×

We use cookies to help make LingQ better. By visiting the site, you agree to our cookie policy.


image

Ντοστογιέφσκι, Φ - Αδελφοί Καραμάζοφ, 12. XI. Χρήματα δεν υπήρξαν. Δεν υπήρξε ληστεία

12. XI. Χρήματα δεν υπήρξαν. Δεν υπήρξε ληστεία

Ένα σημείο που όλους τούς εξέπληξε στην αγόρευση του συνηγόρου, ήταν, συγκεκριμένα, η πλήρης άρνηση της ύπαρξης αυτών των μοιραίων τριών χιλιάδων, και κατά συνέπεια της δυνατότητας της ληστείας.

«Κύριοι ένορκοι», άρχισε το επιχείρημά του ο συνήγορος,

«στην παρούσα υπόθεση υπάρχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προκαλεί κατάπληξη σε κάθε απροκατάληπτο άνθρωπο, κι αυτό είναι το εξής: η κατηγορία επί ληστεία και ταυτόχρονα η παντελής αδυναμία της συγκεκριμένης υπόδειξης του αντικειμένου της ληστείας αυτής. Ληστεύτηκαν, μας λένε, χρήματα κι ακριβώς τρεις χιλιάδες μα το αν υπήρχανε πραγματικά αυτά τα χρήματα — αυτό κανένας δεν το ξέρει. Κρίνετε και μόνοι σας: Πρώτα πρώτα, πώς μάθαμε ότι υπήρχαν οι τρεις χιλιάδες και ποιος τις είδε; Τις είδε και είπε πως είχαν μπει σε φάκελο με επιγραφή μονάχα ο υπηρέτης Σμερντιακόβ. Αυτός ο ίδιος ανακοίνωσε αυτή την πληροφορία στον κατηγορούμενο και στον αδερφό του Ιβάν Φιοντόροβιτς πριν ακόμα απ' την καταστροφή. Είχε λάβει γνώσιν επίσης κι η κυρία Σβετλόβα. Όμως και τα τρία αυτά πρόσωπα δεν είδαν με τα μάτια τους αυτά τα λεφτά, τα είδε και πάλι μονάχα ο Σμερντιακόβ· μα εδώ έρχεται μόνη της η ερώτηση: Κι αν ακόμα είναι αλήθεια πως υπήρχαν και τα είδε ο Σμερντιακόβ, πότε τα είδε για τελευταία φορά; Κι αν ο κύριος έβγαλε τα λεφτά κάτω απ' το στρώμα και τα 'χε ξαναβάλει στην κασετίνα χωρίς να του το πει; Προσέξτε, σύμφωνα με τα λόγια του Σμερντιακόβ, τα χρήματα βρίσκονταν κάτω απ' το στρώμα, στο κρεβάτι. Ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε να τα τραβήξει κάτω απ' το στρώμα κι όμως το κρεβάτι βρέθηκε εντελώς ανέπαφο, όπως αναφέρεται ρητώς στα Πρακτικά. Πώς μπορούσε ο κατηγορούμενος να μην τσαλακώσει τίποτα απολύτως στο κρεβάτι και με τα ματωμένα του χέρια να μη λερώσει τα πεντακάθαρα λινά σεντόνια που είχαν στρωθεί επίτηδες γι' αυτή τη φορά; Μα θα μας πουν: Κι ο φάκελος που βρέθηκε στο πάτωμα; Γι' αυτόν ίσα-ίσα το φάκελο αξίζει να μιλήσει κανείς. Πριν από λίγο είχα απορήσει μάλιστα αρκετά: ο αξιότιμος κατήγορος, αρχίζοντας να μιλάει γι' αυτόν το φάκελο, ξάφνου ο ίδιος, — ακούτε, κύριοι, ο ίδιος!— δήλωσε γι' αυτόν στην αγόρευσή του, στο σημείο ακριβώς όπου υποδείχνει την ανοησία της υπόθεσης πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ: “Αν δεν ήταν αυτός ο φάκελος, αν δεν έμενε στο πάτωμα σαν ένδειξη, αν τον έπαιρνε ο ληστής μαζί του, τότε κανένας σ' όλο τον κόσμο δε θα μάθαινε πως υπήρχε ο φάκελος και μέσα σ' αυτόν τα λεφτά και πως κατά συνέπεια τα λεφτά τα 'κλεψε ο κατηγορούμενος”. Κι έτσι, μονάχα αυτό το σκισμένο κομμάτι χαρτί με την επιγραφή, ακόμα και κατά την ομολογία του ίδιου του κατηγόρου, χρησίμευσε για την ενοχοποίηση του κατηγορουμένου για ληστεία, “αλλιώς κανένας δε θα μάθαινε πως έγινε ληστεία κι ίσως πως υπήρχαν και λεφτά”. Ώστε λοιπόν μόνο και μόνο επειδή αυτό το κομμάτι το χαρτί κειτόταν στο πάτωμα είναι απόδειξη πως μέσα σ' αυτό υπήρχαν λεφτά και πως τα λεφτά αυτά εκλάπησαν; “Μα, απαντάνε, τα είδε μέσα στο φάκελο ο Σμερντιακόβ"· μα πότε, πότε τα είδε για τελευταία φορά; Να τι θα 'θελα να μάθω. Μίλησα με το Σμερντιακόβ και μου είπε πως τα είδε δυο μέρες πριν απ' την καταστροφή! Μα γιατί λοιπόν δεν μπορώ να υποθέσω λόγου χάρη και μια τέτοια έστω περίπτωση, πως δηλαδή ο γέρος Φιόντορ Παύλοβιτς, αφού κλειδώθηκε μέσα σ' ανυπόμονη υστερική αναμονή της αγαπημένης του, σκέφτηκε ξαφνικά, έτσι επειδή δεν είχε τι να κάνει, να βγάλει το φάκελο και να τον ξεσφραγίσει: “Ίσως στο φάκελο, θα σκέφτηκε, να μην πιστέψει, μα σαν της δείξω τριάντα κολλαριστά κατοστάρικα, αυτό θα της κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, θα τρέξουν τα σάλια της” — και να που σκίζει το φάκελο, βγάζει τα λεφτά, και το φάκελο τον πετάει στο πάτωμα σα νοικοκύρης που είναι, χωρίς να φοβάται καμιά ένδειξη. Ακούστε, κύριοι ένορκοι, υπάρχει τίποτα πιο πιθανό από μια τέτοια υπόθεση κι από 'να τέτοιο γεγονός; Γιατί είναι αδύνατο; Μα κι αν ακόμα δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα και συνέβηκε μονάχα κάτι παρόμοιο, τότε η κατηγορία για ληστεία καταρρέει από μόνη της: Δεν υπήρχαν λεφτά, δεν υπήρξε κατά συνέπεια και ληστεία. Αν ο φάκελος κειτόταν στο πάτωμα σαν ένδειξη πως υπήρχαν μέσα σ' αυτόν λεφτά, τότε γιατί εγώ δεν μπορώ να βεβαιώσω το αντίθετο και ίσα-ίσα το πως ο φάκελος κειτόταν στο πάτωμα επειδή ακριβώς τα λεφτά τα είχε πάρει κιόλας προηγουμένως από μέσα ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τους; “Ναι, μα τι γίνανε σ' αυτή την περίπτωση τα λεφτά, αν τα πήρε απ' το φάκελο ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς και στο σπίτι του κατά την έρευνα δεν τα βρήκανε;” Πρώτα-πρώτα στην κασετίνα του βρέθηκε ένα ποσό, και δεύτερο μπορεί να τα 'χε βγάλει το πρωί ακόμα, και την προηγούμενη ακόμα, να τα 'χε διαθέσει μ' άλλον τρόπο, να τα 'χε δώσει, να τα 'χε στείλει κάπου, να 'χε αλλάξει επιτέλους την απόφασή του, το σχέδιο δράσης του στις ίδιες τις βάσεις και να μην το βρήκε καθόλου αναγκαίο να κάνει αναφορά στο Σμερντιακόβ. Μα αν