήρε την ψυχή, μαζί με τη σκέψη τη ατιμωρησίας. Ω, αυτές οι αναπάντεχες κι ακατανίκητες ροπές τόσο συχνά έρχονται όταν τύχει η ευκαιρία και, το κυριότερο, έρχονται αναπάντεχα σε τέτοιους φονιάδες που πριν από 'να λεπτό δεν ξέρανε ακόμα πως θα θελήσουν να σκοτώσουν! Και να που ο Σμερντιακόβ μπορούσε να μπει στου κυρίου του και να εκτελέσει το σχέδιό του με τι, με ποιο όπλο —μα με την πρώτη πέτρα που βρήκε στον κήπο. Μα γιατί λοιπόν; Με ποιο σκοπό; Μα οι τρεις χιλιάδες είναι η καριέρα του. Ω! δεν αντιφάσκω: Τα λεφτά μπορεί να 'ταν και να υπήρχαν. Και μάλιστα ίσως μονάχα ο Σμερντιακόβ να 'ξερε πού να τα βρει, πού ακριβώς τα 'χε βάλει τ' αφεντικό του. “Καλά, και το περίβλημα των χρημάτων, ο σκισμένος φάκελος που βρέθηκε στο πάτωμα;” Πριν από λίγο, όταν ο κατήγορος μιλώντας γι' αυτόν το φάκελο εξέθεσε την εξαιρετικά λεπτή σκέψη πως μονάχα ένας άπειρος κλέφτης μπορούσε να τον αφήσει στο πάτωμα, ακριβώς όπως ο Καραμάζοβ, και ποτέ ο Σμερντιακόβ που ποτέ δε θ' άφηνε εναντίον του μια τέτοια ένδειξη, —πριν από λίγο, κύριοι ένορκοι, εγώ, ακούγοντας αυτό, αισθάνθηκα ξαφνικά πως ακούω κάτι εξαιρετικά γνωστό. Και φανταστείτε, αυτόν ακριβώς το συλλογισμό, αυτή την υποψία για το πώς θα μπορούσε να συμπεριφερόταν ο Καραμάζοβ με το φάκελο, εγώ την άκουσα δυο μέρες πριν απ' τον ίδιο το Σμερντιακόβ. Κι όχι μονάχα αυτό μα με εξέπληξε: Μου φάνηκε πως κάνει τον αφελή, προτρέχει, μου φορτώνει αυτή τη σκέψη για να βγάλω και γω το ίδιο συμπέρασμα, και σα να μου την υποβάλλει. Μήπως άραγε υπέβαλε αυτή την αντίληψη και στην ανάκριση; Μήπως τη φόρτωσε και στον διακεκριμένο κατήγορο; Θα μου πουν: Κι η γριά γυναίκα του Γρηγόρη; Αυτή άκουγε όλη τη νύχτα τον άρρωστο να βογγάει δίπλα της. Μάλιστα, άκουγε- μα αυτό το επιχείρημα είναι υπερβολικά ασταθές. Ήξερα μια κυρία που παραπονιόταν πικρά πως δεν την άφηνε όλη τη νύχτα να κοιμηθεί ένα σκυλάκι που γαύγιζε στην αυλή της. Ε, λοιπόν, το καημένο το σκυλί, όπως έμαθα, δε γαύγιζε παρά δυο τρεις φορές όλη τη νύχτα. Κι αυτό είναι φυσικό- ο άνθρωπος κοιμάται και ξαφνικά ακούει ένα βογγητά, ξυπνάει θυμωμένος που τον ξυπνήσανε μα ξανακοιμάται αμέσως. Σε δυο ώρες πάλι βογγητά, πάλι ξυπνάει και ξανακοιμάται, τέλος, άλλη μια φορά και πάλι ύστερ' από δυο ώρες, όλο κι όλο τη νύχτα κάπου τρεις φορές. Το πρωί ο άνθρωπος ξυπνάει και παραπονιέται πως κάποιος βογγούσε όλη τη νύχτα και δεν τον άφησε να κλείσει μάτι. Μα έτσι και πρέπει να του φανεί. Τα διαστήματα του ύπνου, από δυο ώρες το καθένα, τα κοιμήθηκε και δεν τα θυμάται, μα θυμάται μονάχα τις στιγμές που ξυπνούσε, και του φαίνεται λοιπόν πως τον ξυπνάγανε όλη νύχτα. Μα γιατί, γιατί, αναφωνεί η κατηγορούσα αρχή, ο Σμερντιακόβ δεν ομολόγησε στο επιθανάτιο σημείωμά του; “Για το ένα λέει, έφτασε η συνείδηση, για τ' άλλο όχι”. Μα επιτρέψτε μου, συνείδηση, αυτό είναι πια μετάνοια, όμως ο αυτόχειρας μπορεί να μη μετάνιωσε καθόλου, μονάχα ν' απελπίστηκε. Η μετάνοια κι η απελπισία είναι δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά. Η απελπισία μπορεί να 'ναι μοχθηρή και αδιάλλακτη, ο αυτόχειρας μπορεί τη στιγμή που σκοτωνόταν να μισούσε διπλά κείνους που φθονούσε σ' όλη του τη ζωή. Κύριοι ένορκοι, προσέξτε μη διαπράξετε δικαστική πλάνη! Τι, τι το αναληθοφανές υπάρχει σ' όλ' αυτά που σας παρουσίασα και περιέγραψα; Βρείτε μια πλάνη στην έκθεσή μου, βρείτε κάτι το αδύνατο, το παράλογο. Μα αν υπάρχει έστω και σκιά πιθανότητας, έστω και σκιά αληθοφάνειας στις υποθέσεις μου —φυλαχτείτε απ' το να καταδικάσετε. Μα εδώ μήπως είναι μονάχα σκιά; Ορκίζομαι σε ό,τι ιερό και όσιο πως πιστεύω απόλυτα σε ό,τι σας είπα τώρα, στη δική μου εκδοχή για το φόνο. Και το σπουδαιότερο, το σπουδαιότερο, με κάνει και τα χάνω και με κάνει να παραφέρομαι διαρκώς η ίδια σκέψη πως απ' τον όγκο των γεγονότων που φόρτωσε στον κατηγορούμενο η κατηγορούσα αρχή, δεν υπάρχει ούτε ένα που να 'ναι κάπως ακριβές κι ακαταμάχητο, μα πως χάνεται ο δύστυχος μονάχα απ' τη συρροή αυτών των γεγονότων. Μα αυτή η συρροή είναι φριχτή: Αυτό το αίμα, αυτό το αίμα που στάζει απ' τα δάχτυλα, τα ματωμένα ρούχα, η σκοτεινή νύχτα, όπου ακούγεται η κραυγή “πατροκτόνε”! και κείνος που φώναξε να πέφτει με σπασμένο το κεφάλι, κι ύστερα αυτό το πλήθος των λόγων, των καταθέσεων, των χειρονομιών, των κραυγών. —Ω, όλ' αυτά επιδρούν τόσο πολύ, μπορεί να επηρεάσουν τόσο εύκολα την πεποίθηση, μα τις δικές σας πεποιθήσεις, τις δικές σας πεποιθήσεις τάχα, κύριοι ένορκοι, μπορούν να τις επηρεάσουν; Θυμηθείτε πως σας έχει δοθεί απεριόριστη εξουσία, εξουσία του δεσμείν και λύειν. Μα όσο πιο μεγάλη είναι η εξουσία τόσο πιο τρομερή η διαχείρισή της! Εγώ ούτε κατά ένα γιώτα δεν υποχωρώ σ' αυτά που είπα, μα ας είναι, ας συμφωνήσω και γω προς στιγμήν με την κατηγορία πως ο δυστυχισμένος πελάτης μου έβαψε τα χέρια του στο αίμα του πατέρα του. Αυτό είναι, το ξαναλέω, μια υπόθεση μονάχα, εγώ ούτε για μια στιγμή δεν αμφιβάλλω για την αθωότητά του, μα ας είναι, θα υποθέσω πως ο κατηγορούμενος είναι ένοχος πατροκτονίας, μα ακούστε με ωστόσο, κι αν ακόμα παραδεχόμουνα μια τέτοια υπόθεση, έχω στην καρδιά μου κάτι που πρέπει να σας το εκφράσω γιατί προαισθάνομαι πως και στη δική σας καρδιά και στη δική σας ψυχή γίνεται μια τρομερή πάλη... Συγχωρέστε μου αυτά τα λόγια, κύριοι ένορκοι, για την καρδιά και τη ψυχή σας. Μα θέλω να είμαι αληθινός και ειλικρινής ως το τέλος. Ας είμαστε λοιπόν όλοι ειλικρινείς!...»

Σ' αυτό το σημείο το συνήγορο τον διακόψανε αρκετά δυνατά χειροκροτήματα. Πραγματικά τα τελευταία του λόγια τα πρόφερε μ' έναν τόνο τόσο ειλικρινά συγκινημένο που όλοι αισθάνθηκαν πως πραγματικά έχει κάτι να πει και πως αυτό που θα πει τώρα είναι και το πιο σπουδαίο. Μα ο πρόεδρος, μόλις άκουσε τα χειροκροτήματα, απείλησε ότι θα «εκκενώσει» την αίθουσα αν επαναληφθεί άλλη μια φορά «κάτι παρόμοιο». Έγινε άκρα σιωπή κι ο Φετιουκόβιτς άρχισε με μια καινούργια υποβλητική φωνή, εντελώς διαφορετική απ' αυτήν που χρησιμοποιούσε ως τώρα.