υπάρχει έστω κι η δυνατότητα μιας τέτοιας υπόθεσης, τότε πώς μπορεί κανείς να κατηγορεί τόσο πεισματικά και σταθερά τον κατηγορούμενο πως έκανε το φόνο για να ληστέψει και πως πραγματικά έγινε ληστεία; Μ' αυτό τον τρόπο μπαίνουμε στην περιοχή των μυθιστορημάτων. Αφού βεβαιώνουμε πως. το τάδε πράγμα έχει κλαπεί, πρέπει να υποδείξουμε αυτό το πράγμα ή τουλάχιστο ν' αποδείξουμε αναμφισβήτητα πως αυτό το πράγμα υπήρχε. Μα αυτό ούτε καν το είδε κανείς. Πριν από λίγον καιρό στην Πετρούπολη ένας νέος, σχεδόν παιδί, δεκαοχτώ χρονώ, ένας μικροπωλητής, μπήκε μέρα μεσημέρι σ' ένα αργυραμοιβείο μ' ένα τσεκούρι και μ' ασυνήθιστο τυπικό θράσος σκότωσε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος κι έκλεψε χίλια πεντακόσια ρούβλια. Ύστερ' από πέντε ώρες συνελήφθη και βρήκανε πάνω του όλ' αυτά τα λεφτά εκτός από δεκαπέντε ρούβλια που 'χε προφτάσει να τα ξοδέψει. Επιπλέον ο υπάλληλος που επέστρεψε στο κατάστημα ύστερ' απ' το φόνο, ανακοίνωσε στην αστυνομία όχι μονάχα για το κλεμμένο ποσό μα και από τι χαρτονομίσματα και κέρματα αποτελείτο, δηλαδή πόσα των εκατό, πόσα των δέκα, πόσα των πέντε και πόσα χρυσά νομίσματα και τι ακριβώς είδους, και να που στο φονιά που πιάσανε βρεθήκανε τα ίδια αυτά χαρτονομίσματα και χρυσά. Επιπλέον, ακολούθησε πλήρης και ειλικρινής ομολογία του φονιά για το ότι σκότωσε και πήρε αυτά τα ίδια λεφτά. Αυτό μάλιστα, κύριοι ένορκοι, το ονομάζω απόδειξη! Εδώ πια ξέρω, βλέπω, ψαύω τα χρήματα, και δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχουν ή δεν υπήρξαν. Έτσι είναι τάχα στην παρούσα περίπτωση; Κι όμως εδώ κρίνεται η ζωή και η τύχη ενός ανθρώπου. “Καλά, θα πούνε, μα κείνη την ίδια νύχτα γλένταγε, σκόρπαγε τα λεφτά του, του βρήκανε πάνω του χίλια πεντακόσια ρούβλια —από πού τα πήρε λοιπόν;” Μα ακριβώς επειδή βρεθήκανε χίλια πεντακόσια ρούβλια όλα κι όλα, και το άλλο μισό του ποσού με κανέναν τρόπο δεν μπορέσανε να το βρούνε, από αυτό ίσα-ίσα αποδείχνεται πως αυτά τα λεφτά δεν έχουν καμιά σχέση με κανένα φάκελο. Απ' τον υπολογισμό του χρόνου (κι αυστηρότατο μάλιστα) είναι παραδεχτό κι αποδειγμένο απ' την προανάκριση πως ο κατηγορούμενος, όταν έφυγε τρέχοντας απ' τις υπηρέτριες για να πάει στου Περχότιν, δεν πέρασε απ' το σπίτι του, μα κι ούτε μπήκε πουθενά αλλού, κι ύστερα όλη την ώρα ήταν μπροστά σε κόσμο και συνεπώς δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει απ' τις τρεις χιλιάδες τα μισά και να τα κρύψει κάπου στην πολιτεία. Αυτή ακριβώς η σκέψη έκανε τον κατήγορο να υποθέσει, πως τα λεφτά είναι κάπου κρυμμένα σε κάποια χαραμάδα στο Μόκρογιε. Μα μήπως είναι λοιπόν στα υπόγεια του πύργου του Ουδόλφου*, (*Τα Μυστήρια του Ουδόλφου, μυθιστόρημα της Άννας Ράντκλιφ.) κύριοι; Δεν είναι τάχα φανταστική, δεν είναι ρομαντική αυτή η υπόθεση; Και προσέξτε, αν κατέρρεε μονάχα αυτή η υπόθεση, πως δηλαδή είναι κρυμμένα στο Μόκρογιε — ανατινάζεται στον αέρα, κι όλη η κατηγορία για ληστεία, γιατί τι γίνανε, πού κρυφτήκανε τότε αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που λείπουν; Με ποιο μαγικό τρόπο θα μπορούσαν να εξαφανιστούν αν είναι αποδειγμένο πως ο κατηγορούμενος δεν μπήκε πουθενά; Και με κάτι τέτοια μυθιστορήματα είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε μιαν ανθρώπινη ζωή! Θα μας πούνε: “ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει από πού τα πήρε αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που βρέθηκαν απάνω του, ενώ όλοι ξέρανε πως ως τα τότε δεν είχε λεφτά". Και ποιος το 'ξερε λοιπόν; Μα ο κατηγορούμενος έδωσε καθαρή και σταθερή κατάθεση για το από πού πήρε τα λεφτά, κι αν θέλετε, κύριοι ένορκοι, αν θέλετε —ποτέ τίποτα δεν μπορούσε και δεν μπορεί να 'ναι πιο πιθανό απ' αυτή την κατάθεση και, εκτός απ' αυτό, πιο σύμφωνο με το χαρακτήρα και την ψυχή του κατηγορουμένου. Στην κατηγορία άρεσε το δικό της μυθιστόρημα: Ένας άνθρωπος με αδύναμη θέληση, που αποφάσισε να πάρει τις τρεις χιλιάδες που του τις πρότεινε τόσο ταπεινωτικά γι' αυτόν η αρραβωνιαστικιά του, δεν μπορούσε, λέει, να ξεχωρίσει τα μισά και να τα ράψει σε φυλαχτό- απεναντίας, κι αν ακόμα τα 'ραβε, θα το ξήλωνε κάθε δυο μέρες και θα 'παιρνε από 'να κατοστάρικο και μ' αυτό τον τρόπο θα τα σπαταλούσε όλα μέσα σ' ένα μήνα. Θυμηθείτε, πως όλ' αυτά ειπώθηκαν με τόνο μη επιδεχόμενο αντίρρηση. Αλλά αν τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά και σεις φτιάξατε ένα μυθιστόρημα κι έναν άλλο ήρωά; Αυτό είναι ίσα-ίσα: Φτιάξατε άλλον ήρωά! Ίσως να μου αντιλέξουν: “υπάρχουν μάρτυρες πως σπατάλησε στο Μόκρογιε όλες αυτές τις τρεις χιλιάδες που πήρε απ' την κυρία Βερχόβτσεβα ένα μήνα πριν απ' την καταστροφή, μονομιάς, μέχρι το τελευταίο καπίκι, και πως κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει απ' αυτά το μισό». Μα ποιοι είναι αυτοί οι μάρτυρες; Ο βαθμός της αξιοπιστίας αυτών των μαρτύρων έχει αποκαλυφθεί πια στο δικαστήριο. Εκτός απ' αυτό, το καρβέλι τ' αλλουνού μοιάζει πάντα πιο μεγάλο. Τέλος, κανένας απ' αυτούς τους μάρτυρες δε μέτρησε αυτά τα λεφτά μα όλοι τα υπολόγισαν μονάχα με το μάτι. Μήπως δεν κατάθεσε ο μάρτυρας Μαξίμοβ πως ο κατηγορούμενος είχε στα χέρια του είκοσι χιλιάδες; Βλέπετε, κύριοι ένορκοι, μια που η ψυχολογία έχει δυο .όψεις, επιτρέψτε μου να μιλήσω για την άλλη όψη και να δούμε αν θα βγει το ίδιο.

»Ένα μήνα πριν απ' την καταστροφή, η κυρία Βερχόβτσεβα είχε εμπιστευτεί στον κατηγορούμενο τρεις χιλιάδες ρούβλια για να τα στείλει με το ταχυδρομείο, μα προκύπτει το ερώτημα: Έγινε αυτό τάχα με τόση καταισχύνη και ταπείνωση όπως αναφέρθηκε πριν από λίγο; Στην πρώτη κατάθεση πάνω στο ίδιο θέμα η κυρία Βερχόβτσεβα κατέθεσε εντελώς διαφορετικά, ενώ στη δεύτερη κατάθεση ακούσαμε μονάχα κραυγές αγανάκτησης, εκδίκησης, κραυγές από καιρό αποκρυμμένου μίσους. Μα και μονάχα το γεγονός ότι η μάρτυς την πρώτη φορά δεν κατέθεσε την αλήθεια μάς δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε πως κι η δεύτερη κατάθεσή της δεν ήταν σωστή. Ο κατήγορος “δε θέλει, δεν τολμάει” (είναι τα ίδια του τα λόγια) ν' αγγίξει αυτό το μυθιστόρημα. Ε, ας είναι, και γω δε θα το αγγίξω, μα ωστόσο θα επιτρέψω στον εαυτό μου να παρατηρήσω πως αν η αγνή και ενάρετη γυναίκα, όπως αναμφισβήτητα είναι η σεβαστή κυρία Βερχόβτσεβα, αν μια τέτοια γυναίκα, λέω, επιτρέπει στον εαυτό της αναπάντεχα και μονομιάς στη δίκη ν' αλλάζει την πρώτη της κατάθεση, με προφανή σκοπό να καταστρέψει τον κατηγορούμενο, είναι φανερό πως αυτή της η κατάθεση έγινε με εμπάθεια, χωρίς ψυχραιμία. Μπορεί τάχα να μας αφαιρέσουν το δικαίωμα να συμπεράνουμε πως η εκδικούμενη γυναίκα μπορούσε να υπερβάλει σε πολλά; Ναι, να υπερβάλει ίσα-ίσα κείνη τη ντροπή και το αίσχος που συνόδευαν την προσφορά αυτών των χρημάτων. Απεναντίας, αυτά τα χρήματα είχαν προταθεί με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να τα δεχτεί, ιδιαίτερα ένας τόσο επιπόλαιος άνθρωπος όπως ο κατηγορούμενος. Το σπουδαιότερο, είχε τότε υπ' όψη του πως θα πάρει απ' τον πατέρα του τις τρεις χιλιάδες που εκείνος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, του όφειλε. Αυτό είναι επιπολαιότητα, μα ίσα-ίσα επειδή ήταν επιπόλαιος ήταν σταθερά πεπεισμένος πως ο πατέρας του θα του δώσει τα χρήματα, πως θα τα πάρει και κατά συνέπεια πάντα θα μπορεί να στείλει τα λεφτά που του εμπιστεύτηκε η κυρία Βερχόβτσεβα και να εξοφλήσει το χρέος. Μα ο κατήγορος με κανέναν τρόπο δε θέλει να παραδεχθεί πως μπορούσε κείνη την ίδια μέρα να ξεχωρίσει τα μισά απ' αυτά τα χρήματα και να τα ράψει στο φυλαχτό: “Δεν είναι, λέει, τέτοιος ο χαρακτήρας του, δεν μπορούσε να 'χει τέτοια συναισθήματα”. Μα σεις ο ίδιος φωνάξατε πως είναι πλατύς ο Καραμάζοβ, μονάχος σας διακηρύξατε για όλες τις ακραίες αβύσσους που μπορεί ν' ατενίζει ένας Καραμάζοβ. Ο Καραμάζοβ είναι ίσα-ίσα μια τέτοια φύση με δυο όψεις, με δυο αβύσσους, που στην πιο ασυγκράτητη ανάγκη του γλεντιού μπορεί να σταματήσει, αν του κάνει κάτι εντύπωση απ' την άλλη πλευρά: Μα η άλλη πλευρά είναι ο έρωτας —αυτός ίσα-ίσα ο έρωτας που άναψε τότε σα μπαρούτι, και γι' αυτόν τον έρωτα χρειάζονται λεφτά και χρειάζονται πολύ περισσότερα απ' όσα χρειάζονται για το γλέντι και με την ίδια την αγαπημένη ακόμα. Θα του πει αυτή: “Είμαι δική σου, δε θέλω το Φιόντορ Παύλοβιτς” κι αυτός θα την αρπάξει και θα φύγει μαζί της —τότε θα 'χει με τι λεφτά να την πάρει. Αυτό είναι σπουδαιότερο απ' το γλέντι. Μπορεί τάχα να μην το καταλάβαινε αυτό ο Καραμάζοβ; Μα απ' αυτό ακριβώς ήταν άρρωστος, απ' αυτή τη φροντίδα —τι το απίθανο λοιπόν που ξεχώρισε αυτά τα χρήματα και τα ετοίμασε για κάθε ενδεχόμενο; Μα να ωστόσο που ο καιρός περνάει κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε δίνει τις τρεις χιλιάδες στον κατηγορούμενο, απεναντίας, λένε πως τις διαθέτει για να καταφέρει ίσα-ίσα τη δική του αγαπημένη. “Αν δε μου τα δώσει ο Φιόντορ Παύλοβιτς, σκέφτεται αυτός, τότε θα γίνω κλέφτης στα μάτια της Κατερίνας Ιβάνοβνας”, και να που του γεννιέται η σκέψη πως αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που εξακολουθεί να τα 'χει στο φυλαχτό του, θα πάει και θα τα καταθέσει μπροστά στην κυρία Βερχόβτσεβα και θα της πει: “Είμαι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης”. Και να λοιπόν μια διπλή αιτία για να φυλάει αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια σαν κόρη οφθαλμού, να μην ξηλώνει το φυλαχτό και να μην παίρνει από κει εκατό-εκατό ρούβλια. Γιατί θ' αρνηθείτε στον κατηγορούμενο το αίσθημα της τιμής; Όχι, το αίσθημα της τιμής υπάρχει μέσα του, ίσως όχι σωστό, ίσως μάλιστα πολύ λαθεμένο, μα υπάρχει, υπάρχει μέχρι πάθους κι αυτός τ' απόδειξε. Μα να ωστόσο που ·η υπόθεση περιπλέκεται, τα μαρτύρια της ζήλειας φτάνουν στο ανώτατο σημείο τους, κι όλο και βασανιστικότερα στριφογυρίζει στο πυρετικό μυαλό του κατηγορουμένου: “Θα τα δώσω στην Κατερίνα Ιβάνοβνα. Με τι λεφτά θα πάρω τότε τη Γκρούσενκα μαζί μου;" Αν έκανε τόσες τρέλες και μέθαγε και θορυβούσε στις ταβέρνες όλον εκείνο το μήνα, αυτό μπορεί να 'γινε ίσα-ίσα ίσως γιατί ο ίδιος αισθανόταν μια πίκρα που δεν μπορούσε να την υποφέρει. Αυτά τα δυο ζητήματα τόσο οξύνθηκαν στο τέλος που τον φέρανε ως την απόγνωση. Έστειλε το μικρότερο αδερφό του στον πατέρα για να του ζητήσει αυτές τις τρεις χιλιάδες για τελευταία φορά, μα μην έχοντας την υπομονή να περιμένει την απάντηση, όρμησε μέσα ο ίδιος και χτύπησε το γέρο μπροστά σε μάρτυρες. Ύστερ' απ' αυτό δεν μπορούσε πια να υπολογίζει σ' αυτό το χρήμα- ο δαρμένος πατέρας δε θα του δώσει. Την ίδια μέρα το βράδυ χτυπάει το στήθος του ακριβώς στο επάνω μέρος, όπου ήταν αυτό το φυλαχτό, κι ορκίζεται στον αδερφό του πως έχει το μέσο να μην είναι παλιάνθρωπος, μα πως παρ' όλ' αυτά θα μείνει παλιάνθρωπος, γιατί προβλέπει πως δε θα επωφεληθεί από το μέσο, δε θα του φτάσει η ψυχική δύναμη, δεν έχει αρκετό χαρακτήρα. Γιατί, γιατί η κατηγορούσα αρχή δεν πιστεύει στην κατάθεση του Αλεξέι Καραμάζοβ που ήταν τόσο αθώα, τόσο ειλικρινής, τόσο αυθόρμητη και τόσο αληθοφανής; Γιατί απεναντίας με αναγκάζει να πιστέψω σε λεφτά που βρίσκονται κρυμμένα σε κάποια χαραμάδα, στα υπόγεια του πύργου του Ουδόλφου; Το ίδιο κείνο βράδυ, μετά τη συζήτηση με τον αδερφό του, ο κατηγορούμενος γράφει κείνο το μοιραίο γράμμα,- και να που αυτό ακριβώς το γράμμα είναι το κυριότερο και το πιο ενοχοποιητικό πειστήριο του κατηγορουμένου για ληστεία! “Θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους, όμως αν οι άνθρωποι δε μου δώσουν, θα πάω στον πατέρα και θα του σπάσω το κεφάλι και θα του τα πάρω από κάτω απ' το στρώμα του, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν” — πλήρες πρόγραμμα, μας λένε, του φόνου, και πώς να μην είναι; “Έγινε κατά γράμμα”, αναφωνεί η κατηγορούσα αρχή. Μα πρώτα-πρώτα, το γράμμα είναι μεθυσμένο και γράφτηκε σε τρομερό ερεθισμό. Δεύτερο, και πάλι όσα γράφει για το φάκελο είναι παρμένα απ' τα λόγια του Σμερντιακόβ, γιατί ο ίδιος δεν τον είδε το φάκελο, και τρίτο, είναι γραμμένο βέβαια, εξετελέσθη όμως κατά γράμμα; Αυτό πώς να τ' αποδείξει κανείς; Πήρε τάχα ο κατηγορούμενος το φάκελο από κάτω απ' το μαξιλάρι, βρήκε άραγε τα λεφτά, υπήρχαν καθόλου λεφτά;

»Μα για τα χρήματα άραγε να 'τρεξε ο κατηγορούμενος στον πατέρα του; Θυμηθείτε, θυμηθείτε! Έτρεξε σαν τρελός, όχι για να ληστέψει μα μονάχα για να μάθει πού είναι κείνη, αυτή η γυναίκα που τον κατάστρεψε —όχι σύμφωνα με το πρόγραμμα συνεπώς, όχι σύμφωνα με το γράμμα, έτρεξε δηλαδή όχι για προμελετημένη ληστεία, μα έτρεξε ξαφνικά, αναπάντεχα, μέσα σε μια κρίση παράφορης ζήλειας! “Ναι, θα πουν, μα ωστόσο όταν έφτασε και σκότωσε, πήρε και τα λεφτά”. Μα επιτέλους σκότωσε ή όχι; Την κατηγορία για ληστεία την απορρίπτω με αγανάκτηση! Δεν μπορεί κανείς να κατηγορεί κάποιον για ληστεία όταν δεν μπορεί ν' αποδείξει επακριβώς τι ληστεύτηκε, αυτό είναι αξίωμα! Μα σκότωσε τάχα και χωρίς ληστεία, σκότωσε; Αυτό είναι αποδειγμένο άραγε; Μήπως κι αυτό είναι μυθιστόρημα;».


12. XI. Χρήματα δεν υπήρξαν. Δεν υπήρξε ληστεία

Ένα σημείο που όλους τούς εξέπληξε στην αγόρευση του συνηγόρου, ήταν, συγκεκριμένα, η πλήρης άρνηση της ύπαρξης αυτών των μοιραίων τριών χιλιάδων, και κατά συνέπεια της δυνατότητας της ληστείας.

«Κύριοι ένορκοι», άρχισε το επιχείρημά του ο συνήγορος,

«στην παρούσα υπόθεση υπάρχει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που προκαλεί κατάπληξη σε κάθε απροκατάληπτο άνθρωπο, κι αυτό είναι το εξής: η κατηγορία επί ληστεία και ταυτόχρονα η παντελής αδυναμία της συγκεκριμένης υπόδειξης του αντικειμένου της ληστείας αυτής. Ληστεύτηκαν, μας λένε, χρήματα κι ακριβώς τρεις χιλιάδες μα το αν υπήρχανε πραγματικά αυτά τα χρήματα — αυτό κανένας δεν το ξέρει. Κρίνετε και μόνοι σας: Πρώτα πρώτα, πώς μάθαμε ότι υπήρχαν οι τρεις χιλιάδες και ποιος τις είδε; Τις είδε και είπε πως είχαν μπει σε φάκελο με επιγραφή μονάχα ο υπηρέτης Σμερντιακόβ. Αυτός ο ίδιος ανακοίνωσε αυτή την πληροφορία στον κατηγορούμενο και στον αδερφό του Ιβάν Φιοντόροβιτς πριν ακόμα απ' την καταστροφή. Είχε λάβει γνώσιν επίσης κι η κυρία Σβετλόβα. Όμως και τα τρία αυτά πρόσωπα δεν είδαν με τα μάτια τους αυτά τα λεφτά, τα είδε και πάλι μονάχα ο Σμερντιακόβ· μα εδώ έρχεται μόνη της η ερώτηση: Κι αν ακόμα είναι αλήθεια πως υπήρχαν και τα είδε ο Σμερντιακόβ, πότε τα είδε για τελευταία φορά; Κι αν ο κύριος έβγαλε τα λεφτά κάτω απ' το στρώμα και τα 'χε ξαναβάλει στην κασετίνα χωρίς να του το πει; Προσέξτε, σύμφωνα με τα λόγια του Σμερντιακόβ, τα χρήματα βρίσκονταν κάτω απ' το στρώμα, στο κρεβάτι. Ο κατηγορούμενος θα 'πρεπε να τα τραβήξει κάτω απ' το στρώμα κι όμως το κρεβάτι βρέθηκε εντελώς ανέπαφο, όπως αναφέρεται ρητώς στα Πρακτικά. Πώς μπορούσε ο κατηγορούμενος να μην τσαλακώσει τίποτα απολύτως στο κρεβάτι και με τα ματωμένα του χέρια να μη λερώσει τα πεντακάθαρα λινά σεντόνια που είχαν στρωθεί επίτηδες γι' αυτή τη φορά; Μα θα μας πουν: Κι ο φάκελος που βρέθηκε στο πάτωμα; Γι' αυτόν ίσα-ίσα το φάκελο αξίζει να μιλήσει κανείς. Πριν από λίγο είχα απορήσει μάλιστα αρκετά: ο αξιότιμος κατήγορος, αρχίζοντας να μιλάει γι' αυτόν το φάκελο, ξάφνου ο ίδιος, — ακούτε, κύριοι, ο ίδιος!— δήλωσε γι' αυτόν στην αγόρευσή του, στο σημείο ακριβώς όπου υποδείχνει την ανοησία της υπόθεσης πως σκότωσε ο Σμερντιακόβ: “Αν δεν ήταν αυτός ο φάκελος, αν δεν έμενε στο πάτωμα σαν ένδειξη, αν τον έπαιρνε ο ληστής μαζί του, τότε κανένας σ' όλο τον κόσμο δε θα μάθαινε πως υπήρχε ο φάκελος και μέσα σ' αυτόν τα λεφτά και πως κατά συνέπεια τα λεφτά τα 'κλεψε ο κατηγορούμενος”. Κι έτσι, μονάχα αυτό το σκισμένο κομμάτι χαρτί με την επιγραφή, ακόμα και κατά την ομολογία του ίδιου του κατηγόρου, χρησίμευσε για την ενοχοποίηση του κατηγορουμένου για ληστεία, “αλλιώς κανένας δε θα μάθαινε πως έγινε ληστεία κι ίσως πως υπήρχαν και λεφτά”. Ώστε λοιπόν μόνο και μόνο επειδή αυτό το κομμάτι το χαρτί κειτόταν στο πάτωμα είναι απόδειξη πως μέσα σ' αυτό υπήρχαν λεφτά και πως τα λεφτά αυτά εκλάπησαν; “Μα, απαντάνε, τα είδε μέσα στο φάκελο ο Σμερντιακόβ"· μα πότε, πότε τα είδε για τελευταία φορά; Να τι θα 'θελα να μάθω. Μίλησα με το Σμερντιακόβ και μου είπε πως τα είδε δυο μέρες πριν απ' την καταστροφή! Μα γιατί λοιπόν δεν μπορώ να υποθέσω λόγου χάρη και μια τέτοια έστω περίπτωση, πως δηλαδή ο γέρος Φιόντορ Παύλοβιτς, αφού κλειδώθηκε μέσα σ' ανυπόμονη υστερική αναμονή της αγαπημένης του, σκέφτηκε ξαφνικά, έτσι επειδή δεν είχε τι να κάνει, να βγάλει το φάκελο και να τον ξεσφραγίσει: “Ίσως στο φάκελο, θα σκέφτηκε, να μην πιστέψει, μα σαν της δείξω τριάντα κολλαριστά κατοστάρικα, αυτό θα της κάνει μεγαλύτερη εντύπωση, θα τρέξουν τα σάλια της” — και να που σκίζει το φάκελο, βγάζει τα λεφτά, και το φάκελο τον πετάει στο πάτωμα σα νοικοκύρης που είναι, χωρίς να φοβάται καμιά ένδειξη. Ακούστε, κύριοι ένορκοι, υπάρχει τίποτα πιο πιθανό από μια τέτοια υπόθεση κι από 'να τέτοιο γεγονός; Γιατί είναι αδύνατο; Μα κι αν ακόμα δεν έγιναν έτσι ακριβώς τα πράγματα και συνέβηκε μονάχα κάτι παρόμοιο, τότε η κατηγορία για ληστεία καταρρέει από μόνη της: Δεν υπήρχαν λεφτά, δεν υπήρξε κατά συνέπεια και ληστεία. Αν ο φάκελος κειτόταν στο πάτωμα σαν ένδειξη πως υπήρχαν μέσα σ' αυτόν λεφτά, τότε γιατί εγώ δεν μπορώ να βεβαιώσω το αντίθετο και ίσα-ίσα το πως ο φάκελος κειτόταν στο πάτωμα επειδή ακριβώς τα λεφτά τα είχε πάρει κιόλας προηγουμένως από μέσα ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τους; “Ναι, μα τι γίνανε σ' αυτή την περίπτωση τα λεφτά, αν τα πήρε απ' το φάκελο ο ίδιος ο Φιόντορ Παύλοβιτς και στο σπίτι του κατά την έρευνα δεν τα βρήκανε;” Πρώτα-πρώτα στην κασετίνα του βρέθηκε ένα ποσό, και δεύτερο μπορεί να τα 'χε βγάλει το πρωί ακόμα, και την προηγούμενη ακόμα, να τα 'χε διαθέσει μ' άλλον τρόπο, να τα 'χε δώσει, να τα 'χε στείλει κάπου, να 'χε αλλάξει επιτέλους την απόφασή του, το σχέδιο δράσης του στις ίδιες τις βάσεις και να μην το βρήκε καθόλου αναγκαίο να κάνει αναφορά στο Σμερντιακόβ. Μα αν υπάρχει έστω κι η δυνατότητα μιας τέτοιας υπόθεσης, τότε πώς μπορεί κανείς να κατηγορεί τόσο πεισματικά και σταθερά τον κατηγορούμενο πως έκανε το φόνο για να ληστέψει και πως πραγματικά έγινε ληστεία; Μ' αυτό τον τρόπο μπαίνουμε στην περιοχή των μυθιστορημάτων. Αφού βεβαιώνουμε πως. το τάδε πράγμα έχει κλαπεί, πρέπει να υποδείξουμε αυτό το πράγμα ή τουλάχιστο ν' αποδείξουμε αναμφισβήτητα πως αυτό το πράγμα υπήρχε. Μα αυτό ούτε καν το είδε κανείς. Πριν από λίγον καιρό στην Πετρούπολη ένας νέος, σχεδόν παιδί, δεκαοχτώ χρονώ, ένας μικροπωλητής, μπήκε μέρα μεσημέρι σ' ένα αργυραμοιβείο μ' ένα τσεκούρι και μ' ασυνήθιστο τυπικό θράσος σκότωσε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος κι έκλεψε χίλια πεντακόσια ρούβλια. Ύστερ' από πέντε ώρες συνελήφθη και βρήκανε πάνω του όλ' αυτά τα λεφτά εκτός από δεκαπέντε ρούβλια που 'χε προφτάσει να τα ξοδέψει. Επιπλέον ο υπάλληλος που επέστρεψε στο κατάστημα ύστερ' απ' το φόνο, ανακοίνωσε στην αστυνομία όχι μονάχα για το κλεμμένο ποσό μα και από τι χαρτονομίσματα και κέρματα αποτελείτο, δηλαδή πόσα των εκατό, πόσα των δέκα, πόσα των πέντε και πόσα χρυσά νομίσματα και τι ακριβώς είδους, και να που στο φονιά που πιάσανε βρεθήκανε τα ίδια αυτά χαρτονομίσματα και χρυσά. Επιπλέον, ακολούθησε πλήρης και ειλικρινής ομολογία του φονιά για το ότι σκότωσε και πήρε αυτά τα ίδια λεφτά. Αυτό μάλιστα, κύριοι ένορκοι, το ονομάζω απόδειξη! Εδώ πια ξέρω, βλέπω, ψαύω τα χρήματα, και δεν μπορώ να πω πως δεν υπάρχουν ή δεν υπήρξαν. Έτσι είναι τάχα στην παρούσα περίπτωση; Κι όμως εδώ κρίνεται η ζωή και η τύχη ενός ανθρώπου. “Καλά, θα πούνε, μα κείνη την ίδια νύχτα γλένταγε, σκόρπαγε τα λεφτά του, του βρήκανε πάνω του χίλια πεντακόσια ρούβλια —από πού τα πήρε λοιπόν;” Μα ακριβώς επειδή βρεθήκανε χίλια πεντακόσια ρούβλια όλα κι όλα, και το άλλο μισό του ποσού με κανέναν τρόπο δεν μπορέσανε να το βρούνε, από αυτό ίσα-ίσα αποδείχνεται πως αυτά τα λεφτά δεν έχουν καμιά σχέση με κανένα φάκελο. Απ' τον υπολογισμό του χρόνου (κι αυστηρότατο μάλιστα) είναι παραδεχτό κι αποδειγμένο απ' την προανάκριση πως ο κατηγορούμενος, όταν έφυγε τρέχοντας απ' τις υπηρέτριες για να πάει στου Περχότιν, δεν πέρασε απ' το σπίτι του, μα κι ούτε μπήκε πουθενά αλλού, κι ύστερα όλη την ώρα ήταν μπροστά σε κόσμο και συνεπώς δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει απ' τις τρεις χιλιάδες τα μισά και να τα κρύψει κάπου στην πολιτεία. Αυτή ακριβώς η σκέψη έκανε τον κατήγορο να υποθέσει, πως τα λεφτά είναι κάπου κρυμμένα σε κάποια χαραμάδα στο Μόκρογιε. Μα μήπως είναι λοιπόν στα υπόγεια του πύργου του Ουδόλφου*, (*Τα Μυστήρια του Ουδόλφου, μυθιστόρημα της Άννας Ράντκλιφ.) κύριοι; Δεν είναι τάχα φανταστική, δεν είναι ρομαντική αυτή η υπόθεση; Και προσέξτε, αν κατέρρεε μονάχα αυτή η υπόθεση, πως δηλαδή είναι κρυμμένα στο Μόκρογιε — ανατινάζεται στον αέρα, κι όλη η κατηγορία για ληστεία, γιατί τι γίνανε, πού κρυφτήκανε τότε αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που λείπουν; Με ποιο μαγικό τρόπο θα μπορούσαν να εξαφανιστούν αν είναι αποδειγμένο πως ο κατηγορούμενος δεν μπήκε πουθενά; Και με κάτι τέτοια μυθιστορήματα είμαστε έτοιμοι να καταστρέψουμε μιαν ανθρώπινη ζωή! Θα μας πούνε: “ωστόσο δεν μπόρεσε να εξηγήσει από πού τα πήρε αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που βρέθηκαν απάνω του, ενώ όλοι ξέρανε πως ως τα τότε δεν είχε λεφτά". Και ποιος το 'ξερε λοιπόν; Μα ο κατηγορούμενος έδωσε καθαρή και σταθερή κατάθεση για το από πού πήρε τα λεφτά, κι αν θέλετε, κύριοι ένορκοι, αν θέλετε —ποτέ τίποτα δεν μπορούσε και δεν μπορεί να 'ναι πιο πιθανό απ' αυτή την κατάθεση και, εκτός απ' αυτό, πιο σύμφωνο με το χαρακτήρα και την ψυχή του κατηγορουμένου. Στην κατηγορία άρεσε το δικό της μυθιστόρημα: Ένας άνθρωπος με αδύναμη θέληση, που αποφάσισε να πάρει τις τρεις χιλιάδες που του τις πρότεινε τόσο ταπεινωτικά γι' αυτόν η αρραβωνιαστικιά του, δεν μπορούσε, λέει, να ξεχωρίσει τα μισά και να τα ράψει σε φυλαχτό- απεναντίας, κι αν ακόμα τα 'ραβε, θα το ξήλωνε κάθε δυο μέρες και θα 'παιρνε από 'να κατοστάρικο και μ' αυτό τον τρόπο θα τα σπαταλούσε όλα μέσα σ' ένα μήνα. Θυμηθείτε, πως όλ' αυτά ειπώθηκαν με τόνο μη επιδεχόμενο αντίρρηση. Αλλά αν τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά και σεις φτιάξατε ένα μυθιστόρημα κι έναν άλλο ήρωά; Αυτό είναι ίσα-ίσα: Φτιάξατε άλλον ήρωά! Ίσως να μου αντιλέξουν: “υπάρχουν μάρτυρες πως σπατάλησε στο Μόκρογιε όλες αυτές τις τρεις χιλιάδες που πήρε απ' την κυρία Βερχόβτσεβα ένα μήνα πριν απ' την καταστροφή, μονομιάς, μέχρι το τελευταίο καπίκι, και πως κατά συνέπεια δεν μπορούσε να ξεχωρίσει απ' αυτά το μισό». Μα ποιοι είναι αυτοί οι μάρτυρες; Ο βαθμός της αξιοπιστίας αυτών των μαρτύρων έχει αποκαλυφθεί πια στο δικαστήριο. Εκτός απ' αυτό, το καρβέλι τ' αλλουνού μοιάζει πάντα πιο μεγάλο. Τέλος, κανένας απ' αυτούς τους μάρτυρες δε μέτρησε αυτά τα λεφτά μα όλοι τα υπολόγισαν μονάχα με το μάτι. Μήπως δεν κατάθεσε ο μάρτυρας Μαξίμοβ πως ο κατηγορούμενος είχε στα χέρια του είκοσι χιλιάδες; Βλέπετε, κύριοι ένορκοι, μια που η ψυχολογία έχει δυο .όψεις, επιτρέψτε μου να μιλήσω για την άλλη όψη και να δούμε αν θα βγει το ίδιο.

»Ένα μήνα πριν απ' την καταστροφή, η κυρία Βερχόβτσεβα είχε εμπιστευτεί στον κατηγορούμενο τρεις χιλιάδες ρούβλια για να τα στείλει με το ταχυδρομείο, μα προκύπτει το ερώτημα: Έγινε αυτό τάχα με τόση καταισχύνη και ταπείνωση όπως αναφέρθηκε πριν από λίγο; Στην πρώτη κατάθεση πάνω στο ίδιο θέμα η κυρία Βερχόβτσεβα κατέθεσε εντελώς διαφορετικά, ενώ στη δεύτερη κατάθεση ακούσαμε μονάχα κραυγές αγανάκτησης, εκδίκησης, κραυγές από καιρό αποκρυμμένου μίσους. Μα και μονάχα το γεγονός ότι η μάρτυς την πρώτη φορά δεν κατέθεσε την αλήθεια μάς δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε πως κι η δεύτερη κατάθεσή της δεν ήταν σωστή. Ο κατήγορος “δε θέλει, δεν τολμάει” (είναι τα ίδια του τα λόγια) ν' αγγίξει αυτό το μυθιστόρημα. Ε, ας είναι, και γω δε θα το αγγίξω, μα ωστόσο θα επιτρέψω στον εαυτό μου να παρατηρήσω πως αν η αγνή και ενάρετη γυναίκα, όπως αναμφισβήτητα είναι η σεβαστή κυρία Βερχόβτσεβα, αν μια τέτοια γυναίκα, λέω, επιτρέπει στον εαυτό της αναπάντεχα και μονομιάς στη δίκη ν' αλλάζει την πρώτη της κατάθεση, με προφανή σκοπό να καταστρέψει τον κατηγορούμενο, είναι φανερό πως αυτή της η κατάθεση έγινε με εμπάθεια, χωρίς ψυχραιμία. Μπορεί τάχα να μας αφαιρέσουν το δικαίωμα να συμπεράνουμε πως η εκδικούμενη γυναίκα μπορούσε να υπερβάλει σε πολλά; Ναι, να υπερβάλει ίσα-ίσα κείνη τη ντροπή και το αίσχος που συνόδευαν την προσφορά αυτών των χρημάτων. Απεναντίας, αυτά τα χρήματα είχαν προταθεί με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κανείς να τα δεχτεί, ιδιαίτερα ένας τόσο επιπόλαιος άνθρωπος όπως ο κατηγορούμενος. Το σπουδαιότερο, είχε τότε υπ' όψη του πως θα πάρει απ' τον πατέρα του τις τρεις χιλιάδες που εκείνος, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, του όφειλε. Αυτό είναι επιπολαιότητα, μα ίσα-ίσα επειδή ήταν επιπόλαιος ήταν σταθερά πεπεισμένος πως ο πατέρας του θα του δώσει τα χρήματα, πως θα τα πάρει και κατά συνέπεια πάντα θα μπορεί να στείλει τα λεφτά που του εμπιστεύτηκε η κυρία Βερχόβτσεβα και να εξοφλήσει το χρέος. Μα ο κατήγορος με κανέναν τρόπο δε θέλει να παραδεχθεί πως μπορούσε κείνη την ίδια μέρα να ξεχωρίσει τα μισά απ' αυτά τα χρήματα και να τα ράψει στο φυλαχτό: “Δεν είναι, λέει, τέτοιος ο χαρακτήρας του, δεν μπορούσε να 'χει τέτοια συναισθήματα”. Μα σεις ο ίδιος φωνάξατε πως είναι πλατύς ο Καραμάζοβ, μονάχος σας διακηρύξατε για όλες τις ακραίες αβύσσους που μπορεί ν' ατενίζει ένας Καραμάζοβ. Ο Καραμάζοβ είναι ίσα-ίσα μια τέτοια φύση με δυο όψεις, με δυο αβύσσους, που στην πιο ασυγκράτητη ανάγκη του γλεντιού μπορεί να σταματήσει, αν του κάνει κάτι εντύπωση απ' την άλλη πλευρά: Μα η άλλη πλευρά είναι ο έρωτας —αυτός ίσα-ίσα ο έρωτας που άναψε τότε σα μπαρούτι, και γι' αυτόν τον έρωτα χρειάζονται λεφτά και χρειάζονται πολύ περισσότερα απ' όσα χρειάζονται για το γλέντι και με την ίδια την αγαπημένη ακόμα. Θα του πει αυτή: “Είμαι δική σου, δε θέλω το Φιόντορ Παύλοβιτς” κι αυτός θα την αρπάξει και θα φύγει μαζί της —τότε θα 'χει με τι λεφτά να την πάρει. Αυτό είναι σπουδαιότερο απ' το γλέντι. Μπορεί τάχα να μην το καταλάβαινε αυτό ο Καραμάζοβ; Μα απ' αυτό ακριβώς ήταν άρρωστος, απ' αυτή τη φροντίδα —τι το απίθανο λοιπόν που ξεχώρισε αυτά τα χρήματα και τα ετοίμασε για κάθε ενδεχόμενο; Μα να ωστόσο που ο καιρός περνάει κι ο Φιόντορ Παύλοβιτς δε δίνει τις τρεις χιλιάδες στον κατηγορούμενο, απεναντίας, λένε πως τις διαθέτει για να καταφέρει ίσα-ίσα τη δική του αγαπημένη. “Αν δε μου τα δώσει ο Φιόντορ Παύλοβιτς, σκέφτεται αυτός, τότε θα γίνω κλέφτης στα μάτια της Κατερίνας Ιβάνοβνας”, και να που του γεννιέται η σκέψη πως αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια που εξακολουθεί να τα 'χει στο φυλαχτό του, θα πάει και θα τα καταθέσει μπροστά στην κυρία Βερχόβτσεβα και θα της πει: “Είμαι παλιάνθρωπος μα όχι κλέφτης”. Και να λοιπόν μια διπλή αιτία για να φυλάει αυτά τα χίλια πεντακόσια ρούβλια σαν κόρη οφθαλμού, να μην ξηλώνει το φυλαχτό και να μην παίρνει από κει εκατό-εκατό ρούβλια. Γιατί θ' αρνηθείτε στον κατηγορούμενο το αίσθημα της τιμής; Όχι, το αίσθημα της τιμής υπάρχει μέσα του, ίσως όχι σωστό, ίσως μάλιστα πολύ λαθεμένο, μα υπάρχει, υπάρχει μέχρι πάθους κι αυτός τ' απόδειξε. Μα να ωστόσο που ·η υπόθεση περιπλέκεται, τα μαρτύρια της ζήλειας φτάνουν στο ανώτατο σημείο τους, κι όλο και βασανιστικότερα στριφογυρίζει στο πυρετικό μυαλό του κατηγορουμένου: “Θα τα δώσω στην Κατερίνα Ιβάνοβνα. Με τι λεφτά θα πάρω τότε τη Γκρούσενκα μαζί μου;" Αν έκανε τόσες τρέλες και μέθαγε και θορυβούσε στις ταβέρνες όλον εκείνο το μήνα, αυτό μπορεί να 'γινε ίσα-ίσα ίσως γιατί ο ίδιος αισθανόταν μια πίκρα που δεν μπορούσε να την υποφέρει. Αυτά τα δυο ζητήματα τόσο οξύνθηκαν στο τέλος που τον φέρανε ως την απόγνωση. Έστειλε το μικρότερο αδερφό του στον πατέρα για να του ζητήσει αυτές τις τρεις χιλιάδες για τελευταία φορά, μα μην έχοντας την υπομονή να περιμένει την απάντηση, όρμησε μέσα ο ίδιος και χτύπησε το γέρο μπροστά σε μάρτυρες. Ύστερ' απ' αυτό δεν μπορούσε πια να υπολογίζει σ' αυτό το χρήμα- ο δαρμένος πατέρας δε θα του δώσει. Την ίδια μέρα το βράδυ χτυπάει το στήθος του ακριβώς στο επάνω μέρος, όπου ήταν αυτό το φυλαχτό, κι ορκίζεται στον αδερφό του πως έχει το μέσο να μην είναι παλιάνθρωπος, μα πως παρ' όλ' αυτά θα μείνει παλιάνθρωπος, γιατί προβλέπει πως δε θα επωφεληθεί από το μέσο, δε θα του φτάσει η ψυχική δύναμη, δεν έχει αρκετό χαρακτήρα. Γιατί, γιατί η κατηγορούσα αρχή δεν πιστεύει στην κατάθεση του Αλεξέι Καραμάζοβ που ήταν τόσο αθώα, τόσο ειλικρινής, τόσο αυθόρμητη και τόσο αληθοφανής; Γιατί απεναντίας με αναγκάζει να πιστέψω σε λεφτά που βρίσκονται κρυμμένα σε κάποια χαραμάδα, στα υπόγεια του πύργου του Ουδόλφου; Το ίδιο κείνο βράδυ, μετά τη συζήτηση με τον αδερφό του, ο κατηγορούμενος γράφει κείνο το μοιραίο γράμμα,- και να που αυτό ακριβώς το γράμμα είναι το κυριότερο και το πιο ενοχοποιητικό πειστήριο του κατηγορουμένου για ληστεία! “Θα ζητήσω λεφτά απ' όλους τους ανθρώπους, όμως αν οι άνθρωποι δε μου δώσουν, θα πάω στον πατέρα και θα του σπάσω το κεφάλι και θα του τα πάρω από κάτω απ' το στρώμα του, αρκεί να 'χει φύγει ο Ιβάν” — πλήρες πρόγραμμα, μας λένε, του φόνου, και πώς να μην είναι; “Έγινε κατά γράμμα”, αναφωνεί η κατηγορούσα αρχή. Μα πρώτα-πρώτα, το γράμμα είναι μεθυσμένο και γράφτηκε σε τρομερό ερεθισμό. Δεύτερο, και πάλι όσα γράφει για το φάκελο είναι παρμένα απ' τα λόγια του Σμερντιακόβ, γιατί ο ίδιος δεν τον είδε το φάκελο, και τρίτο, είναι γραμμένο βέβαια, εξετελέσθη όμως κατά γράμμα; Αυτό πώς να τ' αποδείξει κανείς; Πήρε τάχα ο κατηγορούμενος το φάκελο από κάτω απ' το μαξιλάρι, βρήκε άραγε τα λεφτά, υπήρχαν καθόλου λεφτά;

»Μα για τα χρήματα άραγε να 'τρεξε ο κατηγορούμενος στον πατέρα του; Θυμηθείτε, θυμηθείτε! Έτρεξε σαν τρελός, όχι για να ληστέψει μα μονάχα για να μάθει πού είναι κείνη, αυτή η γυναίκα που τον κατάστρεψε —όχι σύμφωνα με το πρόγραμμα συνεπώς, όχι σύμφωνα με το γράμμα, έτρεξε δηλαδή όχι για προμελετημένη ληστεία, μα έτρεξε ξαφνικά, αναπάντεχα, μέσα σε μια κρίση παράφορης ζήλειας! “Ναι, θα πουν, μα ωστόσο όταν έφτασε και σκότωσε, πήρε και τα λεφτά”. Μα επιτέλους σκότωσε ή όχι; Την κατηγορία για ληστεία την απορρίπτω με αγανάκτηση! Δεν μπορεί κανείς να κατηγορεί κάποιον για ληστεία όταν δεν μπορεί ν' αποδείξει επακριβώς τι ληστεύτηκε, αυτό είναι αξίωμα! Μα σκότωσε τάχα και χωρίς ληστεία, σκότωσε; Αυτό είναι αποδειγμένο άραγε; Μήπως κι αυτό είναι μυθιστόρημα;».